Αρχείο μηνός Ιανουάριος 2013

Rerum novarum cupidus

Στο εγχειρίδιο των Κειμένων νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α'[ Λυκείου περιλαμβάνονται μια σειρά από κείμενα της μεσαιωνικής ελληνικής γραμματείας, της τουρκοκρατίας, της κρητικής λογοτεχνίας, του διαφωτισμού  και η ανθολόγηση φτάνει έως και την γενιά του 1880. Δηλαδή όλη η ελληνική γραμματεία από το έπος του Διγενή Ακρίτα ως τον Παλαμά. Εξ αρχής προκύπτουν δύο ζητήματα: πρώτα ο πολύ μεγάλος αριθμός κειμένων που ταυτόχρονα ποικίλουν σημαντικά τόσο ως προς το είδος όσο και προς τη γλώσσα, τη σύνθεση, τα συστήματα αξιών που εκφράζουν. Έπειτα πρόκειται για κείμενα που πολλές φορές απέχουν κατά πολύ από τις αισθητικές αντιλήψεις των μαθητών, κάτι που κάνει προβληματική την πρόσληψή τους. Θα περίμενε κανείς  οι όποιες αλλαγές στη διδασκαλία του μαθήματος να στοχεύουν στο να θεραπεύσουν με κάποιον τρόπο τα δύο αυτά ζητήματα.

Μάταιη αναμονή όμως. Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών για τη διδασκαλία των κειμένων από το σχ.έτος 2011-12, ανάμεσα στα άλλα δεινά που επέφερε (μετατροπή των ΝΕ σε μάθημα project, κυριαρχία της κοινωνιολογίας πάνω στη λογοτεχνία) εξαφάνισε και το κομμάτι που αφορούσε την ιστορία της λογοτεχνίας χάριν κάποιων  αυθαίρετα ορισμένων θεματικών κύκλων. Έτσι ο μαθητής γυρνά σαν την άδικη κατάρα ανάμεσα σε σε χίλια χρόνια λογοτεχνίας ψάχνοντας  λ.χ τη θέση της γυναίκας μια στο δημοτικό τραγούδι “της Δέσπως”, μια στην “Τιμή και το Χρήμα” ή τη “Στέλλα Βιολάντη” και άλλοτε στο “Φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ” ή στη “Φόνισσα”. Τι έφταιγε η ιστορία της λογοτεχνίας και κατακρεουργήθηκε έτσι βάναυσα; Φαίνεται ότι η Μέση Εκπαίδευση έχει αναβαθμιστεί τόσο ώστε να γίνεται χώρος πειραματισμού αντικαθιστώντας τις Φιλοσοφικές σχολές στο ρόλο αυτό και παρακάμπτοντας ως ξεπερασμένες όλες τις γραμματολογίες, σύγχρονες και παλαιότερες.

Αυτό που με προβλημάτισε ωστόσο περισσότερο δεν είναι τόσο η μεταφορά των σπουδών φύλου στο χώρο της Μέσης Εκπαίδευσης και μάλιστα φορτωμένη σαν το σαμάρι πάνω στη ράχη της λογοτεχνίας· είναι πολύ περισσότερο ο δεύτερος θεματικός κύκλος που πρέπει να καλυφθεί μέσα στο σχολικό έτος και αφορά παράδοση και μοντερνισμό στη νεοελληνική ποίηση. Οποιοσδήποτε έχει ασχοληθεί έστω και επιδερμικά με το ζήτημα, γνωρίζει ότι ο μαθητής των δεκαέξι χρόνων είναι μάλλον απίθανο να αποδώσει εκεί που ένας πρωτοετής της Φιλοσοφικής θα δυσκολευτεί. Έχω στο νου μου τις ατέρμονες συζητήσεις σε κυλικείο και αίθουσες της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ γύρω από το βιβλιαράκι του Νάσου Βαγενά Για έναν ορισμό του μοντέρνου στην ποίηση (εκδ. Στιγμή, 1984). Κοντά τριάντα χρόνια μετά δε μοιάζει να έχουμε γίνει σοφότεροι από τότε.

Πρώτα απ’όλα πρέπει να διακριθούν οι συγγενείς προς το μοντερνισμό όροι όπως “σύγχρονη ποίηση”, και “νέα, νεώτερη ή νεωτερική ποίηση”. Είναι αυτονόητο ότι η σύγχρονη ποίηση δεν είναι απαραίτητα μοντέρνα αλλά και ότι η μοντέρνα ποίηση κυριαρχεί στους νεώτερους χρόνους (στην Ελλάδα  ως ευδιάκριτο όριο post quem του νεωτερισμού τη Στροφή (1930) του Γ. Σεφέρη). Όταν μιλάμε λοιπόν για μοντέρνα ποίηση αναφερόμαστε σε ένα συγκεκριμένο υποσύνολο της ποίησης των νεώτερων χρόνων, δηλαδή από τις αρχές του εικοστού αιώνα και εντεύθεν. Τη νεώτερη ποίηση την ονομάζουμε συχνά και σύγχρονη (παρά το ότι ουσιαστικά “σύγχρονη” είναι η ποίηση που γράφεται τώρα και όχι αυτή που γράφτηκε εβδομήντα χρόνια πριν).
Βέβαια όλα αυτά είναι πολύ συζητήσιμα.  Το μοντέρνο δε μοιάζει να είναι αποκλειστικά χαρακτηριστικό της γενιάς του Τριάντα καθώς μοντερνιστικά στοιχεία ή και διάθεση μοντερνισμού μπορεί κανείς να βρει και στον Σολωμό ακόμη (οι λυρικές ενότητες αντί για το ολοκληρωμένο ποίημα για παράδειγμα) ή  στον Παλαμά (ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, κατά τον Δημήτρη Τζιόβα). Επιπλέον μοντερνισμός υπάρχει στο έργο του Καβάφη, του Καρυωτάκη και των υπερρεαλιστών. Και είναι τελείως διαφορετικός από εκείνον του Σεφέρη, του Ρίτσου και του Ελύτη. Είναι μήπως πρωτοπορία; Άλλοι (Τζιόβας) το δέχονται και για τα τους τρεις (Καβάφη, Καρυωτάκη, υπερρεαλιστές), άλλοι (Καγιαλής) το αρνούνται και στους υπερρεαλιστές ακόμη. Η μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας θα αποθάρρυνε ακόμη και φιλόδοξο νεαρό ερευνητή, όχι μαθητή Α’ Λυκείου. Να σημειώσω επίσης την ενδιαφέρουσα τυπολογία του  Κώστα Στεργιόπουλου: παράδοση – ανανεωμένη παράδοση – μοντερνισμός / νεωτερικότητα αντί για: παράδοση – μοντερνισμός – πρωτοπορία. Και τέλος να προσθέσω ότι δεν τολμώ καν να αγγίξω το τι είναι “μεταμοντέρνο”…

Ας αφήσουμε κατά μέρος τα θεωρητικά. Ας θεωρήσουμε ότι μένουμε στα πολύ βασικά: η Στροφή ως σημείο ανανέωσης του ποιητικού λόγου και κομβικό σημείο αναφοράς του μοντερνισμού. Απαιτείται λοιπόν μια κωδικοποίηση των χαρακτηριστικών της παραδοσιακής ποίησης σε αντιδιαστολή με την μοντέρνα. Παραθέτω την επικρατέστερη σε εργασίες συναδέλφων, φύλλα εργασίας και άλλα τέτοια εργαλεία διδασκαλίας που ωστόσο αγνοούν μια βασική αρχή: όπως όλα τα σχέδια μάχης ακυρώνονται με το ξεκίνημά της, έτσι και όλα τα σχέδια μαθήματος πάνε στράφι στο πρώτο τέταρτο του μαθήματος. Μένει η ικανότητα του διδάσκοντα να ελέγξει τη ροή του μαθήματος προς την επιθυμητή κατεύθυνση, η επιμονή του στο να “περάσει” αυτά που κρίνει ως ουσιαστικότερα (κύριοι διδακτικοί στόχοι), να αναπροσαρμόσει το μάθημα αντιμετωπίζοντας κάθε αναποδιά, να γνωρίζει καλά το αντικείμενο ώστε να επιχειρήσει σύντομα ανοίγματα και προεκτάσεις πέρα από την πεπατημένη του συγκεκριμένου μαθήματος. Χρήσιμα τα εργαλεία για να ξέρουμε που πάμε αλλά αλίμονο αν γαντζωθούμε σε αυτά για να σταθούμε στην τάξη· το δασκαλίκι είναι πάθος και δόσιμο, όχι η Ταξινομία διδακτικών στόχων κατά Bloom (έλεος, είκοσι χρόνια σε κάθε σεμινάριο αυτό ακούω…)

Παραδοσιακή ποίηση Μοντέρνα ποίηση
  • Έμμετρος στίχος
  • Ποιητικό λεξιλόγιο
  • Στίξη κανονική
  • Διατήρηση των κοινών νοημάτων  των λέξεων
  • Λογική ανάπτυξη
    του θέματος

  • Έλλογη νοηματική αλληλουχία
  • Τίτλος προϊδεαστικός,
    δηλωτικός του περιεχομένου
  • Λυρισμός
  • Ελεύθερος στίχος
  • Καθημερινό λεξιλόγιο
  • Ακανόνιστη στίξη
  • Πολυσημία, νέα νοηματική φόρτιση λέξεων- πρωτότυπη χρήση συμβόλων
  • Υποδήλωση ή απόκρυψη του θεματικού κέντρου
  • Δυσνόητη ποίηση-άλογο στοιχείο
  • Τίτλος προβληματικός, νοηματικά ανενεργός
  • Δραματικότητα

Ξεκινάμε από το πρώτο ζεύγος: Έμμετρος στίχος vs ελεύθερος στίχος. Ενώ ο έμμετρος στίχος αποτελεί sine qua non προϋπόθεση για την παραδοσιακή ποίηση ως τα πρώτα της σοβαρά ραγίσματα (η περίπτωση Καβάφη, οι παρατονισμοί και η ειρωνική χρήση της ομοιοκαταληξίας στον Καρυωτάκη), στη μοντέρνα ποίηση η χρήση ελεύθερου στίχου δεν είναι  αντίστοιχα προαπαιτούμενο. Θυμίζω κομμάτια από την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου, τα 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας και τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, το Πούσι και το Τραβέρσο του Νίκου Καββαδία αλλά και τον Ερωτικό Λόγο του Γιώργου Σεφέρη (όσο και αν το συγκεκριμένο ποίημα είναι “οφειλή” του ποιητή στην παραδοσιακή ποίηση). Επιπλέον μια ματιά στο Νέοι Ήχοι στο Παμπάλαιο Νερό φανερώνει έναν ολόκληρο κόσμο νεώτερων αλλά και συγχρόνων μας ποιητών που είτε περιστασιακά είτε μονιμότερα επιστρέφουν στην παραδοσιακή στιχουργία. Συχνά αυτό γίνεται για τις ανάγκες της σάτιρας, δε λείπει ωστόσο και ο λυρισμός. Βέβαια αυτή η επιστροφή δεν οδηγεί σε ξεπέρασμα της κρίσης του ποιητικού λόγου, όπως σωστά επισημαίνει ο Νάσος Βαγενάς. Απαιτείται, κατά τον ίδιο, μία επαναμάγευση, μια νέα “εμμετροποίηση” του ποιητικού λόγου. Ενδιαφέρουσα υπόθεση και συζήτηση που ξεφεύγει ωστόσο από το θέμα της ανάρτησης αυτής.

Κατ’ αναλογία με τα προηγούμενα και στο ζεύγος Ποιητικό λεξιλόγιο vs Καθημερινό Λεξιλόγιο το πρώτο σκέλος δεν έχει εξαιρέσεις πέρα από τη σατιρική ποίηση (εκεί το λεξιλόγιο γίνεται υποχρεωτικά αντιποιητικό) και κατά περίσταση στους Καβάφη – Καρυωτάκη. Στο δεύτερο σκέλος πάλι η χρήση του καθημερινού λεξιλογίου συνδέεται με την ολοένα και μεγαλύτερη κυριαρχία του δραματικού λόγου έναντι του λυρικού. Προφανώς επίσης και το ζεύγος Λυρισμός vs Δραματικότητα δεν μπορεί να εννοηθεί ως αντιθετικό: η μοντέρνα ποίηση απλώς εξισορρόπησε της υπερβολές του λυρισμού χωρίς βέβαια να τον καταργήσει – πώς θα μπορούσε άλλωστε;. Όμως η μετάβαση αυτή δεν γίνεται άμεσα ούτε και ισχύει απόλυτα. Στο Μυθιστόρημα για παράδειγμα του Σεφέρη, κατεξοχήν δραματική ποίηση,  όσο κι αν ο ποιητής δηλώνει ήδη από το πρώτο ποίημα ότι “Φέραμε πίσω αυτά τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής”, διατηρείται  ένα υψηλής  “ποιητικότητας”  λεξιλόγιο. Το ίδιο ισχύει και για τα περισσότερα έργα του Ελύτη, ιδίως τα πρώτα. Το καθημερινό λεξιλόγιο μονιμοποιείται στους μείζονες ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και μετά (με αρκετές εξαιρέσεις ωστόσο) και φτάνει – ξεπερνά ενίοτε – τα όρια της πρόκλησης σε ορισμένους ποιητές όπως ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Λευτέρης Πούλιος, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Θωμάς Γκόρπας· μένω σε αυτούς που η πρόκληση παράγει αξιόλογο ποιητικό αποτέλεσμα γιατί σε άλλους έγινε μανιέρα και συρμός.

Το ζήτημα της στίξης (κανονική στίξη vs ακανόνιστη στίξη ) είναι ένας καλός δείκτης “νεωτερικότητας” ενός ποιήματος. Από την αυστηρή τήρησή της στον παραδοσιακό ποιητικό λόγο φτάνουμε έως και την πλήρη κατάργησή της στη μοντέρνα ποίηση. Σε κάθε περίπτωση στους νεώτερους ποιητές η χρήση της γίνεται με φειδώ και με διάθεση να μην “υποδεικνύεται” στον αναγνώστη μία, πρέπουσα ανάγνωση. Η αμφισημία, χαρακτηριστικό που εκτιμά ιδιαίτερα η μοντέρνα ποίηση, στηρίζει πολλά στην στην οικονομία της στίξης. Το ίδιο χαλαρή γίνεται και η διαίρεση του ποιήματος σε στροφικές ενότητες, με την παραδοσιακή ποίηση να μετρά αυστηρά αριθμό στίχων ανά στροφή και τη νεώτερη να φτάνει έως και την πλήρη κατάργηση του ίδιου του στίχου. Και πάλι βέβαια ανάμεσα στα δυο άκρα χωρούν πάμπολλες ενδιάμεσες λύσεις.

Δυσκολεύομαι να καταλάβω το τέταρτο ζεύγος: Διατήρηση των κοινών νοημάτων  των λέξεων vs Πολυσημία, νέα νοηματική φόρτιση λέξεων- πρωτότυπη χρήση συμβόλων. Δεν μπορώ να φανταστώ ποίημα με συμβατική χρήση των λέξεων που να μην την ανατρέπει μερικά ή και ολικά έως το τέλος του. Ακόμα και στην πεζολογία της καβαφικής καθαρεύουσας, στα πιο “αντιποιητικά” ποιήματα του Καβάφη, δε λείπουν οι προεκτάσεις, οι ανατροπές, η ειρωνεία, μηχανισμοί που υπονομεύουν ή διαλύουν την (τύποις) αναφορική λειτουργία του λόγου και παράγουν το ποιητικό αποτέλεσμα. Υποθέτω ότι η σύγκριση έχει ως σκοπό να υπερτονίσει την πολλαπλή και αυθαίρετη συχνά (υπερρεαλιστές) σημασιοδότηση των λέξεων. Ποσοτικά μιλώντας είναι γεγονός ότι η αμφισημία/ πολυσημία/ πρωτοτυπία στο λεξιλόγιο υπάρχουν σε αφθονία στη μοντέρνα ποίηση αλλά δε λείπουν καθόλου από την παραδοσιακή. Από την Αλεξάνδρα του Λυκόφρονος έως την Φοινικιά του Κωστή Παλαμά υπάρχει μεγάλος αριθμός “σκοτεινών” συμβόλων. Ακόμα τσακώνονται οι φιλόλογοι για την ταυτότητα της Φεγγαροντυμένης στον Κρητικό του Διονύσιου Σολωμού…

Είναι επίσης αυτονόητο ότι στο δίπολο Λογική ανάπτυξη του θέματος vs Υποδήλωση ή απόκρυψη του θεματικού κέντρου η διαφοροποίηση είναι και πάλι μόνο ποσοτική και επιπλέον οι εξαιρέσεις είναι πάρα πολλές. Στο μεγαλύτερο μέρος της μοντέρνας ποίησης το θεματικό κέντρο γίνεται σχετικά νωρίς αντιληπτό (με εξαίρεση τους υπερρεαλιστές και όσους επηρεάζονται από αυτούς). Το ότι συχνότατα δεν αποκαλύπτεται ρητά και άμεσα δεν αποτελεί ειδοποιό διαφορά σε σχέση με την παραδοσιακή ποίηση γιατί και εκεί δεν είναι λίγα τα κείμενα που το θεματικό κέντρο λανθάνει και αποκαλύπτεται δύσκολα. Εξελίσσεται “λογικά” το θέμα λ.χ στον “Κρητικό” του Δ.Σολωμού; Και ποιο είναι το θεματικό κέντρο, ένα ή περισσότερα; Και εν τέλει τι είναι “λογική ανάπτυξη”; Αν υποθέσουμε “γραμμική ανάπτυξη”, ααυτό θα έχει νόημα μόνο στα αφηγηματικά ποιήματα και εκεί πάλι σπάνια τηρείται η γραμμικότητα χωρίς διαφυγές στο παρόν και μέλλον. Όμοια και η διαφοροποίηση Τίτλος προϊδεαστικός, δηλωτικός του περιεχομένου vs Τίτλος προβληματικός, νοηματικά ανενεργός είναι μάλλον άστοχη ως προς το δεύτερο σκέλος, εφόσον και πάλι κυρίως στους υπερρεαλιστές (και όχι πάντα) ισχύει κάτι τέτοιο. Πιο εύστοχο θα ήταν ίσως “κρυπτικός τίτλος”, με την προηγούμενη επιφύλαξη να ισχύει ωστόσο.

Άφησα τελευταίο το πιο ουσιαστικό αντιθετικό ζεύγος: Έλλογη νοηματική αλληλουχία vs  Δυσνόητη ποίηση-άλογο στοιχείο. Αυτό που διακρίνει τη μοντέρνα ποίηση είναι ξεκάθαρα η μερική ή και καθολική διάρρηξη της νοηματικής ακολουθίας, σε βαθμό που στη σύγχρονη ποίηση σχεδόν δε μιλάμε πια για “νόημα”.  Η παραδοσιακή ποίηση μπορούσε να γίνει κάποτε σκοτεινή αλλά εκεί το σκοτεινό ήταν άλλης υφής όπως φιλοσοφικές αντιλήψεις και αισθητικοί κανόνες (π.χ Σολωμός) ή αοριστία συναισθημάτων και συμβόλων (π.χ συμβολιστές). Στη νεώτερη ποίηση είναι το άλογο στοιχείο εκείνο που σταδιακά κυριάρχησε και έκανε κάθε συζήτηση για νόημα σχετική. Το άλογο στοιχείο υπήρχε βέβαια σε μικρό βαθμό και στην παραδοσιακή ποίηση αλλά η συγκινησιακή ακολουθία (η ποιητική λειτουργία εντέλει) ήταν πάντα έλλογη, ενώ στη μοντέρνα ποίηση τα δεσμά της έλλογης συγκινησιακής ακολουθίας υποχωρούν σημαντικά (λ.χ στο “Μυθιστόρημα” του Γ.Σεφέρη) ή σπάνε ολοκληρωτικά (υπερρεαλιστές) απελευθερώνοντας το άλογο στοιχείο. Δεν έχει σημασία αν το στοιχείο αυτό είναι λίγο ή πολύ, περισσότερο ή λιγότερο από το έλλογο στοιχείο. Σημασία έχει να είναι τόσο ώστε να καθορίζει καταλυτικά το ποιητικό αποτέλεσμα, τη συγκίνηση που προκαλεί το ποίημα. Σύμφωνα με τον Νάσο Βαγενά το χαρακτηριστικό αυτό μαζί με τον ελεύθερο στίχο, σε μικρότερο βαθμό, αποτελούν τα πρωτεύοντα διακριτικά στοιχεία της μοντέρνας ποίησης (με δευτερεύοντα τον δραματικό χαρακτήρα και το καθημερινό λεξιλόγιο).

Διάβαζα πριν μέρες σε ένα ιστολόγιο συναδέλφου (δεν θυμάμαι ποιο) την απορία ενός μαθητή για το πού ανήκει το “Μόνο γιατί μ’ αγάπησες” της Πολυδούρη. Υπήρχε διχογνωμία στην τάξη για το αν είναι μοντέρνο ή παραδοσιακό ποίημα. Αν υπήρξε διχογνωμία για την Πολυδούρη, τι θα φανταστούμε για τον Καρυωτάκη ή τον Ελύτη των Προσανατολισμών, τον Σαραντάρη, τον πρώιμο Ρίτσο; Αρκούν δεκαοκτώ ώρες μαθήματος για να αποκτήσουν οι μαθητές “μια συνολική εικόνα της εξέλιξης της νεοελληνικής ποίησης”, “να γνωρίσουν τα λογοτεχνικά κινήματα του ρομαντισμού, του παρνασσισμού, του συμβολισμού, του μοντερνισμού [ξεχωριστό ρεύμα ο μοντερνισμός;] και του υπερρεαλισμού” και ταυτόχρονα να αποκτήσουν δεξιότητες όπως “Να διακρίνουν τα χαρακτηριστικά της μοντέρνας και της παραδοσιακής ποίησης και να τα εντοπίζουν σε ποιήματα”, “Να εντάσσουν ένα ποιητικό έργο σε μια θέση στη γραμμή της εξέλιξης από την παραδοσιακή στη μοντέρνα ποίηση”, “Να εξοικειωθούν με το άλογο στοιχείο της μοντέρνας ποίησης και να είναι ανοικτοί στην πολυσημία του ποιητικού λόγου”, “Να πειραματίζονται με τις δυνατότητες της γλώσσας και τους συνειρμούς”; Προφανώς όλα αυτά μπορούν να γίνουν μόνο με πασαλείμματα, εργασίες copy – paste από το διαδίκτυο, τους γονείς και τα φροντιστήρια σε θέσεις μάχης και μεγάλο μέρος της δουλειάς να βγαίνει από τον ίδιο τον διδάσκοντα-υποζύγιο της εκπαίδευσης- φιλόλογο. Αντί να οργανωθεί συστηματικότερα η διδασκαλία της ιστορίας της λογοτεχνίας, καταδικάστηκε ως ξεπερασμένη σε εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες δεκαοκτώ ωρών. Πρόχειροι και έωλοι νεωτερισμοί που γίνονται μόνο και μόνο για να φανεί ένα κάποιο “έργο” με πασπάλισμα ΤΠΕ και γαρνιτούρα τους μόνιμους “στόχους” και “δεξιότητες”. Rerum novarum cupidus αλλά στο κεφάλι του κασίδη.

Υ.Γ Συμβουλή προς τους διδάσκοντας το μάθημα: Αν παραπέμπουμε σε κάποιο κείμενο που βρίσκεται στο διαδίκτυο, καλό θα είναι να το έχουμε ήδη κατεβάσει εμείς γιατί οι δεσμοί συχνότατα δεν λειτουργούν και ο μαθητής θα ψάχνει μάταια να το βρει. Συνήθως αυτό ισχύει για ιστολόγια που καθημερινά γεννιούνται και πεθαίνουν εκατοντάδες αλλά δυστυχώς μπορεί να ισχύσει και για σοβαρούς δικτυακούς τόπους, όπως υποψιάζομαι ότι συμβαίνει με το ΠΟΘΕΓ [ευτυχώς ήταν προσωρινό και μάλλον επρόκειτο για αναβάθμιση του ιστοχώρου] και ελπίζω να μη συμβεί για την ψηφιακή βιβλιοθήκη περιοδικών λόγου του ΕΚΕΒΙ.

Το βιβλίο του Νάσου Βαγενά Για έναν ορισμό του μοντέρνου στην ποίηση (εκδ. Στιγμή, 1984) καθώς και ό,τι άλλο αναφέρεται εδώ μαζί με μια σειρά χρήσιμα άρθρα και το Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων τα έχω ανεβάσει εδώ (κατεβάστε όλον τον φάκελο πιέστε το βέλος πάνω δεξιά, είναι συμπιεσμένα αρχεία) : https://www.box.com/s/f9yazs5s5dqsfaimkv1e

Αναλυτικά:

  • Άρης Μαραγκόπουλος, “Παράβαση και Παραβάτες”
  • Βασίλης Λέτσιος, «Λειτουργίες του δεκαπεντασύλλαβου κατά τη δεκαετία του 40: “Αμοργός” (περ. Ποίηση, τευχ. 25, Άνοιξη – Καλοκαίρι 2005)
  • Βασίλης Μπαλάσκας, “Ο Μοντερνισμός των ποιητών της γενιά του 30”
  • Γιώργος Γιατρομανωλάκης, “Φασισμός και λόγος”
  • Δημήτρης Κόκορης – Πρόταση για διδασκαλία ποιητικού μοντερνισμού (Φιλόλογος, τχ. 99, 2000)
  • Δημήτρης Τζιόβας, “Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου”
  • Δημήτρης Τζιόβας, «Ποιητική μνήμη ή το φάσμα του καρυωτακισμού: Εμπειρίκος, Κοντός, Γκανάς» (περ. Ποίηση τευχ. 9, Άνοιξη-Καλοκαίρι 1997)
  • Εταιρία Κρητικών Σπουδών, “Παράδοση και Πρωτοπορία στη Νεοελληνική Ποίηση”
  • Ευριπίδης Γαραντούδης, “Για τον σύγχρονο ελληνικό ελεύθερο στίχο” (περ. Ποίηση, τευχ. 1, Άνοιξη 1993)
  • Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων (εγχειρίδιο Λυκείου)
  • Νάσος Βαγενάς,  Για έναν ορισμό του μοντέρνου στην ποίηση, εκδ. Στιγμή, 1984
  • Νάσος Βαγενάς,  “Ο Σεφέρης και ο ποιητικός μοντερνισμός”
  • Νάσος Βαγενάς, “Η επαναμάγευση του ποιητικού λόγου”
  • Τάκης Καγιαλής, «Μοντερνισμός και πρωτοπορία: η πολιτική ταυτότητα του “ελληνικού υπερρεαλισμού”» (Εντευκτήριο, τχ. 39, 1997)