Φαντάσου, ήταν μονάχα για έναν ερωδιό! [Το “Φράγμα” του Σπύρου Πλασκοβίτη, μέρος δεύτερο]

Επέμεινα στην προηγούμενη ανάρτηση σε μια αρκετά λεπτομερειακή περίληψη του Φράγματος, πέρα από το ότι δεν υπάρχει κάποια άλλη αξιόλογη διαθέσιμη και για δυο ακόμη λόγους. Πρώτα απ’ όλα, όπως ήδη τόνισα, για να περιοριστεί η ζημιά της αποσπασματικότητας, που είναι και το σημαντικότερο πρόβλημα στη διδασκαλία όλων των μυθιστορημάτων και επηρεάζει και τον διδάσκοντα και τους διδασκόμενους. Έπειτα, οι περισσότερες επισημάνσεις που ακολουθούν σχετίζονται με το σύνολο του έργου και όχι μόνο τη διπλή αφήγηση του Μπεναρδή στο σχολικό εγχειρίδιο. Κλείνοντας αυτήν την εισαγωγική δευτερολογία, να υποδείξω στον ανήσυχο αναγνώστη τον πρόσφατo διάλογο στην εφημερίδα Το Βήμα πάνω σε μια σημείωση της Κάρεν βαν Ντάικ, καθηγήτριας Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, στην αγγλόφωνη ανθολογία σύγχρονης ελληνικής ποίησης που επιμελείται  (Austerity Measuresεκδόσεις Penguin Books, Λονδίνο, 2016) και στην ενότητα για την αφηγηματική ποίηση που γράφεται στις μέρες μας: «Influenced by a strong tradition of the short story – the Greek novel barely exists – prose poetry also plays a big part». Ανέβασα ήδη τα σχετικά άρθρα σε χωριστό φάκελο.

Ας μην επιχειρήσει κανένας να τοποθετήσει το Φράγμα σε ορισμένο γεωγραφικό πλάτος. Το στίγμα του βρίσκεται αρκετά κοντά μας, ώστε να μας αποκλείει τη ρομαντική διάθεση Εικόνα1-003της φυγής, και πάλι αρκετά μακριά, ώστε να μην επιτρέπει εν᾿ απλό και ανώδυνο προς τα εκεί ταξίδι.
Ελπίζω ότι ο αναγνώστης δε θα θελήσει να επιμείνει στις σχετικές με το ίδιο το φράγμα τεχνικές λεπτομέρειες, αφού το σώμα υπάρχει πάντα πιο πέρα απ’ την τεχνική που το κατασκεύασε.
Με δυο λόγια: πατρίδα αυτού του βιβλίου είν’ ο καιρός που γράφτηκε.

Το παραπάνω σημείωμα προτάσσεται στο μυθιστόρημα “αντί προλόγου” όπως δηλώνει ο συγγραφέας. Εκ των προτέρων λοιπόν ειδοποιείται ο αναγνώστης ότι α) το Φράγμα βρίσκεται τόσο κοντά ώστε να αποκλεισθεί κάθε ιδέα ρομαντικής απόδρασης, κάθε στοιχείο ή διάθεση εξωτισμού· από την άλλη είναι αρκετά μακρυά από κάθε, κυριολεκτική ή μεταφορική, άκοπη και βολική προσέγγιση και β) η ακρίβεια των τεχνικών στοιχείων μικρή σημασία έχει καθώς το τελικό αποτέλεσμα (το σώμα = το Φράγμα αλλά και το μυθιστόρημα-Φράγμα) υφίσταται αυθύπαρκτο.
Ο χώρος λοιπόν που διαδραματίζονται τα γεγονότα του μυθιστορήματος παραμένει εσκεμμένα ακαθόριστος. Δε μπορεί να πει κανείς ότι δεν του είναι οικείος αλλά από την άλλη δε μοιάζει και χαρακτηριστικά ελληνικός: όπως ορθά σημειώνει ο Roderic Beaton (Εισαγωγή στη νεώτερη ελληνική λογοτεχνία, σελ 118) …αν και οι ήρωες, η ομιλία τους και τα χαρακτηριστικά τους είναι οικεία, το σκηνικό δε μοιάζει ελληνικό. Αντίστοιχα και ο χρόνος της ιστορίας παραμένει εξίσου προβληματικός. Άμεσες αναφορές σε ιστορικά γεγονότα δεν υπάρχουν, μερικά όμως αξιοσημείωτα στοιχεία χρονολόγησης προκύπτουν από το βράδυ της πρώτης συνάντησης του μηχανικού με τον Μπεναρδή

  1. Ο Μπεναρδής είναι κατά τη διάρκεια της κύριας αφήγησης ογδόντα χρονών
  2. Ξεκινά πολύ νέος το κυνήγι, εξήντα χρόνια πριν, στα είκοσί του.
  3. Το επεισόδιο με τον ερωδιό διαδραματίζεται μισό αιώνα πριν. Θα είναι τότε στα τριάντα.
  4. Το Φράγμα στην πρώτη αφήγηση, μισό αιώνα πριν, δεν είχε φτάσει στην περιοχή. Χρειάστηκαν άλλα δέκα χρόνια, άρα ολοκληρώνεται όταν ο Μπεναρδής πατάει τα σαράντα, ακριβώς όσα χρόνια χωρίζουν την κατασκευή του φράγματος από τα γεγονότα της κύριας αφήγησης. Σαράντα χρονών είναι και ο μηχανικός.
  5. Οι γιοι του είναι τώρα τριαντάρηδες πάνω κάτω, άρα γεννιούνται δέκα χρόνια μετά, κοντά στα 50 του Μπεναρδή (το μαθαίνουμε στο επεισόδιο του κήπου)
  6. Στις λιθογραφίες που απεικονίζουν το φράγμα οι εργάτες φορούν ρούχα του περασμένου αιώνα. Συνεπώς:

Το Φράγμα ολοκληρώθηκε σαράντα χρόνια πριν τα γεγονότα της κύριας αφήγησης και μέσα στα σαράντα αυτά χρόνια έχει αλλάξει ο αιώνας. Αυτό μας δίνει μια χρονολόγηση των γεγονότων της κύριας αφήγησης με όριο ante quem το 1939. Ωστόσο η δεκαετία ανάμεσα 30 έως 39 καλύπτει πειστικότερα το αίτημα της ακριβέστερης χρονολόγησης. Είναι ελάχιστοι και ασαφείς οι χρονικοί δείκτες αλλά υπάρχει τουλάχιστον ένας χαρακτηριστικός:  είναι η αναφορά του Φανούρη Καλδά στο υποβρύχιο που ισχυρίζεται ότι βρήκε δέκα χρόνια πριν παγιδευμένο στα δίχτυα από την εποχή του μεγάλου πολέμου (=Α΄Π.Π, 1914 – 1918). Προφανώς λοιπόν terminus post quem είναι το διάστημα 1924-1928 και, καθώς το υποβρύχιο έμεινε εκεί για χρόνια, η τελική χρονολόγηση των γεγονότων περιορίζεται στη δεκαετία 1930-1939, πιθανότατα λίγο μετά την αρχή της και πριν τα μέσα της. Συμπληρωματικά παραθέτω και κάποιους ακόμα δείκτες: το τυφέκιο Chassepot που έχει ο Μπεναρδής νέος  – τριάντα χρονών πάνω κάτω την εποχή του επεισοδίου με τον ερωδιό – μπαίνει σε παραγωγή το 1866 αλλά διατηρείται σε χρήση έως και τον Α΄Π.Π, οι χαλκογραφίες – όχι φωτογραφίες – κυριαρχούν την εποχή που ανεγείρεται το Φράγμα, τα αυτοκίνητα συνυπάρχουν με τις ιππήλατες άμαξες αλλά έχουν πια κυριαρχήσει, ο αδελφός μηχανικού Βαλέρη είχε πεθάνει στα είκοσί του σε σανατόριο δέκα χρόνια πριν (η φυματίωση θέριζε μέσα στον μεσοπόλεμο και φθίνει μετά τον Β΄Π.Π), το τραίνο αποτελεί το βασικό μέσο μετακίνησης σε σχετικά μεγάλες αποστάσεις, χρησιμοποιούνται ακόμη σκάφανδρα και όχι στολές κατάδυσης (οι τελευταίες αναπτύσσονται μέσα στον Β΄Π.Π)

Για άλλη μια φορά το παράκανα με τις χρονολογίες αλλά δε μπόρεσα να αντισταθώ στην πρόκληση ενός μυθιστορήματος τόσο φειδωλού ακόμα και σε νύξεις για ιστορικά γεγονότα. 1Καιρός πάντως να περάσω στα πρόσωπα του μυθιστορήματος που, όπως σημείωσα στην προηγούμενη ανάρτηση, μπορούν να τοποθετηθούν σε τρεις ομόκεντρους κύκλους. Στον πρώτο, στο επίκεντρο της δράσης, βρίσκονται ο μηχανικός Βαλέρης και ο Χαρίτος Μπεναρδής, στον δεύτερο κύκλο συγκεντρώνονται πρόσωπα απαραίτητα για τη δράση αλλά σε κάθε περίπτωση δευτεραγωνιστές (Ρέζος, Φλωριάς, Μαρίνα) ή και τριταγωνιστές ακόμη (Πατσούρας, Μάγδα, Καλδής, οι γιοι του Μπεναρδή) και στον τρίτο οι κομπάρσοι. Αυτό που δεν έχει προσεχθεί ως τώρα στο σχολιασμό γύρω από το Φράγμα είναι ότι τα πρόσωπα του έργου οργανώνονται σε ζεύγη. Καθώς το ένα μέλος του ζεύγους είναι το αρνητικό του άλλου, ανάμεσά τους υπάρχει φανερή ή υπόγεια συναισθηματική ένταση (συνηθέστερα αντιπάθεια ή μίσος αλλά κάποτε και θαυμασμός). Με μόνη σημαντική εξαίρεση τον Μπεναρδή (η Έλσα, η σύντροφος του Βαλέρη, έχει πολύ μικρό ρόλο στην πλοκή του έργου, το ίδιο και ο υπουργός) που στέκει μόνος του απέναντι στους δαίμονες του παρελθόντος και του παρόντος, όλοι οι υπόλοιποι έχουν έναν ενοχλητικό δίδυμο εαυτό. Θα μπορούσε ίσως κανείς να βάλει δίπλα στον γερο-κτηματία όχι ως αντίθετο δίδυμο αλλά ως κωμικό όρο σύγκρισης τον Πατσούρα με άξονα την επιθυμία τους για τη Μαρίνα· θα ήταν όμως έτσι και το μόνο έντονα και άνισα κωμικοτραγικό ζεύγος διότι στον Μπεναρδή ο πόθος του είναι δαιμονικό πάθος ενώ στον Πατσούρα ανομολόγητη και καταπιεσμένη επιθυμία ενός αγαθού μπεκρή. Βαλέρης και Ρέζος αλληλοεπιδρούν με τον δεύτερο να αντιδρά έντονα αλλά τον πρώτο να δείχνει στο τέλος περισσότερο αλλαγμένος από τη διαλεκτική αυτή σύγκρουση. Ειπώθηκε ήδη ότι ο Ρέζος είναι το ζωντανό αντίγραφο του νεκρού αδελφού του Βαλέρη – γίνεται έτσι το ζεύγος με την πλέον περίπλοκη σχέση. Στα ζεύγη όπου ο ένας δύσκολα υποφέρει τον άλλο και τον αντιπαθεί φανερά ή (συνηθέστερα) κρυφά περιλαμβάνονται επίσης ο επιθεωρητής Φλωριάς και ο συνάδελφός του ο Βραδάκης: σε μια εκπληκτική σκηνή λίγο πριν την αυτοκτονία του Φλωριά, ο σωσίας του Βραδάκη ζητά τα σπίρτα του Φλωριά αντιγράφοντας τη σκηνή που οδήγησε στο φρενοκομείο τον Βραδάκη χρόνια πριν. Επίσης το ζεύγος των δύο αδελφών αδέξια Μάγδα vs ικανή αλλά μουγγή Μαρίνα αλλά και το ζεύγος των δύο γιων του Μπεναρδή,του  Πιέρρου και Λαμπρινού, καταδικασμένων σε διαρκή και βασανιστική ομοιότητα ως τη στιγμή που εγκαταλείποντας το κτήμα χωρίζουν καθώς και ο βουτηχτής Καλδής με τις απίθανες ιστορίες του που συστηματικά αποδομεί ο “δεύτερος” καπετάνιος στο καΐκι του φράγματος.

Θεωρούμε κεντρικό πρόσωπο στο μυθιστόρημα τον μηχανικό Βαλέρη επειδή η κύρια αφήγηση παρακολουθεί την πορεία από την άφιξή του στην Γκρίζα ως την αναχώρησή του.  Από την άλλη, ο κτηματίας Χαρίτος Μπεναρδής τραβά εξίσου με τον πρωταγωνιστή το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Όπως σημειώνει ο Αιμίλιος Χουρμούζιος στην κριτική του για το Φράγμα …ο γερο Μπεναρδής Χαρίτος, ο άρχοντας, θα μπορούσε αξιόλογα να γίνει πυρήνας μυθιστορήματος».  Διόλου άδικη κρίση αν σκεφτεί κανείς την πληθωρική φυσιογνωμία του Μπεναρδή και την επίδρασή του πάνω στον τρόπο σκέψης του ήρωα: “Ω γέρο, ψιθύρισε ακατάληπτα, πού μ οδηγείς;” είναι τα λόγια του μηχανικού λίγο μετά το θάνατο του Μπεναρδή και την τελική πράξη της συνέντευξης τύπου. Τα δυο αυτά πρόσωπα, ο μηχανικός και ο γερο κτηματίας, είναι και τα μόνα με μια αρκετά ολοκληρωμένη εικόνα της ζωής τους και του τρόπου σκέψη τους. Είναι αλήθεια πως και άλλα πρόσωπα ξεφεύγουν από την πρόχειρη σκιαγράφηση που συναντάμε σε δευτερο-τριτοκλασάτους ήρωες, όπως λχ τους γιους του Μπεναρδή, την Μάγδα, τον Πατσούρα, τον Καλδή, για τους οποίους ουσιαστικά γνωρίζουμε μόνο μια ή δυο ιδιότητές τους. Πρόσωπα όπως ο Βασίλης Ρέζος και ο επιθεωρητής Φλωριάς έχουν αρκετή ζωντάνια και αυτοτέλεια ώστε να διεκδικήσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη έτσι που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι θα άξιζαν ίσως μια καλύτερη τύχη. Ωστόσο το μυθιστόρημα είναι χτισμένο αυστηρά γύρω από το Φράγμα και για όλα τα πρόσωπα κεντρικό και κυρίαρχο σημείο αναφοράς αποτελεί το Φράγμα. Έτσι, αυτό που απομένει τελικά ως εικόνα δεν είναι παρά ένα τρίγωνο με κορυφή το Φράγμα και στη βάση τον Μπεναρδή από τη μια και τον μηχανικό από την άλλη – οι υπόλοιποι ήρωες κινούνται μέσα σε αυτό το τρίγωνο. Και αν στενέψει ακόμα περισσότερο η ματιά μας στο έργο, το Φράγμα μένει ο μόνος πρωταγωνιστής: βουβός, απροσπέλαστος και ως το τέλος μυστηριώδης.

Επιστρέφοντας ξανά στον Μπεναρδή, μόνο ζωντανό μάρτυρα της κατασκευής του Φράγματος (μαζί με κάποιους από τους κατάκοιτους μοναχούς στο μοναστήρι έξω από την Γκρίζα) και φορέα της δίδυμης, εγκιβωτισμένης στην κύρια, αφήγησης της πρώτης συνάντησης με τον μηχανικό, γίνεται προφανές ότι είναι το μόνο ον που μπορεί να “νιώσει” – όχι να καταλάβει αλλά να αισθανθεί – το Φράγμα. Από την πρώτη παρουσίασή του έως το θάνατό του ο Χαρίτος Μπεναρδής είναι μια ζώσα αναλογία του άψυχου θαύματος της μηχανικής και υδροδυναμικής. Παραμένει εξίσου απρόσιτος με το Φράγμα, αποκαλύπτει μόνο όσα θέλει και όπως τα θέλει αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και έναν οδηγό για τον μηχανικό στο να προσεγγίσει το Φράγμα: όχι στην τεχνική υπόσταση του έργου αλλά στον συνολικό του ρόλο, κοινωνικό, ψυχολογικό και κυρίως συμβολικό. Ας μην ξεχνάμε ότι κάθε προσπάθεια του μηχανικού να διερευνήσει με όρους των τεχνικών επιστημών το Φράγμα και το πιθανό του πρόβλημα αποτυγχάνει: πριν έλθει οι εργάτες έχουν εξαφανίσει κάποια πιθανόν ύποπτα δείγματα χημικών ενώσεων από τα τοιχώματα του έργου, ο ίδιος δεν καταφέρνει να προσεγγίσει από το νερό τη βάση του Φράγματος, ο χημικός Πατσούρας δεν έχει καμιά αξιοπιστία, ο επιθεωρητής Φλωριάς αρνείται πεισματικά να δεχτεί ότι υπάρχουν τα σχέδια του Φράγματος (όταν τα ανακαλύπτει, τα καταστρέφει αυτοπυρπολούμενος), ο Ρέζος που θα μπορούσε να υποκαταστήσει με σχέδιά του τα αρχικά χαμένα είναι περισσότερο καλλιτέχνης παρά σχεδιαστής. Το Φράγμα παραμένει από την αρχή έως το τέλος ένα πολυδιάστατο μεταίχμιο, ένα πολυπρισματικό σύνορο: ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, ανάμεσα στο άλογο και το έλλογο, ανάμεσα στο ανοργάνωτο χάος (βούρκος, έλος) και τον πολιτισμό και ταυτόχρονα, στο επίπεδο της γραφής, ανάμεσα στο πραγματικό και το συμβολικό. Ακριβώς με τους ίδιους όρους, με τον ίδιο ακριβώς δυισμό είναι “χτισμένος” και ο Χαρίτος Μπεναρδής και σε μεγάλο βαθμό μπορούμε αυτό να το δούμε στη δίδυμη αφήγησή του, καθοριστική για την οικονομία του μυθιστορήματος. Η ολοκλήρωση της ανάρτησης και ο σχετικός φάκελος υλικού στο τρίτο και τελευταίο μέρος.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *