Τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου [“Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”, μέρος δεύτερο]

Περίπλοκο αρκετά στη σύνθεσή του και παραπλανητικά “εύκολο” σε πρώτη ανάγνωση το “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον” είναι χαρακτηριστικό δείγμα φιλοσοφικού ποιήματος όπως θα το τοποθετούσε ο ίδιος ο ποιητής – ψευδοϊστορικό  κατά τη διαίρεση Σεφέρη. Σημειώνει σχετικά ο Γ.Π.Σαββίδης: Ωστόσο, ίσως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της δομής του ποιήματος αυτού είναι οι οκτώ απανωτές προστακτικές σε δεύτερο ενικό: μη ανωφέλετα θρηνήσεις (6), αποχαιρέτα την (8), να μη γελασθείς (9), μην πεις (9), μην καταδεχθείς (11), πλησίασε σταθερά (14), κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι (15), κι αποχαιρέτα την (19). Πράγμα που μας επιτρέπει να κατατάξουμε αδίστακτα το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» στα «φιλοσοφικά» ή διδακτικά ποιήματα του Καβάφη ― ακριβέστερα: στα παραινετικά «εις εαυτόν» ή μάλλον «εις πάντα αρμόδιον» [Γ.Π. Σαββίδης, «Διαβάζοντας τρία “σχολικά” ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη» (“Φωνές”, “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”, “Αλεξανδρινοί Βασιλείς”)» (1977)]

Πρόκειται για ένα μεταιχμιακό ποίημα. Δημοσιεύεται το 1911, τη χρονιά που ο ποιητής θεωρούσε ότι ξεκίνησε η κυρίως λογοτεχνική παραγωγή του και γράφτηκε μόλις στα 1910, άρα οριακά ανήκει στην πρώιμη καβαφική περίοδο. Είδαμε στο πρώτο μέρος της ανάρτησης τα σχετικά με τις ιστορικές πηγές του ποιήματος και το ενδοκαβαφικό διακειμενικό  δίχτυ που το περιβάλλει. Να προσθέσω μόνο στα σχετικά με το ποίημα κείμενα το Η Συνοδεία του Διονύσου (1903/1907), περισσότερο για να έχουμε μια εικόνα του μυστικού θιάσου παρά για άλλον ουσιαστικότερο συσχετισμό. Παραθέτω ξανά το ποίημα με αριθμημένους τους στίχους.

1.   Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ, ακουσθεί
2.   αόρατος θίασος να περνά
3.   με μουσικές εξαίσιες, με φωνές –
4.   την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
5.   που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
6.   που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
7.   Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
8.   αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
9.   Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πείς πως ήταν
10. ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου•
11.  μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
12. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
13. σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
14. πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
15. κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ όχι
16. με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
17. ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
18. τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
19. κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

Η διαίρεση ενοτήτων που προτείνει ο Σαββίδης [Γ.Π. Σαββίδης, όπ.π] είναι οι στίχοι 1-8 και 9-19  με κριτήριο τον κομβικό κοινό καταληκτικό στίχο αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει/ χάνεις – μια μικρή αλλά ουσιαστική διαφοροποίηση στο τελικό ρήμα. Θεωρώ ότι μπορούμε να προσθέσουμε ως εμβόλιμη ενότητα τους στίχους 9-11 όπου η άρνηση κάθε αυταπάτης μεσολαβεί, περίπου ως προϋπόθεση,  ανάμεσα στην πρώτη ενότητα που ιχνογραφεί τη βασική σκηνοθεσία του επεισοδίου καταλήγοντας στην κύρια θέση του ποιητή (μη ανοφέλετα θρηνήσεις) και την ανάπτυξή της θέσης αυτής στην δεύτερη ενότητα. Συνεπώς οι δεκαεννιά στίχοι του ποιήματος κατανέμονται στις δύο ίσες κύριες ενότητες και μία εμβόλιμη-συνδετική με 8-3-8 στίχους αντίστοιχα.

Στην πρώτη ενότητα σκηνοθετείται το βασικό επεισόδιο του ποιήματος: ο χρόνος, ο αόρατος θίασος, το δυσοίωνο μήνυμα. Προσεγμένη  η περιγραφή που εξ αρχής αποκλείει την όραση (αόρατος θίασος) πριμοδοτώντας την ακοή (με μουσικές εξαίσιες, με φωνές). Ο εξοικειωμένος με την καβαφική ποίηση αναγνώστης θα παρατηρήσει το θέμα της πομπής και λαμπρής παράταξης (το οποίο έθιξα ήδη στην ανάρτησή μου για το Αλεξανδρινοί Βασιλείς) που συχνά αξιοποιείται για να τονιστεί, μέσω της καβαφικής ειρωνείας, η διάσταση ανάμεσα σε φαινόμενα και πραγματικότητα. Εδώ βέβαια το μήνυμα που κομίζει ο αόρατος θίασος είναι σαφές και τραγικό, οπότε δεν υπάρχει έδαφος για ειρωνεία: η τύχη του ήρωα, τα έργα του, τα σχέδιά του, όλα ναυαγούν. Καθολική λοιπόν ήττα: τρεις στίχοι την καταγράφουν εμφατικά (στίχ. 4-6) τονίζοντας τον τελεσίδικο χαρακτήρα της (ανοφέλετα) και ταυτόχρονα προτείνοντας την πρέπουσα αξιοπρεπή στάση: μη θρηνήσεις. Και, αν το μη θρηνήσεις δηλώνει αποφατικά το τι πρέπει να αποφύγει ο ήρωας, οι στίχοι 7-8 προτρέπουν, με κατάφαση αυτή τη φορά, σε μια στωική αντιμετώπιση της συμφοράς: Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,/ αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγειAntony Cleopatra. Ιδιαίτερη σημασία έχει το μόριο «σαν» που χρησιμοποιείται σε όλο το ποίημα δηλώνοντας παρομοίωση ή καλύτερα σύγκριση-αναλογία (εκτός από τον πρώτο στίχο  στο Σαν έξαφνα που το «σαν» είναι χρονικός σύνδεσμος). Δηλαδή το έτοιμος από καιρό και θαρραλέος είναι ιδιότητες που δεν είναι απαραίτητο να έχει μόνιμα ο ήρωας· καλείται ωστόσο να τις επιδείξει την ύστατη αυτή ώρα μπροστά στην Αλεξάνδρεια που φεύγει.

Η Αλεξάνδρεια δεν είναι τυχαίο σύμβολο, ούτε και το ότι το ποίημα δημοσιεύεται το 1911, εποχή που ο ποιητής αρχίζει να συνθέτει ένδον του τη θεοποιημένη, μυθική Αλεξάνδρεια. Συνήθως ξεμπερδεύουμε γρήγορα με την Αλεξάνδρεια ως σύμβολο της ζωής. Μα δεν πρόκειται για οποιαδήποτε ζωή ή για οποιαδήποτε πόλη. Η Αλεξάνδρεια, όπως υπογραμμίζει ο Edmund Keeley  στο βιβλίο του  Η καβαφική Αλεξάνδρεια. Εξέλιξη ενός μύθου (σελ. 66 κ.ε) είναι ο θεός που εγκαταλείπει τον Αντώνιο. Στη θέση του Διόνυσου ή του Ηρακλή μπαίνει η πόλη – θεά, σύμβολο μα και πραγματικότητα μαζί των πνευματικών και σωματικών απολαύσεων που αξιώνονται οι εκλεκτοί – και ως εκλεκτοί καλούνται να αντιδράσουν στην διαφαινόμενη απώλειά της. Στο ποίημα «Η Δόξα των Πτολεμαίων» τα χαρακτηριστικά της θεοποιημένης πόλης διακρίνονται ξεκάθαρα:

Η Δόξα των Πτολεμαίων
(σύνθεση: 1896-1911/έκδοση: 1911)

Είμαι ο Λαγίδης, βασιλεύς. Ο κάτοχος τελείως
(με την ισχύ μου και τον πλούτο μου) της ηδονής.
Ή Μακεδών, ή βάρβαρος δεν βρίσκεται κανείς
ίσος μου, ή να με πλησιάζει καν. Είναι γελοίος
ο Σελευκίδης με την αγοραία του τρυφή.

Αν όμως σεις άλλα ζητείτε, ιδού κι αυτά σαφή.
Η πόλις η διδάσκαλος, η πανελλήνια κορυφή,
εις κάθε λόγο, εις κάθε τέχνη η πιο σοφή.

Χαρακτηριστικό ότι ολοκληρώνεται και εκδίδεται το 1911 μαζί με το «Απολείπειν…». Το τελευταίο δίστιχο, εγκώμιο της πόλεως, ολοκληρώνει την προβολή ισχύος του ανώνυμου Λαγίδη απέναντι στον επίσης ανώνυμο Σελευκίδη: η εκλεπτυσμένη ηδονή του πρώτου απέναντι στην αγοραία του δεύτερου. Και πιο πολύ βέβαια, για όσους επιζητούν τα πνευματικά αγαθά: Η πόλις η διδάσκαλος, η πανελλήνια κορυφή,/ εις κάθε λόγο, εις κάθε τέχνη η πιο σοφή. Σε κάθε περίπτωση και στα δυο ποιήματα το ηδονικό στοιχείο δεν αποδίδεται άμεσα στην πόλη (λανθάνει στο πρώτο ποίημα και το προβάλλει ο Λαγίδης στο δεύτερο) αλλά δεν είναι και δύσκολο να ανιχνευτεί. Το ίδιο τρίγωνο με κορυφή την Αλεξάνδρεια και βάση την ηδονή και το πνεύμα μπορούμε να παρατηρήσουμε και στους Αλεξανδρινούς Βασιλείς (1912/1912) με την διάφανα ερωτική περιγραφή του Καισαρίωνα από τη μια και το  Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα/θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης, μέσα στη ζεστή, ποιητική μέρα της Αλεξάνδρειας.

Εγκαταλείπει λοιπόν τον Αντώνιο η Αλεξάνδρεια – Ζωή (με κεφαλαίο ζήτα). Πρέπει όμως, πριν φτάσει ο ήρωας στο να αποχαιρετήσει την Αλεξάνδρεια που φεύγει – που χάνει δηλαδή τελικά – να νικήσει έναν τελευταίο πειρασμό: της φρούδης ελπίδας ότι όλα αυτά είναι μια φρεναπάτη, ένα ψέμα. Ο ποιητής τονίζει με το «Προ πάντων» τη σημασία που έχει η απόρριψη κάθε αυταπάτης, την οποία και ορίζει τριπλά χρησιμοποιώντας σχετικό με ψευδαίσθηση λεξιλόγιο (υπογραμμίζω): μη γελασθείς, μην πείς πως ήταν/ ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου. Η άνω τελεία που ακολουθεί το «η ακοή σου» θέτει έντεχνα και έξυπνα ένα απότομο φρένο στην κορύφωση της (πιθανής ) ελπίδας που συνθέτουν οι τρεις παραπάνω λέξεις για να ακολουθήσει η κάθετη πτώση: μάταιες ελπίδες. Είναι βασική προϋπόθεση για τη συνέχεια του ποιήματος, που εκφράζει και προωθεί  την στωική και γενναία αντιμετώπιση της απώλειας, να μην υπάρχει η σκιά της αυταπάτης, της μάταιης ελπίδας. Μόνο έτσι θα αναδειχτεί η ανωτερότητα του ήρωα και το μέγεθος της αξίας του, ανάλογο πάντα με το μέγεθος της απώλειας «μιας τέτοιας πόλης». Γι’ αυτό το λόγο παρεμβάλλονται οι στίχοι 9-11 ανάμεσα στο πρώτο μέρος που εκθέτει συνοπτικά το μύθο του ποιήματος και το δεύτερο που ξεδιπλώνει τις λεπτομέρειες  και την πρέπουσα για τον εκπεπτωκότα ήρωα ψυχολογία.

Το δεύτερο μέρος του ποιήματος, ισομέγεθες με το πρώτο, ξεκινά με τον στίχο 12, όμοιο με τον στίχο 7: Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος και κλείνει με τον στίχο 19, παραλλαγή του στίχου 8: κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις. Ανάμεσα σε αυτούς τους δυο στίχους παρεμβάλλονται έξι στίχοι που εκτελούν διπλό ρόλο: Διακρίνουν τον ήρωα από τον οποιοδήποτε τυχόντα αποτυχημένο – άρα προσωποποιούν έντονα την απώλεια – και υπαγορεύουν με ακρίβεια τις κινήσεις και τη συμπεριφορά του ως το τέλος της πομπής. Φαίνεται συνεπώς ξεκάθαρα ότι οι στίχοι 7-8 είναι οι πλέον καθοριστικοί του ποιήματος και η επανάληψή τους έχει ως σκοπό να υπογραμμίσει, Planόπως προαναφέρθηκε, ότι το δεύτερο μέρος προεκτείνει, συμπληρώνει και ολοκληρώνει το πρώτο μέρος. Να προσεχθεί τέλος η κλιμάκωση των χαρακτηριστικών που ζητούνται από τον ήρωα: έτοιμος από καιρό, θαρραλέος, (στ.12) σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι (στ.13).

Ο ήρωας συνεπώς δεν είναι κάποιος οποιοσδήποτε, έστω σημαίνον πρόσωπο, που σημαίνει η ώρα της πτώσης του: είναι: σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι, όμοιος με τον Λαγίδη στο «Η Δόξα των Πτολεμαίων»  που παρέθεσα πριν. Ήταν ο κάτοχος μια θεϊκής πόλης αλλά οι θεοί δε μένουν για καιρό με τους ανθρώπους που πάντα υπόκεινται στις αλλαγές της Τύχης και της Μοίρας (Μοίρα, μόρος, mors). Τώρα που η τύχη του ήρωα ενδίδει – ενδίδει στη Μοίρα του – ο ήρωας βρίσκεται αντιμέτωπος με το τέλος του που διαγράφεται ζοφερό. Θυμάται κανείς τα λόγια του Σόλωνα στον Κροίσο: (Ηροδότου Ιστορ. Α΄32.5) ἐμοὶ δὲ σὺ καὶ πλουτέειν μέγα φαίνεαι καὶ βασιλεὺς πολλῶν εἶναι ἀνθρώπων· ἐκεῖνο δὲ τὸ εἴρεό με, οὔκω σε ἐγὼ λέγω, πρὶν τελευτήσαντα καλῶς τὸν αἰῶνα πύθωμαι. και συμπληρώνει τέλος (Α΄32.9) σκοπέειν δὲ χρὴ παντὸς χρήματος τὴν τελευτήν, κῇ ἀποβήσεται· πολλοῖσι γὰρ δὴ ὑποδέξας ὄλβον ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε. Όμως εδώ δεν έχει σημασία ποιο θα είναι το τέλος του Αντώνιου αλλά πώς πρέπει να σταθεί μπροστά σε αυτό όταν διαφαίνεται ξεκάθαρα. Ο ποιητής εδώ (στιχ. 14-19) οργανώνει για τον ήρωα όλη τη σκηνοθεσία κινήσεων και συναισθηματικών αντιδράσεων, από την κίνηση προς το παράθυρο και τη συγκίνηση αλλά όχι τα παρακάλια ή το κλαψούρισμα έως την απόλαυση μέχρι τον τελευταίο ήχο των οργάνων του θεϊκού θιάσου.

Οι λεπτομέρειες αυτές βέβαια μας βάζουν στην υποψία πως ο ποιητής δεν απευθύνεται τόσο  στον Αντώνιο τον ίδιο (που μάλλον δεν υπήρχε φόβος να συμπεριφερθεί με μικροπρέπεια ή υστερία, δηλαδή με  αυταπάτες, παρακάλια ή κλάματα) παρά στον καθημερινό άνθρωπο που δεν έχει ίσως τέτοιο ηθικό ανάστημα και που κάποιες απώλειες του είναι ιδιαίτερα δυσβάσταχτες. Αυτό μοιάζει να πιστεύει ο Γ.Π.ΣαAlexandria Cardββίδης (οπ.π) ερμηνεύοντας έτσι τον έντονα διδακτικό τόνο με τις συνεχείς προστακτικές του. Νομίζω πως δεν έχει άδικο· αυτό είναι το δεύτερο επίπεδο του ποιήματος ωστόσο, εκείνο που στην παρομοίωση ονομάζουμε δεικτικό μέρος και το οποίο εδώ απομένει στον αναγνώστη να το αποκωδικοποιήσει και συλλάβει. Το πρώτο επίπεδο, που στην παρομοίωση θα το ονομάζαμε αναφορικό μέρος, αφορά τον Αντώνιο και την Αλεξάνδρεια και διατηρεί τη δυναμική και τις προεκτάσεις του ακόμη και χωρίς να περάσουμε στο δεύτερο. Έπειτα, ο εξόφθαλμος και προφανής διδακτισμός αφορά σχεδόν αποκλειστικά την πρώτη περίοδο της καβαφικής ποίησης, την πρώιμη. Το θέμα της αξιοπρεπούς στάσης πριν το τέλος πραγματεύονται και άλλα μεταγενέστερα ποιήματα όπως το εκπληκτικό Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων (μια σύντομη προσέγγιση του Μιχάλη Πιερή, σελ. 90-93 εδώ) και μπορεί κανείς εκεί να δει καθαρά πόσο προχώρησε η τεχνική της δραματοποίησης του ποιητή και πόσο αδιόρατος και λεπτός έχει γίνει ο όποιος διδακτικός τόνος.

Ο τελευταίος στίχος διαφέρει, όπως προαναφέρθηκε, από τον τελευταίο του πρώτου μέρους στο τελικό ρήμα: φεύγει (η Αλεξάνδρεια) στο πρώτο, την χάνεις στο δεύτερο. Το πρώτο ρήμα περιγράφει το γεγονός· το δεύτερο τον αντίκτυπό του πάνω στον ήρωα. Αντιστοιχούν συνεπώς πλήρως στις λειτουργίες που επιτελούν οι δυο ενότητες του ποιήματος συγκεφαλαιώνοντάς τες σε έναν στίχο μοτίβο. Ο Τίμος Μαλάνος διασώζει έναν διάλογό του με τον ποιητή όπου φαίνεται η προσοχή που απέδιδε ο ποιητής στο πώς θα ακουγόταν ο στίχος αυτός χωρίζοντας τα δυο «την» του στίχου με κόμμα (Τ.Μαλάνος, Ο ποιητής Κ.Π.Καβάφης, σελ. 253).

Με τις αλλαγές στο Box.net η δυνατότητα ενσωμάτωσης του φακέλου στο blog δεν είναι πια δυνατή λόγω περιορισμών στον κώδικα της σελίδας. Μέχρι να βρεθεί κάποια καλύτερη λύση δίνω τον σύνδεσμο που παραπέμπει στον φάκελο, ο οποίος περιέχει τα παρακάτω:

https://app.box.com/s/jaqj8geziokspo5fyxw6

1. Edmund Keeley,  Η καβαφική Αλεξάνδρεια. Εξέλιξη ενός μύθου
2.
F.M.Pontani,  Επτά μελετήματα για τον Καβάφη
3. Γ.Δάλλας,  Καβάφης και Ιστορία
4. Γ.Π.Σαββίδης, «Διαβάζοντας τρία σχολικά ποιήματα» (Μικρά Καβαφικά τ. Α΄)
5. Γ.Σεφέρης, «Ακόμα λίγα για τον Αλεξανδρινό» (Δοκιμές Α΄, σελ. 418-424)
6. Ευφροσύνη Κωστάρα – Καβάφης και Αρχαίο Θέατρο (Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον) 42-44
7. Ε.Π.Παπανούτσος,  Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός
8. Μιχάλης Πασχάλης,  Οι πηγές δύο καβαφικών ποιημάτων
9. Σόνια Ιλίνσκαγια,  Κ.Π.Καβάφης. Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ού αιώνα
10. Τ.Μαλάνος, Ο ποιητής Κ.Π.Καβάφης
11. Ευάγγελος Αλεξίου,  “Ο Βίος Αντωνίου του Πλουτάρχου και το “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον” του Καβάφη” (περ. Φιλόλογος, τχ. 151)
12. Γ.Θέμελης – Η διδασκαλία των Νέων Ελληνικών, τ.Β 231-238

Αναγνώσεις
Ευθυμίου Κυριάκος, Κ.Π. Καβάφη, Ποιήματα (1896-1933), In Autumn Leaves Ltd 2005
Σαββίδης Γ. Π., K.Π. Kαβάφη, Ποιήματα, I, (1896-1918), Διόνυσος)
Σουλιώτης Μίμης, Ανέκδοτη ηχογράφηση, Αθήνα 2002
Χορν Δημήτρης, Ανέκδοτη ηχογράφηση, 1962
και η εξαιρετική εκτέλεση της Αλκηστις Πρωτοψάλτη από την Τετραλογία του Δήμου Μούτση, δίσκο που πολύ αγάπησα στα εφηβικά μου χρόνια