Φαντάσου, ήταν μονάχα για έναν ερωδιό! [Το “Φράγμα” του Σπύρου Πλασκοβίτη, μέρος πρώτο]

Άλλη μια ανάρτηση μισό χρόνο και βάλε από την τελευταία. Όλο και πιο δύσκολα πιάνω να γράψω κάτι, όλο και πιο εύκολα αναβάλλω, μεταθέτω την έναρξη, τεμπελιάζω. Ψευτοξεκίνησα το Πάσχα, καλοκαίριασε και με το ζόρι κατάφερα να γράψω δυο λέξεις. Ώρες ώρες γιγαντώνεται το αίσθημα της ματαιότητας των πάντων, της ακηδίας που εν πολλοίς οφείλεται και στην αηδία για όσα ζούμε στο δημόσιο βίο μας  – ανήκω σε μια γενιά που θεωρούσε, ίσως με κάποια υπερβολή, ως και τα προσωπικά ζητήματα εκφάνσεις του πολιτικού. Έστω λοιπόν, είναι μάλλον αργά για να αλλάξω. Ούτε και το θέλω άλλωστε.

Στο εσώφυλλο του βιβλίου που κρατώ γράφει το ονοματεπώνυμό μου και ημερομηνία αγοράς: 29-12-1980. Τριάντα έξι χρόνια πριν πρωτοσυνάντησα τον μηχανικό Βαλέρη με τον “πικρό ίσκιο”, τον δύστροπο κτηματία Χαρίτο Μπερναδή, τον γραφειοκράτη έως – κυριολεκτικά – τον θάνατο επιθεωρητή Φλωριά, τον ζωγράφο Βασίλη Ρέζο και τα άλλα πρόσωπα, κεντρικά ή περιφερειακά που ζουν στην Γκρίζα, την κωμόπολη που χτίστηκε πίσω από το φράγμα. Fragma-vert22Πρόκειται φυσικά Το Φράγμα του Σπύρου Πλασκοβίτη, ένα από τα καλύτερα – πιστεύω – μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Μοιάζει υπερβολικός ο χαρακτηρισμός αλλά δεν είναι· ελάχιστα λογοτεχνικά έργα  καταφέρνουν να συστήνονται τόσο πειστικά ως ρεαλιστικά ενώ ταυτόχρονα κρατούν μισοκρυμμένο σε δεύτερο επίπεδο ένα δαιδαλώδες πλέγμα συμβόλων. Σε μια εποχή που έδωσε εξαιρετικά πεζά με έντονα συμβολικό υπόβαθρο, όπως τις τρεις νουβέλες του Βασίλη Βασιλικού Το φύλλο. Το πηγάδι. Τ αγγέλιασμα (1961), τον Εξώστη (1964) του Νίκου Καχτίτση, το Λάθος (1965) του Αντώνη Σαμαράκη, τον Λοιμό (1972) του Ανδρέα Φραγκιά και λίγα χρόνια μετά το Κιβώτιο (1974) του Άρη Αλεξάνδρου, μόνο το Κιβώτιο – έργο ωστόσο εμβληματικό στη νεοελληνική λογοτεχνία και μια κατηγορία μόνο του – ξεπερνά σε πολυπλοκότητα και βάθος συμβόλων το Φράγμα. Ταυτόχρονα, όλα τα παραπάνω έργα συνομιλούν λίγο ή πολύ με το έργο του Φραντς Κάφκα: το κλίμα της απειλής, οι σκοτεινές αλληγορίες, οι αθέατοι μηχανισμοί είναι χαρακτηριστικά κοινά στα παραπάνω έργα. Κρατώ μόνο μια επιφύλαξη σε σχέση με τον Κάφκα για το Φράγμα καθώς ο Κώστας Στεργιόπουλος («Επιδράσεις   και συμπτώσεις στην πεζογραφία του Σπ.Πλασκοβίτη», Σύγκριση/Comparaison 1, 1989) αποδεικνύει αρκετά πειστικά ότι ο Πλασκοβίτης δε γνώριζε τότε το έργο του Κάφκα. Προσθέτω τέλος ένα ενδιαφέρον σημείωμα του Μιχάλη Μπακογιάννη για την υποδοχή και πρόσληψη του Φραντς Κάφκα στον τόπο μας

Ως συνήθως οι βιογραφίες του ΕΚΕΒΙ (που μάταια μάλλον περιμένω να επαναλειτουργήσει) είναι εξαιρετικές, γι αυτό και μεταφέρω τη σχετική για τον συγγραφέα του Φράγματος.
Ο Σπύρος Πλασκοβίτης (πραγματικό όνομα Σπύρος Πλασκασοβίτης) γεννήθηκε στην Κέρκυρα, γιος του αξιωματικού Ηλία Πλασκασοβίτη και της Αλεξάνδρας Καββαδία. Τα μαθητικά και πρώτα γυμνασιακά του χρόνια ως το 1931, οπότε μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα, τα πέρασε στην Κέρκυρα. Στην Αθήνα τέλειωσε το Γυμνάσιο. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών (αποφοίτησε το 1939) και φιλοσοφία του Δικαίου στο πανεπιστήμιο του Παρισιού (1963). Εργάστηκε υπάλληλος στο Υπουργείο Συγκοινωνιών, όπου παρέμεινε ως το 1951, με διακοπή κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, οπότε εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. 14010Από το 1946 ως το 1948 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην Ανωτάτη Στρατιωτική Διοίκηση Αθηνών και το Α΄ Σώμα Στρατού. Το 1951 διορίστηκε στο Συμβούλιο Επικρατείας με το βαθμό του εισηγητή και το 1959 έγινε πάρεδρος, θέση την οποία διατήρησε ως το 1968, οπότε απομακρύνθηκε από το δικτατορικό καθεστώς του Παπαδόπουλου, εξορίστηκε στην Κάσο και καταδικάστηκε από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών σε πενταετή φυλάκιση, λόγω της συμμετοχής του στην αντιστασιακή οργάνωση Δημοκρατική Άμυνα. Βασανίστηκε στην Ασφάλεια και τις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας και Κορυδαλλού και αποφυλακίστηκε κατά την αμνηστία του 1973. Μετά τη μεταπολίτευση επέστρεψε στο Συμβούλιο Επικρατείας όπου παρέμεινε στη ως το 1977, οπότε παραιτήθηκε λόγω της αθώωσης των υπαιτίων στρατηγών για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Από το 1977 ξεκίνησε η πολιτική του σταδιοδρομία. Εκλέχτηκε βουλευτής επικρατείας με το ΠΑΣΟΚ (1977), ευρωβουλευτής (1981), κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος (1981), εκλεγμένος αντιπρόεδρος του προεδρείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Προεδρείου της Σοσιαλιστικής Ομάδας (1984-1986). Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε από τις στήλες του περιοδικού Διάπλασις των παίδων (1929-1933) με το ψευδώνυμο Λευκάτας. Screenshot 2016-04-25 02.04.08Το 1948 δημοσίευσε το διήγημα “Τα στερνά” στη Νέα Εστία. Ακολούθησαν δημοσιεύσεις αφηγηματικών και δοκιμιακών έργων του σε περιοδικά όπως τα Φιλολογική Πρωτοχρονιά, Νέα Πορεία, Το περιοδικό μας, Ευθύνη, Η συνέχεια, Η λέξη, Εποχές, ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας πήρε μέρος επίσης στις αντιστασιακές εκδόσεις Δεκαοχτώ Κείμενα και Νέα Κείμενα. Τιμήθηκε με το Β΄ κρατικό βραβείο διηγήματος (1956) , το βραβείο της Ομάδας των 12 (1961) και το Α΄κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1980). Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Ο Σπύρος Πλασκοβίτης τοποθετείται στους μεταπολεμικούς έλληνες πεζογράφους. Το έργο του κινείται στα πλαίσια του ποιητικού ρεαλισμού, με συχνή χρήση της τεχνικής της αναγωγής αντικειμένων, καταστάσεων ή προσώπων σε συμβολικό επίπεδο και της συνακόλουθης τοποθέτησής τους στο επίκεντρο της δράσης και της εξέλιξης της πλοκής. Γενικότερα ο Πλασκοβίτης αναπλάθει τη δική του αντίληψη της πραγματικότητας, φιλτράροντάς την μέσω της επαγρυπνούσας συνείδησης και σκέψης του και προβάλλοντας με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο την αγωνία και τον προβληματισμό του για το μέλλον του κόσμου και της θέσης του σύγχρονου ανθρώπου στα πλαίσιά του.

Στο σχολικό εγχειρίδιο της Λογοτεχνίας στη Γ΄Λυκείου υπάρχει το επεισόδιο της συνάντησης του μηχανικού Βαλέρη με τον άρχοντα-μεγαλοκτηματία Χαρίτο Μπεναρδή. Ουσιαστικά πρόκειται για δυο ανάδρομες μακροσκελείς αφηγήσεις του Μπεναρδή που φανερώνουν αρκετά και υπαινίσσονται ακόμα περισσότερα τόσο για τον αφηγητή όσο και για το ίδιο το φράγμα.  Καθοριστικές και οι δυο για την οικονομία του έργου, αποτελούν μια ουσιαστική επιλογή αποσπάσματος από το μυθιστόρημα και γενικά το παραπάνω εγχειρίδιο είναι από τα καλά σχολικά βιβλία OLYMPUS DIGITAL CAMERA(να λέμε και καμιά καλή κουβέντα, όχι μόνο γκρίνιες). Όμως και πάλι κάνει ζημιά η αποσπασματικότητα: για παράδειγμα η τελευταία σκηνή στο σχολικό κείμενο είναι τελείως ακατανόητη για όποιον δεν έχει διαβάσει ολόκληρο το έργο και ταυτόχρονα ο ερωδιός είναι πολύ πιο ευρύ σύμβολο από όσο μπορεί να υποθέσει κανείς με βάση το απόσπασμα και μόνο. Διαπιστώνοντας ότι δεν υπάρχει κάποια εκτενής περίληψη του έργου (απαραίτητη ωστόσο για την, ικανοποιητική έστω, κατανόησή του), θα επιχειρήσω να παρουσιάσω μια δική μου.

Το Φράγμα είναι ένα γιγάντιο τεχνικό έργο που εκτείνεται σε μήκος αρκετών χιλιομετρων προκαλώντας δέος· έχει όμως ήδη πάνω από μισό αιώνα ζωής. Έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν αόριστες φήμες για τη σταθερότητά του και υπάρχει μια διάχυτη ανησυχία στην περιοχή της Γκρίζας, της πόλης πίσω από το Φράγμα. Οι αρχές προσπαθούν να διασκεδάσουν την ανησυχία των κατοίκων στέλνοντας τον υδρολόγο μηχανικό Βαλέρη να εξετάσει το έργο και να αποφανθεί για το τι συμβαίνει (ελπίζοντας ότι καταλήξει σε ένα λίγο-πολύ καθησυχαστικό πόρισμα). Ο Βαλέρης φτάνει τέλη Μαρτίου στη Γκρίζα και διαπιστώνει αμέσως. με την πρώτη επίσκεψη στο έργο, ότι δεν υπάρχει καμιά σοβαρή ένδειξη για ρήγμα ή δυσλειτουργία. Υπάρχουν περίεργες ενδείξεις αλλά καμιά αξιόπιστη μέτρηση, καμιά δειγματοληψία υλικών, καμιά σαφώς ανησυχητική αναφορά. Αποφασίζει να εγκατασταθεί στην πόλη και να ερευνήσει το μυστήριο.
Στο δεύτερο κεφάλαιο ο μηχανικός επισκέπτεται τον ογδοντάχρονο μεγαλοκτηματία Χαρίτο Μπεναρδή ο οποίος, σε μια βραδιά που καταλήγει επεισοδιακά, αποκαλύπτει με δυο του αφηγήσεις κομμάτια από την ιστορία της ζωής του και από το πώς χτίστηκε το Φράγμα, άλλωστε είναι ο μόνος από τους κατοίκους της πόλης, (εκτός από  κάποιους μοναχούς από το μοναστήρι της περιοχής) που είδε το Φράγμα να χτίζεται. Η βραδιά κλείνει με μια έκρηξη θυμού του Μπεναρδή στη φευγαλέα θέα μιας νεαρής κοπέλας που αργότερα θα αποκαλυφθεί ότι είναι η Μαρίνα, η μουγγή ψυχοκόρη του. Το πρωί ο μηχανικός επισκέπτεται ξανά το φράγμα και επιχειρεί να το διαπλεύσει από άκρη σε άκρη με ένα αργοκίνητο καΐκι. Σκοπός του είναι, πέρα από την αυτοψία των θεμελίων, να πάρει δείγματα των οικοδομικών υλικών, κάτι που τελικά δεν γίνεται. Οι συνειρμικές του σκέψεις  δίνουν στον τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή την ευκαιρία να αναφερθεί στον ονειροπόλο αδερφό του μηχανικού που πέθανε νέος σε σανατόριο.
Αμέσως μετά το επεισόδιο της ακάτου ακολουθεί το τρίτο κεφάλαιο όπου ο αφηγητής παρουσιάζει εν συντομία τη ζωή του μηχανικού. Ένας ιδιαίτερα έξυπνος νέος που καταφέρνει με πολύ κόπο να ξεπεράσει την κοινωνική και επαγγελματική μετριότητα στην οποία τον οδηγούσε η μικροαστική του καταγωγή και να φτάσει στα σαράντα του χρόνια στην επιτυχία: αναγνώριση από το κράτος, έπαυλη, ακριβό αυτοκίνητο, μια σύντροφο από ανώτερη κοινωνικά τάξη. Κάπου ωστόσο ενδόμυχα η επιτυχία του αυτή τον βασανίζει είτε ως ενοχή για όσους και όσα άφησε πίσω του στο ταξίδι προς την επιτυχία είτε ως προαίσθημα ότι πλησιάζει σε ένα όριο, σε ένα μεταίχμιο όπου η επιτυχία αυτή θα λάβει τέλος σαν μια σύντομη μεσοβασιλεία. Με τις αναφορές αυτές ο αναγνώστης αρχίζει να υποψιάζεται ότι ο τετραγωνισμένος και αυστηρά λογοκρατούμενος χαρακτήρας του Βαλέρη δεν είναι απόλυτα συμπαγής και ότι υπάρχουν αρκετά αθέατα ρήγματα. Παρουσιάζεται επίσης η Έλσα, η σύντροφος του μηχανικού και η σχέση τους καθώς και – εκτενώς – η πρόσκληση από τον υπουργό και η πρόταση για να αναλάβει την αυτοψία στο έργο και τη σύνταξη πορίσματος.
Επιστροφή στην κύρια αφήγηση με το τέταρτο κεφάλαιο και ενώ ο Βαλέρης ξεκινά να συναντήσει τον χημικό του φράγματος στο σπίτι του δίνεται η ευκαιρία στον αφηγητή να περιγράψει τη Γκρίζα. Σε ολόκληρη την πόλη τα σημάδια από τη λειτουργία του Φράγματος είναι εμφανή, ξεκινώντας από τα υλικά συντήρησής του και φτάνοντας ως τις επιγραφές των μαγαζιών. Το Φράγμα επίσης φαίνεται από παντού (δεν υπάρχουν δέντρα) αλλά κανείς δε μιλά άμεσα για αυτό. Φτάνοντας στο σπίτι του μηχανικού Πατσούρα, γαμπρού του Μπεναρδή, ο μηχανικός γνωρίζει τη Μάγδα, γυναίκα του Πατσούρα και αδελφή της Μαρίνας, τον Φανούρη Καλδή, βουτηχτή, τον Βασίλη Ρέζο που γνώριζε τον αδελφό του μηχανικού και δηλώνει σχεδιαστής και τους γιους του Μπεναρδή, Πιέρρο και Λαμπρινό που δουλεύουν στα χωράφια του. Και πάλι ο μηχανικός δεν καταφέρνει να αποκομίσει πληροφορίες για την κατάσταση του φράγματος καθώς ο μισομεθυσμένος Πατσούρας  έχει παραμελήσει το χημείο του και ασχολείται με το ποτό και με το να κάνει παιδιά με τη Μάγδα. Είναι βαριά η σκιά του Φράγματος πάνω στους ανθρώπους της Γκρίζας και κάποιοι, όπως ο Πατσούρας, δεν την αντέχουν – δε μπορεί, όπως λέει ο ίδιος, να πάει κόντρα στο ρέμα, σαν τις πέστροφες που περιέγραφε ο Καλδής σε μια ιστορία του τη νύχτα εκείνη.
Η συνάντηση του Βαλέρη με τον επιθεωρητή Ανδρέα Φλωριά δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα στο πέμπτο κεφάλαιο να παρουσιάσει επί σκηνής ένα ακόμα πρόσωπο από εκείνα που συνθέτουν το δεύτερο κύκλο: αν τον πρώτο συνθέτουν οι δυο πρωταγωνιστές του έργου (ο μηχανικός Βαλέρης και ο Χαρίτος Μπεναρδής) και τον τρίτο οι κομπάρσοι, στον δεύτερο κύκλο συγκεντρώνονται πρόσωπα απαραίτητα για τη δράση αλλά σε κάθε περίπτωση δευτεραγωνιστές (Ρέζος, Φλωριάς, Μαρίνα) ή και τριταγωνιστές ακόμη (Πατσούρας, Μάγδα, Καλδής). Ο Φλωριάς, εργένης, τυπικός γραφειοκράτης και τυπολάτρης έχει ως κέντρο της ζωής του την υπηρεσία του στην οποία υπάγονται και τα αρχεία της επαρχίας που βρίσκεται η Γκρίζα. Και πάλι μέσω ανάδρομων αφηγήσεων μαθαίνουμε για το παρελθόν του, τη σχέση με τη μητέρα του που για χρόνια καθόριζε τη ζωή του και την κακή σχέση του με τον συνάδελφό του Βραδάκη ως την τελική νευρική κατάρρευση του τελευταίου. Ο Φλωριάς, ουσιαστικά από ευθυνοφοβία και πείσμα, αρνείται την ύπαρξη των σχεδίων του Φράγματος στον Βαλέρη που τα ψάχνει επίμονα. Άλλη μια προσπάθεια του μηχανικού να προσεγγίσει με τεκμήρια τη φύση και λειτουργία του Φράγματος οδηγείται σε αδιέξοδο. Εκνευρισμένος του λέει φεύγοντας ότι το Φράγμα πέφτει, κάτι που ο Φλωριάς αντιμετωπίζει με φαινομενική αταραξία .
Fragma-KourkoulosΟ ζωγράφος Βασίλης Ρέζος συναντά τον μηχανικό λίγες μέρες μετά. Έλκεται από την προσωπικότητά του και του προτείνει να αναλάβει το σχεδιασμό του Φράγματος, κάτι που χρειάζεται ο μηχανικός για να καλύψει ως ένα βαθμό την απώλεια των αρχικών σχεδίων. Ο Βαλέρης δείχνει ωστόσο να το σκέφτεται εξαιτίας της καλλιτεχνικής φύσης του Ρέζου, κάτι που πεισμώνει τον τελευταίο. Στο πρόσωπο του Ρέζου απεικονίζεται ο νεκρός αδελφός του μηχανικού, το alter ego του. Ο Ρέζος λειτουργεί στο έργο σαν καταλύτης – όχι ο μόνος πάντως – για τη διαδρομή αυτογνωσίας του μηχανικού αλλά και ο ίδιος δε μένει ανεπηρέαστος έως το τέλος. Την ίδια μέρα ο Χαρίτος Μπεναρδής έρχεται να πάρει τον μηχανικό στο κτήμα όπου βρίσκονται οι δίδυμοι γιοι του. Στη συζήτηση κατά τη διαδρομή ο Μπεναρδής ρωτά για την επίσκεψη του μηχανικού στο σπίτι του Πατσούρα, αποκαλύπτει ότι η Μάγδα και η Μαρίνα είναι ψυχοκόρες του και δείχνει να εμπιστεύεται όλο και περισσότερο τον μηχανικό παρά το ότι η διάθεσή του είναι κακή και δεν καλυτερεύει όταν συναντά τους γιους του. Στο τέλος, για άλλη μια φορά οδηγείται σε έκρηξη θυμού κατά τη διάρκεια του τραπεζιού, απαιτώντας από τα παιδιά του να του φανερώσουν τη Μαρίνα και κατηγορώντας τους ότι την κρύβουν από τον ίδιο. Το έκτο κεφάλαιο κλείνει με μια επιστολή του Φλωριά προς τον μηχανικό καθώς η φράση “το Φράγμα πέφτει” τον έχει ταρακουνήσει, αν και περισσότερο τον απασχολεί το πως θα διαχειριστεί την πληροφορία αυτή αν είναι αληθινή παρά το ίδιο το περιεχόμενό της. Η επιστολή αυτή όπως και άλλες που θα ακολουθήσουν, θα μείνει αναπάντητη
Με το τέλος του Μάρτη ο καιρός δείχνει να αλλάζει. Απειλητικά σύννεφα στέκονται για μέρες πάνω από το Φράγμα δοκιμάζοντας τις σωματικές και ψυχικές αντοχές των ανθρώπων για πάνω από δέκα μέρες. Η κουφόβραση που επικρατεί σε συνδυασμό με το φόβο μιας νεροποντής που θα δοκιμάσει τις αντοχές του Φράγματος, γεμίζει τους κατοίκους με νευρικότητα και ήδη ακούγονται μισόλογα για τον μηχανικό που δε λέει να φανερώσει τι έχει βρει. Κάποιοι βρίσκουν τον Χαρίτο Μπεναρδή για να τον συμβουλευτούν και να μάθουν για τον μηχανικό αλλά εκείνος τους αποπαίρνει. Τέλος, ένα βράδυ ξεσπά η καταιγίδα που καταλήγει σε μια ατελείωτη νεροποντή. Με ελάχιστα διαλείμματα κρατά σχεδόν τρεις εβδομάδες, όλον τον υπόλοιπο Απρίλιο. Τα σχέδια του μηχανικού για ανακατασκευή των σχεδίων του φράγματος με τον Βασίλη Ρέζο, όσο αυτό θα ήταν δυνατόν, ακυρώνονται και τώρα ο Βαλέρης στρέφει το ενδιαφέρον του στο να παρατηρεί με αυξανόμενη ανησυχία τους τεράστιους όγκους νερού που προσθέτει καθημερινά η βροχή και τα λιωμένα χιόνια των γύρω βουνών στο ποτάμι που το Φράγμα συγκρατεί. Στο έβδομο αυτό κεφάλαιο της βροχής όλοι πλέον πιστεύουν ότι τώρα πια το Φράγμα δε θα αντέξει. Εκτός από τον Χαρίτο Μπεναρδή.
Ο γερο-Μπεναρδής μονοπωλεί ολόκληρο το όγδοο κεφάλαιο. Τις μέρες που ακολούθησαν την επίσκεψή του στο κτήμα οι δυο γιοί του έφεραν πίσω τη Μαρίνα όμως αυτό δε διορθώνει την κακοτροπιά του και τη σκαιή συμπεριφορά του απέναντί της. Αυτό που τον βασανίζει μας αποκαλύπτεται τμηματικά, μέσα από σκέψεις του, μισόλογα, όνειρα και μονολόγους: είναι το ανόσιο πάθος του για την ψυχοκόρη του που προσπαθεί με κάθε τρόπο να το παλέψει και να το ξορκίσει αλλά μάταια. Με μια ακόμα ανάδρομη αφήγηση ο κεντρικός αφηγητής φανερώνει μέσα από τα μάτια της μουγγής ψυχοκόρης, της Μαρίνας, το επεισόδιο χρόνια πριν που της έκοψε τη μιλιά. Η χήρα μητέρα της πρόσφερε τον έρωτά της μέσα στον αχυρώνα στον Χαρίτο Μπεναρδή (νονό της Μαρίνας) αλλά αυτός τον απέρριψε μαστιγώνοντάς την. Η Μαρίνα λιποθυμά και όταν ξυπνά είναι πια μουγγή. Ένα χρόνο μετά πεθαίνει η μητέρα της με την κατάρα να καίνε τα κορμιά των κοριτσιών της όπως καιγόταν το δικό της – μια κατάρα που πέφτει πάνω στον γερο-κτηματία χρόνια μετά. Επιστρέφοντας στην κύρια αφήγηση μια απόπειρα του Πατσούρα να πάρει τη Μαρίνα στο σπίτι του καταλήγει στο κενό και μάλιστα ο Μπεναρδής έμμεσα τον κατηγορεί ότι καλοβλέπει τη Μαρίνα (στον Πατσούρα υπάρχει απωθημένη βαθιά μια τέτοια επιθυμία αλλά ο ταλαίπωρος χημικός ούτε τολμά να το σκεφτεί). Στην τελική σκηνή του κεφαλαίου ο Μπεναρδής παραμονεύει την ψυχοκόρη του στο θερμοκήπιο όπου αυτή φροντίζει τα λουλούδια της με σκοπό να την βιάσει. Τρελαμένος από την επιθυμία του θα το είχε καταφέρει αν την τελευταία στιγμή δεν καρφώνονταν στο χέρι του τα αγκάθια ενός κάκτου, με τον πόνο να του επαναφέρει τη λογική και το αίσθημα της ντροπής.
Επιστροφή στον επιθεωρητή Φλωριά που νιώθει όλο και πιο αμήχανος εξαιτίας της σιωπής του μηχανικού. Καθώς ο προϊστάμενός του έπαρχος δείχνει να μην ενδιαφέρεται για τις ανησυχίες του, εκνευρισμένος εκμυστηρεύεται κάποιες από τις στιχομυθίες της συνάντησής του με τον Βαλέρη στον μεγαλοβιομήχανο της περιοχής Πασχάλη ο οποίος φροντίζει έπειτα να κλείσει διακριτικά το εργοστάσιο βάμβακός του στη Γκρίζα – πράξη που οδηγεί και σε άλλες ανάλογες από τους υπόλοιπους βιομηχάνους της περιοχής. barrage-daniel-johnson-lrgΣτο μεταξύ μια επιτροπή κατοίκων και βουλευτών της περιοχής επισκέπτεται τον Βαλέρη ζητώντας να μάθει τι συμβαίνει τελικά με το Φράγμα αλλά το μόνο που έχει να τους παρουσιάσει ο μηχανικός ( που γενικά τους αντιμετωπίζει με μια μείξη συμπόνιας και απέχθειας) είναι η τρέχουσα κατάσταση του έργου και άλλες τεχνικές λεπτομέρειες που δεν απαντούν στα ερωτήματά τους· άλλωστε δεν έχει και ο ίδιος απαντήσεις, μόνο ερωτήματα. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας ο μηχανικός ξεκινά να επιθεωρήσει την περιοχή κατά μήκος του Φράγματος όπου έχουν εμφανιστεί κάποιες καθιζήσεις εξαιτίας των βροχοπτώσεων. Τον ακολουθεί ο Βασίλης Ρέζος που αναπτύσσει σταδιακά μια σχέση αγάπης – μίσους για τον μηχανικό (είναι σαφώς ο ένας το alter ego του άλλου αλλά αυτό το βιώνει πολύ πιο δραματικά ο Ρέζος σε σχέση με τον μηχανικό). Ορισμένες από τις καθιζήσεις είναι πράγματι αρκετά ανησυχητικές λόγω της έκτασής τους· κομμάτια γης ολόκληρα μοιάζουν να ξαναγίνονται βάλτος. Λίγο πιο έξω από τα κτήματα του Μπεναρδή (που μαθαίνουμε ότι είναι άρρωστος) ξεσπά βίαιη καταιγίδα και ο μηχανικός οδηγεί ως το γειτονικό μοναστήρι. Οι πατέρες εκεί είναι παράλυτοι, αγκυλωμένοι από τα ρευματικά, χωρίς να μπορούν να λειτουργήσουν. Ο ηγούμενος παρακαλεί τον Βαλέρη να φέρει γιατρούς αλλά την ίδια ώρα πιάνει νευρική κρίση τον Ρέζο που πεσμένος κάτω φωνάζει τον ηγούμενο να προσευχηθεί για να αποτρέψει έναν πιθανό φόνο (έχει στο νου του να σκοτώσει τον Βαλέρη, να διαγράψει το ενοχλητικό του πρότυπο). Το ένατο κεφάλαιο κλείνει με τον Βασίλη Ρέζο να συνέρχεται από την κρίση και να απολογείται μάλλον αδέξια.
Μια από τις επόμενες μέρες ο “Φαέθων”, βιομηχανία ορυκτών, το τελευταίο μεγάλο εργοστάσιο της πόλης, κλείνει αιφνιδιαστικά με τους εργάτες να μένουν έξω απορημένοι. Οι φήμες οργιάζουν στην πόλη και το δημοτικό συμβούλιο που συνεδριάζει καταλήγει σε αδιέξοδο με την υστερία να κυριαρχεί. Ο επιθεωρητής Φλωριάς το μεσημέρι της ίδιας ημέρας ξεκινά κακοδιάθετος για την έδρα του Κτηματικού, όπου βρίσκονται τα αρχεία της πόλης. Ο κόσμος βρίσκεται στα πρόθυρα πανικού και κάποιοι ήδη ετοιμάζονται να φύγουν. Πριν ανοίξει την πόρτα του κτηρίου, ένας λαϊκός τύπος που μοιάζει με τον παλιό συνάδελφό του τον Βραδάκη του ζητά τα σπίρτα του (ο επιθεωρητής θυμάται με δέος τη σκηνή με το σπίρτο που οδήγησε σε νευρική κατάρρευση). Μπαίνοντας μέσα ο Φλωριάς κατευθύνεται στο υπόγειο όπου, από μια μοιραία σύμπτωση. πέφτει κυριολεκτικά πάνω σε ένα ερμάρι με μισοθρυμματισμένους κυλίνδρους: είναι τα περιβόητα σχέδια του Φράγματος. Σχεδόν πανικόβλητος φεύγει αναλογιζόμενος τις ευθύνες που μπορεί να προκύψουν για τον ίδιο, όταν διαπιστώνει ότι ο δρόμος έχει γεμίσει νερά και ο κόσμος τρέχει να σωθεί. Επικρατεί χάος και τότε ο Φλωριάς αποφασίζει να γυρίσει πίσω, κόντρα στο ρεύμα των φυγάδων, στο κτήριο του Κτηματικού. Το καταφέρνει με πολύ κόπο δυο ώρες μετά και κατεβαίνει στα υπόγεια. Το ρεύμα έχει κοπεί και χρησιμοποιεί τα σπίρτα για να φωτίσει το χώρο και τέλος να βάλει φωτιά στους κυλίνδρους των σχεδίων, παίρνοντας μαζί του την τελευταία του αυτή ανακάλυψη. Στο τέλος του δέκατου κεφαλαίου ο Φλωριάς πεθαίνει διασώζοντας την επαγγελματική του αξιοπρέπεια, το μόνο επίτευγμα της ζωής του. Ωστόσο, όλος ο πανικός αποδεικνύεται τελικά αβάσιμος καθώς τόσο το νερό όσο και η συμπτωματική διακοπή ρεύματος οφείλονταν σε ασήμαντα περιστατικά που μόνο η φαντασία και τα τεντωμένα νεύρα του κατοίκων τα μεγέθυνε σε κατάρρευση του Φράγματος.
Με τον βουτηχτή Φανούρη Καλδά και τις ιστορίες του – όλες σχεδόν φανταστικές – ξεκινά το ενδέκατο κεφάλαιο. Στο θάλαμο επιφυλακής του φράγματος αφηγείται τη φορά αυτή μια ιστορία για ένα υποβρύχιο κάπου στις θάλασσες της ανατολής που μπλέχτηκε σε δίχτυα και το πλήρωμα πέθανε από ασφυξία στο βυθό της θάλασσας. Όπως συμβαίνει πάντα ο δεύτερος (καπετάνιος στη βάρκα του φράγματος) επεμβαίνει και καταρρίπτει την ιστορία του Καλδά (για άλλη μια φορά στο μυθιστόρημα υπάρχει εδώ ένα δίδυμο αντίθετων χαρακτήρων που συχνά συνδέονται με σχέση αγάπης-μίσους). Όμως η εντύπωση της ιστορίας μένει καθώς συνδέεται με το φόβο όλων των κατοίκων της Γκρίζας ότι το νερό τους περικυκλώνει, θα τους απομονώσει και τέλος το Φράγμα θα ανοίξει και θα τους πνίξει. Ο φόβος στο θάλαμο του Φράγματος κορυφώνεται όταν πληροφορούνται ότι κάτι συμβαίνει στην πόλη. Πράγματι, η Γκρίζα αδειάζει. Καθώς το νερό μοιάζει να ξεφυτρώνει από όλο και περισσότερα σημεία στα χωράφια της πόλης, οι κάτοικοι τρομοκρατημένοι αρχίζουν να εγκαταλείπουν την πόλη. Ο μηχανικός το διαπιστώνει ένα πρωί καθώς παύει να παίρνει αναφορές από το Φράγμα που πλέον λειτουργεί μόνο του. Γυρνώντας πίσω στο δωμάτιό του στο μεγάλο αρχοντικό του Μπεναρδή, ψάχνει να τον βρει. Ο Μπεναρδής είναι στα τελευταία του, παράλυτος στην αριστερή του πλευρά από μόλυνση που την προκάλεσε το αγκάθι του κάκτου, τη νύχτα που επιχείρησε να βιάσει τη Μαρίνα. Ακολουθεί ένας μεγάλος διάλογος που καλύπτει σχεδόν ολόκληρη τη νύχτα. Ο γερο-κτηματίας αποκαλύπτει το πάθος του στον μηχανικό για το οποίο δε μετανοεί και συζητούν πάνω στην έννοια της αμαρτίας καθώς και για το Φράγμα που θα σωθεί και πάλι – αλλά, όπως και ο Μπεναρδής, κουβαλά μέσα του, απρόσιτο και ανεξιχνίαστο, το ελάττωμά του. Δείχνει επίσης στον μηχανικό το τατουάζ στο στήθος του: ερωδιός και κάκτος. Αρκετά νήματα του έργου ξεδιαλύνονται τη βραδιά αυτή στο χάραμα της οποίας πεθαίνει ο Μπεναρδής και η Μαρίνα του κλείνει τα μάτια. Ελάχιστοι ακολουθούν την κηδεία· οι δυο δίδυμοι γιοι του φεύγουν από το περιβόλι όπου έμεναν χωρίζοντας ο ένας από τον άλλο και βλέπουν από απόσταση την κηδεία χωρίς να γνωρίζουν ποιος πέθανε.
Ο μηχανικός έχει μείνει σχεδόν μόνος του στην πόλη απορροφημένος από τις μελέτες του για το Φράγμα – μελέτες που στηρίζονται ωστόσο σε ελάχιστα δεδομένα και πολλές υποθέσεις. Ο καιρός πάντως έχει μεταβληθεί και οι βροχές έχουν δώσει τη θέση τους σε έναν καλοκαιρινό καιρό. Καθημερινά η στάθμη του Φράγματος πέφτει όλο και περισσότερο. Οι κάτοικοι, δέκα μέρες μετά τη φυγή τους από την πόλη επιστρέφουν. Ο μόνος επώνυμος που δε συμμετείχε στην υστερία της φυγής είναι ο μηχανικός· ως αποτέλεσμα, αρχικά σιωπηρά και μετά μέσω του τύπου, θεωρείται πλέον “εχθρός του λαού”.  Ο υπουργός εμφανίζεται και προσπαθεί να εκμαιεύσει από τον Βαλέρη ένα καθησυχαστικό πόρισμα, κάτι που να κλείνει την ιστορία. Καθώς δεν υπάρχουν ασφαλή συμπεράσματα, φεύγει άπρακτος αναμένοντας το τελικό πόρισμα και κρατώντας μόνο τα φαινόμενα: καμιά ρωγμή, κανένα εμφανές πρόβλημα δηλώνει στους δημοσιογράφους. Οι πιέσεις στον Βαλέρη αυξάνονται καθημερινά καθώς όλοι επιθυμούν ένα τελικό, θετικό για την κατάσταση του Φράγματος, πόρισμα. Ο ίδιος μοιάζει διχασμένος ανάμεσα στην άποψη αυτή, που περιμένουν όλοι να ακούσουν και την αλήθεια που είναι απλώς η πλήρης άγνοια για το πώς λειτουργεί το Φράγμα. Τέλος, σε μια ανοιχτή στο κοινό συνέντευξη τύπου, παρουσιάζει όλα τα στοιχεία που συγκέντρωσε: για την αρχιτεκτονική  και λειτουργία του Φράγματος, τα προβλήματα κατασκευής που εντόπισε, για τις ανησυχητικές ενδείξεις όπως οι καθιζήσεις, τονίζοντας πάντα ότι πρόκειται για ενδείξεις και μόνο, που είτε μπορεί να σημαίνουν κάτι, είτε όχι. Τέλος, πετώντας στο τραπέζι τις σημειώσεις του καταλήγει στην τελική του πρόταση: να σπάσει το Φράγμα στα σημεία που τους δείχνει για να πέσει η στάθμη των νερών και περιοριστούν οι πιέσεις. Εφ’ όσον  δε μπορούν να το ελέγξουν, ας το σπάσουν. Γιατί, ολοκληρώνει, «ο θάνατος […] είναι μονάχα ένας από τους μηχανισμούς της πολύπλοκης παγίδας, που μπορεί να κρύβεται μέσα στο φράγμα». Ο μηχανικός φεύγει και το δωδέκατο κεφάλαιο κλείνει με την εικόνα κοινού και δημοσιογράφων να μένουν ακίνητοι και έκπληκτοι σχεδόν δέκα λεπτά μετά την αναχώρηση του Βαλέρη.
Στον επίλογο όλοι τα βάζουν με τον μηχανικό και την παράλογη προτάσή του. Θέλουν να ξεχάσουν τη ντροπιαστική φυγή τους που την ερμηνεύουν ως υπερβολή και αδικαιολόγητο φόβο. Άλλωστε ούτε ο μηχανικός είχε αποδείξεις για φθορές ή προβλήματα του Φράγματος και τον κατηγορούσαν για αδικαιολόγητες υποκειμενικές εκτιμήσεις και προκατάληψη. Το Υπουργείο αρχικά δεν κάνει καμία κίνηση, ωστόσο όταν ξεσηκώνεται ολόκληρη η πόλη με ψηφίσματα και επιτροπές για να διώξει τον μηχανικό, αποφασίζει να τον ανακαλέσει. Η καριέρα του Βαλέρη δέχεται σοβαρότατο πλήγμα, ο ίδιος όμως εμμένει στη σιωπή και δεν ασχολείται διόλου με τις κατηγορίες εναντίον του. Την ώρα που φεύγει από την πόλη τον συναντά ο Βασίλης Ρέζος. Το μυθιστόρημα κλείνει με ένα μελοδραματικό φιλί του ζωγράφου στο μέτωπο του μηχανικού, σημάδι από το φιλί των θεών που κανένας από τους δυο τους δεν έχει.

Εκτενέστατη η περίληψη και μακρυνάρι η ανάρτηση, κουραστική στην ανάγνωση. Θα συνεχίσω στην επόμενη ανάρτηση με παρατηρήσεις πάνω στο έργο συνολικά και κάποιες ειδικότερες για το σχολικό απόσπασμα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *