Η σιωπή των Λακεδαιμονίων (Στα 200 π.Χ)

Μήνες τώρα ζω την εκδίκηση του ποιητή Φερνάζη. Τον είχα άσπλαχνα εγκαταλείψει πάνω από χρόνο στην τύχη του και τώρα για τρεις μήνες και περισσότερο δε μπόρεσα να γράψω τίποτα στο παρόν ιστολόγιο. Τρεις παρουσιάσεις βιβλίων, η ανακατωσούρα των εξετάσεων, η γελοιότητα της επιστράτευσης, η βαθιά αηδία από τα πρόσφατα γεγονότα με την ΕΡΤ – “έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου” μου ψιθυρίζει από καιρό, επίμονα, ο Αχαιός της Αλεξάνδρειας – δε με άφησαν καιρό και διάθεση για γράψιμο. Και πάλι όμως δεν πρέπει να έχω παράπονο από τον Φερνάζη καθώς πριν με παρατήσει φουρκισμένος άφησε το σημείωμά του:0-Darius Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό, / επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται — / το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην· / υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος. Παρέβλεψα το ειρωνικό υπαινιγμό που με ταύτιζε με τον Δαρείο και προτίμησα να μεταφέρω τους στίχους στο ποίημα “Στα 200 π.Χ ” του Καβάφη που είχα σκοπό από καιρό να σχολιάσω. Έτσι λοιπόν μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό, επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται: Τι να ένιωσαν οι Λακεδαιμόνιοι με εκείνο το πλην Λακεδαιμόνιων; Μήπως αδιαφόρησαν παντάπασι, όπως ισχυρίζεται ο ανώνυμος αφηγητής;  Υπεροψία λοιπόν – χωρίς μέθη αλλά πάντως υπεροψία; Ή μήπως αντίθετα, κάπως σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων το στοχάστηκαν, σιωπηλά πάντα, και αλλού πρέπει να ψάξουμε την υπεροψία και τη μέθη μαζί; Μαζί με τον Φερνάζη λοιπόν αναγκάστηκα και εγώ βαθέως να σκεφτώ το πράγμα.

Στα 200 π.Χ
(δημιουργία: 1916 ; / έκδοση: 1931)

«Aλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων—»

Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε
πως θ’ αδιαφόρησαν παντάπασι στην Σπάρτη
για την επιγραφήν αυτή. «Πλην Λακεδαιμονίων»,
μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν
σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε
μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς
Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό
δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής.
A βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων».

Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.

Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·
και στην Ισσό μετά· και στην τελειωτική
την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός
που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:
που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ’ εσαρώθη.

Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.

Εμείς· οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας,
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.

Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!

Στο αρχείο Καβάφη υπάρχει ένας αυτόγραφος χρονολογικός πίνακας σύνθεσης ποιημάτων, ο πρώτος που εκδόθηκε από τον Γ.Π. Σαββίδη [τώρα: Γ.Π.Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά τ.Β΄, “Ανέκδοτος χρονολογικός πίνακας σύνθεσης ποιημάτων” (1963), εκδ. Έρμής, Αθήνα 1987, σελ. 49-64 και ειδικότερα: σελ.59]. Εκεί βρίσκουμε την εγγραφή για ένα ποίημα με τίτλο “Πλην Λακεδαιμονίων” που έχει χρονολογία Ιούνιος 1916. Πιθανότατα πρόκειται για προσχέδιο του “Στα 200 π.Χ”, άγνωστο πόσο προχωρημένο αλλά κατά τα φαινόμενα αρκετά διαφορετικό από το δημοσιευμένο το 1931. Διότι ναι μεν το ποίημα στην τελική του μορφή, δεκαπέντε χρόνια μετά, γυρνά γύρω από την απουσία των Λακεδαιμονίων – πλην Λακεδαιμονίων – από τη θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία όμως με τον τωρινό τίτλο μοιάζει είναι ένα τελείως διαφορετικό ποίημα, όσες ομοιότητες και να υπήρχαν ανάμεσα σε προσχέδιο και τελικό ποίημα. Αλλού προσδιορίζεται το κέντρο βάρους σε ένα ποίημα με τίτλο “Πλην Λακεδαιμονίων” και αλλού με τον τίτλο “Στα 200 π.Χ”.

Ένα από τα πρώτα που προσέχει ο συστηματικός αναγνώστης της καβαφικής ποίησης είναι οι χρονικοί δείκτες, φανεροί και κρυφοί. Οι πρώτοι εντοπίζονται μέσα στο ποίημα είτε στον τίτλο (πχ Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X., Νέοι της Σιδώνος (400 μ.X.) ) είτε σε κομβικά σημεία του ποιήματος (πχ στο υστερόγραφο του Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας  πολεμήσαντες). Οι δεύτεροι προκύπτουν έμμεσα από το έτος που γράφεται ή και  διανέμεται από τον ποιητή (σε χειρόγραφο ή αυτόγραφη συλλογή για επιλεγμένο σύνολο αναγνωστών) ένα ποίημα προβάλλοντας έναν έμμεσο μεν, καίριο δε σχολιασμό του ποιητή για το περιεχόμενο του ποιήματος. Το ποίημα για τους πεσόντας της Αχαϊκής Συμπολιτείας που παρουσιάστηκε εδώ περιλαμβάνει τόσο εξωτερικούς όσο και εσωτερικούς χρονικούς δείκτες χαράζοντας τρία επάλληλα χρονικά επίπεδα. Το “Στα 200 π.Χ” περιορίζεται σε εσωτερικούς και μόνο δείκτες, χωρίς ωστόσο και αυτό να αφήνει έξω από το ποίημα τον ποιητή ή τον αναγνώστη. Να δούμε ωστόσο από την αρχή τα ιστορικά δεδομένα και συμφραζόμενα του ποιήματος.

Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβασις / Βιβλίο Α΄, κεφ.1.1 & κεφ.16.7
Λέγεται δὴ Φίλιππος μὲν τελευτῆσαι ἐπὶ ἄρχοντος Πυθοδήλου Ἀθήνησι. παραλαβόντα δὲ τὴν βασιλείαν Ἀλέξανδρον, παῖδα ὄντα Φιλίππου, ἐς Πελοπόννησον παρελθεῖν. εἶναι δὲ τότε ἀμφὶ τὰ εἴκοσιν ἔτη Ἀλέξανδρον. ἐνταῦθα ξυναγαγόντα τοὺς Ἕλληνας, ὅσοι ἐντὸς Πελοποννήσου ἦσαν, αἰτεῖν παρ’ αὐτῶν τὴν ἡγεμονίαν τῆς ἐπὶ τοὺς Πέρσας στρατιᾶς, ἥντινα Φιλίππῳ ἤδη ἔδοσαν. καὶ αἰτήσαντα λαβεῖν παρ’ ἑκάστων πλὴν Λακεδαιμονίων. Λακεδαιμονίους δὲ ἀποκρίνασθαι μὴ εἶναί σφισι πάτριον ἀκολουθεῖν ἄλλοις, ἀλλ’ αὐτοὺς ἄλλων ἐξηγεῖσθαι. νεωτερίσαι δὲ ἄττα καὶ τῶν Ἀθηναίων τὴν πόλιν. ἀλλὰ Ἀθηναίους γε τῇ πρώτῃ ἐφόδῳ Ἀλεξάνδρου ἐκπλαγέντας καὶ πλείονα ἔτι τῶν Φιλίππῳ δοθέντων Ἀλεξάνδρῳ εἰς τιμὴν συγχωρῆσαι. ἐπανελθόντα δὲ ἐς Μακεδονίαν ἐν παρασκευῇ εἶναι τοῦ ἐς τὴν Ἀσίαν στόλου.

Ἀποπέμπει δὲ καὶ εἰς Ἀθήνας τριακοσίας πανοπλίας Περσικὰς ἀνάθημα εἶναι τῇ Ἀθηνᾷ ἐν πόλει· καὶ ἐπίγραμμα ἐπιγραφῆναι ἐκέλευσε τόδε· Ἀλέξανδρος Φιλίππου καὶ οἱ Ἕλληνες πλὴν Λακεδαιμονίων ἀπὸ τῶν βαρβάρων τῶν τὴν Ἀσίαν κατοικούντων

Κατά πάσα πιθανότητα ο Καβάφης χρησιμοποιεί ως πηγή τον Αρριανό. Στους Βίους Παράλληλους του Πλουτάρχου, που ξέρουμε ότι γνώριζε σχεδόν απ έξω ο Καβάφης, δεν υπάρχει κάποια αναφορά για στάση των Λακεδαιμονίων στο σχετικό για τον Αλέξανδρο βιβλίο παρά μόνο το επίγραμμα για τις περσικές πανοπλίες και μάλιστα με μια πολύ μικρή διαφορά : Ἀλέξανδρος [ο] Φιλίππου (αν και σε κάποιες γραφές το άρθρο παραλείπεται). Αυτό που όμως κινεί το ενδιαφέρον είναι ότι, όπως προαναφέρθηκε, το ποίημα ξεκινά με τους Λακεδαιμόνιους (ο εξοβελισμός τους από το σύνολο των Ελλήνων της εκστρατείας όπως προκύπτει από το επίγραμμα που προτάσσεται, η άρνησή τους και ο ειρωνικός σχολιασμός της ) και συνεχίζει χωρίς – φαινομενικά – άλλη αναφορά για αυτούς στο κυρίως μέρος του (παρά μόνο την επανάληψη της εξαίρεσής τους:Granikos Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·) για να κλείσει με το θριαμβευτικό και άκρως ειρωνικό: Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα! Και όμως, σε ολόκληρο το ποίημα οι Λακεδαιμόνιοι είναι παρόντες ως οι μεγάλοι απόντες. Ο ανώνυμος σχολιαστής, 136 χρόνια μετά τα γεγονότα του 336 πΧ στην Κόρινθο που μας μεταφέρει ο Αρριανός στο πρώτο παράθεμα, αυτήν την απουσία σχολιάζει και εν τέλει καταδικάζει περιφρονητικά. Οι ίδιοι ωστόσο οι Λακεδαιμόνιοι σιωπούν μέσα στο ποίημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η άρνησή τους παρατίθεται από τον Αρριανό με μόλις δέκα λέξεις: μὴ εἶναί σφισι πάτριον ἀκολουθεῖν ἄλλοις, ἀλλ’ αὐτοὺς ἄλλων ἐξηγεῖσθαι σε πλάγιο μάλιστα λόγο. Σε κάθε περίπτωση ο (κυριολεκτικά και μεταφορικά) λακωνικός λόγος τους στο ποίημα φτάνει σε μας μέσα από διπλό φίλτρο: τον Αρριανό και τον ανώνυμο σχολιαστή που αναπαράγει τον Αρριανό με το δικό του τρόπο και με τις δικές του αρχές και σκοπιμότητες. Έτσι που, καθώς δυσκολευόμαστε να τον ανασυνθέσουμε στην αυθεντική του εκφορά, φτάνει σε μας σχεδόν ως σιωπή. Η σιωπή των Λακεδαιμονίων.

Βέβαια, ποια τύχη θα είχε η Σπάρτη μες στο μέγα πανελλήνιον και τους πανίσχυρους Σελευκίδες και Πτολεμαίους; Καταπονημένη από τον Πελοποννησιακό πόλεμο μπαίνει σε μια φάση παρακμής την οποία προσπάθησαν να ανακόψουν τρεις βασιλιάδες της: ο Άγις Δ΄ (244 – 241 π.Χ), ο Κλεομένης Γ΄ (227-222 π.Χ) και ο Νάβις (207 – 192 π.Χ).Κλεομένης Γ -vert Μάταια, καθώς η Αχαϊκή Συμπολιτεία και οι Μακεδόνες έθαψαν ουσιαστικά την προσπάθεια αναγέννησης στη Σελλασία (222 π.Χ) και η προσπάθεια του Νάβι αργότερα ελάχιστες πιθανότητες είχε να ευοδωθεί. Ο Καβάφης ωστόσο έλκεται από τη μορφή της Κρατησίκλεια, μητέρας του Κλεομένη, έχοντας προφανώς στο νου τα (εξαίρετα, όμοια με επιτάφιο επίγραμμα) λόγια του Πλουτάρχου στους Βίους του Άγι και Κλεομένη (παρ. 60.1) : Ἡ μὲν οὖν Λακεδαίμων ἐφαμίλλως ἀγωνισαμένη τῷ γυναικείῳ δράματι πρὸς τὸ ἀνδρεῖον, ἐν τοῖς ἐσχάτοις καιροῖς ἐπέδειξε τὴν ἀρετὴν ὑβρισθῆναι μὴ δυναμένην ὑπὸ τῆς τύχης. Δυο ποιήματά του σχετίζονται με την Κρατησίκλεια, το Εν Σπάρτη (1928) και το Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων (1929). Το “Στα 200 π.Χ” κλείνει τον κύκλο των ποιημάτων για την ύστερη Σπάρτη, την μετά την κυριαρχία των Μακεδόνων. Ιδωμένο όμως από την προοπτική των ποιημάτων για την Σπάρτη που προηγήθηκαν μας προβληματίζει ήδη εξ αρχής για το πόσο ο ποιητής μπορεί να ταυτίζεται με τον εκπρόσωπο του “ελληνικού, καινούργιου κόσμου, μεγάλου”. Και όπως πάντα στον Καβάφη οι απαντήσεις δε μπορεί να είναι μονοσήμαντες.

Η Σπάρτη στα 200 π.Χ πράγματι βαδίζει προς το τέλος της και την λήθη. Ο Νάβις παλεύει ενάντια σε Αχαιούς και Ρωμαίους και η συμμαχία του με τον βασιλιά της Μακεδονίας, Φίλιππο Ε΄ τον κρατά ισχυρό μόλις ως το 197 π.Χ και τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές που οι Ρωμαίοι νικούν τον στρατό του ΦιλίππουNabis_of_Sparta. Πέντε χρόνια μετά ο Νάβις υποκύπτει, δολοφονείται και η Σπάρτη περνά στην αφάνεια. Η ήττα ωστόσο του Φιλίππου, πρώτη μεγάλη ήττα του ελληνισμού από τους Ρωμαίους, θα ακολουθηθεί από την ήττα του Αντίοχου Γ΄στη μάχη της Μαγνησίας (190 π.Χ) για να έλθει ο επίλογος στην Πύδνα (148 π.Χ) και στη Λευκόπετρα (146 π.Χ). Μέσα σε δέκα χρόνια από τα 200 π.Χ οι Ρωμαίοι νικούν τους δυο πιο ισχυρούς ελληνικούς στρατούς και γίνονται απόλυτοι ρυθμιστές των εξελίξεων στον ελληνικό κόσμο: ο ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας χάνει την αίγλη του και βυθίζεται στην παρακμή, όπως ακριβώς η Σπάρτη νωρίτερα. Στην καβαφική κοσμοθεωρία οι θρίαμβοι έχουν ήδη μέσα τους τον σπόρο της φθοράς και του ξεπεσμού. Μόνο που τα πρόσωπα επί σκηνής αγνοούν ή δε θέλουν να ακούσουν τα βήματα των Ευμενίδων.

Προτελευταίο ποίημα από τα 154 του καβαφικού κανόνα, το “Στα 200 π.Χ” επαληθεύει πλήρως τη ρήση του Γ. Σεφέρη ότι ο θάνατος του εβδομηντάχρονου Καβάφη μας άφησε με την πικρή περιέργεια που δοκιμάζουμε για έναν άνθρωπο που χάνεται πάνω στην ακμή του (Δοκιμές, τόμ. Α´, σ. 324). Τόσο έχει ολοκληρωθεί η τεχνική του ποιητή ώστε τα προσωπεία που χρησιμοποιεί, ιδίως στα ιστορικοφανή (όπως το συγκεκριμένο) ή στα ιστοριογενή ποιήματά του έχουν απίστευτη ζωντάνια και θεατρικότητα: όντως η ηθοποιία είναι από τα δυνατότερα σημεία της καβαφικής ποίησης. Θεατρικότατος και παραστατικότατος ο ήρωας του ποιήματος. Έλληνας βέβαια αλλά όχι του παλιού ελληνικού κόσμου: Αλεξανδρείς, Αντιοχείς, Σελευκείς και άλλοι από Αίγυπτο, Συρία, Μηδία, Περσία. Έλληνες πάντα αλλά: Aς την παραδεχθούμε την αλήθεια πια· /είμεθα Έλληνες κ’ εμείς — τι άλλο είμεθα; — / αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Aσίας, / αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις / που κάποτε ξενίζουν τον Ελληνισμό γράφει στο κρυμμένο (ανέκδοτο) ποίημά του Επάνοδος από την Ελλάδα (γραμμένο τον Ιούλιο του 1914) ο Καβάφης. Άλλωστε για στοχαστικές προσαρμογές μιλά και ο ίδιος ο ήρωας-σχολιαστής. Προφανώς λοιπόν οι Λακεδαιμόνιοι θα του μοιάζουν κάπως παράξενοι και ξεπερασμένοι, αριστοκράτες μιας άλλης εποχής που τέλειωσε οριστικά. Δύσκολο να τους καταλάβει ή να τους αποδεχτεί.

Θάλεια - Φλώρα Καραβία (1926)

Θάλεια – Φλώρα Καραβία (1926)

Ουσιαστικά πάντως αυτό επιχειρεί να κάνει – όχι βέβαια με ιδιαίτερη ευσυνειδησία και αμεροληψία – στην πρώτη από τις τρεις ενότητες του ποιήματος, στους στίχους 1-12. Για την ακρίβεια με δυσκολία κρύβει τη δυσφορία του· η ειρωνεία όμως περισσεύει σε ολόκληρη την προσπάθεια του σχολιαστή να προσεγγίσει  – υποτίθεται – τις αντιδράσεις των Λακεδαιμόνιων για τη (μικρόψυχη οπωσδήποτε) επιγραφή και να κατανοήσει τον τρόπο σκέψης τους: παντάπασι (λέξη άπαξ στον Καβάφη), μα φυσικά, πολυτίμους υπηρέτας, πολλής περιωπής (επίσης λέξη άπαξ), Α βεβαιότατα. Αξιοσημείωτη η χρήση της καθαρεύουσας που προσδίδει έναν, υποτίθεται, σοβαρό τόνο στα λεγόμενα του σχολιαστή ενώ στην πραγματικότητα ενισχύει το ειρωνικό αποτέλεσμα. Και σε κάθε περίπτωση το πλην Λακεδαιμονίων να επανέρχεται μέσα σε εισαγωγικά (που το υπερτονίζουν) δυο φορές μέσα στην πρώτη ενότητα, χωρίς να λάβουμε υπ’όψη την ίδια την επιγραφή στον εισαγωγικό στίχο.  Η ειρωνεία του αφηγητή στους στίχους αυτούς ως προς την τυπολογίας της είναι ξεκάθαρα λεκτική ειρωνεία, απρόσωπη (με δεδομένο ότι έχουμε έναν ανώνυμο αφηγητή-προσωπείο του ποιητή) και ο τύπος της δηλώνει “υποκριτική συμφωνία με το θύμα” (pretended agreement with the victim) [Κατερίνα Κωστίου, Εισαγωγή στην Ποιητική της Ανατροπής. Σάτιρα, Παρωδία, Χιούμορ, εκδ, Νεφέλη, Αθήνα 22005, σελ. 160-161]. Ο ανώνυμος επίσης  σχολιαστής μοιάζει να έχει διαβάσει Αρριανό καθώς  οι στίχοι 5-10 αναπτύσσουν, πάντα από την ειρωνική σκοπιά του αφηγητή, τη Λακωνική απάντηση των δέκα λέξεων . Στο τέλος καταλήγει σχεδόν συγκαταβατικά: Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται. Συγκατάβαση; παραίτηση; δήθεν μεγαλόψυχη παραχώρηση – και άρα κορύφωση της ειρωνείας; Καμιά απάντηση δε μοιάζει επαρκής με βάση τα δεδομένα των δώδεκα αυτών στίχων και μόνο. Εδώ πάντως ο σχολιαστής επιχειρεί να κλείσει την όποια απόπειρα να διεισδύσει στον σπαρτιατικό τρόπο σκέψης· ο δωδέκατος στίχος απομονώνεται από το σώμα των υπολοίπων σαν μια προσωρινή κατακλείδα. Συντελεί σε αυτό και ο κοφτός τόνος με την μονολεκτική πρόταση του Νοιώθεται. Αρκετά λοιπόν με τους Λακεδαιμόνιους.

Χωρίς τους Λακεδαιμόνιους – πλην Λακεδαιμονίων, χωρίς εισαγωγικά αυτή τη φορά καθώς εδώ δεν είναι οι Λακεδαιμόνιοι του επιγράμματος αλλά οι απόντες  από την θρυλική εκστρατεία – ξεκινά η εκστρατεία στη δεύτερη ενότητα (στ. 12-22). Και η γλώσσα επίσης εξομαλύνεται προς τη δημοτική, καθώς η καθαρεύουσα της ειρωνείας έχει εκτελέσει το ρόλο της και δε χρειάζεται πια.  Στο πρώτο μέρος απαριθμούνται οι νίκες του Αλεξάνδρου: στον Γρανικό και στην Ισσό αρχικά (απλή αναφορά, λιτά αλλά και με άνω τελεία να τις ξεχωρίζει) και έπειτα στα Άρβηλα gaugamela(αποφεύγεται το Γαυγάμηλα, ως κακόηχο μάλλον). Εδώ ο τόνος ζωηρεύει, άλλωστε και οι δυο άνω τελείες είχαν ήδη δημιουργήσει προσδοκίες. Είναι η τελειωτική μάχη όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός /που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι. (στίχοι 14-15). Το ρήμα εσαρώθη (και εδώ μια μοναδική, άπαξ, λέξη) περιγράφει παραστατικά τόσο το μέγεθος της περσικής ήττας όσο και τη διάθεση θριαμβολογίας τους ήρωα. Διάθεση που κορυφώνεται στον 16ο στίχο ο οποίος, χωρισμένος από τον προηγούμενο με άνω κάτω τελεία, δείχνει σα να θέλει να εξηγήσει τα προηγούμενα ενώ πραγματικός σκοπός του είναι να διαλαλήσει τη συντριβή των Περσών επαναλαμβάνοντας το περιεχόμενο των δυο προηγούμενων στίχων: που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ’ εσαρώθη. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη η επιλογή του χιαστού σχήματος: εσαρώθη – Άρβηλα / Άρβηλα – εσαρώθη ( οι  στίχοι 16 και 17 ξεκινούν με τα Άρβηλα, όπως και ο περσικός στρατός που εσαρώθη) αλλά και οι εσωτερικές αντιθέσεις στους στίχους 15: εσαρώθη /φοβερός στρατός και 17: ξεκίνησε για νίκην /εσαρώθη.

Αν τώρα στους προηγούμενους στίχους οι νίκες του Αλεξάνδρου και ιδίως η τελευταία παρουσιάζονται σχεδόν θριαμβευτικά, η εκστρατεία στο σύνολό της αποθεώνεται με ένα μοναδικό στην καβαφική ποίηση καταρράκτη επιθέτων. Σε κανένα άλλο ποίημα δεν παρατάσσονται διαδοχικά επτά επίθετα (δέκα συνολικά σε όλη τη στροφή) για ένα μόλις ουσιαστικό, την εκστρατεία. Ενώ ξεκινά με το σχετικά ήπιο θαυμάσια και το σχεδόν αντικειμενικό πανελλήνια (σχεδόν: πλην Λακεδαιμονίων) στη συνέχεια απογειώνεται σε έναν ξέφρενο πανηγυρικό λόγο, αντάξιο του ασιανού ύφους: πράγματι ο πληθωρισμός των επιθέτων, ο υψηλός και επηρμένος τόνος, οι παρηχήσεις (του λάμδα σε όλη τη στροφή – πόσα λάμδα όμως πλην Λακεδαιμονίων !) εκεί οδηγούν. Πολύ μακριά βέβαια από τους Λακεδαιμόνιους και το λακωνίζειν – ακόμα πιο ηχηρή η σιωπή τους μπροστά στην ασυμμάζευτη ρητορεία του σχολιαστή. MacedonEmpireΝικηφόρα, περίλαμπρη, περιλάλητη, δοξασμένη (και επειδή το δοξασμένη είναι μάλλον φτωχό συμπληρώνει: ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά), απαράμιλλη. Γιατί όμως τόση υπερβολή; Η άνω και κάτω τελεία μετά το τελευταίο επίθετο (απαράμιλλη) προετοιμάζει τον αναγνώστη να δεχτεί ως κορύφωση το αποτέλεσμα της εκστρατείας: βγήκαμ’ εμείς· / ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας. Γι αυτό λοιπόν όλα τα επίθετα και η μεγαλοστομία: για το εμείς που το ισχυροποιεί η άνω τελεία και το προσδιορίζει, σχετικά σύντομα τούτη τη φορά, με μόλις τρία επίθετα, ο τελευταίος της ενότητας στίχος. Καινούργιος κόσμος, πράγματι, και μέγας χωρίς αμφιβολία – τονίζεται το μέγας με το κόμμα που προηγείται και την τελεία που ακολουθεί. Ελληνικός βέβαια, τι άλλο, όμως  – και ας μην το ομολογεί ο σχολιαστής – αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Aσίας, / αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις / που κάποτε ξενίζουν τον Ελληνισμό. Ίσως τώρα μπορούμε να εξηγήσουμε και το αινιγματικό πρώτο πληθυντικό πρόσωπο του πρώτου στίχου: εξ ονόματος του καινούργιου ελληνικού κόσμου μιλά ο σχολιαστής-ήρωας του ποιήματος, συλλογικά αισθήματα και θέσεις καταγράφει.

Προφανώς το εμείς και τα τρία επίθετα που περιγράφουν τον κόσμο στον οποίο εγγράφεται δεν αρκεί να τον περιγράψουν επαρκώς. Ούτε και μοιάζει να έχει κοπάσει η έξαρση του σχολιαστή. Στην τρίτη ενότητα (στίχοι 23-31) παρατίθενται, πιο οργανωμένα και με τη σειρά α) τα εθνικά επίθετα που προσδιορίζουν την ιδιαίτερη καταγωγή των πολιτών του νέου ελληνικού κόσμου: πρώτα οι οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς, / οι Σελευκείς, (Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια και Σελεύκεια τα τρία μεγάλα κέντρα του ελληνιστικού κόσμου) και έπειτα κ’ οι πολυάριθμοι / επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας, / κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι β) τα χαρακτηριστικά τους: Με τες εκτεταμένες επικράτειες,/ με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών και γ) το σημαντικότερο επίτευγμά τους : Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά / ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς. Εντύπωση δημιουργεί η μακροσκελής παράθεση των εθνικών επιθέτων που καλύπτει τέσσερις στίχους. Αλέξανδρος Φιλίππου και Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων2Προτάσσονται οι κορυφαίοι στην κρίση του σχολιαστή (και του ποιητή βέβαια) και ακολουθούν και πάλι με μια διακριτική αξιολογική σειρά οι υπόλοιποι. Προφανής στόχος εδώ, πέρα από τους γεωγραφικούς προσδιορισμούς, είναι να φανεί ο αριθμός τους: το πολυάριθμοι είναι καθοριστικό επίθετο. Ακολουθεί η έκταση που καλύπτουν οι νέες ελληνικές εστίες:  εκτεταμένες επικράτειες. Πράγματι τα σύνορα  του ελληνισμού έχουν απλωθεί πια πολύ πιο πέρα από το ανατολικό τμήμα της μεσογειακής λεκάνης και το ίδιο και οι ιδέες του, που όμως δεν μένουν αδιάφορες μπροστά στα νέα πολιτιστικά δεδομένα που συναντούν: με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών. Προσαρμόζονται παντού και πάντα δημιουργώντας εξαιρετικά ενδιαφέροντα κράματα στην θρησκεία (πχ Σαδδουκαίοι), στη ρητορική (ασιανισμός), στη ζωγραφική (πορτρέτα Φαγιούμ). Κανείς πολιτισμός δεν έμεινε ανεπηρέαστος από την εξάπλωση της ελληνικής κουλτούρα και συναντά κανείς θέατρα ως τις πόλεις της Βακτριανής και ελληνικά ονόματα ως τους Ινδούς. Και δεν μπορεί παρά να σκεφτεί κανείς και τον ποιητή πίσω από το προσωπείο: Το σύμπλεγμα Πρωτέας – ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών, το μυστικό δηλαδή της επιβίωσης του ελληνισμού της διασποράς, το έκαμε πυρήνα της βιοθεωρίας του, όταν μετάθεσε τις ελπίδες της προέκτασής του μέσα στο χρόνο από το ηθικοκοινωνικό στάδιο στο ποιητικό. Αυτό εξηγεί και το μεγάλο του πόθο να ξαπλωθεί η «Ελληνική Λαλιά» «ως μέσα στην Βακτριανή». Θα εξασφαλιζόνταν μ’ αυτό τον τρόπο το πλήθος των αναγνωστών που δεν έπαψε να ονειρεύεται για το έργο του… γράφει ο Στρατής Τσίρκας (Στρατής Τσίρκας, Ο Καβάφης και η εποχή του, Κέδρος 1980). Και τέλος, πάνω και πέρα απ όλα η εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας: Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά / ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.. Η ελληνιστική κοινή, μια άλλη ακόμα (η υπέρτατη) προσαρμογή του ελληνισμού στα νέα δεδομένα των εκτεταμένων επικρατειών, έκανε τα ελληνικά την πρώτη lingua  franca του τότε γνωστού κόσμου. Περιττό να πούμε πόση σημασία απέδιδε ο Καβάφης στην εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας  ως τα πέρατα του κόσμου. Αρκεί και μόνο το κρυμμένο ποίημά του Νομίσματα ή το Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης από τα αναγνωρισμένα. Και αν θέλουμε να δούμε όλα μαζί τα παραπάνω, δηλαδή ανθρωπογεωγραφία, πολιτισμό και γλώσσα του νέου αυτού ελληνισμού δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από το παρακάτω ποίημα

Εν πόλει της Οσροηνής.
(δημιουργία: 1916 / έκδοση: 1917)

Aπ’ της ταβέρνας τον καυγά μάς φέραν πληγωμένο
τον φίλον Pέμωνα χθες περί τα μεσάνυχτα.
Aπ’ τα παράθυρα που αφίσαμεν ολάνοιχτα,
τ’ ωραίο του σώμα στο κρεββάτι φώτιζε η σελήνη.
Είμεθα ένα κράμα εδώ· Σύροι, Γραικοί, Aρμένιοι, Μήδοι.
Τέτοιος κι ο Pέμων είναι. Όμως χθες σαν φώτιζε
το ερωτικό του πρόσωπο η σελήνη,
ο νους μας πήγε στον πλατωνικό Χαρμίδη.

Κάπου στην Οσροηνή, στην άκρη της καθ ημάς Ανατολής, μια ομάδα νέων, ένα κράμα εδώ· Σύροι, Γραικοί, Aρμένιοι, Μήδοι Maps-Mesopotamia-06-googθυμάται στο πρόσωπο του τραυματισμένου Ρέμωνα την περιγραφή του πλατωνικού Χαρμίδη στον ομώνυμο διάλογο από τον Σωκράτη ἐμοὶ μὲν οὖν, ὦ ἑταῖρε, οὐδὲν σταθμητόν: ἀτεχνῶς γὰρ λευκὴ στάθμη εἰμὶ πρὸς τοὺς καλούς–σχεδὸν γάρ τί μοι πάντες οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ καλοὶ φαίνονται–ἀτὰρ οὖν δὴ καὶ  τότε ἐκεῖνος ἐμοὶ θαυμαστὸς ἐφάνη τό τε μέγεθος καὶ τὸ κάλλος, οἱ δὲ δὴ ἄλλοι πάντες ἐρᾶν ἔμοιγε ἐδόκουν αὐτοῦ– οὕτως ἐκπεπληγμένοι τε καὶ τεθορυβημένοι ἦσαν, ἡνίκ εἰσῄει–πολλοὶ δὲ δὴ ἄλλοι ἐρασταὶ καὶ ἐν τοῖς ὄπισθεν εἵποντο. καὶ τὸ μὲν ἡμέτερον τὸ τῶν ἀνδρῶν ἧττον θαυμαστὸν ἦν: ἀλλ’ ἐγὼ καὶ τοῖς παισὶ προσέσχον τὸν νοῦν, ὡς οὐδεὶς ἄλλοσ ἔβλεπεν αὐτῶν, οὐδ ὅστις σμικρότατος ἦν, ἀλλὰ πάντες ὥσπερ ἄγαλμα ἐθεῶντο αὐτόν. καὶ ὁ Χαιρεφῶν καλέσας με, τί σοι φαίνεται ὁ νεανίσκος, ἔφη, ὦ Σώκρατες; οὐκ εὐπρόσωπος; ὑπερφυῶς, ἦν δ’ ἐγώ. οὗτος μέντοι, ἔφη, εἰ ἐθέλοι ἀποδῦναι, δόξει σοι ἀπρόσωπος εἶναι: οὕτως τὸ εἶδος πάγκαλός ἐστιν. (Πλάτωνος Χαρμίδης 154b-d). Το βάθος της διείσδυσης της ελληνικής κουλτούρας σε μια γωνιά της Ασίας: όχι επιφανειακές μιμήσεις και αποστήθιση γνώσεων αλλά συγκίνηση και συναίσθημα με όρους του ελληνισμού. Το κράμα εδώ έχει καθαρά τη σφραγίδα του ελληνικού πολιτισμού· αλλού βέβαια τα πράγματα γίνονται πιο αβέβαια: αν όχι στις γνώσεις, τουλάχιστον στα βαθύτερα αισθήματα και συγκινήσεις.

Όλα αυτά πάντως δεν λέγονται στο κενό. Όσο και να παρασύρεται σε ρητορικές εξάρσεις, ο ανώνυμος σχολιαστής δεν ξεχνά το κύριο αντικείμενο σχολιασμού: τους Λακεδαιμόνιους με την εγωιστική (κατά την κρίση του) στάση τους. Καταλήγει λοιπόν θριαμβεύοντας στο τέλος, έχοντας απαριθμήσει τόσο τις νίκες του Αλέξανδρου όσο και τις κοσμογονικές συνέπειές τους στην παγκόσμια ιστορία, στην – όπως και να διαβαστεί – περιφρονητική για τους δύστροπους εκείνους Έλληνες ρήση Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα! Ασήμαντοι οι Λακεδαιμόνιοι μέσα στον τεράστιο και θαυμαστό κόσμο των ελληνιστικών βασιλείων; Ίσως. Αλλά όπως φάνηκε παραπάνω τα 200 π.Χ δεν είναι τυχαία χρονολογία. Οι ήττες του ελληνισμού από τους Ρωμαίους ξεκινούν τρία χρόνια μετά και δεν έχουν σταματημό. Ο Καβάφης επανειλημμένα περιέγραψε την κατάντια των ελληνιστικών βασιλείων αλλά η πιο καίρια περιγραφή βρίσκεται στο ποίημα Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.X.)ΤΕΤΡΑΔΡΑΧΜΟ όταν πια οι Ρωμαίοι, όπως ο σχολιαστής στο συγκεκριμένο ποίημα για τους Λακεδαιμόνιους, φανερώνουν … μια κρυφή / ολιγωρία για τες δυναστείες τες ελληνίζουσες· / που ξέπεσαν, που / για τα σοβαρά έργα δεν είναι, / για των λαών την αρχηγία πολύ ακατάλληλες. Δε χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να αποδομηθεί πολιτικά το ελληνιστικό οικοδόμημα. Μάταιη εν πολλοίς η υπεροψία του σχολιαστή. Άδικη επίσης τουλάχιστον στο βαθμό που πέφτει στον ίδιο λάκκο που σκάβει για τους Λακεδαιμόνιους. Υπεροψίαν ίσως από τους Λακεδαιμόνιους· υπεροψίαν και μέθην όμως, αν συνυπολογίσουμε όλο το ρητορικό φόρτο που προηγήθηκε, θα ένιωθε και ο σχολιαστής.

Μίλησα παραπάνω για ρητορεία και για ασιανό ύφος. Η ποιητική ρητορική  ανιχνεύεται μέσα από ένα σύνολο δεικτών: σύνταξη, λεξιλόγιο, στίξη αλλά και ύφος του ποιητικού λόγου. Ο Δ.Ν.Μαρωνίτης καταγράφει έξι χαρακτηριστικούς τύπους ποιητικής ρητορικής [“Η ρητορική της καθαρεύουσας (2)”, εφ. Το Βήμα, 21/02/1999] Θυμίζω μόνον έξι χαρακτήρες ποιητικής ρητορικής, τους οποίους ενετόπισα, παραδειγμάτισα και συζήτησα: α) τη συχνή χρήση επιφωνηματικής κλητικής προσφώνησης στην αρχή του ποιήματος, η οποία κάποτε επαναλαμβάνεται και ενδιαμέσως· β) τη συνήθως θριαμβική κατάληξη του ποιήματος· γ) την πυκνή παρουσία διατακτικής και διδακτικής προστακτικής· δ) την προβεβλημένη επανάληψη στο εσωτερικό του ποιήματος της ίδιας λέξης ή έκφρασης· ε) την πληθωρική έξαρση του επιθέτου, σε βάρος κάποτε του ουσιαστικού και του ρήματος· στ) την αποτύπωση θαυμαστικών και αποσιωπητικών σε κομβικά σημεία του ποιήματος. Ήδη έχουν οι εντοπιστεί  οι χαρακτήρες  β΄και στ΄(στον τελευταίο στίχο), ο δ΄(η τριπλή επανάληψη του Πλην Λακεδαιμονίων αλλά και η διπλή χρήση του Άρβηλα/εσαρώθη στους στίχους 13-16) και προφανώς ο ε΄(με τα δέκα επίθετα της τρίτης παραγράφου [στίχοι 17-22] έναντι των δύο μόλις ουσιαστικών, δύο ρημάτων και τριών αντωνυμιών). Όσο για τον ασιανισμό στον οποίο έγινε παραπάνω αναφορά, ο λεκτικός πληθωρισμός, η διάσπαση των περιόδων σε μικρά μέρη, η κυριαρχία των συναισθημάτων, οι αντιθέσεις είναι επίσης στοιχεία που εύκολα ανιχνεύονται, λιγότερο ή περισσότερο, στο ποίημα.

Το ποίημα λοιπόν προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον ψόγο για τους Λακεδαιμόνιους για τη στάση τους και τον έπαινο του νέου ελληνικού κόσμου της ελληνιστικής εποχής. Έτσι η παρουσία των πρώτων (μέσω του σχολιασμού του ήρωα-σχολιαστή) είναι έντονη στην πρώτη ενότητα (στίχοι 1-11), γίνεται έπειτα επιδεικτική απουσία που διατρέχει και διαποτίζει ολόκληρη την πρώτη στροφή της δεύτερης ενότητας (στίχοι 12-16) και, σε πρώτη ματιά, εξαφάνιση στο δεύτερη στροφή της δεύτερης ενότητας και σε ολόκληρη την τρίτη ενότητα (στίχοι 17- 22 και 23-30) πλην του τελευταίου στίχου – όπου ανεβαίνουν μαζί στη σκηνή ήρωας, οι Έλληνες του νέου ελληνικού κόσμου (εμείς) και οι Λακεδαιμόνιοι. Η εξαφάνιση τους ωστόσο δεν είναι πλήρης· μπορεί να απουσιάζει κάθε αναφορά σε αυτούς αλλά δεν είναι απόντες.plin laked. mikro Στον Επιτάφιο του Περικλή που μας παραδίδει ο Θουκυδίδης υπάρχει μόνο μια αναφορά στους μισητούς εχθρούς της Αθήνας αλλά κομμάτια ολόκληρα καταγράφουν τον  αθηναϊκό τρόπο σκέψης και ζωής σε έμμεση αντίστιξη με τον αντίστοιχο λακωνικό. Και εδώ μέσα από τις περιγραφές του νέου ελληνικού κόσμου που αναδύεται από την εκστρατεία του Αλεξάνδρου (να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει καμία ονομαστική αναφορά στον Αλέξανδρο στο ποίημα, μόνο η εκστρατεία αναφέρεται· ίσως γιατί το βάρος πέφτει στο πανελλήνιαν από τη μια και στην εξαίρεση, τους Λακεδαιμόνιους, από την άλλη) προκύπτει, άρρητη αλλά φανερή, η σύγκριση. Ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας ο ελληνιστικός κόσμος # ελληνικός μεν αλλά φθαρμένος και απελπιστικά μικρός εκείνος των Λακεδαιμονίων και των υπολοίπων Ελλήνων της κλασσικής Ελλάδας. Πολυάριθμοι οι Έλληνες του νέου κόσμου# ευάριθμοι ανέκαθεν οι Λακεδαιμόνιοι. Εκτεταμένες επικράτειες οι μεν # περιορισμένοι στη Λακωνία και μόνο (στα 200 π.Χ) οι δε. Ποικίλη δράση στοχαστικών προσαρμογών για τον ελληνιστικό κόσμο # παροιμιώδης συντηρητισμός και ακαμψία σκέψης για τους Σπαρτιάτες. Η απουσία τους γίνεται λανθάνουσα παρουσία μέσω της σύγκρισης και έτσι δεν μοιάζει διόλου παράταιρη ή ανακόλουθη η τελική φράση Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα! Το ακριβώς αντίθετο με τον λόγο τους που, περασμένος μέσα από διαδοχικά φίλτρα (Αρριανός, σχολιαστής), φτάνει σε μας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ουσιαστικά ως σιωπή.

