ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ

του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Κ. ΤΣΕΚΟΥΡΑ

περιοδικό ΑΡΔΗΝ, τχ. 71 (Αυγ.-Οκτ. 2008)

Μια τελευταία Απόφαση του Υπουργού Παιδείας σχετικά με την δυνατότητα των μαθητών να απαλλάσσονται από την διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών επανέφερε σε συζήτηση το σχετικό ζήτημα, το οποίο, οπωσδήποτε, θα επανέλθη στο νέο χορό των συζητήσεων που θα γεννηθούν, μετά την ανάθεση σε δύο επιτροπές της εκ νέου επεξεργασίας των σχολικών προγραμμάτων και της διδακτέας ύλης.
Πάντως, τα θέματα που ανεπτύχθησαν στην σχετική με την τελευταία απόφαση, συζήτηση περιεστράφησαν, κατά το μάλλον ή ήττον, σε ένα νομικό/νομικίστικο περιβάλλον διαμορφούμενο από απόψεις σχετικές με την δυνατότητα και τις προϋποθέσεις αναγνώρισης ή μη στους μαθητές χριστιανούς ορθοδόξους του δικαιώματος ή της «ευχέρειας» που ήδη έχει αναγνωρισθεί στους ετεροδόξους και τους ετεροθρήσκους γιά την μη παρακολούθηση στα σχολεία του μαθήματος των θρησκευτικών.

Μολονότι αναγνωρίζεται ότι, σύμφωνα με το ισχύον ΔΕΠΠΣ (Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών), το μάθημα των θρησκευτικών δεν έχει κατηχητικό και ομολογιακό χαρακτήρα, η διδασκαλία του φαίνεται να προσομοιάζεται με τον ομαδικό, υποχρεωτικό ή προαιρετικό, σχολικό εκκλησιασμό και εξομοιούται με το «ιερό» δικαίωμα των μαθητών μη ορθοδόξων χριστιανών στην μη συμμετοχή. Η παρόμοια προσέγγιση του προβλήματος από υποστηρικτές αμφοτέρων των απόψεων μεταχειρίζεται το συγκεκριμένο μάθημα ως ένα επιδόρπιο στην τράπεζα των παρεχομένων, μέσω των σχολείων, γνώσεων και στις προϋποθέσεις αποχής από την βρώση του. Κάτι παρόμοιο με το δικαίωμα του μουσουλμανόπαιδος να αρνείται, γιά λόγους θρησκευτικούς, το χοιρινό λουκάνικο στο σχολικό συσσίτιο και με την σχετική συζήτηση για την αναγνώριση, μετά ή άνευ προϋποθέσεων, του ίδιου δικαιώματος και στον χριστιανόπαιδα.

Η θέσπιση μαθημάτων «επιδορπίων» είναι ξένη προς το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, που ορθώς είναι δομημένο –αν και σταδιακώς αποδομούμενο– στον υποχρεωτικό χαρακτήρα της εκπαιδεύσεως (άρθρο 16 παρ. 2 Συντάγματος), η οποία συνάδει και υλοποιεί το περιεχόμενο της προηγουμένης παραγράφου του ίδιου άρθρου: Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και την διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.
Το Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους, αποβλέπει, επιτυχώς ή αδοκίμως, να παράσχει μέσω της εκπαιδεύσεως, παιδεία, το περιεχόμενό της οποίας καθορίζεται από τις ανάγκες, τον χαρακτήρα και τον σκοπό υπάρξεως του Ελληνικού Κράτους, ως κρατικής υποστάσεως του Ελληνικού έθνους. Η παραπάνω συνταγματική διάταξη δεν κάνει τίποτε περισσότερο από την διαπίστωση μιας παγιωμένης ιστορικής πραγματικότητας, που συνάδει με την πλέον θεμελιώδη των συνταγματικών διατάξεων, αυτή του άρθρου 1 παρ.3 Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.

Η υποχρεωτική διδασκαλία π.χ. της λογοτεχνίας, της άλγεβρας, της χημείας, της γυμναστικής, των στοιχείων του δημοκρατικού πολιτεύματος αποβλέπει, αφενός στην προσφορά ενός minimum επιπέδου γνώσεων ανά γνωστικό αντικείμενο εξ αυτών που θεωρούνται απαραίτητα γιά την διαμόρφωση χαρακτήρα και την συγκρότηση εγκύκλιας παιδείας και αφετέρου, στην παροχή ευκαιριών και κεντρισμάτων στους εκπαιδευομένους, προκειμένου να αποκαλύψουν ενδιάθετες κλίσεις και ικανότητες προς μελλοντική αξιοποίηση.

Εν τέλει, το περιεχόμενο του εκπαιδευτικού συστήματος είναι προϊόν της βουλήσεως του κράτους –έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από τις συντεταγμένες διαδικασίες– σχετικής με τον χαρακτήρα των πολιτών που θέλει να διαμορφώσει και την ποιότητα και το είδος των «υποχρεωτικών» γνώσεων που θέλει να τους προσφέρει. Αν τα αποφασίζοντα όργανα έκριναν ότι η χρησιμοποιούμενη από τους πολίτες του γλώσσα δεν είναι ούτε επαρκής ούτε χρήσιμη στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές, θα μπορούσε να την θέσει σε δεύτερο επίπεδο και να υποχρεώσει στην εκμάθηση μιας γλώσσας ομιλούμενης σε άλλο κράτος, όπως και στην διδασκαλία πολλών διδασκομένων μαθημάτων με χρήση της εισαχθείσας γλώσσας. Ομοίως, θα μπορούσε να εισαγάγει από τα πρώτα γυμνασιακά έτη την γνώση των αρχών του εμπορίου, των χρηματιστηριακών θεσμών, των funds, των off shore εταιρειών, της ευφυούς φοροαποφυγής, ώστε να εμποτισθούν από μικράς ηλικίας οι πολίτες του με νοοτροπία και γνώσεις που θα θεωρούσε απαραίτητες για την ατομική και την συλλογική πρόοδο. Άλλωστε, στις χώρες του υπάρξαντος σοσιαλισμού, οι βασικές αρχές του μαρξισμού-λενινισμού και της σοσιαλιστικής ανάπτυξης εδιδάσκοντο παιδιόθεν.

Επί του προκειμένου και επειδή αφορμή απετέλεσε η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, το ζητούμενο είναι αν το Ελληνικό κράτος –επονομαζόμενο νυν Ελληνική Δημοκρατία και το πάλαι Βασίλειον της Ελλάδος– παραμένει το κράτος του Ελληνικού Έθνους, όπως πανηγυρικώς διεκήρυξε, «ενώπιον Θεού και ανθρώπων», με την ιδρυτική του Διακήρυξη στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και κατοχύρωσε μέσα από πλειάδα διατάξεων των διαδοχικών συνταγμάτων του.

Εφ’ όσον διατηρεί ή θέλει να διατηρήσει αυτόν τον χαρακτήρα του και ταυτοχρόνως να εντάσσει, υποχρεωτικώς, σε σύστημα εκπαιδεύσεως τα παιδιά και τους εφήβους που έχουν την ιθαγένειά του ή είναι τέκνα αλλοδαπών οικογενειών με εγκατάσταση στην εθνική του επικράτεια και με ενδεχόμενη διάθεση μόνιμης παραμονής και πολιτογράφησης, είναι όχι απλώς δέον αλλά λογικώς επιβαλλόμενον γιά το Ελληνικό Κράτος να τους γνωσ-τοποιήσει και να τους εμ-πεδ-ώσει εκείνα τα στοιχεία που συνεκρότησαν και συγκροτούν τον ιστορικοπολιτισμικό άξονα του Ελληνικού Έθνους, του οποίου αποτελεί νομική έκφραση και υπηρέτη (όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους …).

Ουσιώδες στοιχείο της διαχρονικής συγκρότησης και συνέχειας του Ελληνικού Έθνους –από ουδένα άλλωστε αμφισβητείται– αποτελεί η Ορθόδοξη Χριστιανική Θρησκεία νοούμενη ως ευαγγελικό κήρυγμα και πνευματική διδασκαλία, πατερική γραμματεία, δόγμα, υμνογραφία, βυζαντινή μουσική, αγιογραφία και αρχιτεκτονική ναών. Η πνευματική και εν γένει πολιτισμική προσφορά του Ελληνισμού δεν εξαντλείται στους αρχαίους κλασσικούς, αλλά συνεχίζει το ίδιο δημιουργική και περισσότερο πλήθουσα με τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Η χριστιανική διδασκαλία διεδόθη με την ελληνική γλώσσα ή και χάριν της ελληνικής γλώσσας και απεκρυσταλλώθη σε δόγμα με την χρήση εννοιών και όρων που μόνον η ελληνίδα γλώσσα, ως τρόπος του νοείν, μπορούσε να συλλάβει και να διατυπώσει.
Δεν είναι νοητό να επιτρέπεται στον Έλληνα ή στον εγκατεστημένο στην ελληνική επικράτεια αλλοδαπό («υποψήφιο» Έλληνα), η άγνοια της εννοίας της Τριάδος και του «ομοουσίου», που αποτελεί το προοίμιο – κορωνίδα του Συντάγματος.

Είναι παιδαγωγικώς αδιανόητο να μην γνωρίζει ο εκπαιδευόμενος έφηβος τις απαρχές, τις αρχές και τον πνευματικό πυρήνα που διαμόρφωσε σύστημα αξιών, εποίησε τον βυζαντινό ύμνο και μέλος και «ώξυνε» στην αγιογραφία τις μορφές των Αγίων. Αν, όπως γράφει ο Ελύτης, «μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω», είναι επιβαλλόμενο να γνωρίσει ο μαθητής την πίστη που πύργωσε τις μονές του Άθω και που χωρίς την γνώση της δεν συντηρείται ούτε η μνήμη ούτε η συλλογική αυτογνωσία.

Χωρίς την γνώση αυτής της πίστης δεν είναι κατανοητό, για τον νεοσσό πολίτη, το γεγονός της εθνεγερσίας του ’21 «για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος την ελευθερία», που δημιούργησε το Ελληνικό Κράτος δηλαδή αυτό που έχει την ευθύνη θέσπισης και λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος, ούτε είναι κατανοητό ότι μεταξύ των πρωταγωνιστών αυτού του αγώνα για την εθνική ελευθερία αναδεικνύονται αλβανόφωνοι Ορθόδοξοι Έλληνες, ενώ στους πλέον ειδεχθείς εκτελεστές των προσταγών του Οθωμανού κυριάρχου συγκαταλέγονται μουσουλμάνοι ομόγλωσσοί τους. Παραμένει επίσης ακατανόητο για τον νέο και τον οδηγεί σε ιστορική ακρισία, η άγνοια των λόγων που οδήγησαν στην θέσπιση όχι του γλωσσικού αλλά του θρησκευτικού κριτηρίου για την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών, κατά την επιβληθείσα στην, μετά την Μικρασιατική καταστροφή (Συνθήκη της Λωζάννης), εθνοκαθαρτική διαδικασία.

Αν δεν είναι νοητή η παροχή ευχέρειας στον θρησκόληπτο γονέα, χριστιανό Έλληνα ή μωαμεθανό Πακιστανό, να αρνηθεί στα παιδιά του την διδασκαλία του Φαίδωνα, επειδή διαφωνεί με την περί ψυχής θεωρία του Πλάτωνα, είναι το ίδιο μη νοητή, μέσα σε ένα συγκροτημένο εκπαιδευτικό σύστημα, η παροχή αντίστοιχης ευχέρειας στον οιονδήποτε γονέα, για τον οιονδήποτε λόγο, να αρνηθεί την διδασκαλία των αρχών, των αξιών, της ιστορικής διαδρομής και των πνευματικών και πολιτιστικών δημιουργημάτων του χριστιανικού λόγου, που διαχρονικώς συντρόφευσε και διεμόρφωσε τον χαρακτήρα, την ιδιομορφία, την συλλογική συνείδηση και αυθυπαρξία του λαού αυτού του κράτους.

Άλλωστε, η σχολική διδασκαλία δεν έχει ως μοναδικό αντικείμενο την προσφορά των θεωρουμένων ως αναγκαίων εγκυκλίων γνώσεων, αλλά και την προσφορά ερεθισμάτων για την αποκάλυψη στον ίδιο τον μαθητή ενδιαθέτων ικανοτήτων και κλίσεων. Αν είναι αδιανόητο ένας γονέας να εμποδίσει τα τέκνα του από την διδασκαλία της άλγεβρας, επειδή τα προορίζει για κτηνοτρόφους ή brokers, ομοίως δεν επιτρέπεται, είτε για τον ίδιο λόγο είτε για λόγους προσωπικών πεποιθήσεων, να τους απαγορεύσει την γνώση και την περαιτέρω εντρύφηση στις πνευματικές και πολιτιστικές συνιστώσες της ταυτότητας του λαού στον οποίο και ο ίδιος ανήκει ή στην πατρίδα του οποίου, ως αλλοδαπός, έχει εγκατασταθεί και βιοπορίζεται. Ειδικώς για την τελευταία περίπτωση, αν ο ίδιος προσελκύσθη από την συγκεκριμένη πατρίδα για τον βιοπορισμό του, τότε, τόσον ο ίδιος ή πολύ περισσότερο τα παιδιά του, μπορεί να προσελκυσθούν από την πνευματική και πολιτιστική κληρονομιά που βαραίνει αυτή την πατρίδα και τον λαό της και να καταστούν συμμέτοχοι της παιδείας του («της ημετέρας παιδεύσεως μετέχοντες»).
Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν ύπαρξη και κυρίως λειτουργία Εθνικού κράτους και των συντεταγμένων εξουσιών του καθώς και την εφαρμογή εκπαιδευτικού συστήματος συνάδοντος προς τον χαρακτήρα αυτού του κράτους, όπως άλλωστε με σαφήνεια εξειδικεύει το ίδιο το συνταγματικό κείμενο. Όσοι επιδιώκουν την αλλοίωση του χαρακτήρα του αποβλέποντες, εξ’ αντικείμένου, στην δημιουργία θυλάκων εθνικής αμφισβήτησης και άρα πολυπολιτισμικής διάλυσης, είναι καιρός να σταματήσουν (μάλλον να τους σταματήσουμε) την υποδόρια προώθηση του σχεδίου τους μέσα από ήσσονος επισημότητας διοικητικές πράξεις ή γνωμοδοτήσεις Ανεξάρτητων (;) Αρχών και να ζητήσουν ευθέως την αναθεώρηση των σχετικών συνταγματικών άρθρων (τα επίμαχα δεν ανήκουν στα μη αναθεωρήσιμα), ώστε να τεθούν υπό την κρίση του λαού.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Θα ήταν ελλιπές, αν η προσπάθεια ουσιαστικού εξοβελισμού του μαθήματος των Θρησκευτικών από τα σχολεία δεν συνεδυάζετο και με την όλως κατανοητή επιδίωξη της παγκοσμιοποιούμενης χρηματιστικής ολιγαρχίας να απαλλαγεί από ο,τιδήποτε αμφισβητεί την επελαύνουσα, αν και ανισορροπούσα, κυριαρχία της. Όλος αυτός ο εσμός των νεοπλούτων και παλαιοπλούτων μαζί με τους σπογγοκολλάριους του life-style και της επισήμως κατεστημένης διανόησης, δεν μπορεί να ανεχθεί την αγωγή των παιδιών με αρχές και διδασκαλίες –στις οποίες μάλιστα αποδίδεται θεία προέλευση– που απαξιώνουν εξ’ ολοκλήρου και εκ βαθέων την όλη τους υπαρκτική παρουσία και από elites τους εξομοιώνουν με σκώληκες τάφων.

Πηγή: http://www.kairosnet.gr/joomla/index.php?option=com_content&view=article&id=95:2011-01-10-21-41-14&catid=17:2010-12-13-21-45-22&Itemid=22

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση