Σκεφτόμουν μέρες τώρα το ποίημα του Καβάφη Ο Θεόδοτος. Ένα παραινετικό ποίημα που γενικά δεν είχε ιδιαίτερες συμπάθειες σε ορισμένους κριτικούς (Μ. Περίδης, Τ. Μαλάνος), ίσως γιατί βρίσκουν το σύμβολο του Θεόδοτου κάπως άστοχο. Ο δεύτερος επιπλέον σημειώνει οτι ο ποιητής έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για το ποίημα αυτό και υπαγόρευε και κριτικές ακόμη (!) για να το υπερασπιστεί. Βέβαια το τελευταίο θα πρέπει να το δούμε με επιφύλαξη καθώς είναι γνωστή η εμπαθής και συχνά στα όρια της κακοήθειας κριτική του Μαλάνου για τη ζωή και το έργο του Καβάφη: όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε για τον Μαλάνο «θα μπορούσε να είναι ο Πατριάρχης των καβαφιστών αλλά θέλησε να γίνει ο Πάπας τους». Πάντως στα Καβαφικά Αυτοσχόλια του Γ. Λεχωνίτη (απαράδεκτο το να μην έχουν επανεκδοθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια) ο ποιητής σημειώνει ότι μήτε η επικράτησις κατακρίνεται μήτε η επιζήτησις της δόξας που διαλαλούν οι πολιτείες και που επικυρώνουν τα τιμητικά ψηφίσματα, αλλά απλώς γίνεται μία σύστασις. Αυτά τα πράγματα κ ύ τ τ α ζ ε πώς τα αποκτάς – όχι πατώντας πάνω σε πτώματα.
Και από την άλλη πλευρά ο ήρωας του, παραινετικού επίσης, ποιήματος «Η Σατραπεία». Δεν θα την έλεγε κανείς αποτυχία την κατάστασή του. Πόσοι και πόσοι δε θα ζήλευαν τη θέση του: δεν είναι λίγο πράγμα να σε κάνει σατράπη ο μεγάλος βασιλιάς Αρταξέρξης! Χωρίς Θεόδοτους και κομμένα κεφάλια. Όμως δεν έχουν όλοι την ίδια κλίμακα αξιών, δεν θεωρούν όλοι το ίδιο πράγμα ως επιτυχία. Για κάποιους η Σατραπεία είναι το άπιαστο όνειρο, για άλλους, όπως ο ήρωας του ποιήματος, ένα φτωχό υποκατάστατο της επιτυχίας, τα επίχειρα ενός σχεδόν ντροπιαστικού συμβιβασμού.
Η Σατραπεία
[σύνθεση: 1904 ή 1905 , πιθανότατα ξεκινά το 1903 / έκδοση: 1910]
Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και σύ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·
την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Αυτά πού θα στα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρείς στη σατραπεία·
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.
Ενότητα Ι: Ήρωας και Ποιητής: Παράλληλοι;
Τη σχέση του ήρωα με τον ποιητή φωτίζουν μια σειρά σχόλια και σημειώματα του ίδιου από τα οποία καταγράφω τα σημαντικότερα. Κάποια επιπλέον υπάρχουν στον Γ.Π.Σαββίδη Οι καβαφικές εκδόσεις (1891 -1932), σελ 170-2.
Το πρώτο (αγγλικά στο πρωτότυπο)
Χθες συλλογίστηκα αορίστως-μου πέρασε από το νου – το ενδεχόμενο της λογοτεχνικής αποτυχίας και ένιωσα ξαφνικά σαν να είχε λείψει κάθε γοητεία από την ζωή μου. Ένιωσα έναν διαπεραστικό πόνο στην ιδέα αυτή. Παρευθύς φαντάστηκα να έχω την απόλαυση του έρωτα όπως τον εννοώ και τον θέλω- αλλά ακόμη και αυτό μου φάνηκε πολύ καθαρά μάλιστα πως δεν θα ήταν αρκετό να με παρηγορήσει για την μεγάλη απογοήτευση.Τούτο αποδείχνει την αλήθεια του «Η Σατραπεία» (29 Νοεμβρίου 1903)
Το δεύτερο
Ένας νέος ποιητής μ’ επισκέφθηκε. Ήταν πολύ πτωχός, εζούσε από την φιλολογική του εργασία και με φαινόνταν σαν κάπως να λυπούνταν βλέποντας το καλό σπίτι που κατοικούσα, τον δούλο μου που τον έφερε ένα καλό σερβιτό τσάι, τα ρούχα μου τα καμωμένα από καλό ράπτη. Είπε «Τι φρικτό πράγμα να έχη κανείς να παλεύη να βγάζη τα προς το ζην, να κυνηγάς συνδρομητάς για περιοδικό σου, αγοραστάς για βιβλίο σου».
Δεν θέλησα να τον αφίσω στην πλάνη του και τον είπα μερικά λόγια, περίπου σαν τα εξής. Δυσάρεστη και βαρυά η θέσις του αλλά τι ακριβά που με κόστιζαν εμένα η μικρές μου πολυτέλειες. Για να ταις αποκτήσω βγήκα απ’ την φυσική μου γραμμή κ έγινα ένας κυβερνητικός υπάλληλος (τι γελοίο), και ξοδιάζω και χάνω τόσες πολύτιμες ώρες την ημέρα (στις οποίες πρέπει να προστεθούν και η ώρες καμάτου και χαυνώσεως που τες διαδέχονται). Τι ζημιά, τι ζημιά, τι προδοσία. Ενώ εκείνος ο πτωχός δεν χάνει καμμιά ώρα· είναι πάντα εκεί, πιστό και του καθήκοντος παιδί της Τέχνης.
Πόσες φορές στην δουλειά μου μ’ έρχεται μια ωραία ιδέα, μια σπάνια εικόνα, σαν ετοιμοκαμωμένοι αιφνίδια στίχοι, και αναγκάζομαι να τα παραμελώ,διότι η υπηρεσία δεν αναβάλλεται. Έπειτα σαν γυρίσω σπίτι μου, σαν συνέλθω κομμάτι, γυρεύω να τ’ ανακαλέσω αλλά πάνε πια. Και δικαίως. Μοιάζει σαν η Τέχνη να με λέγη «Δεν είμαι μια δούλα εγώ· για να με διώχνης σαν έρχομαι, και νάρχομαι σαν θες. Είμαι η μεγαλύτερη Κερά του κόσμου. Κι αν με αρνήθηκες – προδότη και ταπεινέ – για το ελεεινό σου καλό σπίτι, για τα ελεεινά σου καλά ρούχα, για την ελεεινή καλή κοινωνική σου θέσι, αρκέσου μ’ αυτά λοιπόν (αλλά πού μπορείς ν’ αρκεσθής) και για τες λίγες στιγμές που όταν έρχομαι συμπίπτει να ήσαι έτοιμος να με δεχθής, βγαλμένος στην πόρτα να με περιμένεις, όπως έπρεπε να ήσαι κάθε μέρα» (Ιούνιος 1905)
Η σατραπεία λοιπόν είναι το καλό σπίτι που κατοικούσα, τον δούλο μου που τον έφερε ένα καλό σερβιτό τσάι, τα ρούχα μου τα καμωμένα από καλό ράπτη. Ακόμη και η απόλαυση του έρωτα όπως τον εννοώ και τον θέλω δεν αναπληρώνει την απώλεια μιας τυχόν λογοτεχνικής αποτυχίας. Τι ζημιά, τι ζημιά, τι προδοσία σχολιάζει ο ποιητής. Πολύ κοντά εκφραστικά στο Τι συμφορά του ποιήματος. Γιατί το παν είναι η ουσιαστική ανταμοιβή, τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε. Η αίσθηση της θυσίας στην οποία υποβάλλεται ο ποιητής (και ο ήρωας – σύμβολό του στο ποίημα) φαίνεται και στο τρίτο σημείωμα
Κάποτε σαν σκέπτομαι και αντιλαμβάνομαι δύσκολες έννοιες, και σχέσεις, και συνέπειες πραγμάτων και με πιάνει μια ιδέα που άλλοι δεν είναι εις θέσι να σκεφθούν και να νοιώσουν αυτά σαν και μένα αυτό με κάμνει “uncomfortable”. Γιατί αμέσως με περνά απ’ τον νου· Τί άδικο, να είμαι εγώ μια τέτοια μεγαλοφυΐα, και μήτε ν ακούομαι πασίγνωστα, μήτε ν’ ανταμείβομαι. Και τότε ή ιδέα πού ίσως απατώμαι, και βρίσκονται κι άλλοι πολλοί πού σκέπτονται έτσι μεγάλα και ορθά με ανακουφίζει. Τί πράγμα λοιπόν που είναι το Συμφέρον, ή η ’Επιθυμία της ’Αμοιβής! Πιο με ανακουφίζει ή Ιδέα να είμαι ίσος με πολλούς παρά να είμαι ανώτερος και να στερούμαι της αμοιβής μου. (3.1/07)
Ενότητα ΙΙ: Η Ταυτότητα του Ήρωα
Δεν υπάρχει κανένα άλλο ποίημα του Καβάφη που να προβλημάτισε περισσότερο τους καβαφιστές για την ιστορική ταυτότητα του ήρωα. Ο ίδιος ο ποιητής όχι μόνο δε βοήθησε να προσδιοριστεί ο ήρωας αλλά συσκότισε ακόμα περισσότερο το πρόσωπό του. Να τι είπε, όπως μας τα μεταφέρει ο Λεχωνίτης στα Καβαφικά Αυτοσχόλια (σελ.25) : Ο ποιητής δεν υπονοεί κατ’ ανάγκην τον Θεμιστοκλέα ή τον Δημάρατον άλλ’ ούτε και άνθρωπον πολιτικόν, διότι εν τοιαύτη περιπτώσει η θέσις του ποιήματος μόλις θα έστεκε. Το υπονοούμενον πρόσωπον είναι εντελώς συμβολικόν, το οποίον δέον να παραδεχθώμεν μάλλον ως ένα τεχνίτην ή και επιστήμονα ακόμη, όστις κατόπιν αποτυχιών και απογοητεύσεων εγκαταλείπει την τέχνην του και πορεύεται προς τα Σούσα και τον Άρταξέρξην, δηλαδή αλλάζει βίον και ευρίσκει με άλλον τρόπον την χλιδήν (και αυτή μια επιτυχία), ή οποία όμως δεν δύναται να τον ικανοποιήσει. Αξιοσημείωτος είναι ο εν παρενθέσει στίχος: η μ έ ρ α π ο υ α φ έ θ η κ ε ς κ’ ε ν δ ί δ ε ι ς, ο οποίος αποτελεί την βάσιν ολοκλήρου τον ποιήματος, δια του υπαινιγμού καθ’ ον ο ήρωας απεκαρδιώθη εύκολα, ότι εμεγαλοποίησε τα γεγονότα και βιάστηκε να λάβει την άγουσαν προς τα Σούσα.
Είναι φανερή η προσπάθεια του Καβάφη να υποβαθμίσει την ιστορική διάσταση στο ποίημα σε επίπεδο απλής αφόρμησης. Όχι μόνο δεν υπονοεί κατ’ ανάγκην (προσοχή: κατ’ ανάγκην, όχι απαραίτητα, δηλαδή ίσως ναι, ίσως όχι…) τον Θεμιστοκλή ή τον Δημάρατο αλλά μπορεί να είναι και τεχνίτης ή επιστήμονας (ή ποιητής, μπορούμε εμείς να προσθέσουμε προεκτείνοντας τα παραδείγματα) ο οποίος απογοητεύτηκε, παρατά την τέχνη του και πηγαίνει στον Αρταξέρξη και τη σατραπεία (μήπως πηγαίνει και γίνεται υπάλληλος στην εταιρία Αρδεύσεων, όπως ο Καβάφης, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην και κάτι παραπάνω – το σπίτι, τον υπηρέτη, μια κάποια καλοπέραση;). Ίσως και να εμεγαλοποίησε τα γεγονότα, ίσως και να βιάστηκε να λάβει την άγουσαν προς τα Σούσα. Αφέθηκε και ενδίδει, η βάσις ολοκλήρου του ποιήματος – δεν είναι απλώς κριτική, είναι σκληρή αυτοκριτική του ήρωα. Και όχι μόνο του ήρωα…
Το ζήτημα πάντως παραμένει. Δεν έχει βέβαια τεράστια σημασία αλλά σίγουρα κάποιο ιστορικό πρόσωπο κρύβεται πίσω από τον απογοητευμένο οδοιπόρο. Οφθαλμοφανείς είναι οι συσχετισμοί με τον Θεμιστοκλή ενώ αντίθετα ο Δημάρατος δεν ταιριάζει σχεδόν πουθενά. Ο Σαρεγιάννης υποθέτει οτι η αναφορά στο Δημάρατο είναι ένα ευλογοφανές εύρημα του Καβάφη για να απομακρύνει τον αναγνώστη από τον άμεσο συσχετισμό Θεμιστοκλή – Καβάφη. Τείνω να πιστέψω ότι έχει δίκιο. Άλλωστε και τα στοιχεία από τον βίο του Αλκιβιάδη που ενσωματώνει το ποίημα στην ίδια κατεύθυνση οδηγούν. Ας ξεκινήσουμε όμως από τον Θεμιστοκλή, άλλωστε τα περισσότερα στοιχεία που μας δίνει το ποίημα για την ζωή του ήρωα εκεί μας κατευθύνουν.
καμωμένος για τα ωραία και μεγάλα έργα (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι: Θεμιστοκλής, 3.3: λέγεται γάρ οὕτω παράφορος πρός δόξαν εἶναι καὶ πράξεων μεγάλων ὑπό φιλοτιμίας ἐραστής.
αλλά να σ’εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,/ και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι: Θεμιστοκλής, 3.1: εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τοῦ πρωτεύειν ἐφιέμενος ἰταμῶς ὑφίστατο τάς πρὸς τούς δυναμένους ἐν τῇ πόλει καὶ πρωτεύοντας ἀπεχθείας, μάλιστα δέ Ἀριστείδην τόν Λυσιμάχου, τήν ἐναντίαν ἀεὶ πορευόμενον αὐτῷ. Να προσθέσουμε και τη συμπεριφορά τους στους συμμάχους καθώς και τις κατηγορίες εις βάρος του για χρηματισμό
Έτσι λοιπόν όταν τον καταδίωκαν οι Αθηναίοι καταλήγει οδοιπόρος για τα Σούσα,/ και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη (Θουκυδίδης Ιστοριών Ι,137.3): πορευθείς ἄνω ἐσπέμπει γράμματα πρός βασιλέα Ἀρταξέρξην τόν Ξέρξου νεωστὶ βασιλεύοντα.
ο οποίος βέβαια ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,/ και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια. (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι: Θεμιστοκλής, 29.8): πόλεις δ᾽ αὐτῷ τρεῖς μέν οἱ πλεῖστοι δοθῆναι λέγουσιν εἰς ἄρτον καὶ οἶνον καὶ ὄψον, Μαγνησίαν καὶ Λάμψακον καὶ Μυοῦντα: δύο δ᾽ ἄλλας προστίθησιν ὁ Κυζικηνὸς Νεάνθης καὶ Φανίας, Περκώτην καὶ Παλαίσκηψιν εἰς στρωμνὴν καὶ ἀμπεχόνην.
Όμως τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών δε μοιάζει να τον ξέχασε. Οπως μας παραδίδει ο Πλούταρχος (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι: Θεμιστοκλής, 31.1): ὡς δ᾽ ἦλθεν εἰς Σάρδεις καὶ σχολὴν ἄγων ἐθεᾶτο τῶν ἱερῶν τὴν κατασκευὴν καὶ τῶν ἀναθημάτων τὸ πλῆθος, εἶδε δέ ἐν μητρός ἱερῷ τήν καλουμένην ὑδροφόρον κόρην χαλκῆν, μέγεθος δίπηχυν, ἣν αὐτός ὅτε τῶν Ἀθήνησιν ὑδάτων ἐπιστάτης ἦν, ἑλὼν τούς ὑφαιρουμένους τό ὕδωρ καὶ παροχετεύοντας, ἀνέθηκεν ἐκ τῆς ζημίας ποιησάμενος, εἴτε δή παθών τι πρός τήν αἰχμαλωσίαν τοῦ ἀναθήματος εἴτε βουλόμενος ἐνδείξασθαι τοῖς Ἀθηναίοις, ὅσην ἔχει τιμὴν καὶ δύναμιν ἐν τοῖς βασιλέως πράγμασι, λόγον τῷ Λυδίας σατράπῃ προσήνεγκεν αἰτούμενος ἀποστεῖλαι τήν κόρην εἰς τάς Ἀθήνας. Η γνώμη των Αθηναίων μετρά πάντα γι’ αυτόν, τόσο που ξεχνά την επιφυλακτικότητά του και ρισκάρει σχεδόν το κεφάλι του διότι, συνεχίζει ο Πλούταρχος: χαλεπαίνοντος δὲ τοῦ βαρβάρου καὶ βασιλεῖ γράψειν φήσαντος ἐπιστολήν, φοβηθεὶς ὁ Θεμιστοκλῆς εἰς τήν γυναικωνῖτιν κατέφυγε καὶ τάς παλλακίδας αὐτοῦ θεραπεύσας χρήμασιν ἐκεῖνόν τε κατεπράϋνε τῆς ὀργῆς καὶ πρός τά ἄλλα παρεῖχεν ἑαυτόν εὐλαβέστερον […]
Υπάρχουν ωστόσο δύο σημεία στο ποίημα που δεν πολυταιρίαζουν με την περίπτωση του Θεμιστοκλή. Το πρώτο το πρόσεξε ήδη ο Σαρεγιάννης και σχετίζεται με τη λέξη «Σοφιστές». Ο όρος μοιάζει με αναχρονισμό για τα χρόνια του Θεμιστοκλή και του Αρταξέρξη Α΄ Μακρόχειρα καθώς οι πρώτοι σοφιστές (Πρωταγόρας, ο πρώτος που ονομάστηκε σοφιστής) εμφανίζονται στην Αθήνα περισσότερο από δεκαπέντε χρόνια μετά τη φυγή του Θεμιστοκλή (465 πΧ). Από την άλλη όμως ο συγκεκριμένος όρος δεν είναι άγνωστος την εποχή του Θεμιστοκλή. Σοφιστές ονομάζει τους σοφούς γενικότερα ο Ηρόδοτος στο πρώτο βιβλίο του (Ηροδότου Ιστορίαι Ι, 29.: ἀπικνέονται ἐς Σάρδις ἀκμαζούσας πλούτῳ ἄλλοι τε οἱ πάντες ἐκ τῆς Ἑλλάδος σοφισταί, οἳ τοῦτον τὸν χρόνον ἐτύγχανον ἐόντες, ὡς ἕκαστος αὐτῶν ἀπικνέοιτο, καὶ δὴ καὶ Σόλων ἀνὴρ Ἀθηναῖος, ὃς Ἀθηναίοισι νόμους κελεύσασι ποιήσας ἀπεδήμησε ἔτεα δέκα κατά θεωρίης πρόφασιν ἐκπλώσας, ἵνα δὴ μή τινα τῶν νόμων ἀναγκασθῇ, λῦσαι τῶν ἔθετο. Επιπλέον αυτή είναι και η πρώτη σημασία του όρου σύμφωνα με το λεξικό των Liddell και Scott (βάλτε στην αναζήτηση τη λέξη σοφιστής και κατεβάστε το αρχείο με τη σελίδα του λήμματος σε pdf).
Το δεύτερο σημείο είναι οι στίχοι η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα / ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται. Εδώ, όπως πρόσεξε πρώτος ο Παπανούτσος, η εικόνα του ήρωα δεν ταιριάζει καθόλου με τον Θεμιστοκλή. Διότι η τύχη στάθηκε με το μέρος του σε μεγάλο διάστημα της ζωής του και ουσιαστικά ποτέ δεν τον εγκατέλειψε. Ούτε η επιτυχία του έλειψε, αυτόν που στον κολοφώνα της δόξας του υποδέχτηκαν στην πόλη τους και τίμησαν ως και οι Σπαρτιάτες. Αυτό ακριβώς είναι το σημείο που θα ταίριαζε στο Δημάρατο, αδικημένο και θύμα σκευωρίας. Αλλά, όπως αναφέρθηκε πριν, τίποτα άλλο δε μας οδηγεί εκεί.
Καιρός λοιπόν να εξεταστεί μια τρίτη μορφή, που πράγματι, παρά τις μεγάλες του ικανότητες, η τύχη του αρνήθηκε ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία και τον εγκατέλειπε πάντα ένα σκαλί πριν τον θρίαμβο. Δεν είναι άλλος από τον Αλκιβιάδη, την τελευταία μεγάλη μορφή της κλασσικής Αθήνας. Ο Γιάννης Δάλλας στο βιβλίο του Καβάφης και Ιστορία αλλά και στο βιβλίο του Ο Καβάφης και η Δεύτερη Σοφιστική θεωρεί ότι πίσω από την άδηλη μορφή του ήρωα εξυπακούεται η μορφή του Αλκιβιάδη. Πράγματι, αυτόν κι αν τον εμπόδισαν ευτελείς συνήθειες, / και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες. Παροιμιώδης ο αμοραλισμός του σε προσωπικό και πολιτικό επίπεδο, πάμπολλα τα ελαττώματά του που επισκίασαν τελικά τις δεξιότητές του. Ξεκίνησε και αυτός για τον Αρταξέρξη – για τον Αρταξέρξη Β΄, τον Μνήμονα – αλλά δολοφονήθηκε στον δρόμο. Σίγουρα η εικόνα του δεν συμφωνεί σε πολλά με τον ήρωα του ποιήματος (η σατραπεία λ.χ μένει απ’ έξω τελείως). Όμως υπάρχει μια περικοπή του Πλουτάρχου από τον Βίο του Αλκιβιάδη που σίγουρα διάβασε ο Καβάφης και προφανώς τον συγκίνησε (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι: Αλκιβιάδης, 33.2): τότε δὲ τοῦ δήμου συνελθόντος εἰς τὴν ἐκκλησίαν παρελθὼν ὁ Ἀλκιβιάδης, καὶ τὰ μὲν αὑτοῦ πάθη κλαύσας καὶ ὀλοφυράμενος, ἐγκαλέσας δὲ μικρὰ καὶ μέτρια τῷ δήμῳ, τὸ δὲ σύμπαν ἀναθεὶς αὑτοῦ τινι τύχῃ πονηρᾷ καὶ φθονερῷ δαίμονι, πλεῖστα δ᾽ εἰς ἐλπίδας τῶν πολεμίων καὶ πρὸς τὸ θαρρεῖν διαλεχθεὶς καὶ παρορμήσας, στεφάνοις μὲν ἐστεφανώθη χρυσοῖς, ᾑρέθη δ᾽ ἅμα καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν αὐτοκράτωρ στρατηγός. Εδώ υπάρχουν ο Δήμος, το κλάμα, η άδικη τύχη, οι Στέφανοι – και φυσικά εδώ χωράνε και οι σοφιστές με τη γνωστότερη σε μας σημασία του όρου. Είναι ξεκάθαρο λοιπόν οτι ο ποιητής χρησιμοποίησε ως βασικό άξονα τη ζωή του Θεμιστοκλή και πρόσθεσε πινελιές από τη ζωή του Αλκιβιάδη. Η ερμηνεία του Γ. Δάλλα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και θα μας απασχολήσει αργότερα αλλά παραβλέπει ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό του ποιητή: την εμμονή του στην ιστορική ακρίβεια. Όσο και αν το ποίημα είναι ψευδοϊστορικό και με κυρίαρχο το παραινετικό στοιχείο, ο ποιητής δε θα μιλούσε για σατραπεία έχοντας στο νου του μόνο τον Αλκιβιάδη, που δεν έφτασε καν στον Αρταξέρξη. Υπάρχει πάντως μια αθέατη σύνδεση Καβάφη – Αλκιβιάδη που προσέχει ο Δάλλας και θα προσπαθήσω να αναδείξω σε μια λεπτομερέστερη ανάλυση του ποιήματος, σε αμέσως επόμενη ανάρτηση όμως γιατί η συγκεκριμένη τείνει να γίνει εξαντλητική στην ανάγνωσή της. Εκεί θα προστεθεί και ο απαραίτητος φάκελος του ποιήματος.
Πίνγκμπακ: Η μέρα που αφέθηκες και ενδίδεις [Μέρος δεύτερο]
Πίνγκμπακ: Τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου [Μέρος πρώτο]