Μένει προς διαπραγμάτευση το καίριο για τους σχολιαστές του ποιήματος ερώτημα: ποια η θέση του ποιητή; Ταυτίζεται με το προσωπείο ή κρατά ειρωνική απόσταση και συμπαρατάσσεται σιωπηρά με τους Λακεδαιμόνιους; Από τις προσεγγίσεις που επέλεξα και παραθέτω στο φάκελο του ποιήματος οι δυο μόνο είναι κάπως απόλυτες: του Δημήτρη Λιαντίνη που βλέπει τον ποιητή υπέρ των Λακεδαιμονίων και των Ρένου, Στάντη και Ήρκου Αποστολίδη που εκτιμούν ότι η προτίμηση του ποιητή στρέφεται προς τον ελληνιστικό κόσμο χωρίς, όπως πιστεύουν, να υποτιμά και τους Λακεδαιμόνιους. Ξεκινώ από αυτές.

Είναι αλήθεια ότι ο ποιητής δείχνει να εκτιμά την όψιμη Σπάρτη με τα ποιήματα για την Κρατησίκλεια που αναφέρθηκαν παραπάνω. Άλλωστε και την κλασσική Σπάρτη τίμησε με τις Θερμοπύλες (όσο και αν οι Σπαρτιάτες εκεί μάλλον δεν είναι οι Σπαρτιάτες του Λεωνίδα, όπως απέδειξε επαρκώς ο Τσίρκας). Είναι επίσης αλήθεια ότι  πολύ μικρή συμπάθεια δείχνει προς τις διεφθαρμένες και παρακμιακές ηγεσίες των ελληνιστικών βασιλείων. Πλήθος τα παραδείγματα: Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες, Αλεξανδρινοί Βασιλείς,  Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.Χ), Πρέσβεις απ’ την Aλεξάνδρεια, Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου, Εύνοια του Aλεξάνδρου Bάλα και άλλα όπως τα ατελή “Πτολεμαίος Ευεργέτης (ή Κακεργέτης)” και “Η Δυναστεία” που σχολιάστηκαν εδώ. Παρόλα αυτά, ο ελληνιστικός κόσμος είναι ο κόσμος του. Τον μελετά με πάθος, γνωρίζει τις λεπτομέρειές του καλύτερα από ιστορικούς, ακόμη και για μικρά και θνησιγενή βασίλεια. Νιώθει κομμάτι του: Είμαι κ’ εγώ ελληνικός. Προσοχή, όχι Έλλην, ούτε Ελληνίζων, αλλά Ελληνικός δήλωνε ο ίδιος. Προφανώς απορρίπτει τόσο την καταγωγή (Έλλην) όσο και την – για όποιους ιδιοτελείς λόγους – υιοθέτηση στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού, τους ελληνίζοντες (που μπορούμε να δούμε στα Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης και Φιλέλλην). Ελληνικός είναι όποιος κατέχει και νιώθει την ελληνική παιδεία, όποιος αποδέχεται τον ελληνισμό ως πολιτιστική του ταυτότητα. Σημαίνει ουσιαστικά μέρος της φυλής, όπως αυτή εξαπλώθηκε στα πέρατα του κόσμου κρατώντας μόνο τον πολιτισμό ως βάση. Σημαίνει εν τέλει απόγονος του ελληνιστικού κόσμου. Είναι σημαντικό ότι η παραπάνω δήλωση γίνεται έναν χρόνο πριν την τελική γραφή και έκδοση του ποιήματος. Την εποχή αυτή προφανώς ο Καβάφης έχει ήδη καταλήξει σε έναν όρο – “Ελληνικός” – που να περιγράφει την φυλετική (όχι στενά εθνική) του ταυτότητα. Κάτι που όταν έγραφε το  Επάνοδος από την Ελλάδα προφανώς δεν είχε και πάλευε με περιφράσεις όπως είμεθα Έλληνες κ’ εμείς — τι άλλο είμεθα;… Παραπέμπω σχετικά και σε τρία άρθρα, δυο του Παντελή Μπουκάλα στην Καθημερινή (7 και 14/2/2010) και ένα του Γιώργου Βελουδή (που συμπληρώνει τα προηγούμενα) στην Ελευθεροτυπία (17/4/2010).

Από την άλλη θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για ταύτιση ποιητή και προσωπείου, έστω και υπό όρους, αν δεν υπήρχε πρώτα απ’ όλα ο τίτλος του ποιήματος. Ούτε τα 200 π.Χ είναι τυχαία χρονολογία ούτε τυχαία άλλαξε ο εύστοχος αρχικός τίτλος “Πλην Λακεδαιμονίων”, το Leitmotiv του ποιήματος, με έναν χρονικό δείκτη. Με το δεύτερο χρονικό επίπεδο που διαγράφεται μέσω του τίτλου ο ποιητής καθορίζει και τα όρια της ερμηνείας που μπορεί να δώσει το προσωπείο του, ο σχολιαστής, στην πράξη των Λακεδαιμονίων. Μαέστρος της ειρωνείας ο Καβάφης αντιπαραθέτει στη λεκτική ειρωνεία του προσωπείου του για τους Σπαρτιάτες τη δραματική ειρωνεία των επερχόμενων γεγονότων που θα σαρώσουν τις βεβαιότητες και τα κεκτημένα του ανώνυμου σχολιαστή. Και βέβαια ο κάθε αναγνώστης καλό είναι να το έχει αυτό στο νου του πριν ταυτιστεί  με τη μια ή την άλλη πλευρά στο ποίημα:  “You! Hypocrite lecteur! – mon semblable, -mon frère!”

Και έπειτα, έχουμε να κάνουμε με ένα ποίημα στο οποίο η καβαφική τεχνική έχει πια ωριμάσει – το προτελευταίο του. Τι δουλειά έχει ένας σιδηρόδρομος μεγαλόστομων επιθέτων στη μέση ενός τέτοιου ποιήματος; Δεν είμαστε στην πρώιμη παρνασσική φάση του Καβάφη που θα μπορούσε, πάντα υπό όρους, να δικαιολογηθεί το φαινόμενο. assets_LARGE_t_420_97127Προφανέστατα δεν ανήκουν στον κόσμο του ποιητή αλλά του ήρωα-σχολιαστή, εκεί όπου ανήκουν και οι ειρωνικές εκφράσεις προς τους Σπαρτιάτες  στην πρώτη στροφή. Μια ηθοποιία λοιπόν είναι το ποίημα, όπως την περιγράφει ο Κ.Θ.Δημαράς : Στα ποιήματα αυτά, ούτε κοροϊδεύει ο ποιητής, ούτε εκφράζει αντιφατικές δικές του γνώμες· ταυτίζεται με τον ήρωα τον οποίο αναλύει στο ποίημά του, καθώς ο ηθοποιός ταυτίζεται με τον ήρωα τον οποίο παριστάνει· μπαίνει στην θέση του ήρωα και εκφράζεται όπως θα εκφραζόταν εκείνος αν γινόταν ξαφνικά θεατής του δράματος που παίζει ο ίδιος. Με την γνώση και την σκέψη την δική του, ο ποιητής αφομοιώνει τα συναισθήματα και την πίστη των συχνά απλοϊκών ηρώων του, και εξάγει ένα συμπέρασμα συνεπόμενο. Δεν κοροϊδεύει ο ποιητής· συμπληρώνει με υπόκριση, με ηθοποιία, το πορτραίτο που κάνει. Παίρνοντας ξαφνικά την ψυχή των ηρώων του, τους δανείζει για μια στιγμή την φωνή του· ενώνει σε μιαν ιδεατή γραμμή την αφήγηση στο πρώτο και στο τρίτο πρόσωπο. Κι εδώ οι ήρωες μιλούν, και όχι ο Καβάφης· και τα ποιήματα αυτά, πορτραίτα είναι, δίχως κανένα γελοιογραφικό χαρακτήρα. Αυτή είναι η ηθοποιία του Καβάφη. (K.Θ. Δημαράς, «Η “ηθοποιία” του Kαβάφη» (1933). Μίμηση, ηθοποιία δηλαδή, είναι και το τελευταίο καβαφικό ποίημα που δεν πρόλαβε να δημοσιεύσει ο ποιητής, το εκπληκτικό Εις τα περίχωρα της Αντιόχειας με ήρωα πάλι έναν ανώνυμο αλλά εξίσου προκατειλημμένο σχολιαστή. Απομονώνω τον στίχο 30: Στάχτη το είδωλο˙ για σάρωμα, με τα σκουπίδια. Το ρήμα “σαρώνω” ως ουσιαστικό εδώ αλλά και πάλι σε ένα περιβάλλον θριαμβολογίας. Διαδρομές των λέξεων, τυχαίες ή και όχι.

Στο φάκελο του ποιήματος
https://www.box.com/s/mwbd5fo7mytz9bf1te35
περιλαμβάνονται τα παρακάτω αποσπάσματα από βιβλία και άρθρα

  1. C. M. Bowra – Ο Κωνσταντίνος Καβάφης και το ελληνικό παρελθόν (σελ. 69-71)
  2. Edmund Keeley – Η Καβαφική Αλεξάνδρεια ( Η οικουμενική προοπτική, σελ. 192-196)
  3. Ρένος & Στάντης & Ήρκος Αποστολίδης – Απαντα τα δημοσιευμένα ποιήματα, σελ 88-96
  4. Σ. Βογιαννου – Το επίθετο στον Καβάφη (Στα 200 π.Χ, σελ. 292-296)
  5. Σόνια Ιλίνσκαγια – Κ.Π. Καβάφης. Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ού αιώνα (σελ. 261-266)
  6. Στρατής Τσίρκας – «Ο Απατηλός Γέρος», Ο Καβάφης και η εποχή του, 1958 (1971, σελ. 440κε)
  7. Τίμος Μαλάνος – Κ.Π.Καβάφης (σελ. 392-394)
  8. Δημήτρης Λιαντίνης – “Ο Καβάφης στα 200 π.Χ”
  9. Δημήτρης Κόκορης – Η αναζήτηση της ειρωνείας στο ποίημα του Κ.Π. Καβάφη “Στα 200 π.Χ ” (Τα Εκπαιδευτικά, τεύχ. 29-30, 1993, σελ. 40-45)
  10. Κατερίνα Κωστίου – Ο Οροφέρνης, οι Λακεδαιμόνιοι και ο αμφίθυμος αφηγητής (Ο λόγος της παρουσίας. Τιμητικός τόμος για τον Π.Μουλλά, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 2005, σελ.143-162)
  11. Μανώλης Μαραγκούδης – Ο Καβάφης και η πολιτική των “στοχαστικών προσαρμογών” (Φιλόλογος, τεύχ. 155, σελ.75-88)
  12. Χ.Λ.Καράογλου – Ο πολιτικός Καβάφης (Φιλόλογος, τεύχ. 155, σελ. 41-49)
  13. Μιχαήλ Χρυσανθόπουλος – «Λάφυρα ελληνικά», «βιβλία ελληνικά», «ελληνική φρασιολογία», «ελληνικός ρυθμός». H κατασκευή της έννοιας «ελληνικός, -ή, -ό» στην ποίηση του Καβάφη (Ζητήματα νεοελληνικής φιλολογίας μετρικά, υφολογικά, κριτικά, μεταφραστικά. Πρακτικά ΙΔ’ διεθνούς επιστημονικής συνάντησης 27–30 Μαρτίου 2014. Μνήμη Ξ. Α. Κοκόλη)
  14. Μιχάλης Πιερής – Χώρος, Φως και Λόγος. Η διαλεκτική του “μέσα”-“έξω” στην ποίηση του Καβάφη, σελ. 408

3 σχόλια στο “Η σιωπή των Λακεδαιμονίων (Στα 200 π.Χ)

  1. Τσαλουχίδης Παντελής Συντάκτης άρθρου

    Ευχαριστώ Μαργαρίτα. Άντε να δούμε πότε θα στρωθώ για την επόμενη ανάρτηση. Από το καλοκαίρι το σκέφτομαι για την Καντάτα του Λειβαδίτη και έχω επίσης στο νου μου και Χατζή και Πλασκοβίτη και Αλεξάνδρου και Καρυωτάκη. Όλα αυτά πάντα αν και όταν βρω χρόνο και αν δεν με πιάσει πάλι η καβαφομανία

  2. Δήμος

    Αν όλα τα ποιήματα του Καβάφη είναι επαμφοτεριζοντα, είναι για τα νήπια. Μόνο ο Λιαντινης τον έχει πιάσει στη ρίζα του και στην ουσία του για μένα-δηλ στον ψυχισμο του. Τώρα όλα τα άλλα για ηθοποιες είναι αστείες ερμηνείες. Ο Καβάφης νιώθει περισσότερο Σπαρτιατης, παρά αλεξανδρινος . το “κύτταρο” του είναι Ιωνικο. Είναι ποιητής της παρακμης του σύγχρονου πολιτισμού ΠΑΝΩ ΑΠΌ ΟΛΑ, και παίρνει τα μοτιβα από την παρακμή των ελληνιστικων χρόνων για να περιγράψει τον σύγχρονο άνθρωπο.
    Ωραία παρουσίαση!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *