ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ BLOG

ΓΙΑΤΙ ΑΚΟΜΗ ΡΑΓΙΑΔΕΣ;

Κάτω από: ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ στις 8:57 μμ στο Πέμπτη, 24 Μαρτίου, 2011

«Ακόμη τούτην άνοιξη, τοῦτο το καλοκαίρι, ραγιάδες, ραγιάδες», τραγουδούσαν παραπονεμένα επί τεσσερις ολόκληρους αιῶνες οι πρόγονοί μας, ζῶντες κάτω από την τουρκική κατοχή, όπου όλα τά ‘σκίαζε η φοβέρα και τά πλάκωνε η σκλαβιά. Η μόνη των παρηγοριά ἦταν ότι κάποτε θα έρθη ο Φράγκος, θα έρθη ο Βενετός, θα έρθη ο Μόσκοβος να τους ελευθερώση.

Πράγματι! Όλοι αυτοί οι ξένοι, υποτιθέμενοι προστάτες, ἦρθαν. Ο Φράγκος με την ναυμαχία τῆς Ναυπάκτου (1570), ο Βενετός με τον Μοροζίνι (1685) και ο Μόσκοβος με τους αδελφούς Ορλώφ (1770). Ἦρθαν όμως και έφυγαν και άφησαν πίσω των απροστάτευτους τους Έλληνες στη μανία τῶν Τουρκαλβανῶν, ραγιάδες και πάλι ραγιάδες. Μόνο μετά από την ιεραποστολική δράση τοῦ πατρο-Κοσμᾶ και τά εθνεγερτήρια κηρύγματα τοῦ Ρήγα τοῦ Φεραίου και τῶν άλλων εθναποστόλων κατεννόησαν επιτέλους οι Έλληνες ότι μόνο με την πίστη στον Θεό και την δική τους αυτενέργεια θα πετύχαιναν το ποθούμενο.

Έτσι, την άνοιξη τοῦ 1821 αποφάσισαν και βροντοφώναξαν «όχι άλλη άνοιξη, όχι άλλο καλοκαίρι, ραγιάδες, ραγιάδες». Και το θαύμα έγινε. Ο αγώνας ξεκίνησε, οι νῖκες ακολούθησαν και τά πρῶτα ελληνικά εδάφη απελευθερώνονταν το ένα κατόπιν τοῦ άλλου. Τίποτε δεν σταματοῦσε τους ηρωïκούς αγωνιστές. Ούτε η ναυτική δύναμη τῶν Τούρκων, ούτε τά φουσάτα τοῦ Ομέρ Βρυώνη, ούτε η στρατιά τοῦ Δράμαλη. Το θάρρος και οι θυσίες τῶν αγωνιστῶν και προπαντός η πίστη των στον ελευθερωτή Χριστό τους καθιστούσαν ανίκητους.

Όλα έδειχναν ότι δεν θα ἦσαν πιά ραγιάδες. Ό,τι, όμως, δεν κατώρθωνε η αγριότητα τῶν Τούρκων, το κατώρθωσαν οι ξένες δυνάμεις. Πρῶτον, με τά επαχθῆ δάνεια, έπειτα, με τις παρεμβάσεις στα εσωτερικά τῶν Ελλήνων και την εξαγορά συνειδήσεων και, στην συνέχεια, με την εγκατάσταση ξένων βασιλέων στην Ελλάδα ως τοποτηρητῶν τῶν συμφερόντων τῆς Δύσεως. Μετά, μάλιστα, από τη δολοφονία τοῦ ελληνοορθοδόξου πρώτου κυβερνήτου Καποδίστρια η Ελλάδα δέθηκε πιά χειροπόδαρα στο άρμα τῶν δυτικῶν δυνάμεων και οι Έλληνες, χωρίς κάν να το καταλάβουν, ξανάγιναν ραγιάδες, ραγιάδες.

Η νομοθεσία, τά εκπαιδευτικά συστήματα, το εμπόριο και όλες οι άλλες διαδικασίες όχι απλῶς επηρεάζονταν από τη δυτική νοοτροπία αλλά τις περισσότερες φορές ελέγχοντο πλήρως από ξένα κέντρα αποφάσεων. Η πιο τρανή απόδειξη ἦταν ο σχηματισμός τῶν κομμάτων, πού σχεδόν όλα ἦσαν ξενόφρονα, γεγονός πού και τά ίδια δεν εντρέποντο να το διακηρύττουν: Αγγλόφιλα, γαλλόφιλα, ρωσόφιλα και αργότερα γερμανόφιλα, ιταλόφιλα, αμερικανόφιλα, κινεζόφιλα, ακόμη και αλβανόφιλα κόμματα σχηματίστηκαν στην χώρα μας.

Βεβαίως στην περίοδο τοῦ πάνω από 180 έτη ελευθέρου μας βίου υπῆρξαν και μερικές αναλαμπές εθνικῆς εξάρσεως και αγωνιστικῆς διαθέσεως, όπως το 1912-13 και το 1940-41, πού μᾶς ξαναθύμισαν το ατέλεστον τέλος τῶν τοῦ έθνους αγώνων και την ανάγκη συνεχοῦς προσπαθείας για το σταμάτημα τοῦ ραγιαδισμοῦ και τῆς εθνικῆς υποτέλειας.

Αυτή η διάθεση για καθολική πρόοδο φάνηκε κυρίως μετά από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, οπόταν η Ελλάδα, παρά τον εμφύλιο, την μετανάστευση και την αστυφιλία, κατάφερε να επουλώση τις πληγές, να εδραιώση την εσωτερική ασφάλεια και να προχωρήση με την ναυτιλία, τον τουρισμό και την εκβιομηχάνιση σε οικονομική πρόοδο. Καθιερώθηκε η δωρεάν παιδεία, άρχισαν οι κοινωνικές παροχές, και όλα έδειχναν ότι μετά από την πολιτική δημοκρατία θα εγκαθιδρύετο η κοινωνική πολιτεία.

Αυτή, όμως, η τάση για πρόοδο και για κοινωνική συνεργασία οπωσδήποτε ενοχλοῦσε τους ξένους προστάτες, οι οποῖοι στα τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ’50 άρχισαν, με τά ντόπια πολιτικά όργανά των, το ξέφτισμα τῆς οικονομικῆς ευρωστίας τῶν ελληνικῶν επιχειρήσεων και την αναβίωση τῶν εσωτερικῶν πολιτικῶν και κοινωνικῶν αντιθέσεων. Με την εφαρμογή, μάλιστα, τῶν πανωτοκίων χάθηκαν οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις και οι υπόλοιπες κατήντησαν προβληματικές και κρατικοδίαιτες.

Με την αλόγιστη, άλλωστε, σπατάλη τοῦ εθνικοῦ εισοδήματος από τις αλλοπρόσαλλες ελληνικές κυβερνήσεις και προπαντός με την καταναλωτική μανία καταντήσαμε στο ακατανόμαστο σύγχρονο δανεισμό όλων, μικρῶν και μεγάλων, πολιτῶν και πολιτείας, από ξένες και ντόπιες τράπεζες. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένα ελληνικό νοικοκυριό πού να μην εἶναι λίγο-πολύ χρεωμένο σε τράπεζες, ούτε ελληνική επιχείρηση ή έστω και μικρό μαγαζί.

Γι’ αυτό, κλείνουν οι επιχειρήσεις η μία μετά την άλλη, γι’ αυτό φουντώνει η ανεργία, γι’ αυτό οργιάζει η εγκληματικότητα και γι’ αυτό επικρατεῖ παντοῦ ανασφάλεια. Το χρέος τῆς χώρας μας εἶναι τόσο μεγάλο, πού μόνον εάν επί δέκα συνεχῆ έτη όλοι οι Έλληνες δεν δαπανούσαμε ούτε ένα ευρώ, δηλαδή μέναμε για δέκα έτη νηστικοί, άντυτοι και άστεγοι, θα μπορούσαμε να το εξοφλήσουμε, εάν, βεβαίως, θα είχαμε επιζήσει μέχρι τότε.

Είμαστε, λοιπόν, ακόμη σκλάβοι σε ξένους δυνάστες και αυστηρούς επιτηρητές, γιατί όλοι είμαστε ραγιάδες, δηλαδή δοῦλοι τῆς καταναλωτικῆς μας μανίας, τῆς ξενομανίας, τῆς κενοδοξίας και όλων τῶν άλλων ατομικιστικῶν παθῶν μας.

Για να μην εἶναι κάποιος ραγιάς και δοῦλος σε ξένους ή ντόπιους δυνάστες, πρέπει πρῶτα απ’ όλα να εἶναι ελεύθερος από εσωτερικά πάθη και ιδεολογικές δεσμεύσεις. «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία», βροντοφωνάζει ο εθνικός ποιητής Κάλβος. Όποιος δεν έχει αυτήν την αρετή, θα μένη πάντοτε ραγιάς και πάντοτε εξαρτημένος.

Β. Τσούπρας, εφημ. Επάλξεις, 16 Μαρτίου 2011


Δεν υπάρχουν σχόλια »

Χωρίς σχόλια ακόμα.

RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου.

Αφήστε μια απάντηση

© 2024 ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ BLOG   Φιλοξενείται από Blogs.sch.gr

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση