Αρχείο κατηγορίας Αναγνώσεις λογοτεχνικών κειμένων

Η μάχη της Μαγνησίας (Ν’ αρχίσει το τραπέζι. Δούλοι· τους αυλούς, τη φωταψία)

Σχεδόν δυο χρόνια πριν, καταπιάστηκα με τον βασιλιά Δημήτριο που τόσο στωικά αντικατέστησε τα χρυσά φορέματά του με μια φαιά χλαμύδα σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες. Χρωστούμενο από τα πρώτα, εφηβικά μου βήματα στο καβαφικό σύμπαν ήταν το ποίημα· χρωστούμενο επίσης από την ίδια εποχή και το συμπόσιο του βασιλιά Φίλιππου Ε’ με την πλαστή ευθυμία του. Εκατό περίπου χρόνια χωρίζουν τα γεγονότα που συνθέτουν τον ιστορικό κορμό των δυο ποιημάτων, το φευγιό του Δημήτριου Α’ Πολιορκητή (288 π.Χ) από την αναγγελία της συντριβής στη Μαγνησία (190 π.Χ) του Αντίοχου Γ’ στο παλάτι του Φίλιππου· μέσα στον αιώνα αυτό μπορεί να δει κανείς πού οδήγησαν οι άθλιες συγκρούσεις των ελληνιστικών βασιλείων με τους Ρωμαίους να αναδεικνύονται απόλυτοι κυρίαρχοι και ρυθμιστές των πολιτικών πραγμάτων στα ελληνιστικά βασίλεια.

Η μάχη της Μαγνησίας (190 π.Χ) είναι μια από τις τέσσερις μάχες που έκριναν την τύχη του ελληνικού κόσμου απέναντι στους Ρωμαίους. Προηγήθηκε η ήττα του Φιλίππου Ε’ στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ) και η καταστροφή του βασιλείου της Μακεδονίας ολοκληρώθηκε με την ήττα του Περσέα, γιου του Φιλίππου Ε’, στη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. Ο επίλογος της ανεξαρτησίας των ελληνικών πόλεων γράφηκε με την ήττα της Αχαϊκής Συμπολιτείας το 164 π.Χ στη μάχη της Λευκόπετρας· δεν είναι τυχαίο ότι μόνο στη μάχη αυτή οι Ρωμαίοι δεν είχαν – δε χρειάζονταν – Έλληνες συμμάχους απέναντι στους αντιπάλους τους. Στο καβαφικό ποίημα αυτή ακριβώς η αντιπαλότητα των Ελλήνων που οδήγησε τους Ρωμαίους στον θρίαμβο είναι ο άξονας που το διαπερνά και το στηρίζει.

Κεντρικό πρόσωπο στο ποίημα ο βασιλιάς Φίλιππος Ε’ της Μακεδονίας, γιος του Δημήτριου Β’ και δισέγγονος του Δημητρίου Α’ Πολιορκητή. Ορκισμένος εχθρός των Ρωμαίων πέρασε τη ζωή του μέσα σε πολέμους προσπαθώντας μάταια να αποκαταστήσει την ισχύ των μακεδονικών όπλων στην Ελλάδα κυρίως αλλά και πιο πέρα ακόμη. Συμμάχησε με τον Αννίβα απέναντι στου Ρωμαίους στον Β΄Καρχηδονιακό πόλεμο χωρίς ωστόσο να του φανεί χρήσιμος, πάλεψε ενάντια στην Αιτωλική Συμπολιτεία, τον μόνιμο σύμμαχο των Ρωμαίων στον Α’ (215-205 π.Χ) και Β’ (200-197 π.Χ) Μακεδονικό πόλεμο, κατέκτησε μεγάλο μέρος της Ελλάδας και επέδραμε σαν πειρατής σε νησιά του Αιγαίου και παραλιακές πόλεις της Μ.Ασίας. Macedonia_and_the_Aegean_World_c.200Έκανε σύμφωνο μη επίθεσης με τον Αντίοχο Γ΄αλλά όταν οι Ρωμαίοι, με τη βοήθεια πολλών ελληνικών πόλεων (ο Φίλιππος  δεν είχε λόγω των εκστρατειών του και την καλύτερη φήμη) στράφηκαν εναντίον του με πρόσχημα την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας των ελληνικών πόλεων, ο Αντίοχος δεν τον βοήθησε. Και όχι μόνο αυτό αλλά μετά την ήττα του Φιλίππου στις Κυνός Κεφαλές βρήκε την ευκαιρία να του αφαιρέσει κτήσεις του και να παρουσιαστεί ως ρυθμιστής στα ελληνικά πράγματα. Ο Φίλιππος έχασε όλες της τις κτήσεις του εκτός Μακεδονίας, υποχρεώθηκε να πληρώσει πολεμική αποζημίωση, να παραδώσει τον στόλο του και έστειλε τον δεύτερο γιο του, τον Δημήτριο, όμηρο στη Ρώμη. Στη συνέχεια όμως επιχείρησε να ανακάμψει παρουσιαζόμενος ως πιστός σύμμαχος των Ρωμαίων ενάντια στον Αντίοχο (που ηττάται στη μάχη της Μαγνησίας), συγκέντρωσε ξανά στρατό και χρήματα, αναδιοργάνωσε και επέκτεινε το κράτος του και περίμενε την ευκαιρία να επαναλάβει την προηγούμενη δράση του. Δεν πρόλαβε όμως. Πέθανε το 179 π.Χ και τον διαδέχτηκε ο γιος του Περσέας με τον οποίο γράφεται ο επίλογος του μακεδονικού κράτους στη μάχη της Πύδνας.

Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για τον χαρακτήρα του Φιλίππου. Οι μαρτυρίες προέρχονται από τον Πολύβιο, ο οποίος από άποψη αξιοπιστίας κάλλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί Ρωμαίος ιστορικός. Κάπου (όπως σημειώνει στο εξαιρετικό άρθρο του  ο Γ.Α. Σαρεγιάννης: «Σχόλια στο ποίημα του ΚαβάφηΗ μάχη της Μαγνησίας’», Αλεξανδρινή Τέχνη, Vol 4, No 8 (1930), σελ. 238-243) τον χαρακτηρίζει “μανιώδη”. Στ’ αλήθεια ο Φίλιππος Ε’ ήταν άνθρωπος παρορμητικός, αθυρόστομος και του πάθους·  έμπαινε μέσα σε όλα αν όχι πάντα ασυλλόγιστα, τουλάχιστον ορμητικά και με ανεξάντλητο κουράγιο. Ως το τέλος της ζωής του πολέμησε χωρίς ανάπαυση να ξανακάνει τη Μακεδονία μεγάλη και αυτό το εκτίμησαν οι Μακεδόνες που ποτέ δεν τον παράτησαν (όπως έγινε λ.χ με τον Δημήτριο Α’  Πολιορκητή). Ίσως η προσωπική του τραγωδία (εκτέλεσε για προδοσία τον γιό του Δημήτριο το 181 π.Χ, μια υπόθεση που του κόστισε πολύ) να τον οδήγησε στον τάφο το 179 π.Χ, πριν καν κλείσει τα εξήντα.

Γραμμένο το 1913 και δημοσιευμένο το 1916 (στο εξής αντίστοιχα για κάθε ποίημα: χρόνος δημιουργίας/χρόνος δημοσίευσης), το ποίημα μπορεί να ενταχθεί σε ένα σύνολο ποιημάτων τα οποία περιγράφουν τη διαρκώς αυξανόμενη κυριαρχία των Ρωμαίων πάνω στα ελληνιστικά βασίλεια που οι βασιλείς τους είτε συναγωνίζονται ο ένας τον άλλον σε αθλιότητα και ανικανότητα είτε παρακολουθούν ανήμποροι και απογοητευμένοι τον τροχό της ιστορίας να τους ωθεί προς τα κάτω. Στον πυρήνα της ομάδας αυτής ανήκουν, πέρα από το συγκεκριμένο, ποιήματα όπου η καταθλιπτική ισχύς των Ρωμαίων σκιάζει απειλητικά και ματαιώνει (όταν δεν ακυρώνει εξ αρχής) κάθε σκέψη ή προσπάθεια αντίστασης όπως “Η δυσαρέσκεια του Σελευκίδου” [1910/1916] (εδώ ούτε καν την αξιοπρέπειά του θέλει να διασώσει ο Πτολεμαίος ΣΤ’ Φιλομήτωρ), “Προς τον Αντίοχο Επιφανή” [1911/1922], “Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.X.)” [1915/1919],  “Πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια” [1915/1918] αλλά και το επίγραμμα του ανώνυμου Αχαιού για τους γενναίους της Αχαϊκής Συμπολιτείας: “Υπέρ της Aχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες” [1922/1922] καθώς και τη θλίψη του Ιταλιώτη νέου στο “Εις Iταλικήν παραλίαν” [;/1925] μπροστά στο θέαμα των λαφύρων από την Κόρινθο. Στην περιφέρεια πάλι της ίδιας ομάδας βρίσκονται ποιήματα που εστιάζουν περισσότερο στο κλίμα διαφθοράς, απληστίας και υποκρισίας που κυριαρχεί στα (υποτελή σχεδόν στους Ρωμαίους) ελληνιστικά βασίλεια όπως “Οροφέρνης” [1904/1916],  “Αλεξανδρινοί Βασιλείς” [1912/1912], “Εύνοια του Aλεξάνδρου Bάλα” [1916/1921] ή τα ατελή “Πτολεμαίος Eυεργέτης (ή Kακεργέτης)” [1922/-] και “Η Δυναστεία”.  Αξιοπρόσεκτη η παρουσία τεσσάρων ποιημάτων από τις δυο παραπάνω ομάδες στη θεματική συλλογή Γ10 με ποιήματα ανάμεσα 1905-1915, ήδη με την ίδια σειρά από την θεματική συλλογή Γ6: “Η μάχη της Μαγνησίας”,  “Η δυσαρέσκεια του Σελευκίδου”, “Οροφέρνης”, “Αλεξανδρινοί Βασιλείς”. Το ποίημα:

Η Μάχη της Μαγνησίας
[δημιουργία: 1913/δημοσίευση: 1915]

Έχασε την παληά του ορμή, το θάρρος του.
Του κουρασμένου σώματός του, του άρρωστου

σχεδόν, θάχει κυρίως την φροντίδα. Κι ο επίλοιπος

βίος του θα διέλθει αμέριμνος. Αυτά ο Φίλιππος

τουλάχιστον διατείνεται. Aπόψι κύβους παίζει·

έχει όρεξι να διασκεδάσει. Στο τραπέζι

βάλτε πολλά τριαντάφυλλα. Τι αν στην Μαγνησία

ο Aντίοχος κατεστράφηκε. Λένε πανωλεθρία

έπεσ’ επάνω στου λαμπρού στρατεύματος τα πλήθια.

Μπορεί να τα μεγάλωσαν· όλα δεν θάναι αλήθεια.

Είθε. Γιατί αγκαλά κ’ εχθρός, ήσανε μια φυλή.

Όμως ένα «είθε» είν’ αρκετό. Ίσως κιόλας πολύ.

Ο Φίλιππος την εορτή βέβαια δεν θ’ αναβάλει.

Όσο κι αν στάθηκε του βίου του η κόπωσις μεγάλη,

ένα καλό διατήρησεν, η μνήμη διόλου δεν του λείπει.

Θυμάται πόσο στην Συρία θρήνησαν, τι είδος λύπη

είχαν, σαν έγινε σκουπίδι η μάνα των Μακεδονία.—

Ν’ αρχίσει το τραπέζι. Δούλοι· τους αυλούς, τη φωταψία.

 Ειδολογικά, η κατάταξη του ποιήματος δεν είναι απολύτως ξεκάθαρη. Το επεισόδιο είναι εντελώς φανταστικό (πουθενά δεν μνημονεύεται κάτι για τις αντιδράσεις του Φιλίππου στο άγγελμα της ήττας του Αντίοχου), τα γεγονότα όμως, τα πρόσωπα και ο ιστορικός περίγυρος ακριβέστατα. Πρόκειται λοιπόν για ένα “νόθο” ιστοριογενές ποίημα: όχι ιστορικοφανές διότι ο ήρωας δεν είναι κατασκεύασμα του ποιητή ούτε ψευδοϊστορικό διότι απουσιάζει κάθε αλληγορική ή παραβολική χρήση της ιστορίας· ψυχογράφημα περισσότερο παρά αφορμή για φιλοσοφικό στοχασμό. Ο ποιητής έχει προσέξει όλες τις λεπτομέρειες στο ποίημα με αξιοσημείωτη ευσυνειδησία, τυπική ωστόσο της καβαφικής μεθοδολογίας. Σημειώνει σχετικά ο Γ.Α. Σαρεγιάννης στο άρθρο του «“Tο πιο τίμιο―την μορφή του”» (1944) εν είδει ανεκδότου:

Μια απόδειξη του σεβασμού του για την ιστορία, είχα ο ίδιος, όταν το 1929 στο Παρίσι έγραφα τα σχόλιά μου για τη «Μάχη της Μαγνησίας» του, νόμισα ότι βρήκα επιτέλους μια πολύ μικρή ιστορική ανακρίβεια και του την έγραψα. H μάχη της Μαγνησίας έγινε τον Δεκέμβριο. Αν υποθέσουμε ότι οι σπουδαίες ειδήσεις την εποχή εκείνη έφθαναν αρκετά γλήγορα, αφού υπήρχαν διάφορα είδη τηλεγράφου, που περιγράφει εκτενώς ο Πολύβιος, τότε η μέρα του Φιλίππου στο Καβαφικό ποίημα θα συνέπιπτε να βρίσκεται κάπου στο τέλος Δεκεμβρίου ή στας αρχάς του Ιανουάριου. Τον Δεκέμβρη όμως ή τον Γενάρη μπορούν να υπάρξουν τριαντάφυλλα στην Πέλλα της Μακεδονίας; Σαν γεωπόνος θα βεβαίωνα πως όχι κι ο στίχος «στο τραπέζι βάλτε πολλά τριαντάφυλλα» μου φαινόταν ιστορικός ανακριβής. Ο Καβάφης μου απήντησε στο γράμμα μου «…Για το ζήτημα των λουλουδιών που με γράφεις. Είναι μέσα στην ιστορική δυνατότητα. Πρόκειται για βασιλέα διαθέτοντα πολύν πλούτον, για τον οποίον τα προφυλακτικά μέσα προς απόκτησιν των εν λόγω λουλουδιών το χειμώνα θα ήσαν εύκολα. Αλλ ανεξαρτήτως τούτου, υπήρχε το χειμωνιάτικο εξαγωγικό εμπόριον των λουλουδιών αυτών από την Αίγυπτο. Γνωρίζομεν ότι η Αίγυπτος έκαμνεν εξαγωγήν ρόδων εις την Ιταλίαν Καβάφης33το χειμώνα. Τον 1ον αιώνα μ.Χ. η Ιταλία δια τελειοτέρας καλλιέργειας έγινεν αυτάρκης και είχε δικές της rosae hibernae (= χειμωνιάτικα τριαντάφυλλα).»

Δεν είναι ασυνήθιστο το μέτρο και η ομοιοκαταληξία στα καβαφικά ποιήματα, ακόμα και στην περίοδο της ωριμότητας από το 1910 και μετά. Έχει αναφερθεί ήδη η ενδιαφέρουσα στιχουργική του “Προς τον Αντίοχο Επιφανή” και οι χτυπητές, αν και όχι συστηματικές, ομοιοκαταληξίες του. Το ίδιο ισχύει σε μικρότερο βαθμό για το “Εις Iταλικήν παραλίαν” . Μένοντας στα ποιήματα που κυριαρχεί η βαριά σκιά των ρωμαϊκών λεγεώνων ξεχωρίζουν οι ζευγαρωτές ομοιοκαταληξίες του “Πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια” (αν και το ιαμβικό μέτρο δεν ακούγεται καθαρά, τουλάχιστον όσο στη “Μάχη της Μαγνησίας”) όπως και οι σταυρωτές ομοιοκαταληξίες στο “Εύνοια του Aλεξάνδρου Bάλα”  αλλά και οι ακατάστατες εκείνες στην πρώτη στροφή του “Καισαρίωνα“. Σε σύγκριση με τα προηγούμενα, η ομοιοκαταληξία στο συγκεκριμένο ποίημα είναι πολύ πιο συστηματική και πλούσια (δύο συλλαβές και πάνω) με εξαίρεση τις φτωχότερες ομοιοκαταληξίες στο τέταρτο και στο τελευταίο δίστιχο. Το μέτρο επίσης είναι σταθερά ιαμβικό: δεκαπεντασύλλαβος με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως οι προπαροξύτονοι ενδεκασύλλαβοι του πρώτου δίστιχου και οι δεκαεπτασύλλαβοι του τελευταίου καθώς και ένας ορφανός δεκατρισύλλαβος στον έκτο στίχο. Ενδιαφέρουσες ακόμα παραλλαγές του κλασικού παροξύτονου δεκαπεντασύλλαβου είναι τα ζεύγη των προπαροξύτονων δεκαεξασύλλαβων του δεύτερου δίστιχου και των οξύτονων δεκατετρασύλλαβων του έκτου δίστιχου. Από την άλλη δε λείπουν κάποιες άκομψες συνιζήσεις, οι τομές στο μέτρο τηρούνται μάλλον σπάνια, οι διασκελισμοί είναι πάμπολλοι και η γνωστή διαίρεση του στίχου σε δυο ημιστίχια δεν είναι διόλου σταθερή. Είναι φανερό ότι, όπως συνηθίζει ο ποιητής, η παραδοσιακή μορφή του στίχου υπάρχει μόνο για να υπονομευτεί, να ανατραπεί, να μεταμορφωθεί τελικά σε πεζολογία. Σκέφτομαι συχνά πως για χρόνια, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα ίδια καβαφικά ποιήματα, πολύ λίγο είχα προσέξει πως κάμποσα ήταν, στους τύπους τουλάχιστον, παραδοσιακά ποιήματα. Και είναι αυτό μια σημαντική επιτυχία του ποιητή. Διασκελισμοί, παρατονισμοί, μετρική αστάθεια ή ασυνέχεια, τυχαίες ομοιοκαταληξίες ή ειρωνική χρήση τους είναι μηχανισμοί που συστηματικά χρησιμοποιήθηκαν για να επιφέρουν βαθιές ρωγμές στην στιχουργική παράδοση, έτσι που στην περίπτωση του Καβάφη – και του Καρυωτάκη αλλά με άλλους όρους – δίκαια μπορούμε να μιλάμε για “ανανεωμένη παράδοση” ή και πρωτοπορία ακόμη, όπως είχα αναφέρει παλιότερα.

Θα περίμενε κανείς πως σε ένα συμπόσιο ο ποιητής θα επέλεγε (όπως άλλωστε γίνεται στο μεταγενέστερο (1920) “Νέοι της Σιδώνας” που σχολίασα εδώ), να ξεκινήσει με μια περιγραφή του χώρου και των συνδαιτυμόνων πριν περάσει στα λόγια και στις αντιδράσεις τους. After the battle of MagnesiaΜια κίνηση δηλαδή από έξω προς τα μέσα, από τον χώρο και τα πράγματα προς το λόγο και τα συναισθήματα. Όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο: το ποίημα θέτει ως αφετηρία την ψυχολογική κατάσταση του Φιλίππου και στη συνέχεια εναλλάσσει διαρκώς το μέσα με το έξω, τα άρρητα συναισθήματα του ήρωα με τις λεπτομέρειες του συμποσίου. Και αυτή η εναλλαγή σε συνδυασμό με τους διαρκείς διασκελισμούς κατατάσσει το ποίημα στα δυσκολότερα στον εντοπισμό ευδιάκριτων νοηματικών ενοτήτων. Από την άλλη βέβαια, αυτό είναι και μέρος της γοητείας του.

Επιχειρώντας μια πρόχειρη και για καθαρά πρακτικούς λόγους διαίρεση σε νοηματικές περιοχές, η αφετηριακή πρώτη  καλύπτει το θέμα της απώλειας, της ασθένειας, της ήττας ουσιαστικά του Φιλίππου. Οι πρώτοι τέσσερις στίχοι συν τον μισό πέμπτο τονίζουν με κάθε τρόπο το θέμα αυτό: πρώτη λέξη στο ποίημα το ρήμα “έχασε” ενώ οι θετικές ιδιότητες που ακολουθούν (ορμή, θάρρος) αναιρούνται από την ίδια τη συντακτική τους θέση (αντικείμενα στο “έχασε”) αλλά και από το επίθετο “παλιά” ορμή (που μοιάζει να καλύπτει με το εύρος του και μέσω του ασύνδετου σχήματος και το “θάρρος”). Η εικόνα της απώλειας συνεχίζεται: πέρα από τη φθορά στις ψυχικές αρετές υπάρχει και η φθορά του σώματος, του κουρασμένου σώματός του, του άρρωστου/ σχεδόν, θάχει κυρίως την φροντίδα. Όχι μόνο εσωτερικά αλλά και εξωτερικά ο Φίλιππος μοιάζει ένας άνθρωπος ηττημένος. Ένας άνθρωπος που πλέον θα κοιτάξει να περάσει καλά την υπόλοιπη ζωή του φροντίζοντας κυρίως το σχεδόν άρρωστο σώμα του. Είναι έτσι; Κανέναν λόγο δεν θα είχαμε να αμφιβάλλουμε εάν δεν υπήρχαν το σχεδόν και το κυρίως που μετριάζουν προσεκτικά τις προηγούμενες κατηγορηματικές ρήσεις. Ο διασκελισμός του σχεδόν είναι άλλωστε πολύ προκλητικός για να αγνοηθεί. Ας προσέξουμε επίσης και την ομοιοκαταληξία: θάρρος του/ άρρωστου.

Θεωρώ ότι μόνο στο ποίημα Ο Δαρείος εμφανίζεται πιο αριστοτεχνικός αφηγητής-σχολιαστής. Η διαρκής κατάδυση στο βυθό των συναισθημάτων του ήρωα και επιστροφή στην κύρια αφήγηση, η δυσδιάκριτη εναλλαγή ελεύθερου πλάγιου λόγου (ΕΠΛ) και τυπικής τριτοπρόσωπης αφήγησης, ο διακριτικός σχολιασμός των σκέψεων του ήρωα, καθιστούν το ποίημα υπόδειγμα χρήσης ΕΠΛ και ψυχογραφικής ικανότητας. Οι τριτοπρόσωπες διαβεβαιώσεις για τον παροπλισμό του ήρωα και την απόσυρσή του από την ενεργή δράση μετριάζονται ως προς την έντασή τους, όπως είδαμε παραπάνω, με τα επιρρήματα κυρίως και σχεδόν ενώ το σχετικό σχόλιο του αφηγητή που ακολουθεί εδραιώνει τις αμφιβολίες μας: Αυτά ο Φίλιππος/ τουλάχιστον διατείνεται. Με το σχόλιο αυτό ξεκαθαρίζουν δυο πράγματα. Πρώτα ότι η περιβόητη αδυναμία του Φιλίππου είναι αυτούσιες δικές του φράσεις (μονόλογος; αποστροφή στους συνδαιτυμόνες;) που μεταφέρει με ακρίβεια σε τρίτο πρόσωπο ο αφηγητής-σχολιαστής. Έπειτα ότι όλα δεν πρέπει να τα πάρουμε τοις μετρητοίς καθώς ο ίδιος ο αφηγητής αμφιβάλλει και μας μεταφέρει την αμφιβολία του: Αυτά ο Φίλιππος/ τουλάχιστον διατείνεται. Λέξη άπαξ στο καβαφικό corpus το “διατείνεται” βαραίνει ακόμη περισσότερο με το επίρρημα “τουλάχιστον” που προηγείται. Όλα τα προηγούμενα είναι ισχυρισμοί του Φίλιππου· μπορεί να ισχύουν, μπορεί και όχι. Έτσι δηλώνει πάντως. Και ο αφηγητής, αφού υπονόμευσε τις όποιες βεβαιότητες έχτισαν στον αναγνώστη οι πρώτοι τέσσερις στίχοι, νίπτει τας χείρας του και στρέφεται προς το συμπόσιο που μόλις ξεκινά.

Δείχνει κεφάτος ο Φίλιππος στην αρχή της δεύτερης νοηματικής περιοχής – το σχολιάζει και ο αφηγητής: Aπόψι κύβους παίζει· έχει όρεξι να διασκεδάσει. Και η επιβεβαίωση έρχεται με την άμεση, πρωτοπρόσωπη εντολή του ήρωα: Στο τραπέζι/ βάλτε πολλά τριαντάφυλλα. Ξενίζει ίσως η αμεσότητα του πρώτου προσώπου στο σημείο αυτό μετά τη συνεχή τριτοπρόσωπη αφήγηση που προηγείται. Ωστόσο στο σημείο αυτό κορυφώνεται όλη η σκηνοθεσία που έχει στήσει ο Φίλιππος για να πείσει τους άλλους και τον εαυτό του μαζί ότι δεν τον νοιάζει τίποτα άλλο πέρα από την καλοπέρασή του. Τα τριαντάφυλλα, δυσεύρετα στη Μακεδονία τον χειμώνα, εισαγόμενα πιθανότατα από Αίγυπτο, είναι το σύμβολο και απόδειξη του πλούτου και της καλής ζωής που εκθέτει ως βιτρίνα, ως δήθεν ιδανικό του ο ήρωας. Πίσω από τη βιτρίνα, πίσω από αυτά που δείχνει και ισχυρίζεται, η εικόνα είναι διαφορετική: στη Μαγνησία ο Αντίοχος καταστράφηκε.

Δεν είναι ξεκάθαρο αν μετά την εντολή του Φιλίππου Στο τραπέζι/ βάλτε πολλά τριαντάφυλλα το λόγο παίρνει ξανά ο αφηγητής ή ακολουθεί σε πρώτο πρόσωπο ο (εσωτερικός μάλλον) μονόλογος του ήρωα. Πιθανότατα ισχύει το δεύτερο, άλλωστε η κάπως απότομη μετάβαση από το τρίτο πρόσωπο στο πρώτο ίσως να εξυπηρετούσε και αυτόν τον στόχο, μια αδιαμεσολάβητη πλέον καταγραφή των σκέψεων και συναισθημάτων του Φιλίππου. Bronze from PergamonΤα οποία ξεκινούν αρχικά ως ενόχλησή του, διάθεση να αποφύγει το σχολιασμό της είδησης της ημέρας: Τι αν στην Μαγνησία/ ο Aντίοχος κατεστράφηκε. Λένε πανωλεθρία…  Η ρίμα Μαγνησία/πανωλεθρία (αν και όχι απόλυτα πετυχημένη) συνοψίζει εκφραστικότατα το συμβάν και φανερώνει ότι, όσο και να καμώνεται τον αδιάφορο (Τι αν…), ο Φίλιππος προβληματίζεται για το γεγονός. Δεν πρόκειται για μικρή ζημιά καθώς Λένε πανωλεθρία/ έπεσ’ επάνω στου λαμπρού στρατεύματος τα πλήθια. Διόλου τυχαίες οι λέξεις που επιλέγει ο ποιητής: κατεστράφηκε, πανωλεθρία (λέξη άπαξ και εδώ) έπεσε vs λαμπρού στρατεύματος, πλήθια. Γιγάντια τα μεγέθη και μάλιστα η λέξη “πλήθια” ως τέτοια εμφανίζεται άπαξ εδώ ενώ δεν είναι ασυνήθιστη στον ενικό (πλήθος). Ως ομοιοκαταληξία με το “αλήθεια” αλλά επιπλέον και για λόγους εντύπωσης.

Καθώς αυξάνεται η δυσφορία του Φιλίππου στη σκέψη ότι, ενώ αυτός διασκεδάζει, στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας έχει συντελεστεί μια γιγάντια καταστροφή, μια κολοσσιαία ήττα του ελληνισμού με αλυσιδωτές αντιδράσεις για όλον τον ελληνικό κόσμο (και τα δικά του σχέδια), ξεκινά ένας αντισταθμιστικός ψυχολογικός μηχανισμός. Πρώτη αντίδραση του ήρωα στο πλέγμα των ενοχών του μπροστά στο άγγελμα της καταστροφής (συνεργάστηκε ως σύμμαχος, έστω και εξαναγκασμένος, με τους Ρωμαίους και επιπλέον τέτοια μέρα ετοιμάζεται για γιορτή) είναι η διάθεση να αμφισβητηθεί το εύρος της καταστροφής: Μπορεί να τα μεγάλωσαν· όλα δεν θάναι αλήθεια. Ας προσέξουμε εδώ το ότι από εδώ και ως το τέλος του μονολόγου οι φράσεις γίνονται πια κοφτές, γρήγορες, νευρικές, όπως οι σκέψεις του προβληματισμένου Φίλιππου. Ενδόμυχα ίσως να προτιμούσε μια οριακή ήττα του ενός ή του άλλου αντιπάλου στη Μαγνησία που θα του επέτρεπε να κερδίσει χρόνο για τα σχέδιά του. Ίσως και νίκη του Αντίοχου που τον προτιμά για αντίπαλο, καθώς η σύγκρουση μαζί του δεν έχει το δραματικό χαρακτήρα ζωής και θανάτου όπως με τους Ρωμαίους. Όχι πάντως τους Ρωμαίους που τώρα γίνονται παντοδύναμοι. Είναι η χειρότερη για τον Φίλιππο εξέλιξη. Και όχι μόνο για λόγους πολιτικής.

Δεύτερη αντίδραση που συμπληρώνει αλλά και προσπαθεί ταυτόχρονα να πάρει αποστάσεις από την πρώτη είναι το Είθε. Γιατί αγκαλά κ’ εχθρός, ήσανε μια φυλή. Μακάρι λοιπόν να μην είναι αλήθεια γιατί εχθρός μεν ο Αντίοχος αλλά μια φυλή. Ραγίζει στο σημείο αυτό το προσωπείο της αδιαφορίας και καλοπέρασης που έχτισε με τόσο κόπο ο Φίλιππος σε όλο το προηγούμενο ποίημα. Δεν ξεχνά ούτε στιγμή ο Φίλιππος ποιος είναι ο ίδιος και ο Αντίοχος και ποιος ο αληθινός εχθρός. Ο όρος “φυλή” εμφανίζεται ξανά (ή καλύτερα: πριν) μόλις σε ένα ποίημα, το “Στην εκκλησία” (1906/1912) που επίσης περιλαμβάνεται στις θεματικές συλλογές Γ6 και Γ10 (κατά Σαββίδη). Η χρήση του εκεί φωτίζει και το περιεχόμενό του: όχι την ιδιαίτερη καταγωγή (Μακεδόνες) αλλά την εθνικότητα, όπως ακριβώς έγραψε και ο Αχαιός για τους πεσόντας της Αχαϊκής Συμπολιτείας«Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε. Η ήττα στη Μαγνησία δεν είναι ήττα του Αντίοχου αλλά της φυλής, του έθνους.

Κάπου εδώ ωστόσο είναι και τα όρια της λύπης του Φιλίππου· τουλάχιστον τα όρια που επιτρέπει ο ίδιος στον εαυτό του και στην έξω εικόνα του καθώς ραγίζει μεν το προσωπείο της αδιαφορίας αλλά δε σπάει: Όμως ένα «είθε» είν’ αρκετό. Ούτε μπορεί ούτε και θέλει ο Φίλιππος να πάει πέρα από το είθε. Πολλά τον εμποδίζουν και όχι μόνο η σχέση του με τους Ρωμαίους. Είναι και η ως τώρα στάση του Αντίοχου, οι προσβολές του και η ύπουλη στάση του όταν ο ίδιος πάλευε ενάντια στους Ρωμαίους. Είναι ίσως κιόλας πολύ το “είθε” όταν ο Αντίοχος δε σεβάστηκε όχι μόνο τον Φίλιππο αλλά την ίδια τη γενέτειρά τους, τη Μακεδονία, που κατάντησε στην πράξη υποτελής στους Ρωμαίους εφτά χρόνια πριν. Αυτά ο Φίλιππος δε μπορεί να τα συγχωρέσει. Αυτά γυρνάνε τώρα στο νου του. Μας τα περιγράφει αναλυτικότερα και γλαφυρότερα ο Σαρεγιάννης

Έλληνες ίσως ήταν. Μα όταν αυτός αγωνίζονταν κ’ ήταν όλος αφοσιωμένος στον πόλεμο των Ρωμαίων, ό συμ­πατριώτης τον ο Αντίοχος τον έπερνε μία μία πίσω από την ράχη τον, άνανδρα τες πόλεις τες δικές του και εις τη Θράκη και εις την Μικράν Ασία. Κι αν ήταν μόνον αυτά; Μα κι όταν ήλθε στην `Ελλάδα, πριν βεβαιωθεί αν είχε τον Φίλιππο εχθρό για φίλο, σ ένα τυχοδιώκτη από την Μεγαλόπολι, σ έναν Αλέξανδρο δήθεν απόγονο τον Μεγάλου Αλεξάνδρου, υποσχέθηκε τον Θρόνο της Μακεδονίας. Και το χειρότερο· μπορούσε να το λησμονήσει; Επήγε στας Κυνός Κεφαλές και σκέπασε επιδεικτικά με χώμα τα κόκκαλα των Μακεδόνων που έπεσαν εκεί, την Ρώμη πολε­μώντας. Ποιό μεγάλη ταπείνωσι ό Φίλιππος δεν είχε αισθανθεί. Τους Μακεδόνες του ό Αντίοχος ήθελε να τον κλέψει !

Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής αναλαμβάνει ξανά μετά τον ήρωα τα ηνία της αφήγησης καθώς με την ψυχρότητα στον στίχο 12, ο πρωτοπρόσωπος μονόλογος έχει εξαντλήσει την όποια θερμότητά του άρα και την αφηγηματολογική του χρησιμότητα. Όμως και πάλι η επιστροφή του σταδιακά νοθεύεται όλο και περισσότερο από τον ΕΠΛ που κερδίζει έδαφος καθώς ο ήρωας παλεύει ανάμεσα στις ενοχές του για το συμπόσιο την ώρα της συμφοράς – που δείχνουν όμως, όπως είδαμε πριν, να υποχωρούν – και την αυξανόμενη οργή του στη μνήμη των προσβολών του από τον Αντίοχο. Σχεδόν από τον πρώτο στίχο που οριοθετεί την τρίτη και τελευταία νοηματική περιοχή, τον στίχο 13, ο αφηγητής αρχίζει και πάλι να ξεθωριάζει μέσα στον εξελισσόμενο εσωτερικό μονόλογο του ήρωα. Όχι, δεν θα αναβάλει τη γιορτή ο Φίλιππος.5-251 Το έχει ήδη από πριν αποφασίσει – μας το είπε: ένα «είθε» είν’ αρκετό. Ίσως κιόλας πολύ. Επανέρχεται εδώ εξασθενημένο το θέμα της κούρασης και της φθοράς  που είδαμε στην αρχή (Όσο κι αν στάθηκε του βίου του η κόπωσις μεγάλη) και συνεχίζει να το επικαλείται ο ήρωας ως πρόφαση για την δήθεν καλοπέραση και αδιαφορία του για τις πολιτικές εξελίξεις· ωστόσο ούτε τώρα μας πείθει, μάλλον ούτε καν προσπαθεί πια να μας πείσει καθώς η μνήμη του δουλεύει μια χαρά: ένα καλό διατήρησεν, η μνήμη διόλου δεν του λείπει. Ας σημειώσουμε εδώ πέρα από τη ρητή θεματολογική αντίθεση: κόπωση vs μνήμη και την υπόρρητη της ομοιοκαταληξίας: (δεν θ’) αναβάλει vs (κόπωσις) μεγάλη. Και καθώς η μνήμη κυριαρχεί θεματικά, ανακαλεί τη μαύρη μέρα της ήττας του Φιλίππου στις Κυνός Κεφαλές εφτά χρόνια πριν και η παλιά τραγωδία του ελληνισμού μπαίνει δίπλα στη νέα, δε μπορεί παρά να κάνει τις πικρές συγκρίσεις ο ήρωας, συγκρίσεις που κορυφώνουν την οργή του και την τελική του αντίδραση: Θυμάται πόσο στην Συρία θρήνησαν, τι είδος λύπη/είχαν, σαν έγινε σκουπίδι η μάνα των Μακεδονία. Για άλλη μια φορά  η ρίμα παίζει το ρόλο σχολίου, ειρωνικού εδώ: (η μνήμη δεν του) λείπει vs (τι είδους) λύπη. Θλίψη και πίκρα για τον Φίλιππο (πόσο θρήνησαν, τι είδους λύπη είχαν) μαζί με οργή μαζί που κορυφώνεται βίαια: σκουπίδι η μάνα των Μακεδονία. Ως πρόφαση υφίσταται πια το τρίτο γραμματικό πρόσωπο καθώς εδώ ο (μονό) λογος του ήρωα έχει στην ουσία διαρρήξει κάθε αφηγηματική ουδετερότητα. Τόσο η λέξη “σκουπίδι” (θυμίζω την εύστοχη χρήση της στον μονόλογο του φανατικού χριστιανού στο τελευταίο ποίημα του καβαφικού κανόνα, το Εις τα περίχωρα της Aντιοχείας : Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια) όσο και οι λέξεις “μάνα” και “Μακεδονία” έχουν τέτοιο βάρος και τέτοια φόρτιση που τον πνίγουν, τον συντρίβουν.  Μόνη διέξοδος το συμπόσιο και εκεί στρέφεται ο ήρωας σε πρώτο πια πρόσωπο καθώς το τρίτο είδαμε ότι έχει οριστικά αχρηστευτεί: Ν’ αρχίσει το τραπέζι. Δούλοι· τους αυλούς, τη φωταψία. Νευρικά και επιτακτικά (ας προσέξουμε την προστακτική), με ανυπομονησία και κάποια σπασμωδικότητα (η άνω τελεία και το ασύνδετο σχήμα). Και δε μπορεί παρά να υπογραμμίσουμε και τη μεγάλη, πικρότατη ειρωνεία στη ρίμα του τελευταίου δίστιχου: Μακεδονία – φωταψία· την ώρα μιας μεγάλης συμφοράς.

Κλείνω με μια διαπίστωση. Κανείς δεν κατάλαβε το ποίημα αυτό περισσότερο από τον Σαρεγιάννη. Μόνο αυτός ένιωσε ότι ο Καβάφης δε σκόπευε να κατασκευάσει έναν ασήμαντο, μικροπρεπή βασιλιά αλλά έναν δυνατό ηγέτη έστω και στην παρακμή του, άνθρωπο όμως των παθών, του ύψους και του βάθους ταυτόχρονα, με συναίσθηση του ρόλου του αλλά και ανθρώπινες αδυναμίες που τον καταβάλλουν και τον δείχνουν μικρό στα μάτια όσων βιάζονται να βγάλουν συμπεράσματα. Σε καμιά περίπτωση ο ποιητής δε θα έμπαινε στον κόπο να υπονομεύσει τις διαβεβαιώσεις του ήρωα για την κούρασή του και τη διάθεση να ιδιωτεύσει με εκείνα τα: σχεδόν, κυρίως, διατείνεται για κάποιον αδιάφορο, παραιτημένο από τα πολιτικά βασιλιά, έναν κακιασμένο μεσήλικα παραδομένο στις μικροαπολαύσεις μιας αυλικής καθημερινότητας. Μας δείχνει αντίθετα ότι όλα αυτά είναι κάμποσο θέατρο. Διόλου αδιάφορος δεν είναι ο Φίλιππος και διόλου δε χαίρεται, τι χαρά να κάνει τώρα που γίνονται πανίσχυροι οι Ρωμαίοι. Τι χαρά να έχει ο Δημάρατος, άλλος ένας ήρωας που παλεύει με το παρελθόν του: καμιά στιγμή χαράς δεν έχει ο Δημάρατος· / γιατί χαρά δεν είν’ αυτό που αισθάνεται /(δεν είναι· δεν το παραδέχεται· /πώς να το πει χαρά; εκορυφώθ’ η δυστυχία του). Αλλά δε μπορεί και να λυπηθεί ο Φίλιππος όταν έζησε τέτοιους εξευτελισμούς από τον Αντίοχο. Μέχρι το “είθε”. Και πολύ είναι.

Ο φάκελος του ποιήματος εδώ:
https://app.box.com/s/niizywvly0g4huefu0teoxof3o3t71n9

  1. Helen Catsaouni – Kavafis and the theatrical represenration of history (Journal of Hellenic Diaspora, vol X, Spring-Summer 1983).
  2. Γ.Α. Σαρεγιάννης – Σχόλια στη Μάχη της Μαγνησίας.
  3. Γεωργία Λαδογιάννη – Τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμίδωρου.
  4. Γιάννης Δάλλας – Καβάφης και ιστορία.
  5. Ελένη Κατσαούνη – Καβάφης και Ιστορία (Γ’ Συμπόσιο Ποίησης).
  6. Ερατοσθένης Καψωμένος – Η αντίληψη του τραγικού και η συνείδηση του προσώπου στον Καβάφη.
  7. Ερατοσθένης Καψωμένος – Η ποίηση και η ποιητική του Κ. Π. Καβάφη.
  8. Ευάγγελος Παπανούτσος – Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός.
  9. Ζωή Βογιάννου – Το επίθετο στον Καβάφη.
  10. Μίμης Σουλιώτης – 58 σχόλια στον Καβάφη.
  11. Σόνια Ιλίνσκαγια – Κ.Π.Καβάφης.
  12. Τίμος Μαλάνος – Κ.Π.Καβάφης

 

…καὶ διαλαθὼν ὑπεχώρησεν («Ο βασιλεύς Δημήτριος», μέρος δεύτερο)

Είδαμε στην προηγούμενη ανάρτηση ότι το ποίημα «Ο βασιλεύς Δημήτριος» εγκαινιάζει τη σειρά των καβαφικών ποιημάτων που αξιοποιούν επεισόδια από τους Βίους του Πλούταρχου. Ο Βίος του Δημητρίου εμφανίζεται εδώ για μία και μοναδική φορά ενώ αντίστοιχα ο συζυγής Βίος του Αντωνίου έχει πολύ μεγαλύτερη αντιπροσώπευση, όπως παρατηρούσα στην ανάρτηση για το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον». Δεν μπορούμε να ξέρουμε γιατί ο ποιητής εγκατέλειψε τον Δημήτριο ενώ αντίθετα ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον Αντώνιο· σίγουρα πάντως, ως τη στιγμή που εκδίδεται το συγκεκριμένο ποίημα, λίγα αναγνωρισμένα καβαφικά ποιήματα έχουν χτιστεί πάνω σε ξένα παραθέματα: Τα άλογα του Αχιλλέως, Η κηδεία του Σαρπηδόνος, Η απιστία, Che fece …. il gran rifiuto είναι αυτά που διακρίνονται σε μια πρώτη διερεύνηση. Σε όλα τα προηγούμενα ο ποιητής μένει σταθερά πάνω στο παράθεμά του και, με εξαίρεση το “Che fece …. il gran rifiuto”, ελάχιστα σχολιάζει. Το ίδιο ισχύει ως ένα βαθμό και για το «Ο βασιλεύς Δημήτριος» αλλά εδώ έχουν συμβεί και κάποιες ενδιαφέρουσες αλλαγές. Παραθέτω ξανά το ποίημα.

Ο Βασιλεύς Δημήτριος
[δημιουργία: 1900/δημοσίευση: 1906]

Ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ’ υποκριτής, μεταμ-
φιέννυται χλαμύδα φαιάν αντί της τραγικής
εκείνης, και διαλαθών υπεχώρησεν.
(Πλούταρχος, Βίος Δημητρίου)

Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε ψυχή) καθόλου — έτσι είπαν —
δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε
κ’ έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και τα ποδήματά του πέταξε
τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.

Πρόκειται για ένα ιστορικό και πιο συγκεκριμένα ιστοριογενές ποίημα. Βέβαια, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ούτε το φιλοσοφικό υπόβαθρό του, βασισμένο στον στωικισμό ούτε και το υποδόριο διδακτικό (προτρεπτικό ή αποτρεπτικό, ανάλογα με την ερμηνεία) υπόστρωμα. Όμως κυρίαρχος χαρακτήρας είναι ο ιστορικός: η στενή σύνδεσή του με το παράθεμα του Πλούταρχου.
Αφηγηματολογικά το ποίημα δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαιτερότητα. Δε συναντάμε εδώ το δεύτερο ενικό πρόσωπο της «Σατραπείας» ή του «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» με τον ευδιάκριτα διδακτικό/παραινετικό του χαρακτήρα ούτε τον πρωτοπρόσωπο δραματικό μονόλογο του ελαφρότατου νέου στο «Ας φρόντιζαν»· πολύ περισσότερο δε συναντάμε τις πιο σύνθετες αφηγηματικές τεχνικές που βασίζονται στη χρήση του ελεύθερου πλάγιου λόγου, όπως λχ στο «Εν Σπάρτη» ή στα εξαιρετικά επίσης «Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει» και «Ο Δαρείος». Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής μεταφέρει σχεδόν χωρίς αποκλίσεις από το πρωτότυπο το επεισόδιο της φυγής του Δημητρίου. Γράφει σχετικά ο Κ.Θ.Δημαράς για τα ποιήματα όπως το συγκεκριμένο (τα οποία ονομάζει «ιστορικά» ή «αφηγηματικά»): Στα ποιήματα αυτά είναι έκδηλος, με κάποιο τρόπο, ο χαρακτήρας της αντικειμενικής αφήγησης· ο λόγος είναι στο τρίτο πρόσωπο, οι έννοιες απλές, κι έτσι καμιά δυσκολία δεν παρουσιάζεται για να ξεχωρίσουμε τις απόψεις του ποιητή από τις απόψεις των ηρώων του· σε πολλά απ’ αυτά, ο ποιητής κάνει απλώς έργο πορτραιτίστα, καθώς παρατηρήθηκε: πάει να μας ξαναδώσει τύπους ανθρώπινους, παρμένους ρεαλιστικά, αντικαλλιτεχνικά, αν μπορώ να πω, επιστημονικά ― από την μια μεριά ο ήρωας, από την άλλη ο ποιητής που τον μελετά, τον αναλύει, τον χαρακτηρίζει.

Από άποψη μετρικής το ποίημα αποτελείται από ανομοιοκατάληκτους ιαμβικούς ενδεκασύλλαβους (οι πρώτοι έξι στίχοι και ο ενδέκατος) και ιαμβικούς δεκασύλλαβους (έβδομος έως και δέκατο καθώς και ο δωδέκατος στίχος). Εντύπωση ωστόσο προκαλούν οι συνεχείς διασκελισμοί από τον τρίτο έως και τον όγδοο στίχο με πιο χαρακτηριστικούς εκείνον του τρίτου στίχου (μεγάλην) και του πέμπτου (Επήγε) καθώς τίποτα δε μας δείχνει ότι πρόκειται για αδεξιότητα του ποιητή ή αδήριτη ανάγκη τήρησης του μέτρου. Αντλώ από το πάντα εξαιρετικό και πολύτιμο για κάθε φιλόλογο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας και κρατώ προς αξιοποίηση παρακάτω τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις (οι υπογραμμίσεις δικές μου): […] ο διασκελισμός, όταν δεν προκύπτει από τον τρόπο σύνθεσης της προφορικής ποίησης (εξήγηση που έχει προταθεί για τα ομηρικά έπη) ή δεν συνιστά καταφανώς αδέξια υποχώρηση στις ανάγκες του μέτρου ή της ομοιοκαταληξίας και διεκδικεί μια αξιοπρόσεκτη σημασιολογική λειτουργία, θεωρείται συχνά ως μέσον έμφασης, που υπογραμμίζει την τελευταία λέξη πριν από το τέλος του στίχου ή την πρώτη του επόμενου. Ωστόσο, στις εφευρετικότερες χρήσεις της, η έμφαση αυτή συνοδεύει μια μιμητική λειτουργία: η στιχουργική διαταραχή που δημιουργείται, η ανατροπή δηλαδή της αναγνωστικής προσδοκίας για ολοκλήρωση του νοήματος στο τέλος του στίχου, αναπαριστά πολλές φορές μια συναισθηματική αναστάτωση ή έντονη δράση που υπάρχει στο θεματικό επίπεδο του ποιήματος. Σε άλλες περιπτώσεις, ο διασκελισμός είναι δυνατόν να μιμείται το κόψιμο, το σπάσιμο, το διάνυσμα μιας απόστασης ή μιας χρονικής περιόδου, μια κάθοδο. [Αναστασία Νάτσινα, «Σημασιολογικές λειτουργίες των καβαφικών διασκελισμών. Μίμηση και ειρωνεία»].

Το ποίημα διαιρείται σε τρεις άνισες νοηματικές ζώνες. Οι πρώτοι πέντε στίχοι (στ. 1-5) προαναγγέλλουν τη φυγή, σχολιάζουν τον ακατάβλητο χαρακτήρα του Δημητρίου και αποτιμούν ηθικά (με επιφύλαξη) το γεγονός της φυγής προβάλλοντας το αξίωμα που εγκαταλείπεται (Ώσπερ ου βασιλεύς). Αντιστοιχίες3_Page_1Οι επόμενοι τέσσερις (στ. 6-9) περιγράφουν τo ήρωα να απεκδύεται, μαζί με τα βασιλικά ρούχα, τη βασιλική του ιδιότητα και να ξεφεύγει εν κρυπτώ. Οι τρεις τελευταίοι (στ. 10-12) κλείνουν το ποίημα εστιάζοντας πάνω στο ρόλο του ηθοποιού (αλλ’ υποκριτής) που υποκαθιστά τον εγκαταλειμμένο βασιλικό ρόλο. Είναι φανερό ότι ο ποιητής δεν ακολουθεί τη σειρά των λέξεων του ιστορικού χωρίου αλλά επιλέγει να φωτίσει – ή να σκιάσει – με το δικό του τρόπο πρόσωπα, γεγονότα και αξιολογήσεις. Στον πίνακα επάνω διακρίνονται τα αποσπάσματα των Βίων του Δημητρίου και του Πύρρου που αντιστοιχούν στους στίχους του ποιήματος.

Μπορεί το motto του ποιήματος (και το ίδιο το ποίημα) να εστιάζει στη ντροπιαστική – έτσι είπαν – φυγή του ήρωα αλλά η αφήγηση ξεκινά από τα αίτιά της: ο Μακεδόνες παραίτησαν τον Δημήτριο, τον παράτησαν, εγκατέλειψαν χάριν του Πύρρου. Ταυτόχρονα μέσω της αμφισημίας του ρήματος παραίτησαν προειδοποιείται ο αναγνώστης για την επικείμενη παραίτηση του Δημητρίου από το βασιλικό αξίωμα. Όπως και ο Πλούταρχος, ο ποιητής ξεκινά με την ηθική αξιολόγηση της πράξης που θα ακολουθήσει πριν την περιγράψει: ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ’ υποκριτής […] καθόλου […] δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Ωστόσο ο ποιητής επιλέγει να χωρίσει τους δυο όρους της αντίθεσης “βασιλιάς vs υποκριτής” με τον ακυρωμένο βασιλικό ρόλο να κυριαρχεί στην πρώτη νοηματική ζώνη και εκείνον του ηθοποιού να καλύπτει την τρίτη. Επιπλέον η ίδια η ηθική αξιολόγηση του Δημητρίου τυπικά μεν αποτελεί μεταγραφή του αρχαίου χωρίου, ουσιαστικά όμως υπονομεύεται διπλά. Πρώτα με την παρενθετική πρόταση μεγάλην είχε ψυχή και στη συνέχεια, αμέσως μετά το καθόλουΠολιορκία της Ρόδου που ακολουθεί (και έτσι μετριάζεται διπλά), με την μέσα σε παύλες πρόταση έτσι είπαν. Αυτή η διπλή υπονόμευση αξίζει κάπως παραπάνω την προσοχή μας.

Η «μεγάλη ψυχή» του Δημητρίου δείχνει παράταιρη στο ποίημα αν ειδωθεί με την προοπτική της βιαστικής του αποχώρησης που περιγράφεται μετά. Θα μπορούσε να ισχυριστεί βάσιμα ο αναγνώστης ότι λέγεται ειρωνικά, καθώς κανένα μεγαλείο ψυχής δε δείχνει (σε πρώτη ανάγνωση) η μεταμφίεση και η δραπέτευση. Ειρωνεία που, όπως γνωρίζουμε, είναι βασικό συστατικό της καβαφικής ποίησης. Από την άλλη πάλι όμως, υπάρχουν εξίσου βάσιμοι λόγοι να απορριφθεί μια τέτοια ερμηνεία. Η καβαφική ειρωνεία σπάνια είναι μόνο λεκτική και σχεδόν πάντα είναι ειρωνεία που προκύπτει από μεταβολή καταστάσεων (δραματική ειρωνεία) ή από άγνοια του ήρωα ή ακόμα και μέσω της τριγωνικής σχέσης ήρωα – αφηγητή (ή ποιητή) – αναγνώστη. Όπως προκύπτει από το χρονολόγιο των καβαφικών ποιημάτων, δεν υπάρχει ως το 1900 που γράφεται το ποίημα κάποιο τόσο έντονα ειρωνικό σχόλιο πάνω στην ανακολουθία εικόνας του ήρωα και πράξης του. Έπειτα, προφανώς και η συνέχεια θα ήταν ανάλογη: η αναχώρηση του ήρωα θα παρουσιάζονταν γελοία και εξευτελιστική κάτι που δεν φαίνεται στο ποίημα. Τέλος, αν ίσχυε η ειρωνική ανάγνωση του μεγάλην είχε ψυχή, το έτσι είπαν που ακολουθεί δε θα είχε νόημα ύπαρξης διότι η δειλία του ήρωα θα θεωρούνταν αναμφισβήτητη. Αντίθετα, αν δεχτούμε κυριολεκτικά το μεγάλην είχε ψυχή, τότε και το έτσι είπαν δικαιολογείται απόλυτα: με δεδομένη την ισχυρή βούληση του ήρωα (που τεκμηριώνεται άλλωστε από τον ίδιο τον Πλούταρχο) μόνο ως γνώμη των αρχαίων συγγραφέων υπάρχει το δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Αξίζει να σημειωθεί ακόμη ο διασκελισμός ως μέσο έμφασης στο μεγάλην που το φέρνει στο τέλος του στίχου τονίζοντάς το, όπως ακριβώς τονίζεται και το έτσι είπαν στο τέλος του επόμενου στίχου.

Η πρώτη αυτή παρέμβαση του αφηγητή-ποιητή (εδώ ταυτίζονται) έχει ως προφανή στόχο να υποδείξει στον αναγνώστη ότι ο Δημήτριος δεν πρέπει να κριθεί ως ένας κοινός δειλός ή ως λαθρεπιβάτης της βασιλικής εξουσίας (ας θυμηθούμε εκείνον τον ταλαίπωρο ψευτοηγεμόνα εκ Δυτικής Λιβύης). Η δεύτερη παρέμβαση αντίστοιχα, με το έτσι είπαν, υπενθυμίζει πως το […] καθόλου […] δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς δεν είναι παρά η γνώμη του Πλούταρχου (να σημειώσουμε εδώ πώς μόνο ο Πλούταρχος αναφέρει και σχολιάζει τις λεπτομέρειες της φυγής του Δημήτριου, οι υπόλοιποι συγγραφείς καταγράφουν συνοπτικά την κατάληψη της εξουσίας από τον Πύρρο) και δεν εκφράζει απαραίτητα τον αφηγητή-ποιητή. Πιο άμεσος εδώ ο σχολιασμός και περισσότερο τονισμένος με τη χρήση της διπλής παύλας (η οποία υπερέχει στην κρισιμότητα των περιεχομένων της σε σχέση με την παρένθεση) αμφισβητεί και αποδυναμώνει ουσιαστικά και το καθόλου που προηγείται και, πολύ περισσότερο, το δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς που ακολουθεί. Υπό αυτούς τους όρους τόσο η περιγραφή της διαφυγής όσο και η σύγκρισή της με αναχώρηση από θεατρική σκηνή παύουν να έχουν τον μειωτικό 6812705χαρακτήρα που αποδίδει ο Πλούταρχος και προβάλλουν μια φιλοσοφία και στάση ζωής.

Η δεύτερη νοηματική ζώνη περιγράφει παραστατικά τις πράξεις του Δημητρίου με τις οποίες εγκαταλείπει τη βασιλική ιδιότητα: βγάζει τα βαρύτιμα ενδύματα και υποδήματα και με ρούχα απλά ξεφεύγει. Παρά το γεγονός ότι οι στίχοι αυτοί μοιάζουν απλή και μόνο περιγραφή (αξιοπρόσεκτα λιτή σε σχέση με παλαιότερα ποιήματα) έχουν αρκετά σημεία για σχολιασμό. Αναφέρθηκε πιο πάνω ο δεύτερος κομβικός διασκελισμός με το Επήγε. Σκοπός του είναι να τονίσει όχι τόσο το συγκεκριμένο – αδιάφορο νοηματικά – ρήμα όσο το έβγαλε με το οποίο ξεκινά η ενότητα της αποχώρησης. Τρία από τα μόλις τέσσερα επίθετα του ποιήματος (είδαμε πριν το μεγάλην) υπάρχουν στους τέσσερις στίχους της ενότητας: χρυσά, ολοπόρφυρα σε αντίθεση με το απλά (που όχι τυχαία βρίσκεται γι’ αυτόν τον λόγο στο τέλος του στίχου και με διασκελισμό επίσης). Η περιγραφή των ρούχων ακολουθεί το κείμενο του Πλούταρχου, όπως φαίνεται άλλωστε στον παραπάνω πίνακα με τις αντιστοιχίες, αλλά όχι το κομμάτι που σχετίζεται με το motto ποιήματος παρά ένα προηγούμενο σχετικό με την πολυτελή αμφίεση του Δημητρίου. Ο ποιητής επίσης δεν αναφέρει πουθενά τις χλαμύδες ούτε τη φαιά ούτε την τραγική εκείνη. Πέρα από την ανάγκη της παραστατικότητας, η οποία σαφώς εξυπηρετείται καλύτερα με τις εικόνες των χρυσών φορεμάτων και πορφυρών υποδημάτων, υπάρχει και το θέμα της χλιδής, της πολυτέλειας που είτε είναι μάταιη είτε σχετίζεται με την απάτη, το ψέμα. Για πρώτη φορά μπορούμε να το δούμε στο «Περιμένοντας τους βαρβάρους» (1898) αλλά πιο χαρακτηριστικές εμφανίσεις του βρίσκονται στο «Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου», στο «Αλεξανδρινοί Bασιλείς» και στο «Από υαλί χρωματιστό». Ή από την άλλη ο Φιλέλλην που μαϊμουδίζει κατ’ ανάγκην τις λιτές γραμμές στα ελληνικά νομίσματα. Το κάπως μειωτικό επίσης διαλαθών υπεχώρησεν του Πλούταρχου αντικαθίσταται από το μετριοπαθέστερο ξέφυγε. Ούτε φαιάν χλαμύδαν λοιπόν ούτε διαλαθών. Μόνο ρούχα απλά και ξέφυγε. Σχεδόν ουδέτερα.

Αναφέρθηκε πιο πάνω ότι η δεύτερη νοηματική ζώνη παρεμβάλλεται ανάμεσα στον ακυρωμένο ρόλο του βασιλιά της πρώτης και τον πλαστό ρόλο του ηθοποιού της τρίτης. Μένει να δούμε γιατί ο ποιητής αποφάσισε στην τρίτη και τελευταία ενότητα να αναπτύξει σε τρεις στίχους μια και μόνο λέξη του αρχαίου συγγραφέα: υποκριτής. Με βάση το περιεχόμενο αυτών των στίχων η ομοιότητα με του ήρωα με ηθοποιό βρίσκεται ακριβώς στην αλλαγή ρούχων και στην αποχώρηση με το τέλος της παράστασης. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΠΟΛΙΟΡΚΗΤΗΣΠροφανώς ο Καβάφης έχει προσέξει τις διαρκείς αναφορές του Πλούταρχου στο θεατρικό στοιχείο που χαρακτηρίζει συχνά τις πράξεις του Δημήτριου· επιπλέον την ίδια εποχή που γράφεται το ποίημα έχει στραφεί λιγότερο προς επικούρειες και περισσότερο προς στωικές θέσεις με αποτέλεσμα μια ποίηση ηθικοδιδακτική, όπως σημειώνει ο Γιάννης Δάλλας. Σύμφωνα με τον μελετητή ο «Βασιλεύς Δημήτριος» είναι το δεύτερο χρονικά ποίημα στους δείκτες της πορείας αυτής. Σημειώνει σχετικά: Ποίηση διδακτικής κατηγορίας και προσόδου, του συντελεσμένου χρέους και συγχρόνως παραινετική. Πρώτα ηθικολογική (περ. 1900-1905/6) και μετά δεοντολογική (περ. 1905-1910/11) και λίγο παρακάτω: Στην ανάλυση λοιπόν των πρώτων ποιημάτων διακρίνεται η θε­ματική ανάπτυξη αυτής της δεοντολογίας. Έχομε κλιμακωτά θέ­ματα ηθικού απολογισμού μιας ολόκληρης ζωής («Θεόφιλος Πα­λαιολόγος», «Μανουήλ Κομνηνός», «Το Τέλος του Αντωνίου», «Απολείπειν ό θεός Αντώνιον»), θέματα δοκιμασίας και προανα­κρούσματα κινδύνων («Ο Βασιλεύς Δημήτριος», «Η Σατραπεία», «Μάρτιαι είδοί», «Ο Θεόδοτος»), συνταγές ζωής και τακτικές πο­ρείας (π.χ. από το «Che fece. . . . il gran rifiuto» ως την «Ιθά­κη»). Με τους στωικούς εξάλλου εγκαινιάζεται και φιλοσοφικά η έννοια του χρέους και η αξία του καθήκοντος. Και με αυτούς κα­θιερώνεται η ιδέα μιας ζωής αντιηρωικής. Ακριβέστερα για την εκτεταμένη σύγκριση βασιλιάς vs ηθοποιός τοποθετείται η Σόνια Ιλίνσκαγια: Διόλου τυχαίο ότι ο ποιητής ασχολείται τόσο πολύ με τη μεταμφίεση του ήρωά του και στο τέλος — μέσα από τη σύγκρισή του με τον ηθοποιό που μετά την παράσταση «αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται» — σαν να φωτίζει στο υπόστρωμα του ποιήματος τι είναι το εφήμερο και το μόνιμο, σαν να ζητάει να προσέξουμε, τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε ν’ αψηφήσουμε. Σε μια τέτοια ερμηνεία της πηγής είναι αισθητός ο στωικισμός του ποιητή που δεν του λείπει ένα δικό του θάρρος κι ο ανδρισμός του πνεύματός του. Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να καταλάβουμε και το γιατί ο ρόλος του ηθοποιού (που στον Πλούταρχο έχει μειωτική αξία μέσω της άμεσης σύγκρισης με τον βασιλικό ρόλο) στο ποίημα διαχωρίζεται με την τοποθέτησή του στην τρίτη νοηματική ζώνη, μακριά από τον βασιλικό ρόλο. Με τη φράση όμοια σαν ηθοποιός ο ποιητής μεταφέρει το στωικό πνεύμα της ζωής σα μια θεατρική σκηνή όπου το άτομο παίζει εναλλασσόμενους ρόλους και όπου κανένας ρόλος δεν έχει μεγαλύτερη αξία από τον άλλο· όπου το άτομο πρέπει να έχει τη δύναμη να εγκαταλείψει τη σκηνή όταν ο ρόλος τελειώνει χωρίς των δειλών τα παρακάλια και παράπονα. Είναι γεγονός ότι όλα αυτά θα φανούν ξεκάθαρα στο Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον και στη Σατραπεία όμως και η μεγάλη ψυχή του Δημητρίου να εγκαταλείψει τα πάντα και να ξαναρχίσει από το μηδέν για τρίτη φορά στη ζωή του είναι μια πολύ αξιόλογη εισαγωγή στο πνεύμα του στωικού ηρωισμού που πολλές φορές προκύπτει από – κατά συμβατική θεώρηση – αντιηρωικές πράξεις.

Ο φάκελος του ποιήματος:
https://app.box.com/s/1mwi5mnn5ndht2kle5w6mmwbeh9nl8t6

  1. Antonis Pontoropoulos, Representations of tragic themes in Plutarch’s Lives: Demetrius and Antony
  2. Duncan B. Campbell, “Outrageous fortune. The rise and fall of Demetrius Poliorcetes”
  3. J. Phillipson – C.P. Cavafy Historical Poems: A Verse Translation with Commentaries, pp 149-167
  4. Jeff Jay, The Tragic in Mark. A Literary-Historical Interpretation
  5. Αναστασία Νάτσινα, «Σημασιολογικές λειτουργίες των καβαφικών διασκελισμών. Mίμηση και ειρωνεία»
  6. Γ.Π. Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά τ.Α΄
  7. Γ.Π. Σαββίδης, «Καβάφης και Ξενόπουλος, απόπειρα για την ανασύνθεση μιας λογοτεχνικής σχέσης (1901-1944)».
  8. Γιάννης Δάλλας, Καβάφης και Ιστορία
  9. Γιάννης Δάλλας, Ο Καβάφης και η Δεύτερη Σοφιστική
  10. Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές τ.Α΄
  11. Ερατοσθένης Καψωμένος, «Η ποίηση και η ποιητική του Κ. Π. Καβάφη»
  12. Ευφροσύνη Κωστάρα, Καβάφης και Αρχαίο Θέατρο (Διδ. διατριβή, Πάτρα 2014, σ. 241-253)
  13. Ι.Α. Σαρεγιάννης, Σχόλια στον Καβάφη
  14. Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι – Μετάφραση
  15. Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι – Πρωτότυπο
  16. Σόνια Ιλίνσκαγια, Κ.Π.Καβάφης
  17. Στρατής Τσίρκας, Ο Καβάφης και η εποχή του.
  18. Χ.Λ.Καράογλου – “Για το ποίημα “Ο Βασιλεύς Δημήτριος” του Κ.Π. Καβάφη” (περ. Διαγώνιος τ.6, 1980, σελ 272-284)

 

Η μέρα που αφέθηκες και ενδίδεις [“Η Σατραπεία”, μέρος δεύτερο]

Συνεχίζοντας  την ανάγνωση της “Σατραπείας”  (εδώ το πρώτο μέρος) θα παρεκκλίνω ως ένα βαθμό από τις πιο συμβατικές προσεγγίσεις χρησιμοποιώντας , με κάποια διάθεση πειραματισμού ομολογουμένως, το βιβλίο του Ξ.Α.Κοκόλη,  Πίνακας λέξεων των 154 ποιηµάτων του. Κ.Π. Καβάφη. Χρησιμότατο έργο παρά την ηλικία του και παρά τους περιορισμούς του, καθώς καταγράφει το λεξιλόγιο των 154 δημοσιευμένων ποιημάτων του ποιητή. Να σημειώσω εδώ οτι υπάρχει ακόμη σε ψηφιακό δίσκο (cd)  μια εργασία του Σπουδαστηρίου Nέου Eλληνισμού με τίτλο K. Π. Καβάφης, Ο άνθρωπος και η εποχή του. Περιλαμβάνει ηλεκτρονικό αρχείο λέξεων από τα δημοσιευμένα ποιήματα του Καβάφη. Ένας συμφραστικός πίνακας λέξεων (concordance) που θα εκτείνονταν επιπλέον στο σύνολο του ποιητικού έργου του Καβάφη, όπως αυτός για τον Σεφέρη από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας στο διαδικτυακό τόπο της  Πύλης για την ελληνική γλώσσα θα ήταν πολύτιμος  [Τώρα υπάρχει από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας και είναι όντως πολύτιμος: η Ανεμόσκαλα με συμφραστικούς πίνακες λέξεων για αρκετούς ποιητές, ανάμεσα στους οποίους και τον Καβάφη]
Στο σχεδιάγραμμα που ακολουθεί έχω επιλέξει τις βασικότερες λέξεις – κλειδιά του ποιήματος. Με κόκκινο γράμματα και υπογράμμιση  παρουσιάζονται όσες εμφανίζονται και σε άλλα δημοσιευμένα ποιήματα, τους τίτλους των οποίων καταγράφω. Αν δίπλα σε κάποιο τίτλο υπάρχει αριθμός σε παρένθεση, αυτός δηλώνει πόσες φορές εμφανίζεται η λέξη στο συγκεκριμένο ποίημα. Με πράσινα  τέλος γράμματα καταδεικνύονται οι λέξεις άπαξ του ποιήματος.

Είναι σπάνιο στον Καβάφη ένα ποίημα με τόσο έντονα ρητορικά στοιχεία να μην περιέχει ίχνος από την περίφημη καβαφική ειρωνεία – τον συνδυασμό λεκτικής και δραματικής ειρωνείας που συχνά αφήνει τον αναγνώστη μετέωρο και διχασμένο ως προς τον ερμηνευτικό δρόμο που θα διαλέξει.  Σχεδόν πάντα η ρητορεία στον Καβάφη προεξαγγέλλει την ειρωνεία. Διαβάζοντας το “Τι συμφορά” περιμένει κανείς έναν Φερνάζη – αντίθετα διαπιστώνει οτι έχει μπροστά του έναν Θεμιστοκλή ή Αλκιβιάδη.

Το ποίημα αρθρώνεται σε τρεις ενότητες: Η πρώτη (στίχοι 1-6) καταγράφει τις δυσκολίες του ήρωα που τον οδηγούν στο να ενδώσει. Η δεύτερη ενότητα καταγράφει σε δυο υποενότητες: α) τη φυγή στον Αρταξέρξη (στιχ. 7-12) και β) την απελπισία του ήρωα που διχάζεται ανάμεσα σε αυτά που του προσφέρονται και αυτά που επιθυμεί (στιχ 13-18). Απελπισία που γίνεται απόγνωση στην τρίτη ενότητα (στιχ 19-21). Έχουμε δηλαδή ένα σχήμα 6 + (6+6) + 3 στίχων. Οι πρώτες δυο ενότητες εισάγονται με τις σχεδόν επιφωνηματικές (σχεδόν: σοφά λείπει το θαυμαστικό που θα τις υπερτόνιζε άστοχα) εκφράσεις “Τι συμφορά και “Τι φρικτή”. Η τρίτη ενότητα, επίλογος του ποιήματος, συσσωρεύει τρεις κλιμακωτές ρητορικές ερωτήσεις  – χωρίς ερωτηματικό για να τονιστεί η άρρητη αλλά ευκόλως εννοούμενη απάντηση. Οι δύο πρώτες ενωμένες με ασύνδετο σχήμα, η τρίτη μετά από άνω τελεία:  περισσότερο βαρύθυμη διαπίστωση παρά ερώτηση.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την διερεύνηση της ταυτότητας του σχολιαστή-αφηγητή στο ποίημα. Θα μπορούσε να είναι ένας μονόλογος σε β΄πρόσωπο εν είδει αυτοκριτικής, η φωνή μιας ομιλούσας συνείδησης που απευθύνεται, εν μέρει ως αφηγητής ενός απόλογου εν μέρει ως δικαστής ( η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις), στον βουβό ήρωα. Μια τέτοια αποδοχή θα δικαιολογούσε επιπλέον μια αδιόρατη ειρωνεία στην ανάγνωση των ρητορικών εκφράσεων που προαναφέρθηκαν, κορυφώνοντας την ειρωνεία με την τελευταία πρόταση και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις. Θα βόλευε και στην επαλήθευση της καβαφικής ηθοποιίας: δες εδώ το σχετικό άρθρο του Κ.Θ.Δημαρά που θεωρεί τη “Σατραπεία”  μεταβατική – ανάμεσα στα ποιήματα σε τρίτο πρόσωπο που τονίζεται ο ρόλος του σχολιαστή και σε αυτά σε πρώτο όπου τονίζεται η φωνή του ήρωα – κατηγορία όπου ο λόγος είναι στο δεύτερο πρόσωπο· έτσι κατασταίνεται το θέμα γενικότερο και σβήνει η διάκριση του ποιητή από το αντικείμενό του. Αυτό ακριβώς είναι και το σημείο που μας υποχρεώνει να απομακρυνθούμε από την προηγούμενη εκδοχή καθώς ο ποιητής επιμένει στη γενικότητα του συμβόλου: Το υπονοούμενον πρόσωπον είναι εντελώς συμβολικόν, το οποίον δέον να παραδεχθώμεν μάλλον ως ένα τεχνίτην ή και επιστήμονα ακόμη… Μια τέτοια γενίκευση δεν καλύπτεται εύκολα από έναν εσωτερικό μονόλογο, έστω και σε β΄πρόσωπο που παρέχει μια κάποια απόσταση ασφαλείας.  Για χρόνια δεχόμουν το ποίημα ως έναν θεατρικό (εσωτερικό) μονόλογο. Όμως όσο γοητευτική κι αν είναι η άποψη αυτή, περιορίζει πολύ το σύμβολο καθώς επιμένει στην εικόνα του ήρωα και της προσωπικής του μοίρας. Πρέπει λοιπόν αν όχι να την απορρίψουμε τελείως, τουλάχιστον να μην την θεωρούμε ως πρώτιστη ή κυρίαρχη εκδοχή.

Είπαμε οτι το ποίημα ξεκινά με τη φράση “Τι συμφορά”. Πρώτα ας δούμε τη χρήση της λέξης στα άλλα δημοσιευμένα ποιήματα. Υπάρχει συνήθως συσχετισμένη με έναν θάνατο: του Πατρόκλου (Τα Άλογα του Αχιλλέως), του Αριστόβουλου ( Αριστόβουλος),  του  Μύρη (Μύρης • Αλεξάνδρεια του 340 μΧ)  ή με μια απειλή: των Ρωμαίων (Ο Δαρείος) – αλλά εκεί ο τόνος, παρά το ότι η έκφραση είναι ακριβώς η ίδια, “Τι συμφορά”, είναι σχεδόν κωμικός. Μόνο στο ανέκδοτο ποίημα Ποσειδωνιάται η φράση “ω συμφορά” ταιριάζει με τη συμφορά στο παρόν ποίημα. Η συμφορά του ήρωα στη “Σατραπεία” είναι λοιπόν σχεδόν μοναδική. Και προκύπτει από μια αντίθεση: ενώ είναι ο ήρωας καμωμένος (άρα λοιπόν από τη φύση του έτσι) για τα ωραία και μεγάλα έργα η (άδικη) τύχη του δεν του συμπαραστέκεται καθώς του αρνείται ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία. Τύχη ενάντια στη φύση. Το σχεδιάγραμμα:

sxedioΗ λέξη καμωμένος έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς στα έξι άλλα ποιήματα που εμφανίζεται σχετίζεται έμμεσα ή και άμεσα με μια ερωτική θεματική. Εδώ βέβαια το περιεχόμενο είναι διαφορετικό αλλά ας κρατήσουμε την παρατήρηση. Η λέξη τύχη πάλι δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα υπόλοιπα ποιήματα παρά μόνο στο Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων στη φράση της γενναίας Κρατησίκλειας : “… αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ, πάρεισι”. Και εκεί άδικη τύχη και εδώ το ίδιο. Άδικη επίσης η κακομοιριά που αποπνέουν τα ψεύτικα κοσμήματα στη στέψη του Ιωάννη Καντακουζηνού και της Ειρήνης Aνδρονίκου Aσάν, στο ποίημα  Από υαλί χρωματιστό. Ακόμα πιο κοντά όμως στον ήρωα του ποιήματος είναι η λέξη αδικία στο ποίημα Ο Δημάρατος – η αδικία που έγινε στον Δημάρατο  και δεν ξεπληρώνεται, δεν μπορεί να ξεπληρωθεί.

Αρνείται συνεπώς η τύχη ενθάρρυνση και επιτυχία : λέξεις άπαξ και οι δύο, σύστοιχες με τα ωραία και μεγάλα έργα των οποίων είναι προϋποθέσεις.  Άρνηση ανάλογη δεν υπάρχει σε άλλο ποίημα παρά μόνο κάπως στο Che fece…il gran rifiuto. Εκεί βέβαια το ίδιο το πρόσωπο εκφράζει την άρνηση που αν και σωστή, τον καταβάλλει ψυχολογικά. Εδώ η τύχη αρνείται να δικαιώσει τις ικανότητες του ήρωα αλλά μόνο η τύχη; Σε δεύτερο επίπεδο (αυτό δηλώνει η άνω τελεία μετά το «αρνείται») τον ήρωα τον εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες, / και μικροπρέπειες κι αδιαφορίες. Ποιος άλλος ήρωας «εμποδίζεται» στο να «υπηρετήσει τη Συρία» (και να βολευτεί οικονομικά); Φυσικά 0 κυνικός και αμοραλιστής νέος του Ας φρόντιζαν που οι σπατάλες του τον έχουν αφήσει σχεδόν ανέστιο και πένητα. Αυτός σίγουρα  είχε πολλές ευτελείς συνήθειες·  σε αντίθεση με τον Μανουήλ Κομνηνό στο ομώνυμο ποίημα που λίγο πριν πεθάνει παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται. Το ευτελής πάντως έχει στην ποίηση του Καβάφη συνδεθεί όπως και το καμωμένος με ερωτικά συμφραζόμενα, αν κρίνουμε από την εμφάνισή του στο Μέσα στα καπηλειά – , όπου ο ήρωας μας ομολογεί πως Μες σ’ ευτελή κραιπάλη διάγω ποταπώς. Ήδη λοιπόν ξέρουμε τι μπορεί να σημαίνουν οι ευτελείς συνήθειες, έστω κάποιες από αυτές. Και επιπλεόν μικροπρέπειες (λέξη άπαξ) και αδιαφορίες (μια ανούσια εμφάνιση στο Πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια).

Δεν είναι αθώος λοιπόν για την κακοδαιμονία του ο ήρωας. ΄Εχει και τον χαρακτήρα του εμπόδιο στις ικανότητές του. Όπως ακριβώς αποφαίνεται ο Εφέσιος Λοξίας, ο Ηράκλειτος:  ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων (frag.119). Και δεν είναι πια δύσκολο να απογοητευτεί, να ενδώσει όπως λέει χαρακτηριστικά ο ποιητής.  Ας θυμηθούμε πάλι το σχόλιο του ποιητή: Αξιοσημείωτος είναι ο εν παρενθέσει στίχος: η  μ έ ρ α  π ο υ  α φ έ θ η κ ε ς  κ’  ε ν δ ί δ ε ι ς, ο οποίος αποτελεί την βάσιν ολοκλήρου τον ποιήματος, δια του υπαινιγμού καθ’ ον ο ήρωας απεκαρδιώθη εύκολα, ότι  εμεγαλοποίησε τα γεγονότα και βιά­στηκε να λάβει την άγουσαν προς τα Σούσα. Αφέθηκε: δεν συγκράτησε τον εαυτό του, δεν τον πίεσε, αφέθηκε και ενέδωσε. Στο Απολείπειν ο θεός Αντώνιον ενδίδει η τύχη του Αντώνιου, τον παρατά αλλά στο Πέρασμα τα νεανικά μέλη ενδίδουνε σ’ αυτήν [την έκνομη ερωτική ηδονή]. Και το ρήμα αφέθηκες εμφανίζεται πάλι σε ποιήματα με έντονο το ερωτικό στοιχείο όπως στο Επήγα (αφέθηκα κι επήγα όπως ίσως αφέθηκες κ’ενδίδεις) και στο Εκόμισα εις την Τέχνη όπου ο ποιητής αφήνεται στην Τέχνη για να σχηματίσει   Μορφήν της Καλλονής. Καμωμένος, ευτελείς (συνήθειες), αφέθηκες και ενδίδεις: συνθέτουν οι λέξεις αυτές, με τις ευρύτερες στο έργο του ποιητή συνδηλώσεις τους, ένα λεπτό, αδιόρατο σχεδόν ερωτικό υπόστρωμα. Εύκολα πάει ο νους μας στον Αλκιβιάδη. «Προς τας ηδονάς αγώγιμος» χαρακτηρίζεται από τον Πλούταρχο στον βίο του· με ροπές ανάλογες προς τις ερωτικές ροπές του ποιητή και με το πάθος της τέχνης του λόγου κοινό και στους δύο υπογραμμίζει ο Γ. Δάλλας (σελ 59-60). Έχει, είπαμε, σοβαρούς περιορισμούς στο να θεωρηθεί το βασικό ιστορικό πρόσωπο στη «Σατραπεία» ο Αλκιβιάδης αλλά στα σίγουρα ο ποιητής είχε και αυτόν στο νου του ως ήρωα του του ποιήματος.

Στη συνέχεια όλα μοιάζουν ευκολότερα: Τα Σούσα, ο Αρταξέρξης, η αυλή, οι σατραπείες και τα τέτοια. Μοιάζουν όμως μόνο, δεν είναι. Πριν φτάσουμε στην καίρια περιγραφή της ψυχικής κατάσταση του ήρωα με την κομβική λέξη απελπισία ο ποιητής φροντίζει ήδη να μας προετοιμάσει για το τι σημαίνει για τον ήρωα η συναλλαγή που αποδέχεται – αφέθηκε και ενδίδει σ’αυτήν.
Οδοιπόρος
για τα Σούσα ποιος; ο Θεμιστοκλής; αυτόν που κατά τον Πλούταρχο (Βίος Θεμιστοκλή) μετά τη Σαλαμίνα Λακεδαιμόνιοι δ’ εἰς τὴν Σπάρτην αὐτὸν καταγαγόντες Εὐρυβιάδη μὲν ἀνδρείας, ἐκείνῳ δὲ σοφίας ἀριστεῖον ἔδοσαν θαλλοῦ στέφανον, καὶ τῶν κατὰ τὴν πόλιν ἁρμάτων τὸ πρωτεῦον ἐδωρήσαντο καὶ τριακοσίους τῶν νέων πομποὺς ἄχρι τῶν ὅρων συνεξέπεμψαν. Ή μήπως ο Αλκιβιάδης για τον οποίο μας παραδίδει ο Πλουταρχος (Βίος Αλκιβιάδη 11.1) ότι αἱ δ᾽ ἱπποτροφίαι περιβόητοι μὲν ἐγένοντο καὶ τῷ πλήθει τῶν ἁρμάτων· ἑπτὰ γὰρ ἄλλος οὐδεὶς καθῆκεν Ὀλυμπίασιν ἰδιώτης οὐδὲ βασιλεύς, μόνος δὲ ἐκεῖνος.
Άλλον έναν πεζό (το οδοιπόρος είναι λέξη άπαξ), τον αναξιοπρεπέστατο εκείνον Πτολεμαίο που φτάνει στη Ρώμη πτωχοντυμένος και πεζός βρίσκουμε στην καβαφική ποίηση στο ποίημα Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου. Βέβαια δεν μπορούμε να συγκρίνουμε το ήθος των ηρώων αλλά η εικόνα τους έχει ορισμένες ομοιότητες.
Στο μονάρχη Αρταξέρξη φτάνει ο ήρωας. Σε μονάρχη ο ηγέτης της δημοκρατικής παράταξης (ισχύει και για τους δύο πιθανούς ήρωες του ποιήματος). Προσοχή: όχι σε βασιλιά ή τον μεγάλο βασιλιά αλλά στον μονάρχη Αρταξέρξη. Μονάρχες ονομάζονται στην καβαφική ποίηση μόνο οι βασιλείς της ελληνιστικής εποχής:  τους αλαζόνας μονάρχας της Aντιοχείας αναφέρει το Αλέξανδρος Iανναίος, και Aλεξάνδρα ενώ σαν σαν Aλεξανδρινός Γραικός μονάρχης θα έπρεπε να εμφανιστεί ο Πτολεμαίος, αν μπορούσε να δείξει κάποια ανωτερότητα, στο Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου.
Και έπειτα ο Αρταξέρξης που τον δέχεται ευνοϊκά και τον βάζει στην αυλή του (στην αυλή του μονάρχη ο ηγέτης του δήμου!) και του προσφέρει σατραπείες και τα τέτοια. Αντικειμενικά δεν είναι άσχημη η κατάσταση. Για τις σατραπείες ας επαναλάβουμε το χωρίο του Πλούταρχου στο βίο του Θεμιστοκλή: πόλεις δ᾽ αὐτῷ τρεῖς μὲν οἱ πλεῖστοι δοθῆναι λέγουσιν εἰς ἄρτον καὶ οἶνον καὶ ὄψον, Μαγνησίαν καὶ Λάμψακον καὶ Μυοῦντα: δύο δ᾽ ἄλλας προστίθησιν ὁ Κυζικηνὸς Νεάνθης καὶ Φανίας, Περκώτην καὶ Παλαίσκηψιν εἰς στρωμνὴν καὶ ἀμπεχόνην. Όσο για το και τα τέτοια δεν πρόκειται για καθόλου ασήμαντα πράγματα. Γράφει ξανά ο Πλούταρχος στον ίδιο βίο (29.3) […]  ὁ βασιλεὺς ἤδη μὲν διακόσια τάλαντα ὀφείλειν ἔφησεν αὐτῷ· κομίσαντα γὰρ αὑτὸν ἀπολήψεσθαι δικαίως τὸ ἐπικηρυχθὲν τῷ ἀγαγόντι· πολλῷ δὲ πλείω τούτων ὑπισχνεῖτο καὶ παρεθάρρυνε καὶ λέγειν ἐκέλευε περὶ τῶν Ἑλληνικῶν βούλοιτο παρρησιαζόμενον. Και λίγο παρακάτω (29.6): Οὐδὲ γὰρ ἦσαν αἱ τιμαὶ ταῖς τῶν ἄλλων ἐοικυῖαι ξένων, ἀλλὰ καὶ κυνηγεσίων βασιλεῖ μετέσχε καὶ τῶν οἴκοι διατριβῶν, ὥστε καὶ μητρὶ τῆ βασιλέως εἰς ὄψιν ἐλθεῖν καὶ γενέσθαι συνήθης, διακοῦσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων τοῦ βασιλέως κελεύσαντο.

Αλλά όπως γράφει ο Δημάς του Ντίνου Χριστιανόπουλου στο γράμμα του προς τον Απόστολο Παύλο: Όμως νιώθω καλά την τερηδόνα που προχωρεί. Ο διχασμός ανάμεσα στο πριν και στο τώρα, σε αυτά που επιθυμεί ο ήρωας και αυτά που του δίνονται γίνεται όλο και εντονότερος. Είπαμε παραπάνω την λέξη κλειδί: απελπισία. Μια ακόμα φορά χρησιμοποιείται η λέξη στο σύνολο των αναγνωρισμένων του ποιητή. Στο Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.X.) Τώρα απελπισία και καϋμός για τον Δημήτριο που διαπιστώνει πως η Συρία που ονειρεύτηκε, που πάλεψε να ανορθώσει σχεδόν δεν μοιάζει σαν πατρίς του, / αυτή είν’ η χώρα του Ηρακλείδη και του Βάλα. Ίδια τραγική διάψευση για έναν ήρωα που κι αυτόν η άδικη τύχη του αρνήθηκε ενθάρρυνσι κι επιτυχία αλλά και που επίσης είχε ουκ ολίγες ευτελείς συνήθειες, /  και μικροπρέπειες κι αδιαφορίες. Η ψυχή του ήρωα στη Σατραπεία λοιπόν άλλα επιθυμεί και για άλλα κλαίει. Μας τα καταγράφει αναλυτικά ο ποιητής: Ο έπαινος Δήμου και Σοφιστών, τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε, η Αγορά το Θέατρο, οι Στέφανοι. Όλα με κεφαλαία – μας το φωνάζει ο ποιητής πως δείχνουν πια στα μάτια του ήρωα γιγάντια και ασύλληπτα ιδανικά, μακρινά όμως και οριστικά χαμένα. Ποιο το αντίτιμο για την εκχώρηση των προηγουμένων; Τα Σούσα, ο μονάρχης Αρταξέρξης, η αυλή του, οι σατραπείες και τα τέτοια. Είπαμε πως οι πολλοί θα ήταν πανευτυχείς με τα αγαθά που προσφέρει αφειδώς ο Αρταξέρξης. Αυτό που κάνει τον ήρωα τραγικό πρόσωπο είναι η ίδια η ανώτερη ηθική του ποιότητα. Μόνο όσοι έχουν κάνει μια τέτοια συναλλαγή και γνωρίζουν το κόστος της μπορούν να καταλάβουν «οι σατραπείες τι σημαίνουν…»

Ο ποιητής δε χαρίζεται στον ήρωα. Οι τρεις τελευταίοι στίχοι είναι εξαιρετικά σκληροί, τόσο που μόνο μια αυτοκριτική μπορεί να είναι. Προσέχουμε την κλιμάκωση της έντασης των τριών ρητορικών ερωτημάτων: Μπορεί να τα δώσει αυτά (τον έπαινο, τα εύγε και τα υπόλοιπα) ο Αρταξέρξης; Μήπως μπορείς (εσύ, μόνος σου) να τα βρεις στη σατραπεία; Και αφού η απάντηση έχει ήδη δοθεί και είναι αρνητική, και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.

Ο «Θεμιστοκλής» του Γιάννη Ρίτσου

 

Ο φάκελος της ανάρτησης βρίσκεται εδώ:
https://www.box.com/s/48aaa9d6b2b3ab1a7d14

  • Βαγγέλης Χατζηβασιλείου – Στιγμές της καβαφικής ειρωνείας
  • Γ.Π.Σαββίδης – Οι καβαφικές εκδόσεις (1891 -1932), σελ. 170-2
  • Γιάννης Δάλλας – Καβάφης και Ιστορία, σελ.47-63
  • Γιάννης Δάλλας – Ο Καβάφης και η Δεύτερη Σοφιστική, σελ 109-124
  • Ε.Π.Παπανούτσος – Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός (σελ. 182-3)
  • Ι.Α.Σαρεγιάννης  – Σχόλια στον Καβάφη (Στο περιθώριο του «Η Σατραπεία», σελ.119-124).
  • Ι.Α.Σαρεγιάννης  – Σχόλια στον Καβάφη, σελ.68-79
  • Κ.Π.Καβάφης – Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής (επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδης), σελ 54.
  • Νικήτας Παρίσης – Κ.Π.Καβάφης (απόσπασμα από το «Μια ανάγνωση της καβαφικής Σατραπείας»), σελ 133-139.
  • Σόνια Ιλίνσκαγια – Κ.Π.Καβάφης, σελ.156-161.

Απαγγελίες

  • Η Σατραπεία – Σαββίδης Γ. Π., K.Π. Kαβάφη, Ποιήματα, I, (1896-1918), Διόνυσος
  • Η Σατραπεία – Σουλιώτης Μίμης, Ανέκδοτη ηχογράφηση, Αθήνα 2002
  • Η Σατραπεία – Φασουλής Σταμάτης, Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα [βιβλίο και cd], Εκδόσεις Καστανιώτη, 2005.

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης (“Ο Τελευταίος Σταθμός”)

Δε συμπαθούσε ο ποιητής τις νύχτες με φεγγάρι. Και δεν είναι μόνο η αντιπάθειά του στο γλυκανάλατο ρομαντισμό που οικειοποιήθηκε ανεπανόρθωτα τις φεγγαρόλουστες νύχτες αλλά περισσότερο, νομίζω, η αίσθηση του απατηλού και του φευγαλέου που αφήνει το φεγγάρι. Αυτό που γνώριζαν ήδη οι αρχαίοι: Σελήνη – Σελάνα – Ελένη αλλά και η Κίρκη και η Εκάτη ως σεληνιακές θεότητες. Το ίδιο και στην αφήγηση του Αινεία: Et iam Argiva phalanx instructis navibus ibat/a Tenedo tacitae per amica silentia lunae/litora nota petens… Μέσα στις “αγαπημένες σιωπές της σελήνης” τα καράβια των Αχαιών γλυστρούν από την Τένεδο προς τα γνώριμα ακρογιαλια της Τροίας και δίνουν το σύνθημα να ανοίξει ο Δούρειος Ίππος για την άλωση της Τροίας.

Το αίμα των άλλων. Η σημαία της 1ης Ταξιαρχίας στην Μέση Ανατολή.

Το αίμα των άλλων. Μπλόκο της Κοκκινιάς

Και δεν μπορεί παρά να αναλογιστεί πως το σύνθημα περιμένουν και οι πολιτικάντηδες του “ζωολογικού κήπου του Καΐρου” (όπως ονόμασε την κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής ο ίδιος ο ποιητής σε άλλο του ποίημα). Το σύνθημα να εξαργυρώσουν την ευπείθειά τους στα αφεντικά του Λονδίνου (...μονέδα που έμεινε για χρόνια/ στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος/ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται/νομίσματα να πέφτουν στο τραπέζι) , να καρπωθούν το αίμα των άλλων. Το αίμα των άλλων σε Ελλάδα και Μέση Ανατολή.

Θεατρίνοι Μ.Α κατά τον Τσαρούχη

Είναι λοιπόν ένα βαρύθυμο ποίημα καθώς συμπυκνώνει όλη την απογοήτευση, την κούραση του ποιητή από τις αθλιότητες που έζησε  τρία χρόνια στο γραφείο τύπου της κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή. Δεν είναι βέβαια το μόνο ποίημα σχετικό με την εμπειρία του ποιητή στο ακρογιάλι του Πρωτέα και στη Ν.Αφρική. Σειρά ποιημάτων στην ίδια συλλογή (Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄) καταγράφουν, περισσότερο υπαινικτικά όμως, τα ίδια βιώματα. Ξεχωρίζουν το “Kerk Str.Oost, Pretoria, Transvaal” (η φοβερή εικόνα με τον Τσουδερό ως ονοκρόταλο πελεκάνο στο ζωολογικό κήπο του Καΐρου), το “Μέρες τ’ Απρίλη ’43”, και το “Θεατρίνοι Μ.Α”.

Aντίοχος Α΄, βασίλειο της Κομμαγηνής

Όμως, ενώ τα προηγούμενα ποιήματα εγγράφονται στο κύριο – δημοσιευμένο – σώμα της ποίησης του Γ.Σεφέρη και περιορίζουν στο ελάχιστο τις σατιρικές τους αιχμές αξιοποιώντας με λυρικό ή δραματικό τρόπο τα βιωμάτα του ποιητή, η σατιρική και οργισμένη πλευρά εξορίστηκε στο, ανέκδοτο ως το 1976, Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄. Τα ποιήματα της περιόδου 1943-1944 συγκεντρώνουν την αηδία, τον αποτροπιασμό και την ασυγκράτητη οργή του ποιητή τα τα έργα και τις ημέρες της ελληνικής κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή.

Ο Σεφέρης στο γραφείο τύπου. Κάιρο 1942

Τα σημαντικότερα είναι “Το άλλοθι ή ελεύθεροι Έλληνες ’43“, “Αντάρτες στη Μ.Α” [προτείνω να διαβαστεί παράλληλα με το “Θεατρίνοι Μ.Α” που γράφεται ένα μήνα πριν, Αύγουστο του 1943], “Χορικό από τον Μαθιό Πασχάλη Δεσμώτη” και την ιδιαίτερα βίαια σάτιρα στο “Το απομεσήμερο ενός φαύλου», το σατιρικό alter ego του “Τελευταίου Σταθμού” που γράφεται δύο μέρες μετά, 7 Οκτωβρίου 1944.

Ήδη έθιξα το πρώτο και οφθαλμοφανές επίπεδο “δυσκολίας” του ποιήματος- ό,τι κι αν σημαίνει ο όρος στη νεώτερη ποίηση. Αναφέρομαι φυσικά στη γνώση των πολύπλοκων ιστορικών συμφραζομένων του ποιήματος. Ωστόσο και πριν φτάσει κανείς στο ίδιο το ποίημα έχει να ξεπεράσει, σε δεύτερο επίπεδο δυσκολίας, την πολύτροπη και πολυποίκιλη διακειμενικότητα του ποιήματος. Με αναφορές από τον Αισχύλο και την Παλαιά Διαθήκη έως τον Βιργίλιο και από τον Καβάφη έως τον Μακρυγιάννη, το ποίημα επαληθεύει τον τίτλο του poeta doctus που αποδόθηκε από την κριτική στον Σεφέρη. Και να μην ξεχάσουμε εδώ και τα ημερολόγια του ποιητή του προσφέρουν πολύτιμο υλικό στην κατανόηση της σύνθεσης του έργου. Ένα τέτοιο λοιπόν ποίημα, “το πιο σεφερικό ίσως από τα ποιήματα του Σεφέρη” κατά τον Τίμο Μαλάνο,  απαιτεί τη συγκέντρωση αρκετού υλικού πριν ξεκινήσει κανείς να το προσεγγίσει. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Ο μέσος φιλόλογος – υποζύγιο της εκπαίδευσης δεν μπορεί να είναι μελετητής του σεφερικού έργου για να γνωρίζει λ.χ από πού προκύπτει το “οι ήρωες περπατούν στα σκοτεινά”. Ούτε και τα λυσάρια βοηθούν σε τέτοια περίπτωση. Οπότε αναγκαστικά περιορίζεται κανείς σε όσα πιάνει το μάτι και τα ερμηνευτικά σχόλια του βιβλίου του καθηγητή. Το παλιό βιβλίο δηλαδή γιατί το τωρινό δεν έχει σχεδόν τίποτα. Αλλά εδώ η τύχη αλλάζει.

Φυλακισμένοι από τους Άγγλους γιορτάζουν την 25η Μαρτίου

Από φοιτητής είχα πετύχει μέσω μιας ..χμμ.. υποχρεωτικής απαλλοτρίωσης από φίλο, τον τόμο Η διδασκαλία της σύγχρονης ποίησης στη Μέση Εκπαίδευση, εκδ. Εκπαιδευτηρίων Ζηρίδη, Αθήνα 1978.  Εκεί περιέχεται η εισήγηση (συνέδριο ήταν) του Ξ.Α. Κοκόλη: “Ερμηνευτικά σχόλια στο ποίημα του Γ.Σεφέρη : Ο Τελευταίος Σταθμός”. Περιέχει όλο το υλικό που μπορούσε να συγκεντρώσει κάποιος ερευνητής για το ποίημα ταξινομημένο ανά κατηγορία. Στα τριαντατρία χρόνια που πέρασαν στη σεφερική βιβλιογραφία προστέθηκε η έκδοση της αλληλογραφίας του ποιητή με διάφορους φίλους και οικείους αλλά δεν νομίζω οτι μπορεί να αλλάξει και πολλά πράγματα στην κατανόηση του ποιήματος. Ίσως η αλληλογραφία με τον Τίμο Μαλάνο – αλλά αυτή ήταν νομίζω γνωστή στον Κοκόλη όταν ετοίμαζε την εισήγηση.

Αιχμάλωτοι των Άγγλων σε στρατόπεδο στην Αίγυπτο

Είναι λοιπόν αυτό ένα πολύτιμο εργαλείο για τον διδάσκοντα, που πρέπει να έχει υπ’όψη του οτι το ποίημα απαιτεί τρεις έως τέσσερις διδακτικές ώρες. Επιπλέον  – εκ πείρας μιλώ, την πάτησα χρόνια πριν όταν πήγα να το πρωτοδιδάξω – απαιτεί επίσης οργάνωση των μαθητών σε ομάδες που θα αξιοποιήσουν και θα παρουσιάσουν  η καθεμιά διαφορετικές ενότητες από το υλικό και αυστηρή τήρηση του διαγράμματος στο σχέδιο μαθήματος (χωρίς σχέδιο απλώς δεν διδάσκεται το ποίημα). Τέλος προσθέσα στο φάκελο του ποιήματος (εδώ) μερικές ακόμη προσεγγίσεις μάλλον δυσεύρετες, όπως αυτή του Μαρωνίτη, του M.Vitti από το Φθορά και λόγος – Εισαγωγή στην ποίηση του Γ.Σεφέρη καθώς και το πολύτιμο παλιό βιβλίο του καθηγητή.
Αναλυτικότερα:

Η κηδεία του ποιητή, διαδήλωση κατά της δικτατορίας

  • Ξ.Α. Κοκόλη: “Ερμηνευτικά σχόλια στο ποίημα του Γ.Σεφέρη Ο Τελευταίος Σταθμός ” (συλλογικός τόμος Η διδασκαλία της σύγχρονης ποίησης στη Μέση Εκπαίδευση, Αθήνα, Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη, 1978, σελ. 15-40)
  • Δ.Ν. Μαρωνίτη: “Ο Τελευταίος Σταθμός του Σεφέρη. Δοκιμή ανάγνωσης” (περ. Φιλόλογος τ.9, 1976, σελ.78-84 – αναδημοσίευση στο τ.118, 2004, σελ. 51-56)
  • Μιχαήλ Πασχάλη: «Σιωπές αγαπημένες της σελήνης». Ζητήματα διακειμενικότητας στον «Τελευταίο σταθμό» του Γιώργου Σεφέρη (περ. Κονδυλοφόρος τ.13, 2014, σελ. 111-132)
  • Βιβλίο του Καθηγητή (παλιό) τόμος 2 – ποίηση – Καβάφης, Καρυωτάκης, Σεφέρης, σελ. 154-170
  • Mario Vitti: Φθορά και λόγος: εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, εκδ. Εστία, Αθήνα 1980, σελ. 160-168
  • Α. Αργυρίου: “Ποίηση και πολιτική, ο επώδυνος διχασμός” , εφ. Το Βήμα, 27-02-2000.
  • Ανάγνωση του ποιήματος από τον ποιητή.
    Επιπλέον μια βόλτα στο latistor και στα Φιλολογικά είναι επίσης πολύ χρήσιμη για τις προσεγγίσεις που παρουσιάζονται εκεί.

Κούφια λόγια και θεάματα

Η συντομία της προεκλογικής περιόδου και η καλπάζουσα οικονομική κρίση μας γλύτωσαν από τα χολυγουντιανά υπερθεάματα των παλαιότερων προεκλογικών συγκεντρώσεων: τους επίδοξους σωτήρες του τόπου επί σκηνής να υπόσχονται παροχές και τους ιθαγενείς του “μόνου αφρικανικού κράτους με λευκούς κατοίκους” (κατά τον Χάρυ Κλυν) να ανεμίζουν πλαστικές σημαιούλες με τη μάρκα της πολιτικής κονσέρβας που καταναλώνουν. Και ναι μεν από τα θεάματα με την κιτς αισθητική τους απαλλαχτήκαμε αλλά όχι από τα κούφια λόγια και την παροχολογία (συμμαζεμένη πάντως καθώς του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν είναι μεγάλ’ η πτώχεια).

Τέτοιες μέρες πάντα θυμάμαι το ποίημα του Καβάφη “Αλεξανδρινοί βασιλείς”, που αξιοποιεί με περισσή τέχνη τα – κυριολεκτικά – διαπλεκόμενα θέματα των πολιτικών σκοπιμοτήτων με την θεατρινίστικη παράσταση/φιέστα και, σε δεύτερο επίπεδο, τα βήματα των Εριννύων που πλησιάζουν. Το παραθέτω:

Αλεξανδρινοί Βασιλείς

Μαζεύθηκαν οι Αλεξανδρινοί
να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,
τον Καισαρίωνα, και τα μικρά του αδέρφια,
Αλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη
φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,
εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,
μες στη λαμπρή παράταξη των στρατιωτών.

Ο Αλέξανδρος – τον είπαν βασιλέα
της Αρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.
Ο Πτολεμαίος – τον είπαν βασιλέα

της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.
Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,
ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,
στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,
η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,
δεμένα τα ποδήματά του μ’ άσπρες
κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.
Αυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,
αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.

Οι Αλεξανδρινοί έννοιωθαν βέβαια
που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.

Κ.Π.Καβάφης – ‘Αρια Κομνηνού – Ξυλογραφία

Αλλά η μέρα ήταν ζεστή και ποιητική,
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,
το Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα
θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,
των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,
ο Καισαρίων όλο χάρις κ’ εμορφιά
(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)·
κ’ οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,
κ’ ενθουσιάζονταν, κ’ επευφημούσαν
ελληνικά, κ’ αιγυπτιακά, και ποιοί εβραίικα,
γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα —
μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες.

Συνολικά έξι ποιήματα συνδέονται με τα γεγονότα από την τελετή των δωρεών του “Αλεξανδρινοί Βασιλείς” (34 πΧ) έως τον θάνατο του Αντώνιου (31 πΧ). Στις παρενθέσεις: χρόνος πρώτης σύνθεσης/χρόνος δημοσίευσης

1. “Το τέλος του Αντωνίου” (1907/ανέκδοτο)
2. “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον” (1910/1911)
3. “Αλεξανδρινοί Βασιλείς” (1912/1912)

4.“Καισαρίων” (1914/1918)

5. “Το 31 πΧ στην Αλεξάνδρεια” (1917-24/1924)

6. “Εν δήμω της Μικράς Ασίας” (;/1926)

Δεν θα καταγράψω εδώ όλες τις εμφανείς και αφανείς συνομιλίες των ποιημάτων στα θέματα, στην τεχνική, στο ιστορικό περιεχόμενο – είναι προφανές οτι κάτι τέτοιο απαιτεί ολόκληρη μελέτη στα όρια μεταπτυχιακής εργασίας. Θα περιοριστώ σε μερικές, δελεαστικές ελπίζω για τον αναγνώστη, διασυνδέσεις. Όπως το θέμα της θεατρικότητας που όμως είτε πρόκειται για γιγάντιο ψέμα (3,5) είτε για δυσοίωνο σημάδι (1,2). Την εμμονή στο πρόσωπο του Καισαρίωνα (3,4) που απεικονίζεται με ζωηρά, ερωτικά χρώματα. Τον πολιτικό αμοραλισμό που υφέρπει στο (3), δηλώνεται ρητά στα (4 και 5) και κορυφώνεται στο (6) με το ψήφισμα που αλλάζει απλώς όνομα. Και ταυτόχρονα, εξειδικεύοντας την προηγούμενη παρατήρηση, τον κυνισμό και εμπαιγμό που συστηματικά φανερώνουν και υλοποιούν οι κρατούντες (3,4,5)  απέναντι στην αδιαφορία και τον καιροσκοπισμό των υπηκόων (3,6).
Μπορεί κανείς να προσθέσει στα προηγούμενα και το θέμα της πομπής και λαμπρής παράταξης: τι κρύβεται πίσω από την “
προπορευομένην μουσικήν/ και με παντοίαν μεγαλοπρέπειαν και χλιδήν” πομπή στο “Αλέξανδρος Iανναίος, και Aλεξάνδρα” – και οι δύο “Iουδαίοι καλοί, Ιουδαίοι αγνοί, Ιουδαίοι πιστοί —προ πάντων”;  Ποιο πιθανό πογκρόμ προετοιμάζεται στο “Μεγάλη συνοδεία εξ ιερέων και λαϊκών” όταν “Ο μιαρότατος, ο αποτρόπαιος/Ιουλιανός δεν βασιλεύει πια.//Υπέρ του ευσεβεστάτου Ιοβιανού ευχηθώμεν”;

Μίλησα πριν για υπηκόους. Πόσο εύκολα άραγε οι πολίτες γίνονται υπήκοοι; Όσοι έζησαν ενεργά το πολιτικό κλίμα του ’60 και ’70 αλλά και του ’80 – ως τα μισά της δεκαετίας – μπορούν να δώσουν την, ούτως ή άλλως, θλιβερά αναμενόμενη απάντηση: Πολύ εύκολα…

Ρίξτε και μια προσεκτική ματιά στο latistor για μια προσέγγιση του ποιήματος. Επιπλέον στο ίδιο ιστολόγιο, στην αναζήτηση περιεχομένου για τον όρο “Αλεξανδρινοί Βασιλείς” βγήκαν πολλά και ενδιαφέροντα αποτελέσματα.

Ακολουθεί ο φάκελος του ποιήματος που περιέχει τα παρακάτω άρθρα και αποσπάσματα από βιβλία:
       https://app.box.com/s/d5d17127d41eddf606ec

  • Σόνια Ιλίνσκαγια, Κ.Π.Καβάφης, σελ.179-183 και 345
  • Edmund Keeley, Η Καβαφική Αλεξάνδρεια σελ.129-133
  • Μιχ. Μερακλής, “Μπρεχτικός Καβάφης”, περ. Η Λέξη, τχ.23, σελ.341
  • Κ.Θ. Δημαράς, «Η τεχνική της έμπνευσης στα ποιήματα του Καβάφη», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, 1956, σελ.100-102.
  • Τίμος Μαλάνος,    Ο ποιητής Κ.Π.Καβάφης, 1957, σελ.309
  • Χριστόφορος Μηλιώνης , “Αλεξανδρινοί Βασιλείς”, περ. Φιλόλογος, τχ.114, στ.610-617
  • Γ.Π.Σαββίδης,  “Διαβάζοντας τρία σχολικά ποιήματα” (Μικρά Καβαφικά τ. Α΄, σελ 196-210)
  • Sir Lawrence Alma Tadema-The Meeting of Antony and Cleopatra.

    Ι.Α. Σαρεγιάννης, “Ο Καβάφης άνθρωπος του πλήθους” (Σχόλια στον Καβάφη)

  • Rolf Strootman “Queen of Kings: Kleopatra VII and the donations of Alexandria”
  • Bruce W. Frier, “Making History Personal. Constantine Cavafy and the Rise of Rome”
  • Ένα σύντομο ενημερωτικό σημείωμα για τις δωρεές (στα αγγλικά)
  • Παλιό και νέο βιβλίο καθηγητή
  • Αφιέρωμα της Καθημερινής (7 Ημέρες) στον Καβάφη
  • Τρεις αναγνώσεις του ποιήματος από τον Γ.Π.Σαββίδη, τον Μ.Σουλιώτη και την Έλλη Λαμπέτη.

Διάλογος σε μαύρο φόντο: Νίκος Εγγονόπουλος και Μανόλης Αναγνωστάκης

Πιθανότατα δεν υπήρξε πρόθεση διαλόγου. Το ποίημα Ποίηση 1948 του Εγγονόπουλου δεν οδήγησε τον Αναγνωστάκη στο να γράψει το Στον Νίκο Ε…1949 – ο ίδιος το αρνείται και ο Στρατής Μπαλάσκας που πρώτος επεσήμανε τη σχέση των δύο ποιημάτων μοιάζει πια (“Φιλολογική”, τευχ. 93, σελ. 25-29) να αποδέχεται τη θέση του Αναγνωστάκη. Όμως, όπως τραγουδούσε κάποτε ο Σαββόπουλος:
Ξεφύγαν απ’ τα χέρια μου οι πίσω μου σελίδες
κι ας μου κοστίσαν ακριβά σε κόπους και θυσίες.
Χέι, με περιφρονούνε τώρα και τραβάνε,
σαν τρελές μέσα στη μπόρα.

Νίκος Εγγονόπουλος – Εμφύλιος

Ξεφεύγουν τα ποιήματα από τα χέρια των ποιητών και τριγυρνάν μόνα τους μέσα στη μπόρα. Μέσα στη θύελλα του εμφυλίου (που μακάρι να ήταν μόνο μπόρα) βρέθηκαν το ένα απέναντι στο άλλο σε έναν βουβό μεν, εύγλωττο δε, διάλογο. Με φόντο το μαύρο της αδελφοκτονίας. Του Ετεοκλή και του Πολυνείκη.

Ο πληρέστερος φάκελος για μια συγκριτική ανάγνωση των δύο ποιημάτων βρίσκεται (ως συνήθως) στο ιστολόγιο αρισμαρί της Ευαγγελίας Στάμου. Εδώ θα προσθέσω ελάχιστα, τα περισσότερα από το διαδίκτυο αλλά και κάποιες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις της Σόνιας Ιλίνσκαγια από το βιβλίο της Η μοίρα μιας γενιάς.

Κάποια κείμενα που προέρχονται από σάρωτή (scanner) δεν είναι ιδιαίτερα ευανάγνωστα αλλά είναι πολύ χρήσιμα και έτσι τα παραθέτω υποχρεωτικά. Σε κάθε περίπτωση καταγράφω την πηγή – είτε πάνω στο αρχείο είτε στον τίτλο του αρχείου. Και επειδή σε έναν διάλογο καλό είναι να υπάρχει πολυφωνία, να προσθέσω το λόγο του Γ. Σεφέρη (Τυφλός , Δεκέμβρης 1945). Κι ας μη σκεφτούμε οτι το 1945 ήταν νωρίς ακόμη: Σοφοί δε προσιόντων… έγραφε ο Καβάφης. Ο φάκελος των ποιημάτων εδώ: https://app.box.com/s/nizry7xexzq050oj0o4b

Ο Κάλβος και το PSI

Εδώ και ένα χρόνο η ζωή μας άρχισε να περιστρέφεται γύρω από νέες, παράξενες λέξεις: νευρικές αγορές (νευρωτικές καλύτερα), χρέος, υποβάθμιση χωρών (δήθεν μόνο πιστοληπτικής ικανότητας αλλά τελικά συνολικής και καθολικής υποβάθμισης), spreads, PSI…

Ειδικά αυτό το PSI δε μου άρεσε καθόλου. Μάταια τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων κόπτονται για την αναγκαιότητά του, μάταια οι πατέρες του έθνους αλληλοσυγχαίρονται για την επιτυχία της εφαρμογής του. Εγώ εκεί, κολλημένος: αυτό το PSI, δε μου το βγάζετε από το μυαλό, με το PSA έχει σχέση. Ξέρετε, άμα περάσεις τα σαρανταπέντε – πενήντα, λένε οι γιατροί, πρέπει οπωσδήποτε να κάνεις την εξέταση PSA γιατί ο καρκίνος του προστάτη δεν αστειεύεται. Έτσι άλλωστε γίνεται πάντα με τους προστάτες άλλωστε: εκεί που σε προστατεύουν σου ρίχνουν και μερικές φάπες. Και με τον καιρό όσο περισσότερο σε προστατεύουν, τόσο περισσότερο σε σφαλιαρίζουν.

Και με όλα αυτά στο νου έφτασα στον Κάλβο. Που και από “προστάτας” (αν και πολύ απείχε από τα πενήντα) ήξερε και από σφαλιάρες όταν έγραφε στις Ωδές του το ποίημα “Ευχαί” (Λυρικά, 1826  – και μια ανάλυση εδώ)

δὴ Ἕκτη. Αἱ Εὐχαί

στροφὴ πρώτη.

Τῆς θαλάσσης καλήτερα
φουσκωμένα τὰ κύματα
῾νὰ πνίξουν τὴν πατρίδα μου
ὡσὰν ἀπελπισμένην,
ἔρημον βάρκαν. 5

Καρμπονάροι. Όπως ο Κάλβος.

 

β´.
῾Στὴν στεριάν, ῾ς τὰ νησία

καλήτερα μίαν φλόγα
῾νὰ ἰδῶ παντοῦ χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,

λαοὺς καὶ ἐλπίδας. 10

γ´.

Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οἱ Ἕλληνες
῾νὰ τρέχωσι τὸν κόσμον,
μὲ ἐξαπλωμένην χεῖρα
ψωμοζητοῦντες· 15

δ´.

Παρὰ προστάτας ῾νἄχωμεν.
Μὲ ποτὲ δὲν ἐθάμβωσαν
πλούτη ἢ μεγάλα ὀνόματα,

μὲ ποτὲ δὲν ἐθάμβωσαν
σκήπτρων ἀκτῖνες. 20

 

Αλλά βέβαια, τι κατάφερε τελικά ο Κάλβος;  Πικραμένος από τα χάλια της επανάστασης ξανάφυγε για Αγγλία και εκεί τελείωσε, παντρεμένος με μια “γριά Εγγλέζα δασκάλα” και ξεχασμένος απ’όλους. Τι να σας πω, πολύ γενναία τη βρίσκω αυτή την εξαφάνιση του Κάλβου. Την ώρα που όλο το Φαναριώτικο – λογιότατο σινάφι εφορμούσε για την κατάληψη των δημοσίων αξιωμάτων, αυτός αποσύρονταν στην Κέρκυρα. Και εκεί πάλι αναγνώριση στο έργο του δε βρήκε, δεν ταίριαζε στο γλωσσικό μοντέλο των Επτανησίων. Μια ζωή αγώνες και κυνήγι χωρίς καμιά εξαργύρωση. Πάντα μόνος και στην απέξω. Ιδιόρρυθμος, είπαν, μοναχικός, δύστροπος. Απλώς “δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις” κατά τον Μίκη.

Αλλά καλύτερα από μένα θα τα πει ο Σεφέρης στο ποιήμα του
[Προμετωπίδα σὲ μιὰ ἀντιγραφὴ τῶν «Ὠδῶν»] (Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄)

«Θλίβει ὁ καπνὸς τὸ διάστημα γαλάζιον τῶν ἀέρων»- διαβάζω
Κάλβο, ποὺ τύπωσε στὰ ῾26 καὶ τὸν γνωρίσαμε στὰ ῾88·
καὶ ποὺ ἔμεινε ἀξομολόγητος στὰ γεροντάματα, σὰν ἕνα «ραγισμένο βάζο»,
στὰ χέρια μιᾶς γριᾶς Ἐγγλέζας δασκάλας, σύμβολο ἀκατάλυτο καὶ φριχτὸ

γιὰ ὅσους ἐπιμένουν νὰ γράφουν στίχους ἢ πρόζα ποὺ κανεὶς δὲν καταλαβαίνει,
καὶ γυρεύουν νὰ δοξαστοῦν, οἱ τυχάρπαστοι, ἀπὸ τοὺς λογάδες καὶ τοὺς σοφούς,
ἐνῶ θὰ νά ῾ταν χίλιες φορὲς προτιμότερο, καὶ ἡ τέχνη πολὺ πιὸ εὐτυχισμένη,
ἂν πήγαιναν στὴν Ἐκάλη νὰ μαζεύουν κούμαρα, ἢ στὴ Γλυφάδα νὰ ψαρεύουν ροφούς.

Τράνσβααλ, 11. 12. 1941

Έργα και ημέρες των Βαυαρών. Ο Κολοκοτρώνης φυλακή

Έτσι πρέπει. Να μεμψιμοιρούμε που σώθηκε ο τόπος; Τι κι αν διώχτηκαν από το στρατό κλωτσηδόν οι αγωνιστές του ’21 και ψωμολυσσούσαν, τι κι αν ο λαός  Συντάγματα ψήφισε και Αντιβασιλεία και Όθωνα βρήκε, τι κι αν τα “δάνεια” έφτασαν σε δυσθεώρητα ύψη; Ήρθαν οι Γερμανοί (μη μου πείτε οτι δεν είναι Γερμανοί οι Βαυαροί…) να οργανώσουν δημόσια διοίκηση, στρατό, παιδεία, υπουργεία για να λειτουργήσει τελικά  η αποικία. Και επειδή οι ιθαγενείς είναι εντελώς ανίκανοι και διεφθαρμένοι, τις θέσεις κλειδιά τις παίρνουν οι σοφοί Βαυαροί και μερικοί άνθρωποι της κατάστασης, οι φαναρολογιότατοι – ξενόφερτοι και αυτοί. Για να μας σώσουν βέβαια. Για το καλό μας.
Από αηδία πήγε ο Κάλβος. Όρκο παίρνω.



Αναγνώσεις λογοτεχνικών κειμένων

Πιστεύω ακράδαντα οτι η απαγγελία είναι ερμηνεία. Μια προσεγμένη και με κατάλληλο επιτονισμό – όχι όμως θεατρινίστικη – απαγγελία λογοτεχνικού κειμένου  φανερώνει πολλά στους ακροατές για το πώς ερμηνεύει ο αναγνώστης το κείμενο. Άλλωστε τα κείμενα γράφονται πρωτίστως να ακούγονται, να διαβάζονται φωναχτά· η σιωπηλή ανάγνωση μόνο ως κατ΄ανάγκη λύση θα πρέπει να θεωρείται.
Με αυτή την οπτική θα ανεβάζω κατά καιρούς αναγνώσεις κειμένων είτε από τους ίδιους τους λογοτέχνες είτε από ηθοποιούς ή έγκριτους φιλολόγους. Η δημοσίευση θα ανανεώνεται κατά καιρούς, οπότε καλό είναι να ρίχνετε που και που μια ματιά στην κατηγορία “Αναγνώσεις λογοτεχνικών κειμένων” στα δεξιά της σελίδας. Σκέφτομαι επίσης να ανεβάσω και μελοποιήσεις αλλά και δραματοποιήσεις κειμένων, για αργότερα ωστόσο. Ο φάκελος εδώ