Νάρκης του άλγους δοκιμές (“Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου”)

Τελευταία όλο με τον Καβάφη έχω να κάνω. Και πάνω που είπα να τον παρατήσω και να επιστρέψω στις προσφιλείς μου ασχολίες (σύγχρονοι ποιητές, άλλοι γνωστοί στο όλο και συρρικνούμενο κοινό που διαβάζει ποίηση, άλλοι λιγότερο γνωστοί αλλά διόλου ασήμαντοι) και να ανοίξω ξανά το ανθολόγιο του Φερνάζη  που τον έχω αφήσει μόνο εδώ, έρχεται το θέμα των πανελληνίων στη λογοτεχνία να με επαναφέρει εν Φαντασία και Λόγω στα ακρογιάλια του Πρωτέα. Ή καλύτερα, αυτή τη φορά στο κρατίδιο της Κομμαγηνής που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι” όπως έγραφε ο Σεφέρης στον “Τελευταίο σταθμό”. Αλλά ας δούμε το ποίημα:

Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Kομμαγηνή· 595 μ.X [σύνθεση: 1918;/έκδοση: 1921]

Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.—
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.

“Ποιητής του γήρατος” δήλωνε ο Καβάφης  (Τίμος Μαλάνος, Ο Καβάφης έλεγε, εκδ. Πρόσπερος, Αθήνα 1986, σελ 12): Κατά γενικόν κανόνα οι μεγάλοι συγγραφείς και ποιηταί έγραψαν τα καλύτερά τους έργα εις ηλικίαν νέαν, προ του γήρατος. Εγώ είμαι ποιητής του γήρατος. Τα ζωηρότερα γεγονότα δε μοι εμπνέουν αμέσως. Χρειάζεται πρώτα να περάσει καιρός. Κατόπιν τα ενθυμούμαι και εμπνέομαι. Πάντως τα ποιήματά του για τα γηρατειά είναι λίγα. Εκτός από το συγκεκριμένο καταγράφονται άλλα τρία συν ένα, όλα από τον κανόνα των 154 δημοσιευμένων ποιημάτων: “Ένας Γέρος” (1894/1897) , “Οι Ψυχές των Γερόντων (1898/1901 , “Πολύ Σπανίως” (1911/1913) και το “Κατά τες συνταγές αρχαίων ελληνοσύρων μάγων” (;/1931), όπου τα γηρατειά υπονοούνται ως κατάσταση αλλά δεν αναφέρονται ρητά. Κάποιες καλές παρατηρήσεις για αυτά τα ποιήματα βρίσκονται στα ιστολόγια latistor και Κλασικός Φιλόλογος

Όσοι έχουν ασχοληθεί με το καβαφικό έργο αναγνωρίζουν οτι η περιοχή της Κομμαγηνής ασκεί ιδιαίτερη έλξη στον ποιητή. Αναφέρεται σε δύο τίτλους ποιημάτων (Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.” [1918;/1921] και το “Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής” [1923/1923]), και άλλη μία η πρωτεύουσα, τα Σαμόσατα, μέσα στο ποίημα “Τέμεθος, Αντιοχεύς· 400 π.Χ.” [;/1925]. Όμως δεν τελειώνουν τα αξιοσημείωτα του ποιήματος στα τοπωνύμια.  Είναι και ο τίτλος με την ιδιόρρυθμη στίξη του.  Μελαγχολία αλλά όχι τυχαία, όχι όπου και από όποιον να’ναι. Είναι η μελαγχολία του Ιάσωνα, γιου του Κλεάνδρου, ποιητή, στην Κομμαγηνή και μάλιστα σε πολύ ύστερους χρόνους: το 595 μ.Χ.
Σε κανέναν τίτλο καβαφικού ποιήματος δεν υπάρχει τόση λεπτομέρεια: κατάσταση ψυχική, όνομα, πατρώνυμο, ιδιότητα, χώρος, χρόνος. Τρία μόλις ποιήματα πλησιάζουν κάπως τον παραπάνω σχοινοτενή τίτλο: “Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, 628–655 μ.X” [;/1918], “Κίμων Λεάρχου, 22 ετών, σπουδαστής Eλληνικών γραμμάτων (εν Kυρήνη)” [1913;/1928], “Επιτύμβιον Aντιόχου, βασιλέως Kομμαγηνής.”  [1923/1923]. Κάθε φορά όμως τα στοιχεία που δίνονται από τον τίτλο έχουν είτε τα απολύτως απαραίτητα για την ανάγνωση του ποιήματος είτε και λιγότερα (π.χ δεν ξέρουμε για ποιον Αντίοχο από τους τρεις που βασίλευσαν στην Κομμαγηνή μιλά το “Επιτύμβιον Αντιόχου” : ο Τίμος Μαλάνος πιθανολογεί ότι πρόκειται για τον τρίτο, οι περισσότεροι σχολιαστές θεωρούν ότι πρόκειται για τον πρώτο – μερικές ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για το ποίημα εδώ). Και κανένα δεν έχει την ιδιορρυθμία των δύο άνω τελειών που απαιτούν την ανάλογη ανάγνωση με στιγμιαίες παύσεις και επανεκκίνηση. Όσον αφορά το “Ιάσων Κλεάνδρου” πιστεύω οτι δεν είναι κάτι περισσότερο από ένα επιδεικτικά ελληνοπρεπές όνομα και τίποτα παραπάνω. Από την εικόνα του Εγγονόπουλου (βλ. παρακάτω “Η Θυσία του ποιητή”) ξεκίνησε μια ερμηνεία που συσχετίζει το Ιάσων με την ίαση από την αρρώστια του γήρατος – ζητούμενο στο ποίημα. Παρόλο που μοιάζει γοητευτική ως ιδέα, νομίζω οτι πλησιάζει αρκετά τα όρια της υπερερμηνίας. Για τη χρήση πάλι της άνω τελείας σε (τρεις συνολικά) τίτλους ποιημάτων δες παρακάτω στο φάκελο του ποιήματος το σημείωμα του Μίμη Σουλιώτη από το έργο του 58 σχόλια στον Καβάφη με πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για τα κοινά στοιχεία των τριών ποιημάτων).

Έπειτα οι παύλες : “Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.— / Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,/ που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.”  Μου θυμίζουν τα λόγια του Μανώλη Αναγνωστάκη από το “Υ.Γ” (=Υστερόγραφο): “Μιλούσε συνεχώς με παρενθέσεις και αποσιωπητικά, σαν τυφλός που βάδιζε σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο έπιπλα”.

Και τέλος , ενώ το μάτι δίκαια πέφτει στα κεφαλαία γράμματα (Τέχνη της Ποιήσεως, εν Φαντασία και Λόγω) οι λέξεις “νάρκης του άλγους δοκιμές” γλιστρούν και ξεφεύγουν. Ένα παρατονισμένο ημιστίχιο ιαμβικού 15ασύλλαβου, ίσως γιατί η νάρκη, το ζητούμενο, προτάσσεται ως επιτακτικό αίτημα και έτσι δεν επιλέγεται  η ορθότερη μετρικά αλλά και πιο δύστροπη συντακτικά πιθανή λύση “του άλγους νάρκης δοκιμές”. Και δεν πρόκειται για οποιεσδήποτε λέξεις: όπως προκύπτει από τον Πίνακα λέξεων των 154 ποιημάτων του Κ. Π. Καβάφη του Ξ. Κοκόλη είναι και οι τρεις λέξεις μοναδικές (λέξεις άπαξ) στον καβαφικό κανόνα. Μοναδικές επίσης οι λέξεις “γήρασμα”, “προστρέχω” , “φάρμακα” (εμφανίζεται δύο φορές  μόνο στο συγκεκριμένο ποίημα). Αντίστοιχα και η λέξη “πληγή” έχει εδώ τις τρείς από τις πέντε εμφανίσεις της στον Καβάφη, η λέξη “μαχαίρι” τις δύο από τρεις και η “εγκαρτέρησι” μία από τις δύο. Για ένα τόσο ολιγόστιχο ποίημα (μετρώ πάνω-κάτω 25 λέξεις χωρίς  άρθρα, αντωνυμίες, προθέσεις και συνδέσμους) η εμφάνιση έξι λέξεων άπαξ και άλλων τριών εξαιρετικά σπάνιων δεν είναι ασήμαντο γεγονός.

Δυο παρατηρήσεις ακόμη: Η επίκληση στην Τέχνη της ποιήσεως μοιάζει να παίρνει, ειδικά στο δεύτερο μέρος, τα χαρακτηριστικά μιας δέησης προς το θείο. Έτσι δικαιολογούνται και οι επαναλήψεις όπως αυτή του δεύτερου στίχου στον έβδομο και των λέξεων-κλειδιών “πληγή” και “φάρμακα”. Αγνοούνται ωστόσο οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του ποιητή Ιάσονα. Το 595 μ.Χ. δε μπορεί παρά να είναι χριστιανός, ωστόσο τα κεφαλαία γράμματα στο “Τέχνη της Ποιήσεως” αλλά και ακόμα περισσότερο το “εν Φαντασία και Λόγω” δημιουργούν βάσιμες υποψίες οτι ο ποιητής ίσως είναι “εν μέρει εθνικός, κ’ εν μέρει χριστιανίζων”, όπως ο Μυρτίας στο ποίημα Τα Επικίνδυνα. Και αν όχι εθνικός με την κλασσική έννοια, ίσως οπαδός κάποιου παρακλαδιού των Γνωστικών από τα τόσα μικρά και μεγάλα που επιβίωσαν στο χώρο της Μικράς Ασίας. Ας μην ξεχνάμε την έντονη παρουσία των Μανιχαίων και μερικές δεκαετίες αργότερα την εμφάνιση των Παυλικιανών. Τον 6ο αιώνα εμφανίζεται και ο Αφθαρτοδοκητισμός, μετεξέλιξη του μονοφυσιτισμού. Δίδασκε ότι το σώμα του Χριστού ήταν άφθαρτο και πριν την ανάσταση, απαλλαγμένο από πείνα, δίψα, κούραση κ.τ.λ. (από τα «αδιάβλητα πάθη»). Μάλιστα έως το 565 μ.Χ που πέθανε ο Ιουστινιανός, ο οποίος και τον υποστήριζε, υπήρχαν σοβαρές πιθανότητες να γίνει και επίσημη εκδοχή του Χριστιανισμού. Ειδικά η λέξη “Λόγος” δε μοιάζει καθόλου να παραπέμπει στο χριστιανικό Θεό-Λόγο αλλά μάλλον προς τον Λόγο των Στωικών. Από μόνες τους τέτοιες σκέψεις είναι σαφώς υπερβολικές – μίλησα ήδη παραπάνω για υπερερμηνεία. Θεωρώ όμως ότι έχουν τη σημασία τους αν σκεφτούμε ότι ένας καθαρά χριστιανός ήρωας – προσωπείο του ποιητή θα είχε μια πολύ διαφορετική προσέγγιση της φθαρτότητας “του σώματος και της μορφής”. Και επιπλέον ξέρουμε ότι ο ποιητής θεωρούσε την βυζαντινή εποχή πιο περιοριστική από την ελληνιστική. Έλεγε σχετικά: Είναι πολύ πιο δύσκολο για μένα να τοποθετήσω τα πρόσωπά μου στη βυζαντινή εποχή, παρά στην ελληνιστική. Η βυζαντινή εποχή, αν και πιο κοντά μου – δεν είναι περίεργο; – είναι περιοριστική. Ενώ η ελληνιστική είναι πιο ανήθικος, πιο ελευθέρα, και με επιτρέπει να κινήσω τα πρόσωπά μου όπως θέλω. (Τίμος Μαλάνος, Ο Καβάφης έλεγε , εκδ. Πρόσπερος, Αθήνα 1986, σελ 11)

Και έπειτα, πάλι με άξονα τη χρονολογία του ποιήματος, τι μπορεί να σημαίνει ιστορικά το 595 μ.Χ. στην Κομμαγηνή; Βρισκόμαστε στα τέλη της βασιλείας του Μαυρίκιου, την τελευταία, σύντομη, εποχή ηρεμίας πριν τις καταστρεπτικές περσικές επιδρομές που ακολούθησαν και την αραβική πλημμυρίδα που κατάπιε Αίγυπτο, Συρία και Παλαιστίνη – η Κομμαγηνή χάνεται για το Βυζάντιο το 638μ.Χ. Μαζί με τη φθορά του σώματος και η επερχόμενη φθορά και θάνατος του ελληνισμού. Ιάσων Κλεάνδρου, Κομμαγηνή… λέξεις που έσβησαν “σαν το μικρό λυχνάρι”.

Λίγο πιο πέρα στην ποίηση του Σεφέρη και συγκεκριμένα στον Τελευταίο Σταθμό ξαναβρίσκουμε την Κομμαγηνή (στ.33, αν και μάλλον ο ποιητής είχε στο νου του το ποίημα “Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως
Κομμαγηνής”, όπως προκύπτει από το στίχο “το κρατίδιο της Κομμαγηνής = “εν τω κρατιδίω της Κομμαγηνής”). Βρίσκουμε επιπλέον και τη “νάρκη” (στίχος 11), και τη λέξη “πληγή” (στ 42), ενώ  κάπως πιο ξέμακρα ακούγονται η “δοκιμή” στο ρήμα “δοκίμασε” (στ. 67) και το “φρικτό” στο ουσιαστικό “η φρίκη” (στ.84). Habent sua fata versi, για να παραφράσω το γνωστό λατινικό ρητό.

Στο διαδίκτυο και στους σχετικούς ιστοτόπους υπάρχει πλήθος αξιόλογων προσεγγίσεων, όπως στα Φιλολογικά,  μια σειρά αναρτήσεων στις Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, στο αρισμαρί αλλά και στο ICT in Philology

Ο φάκελος περιλαμβάνει:

  • Edmund Keeley:  Η καβαφική Αλεξάνδρεια, σελ 94-7
  • Βιβλίο Καθηγητή – Μελαγχολία Ιάσωνος, σελ 160-3
  • Γ.Π.Σαββίδης:  Μικρά Καβαφικά τ.Α΄, σελ.293-4.
  • Ε.Π.Παπανούτσος: Παλαμάς Καβάφης Σικελιανός, σελ 132-4
  • Κ.Θ.Δημαράς: Ιστορία της Νεοελληνικής Ιστορίας, σελ 458-461
  • Μίμης Σουλιώτης:  58 σχόλια στον Καβάφη, σελ. 61-2
  • Πέτρος Κολακλίδης: “Το δούλεμα της γλώσσας στον Καβάφη”, (Εκηβόλος, τχ.13, 1983)
  • Τίμος Μαλάνος: Ο ποιητής Κ.Π.Καβάφης σελ.110-113
  • Μαργκερίτ Γιουρσενάρ: Κριτική παρουσίαση του Κ.Π.Καβάφη, σελ. 66-7
  • Δήμητρα  Μήττα : “Μελαγχολία Ιάσονος …”, Φιλόλογος, τχ. 115
  • Μελαγχολία Ιάσωνος – Ανάγνωση Γ.Π.Σαββίδη
  • Μελαγχολία Ιάσωνος – Ανάγνωση Μ.Σουλιώτη.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *