Αρχείο ετικέτας Φράγμα

Φαντάσου, ήταν μονάχα για έναν ερωδιό! [Το “Φράγμα” του Σπύρου Πλασκοβίτη, μέρος τρίτο]

Με το τρίτο μέρος της ανάρτησης ολοκληρώνεται η μαραθώνια αυτή προσέγγιση στο Φράγμα του Πλασκοβίτη. Συνεχίζοντας από το δεύτερο μέρος θα περάσω στη διπλή αφήγηση του Χαρίτου Μπεναρδή προς τον μηχανικό που περιλαμβάνεται στο σχολικό εγχειρίδιο της Γ΄Λυκείου.
Ως το τέλος της παραμονής του στη Γκρίζα ο μηχανικός φιλοξενούνταν στο αρχοντικό του Μπεναρδή. Την πρώτη βραδιά, μετά το δείπνο, οι δύο άντρες μένουν μόνοι στην τραπεζαρία. Στον μηχανικό κάνει εντύπωση το ύψος και το γεροδεμένο σώμα του κτηματία καθώς και το αμπέχωνο που φορά – μοιάζει να φορά μια στολή. Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το πιθανό πρόβλημα με το φράγμα: όντως και ο Μπεναρδής έχει προσέξει την υπερβολικά αυξημένη υγρασία στην ατμόσφαιρα, σαν το νερό banner5να διεκδικεί ξανά το χώρο που του στέρησε το φράγμα και ζητά από τον συνομιλητή του να διαχωρίσει αυτό το μπερδεμένο σύνορο ανάμεσα στα δυο βασίλεια, της φύσης και του ανθρώπου. Πάντως ο Μπεναρδής είναι απόλυτος: Θα αντέξει, λέει το Φράγμα, μόνο όσοι το είδαν να χτίζεται κατάλαβαν τι σημαντικό έργο είναι. Στο σημείο αυτό προσπαθεί να κλείσει τη συζήτηση με τη φράση το φράγμα θα στέκει κι αύριο. Έχουμε λοιπόν καιρό να ξαναμιλήσουμε… αλλά ο μηχανικός ήδη έχει προσέξει την πρόθεση του γερο- Μπεναρδή ν’ αποφύγει κάτι που ήταν πιο σφοδρό, πιο αναπόφευκτο από ό,τι ο ίδιος μπορούσε να βαστήξει, τη διάθεσή του να διηγηθεί μια ιστορία. Απαντά λοιπόν ότι από μέρους μου δεν έχω, σταλήθεια, καθόλου προθεσμία ν αναλάβω. Δεν έχω προθεσμία για τίποτα. Κι έπειτα … γιατί, λοιπόν, φορέσατε απόψε τη στολή σας, αν όχι για να διηγηθείτε μιαν ιστορία; Η αναφορά στη στολή κάνει τον Μπεναρδή να ευθυμήσει κάπως και να χαλαρώσει. Σχολιάζει στη συνέχεια πόσο γερός νιώθει σε αντίθεση με την ηλικία του  – μουλαρίσια δύναμη, την ονομάζει – και θυμάται νιάτα του εξήντα χρόνια πριν, στα είκοσί του, όταν κυνηγούσε μέσα στο βάλτο. Από εκεί ξεκινά την ιστορία του, την πρώτη από τις δυο αφηγήσεις στο απόσπασμα του βιβλίου: Γύρεψες ν ακούσεις, αν κατάλαβα, την ιστορία μου. Άκου τη τώρα!

Ο αναγνώστης περιμένει μετά τον τελευταίο μονόλογο του Μπεναρδή μια τυπική πρωτοπρόσωπη αφήγηση από έναν ομοδιηγητικό/αυτοδιηγητικό αφηγητή. Αντίθετα όμως αναλαμβάνει τα ηνία με μια (επίσης τυπική) τριτοπρόσωπη αφήγηση ο κεντρικός – άρα ετεροδιηγητικός – παντογνώστης αφηγητής. Η μη αναμενόμενη αυτή αλλαγή προφανώς οφείλεται στο ότι ο κεντρικός αφηγητής σκοπεύει να φωτίσει ο ίδιος τον χαρακτήρα και τις σκέψεις του ήρωα, να ελέγξει ουσιαστικά την εικόνα που θα σχηματίσει ο αναγνώστης για τον ήρωα. Επιπλέον του δίνεται η δυνατότητα να κρατήσει από το λόγο του ήρωα ό,τι θεωρεί απαραίτητο καλύπτοντας συνοπτικά τα υπόλοιπα. Από την άλλη, μια τέτοια αφήγηση χάνει σε αμεσότητα και καταλήγει σχεδόν άνευρη και ανιαρή όταν έχει να παρουσιάσει ένα δραματικό περιστατικό όπως αυτό του ερωδιού. Η λύση που επιλέγει ο συγγραφέας είναι εκείνη του ελεύθερου πλάγιου λόγου ο οποίος κυριαρχεί σε ολόκληρη την πρώτη αφήγηση. Δείκτες του είναι κυρίως η προφορικότητα και κάποια λαϊκότητα στην αφήγηση, κάτι που παραπέμπει σαφώς στο λόγο του Μπεναρδή παρά στο λόγο του αφηγητή καθώς και η χρήση του δεύτερου προσώπου στη δεύτερη παράγραφο της αφήγησης (μασώντας την ίδια την αναπνοή σου και παρακάτω στο ζερβί σου χέρι). Η κυριαρχία της τριτοπρόσωπης αφήγησης μπολιασμένης με εκτεταμένα κομμάτια ελεύθερου πλάγιου λόγου διατηρείται ως το σημείο που παρεμβαίνει ο μηχανικός με το σχόλιό του, σχόλιο που προκαλεί την (πρώτη) έκρηξη του Μπεναρδή και την άμεση μεταφορά του λόγου από το τρίτο προσωπο στο πρώτο. Είναι τόση η ένταση στο λόγο του Μπεναρδή ώστε η αφήγηση συνεχίζει για άλλη μια παράγραφο σε πρώτο πρόσωπο πριν επιστρέψει σε ελεύθερο πλάγιο λόγο και κλείσει τέλος σε απλό πλάγιο λόγο. Όλο αυτό το αφηγηματικό πήγαινε-έλα φανερώνει την έγνοια του συγγραφέα να ζωγραφίσει όσο μπορεί τον Χαρίτο Μπεναρδή στα λόγια του, στις χειρονομίες του, στις σκέψεις του. Κυρίως πρέπει να φανεί ότι είναι ένας άνθρωπος του πάθους και των ανεξέλεγκτων συναισθημάτων και ότι, όπως συλλογίζεται ο μηχανικός: «Δε θα βρίσκεται, σίγουρα, στα καλά του!»

Ο Μπεναρδής λοιπόν αυτοπαρουσιάζεται αλλά και ταυτόχρονα σκιαγραφείται από το συγγραφέα – αυτό, είπαμε, είναι το μεγάλο κέρδος του ελεύθερου πλάγιου λόγου – άτομο σχεδόν αντικοινωνικό, που ζει στις παρυφές της ανθρώπινης κοινωνίας: …ο Μπεναρδής έδειχνε από νωρίς κακοκέφαλος, δεν έκανε για την πολιτεία. Ήταν ολόκερος ένα πηχτό κομμάτι σκοτάδι… Το κρέας του μονάχα θα ταν από μέσα κόκκινο, σα βουβαλίσιο. Το κεφάλι του έμοιαζε ίδια αγριαγκαθιά και μέσα κει τριγύριζαν ένα σωρό ζουζούνια που βούιζαν και τον κεντρούσαν. Η επιλογή του να ζει στο βάλτο κυνηγώντας κάστορες και βίδρες δείχνει εξ αρχής άτομο που επιλέγει να ζει στο σύνορο ανάμεσα στην οργανωμένη ανθρώπινη κοινωνία και τον σκοτεινό, επικίνδυνο και χαοτικό βάλτο. Ο ήρωας κινείται ανάμεσα στους δυο κόσμους νιώθοντας ωστόσο περισσότερη άνεση και οικειότητα με τη ζωή στη φύση και στους πρωτόγονους κανόνες της βασισμένους στο ένστικτο της επιβίωσης. Ζώντας σχεδόν σε ημιάγρια κατάσταση και σε συνεχή αγώνα επιβίωσης, έχει ορίσει την ταυτότητα της ύπαρξής του σε έναν μόνο άξονα, αυτόν του κυνηγού ζώων του βάλτου. Η συνείδηση αυτής της μονομέρειας, κομμάτια δηλαδή αυτογνωσίας, τυραννά συχνά τον Μπεναρδή. Ποιος θα ήταν άραγε αν δεν υπήρχε στον κόσμο ανάγκη για τα δέρματα των ζώων που κυνηγά; Αν ήταν άχρηστα, ναι, περιττά και ξένα… Δε θα χες τότε κι εσύ με τι ν αγαπήσεις, δε θα χες που να τροχίσεις την έχθρα σου, Μπεναρδή!». Η σκέψη αυτή τον βασάνιζε και τη νύχτα πριν τη συνάντηση με τον ερωδιό, χωρίς πάντως να καταλήγει σε κάποια απόφαση που να ανασημασιοδοτεί και να αλλάζει τη ζωή του: «Α, πρέπει να κυνηγάς, να κυνηγάς όλο και περισσότερες βίδρες, όλο και περισσότερα όμορφα δέρματα! Να μη σε φτάνουν ποτέ τα δέρματα, για να σαι στ αλήθεια ο Μπεναρδής!». Έτσι είπε. Τον δυισμό του Μπεναρδή θα διαλύσει η κατασκευή τους φράγματος, έργου που ορίζει ένα ξεκάθαρο σύνορο ανάμεσα στη φύση και στην ανθρώπινη κοινωνία εξαφανίζοντας τον βάλτο και τιθασεύοντας το νερό. Η αλλαγή αυτή θα μεταβάλει αντίστοιχα και τον βίο  του ήρωα καθώς ο χώρος της ζωής και εργασίας του θα μεταμορφωθεί από βάλτος σε χωράφια· επιπλέον θα επιδράσει καταλυτικά στον χαρακτήρα του, αν και ποτέ – όπως θα φανεί – δεν θα είναι πλήρης η μεταμόρφωση, όπως το στοιχειωμένο γεφύρι του βάλτου που βρίσκεται πάντα χτισμένο μέσα στο Φράγμα.

Το πρωί ο ήρωας, ξενυχτισμένος και κακόκεφος προχωρά στην τύχη μέσα στο βάλτο όταν …Ένας ερωδιός. Ήταν ένας σπάνιος ερωδιός, σωστή ξωτικιά πριγκίπισσα! Limni KarlaΠρόλαβε έτσι να δει το φτερό πριν διπλώσει κι αμέσως το νιωσε: δεύτερο τέτοιο πουλί μήτε σε δέκα χρόνια δε θα το συναντούσες! Στάθηκε και το φερμάριζε ολάκερο λεφτό, σα λαγωνίκα. Η καρδιά του βροντούσε. Το θελε δικό του το πουλί, τ αγάπησε κιόλας φανατικά καταλαβαίνοντας πως πρώτη φορά τώρα θα ντουφεκούσε στα στραβά, μες στα όλα, δίχως πονηριά και δίχως σταθερότητα, μόνο τρυφερά στ αλήθεια, μόνο απ την ανάγκη να το σταματήσει εκεί το πέταγμά του, να το φέρει κοντύτερα, ν αγγίξει το θαυμάσιο φτερό! Η συνάντηση του ήρωα με την εικόνα της ομορφιάς και της αθωότητας που εκφράζει ο ερωδιός είναι καταλυτική: του υπενθυμίζει την ανθρώπινη φύση του που έχει θαφτεί μέσα στο βάλτο, τον μαγεύει και τον μεταφέρει σχεδόν σε μεταφυσικό χώρο, έξω από τον βούρκο. Είναι η πρώτη φορά που ο ήρωας δε θα ντουφεκούσε για να σκοτώσει, να εκδικηθεί παρά για να κρατήσει και να φέρει κοντά του την ομορφιά (και εδώ βλέπουμε ότι ο Μπεναρδής από χαρακτήρα δυσκολεύεται να προσεγγίσει και την ομορφιά ακόμη χωρίς βία). Αλλά αυτή η μαγεία ακριβώς είναι και η παγίδα της φύσης: ο ήρωας κάνει ένα λάθος βήμα και καταλήγει μέσα σε έναν λάκκο όπου βουλιάζει αργά αργά  ώρα με την ώρα. Δεν είναι δύσκολο βέβαια στον έμπειρο αναγνώστη να διακρίνει εδώ το σολωμικό θέμα της διπλής λειτουργίας της ομορφιάς της Φύσης ως γοητεία που μαγεύει τον άνθρωπο, τον καλεί κοντά της αλλά ταυτόχρονα ως ενέδρα που τον οδηγεί στον θάνατο. Το θέμα αυτό αναπτύσσεται τόσο στον “Πόρφυρα” (μαγεία της φύσης – ταύτιση με τη φύση – θάνατος του ήρωα) όσο και στον “Κρητικό” (Φεγγαροντυμένη και μαγικός ήχος που πλανεύουν τον ήρωα με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή της η αρραβωνιαστικιά του) αλλά και στους “Ελεύθερους Πολιορκημένους” (η ομορφιά της φύσης τον Απρίλη ως πειρασμός που υποσκάπτει το φρόνημα των πολιορκημένων). Ο Μπεναρδής πληρώνει και αυτός την πανανθρώπινη έλξη προς την ομορφιά που όμως, όπως διαπιστώνει, μπορεί να οδηγήσει στο βούρκο και στον θάνατο. Η ομορφιά των φτερών του ήταν η ίδια η λάσπη, λάσπη και θάνατος. Ο ερωδιός φεύγει, ο ήρωας μένει ακίνητος για να επιβραδύνει τη βύθισή του που όμως σταθερά συνεχίζεται με δυο ή τρεις πόντους την ώρα.

Ο μηχανικός προσέχει την αυξανόμενη ένταση και το πάθος στο λόγο του Μπεναρδή καθώς επίσης τον ιδρώτα και την ταραχή του. Παραξενεύεται και υποθέτει ότι ο γερο-κτηματίας ξαναζεί το επεισόδιο μέσα από την αφήγησή του σα να μην το συνήθισε ποτέ – και εκεί ακριβώς κάνει το (άστοχο) σχόλιο: Κι όμως, του λέει, η λάσπη, να, που δεν έφτασε βέβαια στο πηγούνι. Πολύ μενδιαφέρει η ιστορία σου, άρχοντα Μπεναρδή! με το (απροσδόκητο) αποτέλεσμα να εκραγεί ο συνομιλητής του: Και ποιος σατανάς μπορεί τάχα να το μαντέψει! φώναξε έξαλλα, ενώ πεταγόταν όρθιος απ το μιντέρι. Με το συμπάθιο, δηλαδή… Μα πώς μπορείς ακόμα να το ξέρεις, ότι δε θα φτάσει;… Ε, καλά, πως δεν έφτασε δηλαδή η λάσπη… Όταν σκέφτομαι την αιτία! Φαντάσου, ήταν μονάχα για έναν ερωδιό! Το αυτονόητο συμπέρασμα για τον μηχανικό είναι ότι «Δε θα βρίσκεται, σίγουρα, στα καλά του!» και είναι το μόνο σημείο στο οποίο πέφτει έξω. Ο Μπεναρδής όντως ξαναζεί το επεισόδιο με τον ερωδιό, όντως νιώθει να βουλιάζει στο βάλτο, όχι όμως εξαιτίας του παλιού εκείνου συμβάντος αλλά επειδή ο ερωδιός δεν είναι παρά η Μαρίνα, η ψυχοκόρη του, την οποία σκόπευε, όπως αποκαλύπτει στον μηχανικό το βράδυ πριν πεθάνει, να βιάσει την ίδια εκείνη νύχτα των αφηγήσεων. Γι’ αυτό και οργίζεται από το σχόλιο του μηχανικού: κανείς δεν ξέρει ακόμη πως δεν έφτασε δηλαδή η λάσπη ως το πηγούνι του να τον πνίξει καθώς βάλτος, λάσπη και θάνατος είναι το άνομο πάθος του για την Μαρίνα. Το γεφύρι του ΠαπαστάθηΗ έμμονη αυτή ιδέα του τον οδηγεί στο να επιλέξει την αφήγηση της ιστορίας με τον ερωδιό ουσιαστικά  για να ξορκίσει το πάθος του. Η ένταση δεν υποχωρεί αμέσως (η αφήγηση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, γίνεται πρωτοπρόσωπη στην παράγραφο αμέσως μετά τον διάλογο μηχανικού – Μπεναρδή) αλλά σταδιακά το πάθος του αφηγητή υποχωρεί και η αφήγηση τερματίζεται με τη σωτηρία του ήρωα: Κατά τα ξημερώματα φάνηκε ανέλπιστα μια καρότσα με διπλά άλογα.

Ο Μπεναρδής συνεχίζει τις ιστορίες του και αργότερα επιστρέφει στο Φράγμα (πάντα στο μυθιστόρημα και από όλους το Φράγμα είναι ένα σταθερό δεδομένο, μια πάγια κατάσταση, σα να υπήρχε από πάντα). Ο μηχανικός επισημαίνει, παρεμβαίνοντας, το κενό στην αφήγηση: …Γιατί βιάζεστε να σηκώσετε το φράγμα μέσα στο κενό; Μου λείπει η μισή ζωή σας… Αν όχι χρονικά, λογαριάζω ουσιαστικά. Ουσιαστικά, φίλε Μπεναρδή, μου λείπετε τουλάχιστο ο άλλος μισός! Η παρατήρηση αυτή αναγκάζει τον Μπεναρδή να επιστρέψει απρόθυμα στην εποχή που χτιζόταν τα Φράγμα: Εκείνος δεν αποκρίθηκε αμέσως. Ύστερ απ την ολονύχτια ένταση, μια απότομη εξάντληση ανακατεμένη με υποψία έδειχνε τώρα τ αχνάρια της στο πρόσωπό του. Έσκυψε το κεφάλι.
— Τι θες να μάθεις, μηχανικέ; μουρμούρισε. Το πιο σπουδαίο ήταν που είδα πάνω στο χτίσιμο του το φράγμα. Δεν υπάρχουν άλλοι, εξόν δυο πατέρες του μοναστηριού κι εγώ… Όχι, δεν έσωσε κανένας άλλος να το προφτάσει, μα την πίστη μου!
Πέρα από την κούραση είναι φανερό ότι ο κτηματίας έχει κάμποσα να κρύψει από το απώτερο παρελθόν του και κυρίως από την εποχή έως την ολοκλήρωση του Φράγματος. Θα ομολογήσει άλλωστε αργότερα, λίγο πριν πεθάνει, ότι δεν ήταν μόνο κυνηγός στα μέρη εκείνα αλλά και ληστής. Προς το παρόν περιορίζεται στο να δείξει στον μηχανικό μερικές λιθογραφίες και να διηγηθεί το περιστατικό της αγοράς των κτημάτων του από την εταιρία που έχτισε το Φράγμα. Αξιοσημείωτο ότι η δεύτερη αφήγηση είναι πια πρωτοπρόσωπη καθώς ο αφηγητής έχει ολοκληρώσει όλα όσα θα ήθελε να προσέξουμε στον χαρακτήρα του Μπεναρδή και δεν υπάρχει πια λόγος να υπονομεύεται η αμεσότητα και αυθεντικότητα του λόγου του ήρωα με μια διαμεσολαβημένη αφήγηση. Άλλωστε, ούτε η συνοπτική αφήγηση είναι πια απαραίτητη. Αντίθετα, ο μονόλογος του ήρωα συμπληρώνει πολύ ικανοποιητικά την εικόνα του αναγνώστη για τον δύστροπο γέροντα. Για άλλη μια φορά ο Μπεναρδής αποφεύγει μια συγκροτημένη συνεχή αφήγηση και προτιμά επιλεγμένες σκόρπιες αναφορές: το ότι το γεφύρι στο βάλτο χτίστηκε ατόφιο μέσα στο Φράγμα φανερώνει για άλλη μια φορά η παλιά τάξη πραγμάτων του βάλτου “ζει” μέσα στο Φράγμα. Ωστόσο ο λόγος του εστιάζει αλλού: Ένα σακούλι ναπολεόνια και τέτοια, κλερονομιά του μακαρίτη του μπάρμπα μου…  Τραβάω ίσα στο γκισέ της εταιρείας και τ’ ακουμπώ. Με κοίταζαν. Φορούσα κιόλας το κοντογούνι μου από μαλλί κατσικιού, κι ως φαίνεται ήμουν άγριος στην όψη, σα ληστής. Μετρούσαν τα λεφτά μου τρομαγμένοι, λες κι έπαιρναν λύτρα. Υποτίθεται ότι σκοπός του είναι να πληροφορήσει τον μηχανικό για το πώς αποκτήθηκαν τα κτήματα και πώς ο μονόχνωτος κυνηγός έγινε μεγαλοκτηματίας, ο άρχοντας Μπεναρδής. Ο αναγνώστης όμως δε μπορεί παρά να προσέξει πρώτα απ όλα και για άλλη μια φορά το πείσμα και τον ανυπόταχτο χαρακτήρα του Μπεναρδή, κόντρα στους φόβους των πολλών: Οι πιο πολλοί, τους θυμάμαι, φαίνονταν δισταχτικοί. Φοβόντουσαν ν’ ακουμπήσουν τα λεφτά τους, πριν την ώρα που το νερό θα ’ρχόταν να χτυπήσει πάνου στο φράγμα για να ’μπει μια και καλή στη θέση του. Τι θα γινόταν τάχα εκείνη την ώρα; Θ’ άντεχε ο τοίχος να το σηκώσει το νερό; Αν όχι, πήγαιναν όλα του χαμού. Μα γω είπα: Θ’ αντέξει! Σκανταλίστηκα άσκημα, επειδή ίσα ίσα οι άλλοι δυσκολευόντουσαν να ρισκάρουν. listisΈπειτα η εικόνα του σα ληστής και η φράση λες κι έπαιρναν λύτρα υποδηλώνουν την “απελευθέρωσή” του μέσω των “λύτρων” και τη μετάβαση από την ημιάγρια κατάσταση του κυνηγού-ληστή σε εκείνη του κτηματία. Τέλος το αίτημα της συνέχειας που έθεσε ο μηχανικός υπονομεύτηκε ακόμα μια φορά με μια διπλής ανάγνωσης αφήγηση (κυριολεκτική/παραβολική), στους συμβολισμούς της οποίας θα μπορούσε να προστεθεί ότι η εμμονή του ήρωα στη μορφή του ληστή σχετίζεται ίσως και με τον βιασμό που είχε σκοπό να διαπράξει τη βραδιά εκείνη.

Όπως και πριν ο Μπεναρδής ξεμπερδεύει γρήγορα με το παρελθόν (έκανε οικογένεια, αβγάτισε τα χωράφια του) και συνεχίζει πάλι με το Φράγμα. Είναι αξιοπρόσεκτη η πίστη του στο Φράγμα που την ομολογεί πρώτη φορά, όπως είδαμε, πριν ξεκινήσει τις αφηγήσεις του και συνεχίζει: «— Μη φοβάστε», τους κάνω. «Εγώ λέω, θ’ αντέξει! Τ’ ακούτε;» έλεγε τότε, όταν αγόραζε τα κτήματα, το ίδιο τονίζει και τώρα: Μα γω και τώρα το ξαναλέω: Δε γίνεται αλλιώς… Δεν το χωράει αλλιώς το μυαλό τ’ ανθρώπου… Θ’ αντέξει, μηχανικέ! Θ’ αντέξει και τούτη τη φορά. Η τυφλή αυτή εμπιστοσύνη του στο μεγάλο τεχνικό έργο που μόνο αυτός και μερικοί πατέρες από το μοναστήρι απέμειναν να θυμούνται την κατασκευή του δεν εκπορεύεται μόνο από το θαυμασμό προς αυτό: από τη στιγμή που ο ίδιος είναι η ενσάρκωση του Φράγματος, θέλει να ελπίζει πως θα αντέξει. Όσο κι αν υπάρχει πάντα η δύναμη του νερού, που παραφυλάει πάνω απ’ τα κεφάλια μας, πιστεύει ότι θα σταθεί όρθιος απέναντι στον βάλτο που θέλει να επιστρέψει και να τον ρουφήξει, το πάθος για την ψυχοκόρη του. Σταδιακά ωστόσο ο λόγος του Μπεναρδή γίνεται από νευρικός έως παραληρηματικός φέρνοντας σε αμηχανία τον συνομιλητή του: Γιατί με κοιτάς έτσι αμίλητος κι εσύ, σαν τους άλλους; Τι έχω λοιπόν; Τι βλέπεις απάνου μου; Τη στολή μου κοιτάς έτσι; Τη… στο…λή… μου; και καταλήγει με την εμφάνιση της Μαρίνας, της ψυχοκόρης του σε ένα υστερικό ξέσπασμα: — Φύγε, λοιπόν! Χάσου απ’ τα μάτια μου! πρόφτασε ακόμα να φωνάξει μ’ οργισμένο πάθος ο γέρος, πριν ξανακλείσει η πόρτα και, μαζί μ’ αυτή, πριν αφαλήξει προσώρας τούτη η αρχοντική ιστορία της νύχτας. Δυο σημεία εδώ που πρέπει να προσέξουμε. Η στολή αναφέρθηκε στην αρχή της βραδιάς, πριν την ιστορία του ερωδιού και ο Μπεναρδής (μισο) αστειευόμενος σχολίαζε ότι φορώντας την θα έμοιαζε σαν βαλσαμωμένος μέσα σε αυτή ίσως και ο ίδιος να το πίστευε αν δεν ένιωθε τόσο δυνατός και ακμαίος παρά τα ογδόντα χρόνια του. Η σιωπή του μηχανικού σε συνδυασμό με την αυξανόμενη νευρικότητα του γέρου, οδηγεί τον δεύτερο να πιστεύει πως ο μηχανικός τον βλέπει σαν απολίθωμα του παρελθόντος, σαν βαλσαμωμένο στη στολή του – κάτι που επιτείνει τη νευρικότητά του. Έπειτα, όλη αυτή η ψυχική ένταση κορυφώνεται με τη φευγαλέα παρουσία της Μαρίνας: η οργή του κτηματία για τη ματαίωση του σχεδίου του βιασμού, οι ενοχές για το πάθος του, ο φόβος ότι όσα έχτισε απειλούνται με κατάρρευση σαν το Φράγμα – είδαμε πόσο επιμένει στη φράση “θα αντέξει” – αλλά και η δυσφορία του ίσως για την παρουσία και τις ερωτήσεις του μηχανικού συνθέτουν ένα συνονθύλευμα αλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων που εκτονώνεται σε μια τελική έκρηξη οργής που κάνει και πάλι τον μηχανικό να σκεφτεί πως ο γέρος δεν ήταν, αλήθεια, ολότελα στα συγκαλά του. Μπορεί ολόκληρο το έργο να συντηρεί μια αίσθηση αόρατης απειλής που παραπέμπει στα έργα του Κάφκα αλλά ο Μπεναρδής ως προς το ήθος και τα πάθη του είναι ένας ήρωας καθαρά ντοστογιεφσκικός.

Ο φάκελος της ανάρτησης πρόχειρα συμμαζεμένος εδώ – ελπίζω να τον ξεκαθαρίσω σύντομα: https://app.box.com/s/md0gnfcwpzbd1b0jghbq1beucv8etijz

Φαντάσου, ήταν μονάχα για έναν ερωδιό! [Το “Φράγμα” του Σπύρου Πλασκοβίτη, μέρος δεύτερο]

Επέμεινα στην προηγούμενη ανάρτηση σε μια αρκετά λεπτομερειακή περίληψη του Φράγματος, πέρα από το ότι δεν υπάρχει κάποια άλλη αξιόλογη διαθέσιμη και για δυο ακόμη λόγους. Πρώτα απ’ όλα, όπως ήδη τόνισα, για να περιοριστεί η ζημιά της αποσπασματικότητας, που είναι και το σημαντικότερο πρόβλημα στη διδασκαλία όλων των μυθιστορημάτων και επηρεάζει και τον διδάσκοντα και τους διδασκόμενους. Έπειτα, οι περισσότερες επισημάνσεις που ακολουθούν σχετίζονται με το σύνολο του έργου και όχι μόνο τη διπλή αφήγηση του Μπεναρδή στο σχολικό εγχειρίδιο. Κλείνοντας αυτήν την εισαγωγική δευτερολογία, να υποδείξω στον ανήσυχο αναγνώστη τον πρόσφατo διάλογο στην εφημερίδα Το Βήμα πάνω σε μια σημείωση της Κάρεν βαν Ντάικ, καθηγήτριας Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, στην αγγλόφωνη ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης που επιμελείται  (Austerity Measuresεκδόσεις Penguin Books, Λονδίνο, 2016) και στην ενότητα για την αφηγηματική ποίηση που γράφεται στις μέρες μας: «Influenced by a strong tradition of the short story – the Greek novel barely exists – prose poetry also plays a big part». Ανέβασα ήδη τα σχετικά άρθρα σε χωριστό φάκελο.

Ας μην επιχειρήσει κανένας να τοποθετήσει το Φράγμα σε ορισμένο γεωγραφικό πλάτος. Το στίγμα του βρίσκεται αρκετά κοντά μας, ώστε να μας αποκλείει τη ρομαντική διάθεση Εικόνα1-003της φυγής, και πάλι αρκετά μακριά, ώστε να μην επιτρέπει εν᾿ απλό και ανώδυνο προς τα εκεί ταξίδι.
Ελπίζω ότι ο αναγνώστης δε θα θελήσει να επιμείνει στις σχετικές με το ίδιο το φράγμα τεχνικές λεπτομέρειες, αφού το σώμα υπάρχει πάντα πιο πέρα απ’ την τεχνική που το κατασκεύασε.
Με δυο λόγια: πατρίδα αυτού του βιβλίου είν’ ο καιρός που γράφτηκε.

Το παραπάνω σημείωμα προτάσσεται στο μυθιστόρημα “αντί προλόγου” όπως δηλώνει ο συγγραφέας. Εκ των προτέρων λοιπόν ειδοποιείται ο αναγνώστης ότι α) το Φράγμα βρίσκεται τόσο κοντά ώστε να αποκλεισθεί κάθε ιδέα ρομαντικής απόδρασης, κάθε στοιχείο ή διάθεση εξωτισμού· από την άλλη είναι αρκετά μακρυά από κάθε, κυριολεκτική ή μεταφορική, άκοπη και βολική προσέγγιση και β) η ακρίβεια των τεχνικών στοιχείων μικρή σημασία έχει καθώς το τελικό αποτέλεσμα (το σώμα = το Φράγμα αλλά και το μυθιστόρημα-Φράγμα) υφίσταται αυθύπαρκτο.
Ο χώρος λοιπόν που διαδραματίζονται τα γεγονότα του μυθιστορήματος παραμένει εσκεμμένα ακαθόριστος. Δε μπορεί να πει κανείς ότι δεν του είναι οικείος αλλά από την άλλη δε μοιάζει και χαρακτηριστικά ελληνικός: όπως ορθά σημειώνει ο Roderic Beaton (Εισαγωγή στη νεώτερη ελληνική λογοτεχνία, σελ 118) …αν και οι ήρωες, η ομιλία τους και τα χαρακτηριστικά τους είναι οικεία, το σκηνικό δε μοιάζει ελληνικό. Αντίστοιχα και ο χρόνος της ιστορίας παραμένει εξίσου προβληματικός. Άμεσες αναφορές σε ιστορικά γεγονότα δεν υπάρχουν, μερικά όμως αξιοσημείωτα στοιχεία χρονολόγησης προκύπτουν από το βράδυ της πρώτης συνάντησης του μηχανικού με τον Μπεναρδή

  1. Ο Μπεναρδής είναι κατά τη διάρκεια της κύριας αφήγησης ογδόντα χρονών
  2. Ξεκινά πολύ νέος το κυνήγι, εξήντα χρόνια πριν, στα είκοσί του.
  3. Το επεισόδιο με τον ερωδιό διαδραματίζεται μισό αιώνα πριν. Θα είναι τότε στα τριάντα.
  4. Το Φράγμα στην πρώτη αφήγηση, μισό αιώνα πριν, δεν είχε φτάσει στην περιοχή. Χρειάστηκαν άλλα δέκα χρόνια, άρα ολοκληρώνεται όταν ο Μπεναρδής πατάει τα σαράντα, ακριβώς όσα χρόνια χωρίζουν την κατασκευή του φράγματος από τα γεγονότα της κύριας αφήγησης. Σαράντα χρονών είναι και ο μηχανικός.
  5. Οι γιοι του είναι τώρα τριαντάρηδες πάνω κάτω, άρα γεννιούνται δέκα χρόνια μετά, κοντά στα 50 του Μπεναρδή (το μαθαίνουμε στο επεισόδιο του κήπου)
  6. Στις λιθογραφίες που απεικονίζουν το φράγμα οι εργάτες φορούν ρούχα του περασμένου αιώνα. Συνεπώς:

Το Φράγμα ολοκληρώθηκε σαράντα χρόνια πριν τα γεγονότα της κύριας αφήγησης και μέσα στα σαράντα αυτά χρόνια έχει αλλάξει ο αιώνας. Αυτό μας δίνει μια χρονολόγηση των γεγονότων της κύριας αφήγησης με όριο ante quem το 1939. Ωστόσο η δεκαετία ανάμεσα 30 έως 39 καλύπτει πειστικότερα το αίτημα της ακριβέστερης χρονολόγησης. Είναι ελάχιστοι και ασαφείς οι χρονικοί δείκτες αλλά υπάρχει τουλάχιστον ένας χαρακτηριστικός:  είναι η αναφορά του Φανούρη Καλδά στο υποβρύχιο που ισχυρίζεται ότι βρήκε δέκα χρόνια πριν παγιδευμένο στα δίχτυα από την εποχή του μεγάλου πολέμου (=Α΄Π.Π, 1914 – 1918). Προφανώς λοιπόν terminus post quem είναι το διάστημα 1924-1928 και, καθώς το υποβρύχιο έμεινε εκεί για χρόνια, η τελική χρονολόγηση των γεγονότων περιορίζεται στη δεκαετία 1930-1939, πιθανότατα λίγο μετά την αρχή της και πριν τα μέσα της. Συμπληρωματικά παραθέτω και κάποιους ακόμα δείκτες: το τυφέκιο Chassepot που έχει ο Μπεναρδής νέος  – τριάντα χρονών πάνω κάτω την εποχή του επεισοδίου με τον ερωδιό – μπαίνει σε παραγωγή το 1866 αλλά διατηρείται σε χρήση έως και τον Α΄Π.Π, οι χαλκογραφίες – όχι φωτογραφίες – κυριαρχούν την εποχή που ανεγείρεται το Φράγμα, τα αυτοκίνητα συνυπάρχουν με τις ιππήλατες άμαξες αλλά έχουν πια κυριαρχήσει, ο αδελφός μηχανικού Βαλέρη είχε πεθάνει στα είκοσί του σε σανατόριο δέκα χρόνια πριν (η φυματίωση θέριζε μέσα στον μεσοπόλεμο και φθίνει μετά τον Β΄Π.Π), το τραίνο αποτελεί το βασικό μέσο μετακίνησης σε σχετικά μεγάλες αποστάσεις, χρησιμοποιούνται ακόμη σκάφανδρα και όχι στολές κατάδυσης (οι τελευταίες αναπτύσσονται μέσα στον Β΄Π.Π)

Για άλλη μια φορά το παράκανα με τις χρονολογίες αλλά δε μπόρεσα να αντισταθώ στην πρόκληση ενός μυθιστορήματος τόσο φειδωλού ακόμα και σε νύξεις για ιστορικά γεγονότα. 1Καιρός πάντως να περάσω στα πρόσωπα του μυθιστορήματος που, όπως σημείωσα στην προηγούμενη ανάρτηση, μπορούν να τοποθετηθούν σε τρεις ομόκεντρους κύκλους. Στον πρώτο, στο επίκεντρο της δράσης, βρίσκονται ο μηχανικός Βαλέρης και ο Χαρίτος Μπεναρδής, στον δεύτερο κύκλο συγκεντρώνονται πρόσωπα απαραίτητα για τη δράση αλλά σε κάθε περίπτωση δευτεραγωνιστές (Ρέζος, Φλωριάς, Μαρίνα) ή και τριταγωνιστές ακόμη (Πατσούρας, Μάγδα, Καλδής, οι γιοι του Μπεναρδή) και στον τρίτο οι κομπάρσοι. Αυτό που δεν έχει προσεχθεί ως τώρα στο σχολιασμό γύρω από το Φράγμα είναι ότι τα πρόσωπα του έργου οργανώνονται σε ζεύγη. Καθώς το ένα μέλος του ζεύγους είναι το αρνητικό του άλλου, ανάμεσά τους υπάρχει φανερή ή υπόγεια συναισθηματική ένταση (συνηθέστερα αντιπάθεια ή μίσος αλλά κάποτε και θαυμασμός). Με μόνη σημαντική εξαίρεση τον Μπεναρδή (η Έλσα, η σύντροφος του Βαλέρη, έχει πολύ μικρό ρόλο στην πλοκή του έργου, το ίδιο και ο υπουργός) που στέκει μόνος του απέναντι στους δαίμονες του παρελθόντος και του παρόντος, όλοι οι υπόλοιποι έχουν έναν ενοχλητικό δίδυμο εαυτό. Θα μπορούσε ίσως κανείς να βάλει δίπλα στον γερο-κτηματία όχι ως αντίθετο δίδυμο αλλά ως κωμικό όρο σύγκρισης τον Πατσούρα με άξονα την επιθυμία τους για τη Μαρίνα· θα ήταν όμως έτσι και το μόνο έντονα και άνισα κωμικοτραγικό ζεύγος διότι στον Μπεναρδή ο πόθος του είναι δαιμονικό πάθος ενώ στον Πατσούρα ανομολόγητη και καταπιεσμένη επιθυμία ενός αγαθού μπεκρή. Βαλέρης και Ρέζος αλληλοεπιδρούν με τον δεύτερο να αντιδρά έντονα αλλά τον πρώτο να δείχνει στο τέλος περισσότερο αλλαγμένος από τη διαλεκτική αυτή σύγκρουση. Ειπώθηκε ήδη ότι ο Ρέζος είναι το ζωντανό αντίγραφο του νεκρού αδελφού του Βαλέρη – γίνεται έτσι το ζεύγος με την πλέον περίπλοκη σχέση. Στα ζεύγη όπου ο ένας δύσκολα υποφέρει τον άλλο και τον αντιπαθεί φανερά ή (συνηθέστερα) κρυφά περιλαμβάνονται επίσης ο επιθεωρητής Φλωριάς και ο συνάδελφός του ο Βραδάκης: σε μια εκπληκτική σκηνή λίγο πριν την αυτοκτονία του Φλωριά, ο σωσίας του Βραδάκη ζητά τα σπίρτα του Φλωριά αντιγράφοντας τη σκηνή που οδήγησε στο φρενοκομείο τον Βραδάκη χρόνια πριν. Επίσης το ζεύγος των δύο αδελφών αδέξια Μάγδα vs ικανή αλλά μουγγή Μαρίνα αλλά και το ζεύγος των δύο γιων του Μπεναρδή,του  Πιέρρου και Λαμπρινού, καταδικασμένων σε διαρκή και βασανιστική ομοιότητα ως τη στιγμή που εγκαταλείποντας το κτήμα χωρίζουν καθώς και ο βουτηχτής Καλδής με τις απίθανες ιστορίες του που συστηματικά αποδομεί ο “δεύτερος” καπετάνιος στο καΐκι του φράγματος.

Θεωρούμε κεντρικό πρόσωπο στο μυθιστόρημα τον μηχανικό Βαλέρη επειδή η κύρια αφήγηση παρακολουθεί την πορεία από την άφιξή του στην Γκρίζα ως την αναχώρησή του.  Από την άλλη, ο κτηματίας Χαρίτος Μπεναρδής τραβά εξίσου με τον πρωταγωνιστή το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Όπως σημειώνει ο Αιμίλιος Χουρμούζιος στην κριτική του για το Φράγμα …ο γερο Μπεναρδής Χαρίτος, ο άρχοντας, θα μπορούσε αξιόλογα να γίνει πυρήνας μυθιστορήματος».  Διόλου άδικη κρίση αν σκεφτεί κανείς την πληθωρική φυσιογνωμία του Μπεναρδή και την επίδρασή του πάνω στον τρόπο σκέψης του ήρωα: “Ω γέρο, ψιθύρισε ακατάληπτα, πού μ οδηγείς;” είναι τα λόγια του μηχανικού λίγο μετά το θάνατο του Μπεναρδή και την τελική πράξη της συνέντευξης τύπου. Τα δυο αυτά πρόσωπα, ο μηχανικός και ο γερο κτηματίας, είναι και τα μόνα με μια αρκετά ολοκληρωμένη εικόνα της ζωής τους και του τρόπου σκέψη τους. Είναι αλήθεια πως και άλλα πρόσωπα ξεφεύγουν από την πρόχειρη σκιαγράφηση που συναντάμε σε δευτερο-τριτοκλασάτους ήρωες, όπως λχ τους γιους του Μπεναρδή, την Μάγδα, τον Πατσούρα, τον Καλδή, για τους οποίους ουσιαστικά γνωρίζουμε μόνο μια ή δυο ιδιότητές τους. Πρόσωπα όπως ο Βασίλης Ρέζος και ο επιθεωρητής Φλωριάς έχουν αρκετή ζωντάνια και αυτοτέλεια ώστε να διεκδικήσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη έτσι που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι θα άξιζαν ίσως μια καλύτερη τύχη. Ωστόσο το μυθιστόρημα είναι χτισμένο αυστηρά γύρω από το Φράγμα και για όλα τα πρόσωπα κεντρικό και κυρίαρχο σημείο αναφοράς αποτελεί το Φράγμα. Έτσι, αυτό που απομένει τελικά ως εικόνα δεν είναι παρά ένα τρίγωνο με κορυφή το Φράγμα και στη βάση τον Μπεναρδή από τη μια και τον μηχανικό από την άλλη – οι υπόλοιποι ήρωες κινούνται μέσα σε αυτό το τρίγωνο. Και αν στενέψει ακόμα περισσότερο η ματιά μας στο έργο, το Φράγμα μένει ο μόνος πρωταγωνιστής: βουβός, απροσπέλαστος και ως το τέλος μυστηριώδης.

Επιστρέφοντας ξανά στον Μπεναρδή, μόνο ζωντανό μάρτυρα της κατασκευής του Φράγματος (μαζί με κάποιους από τους κατάκοιτους μοναχούς στο μοναστήρι έξω από την Γκρίζα) και φορέα της δίδυμης, εγκιβωτισμένης στην κύρια, αφήγησης της πρώτης συνάντησης με τον μηχανικό, γίνεται προφανές ότι είναι το μόνο ον που μπορεί να “νιώσει” – όχι να καταλάβει αλλά να αισθανθεί – το Φράγμα. Από την πρώτη παρουσίασή του έως το θάνατό του ο Χαρίτος Μπεναρδής είναι μια ζώσα αναλογία του άψυχου θαύματος της μηχανικής και υδροδυναμικής. Παραμένει εξίσου απρόσιτος με το Φράγμα, αποκαλύπτει μόνο όσα θέλει και όπως τα θέλει αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και έναν οδηγό για τον μηχανικό στο να προσεγγίσει το Φράγμα: όχι στην τεχνική υπόσταση του έργου αλλά στον συνολικό του ρόλο, κοινωνικό, ψυχολογικό και κυρίως συμβολικό. Ας μην ξεχνάμε ότι κάθε προσπάθεια του μηχανικού να διερευνήσει με όρους των τεχνικών επιστημών το Φράγμα και το πιθανό του πρόβλημα αποτυγχάνει: πριν έλθει οι εργάτες έχουν εξαφανίσει κάποια πιθανόν ύποπτα δείγματα χημικών ενώσεων από τα τοιχώματα του έργου, ο ίδιος δεν καταφέρνει να προσεγγίσει από το νερό τη βάση του Φράγματος, ο χημικός Πατσούρας δεν έχει καμιά αξιοπιστία, ο επιθεωρητής Φλωριάς αρνείται πεισματικά να δεχτεί ότι υπάρχουν τα σχέδια του Φράγματος (όταν τα ανακαλύπτει, τα καταστρέφει αυτοπυρπολούμενος), ο Ρέζος που θα μπορούσε να υποκαταστήσει με σχέδιά του τα αρχικά χαμένα είναι περισσότερο καλλιτέχνης παρά σχεδιαστής. Το Φράγμα παραμένει από την αρχή έως το τέλος ένα πολυδιάστατο μεταίχμιο, ένα πολυπρισματικό σύνορο: ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, ανάμεσα στο άλογο και το έλλογο, ανάμεσα στο ανοργάνωτο χάος (βούρκος, έλος) και τον πολιτισμό και ταυτόχρονα, στο επίπεδο της γραφής, ανάμεσα στο πραγματικό και το συμβολικό. Ακριβώς με τους ίδιους όρους, με τον ίδιο ακριβώς δυισμό είναι “χτισμένος” και ο Χαρίτος Μπεναρδής και σε μεγάλο βαθμό μπορούμε αυτό να το δούμε στη δίδυμη αφήγησή του, καθοριστική για την οικονομία του μυθιστορήματος. Η ολοκλήρωση της ανάρτησης και ο σχετικός φάκελος υλικού στο τρίτο και τελευταίο μέρος.

 

Φαντάσου, ήταν μονάχα για έναν ερωδιό! [Το “Φράγμα” του Σπύρου Πλασκοβίτη, μέρος πρώτο]

Άλλη μια ανάρτηση μισό χρόνο και βάλε από την τελευταία. Όλο και πιο δύσκολα πιάνω να γράψω κάτι, όλο και πιο εύκολα αναβάλλω, μεταθέτω την έναρξη, τεμπελιάζω. Ψευτοξεκίνησα το Πάσχα, καλοκαίριασε και με το ζόρι κατάφερα να γράψω δυο λέξεις. Ώρες ώρες γιγαντώνεται το αίσθημα της ματαιότητας των πάντων, της ακηδίας που εν πολλοίς οφείλεται και στην αηδία για όσα ζούμε στο δημόσιο βίο μας  – ανήκω σε μια γενιά που θεωρούσε, ίσως με κάποια υπερβολή, ως και τα προσωπικά ζητήματα εκφάνσεις του πολιτικού. Έστω λοιπόν, είναι μάλλον αργά για να αλλάξω. Ούτε και το θέλω άλλωστε.

Στο εσώφυλλο του βιβλίου που κρατώ γράφει το ονοματεπώνυμό μου και ημερομηνία αγοράς: 29-12-1980. Τριάντα έξι χρόνια πριν πρωτοσυνάντησα τον μηχανικό Βαλέρη με τον “πικρό ίσκιο”, τον δύστροπο κτηματία Χαρίτο Μπερναδή, τον γραφειοκράτη έως – κυριολεκτικά – τον θάνατο επιθεωρητή Φλωριά, τον ζωγράφο Βασίλη Ρέζο και τα άλλα πρόσωπα, κεντρικά ή περιφερειακά που ζουν στην Γκρίζα, την κωμόπολη που χτίστηκε πίσω από το φράγμα. Fragma-vert22Πρόκειται φυσικά Το Φράγμα του Σπύρου Πλασκοβίτη, ένα από τα καλύτερα – πιστεύω – μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Μοιάζει υπερβολικός ο χαρακτηρισμός αλλά δεν είναι· ελάχιστα λογοτεχνικά έργα  καταφέρνουν να συστήνονται τόσο πειστικά ως ρεαλιστικά ενώ ταυτόχρονα κρατούν μισοκρυμμένο σε δεύτερο επίπεδο ένα δαιδαλώδες πλέγμα συμβόλων. Σε μια εποχή που έδωσε εξαιρετικά πεζά με έντονα συμβολικό υπόβαθρο, όπως τις τρεις νουβέλες του Βασίλη Βασιλικού Το φύλλο. Το πηγάδι. Τ αγγέλιασμα (1961), τον Εξώστη (1964) του Νίκου Καχτίτση, το Λάθος (1965) του Αντώνη Σαμαράκη, τον Λοιμό (1972) του Ανδρέα Φραγκιά και λίγα χρόνια μετά το Κιβώτιο (1974) του Άρη Αλεξάνδρου, μόνο το Κιβώτιο – έργο ωστόσο εμβληματικό στη νεοελληνική λογοτεχνία και μια κατηγορία μόνο του – ξεπερνά σε πολυπλοκότητα και βάθος συμβόλων το Φράγμα. Ταυτόχρονα, όλα τα παραπάνω έργα συνομιλούν λίγο ή πολύ με το έργο του Φραντς Κάφκα: το κλίμα της απειλής, οι σκοτεινές αλληγορίες, οι αθέατοι μηχανισμοί είναι χαρακτηριστικά κοινά στα παραπάνω έργα. Κρατώ μόνο μια επιφύλαξη σε σχέση με τον Κάφκα για το Φράγμα καθώς ο Κώστας Στεργιόπουλος («Επιδράσεις   και συμπτώσεις στην πεζογραφία του Σπ.Πλασκοβίτη», Σύγκριση/Comparaison 1, 1989) αποδεικνύει αρκετά πειστικά ότι ο Πλασκοβίτης δε γνώριζε τότε το έργο του Κάφκα. Προσθέτω τέλος ένα ενδιαφέρον σημείωμα του Μιχάλη Μπακογιάννη για την υποδοχή και πρόσληψη του Φραντς Κάφκα στον τόπο μας

Ως συνήθως οι βιογραφίες του ΕΚΕΒΙ (που μάταια μάλλον περιμένω να επαναλειτουργήσει) είναι εξαιρετικές, γι αυτό και μεταφέρω τη σχετική για τον συγγραφέα του Φράγματος.
Ο Σπύρος Πλασκοβίτης (πραγματικό όνομα Σπύρος Πλασκασοβίτης) γεννήθηκε στην Κέρκυρα, γιος του αξιωματικού Ηλία Πλασκασοβίτη και της Αλεξάνδρας Καββαδία. Τα μαθητικά και πρώτα γυμνασιακά του χρόνια ως το 1931, οπότε μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα, τα πέρασε στην Κέρκυρα. Στην Αθήνα τέλειωσε το Γυμνάσιο. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών (αποφοίτησε το 1939) και φιλοσοφία του Δικαίου στο πανεπιστήμιο του Παρισιού (1963). Εργάστηκε υπάλληλος στο Υπουργείο Συγκοινωνιών, όπου παρέμεινε ως το 1951, με διακοπή κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, οπότε εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. 14010Από το 1946 ως το 1948 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην Ανωτάτη Στρατιωτική Διοίκηση Αθηνών και το Α΄ Σώμα Στρατού. Το 1951 διορίστηκε στο Συμβούλιο Επικρατείας με το βαθμό του εισηγητή και το 1959 έγινε πάρεδρος, θέση την οποία διατήρησε ως το 1968, οπότε απομακρύνθηκε από το δικτατορικό καθεστώς του Παπαδόπουλου, εξορίστηκε στην Κάσο και καταδικάστηκε από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών σε πενταετή φυλάκιση, λόγω της συμμετοχής του στην αντιστασιακή οργάνωση Δημοκρατική Άμυνα. Βασανίστηκε στην Ασφάλεια και τις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας και Κορυδαλλού και αποφυλακίστηκε κατά την αμνηστία του 1973. Μετά τη μεταπολίτευση επέστρεψε στο Συμβούλιο Επικρατείας όπου παρέμεινε στη ως το 1977, οπότε παραιτήθηκε λόγω της αθώωσης των υπαιτίων στρατηγών για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Από το 1977 ξεκίνησε η πολιτική του σταδιοδρομία. Εκλέχτηκε βουλευτής επικρατείας με το ΠΑΣΟΚ (1977), ευρωβουλευτής (1981), κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος (1981), εκλεγμένος αντιπρόεδρος του προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Προεδρείου της Σοσιαλιστικής Ομάδας (1984-1986). Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε από τις στήλες του περιοδικού Διάπλασις των παίδων (1929-1933) με το ψευδώνυμο Λευκάτας. Screenshot 2016-04-25 02.04.08Το 1948 δημοσίευσε το διήγημα “Τα στερνά” στη Νέα Εστία. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις αφηγηματικών και δοκιμιακών έργων του σε περιοδικά όπως τα Φιλολογική Πρωτοχρονιά, Νέα Πορεία, Το περιοδικό μας, Ευθύνη, Η συνέχεια, Η λέξη, Εποχές, ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας πήρε μέρος επίσης στις αντιστασιακές εκδόσεις Δεκαοχτώ Κείμενα και Νέα Κείμενα. Τιμήθηκε με το Β΄ κρατικό βραβείο διηγήματος (1956) , το βραβείο της Ομάδας των 12 (1961) και το Α΄κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1980). Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Ο Σπύρος Πλασκοβίτης τοποθετείται στους μεταπολεμικούς έλληνες πεζογράφους. Το έργο του κινείται στα πλαίσια του ποιητικού ρεαλισμού, με συχνή χρήση της τεχνικής της αναγωγής αντικειμένων, καταστάσεων ή προσώπων σε συμβολικό επίπεδο και της συνακόλουθης τοποθέτησής τους στο επίκεντρο της δράσης και της εξέλιξης της πλοκής. Γενικότερα ο Πλασκοβίτης αναπλάθει τη δική του αντίληψη της πραγματικότητας, φιλτράροντάς την μέσω της επαγρυπνούσας συνείδησης και σκέψης του και προβάλλοντας με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο την αγωνία και τον προβληματισμό του για το μέλλον του κόσμου και της θέσης του σύγχρονου ανθρώπου στα πλαίσιά του.

Στο σχολικό εγχειρίδιο της Λογοτεχνίας στη Γ΄Λυκείου υπάρχει το επεισόδιο της συνάντησης του μηχανικού Βαλέρη με τον άρχοντα-μεγαλοκτηματία Χαρίτο Μπεναρδή. Ουσιαστικά πρόκειται για δυο ανάδρομες μακροσκελείς αφηγήσεις του Μπεναρδή που φανερώνουν αρκετά και υπαινίσσονται ακόμα περισσότερα τόσο για τον αφηγητή όσο και για το ίδιο το φράγμα.  Καθοριστικές και οι δυο για την οικονομία του έργου, αποτελούν μια ουσιαστική επιλογή αποσπάσματος από το μυθιστόρημα και γενικά το παραπάνω εγχειρίδιο είναι από τα καλά σχολικά βιβλία OLYMPUS DIGITAL CAMERA(να λέμε και καμιά καλή κουβέντα, όχι μόνο γκρίνιες). Όμως και πάλι κάνει ζημιά η αποσπασματικότητα: για παράδειγμα η τελευταία σκηνή στο σχολικό κείμενο είναι τελείως ακατανόητη για όποιον δεν έχει διαβάσει ολόκληρο το έργο και ταυτόχρονα ο ερωδιός είναι πολύ πιο ευρύ σύμβολο από όσο μπορεί να υποθέσει κανείς με βάση το απόσπασμα και μόνο. Διαπιστώνοντας ότι δεν υπάρχει κάποια εκτενής περίληψη του έργου (απαραίτητη ωστόσο για την, ικανοποιητική έστω, κατανόησή του), θα επιχειρήσω να παρουσιάσω μια δική μου.

Το Φράγμα είναι ένα γιγάντιο τεχνικό έργο που εκτείνεται σε μήκος αρκετών χιλιομετρων προκαλώντας δέος· έχει όμως ήδη πάνω από μισό αιώνα ζωής. Έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν αόριστες φήμες για τη σταθερότητά του και υπάρχει μια διάχυτη ανησυχία στην περιοχή της Γκρίζας, της πόλης πίσω από το Φράγμα. Οι αρχές προσπαθούν να διασκεδάσουν την ανησυχία των κατοίκων στέλνοντας τον υδρολόγο μηχανικό Βαλέρη να εξετάσει το έργο και να αποφανθεί για το τι συμβαίνει (ελπίζοντας ότι καταλήξει σε ένα λίγο-πολύ καθησυχαστικό πόρισμα). Ο Βαλέρης φτάνει τέλη Μαρτίου στη Γκρίζα και διαπιστώνει αμέσως. με την πρώτη επίσκεψη στο έργο, ότι δεν υπάρχει καμιά σοβαρή ένδειξη για ρήγμα ή δυσλειτουργία. Υπάρχουν περίεργες ενδείξεις αλλά καμιά αξιόπιστη μέτρηση, καμιά δειγματοληψία υλικών, καμιά σαφώς ανησυχητική αναφορά. Αποφασίζει να εγκατασταθεί στην πόλη και να ερευνήσει το μυστήριο.
Στο δεύτερο κεφάλαιο ο μηχανικός επισκέπτεται τον ογδοντάχρονο μεγαλοκτηματία Χαρίτο Μπεναρδή ο οποίος, σε μια βραδιά που καταλήγει επεισοδιακά, αποκαλύπτει με δυο του αφηγήσεις κομμάτια από την ιστορία της ζωής του και από το πώς χτίστηκε το Φράγμα, άλλωστε είναι ο μόνος από τους κατοίκους της πόλης, (εκτός από  κάποιους μοναχούς από το μοναστήρι της περιοχής) που είδε το Φράγμα να χτίζεται. Η βραδιά κλείνει με μια έκρηξη θυμού του Μπεναρδή στη φευγαλέα θέα μιας νεαρής κοπέλας που αργότερα θα αποκαλυφθεί ότι είναι η Μαρίνα, η μουγγή ψυχοκόρη του. Το πρωί ο μηχανικός επισκέπτεται ξανά το φράγμα και επιχειρεί να το διαπλεύσει από άκρη σε άκρη με ένα αργοκίνητο καΐκι. Σκοπός του είναι, πέρα από την αυτοψία των θεμελίων, να πάρει δείγματα των οικοδομικών υλικών, κάτι που τελικά δεν γίνεται. Οι συνειρμικές του σκέψεις  δίνουν στον τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή την ευκαιρία να αναφερθεί στον ονειροπόλο αδερφό του μηχανικού που πέθανε νέος σε σανατόριο.
Αμέσως μετά το επεισόδιο της ακάτου ακολουθεί το τρίτο κεφάλαιο όπου ο αφηγητής παρουσιάζει εν συντομία τη ζωή του μηχανικού. Ένας ιδιαίτερα έξυπνος νέος που καταφέρνει με πολύ κόπο να ξεπεράσει την κοινωνική και επαγγελματική μετριότητα στην οποία τον οδηγούσε η μικροαστική του καταγωγή και να φτάσει στα σαράντα του χρόνια στην επιτυχία: αναγνώριση από το κράτος, έπαυλη, ακριβό αυτοκίνητο, μια σύντροφο από ανώτερη κοινωνικά τάξη. Κάπου ωστόσο ενδόμυχα η επιτυχία του αυτή τον βασανίζει είτε ως ενοχή για όσους και όσα άφησε πίσω του στο ταξίδι προς την επιτυχία είτε ως προαίσθημα ότι πλησιάζει σε ένα όριο, σε ένα μεταίχμιο όπου η επιτυχία αυτή θα λάβει τέλος σαν μια σύντομη μεσοβασιλεία. Με τις αναφορές αυτές ο αναγνώστης αρχίζει να υποψιάζεται ότι ο τετραγωνισμένος και αυστηρά λογοκρατούμενος χαρακτήρας του Βαλέρη δεν είναι απόλυτα συμπαγής και ότι υπάρχουν αρκετά αθέατα ρήγματα. Παρουσιάζεται επίσης η Έλσα, η σύντροφος του μηχανικού και η σχέση τους καθώς και – εκτενώς – η πρόσκληση από τον υπουργό και η πρόταση για να αναλάβει την αυτοψία στο έργο και τη σύνταξη πορίσματος.
Επιστροφή στην κύρια αφήγηση με το τέταρτο κεφάλαιο και ενώ ο Βαλέρης ξεκινά να συναντήσει τον χημικό του φράγματος στο σπίτι του δίνεται η ευκαιρία στον αφηγητή να περιγράψει τη Γκρίζα. Σε ολόκληρη την πόλη τα σημάδια από τη λειτουργία του Φράγματος είναι εμφανή, ξεκινώντας από τα υλικά συντήρησής του και φτάνοντας ως τις επιγραφές των μαγαζιών. Το Φράγμα επίσης φαίνεται από παντού (δεν υπάρχουν δέντρα) αλλά κανείς δε μιλά άμεσα για αυτό. Φτάνοντας στο σπίτι του μηχανικού Πατσούρα, γαμπρού του Μπεναρδή, ο μηχανικός γνωρίζει τη Μάγδα, γυναίκα του Πατσούρα και αδελφή της Μαρίνας, τον Φανούρη Καλδή, βουτηχτή, τον Βασίλη Ρέζο που γνώριζε τον αδελφό του μηχανικού και δηλώνει σχεδιαστής και τους γιους του Μπεναρδή, Πιέρρο και Λαμπρινό που δουλεύουν στα χωράφια του. Και πάλι ο μηχανικός δεν καταφέρνει να αποκομίσει πληροφορίες για την κατάσταση του φράγματος καθώς ο μισομεθυσμένος Πατσούρας  έχει παραμελήσει το χημείο του και ασχολείται με το ποτό και με το να κάνει παιδιά με τη Μάγδα. Είναι βαριά η σκιά του Φράγματος πάνω στους ανθρώπους της Γκρίζας και κάποιοι, όπως ο Πατσούρας, δεν την αντέχουν – δε μπορεί, όπως λέει ο ίδιος, να πάει κόντρα στο ρέμα, σαν τις πέστροφες που περιέγραφε ο Καλδής σε μια ιστορία του τη νύχτα εκείνη.
Η συνάντηση του Βαλέρη με τον επιθεωρητή Ανδρέα Φλωριά δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα στο πέμπτο κεφάλαιο να παρουσιάσει επί σκηνής ένα ακόμα πρόσωπο από εκείνα που συνθέτουν το δεύτερο κύκλο: αν τον πρώτο συνθέτουν οι δυο πρωταγωνιστές του έργου (ο μηχανικός Βαλέρης και ο Χαρίτος Μπεναρδής) και τον τρίτο οι κομπάρσοι, στον δεύτερο κύκλο συγκεντρώνονται πρόσωπα απαραίτητα για τη δράση αλλά σε κάθε περίπτωση δευτεραγωνιστές (Ρέζος, Φλωριάς, Μαρίνα) ή και τριταγωνιστές ακόμη (Πατσούρας, Μάγδα, Καλδής). Ο Φλωριάς, εργένης, τυπικός γραφειοκράτης και τυπολάτρης έχει ως κέντρο της ζωής του την υπηρεσία του στην οποία υπάγονται και τα αρχεία της επαρχίας που βρίσκεται η Γκρίζα. Και πάλι μέσω ανάδρομων αφηγήσεων μαθαίνουμε για το παρελθόν του, τη σχέση με τη μητέρα του που για χρόνια καθόριζε τη ζωή του και την κακή σχέση του με τον συνάδελφό του Βραδάκη ως την τελική νευρική κατάρρευση του τελευταίου. Ο Φλωριάς, ουσιαστικά από ευθυνοφοβία και πείσμα, αρνείται την ύπαρξη των σχεδίων του Φράγματος στον Βαλέρη που τα ψάχνει επίμονα. Άλλη μια προσπάθεια του μηχανικού να προσεγγίσει με τεκμήρια τη φύση και λειτουργία του Φράγματος οδηγείται σε αδιέξοδο. Εκνευρισμένος του λέει φεύγοντας ότι το Φράγμα πέφτει, κάτι που ο Φλωριάς αντιμετωπίζει με φαινομενική αταραξία .
Fragma-KourkoulosΟ ζωγράφος Βασίλης Ρέζος συναντά τον μηχανικό λίγες μέρες μετά. Έλκεται από την προσωπικότητά του και του προτείνει να αναλάβει το σχεδιασμό του Φράγματος, κάτι που χρειάζεται ο μηχανικός για να καλύψει ως ένα βαθμό την απώλεια των αρχικών σχεδίων. Ο Βαλέρης δείχνει ωστόσο να το σκέφτεται εξαιτίας της καλλιτεχνικής φύσης του Ρέζου, κάτι που πεισμώνει τον τελευταίο. Στο πρόσωπο του Ρέζου απεικονίζεται ο νεκρός αδελφός του μηχανικού, το alter ego του. Ο Ρέζος λειτουργεί στο έργο σαν καταλύτης – όχι ο μόνος πάντως – για τη διαδρομή αυτογνωσίας του μηχανικού αλλά και ο ίδιος δε μένει ανεπηρέαστος έως το τέλος. Την ίδια μέρα ο Χαρίτος Μπεναρδής έρχεται να πάρει τον μηχανικό στο κτήμα όπου βρίσκονται οι δίδυμοι γιοι του. Στη συζήτηση κατά τη διαδρομή ο Μπεναρδής ρωτά για την επίσκεψη του μηχανικού στο σπίτι του Πατσούρα, αποκαλύπτει ότι η Μάγδα και η Μαρίνα είναι ψυχοκόρες του και δείχνει να εμπιστεύεται όλο και περισσότερο τον μηχανικό παρά το ότι η διάθεσή του είναι κακή και δεν καλυτερεύει όταν συναντά τους γιους του. Στο τέλος, για άλλη μια φορά οδηγείται σε έκρηξη θυμού κατά τη διάρκεια του τραπεζιού, απαιτώντας από τα παιδιά του να του φανερώσουν τη Μαρίνα και κατηγορώντας τους ότι την κρύβουν από τον ίδιο. Το έκτο κεφάλαιο κλείνει με μια επιστολή του Φλωριά προς τον μηχανικό καθώς η φράση “το Φράγμα πέφτει” τον έχει ταρακουνήσει, αν και περισσότερο τον απασχολεί το πως θα διαχειριστεί την πληροφορία αυτή αν είναι αληθινή παρά το ίδιο το περιεχόμενό της. Η επιστολή αυτή όπως και άλλες που θα ακολουθήσουν, θα μείνει αναπάντητη
Με το τέλος του Μάρτη ο καιρός δείχνει να αλλάζει. Απειλητικά σύννεφα στέκονται για μέρες πάνω από το Φράγμα δοκιμάζοντας τις σωματικές και ψυχικές αντοχές των ανθρώπων για πάνω από δέκα μέρες. Η κουφόβραση που επικρατεί σε συνδυασμό με το φόβο μιας νεροποντής που θα δοκιμάσει τις αντοχές του Φράγματος, γεμίζει τους κατοίκους με νευρικότητα και ήδη ακούγονται μισόλογα για τον μηχανικό που δε λέει να φανερώσει τι έχει βρει. Κάποιοι βρίσκουν τον Χαρίτο Μπεναρδή για να τον συμβουλευτούν και να μάθουν για τον μηχανικό αλλά εκείνος τους αποπαίρνει. Τέλος, ένα βράδυ ξεσπά η καταιγίδα που καταλήγει σε μια ατελείωτη νεροποντή. Με ελάχιστα διαλείμματα κρατά σχεδόν τρεις εβδομάδες, όλον τον υπόλοιπο Απρίλιο. Τα σχέδια του μηχανικού για ανακατασκευή των σχεδίων του φράγματος με τον Βασίλη Ρέζο, όσο αυτό θα ήταν δυνατόν, ακυρώνονται και τώρα ο Βαλέρης στρέφει το ενδιαφέρον του στο να παρατηρεί με αυξανόμενη ανησυχία τους τεράστιους όγκους νερού που προσθέτει καθημερινά η βροχή και τα λιωμένα χιόνια των γύρω βουνών στο ποτάμι που το Φράγμα συγκρατεί. Στο έβδομο αυτό κεφάλαιο της βροχής όλοι πλέον πιστεύουν ότι τώρα πια το Φράγμα δε θα αντέξει. Εκτός από τον Χαρίτο Μπεναρδή.
Ο γερο-Μπεναρδής μονοπωλεί ολόκληρο το όγδοο κεφάλαιο. Τις μέρες που ακολούθησαν την επίσκεψή του στο κτήμα οι δυο γιοί του έφεραν πίσω τη Μαρίνα όμως αυτό δε διορθώνει την κακοτροπιά του και τη σκαιή συμπεριφορά του απέναντί της. Αυτό που τον βασανίζει μας αποκαλύπτεται τμηματικά, μέσα από σκέψεις του, μισόλογα, όνειρα και μονολόγους: είναι το ανόσιο πάθος του για την ψυχοκόρη του που προσπαθεί με κάθε τρόπο να το παλέψει και να το ξορκίσει αλλά μάταια. Με μια ακόμα ανάδρομη αφήγηση ο κεντρικός αφηγητής φανερώνει μέσα από τα μάτια της μουγγής ψυχοκόρης, της Μαρίνας, το επεισόδιο χρόνια πριν που της έκοψε τη μιλιά. Η χήρα μητέρα της πρόσφερε τον έρωτά της μέσα στον αχυρώνα στον Χαρίτο Μπεναρδή (νονό της Μαρίνας) αλλά αυτός τον απέρριψε μαστιγώνοντάς την. Η Μαρίνα λιποθυμά και όταν ξυπνά είναι πια μουγγή. Ένα χρόνο μετά πεθαίνει η μητέρα της με την κατάρα να καίνε τα κορμιά των κοριτσιών της όπως καιγόταν το δικό της – μια κατάρα που πέφτει πάνω στον γερο-κτηματία χρόνια μετά. Επιστρέφοντας στην κύρια αφήγηση μια απόπειρα του Πατσούρα να πάρει τη Μαρίνα στο σπίτι του καταλήγει στο κενό και μάλιστα ο Μπεναρδής έμμεσα τον κατηγορεί ότι καλοβλέπει τη Μαρίνα (στον Πατσούρα υπάρχει απωθημένη βαθιά μια τέτοια επιθυμία αλλά ο ταλαίπωρος χημικός ούτε τολμά να το σκεφτεί). Στην τελική σκηνή του κεφαλαίου ο Μπεναρδής παραμονεύει την ψυχοκόρη του στο θερμοκήπιο όπου αυτή φροντίζει τα λουλούδια της με σκοπό να την βιάσει. Τρελαμένος από την επιθυμία του θα το είχε καταφέρει αν την τελευταία στιγμή δεν καρφώνονταν στο χέρι του τα αγκάθια ενός κάκτου, με τον πόνο να του επαναφέρει τη λογική και το αίσθημα της ντροπής.
Επιστροφή στον επιθεωρητή Φλωριά που νιώθει όλο και πιο αμήχανος εξαιτίας της σιωπής του μηχανικού. Καθώς ο προϊστάμενός του έπαρχος δείχνει να μην ενδιαφέρεται για τις ανησυχίες του, εκνευρισμένος εκμυστηρεύεται κάποιες από τις στιχομυθίες της συνάντησής του με τον Βαλέρη στον μεγαλοβιομήχανο της περιοχής Πασχάλη ο οποίος φροντίζει έπειτα να κλείσει διακριτικά το εργοστάσιο βάμβακός του στη Γκρίζα – πράξη που οδηγεί και σε άλλες ανάλογες από τους υπόλοιπους βιομηχάνους της περιοχής. barrage-daniel-johnson-lrgΣτο μεταξύ μια επιτροπή κατοίκων και βουλευτών της περιοχής επισκέπτεται τον Βαλέρη ζητώντας να μάθει τι συμβαίνει τελικά με το Φράγμα αλλά το μόνο που έχει να τους παρουσιάσει ο μηχανικός ( που γενικά τους αντιμετωπίζει με μια μείξη συμπόνιας και απέχθειας) είναι η τρέχουσα κατάσταση του έργου και άλλες τεχνικές λεπτομέρειες που δεν απαντούν στα ερωτήματά τους· άλλωστε δεν έχει και ο ίδιος απαντήσεις, μόνο ερωτήματα. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας ο μηχανικός ξεκινά να επιθεωρήσει την περιοχή κατά μήκος του Φράγματος όπου έχουν εμφανιστεί κάποιες καθιζήσεις εξαιτίας των βροχοπτώσεων. Τον ακολουθεί ο Βασίλης Ρέζος που αναπτύσσει σταδιακά μια σχέση αγάπης – μίσους για τον μηχανικό (είναι σαφώς ο ένας το alter ego του άλλου αλλά αυτό το βιώνει πολύ πιο δραματικά ο Ρέζος σε σχέση με τον μηχανικό). Ορισμένες από τις καθιζήσεις είναι πράγματι αρκετά ανησυχητικές λόγω της έκτασής τους· κομμάτια γης ολόκληρα μοιάζουν να ξαναγίνονται βάλτος. Λίγο πιο έξω από τα κτήματα του Μπεναρδή (που μαθαίνουμε ότι είναι άρρωστος) ξεσπά βίαιη καταιγίδα και ο μηχανικός οδηγεί ως το γειτονικό μοναστήρι. Οι πατέρες εκεί είναι παράλυτοι, αγκυλωμένοι από τα ρευματικά, χωρίς να μπορούν να λειτουργήσουν. Ο ηγούμενος παρακαλεί τον Βαλέρη να φέρει γιατρούς αλλά την ίδια ώρα πιάνει νευρική κρίση τον Ρέζο που πεσμένος κάτω φωνάζει τον ηγούμενο να προσευχηθεί για να αποτρέψει έναν πιθανό φόνο (έχει στο νου του να σκοτώσει τον Βαλέρη, να διαγράψει το ενοχλητικό του πρότυπο). Το ένατο κεφάλαιο κλείνει με τον Βασίλη Ρέζο να συνέρχεται από την κρίση και να απολογείται μάλλον αδέξια.
Μια από τις επόμενες μέρες ο “Φαέθων”, βιομηχανία ορυκτών, το τελευταίο μεγάλο εργοστάσιο της πόλης, κλείνει αιφνιδιαστικά με τους εργάτες να μένουν έξω απορημένοι. Οι φήμες οργιάζουν στην πόλη και το δημοτικό συμβούλιο που συνεδριάζει καταλήγει σε αδιέξοδο με την υστερία να κυριαρχεί. Ο επιθεωρητής Φλωριάς το μεσημέρι της ίδιας ημέρας ξεκινά κακοδιάθετος για την έδρα του Κτηματικού, όπου βρίσκονται τα αρχεία της πόλης. Ο κόσμος βρίσκεται στα πρόθυρα πανικού και κάποιοι ήδη ετοιμάζονται να φύγουν. Πριν ανοίξει την πόρτα του κτηρίου, ένας λαϊκός τύπος που μοιάζει με τον παλιό συνάδελφό του τον Βραδάκη του ζητά τα σπίρτα του (ο επιθεωρητής θυμάται με δέος τη σκηνή με το σπίρτο που οδήγησε σε νευρική κατάρρευση). Μπαίνοντας μέσα ο Φλωριάς κατευθύνεται στο υπόγειο όπου, από μια μοιραία σύμπτωση. πέφτει κυριολεκτικά πάνω σε ένα ερμάρι με μισοθρυμματισμένους κυλίνδρους: είναι τα περιβόητα σχέδια του Φράγματος. Σχεδόν πανικόβλητος φεύγει αναλογιζόμενος τις ευθύνες που μπορεί να προκύψουν για τον ίδιο, όταν διαπιστώνει ότι ο δρόμος έχει γεμίσει νερά και ο κόσμος τρέχει να σωθεί. Επικρατεί χάος και τότε ο Φλωριάς αποφασίζει να γυρίσει πίσω, κόντρα στο ρεύμα των φυγάδων, στο κτήριο του Κτηματικού. Το καταφέρνει με πολύ κόπο δυο ώρες μετά και κατεβαίνει στα υπόγεια. Το ρεύμα έχει κοπεί και χρησιμοποιεί τα σπίρτα για να φωτίσει το χώρο και τέλος να βάλει φωτιά στους κυλίνδρους των σχεδίων, παίρνοντας μαζί του την τελευταία του αυτή ανακάλυψη. Στο τέλος του δέκατου κεφαλαίου ο Φλωριάς πεθαίνει διασώζοντας την επαγγελματική του αξιοπρέπεια, το μόνο επίτευγμα της ζωής του. Ωστόσο, όλος ο πανικός αποδεικνύεται τελικά αβάσιμος καθώς τόσο το νερό όσο και η συμπτωματική διακοπή ρεύματος οφείλονταν σε ασήμαντα περιστατικά που μόνο η φαντασία και τα τεντωμένα νεύρα του κατοίκων τα μεγέθυνε σε κατάρρευση του Φράγματος.
Με τον βουτηχτή Φανούρη Καλδά και τις ιστορίες του – όλες σχεδόν φανταστικές – ξεκινά το ενδέκατο κεφάλαιο. Στο θάλαμο επιφυλακής του φράγματος αφηγείται τη φορά αυτή μια ιστορία για ένα υποβρύχιο κάπου στις θάλασσες της ανατολής που μπλέχτηκε σε δίχτυα και το πλήρωμα πέθανε από ασφυξία στο βυθό της θάλασσας. Όπως συμβαίνει πάντα ο δεύτερος (καπετάνιος στη βάρκα του φράγματος) επεμβαίνει και καταρρίπτει την ιστορία του Καλδά (για άλλη μια φορά στο μυθιστόρημα υπάρχει εδώ ένα δίδυμο αντίθετων χαρακτήρων που συχνά συνδέονται με σχέση αγάπης-μίσους). Όμως η εντύπωση της ιστορίας μένει καθώς συνδέεται με το φόβο όλων των κατοίκων της Γκρίζας ότι το νερό τους περικυκλώνει, θα τους απομονώσει και τέλος το Φράγμα θα ανοίξει και θα τους πνίξει. Ο φόβος στο θάλαμο του Φράγματος κορυφώνεται όταν πληροφορούνται ότι κάτι συμβαίνει στην πόλη. Πράγματι, η Γκρίζα αδειάζει. Καθώς το νερό μοιάζει να ξεφυτρώνει από όλο και περισσότερα σημεία στα χωράφια της πόλης, οι κάτοικοι τρομοκρατημένοι αρχίζουν να εγκαταλείπουν την πόλη. Ο μηχανικός το διαπιστώνει ένα πρωί καθώς παύει να παίρνει αναφορές από το Φράγμα που πλέον λειτουργεί μόνο του. Γυρνώντας πίσω στο δωμάτιό του στο μεγάλο αρχοντικό του Μπεναρδή, ψάχνει να τον βρει. Ο Μπεναρδής είναι στα τελευταία του, παράλυτος στην αριστερή του πλευρά από μόλυνση που την προκάλεσε το αγκάθι του κάκτου, τη νύχτα που επιχείρησε να βιάσει τη Μαρίνα. Ακολουθεί ένας μεγάλος διάλογος που καλύπτει σχεδόν ολόκληρη τη νύχτα. Ο γερο-κτηματίας αποκαλύπτει το πάθος του στον μηχανικό για το οποίο δε μετανοεί και συζητούν πάνω στην έννοια της αμαρτίας καθώς και για το Φράγμα που θα σωθεί και πάλι – αλλά, όπως και ο Μπεναρδής, κουβαλά μέσα του, απρόσιτο και ανεξιχνίαστο, το ελάττωμά του. Δείχνει επίσης στον μηχανικό το τατουάζ στο στήθος του: ερωδιός και κάκτος. Αρκετά νήματα του έργου ξεδιαλύνονται τη βραδιά αυτή στο χάραμα της οποίας πεθαίνει ο Μπεναρδής και η Μαρίνα του κλείνει τα μάτια. Ελάχιστοι ακολουθούν την κηδεία· οι δυο δίδυμοι γιοι του φεύγουν από το περιβόλι όπου έμεναν χωρίζοντας ο ένας από τον άλλο και βλέπουν από απόσταση την κηδεία χωρίς να γνωρίζουν ποιος πέθανε.
Ο μηχανικός έχει μείνει σχεδόν μόνος του στην πόλη απορροφημένος από τις μελέτες του για το Φράγμα – μελέτες που στηρίζονται ωστόσο σε ελάχιστα δεδομένα και πολλές υποθέσεις. Ο καιρός πάντως έχει μεταβληθεί και οι βροχές έχουν δώσει τη θέση τους σε έναν καλοκαιρινό καιρό. Καθημερινά η στάθμη του Φράγματος πέφτει όλο και περισσότερο. Οι κάτοικοι, δέκα μέρες μετά τη φυγή τους από την πόλη επιστρέφουν. Ο μόνος επώνυμος που δε συμμετείχε στην υστερία της φυγής είναι ο μηχανικός· ως αποτέλεσμα, αρχικά σιωπηρά και μετά μέσω του τύπου, θεωρείται πλέον “εχθρός του λαού”.  Ο υπουργός εμφανίζεται και προσπαθεί να εκμαιεύσει από τον Βαλέρη ένα καθησυχαστικό πόρισμα, κάτι που να κλείνει την ιστορία. Καθώς δεν υπάρχουν ασφαλή συμπεράσματα, φεύγει άπρακτος αναμένοντας το τελικό πόρισμα και κρατώντας μόνο τα φαινόμενα: καμιά ρωγμή, κανένα εμφανές πρόβλημα δηλώνει στους δημοσιογράφους. Οι πιέσεις στον Βαλέρη αυξάνονται καθημερινά καθώς όλοι επιθυμούν ένα τελικό, θετικό για την κατάσταση του Φράγματος, πόρισμα. Ο ίδιος μοιάζει διχασμένος ανάμεσα στην άποψη αυτή, που περιμένουν όλοι να ακούσουν και την αλήθεια που είναι απλώς η πλήρης άγνοια για το πώς λειτουργεί το Φράγμα. Τέλος, σε μια ανοιχτή στο κοινό συνέντευξη τύπου, παρουσιάζει όλα τα στοιχεία που συγκέντρωσε: για την αρχιτεκτονική  και λειτουργία του Φράγματος, τα προβλήματα κατασκευής που εντόπισε, για τις ανησυχητικές ενδείξεις όπως οι καθιζήσεις, τονίζοντας πάντα ότι πρόκειται για ενδείξεις και μόνο, που είτε μπορεί να σημαίνουν κάτι, είτε όχι. Τέλος, πετώντας στο τραπέζι τις σημειώσεις του καταλήγει στην τελική του πρόταση: να σπάσει το Φράγμα στα σημεία που τους δείχνει για να πέσει η στάθμη των νερών και περιοριστούν οι πιέσεις. Εφ’ όσον  δε μπορούν να το ελέγξουν, ας το σπάσουν. Γιατί, ολοκληρώνει, «ο θάνατος […] είναι μονάχα ένας από τους μηχανισμούς της πολύπλοκης παγίδας, που μπορεί να κρύβεται μέσα στο φράγμα». Ο μηχανικός φεύγει και το δωδέκατο κεφάλαιο κλείνει με την εικόνα κοινού και δημοσιογράφων να μένουν ακίνητοι και έκπληκτοι σχεδόν δέκα λεπτά μετά την αναχώρηση του Βαλέρη.
Στον επίλογο όλοι τα βάζουν με τον μηχανικό και την παράλογη προτάσή του. Θέλουν να ξεχάσουν τη ντροπιαστική φυγή τους που την ερμηνεύουν ως υπερβολή και αδικαιολόγητο φόβο. Άλλωστε ούτε ο μηχανικός είχε αποδείξεις για φθορές ή προβλήματα του Φράγματος και τον κατηγορούσαν για αδικαιολόγητες υποκειμενικές εκτιμήσεις και προκατάληψη. Το Υπουργείο αρχικά δεν κάνει καμία κίνηση, ωστόσο όταν ξεσηκώνεται ολόκληρη η πόλη με ψηφίσματα και επιτροπές για να διώξει τον μηχανικό, αποφασίζει να τον ανακαλέσει. Η καριέρα του Βαλέρη δέχεται σοβαρότατο πλήγμα, ο ίδιος όμως εμμένει στη σιωπή και δεν ασχολείται διόλου με τις κατηγορίες εναντίον του. Την ώρα που φεύγει από την πόλη τον συναντά ο Βασίλης Ρέζος. Το μυθιστόρημα κλείνει με ένα μελοδραματικό φιλί του ζωγράφου στο μέτωπο του μηχανικού, σημάδι από το φιλί των θεών που κανένας από τους δυο τους δεν έχει.

Εκτενέστατη η περίληψη και μακρυνάρι η ανάρτηση, κουραστική στην ανάγνωση. Θα συνεχίσω στην επόμενη ανάρτηση με παρατηρήσεις πάνω στο έργο συνολικά και κάποιες ειδικότερες για το σχολικό απόσπασμα.