Τέχνη-επιστήμη: ένα αναπόφευκτο διαζύγιο;

Του ΣΠΥΡΟΥ ΜΑΝΟΥΣΕΛΗ

Τόσο οι επιστήμονες όσο και οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν τις νοητικές τους ικανότητες, τη δημιουργικότητα και τη φαντασία τους για να περιγράψουν τον κόσμο που τους περιβάλλει.

Κοινός παρονομαστής αυτών των δύο τόσο διαφορετικών, φαινομενικά, προσεγγίσεων της πραγματικότητας είναι ο ανθρώπινος νους: αποκλειστική έδρα κάθε σκέψης μας, και συνεπώς η «μηχανή παραγωγής» κάθε τέχνης ή επιστήμης. Ο καθιερωμένος, μέχρι πρόσφατα, διαχωρισμός των τεχνών από τις επιστήμες φαίνεται σήμερα ολότελα αυθαίρετος και καταχρηστικός. Οι έρευνες των Νευροεπιστημών καταδεικνύουν τόσο την ουσιαστική ενότητα όσο και την αμοιβαία, άκρως δημιουργική, αλληλεπίδρασή τους. Το διαζύγιο των θετικών επιστημών από τις λεγόμενες «καλές τέχνες» όχι μόνο δεν θεωρείται πια αναγκαίο ή οριστικό, αλλά είναι και εμφανώς καταστροφικό, αφού περιορίζει και φτωχαίνει την επιστημονική σκέψη και ταυτόχρονα εξαϋλώνει κάθε καλλιτεχνική δημιουργία, καθιστώντας την μια υποκειμενική δραστηριότητα εντελώς αυθαίρετη.

Με ποιο μέρος του σώματός μας απολαμβάνουμε ένα έργο τέχνης; Αραγε, βλέπουμε με τα μάτια μας έναν πίνακα ζωγραφικής ή ακούμε με τα αυτιά μας ένα μουσικό έργο; Δυστυχώς, ούτε το οπτικό ούτε το ακουστικό μας σύστημα διαθέτουν τις απαραίτητες δομές για να κατανοήσουν ή να απολαύσουν αισθητικά ένα έργο τέχνης.

Ούτε όμως η προσφυγή σε μια «άυλη ψυχή» θα μπορούσε να μας διαφωτίσει σχετικά με τη φύση και τη λειτουργία της αισθητικής απόλαυσης που γεννά μέσα μας ένα έργο τέχνης. Και αυτό για έναν απλούστατο λόγο: η ασώματη ψυχή δεν αντιλαμβάνεται τίποτα ούτε θα μπορούσε να αντιληφθεί τίποτα (πόσω μάλλον να εννοήσει ή να απολαύσει!) χωρίς τα αισθητήρια όργανα και τα εγκεφαλικά κέντρα επεξεργασίας των αισθητικών πληροφοριών του σώματός μας.

Τα προβλήματα αυτά απασχολούσαν την ανθρώπινη σκέψη ήδη από την αρχαιότητα, ωστόσο μόνο σχετικά πρόσφατα αποκτήσαμε τα απαραίτητα «εργαλεία», ώστε να θέτουμε τις σωστές ερωτήσεις και να βρίσκουμε κάποιες ικανοποιητικές απαντήσεις. Πάντως, το μεγαλύτερο εμπόδιο για την κατανόηση τόσο της δημιουργίας των έργων τέχνης όσο και της απόλαυσης που αυτά μας προκαλούν ήταν η εμμονή μας στον υπερβατικό και αποκλειστικά υποκειμενικό χαρακτήρα αυτών των αισθητικών εμπειριών.

Αν δεχτούμε ότι η αισθητική απόλαυση είναι απλώς μια υποκειμενική εμπειρία, αυτό συνεπάγεται ότι πρόκειται για ένα εγγενώς τυχαίο φαινόμενο. Η εμφάνισή του εξαρτάται είτε α) από την έμπνευση ή από την επιφοίτηση του δημιουργού ή του θεατή, είτε β) από εξωγενείς κοινωνικούς-πολιτισμικούς παράγοντες που συμπτωματικά διαμορφώνουν κάθε εποχή την έννοια του «ωραίου».

Ανέκαθεν οι άνθρωποι αναρωτιόντουσαν πώς η εμπειρία της ομορφιάς επηρεάζει και επηρεάζεται από την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Ωστόσο, μόνο τον δέκατο όγδοο αιώνα, με την εμφάνιση των πρώτων σοβαρών ψυχοφυσιολογικών ερευνών, κάποιοι ερευνητές τόλμησαν να προτείνουν ως εξήγηση της αίσθησης του ωραίου τη στενή εξάρτηση των αισθητικών εμπειριών από ορισμένες σωματικές καταστάσεις. Σύντομα όμως λησμονήθηκε αυτή η πρόωρη υλιστική προσέγγιση της τέχνης και η αισθητική εμπειρία αποσπάστηκε από τη σωματικότητά της για να τοποθετηθεί ξανά στο αιθέριο σύμπαν των πλατωνικών ιδεών.

Ακόμη και η μαρξιστική κριτική που αναπτύχθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα αρνήθηκε συστηματικά να μελετήσει τις βιολογικές προϋποθέσεις της τέχνης και, παραδόξως, καταδίκαζε κάθε ανάλογη αντίληψη ως «θετικιστική» ή «ρατσιστική». Ισως επειδή είχε επιλέξει την τέχνη ως ιδανικό όχημα για τη διάδοση των επαναστατικών ιδεών της «λαϊκής εκπαίδευσης»! Μόνο στα τέλη του εικοστού αιώνα η ανθρώπινη σκέψη θα επιχειρήσει να απαλλαγεί από αυτάρεσκες ψευδαισθήσεις αιώνων αναζητώντας το προφανές: τις πανανθρώπινες βιολογικές προϋποθέσεις της ανάγκης μας για ομορφιά.

Η διαδεδομένη, αλλά αφελής αντίληψη που υποστηρίζει τη λίγο-πολύ τυχαία δημιουργία και ιδιοποίηση της τέχνης αμφισβητείται σήμερα από δύο εντελώς διαφορετικούς γνωστικούς κλάδους: την πρόσφατη ιστορία της τέχνης και τη νευροαισθητική. Ενώ όμως η πρώτη επιχειρεί να ανασυγκροτήσει την ιστορική εξέλιξη των αισθητικών μας αντιλήψεων, η δεύτερη αναζητά τις τυπικά ανθρώπινες νευροψυχολογικές προϋποθέσεις κάθε αισθητικής εμπειρίας.

Νευροαισθητικές απολαύσεις

Είναι προφανές ότι από την ίδια τη φύση του αντικειμένου της η νευροαισθητική οφείλει να αιωρείται συνεχώς μεταξύ επιστήμης, φιλοσοφίας και της καθημερινής ανθρώπινης εμπειρίας του ωραίου.

Πράγματι, η «νευροαισθητική» είναι ένας νεόκοπος, αλλά εξαιρετικά παραγωγικός διεπιστημονικός κλάδος που επιχειρεί να κατανοήσει ποιοι ακριβώς εγκεφαλικοί μηχανισμοί εμπλέκονται στην παραγωγή και την απόλαυση της τέχνης, αλλά και πώς η ίδια η εμπειρία της τέχνης, δηλαδή η αισθητική εμπειρία, τροποποιεί τις ανθρώπινες εγκεφαλικές δομές.

Για παράδειγμα, μελετώντας την αίσθηση της όρασης και τους εγκεφαλικούς μηχανισμούς που κινητοποιούνται όταν παρατηρούμε έναν ζωγραφικό πίνακα ή ένα γλυπτό, οι νευροεπιστήμονες ανακάλυψαν ότι η όρασή μας δεν λειτουργεί καθόλου ως φωτογραφική μηχανή που αποτυπώνει πιστά την οπτική σκηνή που «βλέπουμε». Αντίθετα, για να καταφέρνει ο οπτικός φλοιός του εγκεφάλου μας να εξάγει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός έργου τέχνης οφείλει να παραβλέπει ή και να εξαλείφει συστηματικά όλα τα επουσιώδη στοιχεία της οπτικής σκηνής.

Τα διαφορετικά χαρακτηριστικά (μορφή, χρώμα) ενός ζωγραφικού έργου ή ενός αγάλματος ανιχνεύονται από διαφορετικούς νευρώνες και μάλιστα από διαφορετικά διαμερίσματα του οπτικού μας φλοιού. Οπως υποστηρίζει ο Semir Zeki, πατέρας της νευροαισθητικής, αυτή η σπονδυλωτή αρχιτεκτονική (modularity) του εγκεφάλου σχεδόν μας επιβάλλει την ιδέα της αντίστοιχης σπονδυλωτής διάρθρωσης και λειτουργίας της αισθητικής μας. Υπό μια αυστηρή έννοια, η αισθητική απόλαυση που αντλούμε από ένα έργο τέχνης προϋποθέτει πάντα την κινητοποίηση ενός μεγάλου τμήματος του εγκεφάλου μας και ένας πραγματικά δημιουργικός καλλιτέχνης ή θεατής μάλλον δημιουργεί παρά αναπαράγει το αντικείμενο του έργου.

Πρόσφατες έρευνες, μάλιστα, έδειξαν ότι η «ενσυναίσθηση» που απαιτείται για τη δημιουργία ή την απόλαυση ενός έργου τέχνης (είτε πρόκειται για έναν πίνακα, για ένα άγαλμα ή για ένα χορευτικό έργο) δεν είναι καθαρά «πνευματική», αλλά εμπλέκει ολόκληρο το σώμα του δημιουργού ή του θεατή. Το γεγονός αυτό αποδείχτηκε καταγράφοντας τις υποσυνείδητες συσπάσεις ορισμένων μυών που κατά κανόνα τείνουν να επαναλαμβάνουν τις σκηνές που παρακολουθούν. Ετσι, από ό,τι φαίνεται, όταν παρακολουθούμε ένα έργο τέχνης συμμετέχουμε με όλο μας το σώμα: δεν καταγράφουμε παθητικά αλλά αναπαράγουμε ενεργητικά ό,τι διαδραματίζεται σε αυτό!

Ενα εύλογο ερώτημα είναι: αν τα συναισθήματα που μας γεννά η παρατήρηση ενός έργου τέχνης προϋποθέτουν τη μη συνειδητή κινητοποίηση ολόκληρου του σώματός μας, τότε γιατί δεν βλέπουμε ποτέ στα μουσεία και στις πινακοθήκες τους θεατές να αντιδρούν εμφανώς σε ό,τι βλέπουν; Γιατί δεν το βάζουν στα πόδια απέναντι σε ένα τέρας ή δεν κλαίνε απελπισμένα μπροστά σε μια τραγική σκηνή;

Μια αρκετά ικανοποιητική απάντηση έχει διατυπωθεί από τον Antonio Damasio, έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους νευροεπιστήμονες.

Αναλύοντας την αλληλεξάρτηση των συναισθημάτων και των σωματικών αλλαγών που τα συνοδεύουν, απέδειξε ότι η κινητικές αντιδράσεις μπορούν κάλλιστα να παρακαμφθούν από ένα είδος εγκεφαλικού «συστήματος προσομοίωσης». Χάρη σε αυτό το σύστημα, ο εγκέφαλος μπορεί να αναπαριστά την ενέργεια που παρατηρεί, ενεργοποιώντας μόνο τους νευρώνες στον χάρτη του σώματος που υπάρχει στον εγκεφαλικό φλοιό, χωρίς ωστόσο να ενεργοποιεί και το αντίστοιχο μυϊκό σύστημα που θα έθετε πραγματικά σε κίνηση τα μέλη του σώματος.

Χάρη στις πρόσφατες κατακτήσεις των νευροεπιστημών αρχίζει να διαφαίνεται η δυνατότητα κατανόησης του τρόπου με τον οποίο η εξέλιξη των επιστημών μπορεί να επηρεάζει την εξέλιξη των τεχνών (και το αντίστροφο). Μια εξέλιξη παράλληλη αλλά όχι ασύμπτωτη, αφού στη δομή του ανθρώπινου εγκεφάλου μπορούμε πλέον να αναζητήσουμε τον κοινό τόπο συνάντησης αυτών των εξελίξεων. Θα πρέπει όμως να θυμόμαστε ότι τόσο η τέχνη όσο και η επιστήμη είναι δύο γνωστικές διεργασίες ανοιχτές, ανολοκλήρωτες και αέναα μεταβαλλόμενες, όπως εξάλλου και ο εγκέφαλος που τις παράγει. *

Οι αμφίδρομες σχέσεις μουσικής και επιστήμης

Την προηγούμενη εβδομάδα πραγματοποιήθηκε το Τρίτο Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα «Επιστήμη και τέχνη», που διοργανώθηκε από την Ενωση Ελλήνων Φυσικών.

Νότης Μαυρουδής: Ο τοκετός της δημιουργίας δεν μπορεί να προέρχεται μόνον από κάποια «άυλη ουσία» Επιφανείς επιστήμονες είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν με διάσημους καλλιτέχνες για ό,τι τους ενώνει αλλά και για ό,τι τους διαφοροποιεί. Εκεί συναντήσαμε και τον γνωστό μουσικοσυνθέτη Νότη Μαυρουδή, ο οποίος το Σάββατο 10/10/09 συμμετείχε σε ένα στρογγυλό τραπέζι στο οποίο μίλησε για τις περίπλοκες και όχι πάντα προφανείς σχέσεις της επιστήμης με τη μουσική. Με τη χαρακτηριστική του ευγένεια δέχτηκε αμέσως να παρουσιάσει, εν είδει συνεντεύξεως, ένα μέρος από τις σκέψεις που διατύπωσε στην ομιλία του.

Ανέκαθεν θεωρούσαμε την ορθολογική σκέψη ως προϋπόθεση κάθε επιστήμης, ενώ τη φαντασία ως προνομιακό εργαλείο των τεχνών. Σε ποιο βαθμό η μουσική δημιουργία είναι προϊόν φαντασίας και σε ποιο βαθμό έλλογης επεξεργασίας;

«Η μουσική, καθώς και όλες οι άλλες τέχνες, έχει συσχετιστεί στενότατα με τη φαντασία. Αναφερόμενος ειδικά στη μουσική, θα έλεγα ότι πρωτίστως είναι η τέχνη της μνήμης και της φαντασίας, μολονότι για μεγάλη μερίδα θεωρητικών η μουσική είναι “η επιστήμη των ήχων”, ενώ οι πιο… τολμηροί αντιτείνουν ότι είναι το προϊόν ενός μαθηματικού υπολογισμού, αν και δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως…

Εντελώς διαφορετικές απόψεις που, ανάλογα με το πρίσμα που υιοθετεί και βλέπει κάποιος τα πράγματα, η μία φαίνεται να αποκλείει την άλλη. Η μουσική, επειδή σε πρώτο πλάνο εμπεριέχει και την απόλαυση -γεννά δηλαδή συγκινήσεις όπως χαρά, λύπη κ.ο.κ.- εύκολα απαλλάσσεται από κάθε επιστημονική εμπλοκή και μοιάζει να προέρχεται αποκλειστικά από τη φαντασιακή πλευρά της ανθρώπινης υπόστασης.

Στην εποχή μας που όλα εξηγούνται και έχουν περάσει από την τρύπα της βελόνας, δεν είναι εύκολο να παραδεχτούμε πως οι μόνες αφετηρίες που συνθέτουν ένα απλό τραγούδι ή -ακόμα περισσότερο- ένα ολοκληρωμένο μουσικό έργο (συμφωνία, ορατόριο, σουίτα, μπαλέτο κ.λπ.) είναι οι ψυχικές και οι συναισθηματικές. Ωστόσο, θα ήθελα να τονίσω πως η σύνθεση, δηλαδή η στιγμή της δημιουργίας, είναι μια ιδιαίτερα επίπονη δραστηριότητα, γι’ αυτό πιστεύω πως δεν είναι δυνατόν όλος αυτός ο… τοκετός να προέρχεται μόνο από κάποια “άυλη ουσία”».

Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι όχι μόνο οι καλλιτέχνες αλλά και οι ερευνητές προσφεύγουν συστηματικά στη δημιουργική φαντασία για να διαμορφώσουν τις νέες επιστημονικές ιδέες. Σας ενοχλεί η σκέψη ότι η δημιουργικότητα και η φαντασία μπορεί να είναι «απλώς» προϊόντα του εγκεφάλου μας;

«Η ερώτησή σας βρίσκεται στο επίκεντρο μιας σειράς συλλογισμών που από καιρό προσπαθώ να συντάξω για να στοιχειοθετήσω τη λειτουργία της μουσικής σύνθεσης. Πολλές φορές, στο ερώτημα “πώς γράψατε αυτό το μουσικό έργο;” οι μουσικοί απαντούν “μού ήρθε!”. Ετσι κοφτά και άγαρμπα, όπως όταν τρως ένα χαστούκι…

Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως ακυρώνουμε και αδικούμε τελείως τη λειτουργία της “επιστημονικής” ανάλυσης ενός ολόκληρου συστήματος επικοινωνούντων οργάνων του ψυχοσωματικού μας οπλοστασίου. Οργανα και λειτουργίες που διαπερνούν σώμα, πνεύμα, μνήμη, βίωμα, ψυχή, που εναρμονίζονται, ισορροπούν ή ανισορροπούν και μεταμορφώνονται στο “άυλο μόρφωμα” που καταλήγει σε καλλιτεχνικό-πνευματικό προϊόν.

Υποθέτω πως η μουσική δημιουργία είναι πλήρως εξαρτημένη από τη νευρολογία και την ψυχολογία. Δύο επιστήμες των οποίων τους όρους, τις έννοιες και τις μεθόδους δεν μπορώ να πλησιάσω και να κατανοήσω εύκολα, αλλά γνωρίζω πως κάπου εκεί, σ’ αυτές τις “χαραμάδες”, υποφώσκουν ενέργειες που όλες μαζί συντάσσουν-αθροίζουν τη μουσική δημιουργία. Η ύπαρξη της μουσικής έχει άμεση σχέση με την όσφρηση και την αντιληπτική λειτουργία όλων των αισθήσεων. Οσο ανυποψίαστοι κι αν είμαστε, είναι σαφές ότι πριν από τη σύνθεση, πριν από την ερμηνεία ενός μουσικού έργου, πριν από κάθε μουσική πράξη ήδη λειτουργούν, ως φαίνεται, οι μηχανισμοί της “ενσυναίσθησης”, η ανάγκη δηλαδή να αντιλαμβανόμαστε τον “άλλον”, ως προϋπόθεση για την επικοινωνία κάθε καλλιτεχνικού δημιουργήματος.

Ο Παπανούτσος ονόμαζε “ενδιαισθησία” ό,τι η σύγχρονη επιστήμη αποκαλεί “ενσυναίσθηση”: τη ζωτική ανάγκη του ανθρώπου να διεισδύει στον εσωτερικό κόσμο του άλλου, να τον συμμερίζεται, να χαίρεται με τη χαρά του και να δημιουργεί στενές σχέσεις μαζί του. Χωρίς αυτή την ανάγκη δεν θα υπήρχε κανένα κίνητρο για να μπει σε λειτουργία η μουσική πράξη. Επομένως η μουσική, ως τέχνη του συναισθήματος, της “ενδιαισθησίας”, καλό θα ήταν να επιμείνει στο προσωπικό βλέμμα του δημιουργού προς τον έξω κόσμο. Αυτό ήταν και εξακολουθεί να είναι το ζητούμενο».

Πηγή: http://www.enet.gr/?i=news.el.episthmh-texnologia&id=92794

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση