Αρχείο ετικέτας Υπερ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες

Η μάχη της Μαγνησίας (Ν’ αρχίσει το τραπέζι. Δούλοι· τους αυλούς, τη φωταψία)

Σχεδόν δυο χρόνια πριν, καταπιάστηκα με τον βασιλιά Δημήτριο που τόσο στωικά αντικατέστησε τα χρυσά φορέματά του με μια φαιά χλαμύδα σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες. Χρωστούμενο από τα πρώτα, εφηβικά μου βήματα στο καβαφικό σύμπαν ήταν το ποίημα· χρωστούμενο επίσης από την ίδια εποχή και το συμπόσιο του βασιλιά Φίλιππου Ε’ με την πλαστή ευθυμία του. Εκατό περίπου χρόνια χωρίζουν τα γεγονότα που συνθέτουν τον ιστορικό κορμό των δυο ποιημάτων, το φευγιό του Δημήτριου Α’ Πολιορκητή (288 π.Χ) από την αναγγελία της συντριβής στη Μαγνησία (190 π.Χ) του Αντίοχου Γ’ στο παλάτι του Φίλιππου· μέσα στον αιώνα αυτό μπορεί να δει κανείς πού οδήγησαν οι άθλιες συγκρούσεις των ελληνιστικών βασιλείων με τους Ρωμαίους να αναδεικνύονται απόλυτοι κυρίαρχοι και ρυθμιστές των πολιτικών πραγμάτων στα ελληνιστικά βασίλεια.

Η μάχη της Μαγνησίας (190 π.Χ) είναι μια από τις τέσσερις μάχες που έκριναν την τύχη του ελληνικού κόσμου απέναντι στους Ρωμαίους. Προηγήθηκε η ήττα του Φιλίππου Ε’ στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ) και η καταστροφή του βασιλείου της Μακεδονίας ολοκληρώθηκε με την ήττα του Περσέα, γιου του Φιλίππου Ε’, στη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. Ο επίλογος της ανεξαρτησίας των ελληνικών πόλεων γράφηκε με την ήττα της Αχαϊκής Συμπολιτείας το 164 π.Χ στη μάχη της Λευκόπετρας· δεν είναι τυχαίο ότι μόνο στη μάχη αυτή οι Ρωμαίοι δεν είχαν – δε χρειάζονταν – Έλληνες συμμάχους απέναντι στους αντιπάλους τους. Στο καβαφικό ποίημα αυτή ακριβώς η αντιπαλότητα των Ελλήνων που οδήγησε τους Ρωμαίους στον θρίαμβο είναι ο άξονας που το διαπερνά και το στηρίζει.

Κεντρικό πρόσωπο στο ποίημα ο βασιλιάς Φίλιππος Ε’ της Μακεδονίας, γιος του Δημήτριου Β’ και δισέγγονος του Δημητρίου Α’ Πολιορκητή. Ορκισμένος εχθρός των Ρωμαίων πέρασε τη ζωή του μέσα σε πολέμους προσπαθώντας μάταια να αποκαταστήσει την ισχύ των μακεδονικών όπλων στην Ελλάδα κυρίως αλλά και πιο πέρα ακόμη. Συμμάχησε με τον Αννίβα απέναντι στου Ρωμαίους στον Β΄Καρχηδονιακό πόλεμο χωρίς ωστόσο να του φανεί χρήσιμος, πάλεψε ενάντια στην Αιτωλική Συμπολιτεία, τον μόνιμο σύμμαχο των Ρωμαίων στον Α’ (215-205 π.Χ) και Β’ (200-197 π.Χ) Μακεδονικό πόλεμο, κατέκτησε μεγάλο μέρος της Ελλάδας και επέδραμε σαν πειρατής σε νησιά του Αιγαίου και παραλιακές πόλεις της Μ.Ασίας. Macedonia_and_the_Aegean_World_c.200Έκανε σύμφωνο μη επίθεσης με τον Αντίοχο Γ΄αλλά όταν οι Ρωμαίοι, με τη βοήθεια πολλών ελληνικών πόλεων (ο Φίλιππος  δεν είχε λόγω των εκστρατειών του και την καλύτερη φήμη) στράφηκαν εναντίον του με πρόσχημα την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας των ελληνικών πόλεων, ο Αντίοχος δεν τον βοήθησε. Και όχι μόνο αυτό αλλά μετά την ήττα του Φιλίππου στις Κυνός Κεφαλές βρήκε την ευκαιρία να του αφαιρέσει κτήσεις του και να παρουσιαστεί ως ρυθμιστής στα ελληνικά πράγματα. Ο Φίλιππος έχασε όλες της τις κτήσεις του εκτός Μακεδονίας, υποχρεώθηκε να πληρώσει πολεμική αποζημίωση, να παραδώσει τον στόλο του και έστειλε τον δεύτερο γιο του, τον Δημήτριο, όμηρο στη Ρώμη. Στη συνέχεια όμως επιχείρησε να ανακάμψει παρουσιαζόμενος ως πιστός σύμμαχος των Ρωμαίων ενάντια στον Αντίοχο (που ηττάται στη μάχη της Μαγνησίας), συγκέντρωσε ξανά στρατό και χρήματα, αναδιοργάνωσε και επέκτεινε το κράτος του και περίμενε την ευκαιρία να επαναλάβει την προηγούμενη δράση του. Δεν πρόλαβε όμως. Πέθανε το 179 π.Χ και τον διαδέχτηκε ο γιος του Περσέας με τον οποίο γράφεται ο επίλογος του μακεδονικού κράτους στη μάχη της Πύδνας.

Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για τον χαρακτήρα του Φιλίππου. Οι μαρτυρίες προέρχονται από τον Πολύβιο, ο οποίος από άποψη αξιοπιστίας κάλλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί Ρωμαίος ιστορικός. Κάπου (όπως σημειώνει στο εξαιρετικό άρθρο του  ο Γ.Α. Σαρεγιάννης: «Σχόλια στο ποίημα του ΚαβάφηΗ μάχη της Μαγνησίας’», Αλεξανδρινή Τέχνη, Vol 4, No 8 (1930), σελ. 238-243) τον χαρακτηρίζει “μανιώδη”. Στ’ αλήθεια ο Φίλιππος Ε’ ήταν άνθρωπος παρορμητικός, αθυρόστομος και του πάθους·  έμπαινε μέσα σε όλα αν όχι πάντα ασυλλόγιστα, τουλάχιστον ορμητικά και με ανεξάντλητο κουράγιο. Ως το τέλος της ζωής του πολέμησε χωρίς ανάπαυση να ξανακάνει τη Μακεδονία μεγάλη και αυτό το εκτίμησαν οι Μακεδόνες που ποτέ δεν τον παράτησαν (όπως έγινε λ.χ με τον Δημήτριο Α’  Πολιορκητή). Ίσως η προσωπική του τραγωδία (εκτέλεσε για προδοσία τον γιό του Δημήτριο το 181 π.Χ, μια υπόθεση που του κόστισε πολύ) να τον οδήγησε στον τάφο το 179 π.Χ, πριν καν κλείσει τα εξήντα.

Γραμμένο το 1913 και δημοσιευμένο το 1916 (στο εξής αντίστοιχα για κάθε ποίημα: χρόνος δημιουργίας/χρόνος δημοσίευσης), το ποίημα μπορεί να ενταχθεί σε ένα σύνολο ποιημάτων τα οποία περιγράφουν τη διαρκώς αυξανόμενη κυριαρχία των Ρωμαίων πάνω στα ελληνιστικά βασίλεια που οι βασιλείς τους είτε συναγωνίζονται ο ένας τον άλλον σε αθλιότητα και ανικανότητα είτε παρακολουθούν ανήμποροι και απογοητευμένοι τον τροχό της ιστορίας να τους ωθεί προς τα κάτω. Στον πυρήνα της ομάδας αυτής ανήκουν, πέρα από το συγκεκριμένο, ποιήματα όπου η καταθλιπτική ισχύς των Ρωμαίων σκιάζει απειλητικά και ματαιώνει (όταν δεν ακυρώνει εξ αρχής) κάθε σκέψη ή προσπάθεια αντίστασης όπως “Η δυσαρέσκεια του Σελευκίδου” [1910/1916] (εδώ ούτε καν την αξιοπρέπειά του θέλει να διασώσει ο Πτολεμαίος ΣΤ’ Φιλομήτωρ), “Προς τον Αντίοχο Επιφανή” [1911/1922], “Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.X.)” [1915/1919],  “Πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια” [1915/1918] αλλά και το επίγραμμα του ανώνυμου Αχαιού για τους γενναίους της Αχαϊκής Συμπολιτείας: “Υπέρ της Aχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες” [1922/1922] καθώς και τη θλίψη του Ιταλιώτη νέου στο “Εις Iταλικήν παραλίαν” [;/1925] μπροστά στο θέαμα των λαφύρων από την Κόρινθο. Στην περιφέρεια πάλι της ίδιας ομάδας βρίσκονται ποιήματα που εστιάζουν περισσότερο στο κλίμα διαφθοράς, απληστίας και υποκρισίας που κυριαρχεί στα (υποτελή σχεδόν στους Ρωμαίους) ελληνιστικά βασίλεια όπως “Οροφέρνης” [1904/1916],  “Αλεξανδρινοί Βασιλείς” [1912/1912], “Εύνοια του Aλεξάνδρου Bάλα” [1916/1921] ή τα ατελή “Πτολεμαίος Eυεργέτης (ή Kακεργέτης)” [1922/-] και “Η Δυναστεία”.  Αξιοπρόσεκτη η παρουσία τεσσάρων ποιημάτων από τις δυο παραπάνω ομάδες στη θεματική συλλογή Γ10 με ποιήματα ανάμεσα 1905-1915, ήδη με την ίδια σειρά από την θεματική συλλογή Γ6: “Η μάχη της Μαγνησίας”,  “Η δυσαρέσκεια του Σελευκίδου”, “Οροφέρνης”, “Αλεξανδρινοί Βασιλείς”. Το ποίημα:

Η Μάχη της Μαγνησίας
[δημιουργία: 1913/δημοσίευση: 1915]

Έχασε την παληά του ορμή, το θάρρος του.
Του κουρασμένου σώματός του, του άρρωστου

σχεδόν, θάχει κυρίως την φροντίδα. Κι ο επίλοιπος

βίος του θα διέλθει αμέριμνος. Αυτά ο Φίλιππος

τουλάχιστον διατείνεται. Aπόψι κύβους παίζει·

έχει όρεξι να διασκεδάσει. Στο τραπέζι

βάλτε πολλά τριαντάφυλλα. Τι αν στην Μαγνησία

ο Aντίοχος κατεστράφηκε. Λένε πανωλεθρία

έπεσ’ επάνω στου λαμπρού στρατεύματος τα πλήθια.

Μπορεί να τα μεγάλωσαν· όλα δεν θάναι αλήθεια.

Είθε. Γιατί αγκαλά κ’ εχθρός, ήσανε μια φυλή.

Όμως ένα «είθε» είν’ αρκετό. Ίσως κιόλας πολύ.

Ο Φίλιππος την εορτή βέβαια δεν θ’ αναβάλει.

Όσο κι αν στάθηκε του βίου του η κόπωσις μεγάλη,

ένα καλό διατήρησεν, η μνήμη διόλου δεν του λείπει.

Θυμάται πόσο στην Συρία θρήνησαν, τι είδος λύπη

είχαν, σαν έγινε σκουπίδι η μάνα των Μακεδονία.—

Ν’ αρχίσει το τραπέζι. Δούλοι· τους αυλούς, τη φωταψία.

 Ειδολογικά, η κατάταξη του ποιήματος δεν είναι απολύτως ξεκάθαρη. Το επεισόδιο είναι εντελώς φανταστικό (πουθενά δεν μνημονεύεται κάτι για τις αντιδράσεις του Φιλίππου στο άγγελμα της ήττας του Αντίοχου), τα γεγονότα όμως, τα πρόσωπα και ο ιστορικός περίγυρος ακριβέστατα. Πρόκειται λοιπόν για ένα “νόθο” ιστοριογενές ποίημα: όχι ιστορικοφανές διότι ο ήρωας δεν είναι κατασκεύασμα του ποιητή ούτε ψευδοϊστορικό διότι απουσιάζει κάθε αλληγορική ή παραβολική χρήση της ιστορίας· ψυχογράφημα περισσότερο παρά αφορμή για φιλοσοφικό στοχασμό. Ο ποιητής έχει προσέξει όλες τις λεπτομέρειες στο ποίημα με αξιοσημείωτη ευσυνειδησία, τυπική ωστόσο της καβαφικής μεθοδολογίας. Σημειώνει σχετικά ο Γ.Α. Σαρεγιάννης στο άρθρο του «“Tο πιο τίμιο―την μορφή του”» (1944) εν είδει ανεκδότου:

Μια απόδειξη του σεβασμού του για την ιστορία, είχα ο ίδιος, όταν το 1929 στο Παρίσι έγραφα τα σχόλιά μου για τη «Μάχη της Μαγνησίας» του, νόμισα ότι βρήκα επιτέλους μια πολύ μικρή ιστορική ανακρίβεια και του την έγραψα. H μάχη της Μαγνησίας έγινε τον Δεκέμβριο. Αν υποθέσουμε ότι οι σπουδαίες ειδήσεις την εποχή εκείνη έφθαναν αρκετά γλήγορα, αφού υπήρχαν διάφορα είδη τηλεγράφου, που περιγράφει εκτενώς ο Πολύβιος, τότε η μέρα του Φιλίππου στο Καβαφικό ποίημα θα συνέπιπτε να βρίσκεται κάπου στο τέλος Δεκεμβρίου ή στας αρχάς του Ιανουάριου. Τον Δεκέμβρη όμως ή τον Γενάρη μπορούν να υπάρξουν τριαντάφυλλα στην Πέλλα της Μακεδονίας; Σαν γεωπόνος θα βεβαίωνα πως όχι κι ο στίχος «στο τραπέζι βάλτε πολλά τριαντάφυλλα» μου φαινόταν ιστορικός ανακριβής. Ο Καβάφης μου απήντησε στο γράμμα μου «…Για το ζήτημα των λουλουδιών που με γράφεις. Είναι μέσα στην ιστορική δυνατότητα. Πρόκειται για βασιλέα διαθέτοντα πολύν πλούτον, για τον οποίον τα προφυλακτικά μέσα προς απόκτησιν των εν λόγω λουλουδιών το χειμώνα θα ήσαν εύκολα. Αλλ ανεξαρτήτως τούτου, υπήρχε το χειμωνιάτικο εξαγωγικό εμπόριον των λουλουδιών αυτών από την Αίγυπτο. Γνωρίζομεν ότι η Αίγυπτος έκαμνεν εξαγωγήν ρόδων εις την Ιταλίαν Καβάφης33το χειμώνα. Τον 1ον αιώνα μ.Χ. η Ιταλία δια τελειοτέρας καλλιέργειας έγινεν αυτάρκης και είχε δικές της rosae hibernae (= χειμωνιάτικα τριαντάφυλλα).»

Δεν είναι ασυνήθιστο το μέτρο και η ομοιοκαταληξία στα καβαφικά ποιήματα, ακόμα και στην περίοδο της ωριμότητας από το 1910 και μετά. Έχει αναφερθεί ήδη η ενδιαφέρουσα στιχουργική του “Προς τον Αντίοχο Επιφανή” και οι χτυπητές, αν και όχι συστηματικές, ομοιοκαταληξίες του. Το ίδιο ισχύει σε μικρότερο βαθμό για το “Εις Iταλικήν παραλίαν” . Μένοντας στα ποιήματα που κυριαρχεί η βαριά σκιά των ρωμαϊκών λεγεώνων ξεχωρίζουν οι ζευγαρωτές ομοιοκαταληξίες του “Πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια” (αν και το ιαμβικό μέτρο δεν ακούγεται καθαρά, τουλάχιστον όσο στη “Μάχη της Μαγνησίας”) όπως και οι σταυρωτές ομοιοκαταληξίες στο “Εύνοια του Aλεξάνδρου Bάλα”  αλλά και οι ακατάστατες εκείνες στην πρώτη στροφή του “Καισαρίωνα“. Σε σύγκριση με τα προηγούμενα, η ομοιοκαταληξία στο συγκεκριμένο ποίημα είναι πολύ πιο συστηματική και πλούσια (δύο συλλαβές και πάνω) με εξαίρεση τις φτωχότερες ομοιοκαταληξίες στο τέταρτο και στο τελευταίο δίστιχο. Το μέτρο επίσης είναι σταθερά ιαμβικό: δεκαπεντασύλλαβος με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως οι προπαροξύτονοι ενδεκασύλλαβοι του πρώτου δίστιχου και οι δεκαεπτασύλλαβοι του τελευταίου καθώς και ένας ορφανός δεκατρισύλλαβος στον έκτο στίχο. Ενδιαφέρουσες ακόμα παραλλαγές του κλασικού παροξύτονου δεκαπεντασύλλαβου είναι τα ζεύγη των προπαροξύτονων δεκαεξασύλλαβων του δεύτερου δίστιχου και των οξύτονων δεκατετρασύλλαβων του έκτου δίστιχου. Από την άλλη δε λείπουν κάποιες άκομψες συνιζήσεις, οι τομές στο μέτρο τηρούνται μάλλον σπάνια, οι διασκελισμοί είναι πάμπολλοι και η γνωστή διαίρεση του στίχου σε δυο ημιστίχια δεν είναι διόλου σταθερή. Είναι φανερό ότι, όπως συνηθίζει ο ποιητής, η παραδοσιακή μορφή του στίχου υπάρχει μόνο για να υπονομευτεί, να ανατραπεί, να μεταμορφωθεί τελικά σε πεζολογία. Σκέφτομαι συχνά πως για χρόνια, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα ίδια καβαφικά ποιήματα, πολύ λίγο είχα προσέξει πως κάμποσα ήταν, στους τύπους τουλάχιστον, παραδοσιακά ποιήματα. Και είναι αυτό μια σημαντική επιτυχία του ποιητή. Διασκελισμοί, παρατονισμοί, μετρική αστάθεια ή ασυνέχεια, τυχαίες ομοιοκαταληξίες ή ειρωνική χρήση τους είναι μηχανισμοί που συστηματικά χρησιμοποιήθηκαν για να επιφέρουν βαθιές ρωγμές στην στιχουργική παράδοση, έτσι που στην περίπτωση του Καβάφη – και του Καρυωτάκη αλλά με άλλους όρους – δίκαια μπορούμε να μιλάμε για “ανανεωμένη παράδοση” ή και πρωτοπορία ακόμη, όπως είχα αναφέρει παλιότερα.

Θα περίμενε κανείς πως σε ένα συμπόσιο ο ποιητής θα επέλεγε (όπως άλλωστε γίνεται στο μεταγενέστερο (1920) “Νέοι της Σιδώνας” που σχολίασα εδώ), να ξεκινήσει με μια περιγραφή του χώρου και των συνδαιτυμόνων πριν περάσει στα λόγια και στις αντιδράσεις τους. After the battle of MagnesiaΜια κίνηση δηλαδή από έξω προς τα μέσα, από τον χώρο και τα πράγματα προς το λόγο και τα συναισθήματα. Όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο: το ποίημα θέτει ως αφετηρία την ψυχολογική κατάσταση του Φιλίππου και στη συνέχεια εναλλάσσει διαρκώς το μέσα με το έξω, τα άρρητα συναισθήματα του ήρωα με τις λεπτομέρειες του συμποσίου. Και αυτή η εναλλαγή σε συνδυασμό με τους διαρκείς διασκελισμούς κατατάσσει το ποίημα στα δυσκολότερα στον εντοπισμό ευδιάκριτων νοηματικών ενοτήτων. Από την άλλη βέβαια, αυτό είναι και μέρος της γοητείας του.

Επιχειρώντας μια πρόχειρη και για καθαρά πρακτικούς λόγους διαίρεση σε νοηματικές περιοχές, η αφετηριακή πρώτη  καλύπτει το θέμα της απώλειας, της ασθένειας, της ήττας ουσιαστικά του Φιλίππου. Οι πρώτοι τέσσερις στίχοι συν τον μισό πέμπτο τονίζουν με κάθε τρόπο το θέμα αυτό: πρώτη λέξη στο ποίημα το ρήμα “έχασε” ενώ οι θετικές ιδιότητες που ακολουθούν (ορμή, θάρρος) αναιρούνται από την ίδια τη συντακτική τους θέση (αντικείμενα στο “έχασε”) αλλά και από το επίθετο “παλιά” ορμή (που μοιάζει να καλύπτει με το εύρος του και μέσω του ασύνδετου σχήματος και το “θάρρος”). Η εικόνα της απώλειας συνεχίζεται: πέρα από τη φθορά στις ψυχικές αρετές υπάρχει και η φθορά του σώματος, του κουρασμένου σώματός του, του άρρωστου/ σχεδόν, θάχει κυρίως την φροντίδα. Όχι μόνο εσωτερικά αλλά και εξωτερικά ο Φίλιππος μοιάζει ένας άνθρωπος ηττημένος. Ένας άνθρωπος που πλέον θα κοιτάξει να περάσει καλά την υπόλοιπη ζωή του φροντίζοντας κυρίως το σχεδόν άρρωστο σώμα του. Είναι έτσι; Κανέναν λόγο δεν θα είχαμε να αμφιβάλλουμε εάν δεν υπήρχαν το σχεδόν και το κυρίως που μετριάζουν προσεκτικά τις προηγούμενες κατηγορηματικές ρήσεις. Ο διασκελισμός του σχεδόν είναι άλλωστε πολύ προκλητικός για να αγνοηθεί. Ας προσέξουμε επίσης και την ομοιοκαταληξία: θάρρος του/ άρρωστου.

Θεωρώ ότι μόνο στο ποίημα Ο Δαρείος εμφανίζεται πιο αριστοτεχνικός αφηγητής-σχολιαστής. Η διαρκής κατάδυση στο βυθό των συναισθημάτων του ήρωα και επιστροφή στην κύρια αφήγηση, η δυσδιάκριτη εναλλαγή ελεύθερου πλάγιου λόγου (ΕΠΛ) και τυπικής τριτοπρόσωπης αφήγησης, ο διακριτικός σχολιασμός των σκέψεων του ήρωα, καθιστούν το ποίημα υπόδειγμα χρήσης ΕΠΛ και ψυχογραφικής ικανότητας. Οι τριτοπρόσωπες διαβεβαιώσεις για τον παροπλισμό του ήρωα και την απόσυρσή του από την ενεργή δράση μετριάζονται ως προς την έντασή τους, όπως είδαμε παραπάνω, με τα επιρρήματα κυρίως και σχεδόν ενώ το σχετικό σχόλιο του αφηγητή που ακολουθεί εδραιώνει τις αμφιβολίες μας: Αυτά ο Φίλιππος/ τουλάχιστον διατείνεται. Με το σχόλιο αυτό ξεκαθαρίζουν δυο πράγματα. Πρώτα ότι η περιβόητη αδυναμία του Φιλίππου είναι αυτούσιες δικές του φράσεις (μονόλογος; αποστροφή στους συνδαιτυμόνες;) που μεταφέρει με ακρίβεια σε τρίτο πρόσωπο ο αφηγητής-σχολιαστής. Έπειτα ότι όλα δεν πρέπει να τα πάρουμε τοις μετρητοίς καθώς ο ίδιος ο αφηγητής αμφιβάλλει και μας μεταφέρει την αμφιβολία του: Αυτά ο Φίλιππος/ τουλάχιστον διατείνεται. Λέξη άπαξ στο καβαφικό corpus το “διατείνεται” βαραίνει ακόμη περισσότερο με το επίρρημα “τουλάχιστον” που προηγείται. Όλα τα προηγούμενα είναι ισχυρισμοί του Φίλιππου· μπορεί να ισχύουν, μπορεί και όχι. Έτσι δηλώνει πάντως. Και ο αφηγητής, αφού υπονόμευσε τις όποιες βεβαιότητες έχτισαν στον αναγνώστη οι πρώτοι τέσσερις στίχοι, νίπτει τας χείρας του και στρέφεται προς το συμπόσιο που μόλις ξεκινά.

Δείχνει κεφάτος ο Φίλιππος στην αρχή της δεύτερης νοηματικής περιοχής – το σχολιάζει και ο αφηγητής: Aπόψι κύβους παίζει· έχει όρεξι να διασκεδάσει. Και η επιβεβαίωση έρχεται με την άμεση, πρωτοπρόσωπη εντολή του ήρωα: Στο τραπέζι/ βάλτε πολλά τριαντάφυλλα. Ξενίζει ίσως η αμεσότητα του πρώτου προσώπου στο σημείο αυτό μετά τη συνεχή τριτοπρόσωπη αφήγηση που προηγείται. Ωστόσο στο σημείο αυτό κορυφώνεται όλη η σκηνοθεσία που έχει στήσει ο Φίλιππος για να πείσει τους άλλους και τον εαυτό του μαζί ότι δεν τον νοιάζει τίποτα άλλο πέρα από την καλοπέρασή του. Τα τριαντάφυλλα, δυσεύρετα στη Μακεδονία τον χειμώνα, εισαγόμενα πιθανότατα από Αίγυπτο, είναι το σύμβολο και απόδειξη του πλούτου και της καλής ζωής που εκθέτει ως βιτρίνα, ως δήθεν ιδανικό του ο ήρωας. Πίσω από τη βιτρίνα, πίσω από αυτά που δείχνει και ισχυρίζεται, η εικόνα είναι διαφορετική: στη Μαγνησία ο Αντίοχος καταστράφηκε.

Δεν είναι ξεκάθαρο αν μετά την εντολή του Φιλίππου Στο τραπέζι/ βάλτε πολλά τριαντάφυλλα το λόγο παίρνει ξανά ο αφηγητής ή ακολουθεί σε πρώτο πρόσωπο ο (εσωτερικός μάλλον) μονόλογος του ήρωα. Πιθανότατα ισχύει το δεύτερο, άλλωστε η κάπως απότομη μετάβαση από το τρίτο πρόσωπο στο πρώτο ίσως να εξυπηρετούσε και αυτόν τον στόχο, μια αδιαμεσολάβητη πλέον καταγραφή των σκέψεων και συναισθημάτων του Φιλίππου. Bronze from PergamonΤα οποία ξεκινούν αρχικά ως ενόχλησή του, διάθεση να αποφύγει το σχολιασμό της είδησης της ημέρας: Τι αν στην Μαγνησία/ ο Aντίοχος κατεστράφηκε. Λένε πανωλεθρία…  Η ρίμα Μαγνησία/πανωλεθρία (αν και όχι απόλυτα πετυχημένη) συνοψίζει εκφραστικότατα το συμβάν και φανερώνει ότι, όσο και να καμώνεται τον αδιάφορο (Τι αν…), ο Φίλιππος προβληματίζεται για το γεγονός. Δεν πρόκειται για μικρή ζημιά καθώς Λένε πανωλεθρία/ έπεσ’ επάνω στου λαμπρού στρατεύματος τα πλήθια. Διόλου τυχαίες οι λέξεις που επιλέγει ο ποιητής: κατεστράφηκε, πανωλεθρία (λέξη άπαξ και εδώ) έπεσε vs λαμπρού στρατεύματος, πλήθια. Γιγάντια τα μεγέθη και μάλιστα η λέξη “πλήθια” ως τέτοια εμφανίζεται άπαξ εδώ ενώ δεν είναι ασυνήθιστη στον ενικό (πλήθος). Ως ομοιοκαταληξία με το “αλήθεια” αλλά επιπλέον και για λόγους εντύπωσης.

Καθώς αυξάνεται η δυσφορία του Φιλίππου στη σκέψη ότι, ενώ αυτός διασκεδάζει, στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας έχει συντελεστεί μια γιγάντια καταστροφή, μια κολοσσιαία ήττα του ελληνισμού με αλυσιδωτές αντιδράσεις για όλον τον ελληνικό κόσμο (και τα δικά του σχέδια), ξεκινά ένας αντισταθμιστικός ψυχολογικός μηχανισμός. Πρώτη αντίδραση του ήρωα στο πλέγμα των ενοχών του μπροστά στο άγγελμα της καταστροφής (συνεργάστηκε ως σύμμαχος, έστω και εξαναγκασμένος, με τους Ρωμαίους και επιπλέον τέτοια μέρα ετοιμάζεται για γιορτή) είναι η διάθεση να αμφισβητηθεί το εύρος της καταστροφής: Μπορεί να τα μεγάλωσαν· όλα δεν θάναι αλήθεια. Ας προσέξουμε εδώ το ότι από εδώ και ως το τέλος του μονολόγου οι φράσεις γίνονται πια κοφτές, γρήγορες, νευρικές, όπως οι σκέψεις του προβληματισμένου Φίλιππου. Ενδόμυχα ίσως να προτιμούσε μια οριακή ήττα του ενός ή του άλλου αντιπάλου στη Μαγνησία που θα του επέτρεπε να κερδίσει χρόνο για τα σχέδιά του. Ίσως και νίκη του Αντίοχου που τον προτιμά για αντίπαλο, καθώς η σύγκρουση μαζί του δεν έχει το δραματικό χαρακτήρα ζωής και θανάτου όπως με τους Ρωμαίους. Όχι πάντως τους Ρωμαίους που τώρα γίνονται παντοδύναμοι. Είναι η χειρότερη για τον Φίλιππο εξέλιξη. Και όχι μόνο για λόγους πολιτικής.

Δεύτερη αντίδραση που συμπληρώνει αλλά και προσπαθεί ταυτόχρονα να πάρει αποστάσεις από την πρώτη είναι το Είθε. Γιατί αγκαλά κ’ εχθρός, ήσανε μια φυλή. Μακάρι λοιπόν να μην είναι αλήθεια γιατί εχθρός μεν ο Αντίοχος αλλά μια φυλή. Ραγίζει στο σημείο αυτό το προσωπείο της αδιαφορίας και καλοπέρασης που έχτισε με τόσο κόπο ο Φίλιππος σε όλο το προηγούμενο ποίημα. Δεν ξεχνά ούτε στιγμή ο Φίλιππος ποιος είναι ο ίδιος και ο Αντίοχος και ποιος ο αληθινός εχθρός. Ο όρος “φυλή” εμφανίζεται ξανά (ή καλύτερα: πριν) μόλις σε ένα ποίημα, το “Στην εκκλησία” (1906/1912) που επίσης περιλαμβάνεται στις θεματικές συλλογές Γ6 και Γ10 (κατά Σαββίδη). Η χρήση του εκεί φωτίζει και το περιεχόμενό του: όχι την ιδιαίτερη καταγωγή (Μακεδόνες) αλλά την εθνικότητα, όπως ακριβώς έγραψε και ο Αχαιός για τους πεσόντας της Αχαϊκής Συμπολιτείας«Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε. Η ήττα στη Μαγνησία δεν είναι ήττα του Αντίοχου αλλά της φυλής, του έθνους.

Κάπου εδώ ωστόσο είναι και τα όρια της λύπης του Φιλίππου· τουλάχιστον τα όρια που επιτρέπει ο ίδιος στον εαυτό του και στην έξω εικόνα του καθώς ραγίζει μεν το προσωπείο της αδιαφορίας αλλά δε σπάει: Όμως ένα «είθε» είν’ αρκετό. Ούτε μπορεί ούτε και θέλει ο Φίλιππος να πάει πέρα από το είθε. Πολλά τον εμποδίζουν και όχι μόνο η σχέση του με τους Ρωμαίους. Είναι και η ως τώρα στάση του Αντίοχου, οι προσβολές του και η ύπουλη στάση του όταν ο ίδιος πάλευε ενάντια στους Ρωμαίους. Είναι ίσως κιόλας πολύ το “είθε” όταν ο Αντίοχος δε σεβάστηκε όχι μόνο τον Φίλιππο αλλά την ίδια τη γενέτειρά τους, τη Μακεδονία, που κατάντησε στην πράξη υποτελής στους Ρωμαίους εφτά χρόνια πριν. Αυτά ο Φίλιππος δε μπορεί να τα συγχωρέσει. Αυτά γυρνάνε τώρα στο νου του. Μας τα περιγράφει αναλυτικότερα και γλαφυρότερα ο Σαρεγιάννης

Έλληνες ίσως ήταν. Μα όταν αυτός αγωνίζονταν κ’ ήταν όλος αφοσιωμένος στον πόλεμο των Ρωμαίων, ό συμ­πατριώτης τον ο Αντίοχος τον έπερνε μία μία πίσω από την ράχη τον, άνανδρα τες πόλεις τες δικές του και εις τη Θράκη και εις την Μικράν Ασία. Κι αν ήταν μόνον αυτά; Μα κι όταν ήλθε στην `Ελλάδα, πριν βεβαιωθεί αν είχε τον Φίλιππο εχθρό για φίλο, σ ένα τυχοδιώκτη από την Μεγαλόπολι, σ έναν Αλέξανδρο δήθεν απόγονο τον Μεγάλου Αλεξάνδρου, υποσχέθηκε τον Θρόνο της Μακεδονίας. Και το χειρότερο· μπορούσε να το λησμονήσει; Επήγε στας Κυνός Κεφαλές και σκέπασε επιδεικτικά με χώμα τα κόκκαλα των Μακεδόνων που έπεσαν εκεί, την Ρώμη πολε­μώντας. Ποιό μεγάλη ταπείνωσι ό Φίλιππος δεν είχε αισθανθεί. Τους Μακεδόνες του ό Αντίοχος ήθελε να τον κλέψει !

Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής αναλαμβάνει ξανά μετά τον ήρωα τα ηνία της αφήγησης καθώς με την ψυχρότητα στον στίχο 12, ο πρωτοπρόσωπος μονόλογος έχει εξαντλήσει την όποια θερμότητά του άρα και την αφηγηματολογική του χρησιμότητα. Όμως και πάλι η επιστροφή του σταδιακά νοθεύεται όλο και περισσότερο από τον ΕΠΛ που κερδίζει έδαφος καθώς ο ήρωας παλεύει ανάμεσα στις ενοχές του για το συμπόσιο την ώρα της συμφοράς – που δείχνουν όμως, όπως είδαμε πριν, να υποχωρούν – και την αυξανόμενη οργή του στη μνήμη των προσβολών του από τον Αντίοχο. Σχεδόν από τον πρώτο στίχο που οριοθετεί την τρίτη και τελευταία νοηματική περιοχή, τον στίχο 13, ο αφηγητής αρχίζει και πάλι να ξεθωριάζει μέσα στον εξελισσόμενο εσωτερικό μονόλογο του ήρωα. Όχι, δεν θα αναβάλει τη γιορτή ο Φίλιππος.5-251 Το έχει ήδη από πριν αποφασίσει – μας το είπε: ένα «είθε» είν’ αρκετό. Ίσως κιόλας πολύ. Επανέρχεται εδώ εξασθενημένο το θέμα της κούρασης και της φθοράς  που είδαμε στην αρχή (Όσο κι αν στάθηκε του βίου του η κόπωσις μεγάλη) και συνεχίζει να το επικαλείται ο ήρωας ως πρόφαση για την δήθεν καλοπέραση και αδιαφορία του για τις πολιτικές εξελίξεις· ωστόσο ούτε τώρα μας πείθει, μάλλον ούτε καν προσπαθεί πια να μας πείσει καθώς η μνήμη του δουλεύει μια χαρά: ένα καλό διατήρησεν, η μνήμη διόλου δεν του λείπει. Ας σημειώσουμε εδώ πέρα από τη ρητή θεματολογική αντίθεση: κόπωση vs μνήμη και την υπόρρητη της ομοιοκαταληξίας: (δεν θ’) αναβάλει vs (κόπωσις) μεγάλη. Και καθώς η μνήμη κυριαρχεί θεματικά, ανακαλεί τη μαύρη μέρα της ήττας του Φιλίππου στις Κυνός Κεφαλές εφτά χρόνια πριν και η παλιά τραγωδία του ελληνισμού μπαίνει δίπλα στη νέα, δε μπορεί παρά να κάνει τις πικρές συγκρίσεις ο ήρωας, συγκρίσεις που κορυφώνουν την οργή του και την τελική του αντίδραση: Θυμάται πόσο στην Συρία θρήνησαν, τι είδος λύπη/είχαν, σαν έγινε σκουπίδι η μάνα των Μακεδονία. Για άλλη μια φορά  η ρίμα παίζει το ρόλο σχολίου, ειρωνικού εδώ: (η μνήμη δεν του) λείπει vs (τι είδους) λύπη. Θλίψη και πίκρα για τον Φίλιππο (πόσο θρήνησαν, τι είδους λύπη είχαν) μαζί με οργή μαζί που κορυφώνεται βίαια: σκουπίδι η μάνα των Μακεδονία. Ως πρόφαση υφίσταται πια το τρίτο γραμματικό πρόσωπο καθώς εδώ ο (μονό) λογος του ήρωα έχει στην ουσία διαρρήξει κάθε αφηγηματική ουδετερότητα. Τόσο η λέξη “σκουπίδι” (θυμίζω την εύστοχη χρήση της στον μονόλογο του φανατικού χριστιανού στο τελευταίο ποίημα του καβαφικού κανόνα, το Εις τα περίχωρα της Aντιοχείας : Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια) όσο και οι λέξεις “μάνα” και “Μακεδονία” έχουν τέτοιο βάρος και τέτοια φόρτιση που τον πνίγουν, τον συντρίβουν.  Μόνη διέξοδος το συμπόσιο και εκεί στρέφεται ο ήρωας σε πρώτο πια πρόσωπο καθώς το τρίτο είδαμε ότι έχει οριστικά αχρηστευτεί: Ν’ αρχίσει το τραπέζι. Δούλοι· τους αυλούς, τη φωταψία. Νευρικά και επιτακτικά (ας προσέξουμε την προστακτική), με ανυπομονησία και κάποια σπασμωδικότητα (η άνω τελεία και το ασύνδετο σχήμα). Και δε μπορεί παρά να υπογραμμίσουμε και τη μεγάλη, πικρότατη ειρωνεία στη ρίμα του τελευταίου δίστιχου: Μακεδονία – φωταψία· την ώρα μιας μεγάλης συμφοράς.

Κλείνω με μια διαπίστωση. Κανείς δεν κατάλαβε το ποίημα αυτό περισσότερο από τον Σαρεγιάννη. Μόνο αυτός ένιωσε ότι ο Καβάφης δε σκόπευε να κατασκευάσει έναν ασήμαντο, μικροπρεπή βασιλιά αλλά έναν δυνατό ηγέτη έστω και στην παρακμή του, άνθρωπο όμως των παθών, του ύψους και του βάθους ταυτόχρονα, με συναίσθηση του ρόλου του αλλά και ανθρώπινες αδυναμίες που τον καταβάλλουν και τον δείχνουν μικρό στα μάτια όσων βιάζονται να βγάλουν συμπεράσματα. Σε καμιά περίπτωση ο ποιητής δε θα έμπαινε στον κόπο να υπονομεύσει τις διαβεβαιώσεις του ήρωα για την κούρασή του και τη διάθεση να ιδιωτεύσει με εκείνα τα: σχεδόν, κυρίως, διατείνεται για κάποιον αδιάφορο, παραιτημένο από τα πολιτικά βασιλιά, έναν κακιασμένο μεσήλικα παραδομένο στις μικροαπολαύσεις μιας αυλικής καθημερινότητας. Μας δείχνει αντίθετα ότι όλα αυτά είναι κάμποσο θέατρο. Διόλου αδιάφορος δεν είναι ο Φίλιππος και διόλου δε χαίρεται, τι χαρά να κάνει τώρα που γίνονται πανίσχυροι οι Ρωμαίοι. Τι χαρά να έχει ο Δημάρατος, άλλος ένας ήρωας που παλεύει με το παρελθόν του: καμιά στιγμή χαράς δεν έχει ο Δημάρατος· / γιατί χαρά δεν είν’ αυτό που αισθάνεται /(δεν είναι· δεν το παραδέχεται· /πώς να το πει χαρά; εκορυφώθ’ η δυστυχία του). Αλλά δε μπορεί και να λυπηθεί ο Φίλιππος όταν έζησε τέτοιους εξευτελισμούς από τον Αντίοχο. Μέχρι το “είθε”. Και πολύ είναι.

Ο φάκελος του ποιήματος εδώ:
https://app.box.com/s/niizywvly0g4huefu0teoxof3o3t71n9

  1. Helen Catsaouni – Kavafis and the theatrical represenration of history (Journal of Hellenic Diaspora, vol X, Spring-Summer 1983).
  2. Γ.Α. Σαρεγιάννης – Σχόλια στη Μάχη της Μαγνησίας.
  3. Γεωργία Λαδογιάννη – Τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμίδωρου.
  4. Γιάννης Δάλλας – Καβάφης και ιστορία.
  5. Ελένη Κατσαούνη – Καβάφης και Ιστορία (Γ’ Συμπόσιο Ποίησης).
  6. Ερατοσθένης Καψωμένος – Η αντίληψη του τραγικού και η συνείδηση του προσώπου στον Καβάφη.
  7. Ερατοσθένης Καψωμένος – Η ποίηση και η ποιητική του Κ. Π. Καβάφη.
  8. Ευάγγελος Παπανούτσος – Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός.
  9. Ζωή Βογιάννου – Το επίθετο στον Καβάφη.
  10. Μίμης Σουλιώτης – 58 σχόλια στον Καβάφη.
  11. Σόνια Ιλίνσκαγια – Κ.Π.Καβάφης.
  12. Τίμος Μαλάνος – Κ.Π.Καβάφης

 

Διάφορα VII – Προσθήκες από το περιοδικό “Ποίηση”

 Πόσα λογοτεχνικά περιοδικά αντέχει το βαλάντιο ενός φιλολόγου; Πόσες περικοπές πρέπει να κάνει σε άλλα έξοδα, μικρά και μεγάλα, για να μπορεί να παρακολουθεί τις εξελίξεις στην λογοτεχνική σκηνή του τόπου αλλά και πιο έξω; Πού θα χωρέσει τόσο όγκο περιοδικών στα σπιρτόκουτα που ονομάζουμε διαμερίσματα; Είναι προφανές ότι όλες οι πιθανές απαντήσεις είναι αποκαρδιωτικές. Το αγοραστικό κοινό των λογοτεχνικών περιοδικών έχει δραματικά συρρικνωθεί για λόγους οικονομικούς αλλά όχι μόνο, τα ίδια τα περιοδικά έχουν επίσης μειωθεί σημαντικά. xartisjpgΤις καλές εποχές μπορούσα να παρακολουθώ το Διαβάζω, τη Λέξη, κάποια αφιερώματα της Νέας Εστίας και κατά καιρούς ό,τι μου χτυπούσε στο μάτι από τα πολλά άλλα: Εντευκτήριο, Φιλόλογο (πιο σταθερά), Δέντρο, Παρατηρητή, Χάρτη (όσο κράτησε). Σήμερα τα δυο πρώτα και τα δυο τελευταία δεν υπάρχουν πια, απέμεινα με τον Φιλόλογο και κατά καιρούς το Εμβόλιμον και το Εντευκτήριο.

Η Ποίηση παρέμενε πάντα στην άκρη. Κόστιζε σχεδόν όσο ένα βιβλίο και δεν είχε αφιερώματα – τα αφιερώματα ήταν το βασικότερο κριτήριο αγοράς για άλλο λογοτεχνικό περιοδικό πέρα από το δίδυμο Διαβάζω – Λέξη. Ξεφύλλιζα κάθε φορά το νέο τεύχος αλλά δεν αποφάσιζα να το αγοράσω, κι ας διέκρινα ήδη άρθρα με δελεαστικούς τίτλους. Έτσι μου έμενε πάντα κάτι σαν ενοχή: ήταν το μόνο λογοτεχνικό περιοδικό από το οποίο δεν είχα ούτε ένα τεύχος στη βιβλιοθήκη μου. Μια αδικία που έπρεπε να αποκατασταθεί.

Και πράγματι αποκαταστάθηκε. Πρόσφατα μου δωρήθηκε το σύνολο σχεδόν των τευχών του περιοδικού (που και αυτό έχει κλείσει τον κύκλο του και έχει αντικατασταθεί από την Ποιητική – παρόμοιο περιεχόμενο και παρόμοια…προβλήματα αγοράς, αν και έχω αποκτήσει ένα δυο τεύχη). Περιττό να πω ότι έπιασα αμέσως δουλειά και ξεχώρισα κάποια άρθρα που μπορεί να ενδιαφέρουν τους φιλόλογους της Μέσης Εκπαίδευσης. Τουλάχιστον όσους έχουν απομείνει να διαβάζουν κάτι περισσότερο από λυσάρια. Δε βλέπω πάντως να είναι πια πολλοί.

Από το πρώτο ήδη τεύχος της Ποίησης, Άνοιξη του 1993, ξεχωρίζω ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του Ευριπίδη Γαραντούδη: “Για τον σύγχρονο ελληνικό ελεύθερο στίχο”.6.1972nekrodeipnos Ελευθερωμένος και ελεύθερος στίχος, ρυθμική αίσθηση του ελεύθερου στίχου (μιλάμε συχνά για μουσικότητα του στίχου χωρίς να την προσδιορίζουμε), επιβιώσεις και μεταμφιέσεις του δεκαπεντασύλλαβου στη νεώτερη ποίηση είναι μερικά από τα θέματα που θίγονται με παρατηρήσεις πάνω στη μετρική ποιημάτων του Σινόπουλου, του Ασλάνογλου, του Γκανά και άλλων. Το άρθρο αποδεικνύει ότι η διάκριση παραδοσιακής και νεώτερης ποίησης ελάχιστα μπορεί να στηριχτεί στην ύπαρξη ή όχι μέτρου και ομοιοκαταληξίας και συμπληρώνει/επεκτείνει όσα είχα σχολιάσει στην ανάρτηση Rerum novarum cupidus.

Στον φάκελο της ίδιας ανάρτησης και πάνω στο ίδιο θέμα, των επιβιώσεων του δεκαπεντασύλλαβου σε νεωτερικά ποιήματα και το άρθρο του  Βασίλη Λέτσιου, “Λειτουργίες του δεκαπεντασύλλαβου κατά τη δεκαετία του 40: “Αμοργός” (περ. Ποίηση, τευχ. 25, Άνοιξη – Καλοκαίρι 2005). σάρωση0019Η “Αμοργός” είναι ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ποίημα (αν και κάπως υπερτιμημένο κατά την κρίση του γράφοντος) και η τεχνική του Γκάτσου με τη μείξη παραδοσιακών μέτρων και ελεύθερου στίχου σε ένα υπερρεαλιστικό ποίημα δεν άφησε αδιάφορους τους ποιητές από τη γενιά του ’70 κυρίως και μετά. Προσθέτω επίσης και το άρθρο του Δημήτρη Τζιόβα “Η ποιητική της ενοχής και το σθένος των λέξεων” (περ. Ποίηση, τευχ. 3, Άνοιξη 1994) τόσο για την διάκριση μοντερνισμού – πρωτοπορίας που επιχειρεί στις δυο πρώτες σελίδες (και μας ενδιαφέρει άμεσα στην ανάρτηση) όσο και για τα ποιήματα ποιητικής των Αναγνωστάκη και Αλεξάνδρου. Μερικές ουσιαστικές παρατηρήσεις για τους δεκαπεντασύλλαβους του Γκανά από τον ίδιο μελετητή υπάρχουν στο Δημήτρης Τζιόβας, “Ποιητική μνήμη ή το φάσμα του καρυωτακισμού: Εμπειρίκος, Κοντός, Γκανάς” (περ. Ποίηση τευχ. 9, Άνοιξη-Καλοκαίρι 1997) το οποίο τοποθέτησα μαζί με άλλα καρυωτακικά στον φάκελο Κ.Γ.Καρυωτάκης, με την ελπίδα ότι θα ανοίξω κάποτε το σχετικό κεφάλαιο (με το οποίο έχω χρόνια να ασχοληθώ αν και παρακολουθώ όσο μπορώ τη βιβλιογραφία)

Τέλος στον φάκελο του Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες μπορεί κανείς να διαβάσει πλέον το εκτενές άρθρο του poiis65Τάκη Καγιαλή, “Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός. Ο Καβάφης και ο μοντερνισμός” (περ. Ποίηση τευχ. 12, Φθιν-Χειμ. 1998) όπου εξετάζεται κριτικά η συσχέτιση της κατά Σεφέρη παραλληλίας Καβάφη – Έλιοτ με άξονα τη χρήση της μυθικής μεθόδου. Το ποίημα για την Αχαϊκή Συμπολιτεία χρησιμοποιείται ως παράδειγμα για τον παραλληλισμό Καβάφη-Έλιοτ από τον Σεφέρη και οι ενστάσεις του Καγιαλή για τα συμπεράσματα του Σεφέρη είναι αξιοπρόσεκτες και σοβαρές, ανάμεσα στα άλλα και για τη θεωρητική τους τεκμηρίωση, άσχετα αν συμφωνεί κανείς  ή όχι.

Έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου [“Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες”, μέρος δεύτερο]

ἄσβεστον κλέος οἵδε φίλῃ περὶ πατρίδι θέντες
κυάνεον θανάτου ἀμφεβάλοντο νέφος·
οὐδὲ τεθνᾶσι θανόντες, ἐπεὶ σφ᾿ ἀρετὴ καθύπερθεν
κυδαίνουσ᾿ ἀνάγει δώματος ἐξ Ἀΐδεω
.

“Ένα λαμπρό επίγραμμα” χαρακτηρίζει ο Σεφέρης στις Δοκιμές του το “Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες” και συμπληρώνει “Αυτοί οι έξι στίχοι – έχουν κάτι από το μέταλλο του Σιμωνίδη”. Αναφέρεται συγκεκριμένα στο παραπάνω επίγραμμα του Σιμωνίδη για τους νεκρούς Λακεδαιμονίους Πλαταιομάχους (479 π.Χ) παραθέτοντας τους δυο πρώτους στίχους· άδικο έκρινα να μην διαβαστούν και οι άλλοι δύο από το κρυστάλλινο αυτό κομψοτέχνημα του αρχαίου λόγου. Και δεν μοιάζει να αστοχεί στην κρίση του ο Σεφέρης. Αυστηρή  η δομή του καβαφικού επιγράμματος (οι πρώτοι έξι στίχοι), προσεγμένη και η επιλογή του λεξιλογίου. Αξιοπρόσεκτα δύο σημεία: η κλιμάκωση των χαρακτηρισμών (δύο επίθετα και μία περίφραση) και η αιτιολόγησή τους. Ανδρείοι – γιατί έπεσαν ένδοξα χωρίς να δειλιάσουν μπροστά στους πανίσχυρους Ρωμαίους. Άμωμοι – άλλοι έφταιξαν, αυτοί, αν και αναίτιοι, έπραξαν το καθήκον τους. Καύχημα των Ελλήνων – τέτοιους βγάζει το έθνος μας θα λένε οι Έλληνες. Ο τόνος σαφώς υψηλός με το λεξιλόγιο να αρχαΐζει έντονα, ιδίως στους πρώτους τρεις στίχους: Ανδρείοι, ευκλεώς, τους πανταχού νικήσαντας μη φοβηθέντες, άμωμοι, έπταισαν.

Χρησιμοποίησα ξανά το βιβλίο του Ξ.Α.Κοκόλη,  Πίνακας λέξεων των 154 ποιηµάτων του Κ.Π. Καβάφη. Τα αποτελέσματα είναι μάλλον πιο πενιχρά αυτή τη φορά, ωστόσο αξιοπρόσεκτες είναι οι λέξεις άπαξ (με πράσινο χρώμα) και η σχεδόν μοναδική χρήση του όρου “έθνος” – στο ποίημα “Είγε ετελεύτα” που ξαναχρησιμοποιείται η  λέξη έχει τη έννοια του “λαού”, εδώ δηλώνει σαφώς την εθνική ταυτότητα. Ένας πολύ διακριτικός αναχρονισμός: δεν είναι οι κατακερματισμένοι, τοπικιστές Έλληνες των ελληνιστικών βασιλείων στα 146 π.Χ αυτοί που που θα έχουν ως καύχημα του έθνους τους πεσόντας στη Λευκόπετρα. Πόσο νοιάστηκε ο Φίλιππος Ε’ για την ήττα του Αντίοχου Γ’ στη Μαγνησία από τους Ρωμαίους (190 π.Χ); Όσο νοιάστηκε και ο Αντίοχος Γ’ την ήττα του πρώτου  από τους Ρωμαίους στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ). Με ακρίβεια μας καταγράφει τις αντιδράσεις του Φιλίππου Ε’ το άκουσμα της ήττας του Αντίοχου Γ’ ο Καβάφης στο εκπληκτικό, υπόδειγμα της καβαφικής ηθοποιίας, ποίημά του Η Μάχη της Mαγνησίας. Είναι σαφές ότι ως Έλληνες εδώ νοείται το έθνος διαχρονικά και ως πεσόντες όχι μόνο αυτοί της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Ο τρίτος κύκλος είναι παρών.

Την παρουσία του τρίτου κύκλου πιστοποιεί και η γλωσσική ανισότητα  στο ποίημα. Όσο ο ποιητής αναφέρεται στους ίδιους τους νεκρούς, το λεξιλόγιο, όπως προαναφέρθηκε, αρχαϊζει έντονα. Ο Δ.Ν.Μαρωνίτης σημειώνει: η λόγια καθαρεύουσα επιλέγεται από τον Καβάφη ειδικότερα σε ποιήματα με επιγραμματικό χαρακτήρα. Παράδειγμα το πασίγνωστο ποίημα «Θερμοπύλες» αλλά και το διασημότερο «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες». Σ’ αυτόν τον τύπο ποιήματος το λόγιο γλωσσικό ιδίωμα εξασφαλίζει πράγματι έναν ποιητικό λόγο θεσμοθετημένης σεμνότητας και τελετουργικής αυστηρότητα. [“Η ρητορική της καθαρεύουσας (2)”, εφ. Το Βήμα, 21/02/1999]. Οι τρεις τελευταίοι όμως στίχοι του επιγράμματος, οι στίχοι 4, 5 και 6  μετατοπίζουν στιγμιαία τα φώτα της σκηνής στους Έλληνες  – αόριστα, συλλογικά – για να επανέλθουν στους νεκρούς με το Έτσι θαυμάσιος θάναι ο έπαινός σας. Είναι εντυπωσιακό λοιπόν ότι η αναφορά στους Έλληνες, οι οποίοι εκφέρουν τον συλλογικό έπαινο των νεκρών, γίνεται στη δημοτική και μάλιστα με μια σχεδόν λαϊκή έκφραση (“τέτοιους βγάζει το έθνος μας”). Αντίθετα η προσφώνηση των νεκρών (Ανδρείοι σεις….άμωμοι σεις), ο ατομικός έπαινος (από τον Αχαιό) γίνεται σε  καθαρεύουσα που λοξοκοιτά έντονα προς την αρχαία δομή της ελληνικής γλώσσας. Προς τη λόγια καθαρεύουσα στρέφεται και πάλι ο ποιητής στους δυο ακροτελεύτιους στίχους που ορίζουν την ταυτότητα και τον ιστορικό περίγυρο του Αχαιού-προσωπείου του ποιητή. Σχηματικά: η αρχαιόστροφη καθαρεύουσα κυριαρχεί στο λόγο του Αχαιού όταν αυτός εξυμνεί τις ιδιότητες των νεκρών και όταν με απογοήτευση μας συστήνει τον αντιηρωικό του χωροχρόνο· αντίθετα, όταν η ματιά του ξανοίγεται στους Έλληνες παντού και πάντοτε, η δημοτική αναλαμβάνει  τον διαχρονικό, θαυμάσιο έπαινο των ανδρείων Αχαιών – και φυσικά όχι μόνο των αρχαίων αλλά και των συγχρόνων του Καβάφη.

Το ζήτημα της ενοχής του Κριτόλαου και του Δίαιου είναι αρκετά περίπλοκο. Οι διαθέσιμες πληροφορίες στηρίζονται στην έκδηλα φιλορωμαϊκή ιστορική περιγραφή του Πολύβιου ο οποίος ελεεινολογεί τους δύο ηγέτες για την επιλογή τους να συγκρουστούν με τη Ρώμη και τους προσάπτει ιδιοτελή κίνητρα, πέρα από τα σοβαρά στρατιωτικά και πολιτικά τους λάθη. Όλοι οι μετέπειτα ιστορικοί ακολουθούν τον Πολύβιο – ο Παπαρηγόπουλος χρησιμοποιεί για την πολιτική τους όρους όπως “ελληνοκοπία”, “οχλοκοπία”, “πραγματοκοπία” . Ο Καβάφης επίσης, προφανώς  υιοθετεί αυτή την εκδοχή, όπως φαίνεται στον τρίτο στίχο του ποιήματος. Όμως τελικά, όσα σφάλματα και να έγιναν, όσο τρομακτική κι αν ήταν η καταστροφή της Κορίνθου που ακολούθησε, πιο τίμια μοιάζει η τελική στάση τους σε σχέση με τους διεφθαρμένους Σελευκίδες και  – κυρίως – Πτολεμαίους που σχεδόν παραδόθηκαν τελικά στους  Ρωμαίους (για να μην αναφέρουμε περιπτώσεις σαν τον Άτταλο Β’ που έστειλε μισθοφόρους για να ενισχύσει τους Ρωμαίους στη μάχη της Λευκόπετρας ή τον Άτταλο Γ’ που κληροδότησε το βασίλειο της Περγάμου στους Ρωμαίους). Έφταιξαν σίγουρα αλλά τι βλέπει ο Αχαιός γύρω του; Υπάρχει ένα ατελές ποίημα του Καβάφη με τίτλο “Η Δυναστεία” που περιγράφει ακριβώς την απίστευτη κατάπτωση των Πτολεμαίων. Παραθέτω την πιθανή μορφή του, όπως τη συνθέτει η επιμελήτρια του τόμου Τα Ατελή, Renata Lavagnini.

Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ

Του Φύσκωνος οι υιοί. Ό Λάθυρος διωγμένος
αισχρά απ’ την Αλεξάνδρεια πιαίνει στην Κύπρο. Κι ό
Παρείσακτος ευθύς βγαίνοντας απ’ την Κύπρο
την Αλεξάνδρεια αρπάζει. Τα ετοίμασε όλα αυτά

το κάθαρμα η Κόκκη. — Οι  Αλεξανδρινοί,

οι περιγελασταί, τους έβγαλαν καλά
ονόματα τωόντι. Πιο ταιριαχτά τους είναι
«Παρείσακτος» και «Φύσκων», και «Λάθυρος» και «Κόκκη»
παρά το Πτολεμαίος, παρά το Κλεοπάτρα.

Τα παρατσούκλια τους και μόνο αρκούν να καταλάβουμε το ποιόν τους. Ο δε πατέρας Φύσκων (=κοιλαράς) υπήρξε ίσως ο χειρότερος από όλους τους Πτολεμαίους, έχοντας διαπράξει πάμπολλα ανοσιουργήματα, πιθανόν περισσότερα και από εκείνα του πλατωνικού Αρδιαίου από την Παμφυλία, του πανάθλιου τυράννου. Μια αναφορά στο ποιόν του υπάρχει στο “Ας φρόντιζαν”, από τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα της καβαφικής ηθοποιία αλλά και στο “Πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια”. Με τον ίδιο ως συμπρωταγωνιστή υπάρχει άλλο ένα ατελές με τίτλο “Πτολεμαίος Ευεργέτης (ή Κακεργέτης)” το οποίο μάλιστα ο ποιητής το ξεκινά Φεβρουάριο του ’22, κοντά στο “Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες”. Απίθανο να πρόκειται για σύμπτωση, καθώς το ιστορικό γεγονός που πραγματεύεται ο αυλικός – κατά τα φαινόμενα – ποιητής και παρουσιάζει στον Πτολεμαίο Φύσκωνα είναι η εκστρατεία του Αγησίλαου στη Μικρά Ασία το 395 π.Χ και τα αισθήματα που θα επροκάλεσ’ εν Ελλάδι. Όσο το διαβάζω, τόσο πείθομαι ότι είναι ένα εξαιρετικό παράλληλο κείμενο για το “Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες”

ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ (ή ΚΑΚΕΡΓΕΤΗΣ)

Το ποίημά του σχετιζόμενον
με τα αισθήματα που θα επροκάλεσ’ εν Ελλάδι
η εκστρατεία του Αγησιλάου ανέγνωσεν ο ποιητής.

Παχύτατος, νωθρός ο Πτολεμαίος
Φύσκων, κι απ’ την πολυφαγίαν νυσταλέος
επαρατήρησε, “Σοφέ ποιητή
οι στίχοι σου είναι κάπως υπερβολικοί.
Και τα ρηθέντα για τους Έλληνας ιστορικώς ακροσφαλή”.
“Ένδοξε Πτολεμαίε, αυτά είν’ επουσιώδη”.

“Επουσιώδη, πώς; Εκφράζεσαι ρητώς
“Η υπερηφάνεια των Ελλήνων… εξηγέρθη
η αγνή φιλοπατρία… Η ακάθεκτος ορμή
προς τον ηρωισμόν εφάνη των Ελλήνων””

Ένδοξε Πτολεμαίε οι Έλληνες αυτοί,
είν’ Έλληνες της Τέχνης, συνθηματικοί,
υποχρεωμένοι να αισθανθούν ως εγώ”.

Εσκανδαλίσθη ο Πτολεμαίος κι απεφάνθη
“Οι Αλεξανδρινοί είν’ ανιάτως ελαφροί”.

Ο ποιητής: “Ένδοξε Πτολεμαίε
Των Αλεξανδρινών ο Πρώτος είσαι σύ”.

“Μέχρι τινός” υπέλαβεν ο Πτολεμαίος “μέχρι τινός.
Είμαι και Μακεδών το γένος αμιγής τελείως-
Α, μέγα έθνος μακεδονικόν, σοφέ ποιητή,
πλήρες και δράσεως και σωφροσύνης!”

Κι απ’ την πολυσαρκίαν βαρύς ως λίθος,
κι απ’ την πολυφαγίαν υπναλέος
ο Μακεδών ο ακραιφνέστατος
μόλις κρατούσεν ανοικτά τα μάτια του.

Είναι αλήθεια πως ο ποιητής της αυλής υπερβάλλει. Πολύ απίθανο να είχαν αισθανθεί έτσι οι Έλληνες. Μάλλον  οι περισσότεροι – και ειδικά οι Αθηναίοι – το είδαν σαν ευκαιρία να χτυπήσουν τους Σπαρτιάτες και μάλιστα με άφθονη περσική βοήθεια. Τελικός κερδισμένος και πάλι ο μεγάλος βασιλιάς (Αρταξέρξης Β΄) υπό την αιγίδα του οποίου υπογράφεται η αισχρότατη Ανταλκίδειος ειρήνη (ή ακριβέστερα Βασίλειος ειρήνη ή Ειρήνη του Βασιλέως) όπου του παραδίδονται οι πόλεις της Μ.Ασίας για την ανεξαρτησία των οποίων πολέμησε ο Αγησίλαος. Κατά βάθος έχει δίκιο ο μάλλον κυνικός και υπολογιστής Φύσκωνας. Όμως τον ποιητή δεν τον ενδιαφέρουν τα ιστορικά γεγονότα. Τον ενθουσιάζει η ιδέα της εκστρατείας στην Ασία, ταυτίζεται με το πανελλήνιο όραμα του Αγησίλαου και μεταφέρει τον ενθουσιασμό του – ποιητική αδεία φυσικά – και στους Έλληνες, τους εξιδανικευμένους και ωραίους Έλληνες της τέχνης του. Τι να καταλάβει από όλα αυτά ο κοιλιόδουλος Φύσκωνας. Ελαφρούς βρίσκει τους αλεξανδρινούς ενώ ο ίδιος κρατά από μακεδονική, λέει, γενιά: Είμαι και Μακεδών το γένος αμιγής τελείως- /  Α, μέγα έθνος μακεδονικόν, σοφέ ποιητή, / πλήρες και δράσεως και σωφροσύνης!” Μακεδών δήλωνε ο Φύσκων (και ενδιαφέρουσα εδώ η χρήση του όρου “έθνος” ως “γενιά”, καταγωγή). Αλλά δεν του χαρίζεται ο Καβάφης , ο οποίος ξεκάθαρα  ταυτίζεται με το προσωπείο του ποιητή της βασιλικής αυλής:  Κι απ’ την πολυσαρκίαν βαρύς ως λίθος, / κι απ’ την πολυφαγίαν υπναλέος / ο Μακεδών ο ακραιφνέστατος / μόλις κρατούσεν ανοικτά τα μάτια του.
Λαμπρότατο δείγμα καβαφικής ειρωνείας (ειδικά το ακραιφνέστατος είναι κορυφαίο) που μας δείχνει, για να γυρίσουμε πάλι στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, ότι μπροστά στο αίσχος αυτό Δίαιος και Κριτόλαος μοιάζουν πολύ πιο τίμιοι και καθαροί. Άλλωστε και οι δύο σκοτώθηκαν (ο Δίαιος αυτοκτόνησε) διασώζοντας την τιμή τους. Τι τιμή να διασώσουν, τότε και τώρα, οι διάφοροι ανά τους αιώνες Φύσκωνες, Λάθυροι, Παρείσακτοι και οι Κόκκες τους;

Ο φάκελος του ποιήματος περιέχει

  1. K.Θ. Δημαράς – H “ηθοποιία” του Kαβάφη
  2. Nάσος Bαγενάς – O Kαβάφης της κριτικής και ο Kαβάφης του Σεφέρη
  3. Ανάγνωση του ποιήματος από τον Μίμη Σουλιώτη, Ανέκδοτη ηχογράφηση, Αθήνα 2002
  4. Γιώργος Σεφέρης – Καβάφης, Ελιοτ παράλληλοι, Δοκιμές, Α΄, σελ 328-335
  5. Γιώργος Σεφέρης – Υστερόγραφο στη δοκιμή ‘Καβάφης – Έλιοτ Παράλληλοι’
  6. Δ.Ν.Μαρωνίτης – Η ρητορική της καθαρεύουσας (1)
  7. Δ.Ν.Μαρωνίτης – Η ρητορική της καθαρεύουσας (2)
  8. Ι.Α.Σαρεγιάννης – Σχόλια στον Καβάφη, σελ.92-6
  9. Βίκυ Λελεδάκη – Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες (περ. Ο Πολίτης, τευχ.55, σελ 82-86)
  10. Σόνια Ιλίνσκαγια – Κ.Π.Καβάφης. Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ού αιώνα, σελ. 222-5
  11. Τάκης Καγιαλής –  Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός. Ο Καβάφης και ο μοντερνισμός (περ. Ποίηση τευχ. 12, Φθιν-Χειμ. 1998)
  12. Τίμος Μαλάνος – Ο Καβάφης έλεγε, 1986, σελ.35-8
  13. Τίμος Μαλάνος – Ο ποιητής Κ.Π.Καβάφης, 1957, 356 – 9.

Έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου [“Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες”, μέρος πρώτο]

Ενενηντάχρονα μνήμης της μικρασιατικής τραγωδίας συμπληρώνονται τον φετινό Σεπτέμβρη.  Και δε θα μπορούσε να είναι χειρότερη η συγκυρία καθώς η χώρα βυθίζεται καθημερινά  στη δίνη μιας ατελείωτης κρίσης. Μιας κατ΄επίφαση οικονομικής κρίσης που δεν είναι όμως τίποτα άλλο από το αποτέλεσμα μιας πολυετούς ηθικής κρίσης. Δεν προχωρώ περισσότερο, οι αναγνώστες έχουν ήδη διαβάσει δεκάδες ανάλογα κείμενα με το κοντό και το μακρύ του καθενός για το χάλι μας. Εγώ επιλέγω να θυμάμαι, με αφορμή δύο εξαιρετικές αναρτήσεις στον πολύ καλό ιστότοπο εν κρυπτώ, (εδώ και εδώ) τους ήρωες που προχώρησαν στα σκοτεινά. Που πέρασαν την Αλμυρά Έρημο παλεύοντας να φτάσουν στην Άγκυρα. Και που σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, οδηγημένοι από μια ανίκανη στρατιωτική ηγεσία και ακόμα πιο ανίκανη – στα όρια της προδοσίας – πολιτική ηγεσία άφησαν τα κόκαλά τους στο Αφιόν Καραχισάρ, στο Αλή Βεράν ή αιχμάλωτοι στα βάθη της Μικρασίας. Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος και ο Κριτόλαος ψιθυρίζει ο Αχαιός του Καβάφη βλέποντας την πλήρη εξαχρείωση των κρατούντων στην εποχή του. Τα ελεεινά και αιματηρά παιγνίδια τους για έναν θρόνο-άθυρμα στα χέρια της Ρώμης. Άμωμοι πράγματι, ψιθυρίζουμε και μεις σήμερα καθώς το άθλιο αυτό έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου δεν λέει να τελειώσει, χρόνια τώρα. Το ποίημα:

Κ.Π.Καβάφης
Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες
[σύνθεση: 1922/ δημοσίευση: 1922]

Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατ’ ευκλεώς·
τους πανταχού νικήσαντας μη φοβηθέντες.
Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος και ο Κριτόλαος.
Όταν θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν,
«Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε
για σας. Έτσι θαυμάσιος θάναι ο έπαινός σας. –

Εγράφη εν Αλεξανδρεία υπό Αχαιού·
έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου.

Αυτό που διαρκώς και επαναληπτικά εντυπωσιάζει τον αναγνώστη του καβαφικού έργου είναι η πολλαπλότητα των επιπέδων στα οποία αναπτύσσονται τα ποιήματα. Εδώ, λόγου χάρη, έχουμε ένα εξάστιχο επίγραμμα για τους νεκρούς της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Τίποτα το τρομερό σε πρώτη ανάγνωση. Προκύπτουν βέβαια κάποια ιστορικά ζητήματα, όπως το ζήτημα των ευθυνών του Δίαιου και Κριτόλαου και η ενδιαφέρουσα εναλλαγή καθαρεύουσας (τρεις πρώτοι στίχοι) και δημοτικής (στίχοι 4-6) αλλά τίποτα το εντυπωσιακό. Αυτό που αλλάζει τα πάντα είναι η προσθήκη των δύο τελευταίων στίχων που ανασημασιοδοτούν όλο το ποίημα. Αχαιός, στην Αλεξάνδρεια του Πτολεμαίου Θ΄ Λάθυρου, ένα χρόνο πριν τον θανατό του τελευταίου. Δεν είναι πια ένα ψυχρό επίγραμμα για κάποιους γενναίους νεκρούς του παρελθόντος· είναι ένα ελεγείο από έναν συμπατριώτη τους που, ξένος στην Αλεξάνδρεια του Πτολεμαίου Ρεβύθη (= Λάθυρος) ζει την έσχατη παρακμή του ελληνισμού και δεν μπορεί παρά να νοσταλγεί τη θυσία εκείνων που πέρασαν στην αφθαρσία και τη δόξα 66 χρόνια πριν.

Αυτόματα το επίγραμμα γίνεται πολιτικό σχόλιο και τα χρονικά επίπεδα διευρύνονται σε δύο, ορατούς και διακριτούς – αλλά και άμεσα συσχετιζόμενους – κύκλους: Κοντά στον πυρήνα ο κύκλος των ανδρείων και αμώμων νεκρών, τα ιστορικά γεγονότα του επιγράμματος με τη μάχη της Λευκόπετρας (146 πΧ) και τη συνεπακόλουθη καταστροφή της Κορίνθου από τον ύπατο Μόμμιο. Είναι το τέλος του ελληνικού κόσμου καθώς η Ελλάδα γίνεται οριστικά και επίσημα ρωμαϊκή επαρχία. Σε ομόκεντρο ευρύτερο κύκλο ο  ανώνυμος Αχαιός του 82 πΧ που συνθέτει το επίγραμμα κρυφοκοιτάζοντας με απελπισία τα καμώματα του Πτολεμαίου Θ΄και πίσω του τη Ρώμη, αόρατη, να κινεί τα νήματα. Οι δύο αυτοί ενδοκειμενικοί κύκλοι στηρίζουν ένα τρίγωνο προσώπων με κορυφή τους πανταχού νικήσαντας Ρωμαίους και βάση από τη μια τους μη φοβηθέντας του 146 πΧ και από την άλλη τον γελοίο  Πτολεμαίο Θ΄ Σωτήρα Β΄ (κατά τους αυλικούς) ή Λάθυρο (κατά τον λαό), υποχείριο και πρακτικά υποτελή της Ρώμης. Μεγάλη η διαφορά στη βάση του τριγώνου καθώς δεν είναι μόνο τα χρόνια που χωρίζουν τα δύο άκρα (Αχαιούς της Συμπολιτείας και Λάθυρο) αλλά κυρίως η χαώδης διαφορά ήθους.

Γιατί όμως ο ποιητής να επιλέξει τον ανώνυμο Αχαιό ως ενδιάμεσο αφηγητή (καλύτερα: σχολιαστή), ως προσωπείο του; Σκοπεύει απλώς να αφήσει τον αναγνώστη να  σχολιάσει τη διαφορά ήθους που επισημάνθηκε πριν, κατασκευάζοντας ένα πορτραίτο και μόνο; Παρόλο που η απάντηση δεν είναι αυτονόητη – το γιατί θα το παρουσιάσω παρακάτω – αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στο χρόνο σύνθεσης αλλά και έκδοσης του ποιήματος: 1922. Ξαφνικά οι ανδρείοι Αχαιοί πολεμιστές, οι φταίχτες Δίαιος και Κριτόλαος αλλά και ο ξεπεσμένος Λαγίδης, γίνονται τραγικά σύγχρονες με τον ποιητή φιγούρες (και ναι, τραγικότατα σύγχρονες και με τον σημερινό αναγνώστη). Ένας τρίτος, εξωκειμενικός τώρα, κύκλος διακρίνεται με ιστορικό φόντο τη μικρασιατική τραγωδία. Και δε λείπουν ούτε οι γενναίοι της Συμπολιτείας που οδηγήθηκαν στον όλεθρο από τους σύγχρονους του Καβάφη Δίαιους και Κριτόλαους, την ανεπαρκέστατη στρατιωτική ηγεσία του 1920-1922, ούτε οι άθλιοι και άβουλοι έως προδοσίας Πτολεμαίοι Λάθυροι της πολιτικής ηγεσίας ούτε και ο ανώνυμος Αχαιός – σύγχρονός τους όμως πια – που  μνημονεύει τους ωραίους νεκρούς, ο ίδιος δηλαδή ο ποιητής. Όχι μόνο ομόκεντρος αλλά και σύστοιχος με τους προηγούμενους ο τρίτος κύκλος διαφέρει μόνο στους Ρωμαίους. Αλλά αν οι Τούρκοι μοιάζουν λίγοι για πανταχού νικήσαντες, ας αναλογιστεί κανείς και τη βοήθεια που έλαβαν από τους “συμμάχους” μας Γάλλους, Ιταλούς αλλά και Άγγλους ακόμη. Τρεις εποχές σε οκτώ στίχους: η πυκνότητα και λιτότητα του λόγου σε όλο της το μεγαλείο.

Το θέμα πάντως του τρίτου κύκλου έχει πολύ απασχολήσει τους κριτικούς. Ο Σεφέρης επιχειρώντας τον συσχετισμό Καβάφη  – Έλιοτ με τη χρήση της μυθικής μεθόδου [βλέπε το άρθρο του Nάσου Bαγενά, «O Kαβάφης της κριτικής και ο Kαβάφης του Σεφέρη» (1991)] χρησιμοποίησε ως παράδειγμα το συγκεκριμένο ποίημα [Γιώργος Σεφέρης, «K.Π. Kαβάφης, Θ.Σ. Έλιοτ· παράλληλοι» (1946)]. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση του Τίμου Μαλάνου [Μαλάνος Τίμος, Καβάφης- Έλιοτ (είναι πράγματι παράλληλοι;) · Κριτική μελέτη, Αλεξάνδρεια, 1953] ο οποίος αντιτείνει ότι το ποίημα είναι γραμμένο το πολύ τον Φεβρουάριο του 1922 (η κατάρρευση του μετώπου έγινε τον Σεπτέμβριο) και επιπλέον παραθέτει μαρτυρίες ότι ο Καβάφης ενοχλούνταν όταν συσχετίζονταν ποιήματά του με την σύγχρονή του πραγματικότητα, κοινωνική ή πολιτική. Ο Σεφέρης απάντησε με μια επιστολή προς τον Μαλάνο που αρχικά σχεδίαζε να δημοσιεύσει [Γιώργος Σεφέρης – Υστερόγραφο στη δοκιμή ‘Καβάφης – Έλιοτ Παράλληλοι’] αλλά τελικά έμεινε ανέκδοτη. Ακολούθησε νέα τοποθέτηση του Μαλάνου αλλά πια η υπόθεση εξελίχθηκε ως ένα ακόμη επεισόδιο στη γνωστή προσωπική αντιδικία τους.

Τα επιχειρήματα του Μαλάνου δεν είναι αμελητέα, ωστόσο η εμμονή του στην ψυχαναλυτική ερμηνεία της καβαφικής ποίησης σε συνδυασμό με την αδυναμία του να κατανοήσει σημαντικά κομμάτια της ποιητικής του Καβάφη, τον αδικούν στις κρίσεις του. Το 1922 ήταν φανερό ότι το μέτωπο έστεκε επί ξυρού ακμής. Σοφοί δε προσιόντων έγραφε αλλού ο ποιητής  αλλά δε χρειαζόταν ιδιαίτερη σοφία να περιμένει κανείς το απευκταίο. Άλλωστε το πολιτικό κλίμα ήταν από χρόνια τόσο δηλητηριασμένο που, ανεξάρτητα με το αν και πότε θα συντελούνταν η καταστροφή, δικαίωνε τη θλιβερή ατμόσφαιρα που εκπέμπει το ποίημα. Επιπλέον είναι φυσιολογικό να μη θέλει ο ποιητής να συσχετίζονται ποιήματά του με σύγχρονα πολιτικά γεγονότα. Σπάνια η επικαιρική λογοτεχνία ξεπερνά το μέσο όρο και σπανιότερα μπορεί να υπερβεί το γεγονός που καταγράφει και να το υψώσει σε διαχρονικό σύμβολο. Το ότι ο Καβάφης βιώνει την αρχαία ιστορία ως σύγχρονο γεγονός, το ότι βλέπει τον αόρατο Θεόδοτο να περιφέρει το κεφάλι του Πομπήιου μέσα στην νοικοκυρεμένη ζωή μας, δε σημαίνει ότι αγνοεί το παρόν. Οι κραυγαλέες αναφορές τον ενοχλούν και τον απωθούν αλλά οι κρυπτικοί και διφορούμενοι συσχετισμοί με τη σύγχρονη πραγματικότητα μάλλον τον έλκουν, όπως απέδειξε και ο Στρατής Τσίρκας στα έργα του Ο Καβάφης και η εποχή του και Ο πολιτικός Καβάφης (γνωστότατη η διαφωνία του Μαλάνου και με τον τελευταίο). Ως απόδειξη των παραπάνω παραθέτω τη μαρτυρία του Πόλυ Μοδινού, φίλου του ποιητή: Μέσα Σεπτεμβρίου 1922 είχε συντελεστεί η καταστροφή του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Ο Καβάφης καθισμένος στη συνηθισμένη θέση του στο σαλόνι, σκυθρωπός αμίλητος, περίλυπος. Ξαφνικά με πνιγμένη φωνή ξέσπασε: “Είναι τρομερό αυτό που μας συμβαίνει. Χάνεται η Σμύρνη, χάνεται η Ιωνία, χάνονται οι Θεοί.” Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Στο φως της λάμπας είδα τα δάκρυα να κυλούν στο ρυτιδωμένο πρόσωπό του. Από τότε ξέρω και πώς εκδηλώνεται και πώς δεν εκφράζεται ένας μεγάλος πόνος (Πόλυς Μοδινός, “Ο Καβάφης όπως τον γνώρισα”, Νέα Εστία τ. 1341, σελ. 635-642. Εδώ: σελ. 641)

Αντίοχος Δ΄ Επιφανής

Κάτι ακόμη που δεν έχει προσεχθεί είναι ότι το 1922 ο ποιητής συνθέτει και εκδίδει τρία μόνο ποιήματα. Πέρα από το συγκεκριμένο ποίημα επεξεργάζεται και εκδίδει το Σ΄ένα βιβλίο παλιό- και κυρίως το Προς τον Αντίοχον Επιφανή με την ιδιόρρυθμη μετρική του (κάθε στίχος αποτελείται από δύο ιαμβικούς επτασύλλαβους). Το τελευταίο αυτό ποίημα πρέπει να το ξεκίνησε κοντά στο 1911 αλλά του δίνει τελική μορφή και το εκδίδει το 1922. Και εδώ το θέμα του φόβου: δεν τολμά να μιλήσει ο Αντίοχος Δ΄Επιφανής υπέρ των Μακεδόνων του Περσέα που αγωνίζονται μόνοι πια για την τιμή των Ελλήνων απέναντι στους Ρωμαίους. Θυμάται τον πατέρα του Αντίοχο Γ΄Μέγα και την ήττα του στη Μαγνησία καθώς και τον αδελφό του Σέλευκο Δ΄Φιλοπάτορα που δολοφονήθηκε κάπως ύποπτα. Η θέρμη του νεαρού Αντιοχέα ίσως τον συγκινεί αλλά η πιθανότητα να μάθουν στη Ρώμη έστω και τη συμπάθειά του προς τον Περσέα τον αποθαρρύνει από το να μιλήσει. Και άλλωστε ταχέως επήλθε εις Πύδναν η απαισία λήξις.

Η Αλεξάνδρεια στις αρχές του 20ου αιώνα.

Είναι η ίδια ατμόσφαιρα φόβου και παρακμής ενός κόσμου που οδηγείται στην κατάρρευση. Ή μήπως στην αγγλοκρατούμενη Αλεξάνδρεια του 1922 θα ήταν δυνατόν ο ποιητής, εργαζόμενος σε αγγλική εταιρία, να εκφράσει ανοιχτά την συμπαράστασή του στον ελληνικό αγώνα της Μικράς Ασίας; Την εποχή εκείνη οι Άγγλοι είχαν ήδη εγκαταλείψει τους Έλληνες στην τύχη τους και από την άλλη ουδέποτε συμπάθησαν την ελληνική παρουσία στην Αίγυπτο, εμπόδιο στην εμπορική τους κυριαρχία . Το “Προς τον Αντίοχον Επιφανή” ανασύρεται, ολοκληρώνεται και δημοσιεύεται για να διαβαστεί μαζί με το “Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες”. Έτσι ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί πια να διακρίνει εναργέστερα τον τρίτο χρονικό κύκλο.

Τρεις λοιπόν εποχές (για να δανειστώ την ορολογία του Δ.Ν.Μαρωνίτη από τις Εποχές του Κρητικού) : εποχή της Λευκόπετρας (πεσόντες της συμπολιτείας), εποχή της Αλεξάνδρειας (Αχαιός), εποχή της Μικράς Ασίας (χρόνος δημιουργίας/έκδοσης). Διάλεξα να ονομάσω έτσι τις εποχές από το τρίγωνο – και πάλι! -που συνθέτουν οι τόποι στο ποίημα. Στη βάση του τριγώνου οι χώροι του δράματος: Λευκόπετρα του 146 π.Χ και Μικρά Ασία του 1922 μ.Χ. Μακρινοί στο χρόνο αλλά ταυτόσημοι όσον αφορά το ποιόν των δρώντων προσώπων: γενναίοι, άμωμοι, καύχημα των Ελλήνων. Στην κορυφή του τριγώνου η Αλεξάνδρεια του Αχαιού αλλά και του Καβάφη. Χώρος όπου η μνήμη καταγράφεται, αποκρυσταλλώνεται σε ποίημα και κρυπτογραφείται ως προς τις προεκτάσεις της και τις πιθανές συγκρίσεις· έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου σημειώνει ο Αχαιός για τον Λάθυρο και τους αόρατους Ρωμαίους, 1922 ετοιμάζει και εκδίδει άμεσα το ποίημα ο Καβάφης, τη χρονιά που οι Λάθυροι του παλατιού και οι Δίαιοι – Κριτόλαοι του στρατού παρέδωσαν με τη βοήθεια των “συμμάχων” την Ιωνία στον Κεμάλ.

Θα ακολουθήσει το δεύτερο μέρος της ανάρτησης με μια στενότερη προσέγγιση του ποιήματος και τον σχετικό φάκελο.