Αρχείο μηνός Ιούλιος 2012

Η μέρα που αφέθηκες και ενδίδεις [“Η Σατραπεία”, μέρος δεύτερο]

Συνεχίζοντας  την ανάγνωση της “Σατραπείας”  (εδώ το πρώτο μέρος) θα παρεκκλίνω ως ένα βαθμό από τις πιο συμβατικές προσεγγίσεις χρησιμοποιώντας , με κάποια διάθεση πειραματισμού ομολογουμένως, το βιβλίο του Ξ.Α.Κοκόλη,  Πίνακας λέξεων των 154 ποιηµάτων του. Κ.Π. Καβάφη. Χρησιμότατο έργο παρά την ηλικία του και παρά τους περιορισμούς του, καθώς καταγράφει το λεξιλόγιο των 154 δημοσιευμένων ποιημάτων του ποιητή. Να σημειώσω εδώ οτι υπάρχει ακόμη σε ψηφιακό δίσκο (cd)  μια εργασία του Σπουδαστηρίου Nέου Eλληνισμού με τίτλο K. Π. Καβάφης, Ο άνθρωπος και η εποχή του. Περιλαμβάνει ηλεκτρονικό αρχείο λέξεων από τα δημοσιευμένα ποιήματα του Καβάφη. Ένας συμφραστικός πίνακας λέξεων (concordance) που θα εκτείνονταν επιπλέον στο σύνολο του ποιητικού έργου του Καβάφη, όπως αυτός για τον Σεφέρη από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας στο διαδικτυακό τόπο της  Πύλης για την ελληνική γλώσσα θα ήταν πολύτιμος  [Τώρα υπάρχει από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας και είναι όντως πολύτιμος: η Ανεμόσκαλα με συμφραστικούς πίνακες λέξεων για αρκετούς ποιητές, ανάμεσα στους οποίους και τον Καβάφη]
Στο σχεδιάγραμμα που ακολουθεί έχω επιλέξει τις βασικότερες λέξεις – κλειδιά του ποιήματος. Με κόκκινο γράμματα και υπογράμμιση  παρουσιάζονται όσες εμφανίζονται και σε άλλα δημοσιευμένα ποιήματα, τους τίτλους των οποίων καταγράφω. Αν δίπλα σε κάποιο τίτλο υπάρχει αριθμός σε παρένθεση, αυτός δηλώνει πόσες φορές εμφανίζεται η λέξη στο συγκεκριμένο ποίημα. Με πράσινα  τέλος γράμματα καταδεικνύονται οι λέξεις άπαξ του ποιήματος.

Είναι σπάνιο στον Καβάφη ένα ποίημα με τόσο έντονα ρητορικά στοιχεία να μην περιέχει ίχνος από την περίφημη καβαφική ειρωνεία – τον συνδυασμό λεκτικής και δραματικής ειρωνείας που συχνά αφήνει τον αναγνώστη μετέωρο και διχασμένο ως προς τον ερμηνευτικό δρόμο που θα διαλέξει.  Σχεδόν πάντα η ρητορεία στον Καβάφη προεξαγγέλλει την ειρωνεία. Διαβάζοντας το “Τι συμφορά” περιμένει κανείς έναν Φερνάζη – αντίθετα διαπιστώνει οτι έχει μπροστά του έναν Θεμιστοκλή ή Αλκιβιάδη.

Το ποίημα αρθρώνεται σε τρεις ενότητες: Η πρώτη (στίχοι 1-6) καταγράφει τις δυσκολίες του ήρωα που τον οδηγούν στο να ενδώσει. Η δεύτερη ενότητα καταγράφει σε δυο υποενότητες: α) τη φυγή στον Αρταξέρξη (στιχ. 7-12) και β) την απελπισία του ήρωα που διχάζεται ανάμεσα σε αυτά που του προσφέρονται και αυτά που επιθυμεί (στιχ 13-18). Απελπισία που γίνεται απόγνωση στην τρίτη ενότητα (στιχ 19-21). Έχουμε δηλαδή ένα σχήμα 6 + (6+6) + 3 στίχων. Οι πρώτες δυο ενότητες εισάγονται με τις σχεδόν επιφωνηματικές (σχεδόν: σοφά λείπει το θαυμαστικό που θα τις υπερτόνιζε άστοχα) εκφράσεις “Τι συμφορά και “Τι φρικτή”. Η τρίτη ενότητα, επίλογος του ποιήματος, συσσωρεύει τρεις κλιμακωτές ρητορικές ερωτήσεις  – χωρίς ερωτηματικό για να τονιστεί η άρρητη αλλά ευκόλως εννοούμενη απάντηση. Οι δύο πρώτες ενωμένες με ασύνδετο σχήμα, η τρίτη μετά από άνω τελεία:  περισσότερο βαρύθυμη διαπίστωση παρά ερώτηση.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την διερεύνηση της ταυτότητας του σχολιαστή-αφηγητή στο ποίημα. Θα μπορούσε να είναι ένας μονόλογος σε β΄πρόσωπο εν είδει αυτοκριτικής, η φωνή μιας ομιλούσας συνείδησης που απευθύνεται, εν μέρει ως αφηγητής ενός απόλογου εν μέρει ως δικαστής ( η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις), στον βουβό ήρωα. Μια τέτοια αποδοχή θα δικαιολογούσε επιπλέον μια αδιόρατη ειρωνεία στην ανάγνωση των ρητορικών εκφράσεων που προαναφέρθηκαν, κορυφώνοντας την ειρωνεία με την τελευταία πρόταση και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις. Θα βόλευε και στην επαλήθευση της καβαφικής ηθοποιίας: δες εδώ το σχετικό άρθρο του Κ.Θ.Δημαρά που θεωρεί τη “Σατραπεία”  μεταβατική – ανάμεσα στα ποιήματα σε τρίτο πρόσωπο που τονίζεται ο ρόλος του σχολιαστή και σε αυτά σε πρώτο όπου τονίζεται η φωνή του ήρωα – κατηγορία όπου ο λόγος είναι στο δεύτερο πρόσωπο· έτσι κατασταίνεται το θέμα γενικότερο και σβήνει η διάκριση του ποιητή από το αντικείμενό του. Αυτό ακριβώς είναι και το σημείο που μας υποχρεώνει να απομακρυνθούμε από την προηγούμενη εκδοχή καθώς ο ποιητής επιμένει στη γενικότητα του συμβόλου: Το υπονοούμενον πρόσωπον είναι εντελώς συμβολικόν, το οποίον δέον να παραδεχθώμεν μάλλον ως ένα τεχνίτην ή και επιστήμονα ακόμη… Μια τέτοια γενίκευση δεν καλύπτεται εύκολα από έναν εσωτερικό μονόλογο, έστω και σε β΄πρόσωπο που παρέχει μια κάποια απόσταση ασφαλείας.  Για χρόνια δεχόμουν το ποίημα ως έναν θεατρικό (εσωτερικό) μονόλογο. Όμως όσο γοητευτική κι αν είναι η άποψη αυτή, περιορίζει πολύ το σύμβολο καθώς επιμένει στην εικόνα του ήρωα και της προσωπικής του μοίρας. Πρέπει λοιπόν αν όχι να την απορρίψουμε τελείως, τουλάχιστον να μην την θεωρούμε ως πρώτιστη ή κυρίαρχη εκδοχή.

Είπαμε οτι το ποίημα ξεκινά με τη φράση “Τι συμφορά”. Πρώτα ας δούμε τη χρήση της λέξης στα άλλα δημοσιευμένα ποιήματα. Υπάρχει συνήθως συσχετισμένη με έναν θάνατο: του Πατρόκλου (Τα Άλογα του Αχιλλέως), του Αριστόβουλου ( Αριστόβουλος),  του  Μύρη (Μύρης • Αλεξάνδρεια του 340 μΧ)  ή με μια απειλή: των Ρωμαίων (Ο Δαρείος) – αλλά εκεί ο τόνος, παρά το ότι η έκφραση είναι ακριβώς η ίδια, “Τι συμφορά”, είναι σχεδόν κωμικός. Μόνο στο ανέκδοτο ποίημα Ποσειδωνιάται η φράση “ω συμφορά” ταιριάζει με τη συμφορά στο παρόν ποίημα. Η συμφορά του ήρωα στη “Σατραπεία” είναι λοιπόν σχεδόν μοναδική. Και προκύπτει από μια αντίθεση: ενώ είναι ο ήρωας καμωμένος (άρα λοιπόν από τη φύση του έτσι) για τα ωραία και μεγάλα έργα η (άδικη) τύχη του δεν του συμπαραστέκεται καθώς του αρνείται ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία. Τύχη ενάντια στη φύση. Το σχεδιάγραμμα:

sxedioΗ λέξη καμωμένος έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς στα έξι άλλα ποιήματα που εμφανίζεται σχετίζεται έμμεσα ή και άμεσα με μια ερωτική θεματική. Εδώ βέβαια το περιεχόμενο είναι διαφορετικό αλλά ας κρατήσουμε την παρατήρηση. Η λέξη τύχη πάλι δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα υπόλοιπα ποιήματα παρά μόνο στο Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων στη φράση της γενναίας Κρατησίκλειας : “… αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ, πάρεισι”. Και εκεί άδικη τύχη και εδώ το ίδιο. Άδικη επίσης η κακομοιριά που αποπνέουν τα ψεύτικα κοσμήματα στη στέψη του Ιωάννη Καντακουζηνού και της Ειρήνης Aνδρονίκου Aσάν, στο ποίημα  Από υαλί χρωματιστό. Ακόμα πιο κοντά όμως στον ήρωα του ποιήματος είναι η λέξη αδικία στο ποίημα Ο Δημάρατος – η αδικία που έγινε στον Δημάρατο  και δεν ξεπληρώνεται, δεν μπορεί να ξεπληρωθεί.

Αρνείται συνεπώς η τύχη ενθάρρυνση και επιτυχία : λέξεις άπαξ και οι δύο, σύστοιχες με τα ωραία και μεγάλα έργα των οποίων είναι προϋποθέσεις.  Άρνηση ανάλογη δεν υπάρχει σε άλλο ποίημα παρά μόνο κάπως στο Che fece…il gran rifiuto. Εκεί βέβαια το ίδιο το πρόσωπο εκφράζει την άρνηση που αν και σωστή, τον καταβάλλει ψυχολογικά. Εδώ η τύχη αρνείται να δικαιώσει τις ικανότητες του ήρωα αλλά μόνο η τύχη; Σε δεύτερο επίπεδο (αυτό δηλώνει η άνω τελεία μετά το «αρνείται») τον ήρωα τον εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες, / και μικροπρέπειες κι αδιαφορίες. Ποιος άλλος ήρωας «εμποδίζεται» στο να «υπηρετήσει τη Συρία» (και να βολευτεί οικονομικά); Φυσικά 0 κυνικός και αμοραλιστής νέος του Ας φρόντιζαν που οι σπατάλες του τον έχουν αφήσει σχεδόν ανέστιο και πένητα. Αυτός σίγουρα  είχε πολλές ευτελείς συνήθειες·  σε αντίθεση με τον Μανουήλ Κομνηνό στο ομώνυμο ποίημα που λίγο πριν πεθάνει παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται. Το ευτελής πάντως έχει στην ποίηση του Καβάφη συνδεθεί όπως και το καμωμένος με ερωτικά συμφραζόμενα, αν κρίνουμε από την εμφάνισή του στο Μέσα στα καπηλειά – , όπου ο ήρωας μας ομολογεί πως Μες σ’ ευτελή κραιπάλη διάγω ποταπώς. Ήδη λοιπόν ξέρουμε τι μπορεί να σημαίνουν οι ευτελείς συνήθειες, έστω κάποιες από αυτές. Και επιπλεόν μικροπρέπειες (λέξη άπαξ) και αδιαφορίες (μια ανούσια εμφάνιση στο Πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια).

Δεν είναι αθώος λοιπόν για την κακοδαιμονία του ο ήρωας. ΄Εχει και τον χαρακτήρα του εμπόδιο στις ικανότητές του. Όπως ακριβώς αποφαίνεται ο Εφέσιος Λοξίας, ο Ηράκλειτος:  ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων (frag.119). Και δεν είναι πια δύσκολο να απογοητευτεί, να ενδώσει όπως λέει χαρακτηριστικά ο ποιητής.  Ας θυμηθούμε πάλι το σχόλιο του ποιητή: Αξιοσημείωτος είναι ο εν παρενθέσει στίχος: η  μ έ ρ α  π ο υ  α φ έ θ η κ ε ς  κ’  ε ν δ ί δ ε ι ς, ο οποίος αποτελεί την βάσιν ολοκλήρου τον ποιήματος, δια του υπαινιγμού καθ’ ον ο ήρωας απεκαρδιώθη εύκολα, ότι  εμεγαλοποίησε τα γεγονότα και βιά­στηκε να λάβει την άγουσαν προς τα Σούσα. Αφέθηκε: δεν συγκράτησε τον εαυτό του, δεν τον πίεσε, αφέθηκε και ενέδωσε. Στο Απολείπειν ο θεός Αντώνιον ενδίδει η τύχη του Αντώνιου, τον παρατά αλλά στο Πέρασμα τα νεανικά μέλη ενδίδουνε σ’ αυτήν [την έκνομη ερωτική ηδονή]. Και το ρήμα αφέθηκες εμφανίζεται πάλι σε ποιήματα με έντονο το ερωτικό στοιχείο όπως στο Επήγα (αφέθηκα κι επήγα όπως ίσως αφέθηκες κ’ενδίδεις) και στο Εκόμισα εις την Τέχνη όπου ο ποιητής αφήνεται στην Τέχνη για να σχηματίσει   Μορφήν της Καλλονής. Καμωμένος, ευτελείς (συνήθειες), αφέθηκες και ενδίδεις: συνθέτουν οι λέξεις αυτές, με τις ευρύτερες στο έργο του ποιητή συνδηλώσεις τους, ένα λεπτό, αδιόρατο σχεδόν ερωτικό υπόστρωμα. Εύκολα πάει ο νους μας στον Αλκιβιάδη. «Προς τας ηδονάς αγώγιμος» χαρακτηρίζεται από τον Πλούταρχο στον βίο του· με ροπές ανάλογες προς τις ερωτικές ροπές του ποιητή και με το πάθος της τέχνης του λόγου κοινό και στους δύο υπογραμμίζει ο Γ. Δάλλας (σελ 59-60). Έχει, είπαμε, σοβαρούς περιορισμούς στο να θεωρηθεί το βασικό ιστορικό πρόσωπο στη «Σατραπεία» ο Αλκιβιάδης αλλά στα σίγουρα ο ποιητής είχε και αυτόν στο νου του ως ήρωα του του ποιήματος.

Στη συνέχεια όλα μοιάζουν ευκολότερα: Τα Σούσα, ο Αρταξέρξης, η αυλή, οι σατραπείες και τα τέτοια. Μοιάζουν όμως μόνο, δεν είναι. Πριν φτάσουμε στην καίρια περιγραφή της ψυχικής κατάσταση του ήρωα με την κομβική λέξη απελπισία ο ποιητής φροντίζει ήδη να μας προετοιμάσει για το τι σημαίνει για τον ήρωα η συναλλαγή που αποδέχεται – αφέθηκε και ενδίδει σ’αυτήν.
Οδοιπόρος
για τα Σούσα ποιος; ο Θεμιστοκλής; αυτόν που κατά τον Πλούταρχο (Βίος Θεμιστοκλή) μετά τη Σαλαμίνα Λακεδαιμόνιοι δ’ εἰς τὴν Σπάρτην αὐτὸν καταγαγόντες Εὐρυβιάδη μὲν ἀνδρείας, ἐκείνῳ δὲ σοφίας ἀριστεῖον ἔδοσαν θαλλοῦ στέφανον, καὶ τῶν κατὰ τὴν πόλιν ἁρμάτων τὸ πρωτεῦον ἐδωρήσαντο καὶ τριακοσίους τῶν νέων πομποὺς ἄχρι τῶν ὅρων συνεξέπεμψαν. Ή μήπως ο Αλκιβιάδης για τον οποίο μας παραδίδει ο Πλουταρχος (Βίος Αλκιβιάδη 11.1) ότι αἱ δ᾽ ἱπποτροφίαι περιβόητοι μὲν ἐγένοντο καὶ τῷ πλήθει τῶν ἁρμάτων· ἑπτὰ γὰρ ἄλλος οὐδεὶς καθῆκεν Ὀλυμπίασιν ἰδιώτης οὐδὲ βασιλεύς, μόνος δὲ ἐκεῖνος.
Άλλον έναν πεζό (το οδοιπόρος είναι λέξη άπαξ), τον αναξιοπρεπέστατο εκείνον Πτολεμαίο που φτάνει στη Ρώμη πτωχοντυμένος και πεζός βρίσκουμε στην καβαφική ποίηση στο ποίημα Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου. Βέβαια δεν μπορούμε να συγκρίνουμε το ήθος των ηρώων αλλά η εικόνα τους έχει ορισμένες ομοιότητες.
Στο μονάρχη Αρταξέρξη φτάνει ο ήρωας. Σε μονάρχη ο ηγέτης της δημοκρατικής παράταξης (ισχύει και για τους δύο πιθανούς ήρωες του ποιήματος). Προσοχή: όχι σε βασιλιά ή τον μεγάλο βασιλιά αλλά στον μονάρχη Αρταξέρξη. Μονάρχες ονομάζονται στην καβαφική ποίηση μόνο οι βασιλείς της ελληνιστικής εποχής:  τους αλαζόνας μονάρχας της Aντιοχείας αναφέρει το Αλέξανδρος Iανναίος, και Aλεξάνδρα ενώ σαν σαν Aλεξανδρινός Γραικός μονάρχης θα έπρεπε να εμφανιστεί ο Πτολεμαίος, αν μπορούσε να δείξει κάποια ανωτερότητα, στο Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου.
Και έπειτα ο Αρταξέρξης που τον δέχεται ευνοϊκά και τον βάζει στην αυλή του (στην αυλή του μονάρχη ο ηγέτης του δήμου!) και του προσφέρει σατραπείες και τα τέτοια. Αντικειμενικά δεν είναι άσχημη η κατάσταση. Για τις σατραπείες ας επαναλάβουμε το χωρίο του Πλούταρχου στο βίο του Θεμιστοκλή: πόλεις δ᾽ αὐτῷ τρεῖς μὲν οἱ πλεῖστοι δοθῆναι λέγουσιν εἰς ἄρτον καὶ οἶνον καὶ ὄψον, Μαγνησίαν καὶ Λάμψακον καὶ Μυοῦντα: δύο δ᾽ ἄλλας προστίθησιν ὁ Κυζικηνὸς Νεάνθης καὶ Φανίας, Περκώτην καὶ Παλαίσκηψιν εἰς στρωμνὴν καὶ ἀμπεχόνην. Όσο για το και τα τέτοια δεν πρόκειται για καθόλου ασήμαντα πράγματα. Γράφει ξανά ο Πλούταρχος στον ίδιο βίο (29.3) […]  ὁ βασιλεὺς ἤδη μὲν διακόσια τάλαντα ὀφείλειν ἔφησεν αὐτῷ· κομίσαντα γὰρ αὑτὸν ἀπολήψεσθαι δικαίως τὸ ἐπικηρυχθὲν τῷ ἀγαγόντι· πολλῷ δὲ πλείω τούτων ὑπισχνεῖτο καὶ παρεθάρρυνε καὶ λέγειν ἐκέλευε περὶ τῶν Ἑλληνικῶν βούλοιτο παρρησιαζόμενον. Και λίγο παρακάτω (29.6): Οὐδὲ γὰρ ἦσαν αἱ τιμαὶ ταῖς τῶν ἄλλων ἐοικυῖαι ξένων, ἀλλὰ καὶ κυνηγεσίων βασιλεῖ μετέσχε καὶ τῶν οἴκοι διατριβῶν, ὥστε καὶ μητρὶ τῆ βασιλέως εἰς ὄψιν ἐλθεῖν καὶ γενέσθαι συνήθης, διακοῦσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων τοῦ βασιλέως κελεύσαντο.

Αλλά όπως γράφει ο Δημάς του Ντίνου Χριστιανόπουλου στο γράμμα του προς τον Απόστολο Παύλο: Όμως νιώθω καλά την τερηδόνα που προχωρεί. Ο διχασμός ανάμεσα στο πριν και στο τώρα, σε αυτά που επιθυμεί ο ήρωας και αυτά που του δίνονται γίνεται όλο και εντονότερος. Είπαμε παραπάνω την λέξη κλειδί: απελπισία. Μια ακόμα φορά χρησιμοποιείται η λέξη στο σύνολο των αναγνωρισμένων του ποιητή. Στο Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.X.) Τώρα απελπισία και καϋμός για τον Δημήτριο που διαπιστώνει πως η Συρία που ονειρεύτηκε, που πάλεψε να ανορθώσει σχεδόν δεν μοιάζει σαν πατρίς του, / αυτή είν’ η χώρα του Ηρακλείδη και του Βάλα. Ίδια τραγική διάψευση για έναν ήρωα που κι αυτόν η άδικη τύχη του αρνήθηκε ενθάρρυνσι κι επιτυχία αλλά και που επίσης είχε ουκ ολίγες ευτελείς συνήθειες, /  και μικροπρέπειες κι αδιαφορίες. Η ψυχή του ήρωα στη Σατραπεία λοιπόν άλλα επιθυμεί και για άλλα κλαίει. Μας τα καταγράφει αναλυτικά ο ποιητής: Ο έπαινος Δήμου και Σοφιστών, τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε, η Αγορά το Θέατρο, οι Στέφανοι. Όλα με κεφαλαία – μας το φωνάζει ο ποιητής πως δείχνουν πια στα μάτια του ήρωα γιγάντια και ασύλληπτα ιδανικά, μακρινά όμως και οριστικά χαμένα. Ποιο το αντίτιμο για την εκχώρηση των προηγουμένων; Τα Σούσα, ο μονάρχης Αρταξέρξης, η αυλή του, οι σατραπείες και τα τέτοια. Είπαμε πως οι πολλοί θα ήταν πανευτυχείς με τα αγαθά που προσφέρει αφειδώς ο Αρταξέρξης. Αυτό που κάνει τον ήρωα τραγικό πρόσωπο είναι η ίδια η ανώτερη ηθική του ποιότητα. Μόνο όσοι έχουν κάνει μια τέτοια συναλλαγή και γνωρίζουν το κόστος της μπορούν να καταλάβουν «οι σατραπείες τι σημαίνουν…»

Ο ποιητής δε χαρίζεται στον ήρωα. Οι τρεις τελευταίοι στίχοι είναι εξαιρετικά σκληροί, τόσο που μόνο μια αυτοκριτική μπορεί να είναι. Προσέχουμε την κλιμάκωση της έντασης των τριών ρητορικών ερωτημάτων: Μπορεί να τα δώσει αυτά (τον έπαινο, τα εύγε και τα υπόλοιπα) ο Αρταξέρξης; Μήπως μπορείς (εσύ, μόνος σου) να τα βρεις στη σατραπεία; Και αφού η απάντηση έχει ήδη δοθεί και είναι αρνητική, και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.

Ο «Θεμιστοκλής» του Γιάννη Ρίτσου

 

Ο φάκελος της ανάρτησης βρίσκεται εδώ:
https://www.box.com/s/48aaa9d6b2b3ab1a7d14

  • Βαγγέλης Χατζηβασιλείου – Στιγμές της καβαφικής ειρωνείας
  • Γ.Π.Σαββίδης – Οι καβαφικές εκδόσεις (1891 -1932), σελ. 170-2
  • Γιάννης Δάλλας – Καβάφης και Ιστορία, σελ.47-63
  • Γιάννης Δάλλας – Ο Καβάφης και η Δεύτερη Σοφιστική, σελ 109-124
  • Ε.Π.Παπανούτσος – Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός (σελ. 182-3)
  • Ι.Α.Σαρεγιάννης  – Σχόλια στον Καβάφη (Στο περιθώριο του «Η Σατραπεία», σελ.119-124).
  • Ι.Α.Σαρεγιάννης  – Σχόλια στον Καβάφη, σελ.68-79
  • Κ.Π.Καβάφης – Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής (επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδης), σελ 54.
  • Νικήτας Παρίσης – Κ.Π.Καβάφης (απόσπασμα από το «Μια ανάγνωση της καβαφικής Σατραπείας»), σελ 133-139.
  • Σόνια Ιλίνσκαγια – Κ.Π.Καβάφης, σελ.156-161.

Απαγγελίες

  • Η Σατραπεία – Σαββίδης Γ. Π., K.Π. Kαβάφη, Ποιήματα, I, (1896-1918), Διόνυσος
  • Η Σατραπεία – Σουλιώτης Μίμης, Ανέκδοτη ηχογράφηση, Αθήνα 2002
  • Η Σατραπεία – Φασουλής Σταμάτης, Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα [βιβλίο και cd], Εκδόσεις Καστανιώτη, 2005.

Η μέρα που αφέθηκες και ενδίδεις [“Η Σατραπεία”, μέρος πρώτο]

Σκεφτόμουν μέρες τώρα το ποίημα του Καβάφη Ο Θεόδοτος. Ένα παραινετικό ποίημα που γενικά δεν είχε ιδιαίτερες συμπάθειες σε ορισμένους κριτικούς (Μ. Περίδης, Τ. Μαλάνος), ίσως γιατί βρίσκουν το σύμβολο του Θεόδοτου κάπως άστοχο. Ο δεύτερος επιπλέον σημειώνει οτι ο ποιητής έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για το ποίημα αυτό Pompeiusκαι υπαγόρευε και κριτικές ακόμη (!) για να το υπερασπιστεί. Βέβαια το τελευταίο θα πρέπει να το δούμε με επιφύλαξη καθώς είναι γνωστή η εμπαθής και συχνά στα όρια της κακοήθειας κριτική του Μαλάνου για τη ζωή και το έργο του Καβάφη: όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε για τον Μαλάνο «θα μπορούσε να είναι ο Πατριάρχης των καβαφιστών αλλά θέλησε να γίνει ο Πάπας τους». Πάντως στα Καβαφικά Αυτοσχόλια του Γ. Λεχωνίτη (απαράδεκτο το να μην έχουν επανεκδοθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια) ο ποιητής σημειώνει ότι μήτε η επικράτησις κατακρίνεται μήτε η επιζήτησις της δόξας που διαλαλούν οι πολιτείες και που επικυρώνουν τα τιμητικά ψηφίσματα, αλλά απλώς γίνεται μία σύστασις. Αυτά τα πράγματα κ ύ τ τ α ζ ε πώς τα αποκτάς – όχι πατώντας πάνω σε πτώματα.

Και από την άλλη πλευρά ο ήρωας του, παραινετικού επίσης, ποιήματος «Η Σατραπεία». Δεν θα την έλεγε κανείς αποτυχία την κατάστασή του. Πόσοι και πόσοι δε θα ζήλευαν τη θέση  του: δεν είναι λίγο πράγμα να σε κάνει σατράπη ο μεγάλος βασιλιάς Αρταξέρξης!  Χωρίς Θεόδοτους και κομμένα κεφάλια. Όμως δεν έχουν όλοι την ίδια κλίμακα αξιών, δεν θεωρούν όλοι το ίδιο πράγμα ως επιτυχία. Για κάποιους η Σατραπεία είναι το άπιαστο όνειρο, για άλλους, όπως ο ήρωας του ποιήματος, ένα φτωχό υποκατάστατο της επιτυχίας, τα επίχειρα ενός σχεδόν ντροπιαστικού συμβιβασμού.

Η Σατραπεία
[σύνθεση: 1904 ή 1905 , πιθανότατα  ξεκινά το 1903 / έκδοση: 1910]

Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και σύ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·
την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Αυτά πού θα στα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρείς στη σατραπεία·
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.

Ενότητα Ι: Ήρωας και Ποιητής: Παράλληλοι;

Τη σχέση του ήρωα με τον ποιητή φωτίζουν μια σειρά σχόλια και σημειώματα του ίδιου από τα οποία καταγράφω τα σημαντικότερα. Κάποια επιπλέον υπάρχουν στον Γ.Π.Σαββίδη Οι καβαφικές εκδόσεις (1891 -1932), σελ 170-2.

Το πρώτο (αγγλικά  στο πρωτότυπο)

Anecdota simeiomataΧθες συλλογίστηκα αορίστως-μου πέρασε από το νου – το ενδεχόμενο της λογοτεχνικής αποτυχίας και ένιωσα ξαφνικά σαν να είχε λείψει κάθε γοητεία από την ζωή μου. Ένιωσα έναν διαπεραστικό πόνο στην ιδέα αυτή. Παρευθύς φαντάστηκα να έχω την απόλαυση του έρωτα όπως τον εννοώ και τον θέλω- αλλά ακόμη και αυτό μου φάνηκε πολύ καθαρά μάλιστα πως δεν θα ήταν αρκετό να με παρηγορήσει για την μεγάλη απογοήτευση.Τούτο αποδείχνει την αλήθεια του «Η Σατραπεία»   (29 Νοεμβρίου 1903)

Το δεύτερο

Ένας νέος ποιητής μ’ επισκέφθηκε. Ήταν πολύ πτωχός, εζούσε από την φιλολογική του εργασία και με φαινόνταν σαν κάπως να λυπούνταν βλέποντας το καλό σπί­τι που κατοικούσα, τον δούλο μου που τον έφερε ένα καλό σερβιτό τσάι, τα ρούχα μου τα καμωμένα από καλό ράπτη. Είπε «Τι φρικτό πράγμα να έχη κανείς να παλεύη να βγάζη τα προς το ζην, να κυνηγάς συνδρομητάς για περιοδικό σου, αγοραστάς για βιβλίο σου».

eggonopoulos mousa21Δεν θέλησα να τον αφίσω στην πλάνη του και τον είπα μερικά λόγια, περίπου σαν τα εξής. Δυσάρεστη και βαρυά η θέσις του αλλά τι ακριβά που με κόστιζαν εμένα η μικρές μου πολυτέλειες. Για να ταις αποκτήσω βγήκα απ’ την φυσική μου γραμμή κ έγινα ένας κυβερνητικός υπάλληλος (τι γελοίο), και ξοδιάζω και χάνω τόσες πο­λύτιμες ώρες την ημέρα (στις οποίες πρέπει να προστε­θούν και η ώρες καμάτου και χαυνώσεως που τες διαδέ­χονται). Τι ζημιά, τι ζημιά, τι προδοσία. Ενώ εκείνος ο πτωχός δεν χάνει καμμιά ώρα· είναι πάντα εκεί, πιστό και του καθήκοντος παιδί της Τέχνης.

Πόσες φορές στην δουλειά μου μ’ έρχεται μια ωραία ιδέα, μια σπάνια εικόνα, σαν ετοιμοκαμωμένοι αιφνίδια στίχοι, και αναγκάζομαι να τα παραμελώ,διότι η υπηρε­σία δεν αναβάλλεται. Έπειτα σαν γυρίσω σπίτι μου, σαν συνέλθω κομμάτι, γυρεύω να τ’ ανακαλέσω αλλά πάνε πια. Και δικαίως. Μοιάζει σαν η Τέχνη να με λέγη «Δεν είμαι μια δούλα εγώ· για να με διώχνης σαν έρχομαι, και νάρχομαι σαν θες. Είμαι η μεγαλύτερη Κερά του κό­σμου. Κι αν με αρνήθηκες  – προδότη και ταπεινέ – για το ελεεινό σου καλό σπίτι, για τα ελεεινά σου καλά ρούχα, για την ελεεινή καλή κοινωνική σου θέσι, αρκέσου μ’ αυτά λοιπόν (αλλά πού μπορείς ν’ αρκεσθής) και για τες λίγες στιγμές που όταν έρχομαι συμπίπτει να ήσαι έτοι­μος να με δεχθής, βγαλμένος στην πόρτα να με περιμέ­νεις, όπως έπρεπε να ήσαι κάθε μέρα» (Ιούνιος 1905)

Η σατραπεία λοιπόν είναι το καλό σπί­τι που κατοικούσα, τον δούλο μου που τον έφερε ένα Mouseio Kavafiκαλό σερβιτό τσάι, τα ρούχα μου τα καμωμένα από καλό ράπτη. Ακόμη και  η απόλαυση του έρωτα όπως τον εννοώ και τον θέλω δεν αναπληρώνει την απώλεια μιας τυχόν λογοτεχνικής αποτυχίας. Τι ζημιά, τι ζημιά, τι προδοσία σχολιάζει ο ποιητής. Πολύ κοντά εκφραστικά στο Τι συμφορά του ποιήματος. Γιατί το παν είναι η ουσιαστική ανταμοιβή, τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε. Η αίσθηση της θυσίας στην οποία υποβάλλεται ο ποιητής (και ο ήρωας – σύμβολό του στο ποίημα) φαίνεται και στο τρίτο σημείωμα

Κάποτε σαν σκέπτομαι και αντιλαμβάνομαι δύσκολες έννοιες, και σχέσεις,  και συνέπειες πραγμάτων και με πιάνει μια ιδέα που άλλοι δεν είναι εις θέσι να σκεφθούν και να νοιώσουν αυτά σαν και μένα αυτό με κάμνει “uncomfortable”. Γιατί αμέσως με περνά απ’ τον νου· Τί άδικο, να είμαι εγώ μια τέτοια μεγαλοφυΐα, και μήτε ν ακούομαι πασίγνωστα, μήτε ν’ ανταμείβομαι. Και τότε ή ιδέα πού ίσως απατώμαι, και βρίσκονται κι άλλοι πολλοί πού σκέπτονται έτσι μεγάλα και ορθά με ανακουφίζει. Τί πράγμα λοιπόν που είναι το Συμφέρον, ή η ’Επιθυμία της ’Αμοιβής! Πιο με ανακουφίζει ή Ιδέα να είμαι ίσος με πολλούς παρά να είμαι ανώτερος και να στερούμαι της αμοιβής μου. (3.1/07)

Ενότητα ΙΙ:  Η Ταυτότητα του Ήρωα

Δεν υπάρχει κανένα άλλο ποίημα του Καβάφη που να προβλημάτισε περισσότερο τους καβαφιστές για την ιστορική ταυτότητα του ήρωα. Ο ίδιος ο ποιητής όχι μόνο δε βοήθησε να προσδιοριστεί ο ήρωας αλλά συσκότισε ακόμα περισσότερο το πρόσωπό του. Να τι είπε, όπως μας τα μεταφέρει ο Λεχωνίτης στα Καβαφικά Αυτοσχόλια (σελ.25) : Ο ποιητής δεν υπονοεί κατ’ ανάγκην τον Θεμιστοκλέα ή τον Δημάρατον άλλ’ ούτε και άνθρωπον πολιτικόν, διότι εν τοιαύτη περιπτώσει η θέσις του ποιήματος μόλις θα έστεκε. Sousa1 Το υπονοούμενον πρόσωπον είναι εντελώς συμβολικόν, το οποίον δέον να παραδεχθώμεν μάλλον ως ένα τεχνίτην ή και επιστήμονα ακόμη, όστις κατόπιν αποτυχιών και απογοητεύσεων εγκαταλείπει την τέχνην του και πορεύεται προς τα Σούσα και τον Άρταξέρξην, δηλαδή αλλάζει βίον και ευρίσκει με άλλον τρόπον την χλιδήν (και αυτή μια επιτυχία), ή οποία όμως δεν δύναται να τον ικανοποιήσει. Αξιοσημείωτος είναι ο εν παρενθέσει στίχος: η  μ έ ρ α  π ο υ  α φ έ θ η κ ε ς  κ’  ε ν δ ί δ ε ι ς, ο οποίος αποτελεί την βάσιν ολοκλήρου τον ποιήματος, δια του υπαινιγμού καθ’ ον ο ήρωας απεκαρδιώθη εύκολα, ότι  εμεγαλοποίησε τα γεγονότα και βιά­στηκε να λάβει την άγουσαν προς τα Σούσα.

Είναι φανερή  η προσπάθεια του Καβάφη να υποβαθμίσει την ιστορική διάσταση στο ποίημα σε επίπεδο απλής αφόρμησης. Όχι μόνο δεν υπονοεί κατ’ ανάγκην (προσοχή: κατ’ ανάγκην, όχι απαραίτητα, δηλαδή ίσως ναι, ίσως όχι…) τον Θεμιστοκλή ή τον Δημάρατο αλλά μπορεί να είναι και τεχνίτης ή επιστήμονας (ή ποιητής, μπορούμε εμείς να προσθέσουμε προεκτείνοντας τα παραδείγματα) ο οποίος απογοητεύτηκε, παρατά την τέχνη του και πηγαίνει στον Αρταξέρξηtoxotes και τη σατραπεία (μήπως πηγαίνει και γίνεται υπάλληλος στην εταιρία Αρδεύσεων, όπως ο Καβάφης, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην και κάτι παραπάνω – το σπίτι, τον υπηρέτη, μια κάποια καλοπέραση;). Ίσως και να εμεγαλοποίησε τα γεγονότα, ίσως και να βιά­στηκε να λάβει την άγουσαν προς τα Σούσα. Αφέθηκε και ενδίδει,  η βάσις ολοκλήρου του ποιήματος – δεν είναι απλώς κριτική, είναι σκληρή αυτοκριτική του ήρωα. Και όχι μόνο του ήρωα…

Το ζήτημα πάντως παραμένει. Δεν έχει βέβαια τεράστια σημασία αλλά σίγουρα κάποιο ιστορικό πρόσωπο κρύβεται πίσω από τον απογοητευμένο οδοιπόρο.  Οφθαλμοφανείς είναι οι συσχετισμοί με τον Θεμιστοκλή ενώ αντίθετα ο Δημάρατος δεν ταιριάζει σχεδόν πουθενά. Ο Σαρεγιάννης υποθέτει οτι η αναφορά στο Δημάρατο είναι ένα ευλογοφανές εύρημα του Καβάφη για να απομακρύνει τον αναγνώστη από τον άμεσο συσχετισμό Θεμιστοκλή – Καβάφη. Τείνω να πιστέψω ότι έχει δίκιο.  Άλλωστε και τα στοιχεία από τον βίο του Αλκιβιάδη που ενσωματώνει το ποίημα στην ίδια κατεύθυνση οδηγούν. Ας ξεκινήσουμε όμως από τον Θεμιστοκλή, άλλωστε τα περισσότερα στοιχεία που μας δίνει το ποίημα για την ζωή του ήρωα εκεί μας κατευθύνουν.

καμωμένος για τα ωραία και μεγάλα έργα (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι: Θεμιστοκλής, 3.3: λέγεται γάρ οτω παράφορος πρός δόξαν εναι κα πράξεων μεγάλων πό φιλοτιμίας ραστής.

αλλά να σ’εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,/ και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι: Θεμιστοκλής, 3.1: εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τοῦ πρωτεύειν ἐφιέμενος ἰταμῶς ὑφίστατο τάς πρὸς τούς δυναμένους ἐν τῇ πόλει καὶ πρωτεύοντας ἀπεχθείας, μάλιστα δέ Ἀριστείδην τόν Λυσιμάχου, τήν ἐναντίαν ἀεὶ πορευόμενον αὐτῷ.G.Diamantakis-Thenistocles Να προσθέσουμε και τη συμπεριφορά τους στους συμμάχους καθώς και τις κατηγορίες εις βάρος του για χρηματισμό

Έτσι λοιπόν όταν τον καταδίωκαν οι Αθηναίοι καταλήγει οδοιπόρος για τα Σούσα,/ και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη (Θουκυδίδης Ιστοριών Ι,137.3): πορευθείς ἄνω ἐσπέμπει γράμματα πρός βασιλέα Ἀρταξέρξην τόν Ξέρξου νεωστὶ βασιλεύοντα.

ο οποίος βέβαια ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,/ και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια. (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι: Θεμιστοκλής, 29.8): πόλεις δ᾽ αὐτῷ τρεῖς μέν οἱ πλεῖστοι δοθῆναι λέγουσιν εἰς ἄρτον καὶ οἶνον καὶ ὄψον, Μαγνησίαν καὶ Λάμψακον καὶ Μυοῦντα: δύο δ᾽ ἄλλας προστίθησιν ὁ Κυζικηνὸς Νεάνθης καὶ Φανίας, Περκώτην καὶ Παλαίσκηψιν εἰς στρωμνὴν καὶ ἀμπεχόνην.

Όμως τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών δε μοιάζει να τον ξέχασε. Οπως μας παραδίδει ο Πλούταρχος (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι: Θεμιστοκλής, 31.1): ὡς δ᾽ ἦλθεν εἰς Σάρδεις καὶ σχολὴν ἄγων ἐθεᾶτο τῶν ἱερῶν τὴν κατασκευὴν καὶ τῶν ἀναθημάτων τὸ πλῆθος, εἶδε δέ ἐν μητρός ἱερῷ τήν καλουμένην ὑδροφόρον κόρην χαλκῆν, μέγεθος δίπηχυν,Kori ἣν αὐτός ὅτε τῶν Ἀθήνησιν ὑδάτων ἐπιστάτης ἦν, ἑλὼν τούς ὑφαιρουμένους τό ὕδωρ καὶ παροχετεύοντας, ἀνέθηκεν ἐκ τῆς ζημίας ποιησάμενος, εἴτε δή παθών τι πρός τήν αἰχμαλωσίαν τοῦ ἀναθήματος εἴτε βουλόμενος ἐνδείξασθαι τοῖς Ἀθηναίοις, ὅσην ἔχει τιμὴν καὶ δύναμιν ἐν τοῖς βασιλέως πράγμασι, λόγον τῷ Λυδίας σατράπῃ προσήνεγκεν αἰτούμενος ἀποστεῖλαι τήν κόρην εἰς τάς Ἀθήνας. Η γνώμη των Αθηναίων μετρά πάντα γι’ αυτόν, τόσο που ξεχνά την επιφυλακτικότητά του και ρισκάρει σχεδόν το κεφάλι του διότι, συνεχίζει ο Πλούταρχος: χαλεπαίνοντος δὲ τοῦ βαρβάρου καὶ βασιλεῖ γράψειν φήσαντος ἐπιστολήν, φοβηθεὶς ὁ Θεμιστοκλῆς εἰς τήν γυναικωνῖτιν κατέφυγε καὶ τάς παλλακίδας αὐτοῦ θεραπεύσας χρήμασιν ἐκεῖνόν τε κατεπράϋνε τῆς ὀργῆς καὶ πρός τά ἄλλα παρεῖχεν ἑαυτόν εὐλαβέστερον […]

Υπάρχουν ωστόσο δύο σημεία στο ποίημα που δεν πολυταιρίαζουν με την περίπτωση του Θεμιστοκλή. Το πρώτο το πρόσεξε ήδη ο Σαρεγιάννης και σχετίζεται με τη λέξη «Σοφιστές». Ο όρος μοιάζει με αναχρονισμό για τα χρόνια του Θεμιστοκλή και του Αρταξέρξη Α΄ Μακρόχειρα καθώς οι πρώτοι σοφιστές (Πρωταγόρας, ο πρώτος που ονομάστηκε σοφιστής) εμφανίζονται στην Αθήνα περισσότερο από δεκαπέντε  χρόνια μετά τη φυγή του Θεμιστοκλή (465 πΧ). Από την άλλη όμως ο συγκεκριμένος όρος δεν είναι άγνωστος την εποχή του Θεμιστοκλή. OstrakoΣοφιστές ονομάζει τους σοφούς γενικότερα ο Ηρόδοτος στο πρώτο βιβλίο του (Ηροδότου Ιστορίαι Ι, 29.: ἀπικνέονται ἐς Σάρδις ἀκμαζούσας πλούτῳ ἄλλοι τε οἱ πάντες ἐκ τῆς Ἑλλάδος σοφισταί, οἳ τοῦτον τὸν χρόνον ἐτύγχανον ἐόντες, ὡς ἕκαστος αὐτῶν ἀπικνέοιτο, καὶ δὴ καὶ Σόλων ἀνὴρ Ἀθηναῖος, ὃς Ἀθηναίοισι νόμους κελεύσασι ποιήσας ἀπεδήμησε ἔτεα δέκα κατά θεωρίης πρόφασιν ἐκπλώσας, ἵνα δὴ μή τινα τῶν νόμων ἀναγκασθῇ, λῦσαι τῶν ἔθετο. Επιπλέον αυτή είναι και η πρώτη σημασία του όρου σύμφωνα με το λεξικό των Liddell και Scott (βάλτε στην αναζήτηση τη λέξη σοφιστής και κατεβάστε το αρχείο με τη σελίδα του λήμματος σε pdf).

Το δεύτερο σημείο είναι οι στίχοι η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα / ενθάρρυνσι κ επιτυχία να σε αρνείται. Εδώ, όπως πρόσεξε πρώτος ο Παπανούτσος, η εικόνα του ήρωα δεν ταιριάζει καθόλου με τον Θεμιστοκλή. Διότι η τύχη στάθηκε με το μέρος του σε μεγάλο διάστημα της ζωής του και ουσιαστικά ποτέ δεν τον εγκατέλειψε. Ούτε η επιτυχία του έλειψε, αυτόν που στον κολοφώνα της δόξας του υποδέχτηκαν στην πόλη τους και τίμησαν ως και οι Σπαρτιάτες. Αυτό ακριβώς είναι το σημείο που θα ταίριαζε στο Δημάρατο, αδικημένο και θύμα σκευωρίας. Αλλά, όπως αναφέρθηκε πριν, τίποτα άλλο δε μας οδηγεί εκεί.

Καιρός λοιπόν να εξεταστεί μια τρίτη μορφή, που πράγματι, παρά τις μεγάλες του ικανότητες, η τύχη του αρνήθηκε ενθάρρυνσι κ επιτυχία και τον εγκατέλειπε πάντα ένα σκαλί πριν τον θρίαμβο. Δεν είναι άλλος από τον Αλκιβιάδη, την τελευταία μεγάλη μορφή της κλασσικής Αθήνας. Ο Γιάννης Δάλλας στο βιβλίο του Καβάφης και Ιστορία αλλά και στο βιβλίο του Ο Καβάφης και η Δεύτερη Σοφιστική θεωρεί ότι πίσω από την άδηλη μορφή του ήρωα εξυπακούεται  η μορφή του Αλκιβιάδη.  Πράγματι, αυτόν κι αν τον εμπόδισαν ευτελείς συνήθειες, / και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.Euteleis Synithies Παροιμιώδης ο αμοραλισμός του σε προσωπικό και πολιτικό επίπεδο, πάμπολλα τα ελαττώματά του που επισκίασαν τελικά τις δεξιότητές του. Ξεκίνησε και αυτός για τον Αρταξέρξη  –  για τον Αρταξέρξη Β΄, τον Μνήμονα – αλλά δολοφονήθηκε στον δρόμο. Σίγουρα η εικόνα του δεν συμφωνεί σε πολλά με τον ήρωα του ποιήματος (η σατραπεία λ.χ μένει απ έξω τελείως). Όμως υπάρχει μια περικοπή του Πλουτάρχου από τον Βίο του Αλκιβιάδη που σίγουρα διάβασε ο Καβάφης και προφανώς τον συγκίνησε (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι: Αλκιβιάδης, 33.2): τότε δὲ τοῦ δήμου συνελθόντος εἰς τὴν ἐκκλησίαν παρελθὼν ὁ Ἀλκιβιάδης, καὶ τὰ μὲν αὑτοῦ πάθη κλαύσας κα λοφυράμενος, ἐγκαλέσας δὲ μικρὰ καὶ μέτρια τῷ δήμῳ, τὸ δὲ σύμπαν ἀναθεὶς αὑτοῦ τινι τύχ πονηρᾷ καὶ φθονερῷ δαίμονι, πλεῖστα δ᾽ εἰς ἐλπίδας τῶν πολεμίων καὶ πρὸς τὸ θαρρεῖν διαλεχθεὶς καὶ παρορμήσας, στεφάνοις μν στεφανώθη χρυσος, ᾑρέθη δ᾽ ἅμα καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν αὐτοκράτωρ στρατηγός. Εδώ υπάρχουν ο Δήμος, το κλάμα,  η άδικη τύχη, οι Στέφανοι – και φυσικά εδώ χωράνε και οι σοφιστές με τη γνωστότερη σε μας σημασία του όρου. Είναι ξεκάθαρο λοιπόν οτι ο ποιητής χρησιμοποίησε ως βασικό άξονα τη ζωή του Θεμιστοκλή και πρόσθεσε πινελιές από τη ζωή του Αλκιβιάδη.  Η ερμηνεία του Γ. Δάλλα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και θα μας απασχολήσει αργότερα αλλά παραβλέπει ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό του ποιητή: την εμμονή του στην ιστορική ακρίβεια.  Όσο και αν το ποίημα είναι ψευδοϊστορικό και με κυρίαρχο το παραινετικό στοιχείο, ο ποιητής δε θα μιλούσε για σατραπεία έχοντας στο νου του μόνο τον Αλκιβιάδη, που δεν έφτασε καν στον Αρταξέρξη. Υπάρχει πάντως μια αθέατη σύνδεση Καβάφη – Αλκιβιάδη που προσέχει  ο Δάλλας και θα προσπαθήσω να αναδείξω σε μια λεπτομερέστερη ανάλυση του ποιήματος, σε αμέσως επόμενη ανάρτηση όμως γιατί η συγκεκριμένη τείνει να γίνει εξαντλητική στην ανάγνωσή της. Εκεί θα προστεθεί και ο απαραίτητος φάκελος του ποιήματος.