ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ “ΤΡΙΤΟΥ”

Του συγγραφέα – ακαδημαϊκού Θανάση Βαλτινού

Για τη συζήτηση των ημερών μας περί το μάθημα των Θρησκευτικών ξέρω λίγα πράγματα, αυτά που κατά καιρούς διαβάζω σε μια μάλλον ισχνή σημειωματογραφία.

Κρίνοντας από τέτοια ψιχία, έχω σχηματίσει την εντύπωση ότι ένα σοβαρό ζήτημα μεταλλάχθηκε σε ψευδοπρόβλημα. Όπως έχει συμβεί και με άλλες περιοχές (γλώσσα, π.χ.), αντί της ψύχραιμης, σε βάθος και πέρα από σκοπιμότητες έρευνας, προκρίθηκαν οι ιδεοπολιτικές κραυγές. Συχνά εν μεταμφιέσει. Ουσιαστικά, δηλαδή, έχουμε από τη μια μεριά ιδεολογικές επιλογές και κομματικές θέσεις – ας τις πούμε “αντιθρησκευτικές”, παρόλο που φαίνονται αμβλυμένες σε σύγκριση με το παρελθόν. Κι από την άλλη, σαν απάντηση σ’ αυτές τις επιλογές, υπάρχει ο τετριμμένος λόγος του μέσου θεολόγου, δηλαδή ενός επαγγελματία δημιουργημένου από το σύστημα εξετάσεων, που τον έστειλε, π.χ., αντί για τη Νομική, στη Θεολογία, για να γίνει υπάλληλος, δημόσιος υπάλληλος. Ένας τέτοιος άνθρωπος κινείται μοιραία σε στενούς ορίζοντες. Και, παράλληλα, υπάρχουν οι ακόμη πιο κραυγαλέες περιπτώσεις των ανθρώπων που είναι ταγμένοι στην υπόθεση της Εκκλησίας και που, στη συντριπτική τους πλειονότητα, μιλούν πολύ στενά και πολύ στεγνά. Οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες. Κι αυτό είναι κρίμα. Αν για τον πολύ κόσμο φαίνεται να είναι ένα ζήτημα ειδικό, που αφορά μάλλον ειδικούς (π.χ., τη διοικούσα Εκκλησία ή τους θεολόγους) κι όχι άμεσα τη ζωή τη δική του και του κόσμου, το λάθος δεν βαραίνει αποκλειστικά αυτόν. Ποιοί, πότε και με ποιάν επάρκεια φρόντισαν να του μιλήσουν πειστικά και να τον ενημερώσουν;

Κατά κανόνα, ο τρέχων εκκλησιαστικός λόγος είναι εξαιρετικά τυποποιημένος και περιορισμένος μέσα σε συγκεκριμένα καλούπια, που συνήθως δεν ξεπερνιούνται. Βεβαίως, η σοφία της Εκκλησίας – που φανερώνεται κι από τη διάρκειά της μέσα στον χρόνο – αντιμετωπίζει πολύ σωστά τα σχήματα, τα όρια, τα πλαίσια μέσα στα οποία κινείται. Χρειάζεται όμως σήμερα αυτά τα σχήματα να μη γίνονται τύπος που πνίγει την ουσία. Χρειάζονται οι άνθρωποι που με ταλέντο και ευαισθησία θα ξεπεράσουν τα στερεότυπα και θα ανταποκριθούν στις σημερινές ανάγκες, των νέων κυρίως ανθρώπων.

Υπάρχουν μερικά εξαίσια κείμενα, και πιθανότατα θα συναντιόμουν κάποτε μαζί τους, πάντως τη μύησή μου σ’ αυτά τη χρωστάω, έστω και με τον τρόπο που γινόταν, στο μάθημα των Θρησκευτικών. Παλαιά Διαθήκη και Ευαγγέλια. Μιλάω ως συγγραφέας, όχι σαν πιστός. Αντί για κατάργηση ή συρρίκνωση λοιπόν, θα έπρεπε μάλλον να αναβαθμιστεί αυτό το μάθημα. Για να γίνω πιο ακριβής: να αναβαθμιστούν οι εντεταλμένοι να το διδάξουν δάσκαλοι.

Εν αρχή ην ο Λόγος και ο λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος. Υψηλός στοχασμός – και συχνά δύσκολος, υψηλή ποίηση. Πώς και με ποιον τρόπο θα κοινωνήσουν οι νέοι άνθρωποι με αυτά;

Φέρνω ένα παράδειγμα αδέξιων χειρισμών. Επί υπουργίας Κοντογιαννόπουλου έγινε κάποια προσπάθεια για καθιέρωση της πρωϊνής προσευχής. Αντέδρασαν πολλοί. Η τοποθέτηση σ’ αυτό των εκπροσώπων της Εκκλησίας δεν ήταν τέτοια που να δίνει στους ανθρώπους, και ειδικά στους νέους, να καταλάβουν ότι δεν μπορεί να πρόκειται για ένα ζήτημα επιβολής (όπως μάλλον κατανοήθηκε και από τους πολέμιους και από τους υπέρμαχους του μέτρου) και καταναγκασμού. Αν όμως προσφερθεί με πνεύμα ελευθερίας, αν μεταγγιστεί στα παιδιά η ποίηση που αυτά τα εκκλησιαστικά κείμενα περιέχουν, έχω την εντύπωση πως θα τα σκλαβώσουν. Όχι για να τα προσηλυτίσουν, αλλά για να τους δώσουν τη δυνατότητα να πάρουν ελεύθερα ό,τι βρίσκεται εκεί μέσα.

Έχω αλλάξει τρία, οκτατάξια τότε, γυμνάσια.

Από τη μικρή στρατιά των διαφόρων καθηγητών που συνάντησα, στη μνήμη μου έχουν μείνει δύο. Αμυδρά ο πρώτος, ο φιλόλογος Χίος, στη Σπάρτη. Τον εξετέλεσαν λίγο αργότερα οι Γερμανοί στο Μονοδέντρι, με τους 118. Έντονα και ζωντανά ο δεύτερος, ο θεολόγος στο Α’ Τριπόλεως, ο μπαρμπα-Γιάννης Παρασκευόπουλος.

Σε κείνα τα σκληρά χρόνια, και με μας διψασμένους για κάτι περισσότερο από όσα οι άχαροι ορίζοντες της επαρχίας υπόσχονταν, ήταν ο μόνος που μας μίλησε για προσωπική αξιοπρέπεια και για το βάρος όχι των τύπων, αλλά της ουσίας των πραγμάτων. Και αυτό μέσα από το περιχαρακωμένο μάθημα των Θρησκευτικών.

Με βάση τις προσωπικές μου εμπειρίες, νομίζω πως το μάθημα αυτό θα έπρεπε να τίθεται ως θέμα εκλογής, ως θέμα ελευθερίας. Ο μπαρμπα- Γιάννης ο Παρασκευόπουλος αυτό είχε κάνει, και μη φανταστείτε πως ήταν εξοικειωμένος με τα μοντέρνα πράγματα της εποχής – πάει σχεδόν μισός αιώνας από τότε. Θα μπορούσε ίσως να πει κανείς ότι με τα σημερινά μέτρα ήταν λίγος. Όμως για την εποχή εκείνη ήταν τεράστιος.

Δεν μπορώ να απαντήσω αν το μάθημα θα πρέπει να είναι υποχρεωτικό ή προαιρετικό. Ξέρω όμως πως, ακόμα και προαιρετικό, θα ήταν ένα μάθημα που θα το παρακολουθούσαν πάρα πολλοί νέοι αν διδασκόταν σωστά. Θα μπορούσε να είναι ένα μάθημα που θα μαζεύει όλα τα παιδιά και θα αφήνει άδειες τις άλλες αίθουσες.

Έχει ένα αντικείμενο τόσο ευρύ και τόσο βαθύ. Την ποίηση, την ιστορία, την τέχνη, τις αλήθειες της ζωής, την περιπέτεια της ύπαρξης. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τη χάρη να πιστεύουν και άλλοι που δεν πιστεύουν αλλά καλοπροαίρετα αναζητούν αυτά τα πράγματα. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην τον προβληματίζουν τα ερωτήματα πώς αρχίζει αυτή η ζωή, πού πάει, ποιός την ορίζει. Και πάλι όμως, θα πω ότι το κύριο ζήτημα είναι η ύπαρξη εμπνευσμένων ανθρώπων, εμπνευσμένων δασκάλων.

Ιανουάριος – Μάρτιος 1998

Από το βιβλίο του Θανάση Βαλτινού “Κρασί και νύμφες-Μικρά κείμενα επί παντός”, εκδ. Εστία, 2009.

Πηγή: http://panagiotisandriopoulos.blogspot.com/2010/10/blog-post_2535.html

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση