ΚΟΥΜΠΟΥΡΙΑΝΑ Αργιθέας Καρδίτσας-Ιστορία και Λαογραφία, β΄έκδοση



Λήψη αρχείου

Ο γερμανικός ιστορισμός του 19ου αιώνα και η νεότερη βαλκανική ιστοριογραφία

Ο γερμανικός ιστορισμός του 19ου αι. και η νεότερη βαλκανική ιστοριογραφία

Ο γερμανικός ιστορισμός του 19ου αιώνα και η νεότερη βαλκανική ιστοριογραφία

Οι δύο παραδόσεις της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα.
Στις αρχές του 19ου αιώνα συμβαίνει σε όλο το δυτικό κόσμο μια ριζική αλλαγή του τρόπου έρευνας, γραφής και διδασκαλίας της ιστορίας, καθώς αυτή μετατρέπεται σε επαγγελματικό γνωστικό κλάδο. Ως τότε υπήρχαν δύο κυρίαρχες παραδόσεις γραφής της ιστορίας: Η μία ήταν ουσιαστικά αρχαιογνωστική και μαθησιακή, και η άλλη βασικά λογοτεχνική. Περιστασιακά μόνον, όπως στο έργο των μεγάλων Βρετανών ιστορικών του δέκατου ένατου αιώνα, στον Γίββωνα, τον Χιουμ και τον Ρόμπερτσον, ενώνονται αυτές οι δύο παραδόσεις.
0 νέος γνωστικός κλάδος της ιστορίας, που εμφανίστηκε στα γερμανικά πανεπιστήμια, τόνιζε τη διδακτική πλευρά της ιστορίας, ταυτόχρονα όμως απελευθέρωσε τη διδασκαλία από τη στενή αρχαιογνωσία και οι καλύτεροι εκπρόσωποί του διατήρησαν μια αίσθηση λογοτεχνικής ποιότητας. Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νουν ότι το νέο επάγγελμα του ιστορικού υπηρετούσε συγκεκριμένες δημόσιες ανάγκες και πολιτικές σκοπιμότητες. Γι’ αυτό και είχε μεγάλη σημασία η κοινο-ποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας σ” ένα κοινό, του οποίου την ιστορική συνείδηση επιδίωκε να διαμορφώσει, και το οποίο στρεφόταν στους ιστορικούς αναζητώντας την ιστορική ταυτότητά του. Εμφανίζεται έτσι εξ αρχής μια ένταση ανάμεσα στους επιστημονικούς κανόνες του επαγγέλματος, από τη μια άποψη, οι οποίοι απαιτούσαν μια δέσμευση ανεπηρέαστη από προκαταλήψεις και αξιολογικές κρίσεις, και στην πολιτική λειτουργία του επαγγέλματος, από την άλλη, η οποία εκλάμβανε ως δεδομένη μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη πραγμάτων.
Η γερμανική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα.
Στις αρχές του 19ου αιώνα οι Γερμανοί ιστορικοί Barthold Georg Niebuhr (Μπάρτολντ Γκέοργκ Νίμπουρ) και ο Leopold von Ranke (Λέοπολντ φον Ράνκε) άνοιξαν νέους ορίζοντες στη συγγραφή της ιστορίας. Ο Νίμπουρ φέρεται ως ο πρώτος σύγχρονος ιστορικός που ασχολήθηκε με την ιστοριογραφία με επιστημονικό τρόπο, αξιολογώντας με κριτικά τους πρώιμους ρωμαϊκούς μύθους, αποδίδοντας παράλληλα μεγαλύτερη σημασία στην ανάπτυξη των θεσμών και σε κοινωνικά χα-ρακτηριστικά παρά σε άτομα περιστατικά. Με τη σειρά του, προσπαθώντας να κατανοήσει πώς πραγματικά συνέβησαν τα γεγονότα, ο Ράνκε έθεσε νέα κριτήρια στην ιστορική έρευνα την οποία στήριξε σε κριτικά αξιολογημένες πρωτογενείς πηγές. Παρά το γεγονός ότι το γενικό περίγραμμα παρέμενε στενά εθνικιστικό, η ιστοριογραφική μέθοδός του οδήγησε σε συστηματική συλλογή και ταξινόμηση των πη-γών, όπως συνέβη με το Monumenta Germaniae Historicae, 1825-1892.
Μία άλλη μορφή «επιστημονικής ιστορίας» αναπτύχθηκε μέσω της θετικι-στικής πεποίθησης σε υποκείμενους γενικούς νόμους, που διέπουν την ιστορία. Πρωτοπόρος στη συγκεκριμένη ιστοριογραφική άποψη υπήρξε ο γάλλος ιστορικός Auguste Comte (Ογκίστ Κοντ).
Έναν τέτοιο νόμο, τον νόμο της αλλαγής μέσω της πάλης των τάξεων, παρουσίασε ο Καρλ Μαρξ στη θεωρία του για τον διαλεκτικό υλισμό. Η εστίαση στις οικονομικές εσωτερικές δομές της κοινωνίας θεμελιώθηκε ως αντίλογος ουσιαστικά στη στενή πολιτική θεώρηση.
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Αυτή η ένταση ανακλάται στην εκπαιδευτική αποστολή, που προσδιόρισε ως σκοπό του το πανεπιστήμιο του 19ου αιώνα. Πρότυπο του πανεπι-στημίου αυτού υπήρξε το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, που ιδρύθηκε το έτος 1810 στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης της δευτεροβάθμιας και της ανώτερης εκπαίδευσης, που ανέλαβε ο Wilhelm von Humboldt (Βίλχελμ φον Χούμπολντ) στην Πρωσία κατά τη μεταρρυθμιστική περίοδο, η οποία ακολούθησε την καταστρεπτική ήττα της Πρωσίας από τον Ναπολέοντα κατά τα έτη 1806 και 1807. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως μια «επανάσταση εκ των άνω», έθεσαν τις βάσεις για τη δημιουργία σύγχρονων οικονομικών, νομικών και κοινωνικών συνθηκών, ανάλογων με εκείνες που δημιούργησε η Γαλλική Επανάσταση, αλλά μέσα σ” ένα πολιτικό πλαίσιο, που διατηρούσε σε μεγάλο βαθμό τις μοναρχικές, γραφειοκρατικές, στρατοκρατικές και αριστοκρατικές δομές του.Ο Wilhelm von Humboldt επιχείρησε να μεταρρυθμίσει τα Γυμνάσια και το Πανεπιστήμιο, με στόχο να παράσχει μια συνολική πνευματική και αισθητική παιδεία, ο πυρήνας της οποίας έγινε γνωστός ως Bildung, και μέσω της οποίας έπρεπε να τεθούν οι βάσεις για μια κοινωνία μορφωμένων και νομοταγών πολιτών. Οι μεταρρυθμίσεις κατ” ουδένα τρόπο δεν είχαν δημοκρατικούς στόχους. Η ανθρωπιστική παιδεία, με τη βαρύτητα που έδινε στους Ρωμαίους και κυρίως στους Έλληνες κλασικούς, όχι μόνο επεξέτεινε το χάσμα μεταξύ των μορφωμένων αστών (Buergertum) και του λοιπού πληθυσμού, αλλά και δημιουργούσε μια ξεχωριστή κοινωνική τάξη γρφειοκρατών.
Επιστήμη και Παιδεία.
Το νέο πανεπιστήμιο ενσάρκωνε τη συγχώνευση της Επιστήμης (Wissenschaft) και της Παιδείας (Bildung). Σε αντίθεση με τα πανεπιστήμια του παλαιού καθεστώτος, βασική λειτουργία των οποίων ήταν η μάθηση, το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου επιδίωκε να γίνει ένα κέντρο, στο οποίο η διδασκαλία θα διαμορφώνεται μέσα από την έρευνα.
Μ” αυτή την πρόθεση το έτος 1825, κλήθηκε να διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου ο Leopold von Ranke, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Leipzig. Ο Ranke ήταν ένας νεαρός καθηγητής στο Γυμνάσιο της Frankfurt/Oder, ο οποίος είχε εκδώσει το πρώτο βιβλίο του για την Ιστορία των Ιταλικών Πολέμων, στο οποίο επιχειρούσε να αναπαραστήσει, μέσα από την κριτική μέθοδο προσέγγισης των πηγών, ένα μεγάλο μετασχηματισμό στην ευρωπαϊκή πολιτική: την ανάδυση των σύγχρονων κρατικών συστημάτων ως πρωταρχικού παράγοντος στη διεθνή πολιτική και την ισορροπία μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, η οποία δημιουργήθηκε μετά τη λήξη των Ιταλικών Πολέμων στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνων. Σ” ένα μεθοδολογικό επίμετρο του βιβλίου αυτού, απέρριπτε κάθε απόπειρα να γραφεί η ιστορία σε άλλη βάση από αυτήν των πρωτογενών πηγών, επικρίνοντας τις παλαιότερες αφηγήσεις των Ιταλικών Πολέμων ότι δεν έκαναν καμιά απολύτως κριτική εξέτασή τους. Στόχος του Ranke ήταν να κάνει την ιστορία μια αυστηρή επιστήμη, η οποία ασκείται από επαγγελματικά καταρτισμένους ιστορικούς.
Ο Ranke επιθυμούσε, σαν τον Θουκυδίδη, το έργο του οποίου ήταν και το θέμα της διατριβής του, να γράψει μια ιστορία, η οποία να συνδυάζει την πιστή ανάπλαση του παρελθόντος με μια λογοτεχνική κομψότητα. Η ιστορία έπρεπε να γράφεται από ειδικούς αλλά όχι μόνο για ειδικούς, αλλά για ένα πλατύτερο μορφωμένο κοινό. Η ιστορία έπρεπε να είναι επιστημονικός κλάδος, αλλά ταυτόχρονα και μια πηγή πνευματικής καλλιέργειας. Η αντίληψη του Ranke για την ιστορία ως αυστηρής επιστήμης χαρακτηρίζεται από την αντίφαση ανάμεσα στη ρητή επιταγή για αντικειμενική έρευνα, η οποία απορρίπτει απόλυτα κάθε αξιολογική κρίση και κάθε μεταφυσικό στοχασμό και στις άρρητες πολιτικές και φιλοσοφικές παραδοχές, οι οποίες στην πραγματικότητα καθόριζαν αυτή την έρευνα.
Η κριτική μέθοδος “wie es eigentlich gewesen”.
Για τον Ranke η επιστημονική έρευνα συνδεόταν στενά με την κριτική μέθοδο. Η βαθιά εξοικείωση με τις μεθόδους της φιλολογικής κριτικής θεωρείτο απαραίτητη προϋπόθεση. 0 Ranke καθιέρωσε σεμινάρια, στα οποία οι μέλλοντες ιστορικοί καταρτίζονταν στην κριτική μελέτη των μεσαιωνικών εγγράφων. Το σεμινάριο αυτό δεν ήταν εντελώς καινούργιος ακαδημαϊκός θεσμός. Ο Johann Christoph Gatterer είχε εισαγάγει ανάλογο θεσμό στο Πανεπιστήμιο του Goettingen στη δεκαετία του 1770, αλλά μόνον ο Ranke καθιέρωσε το σεμινάριο ως αναπόσπαστο μέρος της κατάρτισης του ιστορικού. Το έτος 1848 είχαν εισαγάγει το σεμινάριο στα προγράμματά τους όλα τα γερμανόφωνα πανεπιστήμια. Ο τρόπος με τον οποίο ο Ranke εννοούσε την αυστηρή επιστημονική δραστηριότητα προϋπέθετε πλήρη αποχή από κάθε αξιολογική κρίση. Όπως δήλωνε στην περίφημη εισαγωγική παράγραφο του πρώτου βιβλίου του για τους Ιταλικούς Πολέμους, χάρη στο οποίο κλήθηκε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου ως διδάσκων, ο ιστορικός έπρεπε να αποφεύγει να «κρίνει το παρελθόν», και έπρεπε να περιορίζεται να «δείχνει πώς έγιναν πράγματι τα γεγονότα» (blos zeigen, wie es eigentlich gewesen). Ταυτόχρονα όμως απέρριπτε και κάθε είδος θετικισμού, ο οποίος θεωρούσε ότι η βασική εργασία του ιστορικού ήταν η απόδειξη των γεγονότων.
Ο «αμερόληπτος» (unparteiisch) τρόπος να βλέπει κάποιος τα πράγματα που πρέσβευε ο Ranke, όχι μόνο δεν αποδείκνυε τη σχετικότητα, και επομένως και τη ματαιότητα κάθε αξίας, αλλά αποκάλυπτε τον ηθικό χα¬ρακτήρα των κοινωνικών θεσμών, όπως αυτοί είχαν αναπτυχθεί ιστορικά. Ο Ranke, παρότι αντικατέστησε τη φιλοσοφική προσέγγιση του Hegel από μια ιστορική προσέγγιση, συμφωνούσε μαζί του ότι τα υπάρχοντα πολιτικά κράτη, στο βαθμό που αποτελούσαν τα προϊόντα μιας ιστορικής ανέλιξης, συνιστούσαν «ενέργειες του Θεού». Για τον Ranke, όπως σε μεγάλο βαθμό και για τον Hegel, η ιστορία του σύγχρονου κόσμου αποδείκνυε τη σταθερότητα των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών της Πρωσίας της Παλινόρθωσης, στην οποία η ατομική ελευθερία και η ιδιοκτησία υπήρχαν και οι πολίτες ευημερούσαν υπό την αιγίδα μιας ισχυρής μοναρχίας και ενός πεφωτισμένου κρατικού μηχανισμού.
Το έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία στην Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα είχε ως αποτέλεσμα την εγκαινίαση μακρόπνοων σχεδίων για την έκδοση των πηγών της εθνικής ιστορίας. Στη Γερμανία κατά τη δεκαετία του 1820 άρχισε η έκδοση μιας μεγάλης συλλογής πηγών της μεσαιωνικής γερμανικής ιστορίας με τίτλο Monumenta Germaniae Historica. Η Collection de documents inedits sur l’ histoire de France και τα Chronicles and Memorials of Great Britain and Ireland During the Middle Ages είναι οι αντίστοιχες εκδόσεις πηγών για τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία. Το έτος 1821 ιδρύθηκε στο Παρίσι η Εcole de Chartes, για να καταρτίζει τους ιστορικούς και τους αρχειονόμους στην κριτική των πηγών.
Μετά το 1848 στη Γερμανία και μετά το 1870 στις περισσότερες Ευρωπαϊκές Χώρες, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ιαπωνία και αργότερα στη Μεγάλη Βρετανία και στην Ολλανδία οι ιστορικές σπουδές έγιναν επαγγελματικές. Γενικά ακολουθήθηκε το γερμανικό μοντέλο: Στις Ηνωμένες Πολιτείες με την εισαγωγή του προγράμματος εκπόνησης διδακτορικής διατριβής στο Πανεπιστήμιο Ιοhns Ηοpkins το 1872, στη Γαλλία ήδη από το 1868 με την ίδρυση της Εcole Ρratique des Hautes Etudes στο Παρίσι, που έδωσε έμφαση στην έρευνα. Το σεμινάριο άρχιζε να υποκαθιστά ή τουλάχιστον να συμπληρώνει την παράδοση. Ιδρύθηκαν περιοδικά που διέδιδαν τις νέες μεθόδους επιστημονικής δραστηριότητας, όπως το Historische Zeitschrift (1859) από τον Heinrich von Sybel, η Revue Historique (1876), η Rivista Storica Italiana (1884), το English Historical Review (1886), το American Historical Review (1895), και άλλα ανάλογα περιοδικά σε άλλες χώρες. Είναι ενδεικτικό ότι το πρώτο τεύχος του English Historical Review άνοιγε μ” ένα άρθρο του λόρδου Άκτον για τις «Γερμανικές Σχολές Ιστορίας». Η Αμερικανική Ιστορική Εταιρεία, η οποία ιδρύθηκε το 1884, επέλεξε ως πρώτο επίτιμο μέλος της τον Leopold von Ranke, τον πατέρα της νεότερης ιστορικής επιστήμης. Γενικά η μετατόπιση προς το γερμανικό μοντέλο σήμαινε μια απομάκρυνση από την ευρύτερη πολιτιστική ιστορία χάριν της πολιτικής ιστορίας.
Η αντίφαση στον Ranke ανάμεσα στο αίτημα για αποφυγή αξιολογικών κρίσεων εκ μέρους της αυστηρής επιστήμης και στην πρόσδεση της ιστοριογραφίας σε πολιτικές και κοινωνικές αξίες παρατηρείται και στη νέα επαγγελματική ιστορία. Πραγματικά, η εντυπωσιακή ανάπτυξη της ακαδημαϊκής ιστορίας κατά το 19ο αιώνα είχε άμεση εξάρτηση από τις πολιτικές και κοινωνικές δομές. Οι ιστορικές σπουδές, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και στη Γαλλία, εντάχθηκαν στα κρατικά πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα.
Η θεωρία του ιστορισμού.
Γενικά, η νέα ιστορική θεωρία, η οποία αναφέρεται συχνά με τον όρο ιστορισμός (Historismus), χαιρετίσθηκε ως μια πνευματική πρόοδος. Ο ιστορισμός ήταν κάτι περισσότερο από μια θεωρία για την ιστορία. Συνιστούσε μια συνολική φιλοσοφία της ζωής, έναν ιδιαίτερο συνδυασμό μιας αντίληψης για την επιστήμη, ειδικά για τις επιστήμες του ανθρώπου και του πολιτισμού, και μιας αντίληψης για την πολιτική και κοινωνική τάξη πραγμάτων. Υπό αυτήν την έποψη η ιστορία καθίσταται ο μοναδικός τρόπος μελέτης των ανθρώπινων πραγμάτων. Οι ιστορικοί και οι κοινωνικοί φιλόσοφοι, όπως ο Ernst Troeltsch και ο Friedrich Meinecke, χρησιμοποίησαν τον όρο ιστορισμός, για να ορίσουν την κοσμοαντίληψη, η οποία ήταν κυρίαρχη στο γερμανικό χώρο του 19ου αιώνα, αλλά και στην ισχυρή αστική τάξη. Ο Meinecke, ο οποίος από το 1896 διηύθυνε το περιοδικό Historische Zeitschrift, χαρακτήρισε τον ιστορισμό ως «το ανώτατο σημείο κατανόησης των ανθρώπινων πραγμάτων».
Θεωρητικά, αυτή η προσέγγιση οδηγούσε στο άνοιγμα όλων των σφαιρών της ανθρώπινης δραστηριότητας στην ιστορική μελέτη. Στην πράξη όμως διεύρυνε αλλά και περιόρισε ταυτόχρονα την ιστορική σκέψη. Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νουν ότι η γερμανική ακαδημαϊκή ιστορία έλαβε τη σύγχρονη μορφή της στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, δηλαδή προ της εκβιομηχάνισης και του εκδημοκρατισμού της γερμανικής κοινωνίας και ότι έφερε τη σφραγίδα αυτής της εποχής.
Οι βασικές παραδοχές της παρέμειναν εν πολλοίς αμετάλλακτες μετά το 1870 για τρεις, πιθανώς, λόγους: (α) το τεράστιο κύρος που είχε αποκτήσει πλέον η γερμανική ιστορική επιστήμη, (β) τις ιδιαίτερες πολιτικές συνθήκες στη Γερμανία μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1848-1849 και την ακόλουθη πορεία ενοποίησης υπό την ηγεσία του Otto von Bismark, που απέτρεψε την επικράτηση των δημοκρατικών ηθών στη Γερμανία. Αλλά, παρ” όλα αυτά, η γερμανική εκδοχή της ιστορικής επιστήμης έγινε το μοντέλο των επαγγελματικών ιστορικών σπουδών σε όλες τις Χώρες, σε πολιτικές και πνευματικές συνθήκες διαφορετικές απ” αυτές της Γερμανίας.
Σύμφωνα με τη θεωρία του ιστορισμού του Ranke, «κάθε εποχή πλησιάζει τον Θεό». Στην πραγματικότητα βέβαια ούτε ο Ranke, ο οποίος είχε ακόμη μια πλατιά ευρωπαϊκή αντίληψη, θεωρούσε ότι όλες οι εποχές ενδιαφέρουν εξίσου τον ιστορικό. Ο Ranke ήθελε να γράψει παγκόσμια ιστορία, αλλά η παγκόσμια ιστορία ήταν γι” αυτόν συνώνυμη με την ιστορία των γερμανικών και ρωμαϊκών λαών, της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Σύμφωνα με τον Ranke οι ιστορικοί περιορίζονταν περισσότερο στα έθνη και στην πολιτική ιστορία των εθνών.
Η κρίση του ιστορισμού.
Στο τέλος του 19ου αιώνα ο Ernst Troeltsch έκανε λόγο για «κρίση του ι-στορισμού». Εξέφραζε μια γνώμη, η οποία είχε μεγάλη απήχηση ότι οι ιστορικές σπουδές είχαν καταδείξει τη σχετικότητα των αξιών και την έλλειψη νοήματος της ύπαρξης. Η «κρίση του ιστορισμού», που έγινε πολύ δημοφιλές θέμα συζήτησης στη Γερμανία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, θεωρείτο τότε ως αποτέλεσμα πνευματικών κυρίως εξελίξεων. Η «κρίση» έγινε πιο έντονα αισθητή στη Γερμανία, γιατί εκεί υπήρχε μεγαλύτερη αναντιστοιχία ανάμεσα στις φιλοσοφικές πεποιθήσεις των αρχών και των μέσων του 19ου αιώνα, και στην πραγματικότητα του 20ου αιώνα. Δεν απειλείτο μόνον ο ιστορισμός ως κοσμοαντίληψη, η οποία υπήρχε μέσα στον ιδεαλισμό της κλασικής γερμανικής κουλτούρας, αλλά ολόκληρη η κουλτούρα της γερμανικής αστικής τάξης (Buergertum) και το ιδεώδες της ελληνορωμαϊκής κλασικής παιδείας της (Bildung).
Σταδιακά, η ακαδημαϊκή ιστορία, η οποία κατείχε κεντρική θέση στην εθνική και κοινωνική ταυτότητα, είχε χάσει την επαφή της με τη δημόσια ζωή. Η θεσμοποίηση της διδασκαλίας και της έρευνας και η συνακόλουθη πίεση για εξειδίκευση κατέστρεψαν βαθμιαία τη στενή σχέση μεταξύ της Επιστήμης (Wissenschaft) και της Παιδείας (Bildung), η οποία χαρακτήριζε τη μεγάλη πολιτική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα.
Η σύγχρονη γερμανική ιστοριογραφία.
Η θεωρία της σύγχρονης γερμανικής ιστοριογραφίας ακολουθεί κριτικά την παράδοση του ιστορισμού στο πλαίσιο του ιστορικού Νεοθετικισμού, τον οποίο εισήγαγαν με τα έργα τους οι Καθηγητές Wolfgang Juergen Mommsen (1930-2004) και Peter Huettenberger (1938-1992) στο Heinrich-Heine Universitaet Duesseldorf.
Η σύγχρονη γερμανική ιστοριογραφία ακολουθεί τον ιστορικό Νεοθετικισμό, ο οποίος εισάγει την ερμηνεία των πηγών για την απόδειξη των γεγονότων και δέχεται επιδράσεις από τις διεθνείς εξελίξεις και από τη γαλλική ιστοριογραφία και την αρθρογραφία του περιοδικού «Annales».
Η νεότερη βαλκανική ιστοριογραφία.
Η νεότερη βαλκανική εθνική ιστοριογραφία προσεγγίζει μέσα από τα κείμενα βαλκάνιων ιστορικών (Vasa Pashko, Μarin Drinov, Vuk Stefanovic Karadzic κ.ά.), με βάση τον ιστοριογραφικό κανόνα του γερμανικού ιστορισμού, τα βασικά ζητήματα των εθνικών ιστοριογραφιών καθενός βαλκανικού κράτους: την αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας, μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την πολιτική του Πανσλαβισμού και τη θεωρητική αφετηρία του Ιστορισμού (νομοτελειακή εξέλιξη του έθνους και οργάνωσή του σε κράτος).
Οι όροι παραγωγής της ιστορικής γνώσης στα βαλκανικά κράτη του 19ου αιώνα εντάσσονται στο γενικότερο δυτικοευρωπαϊκό πολιτικο-ιδεολογικό πλαίσιο, με βάση τα σπουδαία έργα: J. G. Herder, Ιδέες για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας της ανθρωπότητας, 1791 και Εrnest Renan, Τί είναι έθνος;, 1882.
Παραθέτουμε εν συνεχεία Αποσπάσματα Κειμένων Βαλκανικής εθνικής Ι-στοριογραφίας του 19ου αιώνα:
Ι.Αλβανική ιστοριογραφία
Ο Vasa Pashko (1825-1892) στο έργο του Εκ των του Βάσσα Εφένδου Μελετών περί Αλβανίας και Αλβανών, (εφημερίδα Η Φωνή της Αλβανίας, έτος Α΄, αριθμ. 6, Αθήνα 03-11-1879, σς 2-3) γράφει για την εθνική καταγωγή των ομοεθνών του, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
[…] «Ανατρέχοντες εις τους αρχαιοτάτους χρόνους ευρίσκομεν εν τοις μύθοις ότι λαοί διάφοροι ήλθον εκ της Ασίας αλληλοδιαδόχως εις την Ελλάδα και ότι ο αρχαιότερος και ο πολυπληθέστατος ίσως μεταξύ των λαών τούτων ήτον εκείνος ο λαός, όστις κατά την ιστορίαν και τας παραδόσεις είναι γνωστός υπό το όνομα Πελασγοί» […].
ΙΙ.Βουλγαρική ιστοριογραφία
1.Ο Marin Drinov (1838-1906) στην Aνοικτή επιστολή του στους Bουλγάρους διανοουμένους, (βουλγαρική εφημερίδα Narodnost (=Eθνικότητα), Bουκουρέστι 04-12-1868) περιγράφει τους παράγοντες της εθνικής ταυτότητας του λαού του:
[…] «Ότι οι Bούλγαροι είναι άνθρωποι του πνεύματος και φίλεργοι, προικισμένοι με λαμπρές διανοητικές ικανότητες και με ωραία εθνικά προσόντα, ότι με αυτές τις ιδιότητές τους ξεπερνούν τα υπόλοιπα έθνη της Bαλκανικής Χερσονήσου, όπως τα ξεπερνούν και αριθμητικά, αυτό είναι ήδη μια καταφανής αλήθεια για κάθε μη προκατειλημμένο άνθρωπο.
Πάμπολλοι ευρωπαίοι περιηγητές, οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα να γνωρίσουν καλά αυτά τα πνευματικά προσόντα των Bουλγάρων, προβλέπουν λαμπρό μέλλον για το βουλγαρικό έθνος. Για μένα, όπως και για κάθε Bούλγαρο, είναι ευχάριστο να διαβάζω ή να μαθαίνω παρόμοιες προβλέψεις, αλλά, για να πω την αλήθεια, δεν τους δίνω ακόμη μεγάλη πίστη.
Για να μπορέσει κάποιο έθνος, όπως είναι τώρα το δικό μας, να προσδοκά ένδοξο μέλλον, δεν αρκεί μόνο να διαθέτει μεγάλες ικανότητες στην επιστήμη, τη βιοτεχνία, το εμπόριο κ.λ.π.. Aπαιτείται, επιπλέον, να έχει σε ικανοποιητικό επίπεδο εκείνες τις ηθικές δυνάμεις στις οποίες στηρίζεται κάθε εθνικότητα και οι οποίες αποτελούν τη μεγαλύτερη δύναμη προόδου κάθε εθνικής ανάπτυξης και άνθισης.Eννοώ τα γενικά εθνικά και ηθικά ενδιαφέροντα, από τα οποία τα σημαντικότερα είναι: η γλώσσα, η πίστη, η εθνική εκπαίδευση, η λογοτεχνία και η κοινωνική συ-νείδηση» […].
2.Εορτασμός της χιλιετηρίδας του θανάτου του αγίου Μεθοδίου στη Θεσσαλονίκη (6/13 Απριλίου 1884)
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (Messager d’Athenes αριθμ. φύλλου 17,Αθήνα 20 Απριλίου/02 Μαΐου 1884) εξιστορεί σε ένα άγνωστο κείμενό του την πανσλαβιστική παρωδία του εορτασμού της χιλιετηρίδας του θανάτου του «ΒουλγαροΜακεδόνος» αγίου Μεθοδίου στη Θεσσαλονίκη ως εξής:
«Από πολλών μηνών οι Βούλγαροι ητοιμάζοντο να εορτάσουν την χιλιετηρίδα του θανάτου του Αγίου Μεθοδίου την 06/13 Απριλίου 1884. Eν τη ιστορία το όνομα του αγίου Μεθοδίου ευρίσκεται αχωρίστως συνδεδεμένον με το του αδελφού του αγίου Κυρίλλου.
Υπάρχουν δέ τινες, οι οποίοι θεωρούσιν ότι ο δεύτερος προσέφερεν εις το έργον της διαδόσεως του Χριστιανισμού υπηρεσίας απείρως ανωτέρας των του αγίου Μεθοδίου.
Αλλ’ ο άγιος Κύριλλος έσφαλεν αποθνήσκων δέκα έξ έτη προ του αδελφού του, τω 869, ούτως ώστε η χιλιετηρίς αυτού να ήρμοζεν όπως εορτασθή τω 1869, εις εποχήν καθ’ ήν αι απαιτήσεις των Βουλγάρων δεν είχον ακόμη λάβει την έκτακτον ανάπτυξιν, ήτις ενεφυσήθη εις αυτούς υπό της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου [1878]. Αφού λοιπόν είχον αφήσει να διαφύγη αυτών η πρώτη αύτη ευκαιρία προσθήκης νέου επιχειρήματος εις την πολιτικήν αυτών προπαγάνδαν εν Μακεδονία, επελήφθησαν μετά ακόμη ισχυροτέρου μένους του προσχήματος της χιλιετηρίδος του αγίου Μεθοδίου, ίνα φθάσωσιν εις τον αυτόν σκοπόν.
Εάν οι Βούλγαροι, κατ’ απομίμησιν των άλλων Σλαύων, είχον περιορισθή να τιμήσωσιν την μνήμην των δύο ανδρών, οίτινες τόσα έπραξαν, όπως εξαγάγωσιν την ιδίαν εκείνων φυλήν εκ της πρωτογενούς καταστάσεως, όπου ελίμναζε (κατά την επιτυχή έκφρασιν ωρισμένου [δημοσιογραφικού] οργάνου αυτών των ιδίων, της Φωνής της Μακεδονίας της 10/22 Απριλίου ενεστώτος έτους) ουδείς θα είχε να αντείπη το παραμικρόν. Αλλά επεζήτησαν να μεταμφιέσουν τους δύο αδελφούς εις ΒουλγαροΜακεδόνας. Πρόκειται περί των ιστορικών εκείνων παρωδιών εις άς, ελλείψει αρμοδιωτέρου τινός μέσου, συχνάκις προσφεύγουσι, αλλ’ αίτινες τελικώς πάντοτε κακώς εξυπηρέτησαν αυτούς.
Ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος ήσαν Βούλγαροι, όσον ο Αλέξανδρος, ο Αριστοτέλης και ο Ορφεύς. Οι δύο απόστολοι ήσαν τέκνα του Λέοντος, όστις γεννηθείς εν Θεσσαλονίκη είχεν ανέλθει εις τα ύψιστα στρατιωτικά αξιώματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αλλά και αυτός ούτος ο Μεθόδιος, προτού αναλάβη το μοναστικόν σχήμα, είχε τιμηθεί διά του βαθμού του στρατηγού του Θέματος του Στρυμόνος. Αφ’ ετέρου ο Κύριλλος, ο από της πρώτης αυτού νεότητος, συνδεόμενος μετά φιλίας μετά του Φωτίου, επωνομάσθη αργότερον ο «φιλόσοφος»,(vir magnus Constantinus philosophus-(διότι Κωνσταντίνος ωνομάζετο προτού εισέλθει εις τας μοναχικάς τάξεις). Βούλγαρος του ενάτου αιώνος! Οι νεοφώτιστοι ούτοι της Επιστήμης πραγματοποιούν απιστεύτους πράγματι ανακαλύψεις! Αλλ’ ολόκληρος η κωμωδία αύτη έσχεν ελαχίστας επιτυχίας εν Θεσσαλονίκη. Εν τη γενετείρα των δύο αποστόλων εγένετο πλήθος διαφημίσεων, προσκλήσεων και ετοιμασιών μεγάλου δείπνου και λαμπαδηφορίας. Αλλ’ επειδή αι [κρατικαί] αρχαί απουσίασαν επιδεικτικώς, τελείως δε ηδιαφόρησεν ο πληθυσμός, οι ελάχιστοι διδάσκαλοι και μαθηταί, οίτινες αποτελούν την αποκαλουμένην βουλγαρικήν κοινότητα Θεσσαλονίκης ηναγκάσθησαν να εορτάσουν απολύτως κατ’ ιδίαν την μνήμην των φανταστικών ΒουλγαροΜακεδόνων τούτων».
IV.Σερβική ιστοριογραφία
Ο Vuk Stefanović Karadžić (1787-1864) στο έργο του Serbi svi i svuda (Σέρβοι όλοι και παντού),1849 εκθειάζει τον Πανσερβισμό ως εξής:
[…] «Στη σημερινή Σερβία (μεταξύ Δρίνα και Tιμόκ, μεταξύ Δούναβη και Stara Planina), στη Metohija (από το Kόσοβο μέχρι τη Stara Planina), στην οποία βρισκόταν η έδρα του Δουσάν στην Πρισρένη, η έδρα του σερβικού Πατριαρχείου στο Peć και η μονή Dečani, στη Bοσνία, στην Eρζεγοβίνη, στη Zέτα, στο Mαυροβούνιο, στο Bανάτο, στη Baska, στη Συρμία, στη δεξιά όχθη του Δούναβη λίγο βορειότερα του Osijek μέχρι τη Sentandrija, στη Σλαβονία, στην Kροατία (στα τουρκο-αυστριακά σύνορα), στη Δαλματία και σ’ όλη την Aδριατική ακτή από την Tριέστη μέχρι τον Bojana παντού κατοικούν Σέρβοι. […]
Kανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα κατά πόσον υπάρχουν Σέρβοι στην Aλβανία και στη Mακεδονία. […] Στους αναφερόμενους εδώ τόπους ζουν τουλάχιστον πέντε εκατομμύρια ψυχές ενός λαού, που ομιλεί μια γλώσσα, αλλά ως προς το θρήσκευμα είναι χωρισμένος στα τρία». […].
V.Ρουμανική ιστοριογραφία
Ο Alexandru Dimitrie Xenopol (1847-1920) στο έργο του Une enigme historique. Les Roumains au Moyen-Age (Ένα ιστορικό αίνιγμα: Οι Ρουμάνοι στο Μεσαίωνα), Paris 1885 αναζητεί την εθνική καταγωγή του λαού του:
Aπόσπασμα από την Eισαγωγή:
«O ρουμανικός λαός παρά την αριθμητική του δύναμη (υπολογίζεται σε 10 εκατομμύρια) ήταν σχεδόν άγνωστος ως πριν από λίγο καιρό. Tον συνέχεαν με τους Tούρκους, τους Έλληνες και τους Σλάβους, με τους οποίους συνδέθηκε σε ορισμένες φάσεις της ύπαρξής του, και δεν τον θεωρούσαν ως ξεχωριστή φυλή. Aφότου οι Pουμάνοι άρχισαν να δημιουργούν εθνική ζωή, θέλησαν να κάνουν γνωστό στα δυτικά έθνη, από τα οποία ήλπιζαν βοήθεια και προστασία, τον πραγματικό χαρακτήρα τους , διεκδικώντας δυναμικά τη λατινική καταγωγή τους. Έχοντας την υποστήριξη ορισμένων σοφών της Eυρώπης, κατάφεραν σιγά-σιγά και παρά τις αντίθετες προσπάθειες των σλαβιστών συγγραφέων, να τους αναγνωρισθεί ότι πραγματικά ήταν ένα τμήμα της μεγάλης λατινικής οικογένειας χαμένο στα σύνορα της Aνατολής.
Aυτό ήταν, πράγματι, μια από τις ανακαλύψεις του αιώνα μας. Eπόμενο, λοιπόν, ήταν η ρουμανική εθνικότητα να αποτελέσει αντικείμενο σοφών ερευνών. H επιστήμη πρότεινε πράγματι δύο κυρίως ζητήματα προς μελέτη, τα κυριότερα για την ύπαρξη ενός έθνους: τη γλώσσα και την ιστορία του.H Φιλολογία καθιέρωσε μ’ ένα τρόπο καθοριστικό ότι ο ρουμανικός λαός ήταν λατινικής καταγωγής και ότι ανήκε σ’ αυτή τη γενναία φυλή που ηγείται των άλλων φυλών σκορπίζοντας σε κάθε βήμα της το φως, καθώς λέει ένας ρουμάνος ποιητής.
H Iστορία παρουσιάζει περισσότερες δυσκολίες. Έγινε αποδεκτό πρόσφατα ότι οι Pουμάνοι ήταν απόγονοι των αποίκων, τους οποίους ο αυτοκράτορας Tραϊανός [98-117] εγκαθίδρυσε στη Δακία στη διάρκεια της κατάκτησής της [από το 106 ως το 274/275]. Aλλά πώς επέζησαν αυτοί οι άποικοι τους δύσκολους χρόνους των βαρβαρικών επιδρομών, ώστε να εμφανισθούν στις ημέρες μας τόσο πολυάριθμοί; Aυτό το ζήτημα ανακίνησε τόσο πολλές διαφωνίες, ώστε το θέμα της ύπαρξης των Pουμάνων στο Mεσαίωνα γίνεται πραγματικό αίνιγμα». […].
Aπόσπασμα από τα Συμπεράσματα:
«Σ’ αυτή την κοινή ανάπτυξη των Pουμάνων στα Kαρπάθια πρέπει να αποδώσει κανείς την εξαιρετική συνοχή της ρουμανικής γλώσσας, η οποία δεν χαρακτηρίζει καμία άλλη διάλεκτο στα βόρεια του Δούναβη.
Oι Pουμάνοι δεν εγκατέλειψαν ποτέ την Tραϊανή Δακία. Ίσως ακόμη για καιρό θα υποφέρουν από τους Oύγγρους, ακόμη για καιρό θα υφίστανται τον ανυπόφορο ζυγό τους. Aυτό ωστόσο δεν θα τους αφαιρέσει το δικαίωμα να διαμαρτύρονται εναντίον των καταπιεστών τους ούτε και την ελπίδα ότι μια ημέρα η Δακία θα περιέλθει στα χέρια των πραγματικών παιδιών της, σ’ αυτούς που μπορεί να επικαλεστούν δικαίως το ιστορικό δικαίωμά τους». […].
VI.Η βυζαντινή συνέχεια στις βαλκανικές ιστοριογραφίες
Ο Καθηγητής Δημήτρης Σταματόπουλος στο έργο του «Το Βυζάντιο μετά το Έθνος» εξετάζει τη δημιουργία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου των κυρίαρχων ερμηνευτικών προσεγγίσεων της εθνογενετικής διαδικασίας εκάστου έθνους στις επιμέρους βαλκανικές ιστοριογραφίες, μέσα από μια διπλή σύγκριση: πρώτον, συγκρίνοντας στο εσωτερικό κάθε βαλκανικής ιστοριογραφίας το κυρίαρχο εθνικό ιστοριογραφικό παράδειγμα με τις αποκλίσεις από αυτό. Δεύτερον, συγκρίνοντας μεταξύ τους τις βαλκανικές ιστοριογραφίες.
Πιο συγκεκριμένα: 1) Ερευνά τον ιστοριογραφικό κανόνα, που διαμορφώνουν η ιστοριογραφία του Έλληνα εθνικού ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου και η αποκλίνουσα εναλλακτική φωνή του Μανουήλ Γεδεών, επίσημου χρονικογράφου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. 2) Στη βουλγαρική περίπτωση μελετά τον εθνικό ιστοριογραφικό κανόνα που διαμορφώνουν το έργο του Marin Drinov (Μαρίν Ντρίνωφ) και η αποκλίνουσα προσέγγιση του Gavril Krastevich (Γαβριήλ Κρέστοβιτς).3)Στην αλβανική περίπτωση αντιπαραθέτει το έργο του αλβανού συγγραφέα Sami Frashëri (Σάμη Φρασέρι) για τον αλβανικό εθνικισμό και το αποκλίνον έργο του για τον τουρκικό εθνικισμό υπό το εκτουρκισμένο επώνυμό του (Sami Frashëri) Şemseddin (Σάμη Σεμσεντίν).
Ο Δημήτρης Σταματόπουλος συγκρίνει μεταξύ τους τις βαλκανικές ιστοριογραφικές κατασκευές για τη βυζαντινή κληρονομιά και δοκιμάζει την ιδέα ότι στην ελληνική ιστοριογραφία η βυζαντινή μεσαιωνική περίοδος εξιδανικεύθηκε και εξελληνίσθηκε ως συνδετικός κρίκος του αρχαιοελληνικού με το νεοελληνικό πολιτισμό.
Αντιθέτως, στις περιπτώσεις των Σέρβων, αλλά κατά κύριο λόγο των Βουλγάρων, των Ρουμάνων και των Αλβανών, το βυζαντινό παρελθόν της Βαλκανικής Χερσονήσου αποκηρύχθηκε σχεδόν παράλληλα με την οθωμανική κληρονομιά, αφού η συγκρότηση των εθνικών ταυτοτήτων των συγκεκριμένων λαών βασίσθηκε όχι μόνο στην κρατική απόσχιση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και στην αποτίναξη της ελληνικής πολιτισμικής επιρροής.
Βεβαίως ήταν δύσκολο το εγχείρημα των βαλκάνιων ιστορικών, καθώς έπρεπε να επινοήσουν, να ανακατασκευάσουν μέσω της διαχείρισης της μεσαιωνικής περιόδου των μια αρχαιότητα εξίσου σημαντική με την αρχαιοελληνική. Και τούτο, διότι ο κάθε βαλκανικός εθνικός ιστοριογραφικός κανόνας έπρεπε να λειτουργήσει παραλλήλως και ως τρόπος ένταξης του έθνους στην ευρύτερη ευρωπαϊκή κουλτούρα.
Σημειωτέον ότι οι Βαλκάνιοι του 19ου αιώνα αναμετρούνταν με την υποτιμητική αντιμετώπιση της ιστορικής πορείας της περιοχής από την αποικιοκρατική λογική της Δύσης.
VIΙ.Ελληνική ιστοριογραφία-Η ίδρυση του Ελληνικού Ιστορισμού
Ο Ελληνικός Ιστορισμός ιδρύθηκε από τον εθνικό ιστοριογράφο Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο (1815-1891). O Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος χαρακτηρίζεται από τους σύγχρονους ιστορικούς ως ο «πατέρας» της νεότερης ελληνικής ιστοριογραφίας, ο Ranke του Νέου Ελληνισμού. Είναι ο θεμελιωτής της αντίληψης της ιστορικής συνέχειας της Ελλάδας από την αρχαιότητα έως σήμερα, αφού καθιέρωσε στη διδασκαλία του στο Οθώνειο Πανεπιστήμιο Αθηνών την τριμερή διαίρεση της ελληνικής ιστορίας (αρχαία, μεσαιωνική και νέα) και επιδίωξε να αναιρέσει τις κυρίαρχες εκείνη την εποχή απόψεις ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν περίοδος παρακμής, που δεν αναγνωριζόταν ως τμήμα της ελληνικής ιστορίας. O Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος έθεσε τις βάσεις για τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας της νεοελληνικής κοινωνίας.
Το 1843 εξέδωσε την πρώτη μελέτη του με τίτλο «Περί της εποικήσεως σλαβικών τινών φύλων εις την Πελοπόννησον», στην οποία ανασκεύασε τις περί εκσλαβισμού της Πελοποννήσου θεωρίες του Γερμανού ιστορικού Fallmerayer.Το 1846 o Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος προσελήφθη ως καθηγητής Ιστορίας στο Γυμνάσιο των Αθηνών. To 1850 εξελέγη υφηγητής ιστορίας του αρχαιοελληνικού δημοσίου δικαίου στη Νομική Σχολή των Αθηνών, το 1852 έκτακτος και το 1855 τακτικός καθηγητής ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Στο τέλος του 1860 άρχισε η έκδοση του κλασικού πολύτομου έργου του «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» και το 1869, μαζί πολλούς άλλους, προχώρησε στην ίδρυση του «Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων». Όλη εκείνη την περίοδο, ιδίως μετά το 1860 και μέ-χρι το θάνατό του (1891), δραστηριοποιήθηκε έντονα στα εθνικά θέματα.
Οι βασικές παραδοχές του Ιστορισμού επέβαλαν την καθιέρωσή του και στην Ελλάδα. Η αμφισβήτηση από το Fallmerayer της ευθύγραμμης καταγωγής των σύγχρονων Ελλήνων από τους αρχαίους προγόνους των ανασκευάσθηκε επιτυχώς από τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο και η θεωρία του Fallmerayer κρίθηκε ως αντιεπιστημονική και ασύστατη από πολλούς και εγκρίτους Έλληνες και Ευρωπαίους ιστορικούς.
Το 1886 ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος διατύπωσε τους προσωπικούς στοχασμούς του. Ο πρώτος διαχωρίζει την ιστορία από την πολιτική: «Γράφομεν ιστορίαν και όχι πρόγραμμα πολιτικόν». Ο δεύτερος εκφράζει τη σχέση έθνους και ιστορίας: «Τα έθνη δημιουργούσι την Ιστορίαν, ουχί η Ιστορία τα έθνη». Το 1888, ένα έτος πριν από το θάνατό του, διατύπωσε τον τελευταίο στοχασμό του: «Τα έθνη δεν μεγαλουργούσι κυττάζοντα προς τα οπίσω, αλλά προς τα εμπρός και κατά ταύτα ρυθμίζοντα τον τε πολιτικόν και τον πνευματικόν αυτών βίον».
Σύγκριση μεταξύ γερμανικής και βαλκανικής νεότερης ιστοριογραφίας.
Η νεότερη γερμανική ιστοριογραφία ακολουθεί κριτικά την παράδοση του ιστορισμού στο πλαίσιο του ιστορικού Νεοθετικισμού, τον οποίο εισήγαγαν με τα έργα τους οι Καθηγητές W.J. Mommsen και P. Huettenberger στο Heinrich-Heine Universitaet Duesseldorf. Η γερμανική ιστοριογραφία του 20ου αιώνα έχει δεχθεί επιδράσεις από τις διεθνείς εξελίξεις και από τη γαλλική ιστοριογραφία και την αρθρογραφία του περιοδικού «Annales».
Η νεότερη βαλκανική ιστοριογραφία ακολουθεί την παράδοση της ιστοριο-γραφίας του γερμανικού ιστορισμού και προσεγγίζει, μέσα από κείμενα επίσημων βαλκάνιων ιστορικών, τα βασικά ζητήματα των εθνικών ιστοριογραφιών καθενός βαλκανικού κράτους: την αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας, μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την πολιτική του Πανσλαβισμού και τη θεωρητική αφετηρία του ιστορισμού (εθνογένεση και οργάνωση του έθνους σε κράτος).
Οι όροι παραγωγής της ιστορικής γνώσης στα βαλκανικά κράτη του 19ου αιώνα εντάσσονται στο γενικότερο δυτικοευρωπαϊκό πολιτικο-ιδεολογικό πλαίσιο.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Βελουδής Γ. 1982, O Jakob Philipp Fallmerayer και η γένεση του ελληνικού ιστορισμού, Ε.Μ.Ν.Ε. Μνήμων, Αθήνα
Δημαράς Κ. Θ. 1982, Ελληνικός Ρωμαντισμός, Ερμής, Αθήνα
Ίγκερς Γκέοργκ 1991, Νέες Κατευθύνσεις στην Ευρωπαϊκή Ιστοριογραφία, Γνώση, Αθήνα
Κύρτσης, Α.-Α. 1987, «Ιστορία και ιδεολογία στη Γερμανία», Ιστορικά, τεύχος 7, Αθήνα, σς 209 κ.εξ.
Κωνσταντακοπούλου Αγγ. 2014, Ανθολόγιο Βαλκανικής Ιστοριογραφίας (από το 19ο αιώνα μέχρι σήμερα), Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα
Κωνσταντακοπούλου Αγγ., «Βαλκανική ιστοριογραφία χτες–σήμερα», Διήμερο Τα Βαλκάνια Χτες-Σήμερα (21/22-2-2000), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής παιδείας (Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα [2000], σς 107-141
Κωνσταντακοπούλου Αγγ., «Ιστοριογραφικά ζητήματα στη σημερινή βαλκανική συγκυρία», Σύγχρονα θέματα, τεύχ. 50/51(Ιανουάριος-Ιούνιος 1994), σς 11-23
Νταβαρίνος, Π. , «Η θεωρία, η ερμηνεία και η διδακτική των πηγών της ιστορίας», Φιλολογική, τεύχος 69, Αθήνα 1999, σς 50 κ.εξ.
Νταβαρίνος, Π., «Λουκιανού,Πώς δει ιστορίαν συγγράφειν. Σύντομη θεώρηση των σχολικών βιβλίων υπό την έποψη της νεοθετικιστικής ιστοριογραφίας», Πλάτων, Περιοδικό της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων,Παράρτημα: Θέματα Μέσης Εκπαιδεύσεως, τόμος 4 (2006-2007), Αθήνα 2007, σς 269 κ.εξ.
Νταβαρίνος, Π. «Η Φιλοσοφία της Παιδείας κατά τον Hegel», Φιλοσοφία και Παιδεία, τεύχος 54, Αθήνα 2010, σς 6 κ.εξ.
Σταματόπουλος Δ. 2009, Το Βυζάντιο μετά το Έθνος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα
Davarinos, P. 1995, Geschichtsschreibung und Politik (Diss.), Duesseldorf
Huettenberger, P. 1973, Nordrhein Westfalen und die Entstehung seiner parlamentarischen Demokratie,Siegburg
Ilchev Ivan 2011, Έχει δίκιο η πατρίδα μου; Η προπαγάνδα των βαλκανικών κρατών (1821-1923), Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη
Meinecke Fr. 1965, Die Entstehung des Historismus, Muenchen
Mommsen, W.J. (Hrsg.) 1988, Leopold von Ranke und die moderne Geschichtswissenschaft, Klett-Cotta, Stuttgart
Ranke, L.v. 1867-1890, Saemtliche Werke, Bd 33, S.vii, Leipzig
Rusinek, B.-A. (Hrsg.) 1992, Die Interpretation historischer Quellen, Schwerpunkt: Neuzeit, UTB-Schoeningh, Paderborn.

Παναγιώτης Νταβαρίνος
Δρ. Νεότερης Ιστορίας
Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων

Τα Κύθηρα στην Ιστορία της Τέχνης

Ο συμβολισμός των Κυθήρων στην Ιστορία της Τέχνης: J.-A. Watteau, Επιβίβαση για τα Κύθηρα (1717) και Θ. Αγγελόπουλου, Ταξίδι στα Κύθηρα (1984).Ιστορική θεώρηση των δύο καλλιτεχνικών έργων

1.Τα Κύθηρα ως πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης
Τα Κύθηρα, ως μύθος και ως πραγματικότητα, είναι πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης και αποτελούν προσφιλές θέμα της ιστορίας της τέχνης. Δύο μεγάλοι καλλιτέχνες, ο γάλλος ζωγράφος Ζαν-Αντουάν Βαττώ (1684-1721) και ο πρωτοποριακός έλληνας σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος (1935-2013) εμπνεύστηκαν από το νησί των Κυθήρων και παρουσίασαν τα σχετικά έργα τους, τα οποία έμειναν στην ιστορία ως έξοχα δείγματα υψηλής καλλιτεχνικής δημιουργίας.
2.Ο Ζαν-Αντουάν Βαττώ
Ο Ζαν-Αντουάν Βαττώ γεννήθηκε στη Βαλανσιέν, πόλη της γαλλικής επαρχίας Αινώ. Από μικρή ηλικία σχεδίαζε με μεγάλη ευχαρίστηση καθετί που του άρεσε και ιδιαίτερα τις κωμικές σκηνές των υπαίθριων θεαμάτων. Ο πατέρας του, τεχνίτης οικοδομών, συγκατένευσε σ’ αυτή την πρώιμη κλίση του γιου του και μάλιστα τον εμπιστεύθηκε στο ζωγράφο Ζακ-Αλμπέρ Ζερέν.
Στο τέλος του 1701 ο Βαττώ αναχώρησε για το Παρίσι σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Η πρώτη εργασία του ήταν να φιλοτεχνεί αντίγραφα πινάκων για εμπόρους έργων τέχνης. Η διαμόρφωση της καλλιτεχνικής προσωπικότητας του Βαττώ αρχίζει ουσιαστικά από την εποχή της συνεργασίας του με τον Κλωντ Ζιλλό (1663-1721), η οποία διήρκεσε από το 1703 ως το 1708. Ο Ζιλλό ήταν εκείνος, που του μετέδωσε την αγάπη για τα ερωτικά και ευχάριστα θέματα της μυθολογίας και προπάντων για τις θεατρικές σκηνές και τις μασκαράτες.
Στη συνέχεια ο Βαττώ μαθήτευσε κοντά στον Κλωντ Ωντράν (1658-1734), που ήταν ζωγράφος και διακοσμητής των ανακτόρων του Λουξεμβούργου, όπου στεγάζονταν μόνιμα οι περίφημες «Ιστορίες της Μαρίας των Μεδίκων». Ο Βαττώ εργάσθηκε κοντά στον Ωντράν από το 1708 ως το 1710 και έμαθε να εμπλουτίζει τις συν-θέσεις του με ανάλαφρα διακοσμητικά στοιχεία. Το σπουδαιότερο όμως κέρδος του από τη μαθητεία του κοντά στον Ωντράν ήταν η παρατήρηση και η μελέτη των υπέροχων πινάκων του Ρούμπενς (1577-1640). Αυτή η ενασχόληση του υπήρξε και το καλύτερο σχολείο του. Η επίδραση του Ρούμπενς φαίνεται εναργέστερα στους πίνακες «Οι χαρές της ζωής» (1715), «Η Τυχοδιώκτρια» (1716), «Επιβίβαση για τα Κύθηρα» (1717) και «Βενετσιάνικη γιορτή» (1719), από τα πλέον αισιόδοξα έργα του Βαττώ.
Ο Βαττώ εισήλθε το 1717 στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, η οποία του είχε προτείνει να γίνει μέλος της από το 1712, ως «ζωγράφος των ερωτικών εορτών». Ο καλλιτέχνης παρουσίασε τον περίφημο πίνακα του «Επιβίβαση για τα Κύθηρα» και κατέκτησε την κορυφή της καλλιτεχνικής δόξας του. Τον κύριο ρόλο σ’ αυτή τη σύνθεση έχει το τοπίο, που είναι ανάμνηση από τα φυλλώματα των κήπων του ανακτόρου του Λουξεμβούργου. Αυτό το τοπίο με τη σεμνή αγνότητα του εξευγενίζει την ερωτική ατμόσφαιρα, η οποία εικονίζεται διάχυτη ανάμεσα στις συντροφιές των ιπποτών και των ωραίων κυριών. Η πανδαισία των χρωμάτων της ενδυμασίας των κυριών συνδυάζει τη μόδα της εποχής, το ιταλικό ή το γαλλικό θέατρο και κάποια ανάμνηση από τις «Ιστορίες της Μαρίας των Μεδίκων» του Ρούμπενς.
Το θέμα του αριστουργήματος του Βαττώ είναι παρμένο από ένα θεατρικό έρ-γο, το οποίο ο καλλιτέχνης είχε επεξεργαστεί και άλλοτε στο Παρίσι. Τα Κύθηρα είναι το νησί των απολαύσεων και τα ζευγάρια των εραστών επιβιβάζονται στο πλοίο για το ταξίδι στη γη της ιδεώδους ερωτικής εορτής με πλήρωμα ένα μικρό πλήθος από χαρούμενους Έρωτες. Σχήματα και χρώματα είναι σοφά επιλεγμένα για να προβάλλουν την ψυχική ένταση και να αποκαλύψουν όλη την κλίμακα των συναισθημάτων των ερωτευμένων από τον αρχικό δισταγμό ως την τελική αυτοεγκατάλειψη.Τη σύνθεση αυτή επανέλαβε ο καλλιτέχνης για λογαριασμό του Ντε Ζυλιέν σε μία ελεύθερη διασκευή και στις ίδιες διαστάσεις (129 ×194 εκ.) και φυλάσσεται σήμερα στο μουσείο Charlottenburg (Σαρλόττενμπουργκ) στο Βερολίνο. Προσέθεσε ένα ακόμη ερωτικό ζευγάρι και ένα άγαλμα της Αφροδίτης, έτσι που το σύνολο να δημιουργεί μία εντύπωση σαφέστερη και γι’ αυτό λιγότερο ποιητική. Με παραγγελία του κατόχου της η παραλλαγή αυτή χαράχθηκε σε χαλκό από τον Ν. Ταρντιέ με τον ίδιο τίτλο.
Το 1719 ο Βαττώ μετέβη στο Λονδίνο για να θεραπευθεί από την προϊούσα φυματίωση, που κατέστρεφε την υγεία του. Εκεί σημείωσε μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία, πήρε πλήθος παραγγελίες, αλλά η ομίχλη του Τάμεση, ολέθρια για την υγεία του, τον ανάγκασε να επιστρέψει στο Παρίσι το 1720. Τότε δημιουργεί το δεύτερο αριστούργημά του, την «Ταμπέλα του Ζερσαίν», το οποίο σήμερα φυλάσσεται επίσης στο μουσείο Charlottenburg. Από τα άλλα έργα του τα πιο σημαντικά είναι: α) Ο μικρός πίνακας «Τι έκανα καταραμένοι δολοφόνοι;» της περιόδου της μαθητείας του κοντά στον Κλωντ Ζιλλό (1703-1708). β) «Νεοσύλλεκτος» και γ) «Αλτ» (1709) από τις εντυπώσεις του για τη στρατιωτική ζωή, που την παρακολούθησε, όταν έμενε στη γενέτειρα πόλη του, δ) η «Κρίση του Πάρη», ε) η «Συνάντηση για κυνήγι», στ) ο «Ζιλ», ζ) η «Συνάντηση με τη Ροζάλμπα Καρριέρα», η οποία φιλοτέχνησε και το πορτρέτο του, (1720) και η) ο «Εσταυρωμένος» (1721), καταπονημένος και ωχρός, όπως και ο ίδιος ο καλλιτέχνης από την ασθένειά του. Ο Ζαν-Αντουάν Βαττώ πέθανε στις 18 Ιουλίου 1721, σε ηλικία τριανταεπτά ετών. «Μοιραία ηλικία για τους ζωγράφους» έγραψε ο εκδότης και συλλέκτης Μαριέτ, «αφού σ’ αυτήν πέθαναν ο Ραφαήλ και ο Λεσυέρ». Ο μεγάλος καλλιτέχνης φιλοτέχνησε συνολικά εξήντα πέντε πίνακες ζωγραφικής.
Αν ο 17ος αιώνας στη Γαλλία ήταν ο αιώνας της μοναρχίας, ο 18ος ήταν ο αιώνας της αριστοκρατίας. Τον 18ο αιώνα η γαλλική κοινωνία άλλαξε σημαντικά. Οι κύκλοι της αριστοκρατίας διευρύνθηκαν περιλαμβάνοντας και νέες κατηγορίες ευγενών. Η αρχιτεκτονική ανακτόρων παραχώρησε βαθμιαία τη θέση της στην αρχιτεκτονική πύργων στην ύπαιθρο και εντυπωσιακών μεγάρων στο Παρίσι. Στην περίοδο της Αντιβασιλείας (1715-1723), που ακολούθησε το θάνατο του Λουδοβίκου ΙΔ’, τα ήθη χαλάρωσαν και τα ηδονοθηρικά πρότυπα της ηγετικής τάξης αναδείχτηκαν βαθμιαία σε κυρίαρχη τάση . Σε μία κοινωνία εκλεπτυσμένου γούστου, καλών τρόπων και ευζωίας, όπως η Γαλλία του 18ου αιώνα, ήταν φυσικό η ζήτηση για έργα τέχνης να αυξηθεί και οι συλλέκτες να πολλαπλασιαστούν.
Οι τάσεις προς το Νεοκλασικισμό εκτόπισαν το παλαιότερο γούστο, την προτίμηση για την κομψότητα και την εκλέπτυνση του Ροκοκό. Το στιλ Ροκοκό ως τεχνοτροπική βαθμίδα της ευρωπαϊκής τέχνης εμφανίσθηκε στη Γαλλία γύρω στο 1715. Πρόκειται για ένα στιλ διακοσμητικό. Ως ύστερη φάση του Μπαρόκ παρουσιάζει μία αντίθεση προς αυτό. Στη βαρύτιμη, πλούσια, μεγαλόσχημη πληθωρικότητα του Μπαρόκ το Ροκοκό αντιπαραθέτει τη λεπτότητα, ελαφρότητα και χάρη. Στη ζωγραφική παρατηρείται μία προτίμηση σε θέματα με κομψές φιγούρες σε ειδυλλιακό περιβάλλον, σε δάση, κήπους, να περιπατούν άνθρωποι, να διασκεδάζουν, να παίζουν μουσικά όργανα κ.ά. Όλα αυτά τα θέματα παρουσιάζονται σε μία ανέμελη ατμόσφαιρα, που θυμίζει ή υποβάλλει θέατρο, αφού οι άνθρωποι στις εικόνες κινούνται και συμπεριφέρονται ως ηθοποιοί σε σκηνή.
Ο όρος Ροκοκό προέρχεται από τη γαλλική λέξη rocailles (κοχύλι), ένα σχήμα που κυριαρχεί στη διακόσμηση. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι του Ροκοκό στη ζωγραφική είναι οι Γάλλοι: α) Ζ.-Α. Βαττώ (1684-1721), στα έργα του οποίου διακρίνουμε μία μελαγχολική διάθεση, β) Φρανσουά Μπουσέ (1703-1770), που διακρίνεται για τον ερωτισμό του, γ) Ζαν Νατιέ (1685-1766), που χαρακτηρίζεται για την κολακεία του και δ) Ζαν Φραγκονάρ (1732-1866), που ξεχωρίζει για το συναισθηματισμό του. Στην Ιταλία διακρίθηκε για τη ζωγραφική του στιλ Ροκοκό ο Τζιοβάννι Μπαττίστα Τιέπολο (1696-1769) και στην Αγγλία ο Ουίλ֊λιαμ Χόγκαρθ (1697-1769). Στη γλυπτική σημαντική είναι η εμφάνιση της πορσελάνης με παραστάσεις συνήθως δύο φιγούρων (άνδρα-γυναίκας) ή και μίας μόνο φιγούρας. Το Ροκοκό διαδόθηκε επίσης και στη Βαυαρία με αρκετή επιτυχία. Ο Βαττώ ανήκει σαφώς στο 18ο αιώνα, έστω και αν ορισμένοι ερευνητές προτιμούν να τον θεωρούν όψιμο εκπρόσωπο της ζωγραφικής του 17ου αιώνα. Οι πίνακες του Βαττώ έχουν κατά κα¬νόνα ως θέματα ποιητικά ταξίδια σε ονειρικούς κόσμους και σε αντίστοιχα τοπία ή σκηνές και χαρακτήρες από την Κομέντια ντελ Άρτε, με έντονο πάντοτε το στοιχείο της βαθιάς μελαγχολίας.
Όταν το 1717 ο Βαττώ υπέβαλε τον πίνακα του «Επιβίβαση για τα Κύθηρα» στην Ακαδημία, για να γίνει δεκτός ως μέλος της, προσέθεσε στον τίτλο του πίνακα τον προσδιορισμό «fete galante» (εύθυμο γλέντι). Στο πρόσωπο του Βαττώ έχει κάποιος την αίσθηση ότι επιτυγχάνεται συγκερασμός των δύο βασικών ρευμάτων, που κυριαρχούσαν στη ζωγραφική του 17ου αιώνα: του Πουσενισμού, που έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο σχέδιο και του Ρουμπενισμού, που υποστήριξε την πρωτοκαθεδρία του χρώματος. Στον πίνακα «Επιβίβαση για τα Κύθηρα» είναι φανερές οι πηγές του Βαττώ από τον Ρουμπενισμό και είναι κυρίαρχο ήδη το πνεύμα του γαλλικού Ροκοκό.
Σε γενικές γραμμές, μπορεί κάποιος να παρατηρήσει ότι την περίοδο της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ οι ευθείες γραμμές και τα δανεισμένα από την τέχνη της Αρχαιότητας διακοσμητικά μοτίβα αντικατέστησαν τις κυματοειδείς και καμπυλόγραμμες φόρμες του Ροκοκό. Στα χρόνια που ακολούθησαν την Επανάσταση επικράτησε το απλό και λιτό ύφος και ο Νεοκλασικισμός ως μίμηση της τέχνης της Αρχαιότητας. Είναι γνωστό το γεγονός ότι η εξέλιξη της αυλικής και αριστοκρατικής τέχνης υπήρξε σχεδόν αδιάκοπη από το τέλος της Αναγέννησης και φτάνει ως τον 18ο αιώνα, οπότε διακόπτεται από τη Γαλλική Επανάσταση (1789). Σε ολόκληρη την ιστορία της τέχνης και του πολιτισμού η μεταβίβαση της εξουσίας από τη μία κοινωνική τάξη στην άλλη σπάνια έλαβε χώρα με τόσο απόλυτη αποκλειστικότητα όσο στη Γαλλία, στην οποία η αριστοκρατία εκτοπίζεται εντελώς από τη μεσαία τάξη, η οποία στη θέση της διακόσμησης του Ροκοκό θέτει την έκφραση της ιδέας της ελευθερίας.«Το έργο τέχνης, όπως και η προσφορά του δημιουργού του, γράφει ο Arnold Hauser, «εξαρτάται από την κοινωνική στάθμη της εποχής του και καθορίζεται από τις μεταβολές του οικονομικού προβληματισμού». Αυτή όμως η κοινωνικο-ιστορική ανάλυση αφαιρεί κάθε αυτόνομη αξία από το έργο τέχνης και περιορίζει την ερμηνεία του σε όρια, που δεν σχετίζονται με το περιεχόμενο της μορφής. Επίσης αυτή η κοινωνιολογική τάση δεν αντιμετωπίζει το θέμα της ποιότητας και δεν εξετάζει τις δυνατότητες, που έχει η μορφή να γίνεται και υπερχρονική αξία.
Οι αβρές κοινωνικές σκηνές του Βαττώ αντικαθίστανται τώρα στη νέα εποχή της τέχνης με τις θρησκευτικές και ιστορικές τελετουργικές εικόνες, που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του κοινού της μεσαίας τάξης. Ο Βαττώ ζωγράφισε τη ζωή μίας κοινωνίας, την οποία μπορούσε να δει μονάχα από τα έξω. Απεικόνισε ένα ιδεώδες, που είχε εξωτερικά σημεία επαφής μόνο με τους δικούς του σκοπούς ζωής.
Ο Βαττώ, επίσης, έδωσε μορφή σε μία ουτοπική έννοια της ελευθερίας, η οποία πιθανό να μην ήταν τίποτε περισσότερο, παρά ανάλογη απλώς με τη δική του υποκειμενική ιδέα για την ελευθερία της ήδη ανερχόμενης τότε αστικής τάξης. Το κυρίαρχο στοιχείο της fete galante είναι πάντοτε μία fete champetre (υπαίθριο γλέντι) και απεικονίζεται στην μετεπαναστατική γαλλική τέχνη, η οποία έχει πηγές, τα Ειδύλλια του Θεοκρίτου, τις Εκλογές του Βιργιλίου και τα άλλα φυσιολατρικά θέματα της Αρχαιότητας. Οι διασκεδάσεις νέων, που κάνουν ξέγνοιαστη τη ζωή των ποιμένων και των ποιμενίδων, με μουσική, χορό και τραγούδι, είναι προσφιλές θέμα της νέας βουκολικής τέχνης της μετεπαναστατικής εποχής.
Η τέχνη του Νεοκλασικισμού απεικόνισε επιτυχώς το ήθος της Επανάστασης και τα πατριωτικά ιδεώδη της με τις ρωμαϊκές αρετές του πολίτη και τις ιδέες της δημοκρατικής ελευθερίας. Ο Νταβίντ είπε στην προσφώνησή του προς τη Συμβατική Συνέλευση ότι «ο καθένας μας είναι υπεύθυνος απέναντι στο έθνος για τα χαρίσματα, που του έδωσε η φύση». Η τέχνη επομένως τίθεται στην υπηρεσία της Δημοκρατίας.
3.Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γεννήθηκε στις 27 Απριλίου 1935 στην Αθήνα από γονείς μικρεμπόρους. Στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά από αυτόν η οικογένεια του είχε διχαστεί πολιτικά. Από το 1953 ως το 1957 σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έγραψε ποιήματα και επηρεάσθηκε από το ρομαντισμό, ιδιαίτερα του Byron. To 1961 πήγε στο Παρίσι και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης κοντά στον Κλωντ Λεβί-Στρως. Παρακολούθησε τα μαθήματα του Ινστιτούτου Φιλμολογίας και τα μαθήματα σκηνοθετικής τέχνης. Γύρισε την πρώτη του ταινία μικρού μήκους, η οποία λόγω έλλειψης χρημάτων δεν βγήκε ποτέ από τα εργαστήρια.
Το 1964 επέστρεψε στην Ελλάδα και εργάσθηκε ως κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα της Αριστεράς «Δημοκρατική Αλλαγή».Μετά το 1974 συνεργάσθηκε σε μερικές ταινίες ως παραγωγός και ηθοποιός και άρχισε και το δικό του έργο ως σκηνοθέτης, το οποίο αποτελείται από τις εξής ταινίες:
α) Forminx Story [Η ιστορία των Φόρμινγκς] (1965), μία μουσική κωμωδία και μία σπουδή για τους τραγουδιστές και τη σύνθεση ενός τραγουδιού,
β) Η Εκπομπή (1968),
γ) Η Αναπαράσταση (1970), πολυβραβευμένη ταινία.
δ) Μέρες του ’36 (1972),
ε) Ο Θίασος (1974-1975), με πολλές διακρίσεις και βραβεία από πολλές χώρες του κόσμου,
στ) Οι Κυνηγοί (1977), με ορισμένα βραβεία,
ζ) Μεγαλέξανδρος (1980), με τα μεγαλύτερα βραβεία,
η) Χωριό ένα, κάτοικος ένας… (1981),
θ) Αθήνα, επιστροφή στην Ακρόπολη (1983),
ι) Ταξίδι στα Κύθηρα (1984), με μεγάλα βραβεία,
ια) Ο Μελισσοκόμος (1986),
ιβ) Τοπίο στην ομίχλη (1988), με το βραβείο «Αργυρό Λιοντάρι» Φεστιβάλ Βενετίας (1988) και Ευρωπαϊκό Βραβείο «Φελίξ» (1989),
ιγ) Το μετέωρο βήμα του πελαργού (1991),
ιδ) Το βλέμμα του Οδυσσέα (1995),
ιε) Μια αιωνιότητα και μια μέρα (1998),
ιστ) Το λιβάδι που δακρύζει (2004),
ιζ) Η Σκόνη του Χρόνου (2008).
Το 1984 ο Αγγελόπουλος σχεδίασε το «Ταξίδι στα Κύθηρα». Το ίδιο ταξίδι το επιχείρησαν ήδη προηγουμένως στο 18ο και 19ο αιώνα δύο Γάλλοι, ο ζωγράφος Ζαν-Αντουάν Βαττώ και ο ποιητής Σαρλ Μπωντλέρ (Charle Baudelaire, 1821-1867), ο καθένας με τον τρόπο του και τα μέσα της δικής του τέχνης.
Το έργο του Αγγελόπουλου είναι ένα ταξίδι στην Ελληνική Ιστορία. Οι ιστορικές ταινίες του (Μέρες του ’36, Ο Θίασος, Οι Κυνηγοί, Μεγαλέξανδρος, Ταξίδι στα Κύθηρα) χαρακτηρίζονται για την αυστηρή ιστορική τεκμηρίωσή τους και είναι το πληρέστερο υπόδειγμα για την κριτική προσέγγιση της Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας.
Η «Επιβίβαση για τα Κύθηρα» του Βαττώ είναι ένας έρωτας ποιητικός, ονειρικός και στοχαστικός, ένας έρωτας μοντέρνος, νοσταλγικός και μελαγχολικός. Το ίδιο περίπου είναι και το «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Αγγελόπουλου: ένας έρωτας δύο ηλικιωμένων συζύγων, περιπεπλεγμένος με την Ιστορία, ο οποίος δεν έχει τόπο να σταθεί. Είναι η περίοδος του εθνικού και πολιτικού διχασμού των Ελλήνων. Ο σύζυγος, ως άλλος Οδυσσέας, επιστρέφει μετά από πολυετή εξορία για να βρει την Πηνελόπη και τον Τηλέμαχο στην Ιθάκη του. Αλλά η Ιθάκη δεν υπάρχει πια. Ο νέος Οδυσσέας εξορίζεται και πάλι από το διχασμένο κράτος.
Το «Ταξίδι στα Κύθηρα», η κινηματογραφική ταινία του Θ. Αγγελόπουλου, είναι μία ελεγεία για τον χαμένο στον ωκεανό Οδυσσέα, που δεν πρόκειται να ξαναβγεί στη στεριά, γιατί δεν υπάρχει πια η στεριά. Αυτή η ταινία του Αγγελόπουλου, όπως και οι άλλες ιστορικές ταινίες του, είναι ένα φιλμ, που αναζητά τις εθνικές ρίζες του σύγχρονου Ελληνισμού. Οι όροι «Ελλάδα» και «Έλληνας» έχουν πλούσιο εννοιολογικό και ιδεολογικό περιεχόμενο και αυτό προσδιορίζεται στην ταινία με σαφήνεια.
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ως «καλλιτέχνης σε κρίση» κατώρθωσε να εντάξει την προσωπική του κρίση στην «εθνική κρίση», και την υπαρξιακή συνείδησή του στην ιστορική συνείδησή του. Δεν υπάρχει άλλο ανάλογο παράδειγμα στην παγκόσμια ιστορία της κινηματογραφικής τέχνης. Ως εκ τούτου, ο Αγγελόπουλος κατατάσσεται στους μεγάλους σύγχρονους καλλιτέχνες ως Ευρωπαίος και Έλληνας σκηνοθέτης, ο οποίος θεωρεί τα Κύθηρα υπαρκτά και το ταξίδι σ’ αυτά δυνατό.
4.Ιστορική θεώρηση των δύο καλιτεχνικών έργων
Η εποχή του Βαττώ και η εποχή του Αγγελόπουλου έχουν ένα κατ’ εξοχήν κοινό στοιχείο: την άνοδο της αστικής τάξης, κοινωνική, οικονομική και πολιτική. Η γαλλική αστική τάξη σε 72 χρόνια από την παρουσίαση του περίφημου πίνακα του Βαττώ (1717) κατέλαβε την εξουσία (1789) και από τότε ονειρευόταν την επιβίβασή της για τα Κύθηρα. Η ελληνική αστική τάξη βρισκόταν στις αρχές του 20ου αιώνα σε μία «εθνική κρίση» και αγωνιζόταν να πραγματοποιήσει τα οράματά της για κοινωνική δικαιοσύνη, οικονομική πρόοδο, δημοκρατικές ελευθερίες και εθνική ανεξαρτησία. Αυτά τα βασικά αιτήματα προβάλλει ο Αγγελόπουλος στα έργα του. Το «Ταξίδι στα Κύθηρα» είναι πάντοτε δυνατό στο μέλλον για την ελληνική αστική τάξη.
Ο Βαττώ ήταν αισιόδοξος για το πέρας της «Επιβίβασης για τα Κύθηρα» και την ανοδική πορεία της γαλλικής Τρίτης Τάξης, χωρίς να μπορούσε να προβλέψει και την πτώση της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Σαρλ Μπωντλέρ με το ποίημα του «Ταξίδι στα Κύθηρα», το οποίο δημοσιεύθηκε στη συλλογή «Τα άνθη του κακού» το 1857, ειρωνεύεται το διάσημο πίνακα του Βαττώ, επειδή θεωρεί μέσα στην απαισιοδοξία του και τον πεισιθανατισμό του ότι τα Κύθηρα υπάρχουν μόνο στην περιοχή του μύθου και ως συνώνυμο της ουτοπίας. Σε ένα άλλο ποίημά του, «Οι Φάροι» («Les Phares»), της ίδιας συλλογής, ο Μπωντλέρ σατιρίζει τους πίνακες του Βαττώ ως «ντεκόρ καρναβαλιού».
Ο Αγγελόπουλος, τρίτος στη σειρά, πετυχαίνει τη σύνθεση του θέματος. Ερμηνεύοντας την Ελληνική Ιστορία ρεαλιστικά θεωρεί ότι τα Κύθηρα υπάρχουν και ότι είναι δυνατό για τον καθένα ένα ταξίδι σ’ αυτά με τα «fetes galantes» του Βαττώ ή χωρίς αυτά.
Ο Βαττώ φιλοτέχνησε τα έργα του κατά την προεπαναστατική περίοδο. Καταγόμενος από την επαρχιακή πόλη Βαλανσιέν, στην οποία ο πατέρας του εργαζόταν ως τεχνίτης οικοδομών, βίωσε τα προβλήματα της γαλλικής κοινωνίας. Η αύξηση του πληθυσμού, οι πληθωριστικές τάσεις στην οικονομία και η εμφάνιση των πρώτων βιομηχανιών μεγάλης κλίμακας είχαν επιφέρει σοβαρές αλλαγές στη δομή της γαλλικής κοινωνίας, σε βαθμό που να παρατηρείται δυσαρμονία ανάμεσα στην κοινωνία και στο θεσμικό πλαίσιό της. Συγκεκριμένα, υπήρχε δυσαρμονία ανάμεσα στη μεγάλη και διαρκώς αυξανόμενη ισχύ της αστικής τάξης και στην ισχνή πολιτική παρουσία της. Δυσανάλογη ήταν από το άλλο μέρος, η διογκωμένη συμμετοχή της αριστοκρατίας στη διαχείριση του κράτους σε σχέση με τα οικονομικά ερείσματά της, τα οποία είχαν υπονομευθεί σοβαρά και συνέχιζαν να υπονομεύονται.
Στη δυσαναλογία αυτή θα πρέπει να προστεθούν η πενία των πολυπληθών χωρικών σε σχέση με τον πλούτο των αριστοκρατών, καθώς και η ισχύς των ανώτερων κληρικών και η μεγάλη περιουσία της εκκλησίας από το ένα μέρος και η πενία του κατώτερου κλήρου από το άλλο. Οι άνεργοι και οι ζητιάνοι περιφέρονταν κατά ομάδες στην ύπαιθρο και στις πόλεις και ήταν διατεθειμένοι να ακολουθήσουν όποιον τους προσέφερε το όραμα ενός καλύτερου κόσμου. Είχαν αρχίσει να δημιουργούνται πλέον οι προϋποθέσεις της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Βαττώ αισιοδοξεί για το μέλλον της αστικής τάξης και με το Ρουμπενισμό του φιλοτεχνεί τους γνωστούς πίνακές του. Ο Βαττώ με την τέχνη του, όπως και ο Ρουσσώ με τη φιλοσοφία του, έγιναν προφήτες της Γαλλικής Επανάστασης.
Ο Αγγελόπουλος με τις ταινίες του «Μέρες του ’36», «Θίασος» και «Κυνηγοί», την Τριλογία της Ελληνικής Ιστορίας, αναβιώνει την ιστορία του. Στις τρεις αυτές ταινίες, από τις οποίες ο σκηνοθέτης μετέφερε στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» ορισμένα αξιόλογα μέρη, αναπαριστάνει την προσωπική γνώση του. Δεν συλλέγει, ούτε καταγράφει πληροφορίες της εποχής, αλλά επεξεργάζεται ορισμένα δεδομένα, τα οποία εντάσσει στη σύγχρονη εποχή ή στην προσωπική μνήμη. Οι ταινίες αυτές είναι διεργασίες ιστορίας, όχι όμως ιστορικά έργα. Η πρόσφατη εθνική ιστορία απλώνεται σαν ένα πεδίο κινηματογραφικών αναπαραστάσεων, όχι περιγραφών ή αναλύσεων. Η ιστορία είναι σκηνή και διηγηματικό πρόσχημα, χώρος εξομολογήσεων και κριτικής. Ο σκηνοθέτης αναφέρεται στην Ιστορία της Ελλάδας, όχι τόσο για να βρει θέματα, όσο για να ανακαλύψει τις εικόνες του γι’ αυτήν και να επιβεβαιώσει τον πρωτοποριακό κινηματογραφικό λόγο του.
Στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» η ιστορία της ίδιας πάντοτε εποχής ακούγεται σαν απόηχος. Δεν φαίνονται, ούτε εικάζονται πλέον γεγονότα, αλλά τα αποτελέσματά τους πάνω σε πρόσωπα και συμπεριφορές. Η ιστορία γίνεται μοίρα και ανάμνηση και καταδεικνύει την απουσία ενός νέου οράματος.
Το έργο του Αγγελόπουλου θεωρείται ως ένα «μοντέλο κινηματογράφου του μοντέρνου», που αναπαριστά το χρόνο με όρους του χώρου. Ο Martin Marchel συνοψίζει ως εξής το μοντερνισμό του σκηνοθέτη: «Η ιδεολογική προσέγγιση της ανθρώπινης ιστορίας, χωρίς τη δογματική ακαμψία και το μυθιστορηματικό συναισθηματισμό και η άποψή του για το πραγματικό, απαλλαγμένη από κάθε περιγραφική αυταρέσκεια και κάθε διακοσμητική γραφικότητα είναι ο διακριτικός τίτλος του μοντερνισμού του».
5.Τα Κύθηρα, μύθος ή πραγματικότητα;
Τα Κύθηρα, κατά τους γεωγράφους, είναι νήσος ελληνική και κατά τους ποιητές είναι ερωτικός μύθος, Στον πίνακά του ο Βαττώ αναπαριστά με αισιοδοξία το μύθο, που γίνεται πραγματικότητα. Ο Αγγελόπουλος στην ταινία του πραγμτοποιεί ένα ταξίδι στον κόσμο των ελληνικών ιδανικών και διαπιστώνει ότι τα Κύθηρα είναι υπαρκτά, ακριβώς επειδή είναι μυθικά: Η ελληνική ιστορία εδώ είναι απίστευτα τόσο υπαρκτή, ώστε αυτή η παράδοξη ιδιότητά της να τη μεταθέτει αυτόματα στην περιοχή του μύθου.

Δρ. Παναγιώτης Νταβαρίνος
Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων

Βιβλιογραφία

•Bazin Germ. 1995, Μπαρόκ και Ροκοκό, Εκδ.Υποδομή, (μτφ. Ανδρ. Παππάς), Αθήνα
•Hauser A. 1984, Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης, Εκδ. Κάλβος, (μτφ. Τ.Κονδύλης), Αθήνα
•Lagarde A. & Michard L 1997, XIXe Siecle, les grandes auteurs frangais, Bordas, Paris
•Lossky Β. 1990, «Βαττώ, ο ζωγράφος των αβρών ερωτικών εορτών», Οι μεγάλοι ζωγράφοι, Εκδ. Μέλισσα, τόμ. 54, Αθήνα
•Savigni-Vesco Μ.1990, «Η ερωτική σκιά του Βαττώ»,Οι μεγάλοι ζωγράφοι,Εκδ. Μέλισσα, τόμ. 54, Αθήνα
•Κολιόπουλος Ιω. 1990, Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, Εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη
•Κολοβός Ν. 1990, Θόδωρος Αγγελόπουλος, Εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα
•Λαδόματος Α. 1999, Ιστορία της Τέχνης, Αθήνα
•Λυδάκης Στ.& Βογιατζής Τ.1990,Σύντομο Λεξικό Όρων της Ζωγραφικής, Εκδ.Μέλισσα, Αθήνα
•Ραφαηλίδης Β. 1985, Κινηματογραφικά Θέματα, Εκδ. Αιγόκερως, τόμ. 2ος, Αθήνα
•Χρήστου Χρ. 1970, Θεωρία και Ιστορία της Νεότερης Τέχνης, Εκδ. Κωνσταντινίδης, Θεσσαλονίκη.

ABSTRACT
The symbolism of Cythera in the history of art:J.-A. Watteau, Boarding to Cythera (1717) and Theo Angelopoulos, Journey to Cythera (1984).Historical aspect of the two artistic works

Cythera, legend or for real, is a source of artistic inspiration and is there¬fore a popular subject in the history of art. Two great artists, the French painter Jean-Antoine Watteau (1684-1721) and the Greek pioneering film director Theodoros Angelopoulos (1935-today) have been inspired by the island of Cythera and presented their related works, which remained in history as exquisite samples of noble artistic creation.
Once Watteau presented his famous painting «Boarding for Cythera» he found himself at the peak of his artistic glory. The main part in this synthesis holds the scenery, which is the memory of the Luxemburg palace gardens. This particular scenery, with its humble modesty, purifies the eroticism. The colourful ladies’ dresses combine the fashion of that time and the Italian or French theatre. The topic of Watteau’s master¬piece is from a play the artist had earlier worked on in Paris. Watteau’s «Boarding for Cythera» is a poetic and reflective love, a modern, nostalgic and melancholic Eros. The same goes for Angelopou¬los’s «Journey to Cythera»: the love without shelter of an elderly couple. It’s the time of the national and political split in Greece. The husband, as another Ulysses, returns after his long exile back to Ithaca to find his wife and son. Yet, Ithaca does not exist anymore. The young Ulysses is being banished once again. «Journey to Cythera» is an elegy to Ulysses, who is lost in the sea and doomed never to go on shore again, simply be¬cause there is no more land. This movie seeks the national roots of mod¬ern Hellenism.
Both Watteau’s and Angelopoulos’s eras have something in common: the rising of the bourgeoisie. Watteau was optimistic about the ascent of the working class, without though being able to predict the collapse of the Revolution. Angelopoulos, on the other hand, is realistic and believes that Cythera is a real place. According to him, anyone can take a trip to the island, with or without Watteau’s «fetes galantes».

Οι δύο ιστορικοί δρόμοι

Λόγιοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού στην περιοχή των Αγράφων επί Οθωμανικής Κυριαρχίας

Λόγιοι του ΝΕ Διαφωτισμού στην περιοχή των Αγράφων επί Οθωμανικής Κυριαριαρχίας (17ος -18ος αι.)

Λόγιοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού στην περιοχή των Αγράφων επί Οθωμανικής Κυριαρχίας (17ος -18ος αι.): Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός και Αναστάσιος Γόρδιος

Σπουδαία θέση στην ιστορία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού κατέχουν οι Σχολές των Αγράφων, στις οποίες δίδαξαν οι ονομαστοί Διδάσκαλοι του Γένους Ευγένιος Γιαννούλης και Αναστάσιος Γόρδιος. Το διαφωτιστικό έργο των Διδασκάλων αυτών είχε τρεις στόχους: α)Την απόκτηση από τους Έλληνόπαιδες των απαραίτητων εγκυκλίων γνώσεων για την επαγγελματική και κοινωνική σταδιοδρομία τους. β)Τη σύνδεση της διδασκαλίας με τα ιδεολογικά ρεύματα της Ευρώπης και ιδίως με αυτά του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, γ)Την αφύπνιση της ελληνικής συνείδησης και την προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης.
Α΄ Ευγένιος Γιαννούλης ό Αιτωλός (1597-1682)
Ο Ευγένιος Γιαννούλης ό Αιτωλός ήταν λόγιος κληρικός και ένας από τους πιο αξιόλογους ιεροδιδασκάλους του Γένους στον 17ο αιώνα. Υπήρξε ο ιδρυτής των πεφημισμένων σχολών των Αγράφων.
1. Καταγωγή και σπουδές
Γεννήθηκε το 1597 στο Μεγάλο Δέντρο της Αιτωλίας. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στην ιερά μονή Βλοχού (1607-1611). Το 1612-1618 ολοκλήρωσε την ε-γκύκλιο παιδεία του και διδάχθηκε τη βυζαντινή μουσική στη σχολή του Τροβάτου Ευρυτανίας, γνωστή και αναπτυγμένη τότε κοινότητα των Αγράφων, κοντά στο λογιότατο ιεροδιάκονο Αντώνιο. Το 1616 χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος στην ιερά μονή της Τατάρνης Ευρυτανίας. Επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους και την Αλεξάνδρεια, στην οποία χειροτονήθηκε ιερεύς από τον Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι. Μετά την επιστροφή του φοίτησε στη σχολή Τρικάλων Θεσσαλίας (1624-1625), στη σχολή του Παϊσίου Μεταξά στην Κεφαλληνία (1627-1628) και στη σχολή του Θεοφίλου Κορυδαλλέως στη Ζάκυνθο (1628-1636).
O μαθητής του και βιογράφος του Αναστάσιος Γόρδιος γράφει για τις σπουδές του Ευγενίου Γιαννούλη στα Τρίκαλα: «Εφέσει δε μαθημάτων πλειόνων, και μάλιστα επιστημονικών λόγων, κάτοχος ων, εις Τρίκκην πόλιν άρχαίαν παρεγένετο της Θεσσαλίας. Εν ταύτη γαρ αύτω ήκουσται σχολείον υπό του της κατά Λάρισαν Εκκλησίας προ-έδρου συστήναι, και μαθητάς ικανούς εκ των πέριξ χωρίων συνδραμείν. Εις ουν και αυτός τούτων γενόμενος, φιλοπονία μεν ούδενός ηλαττούτο των άλ¬λων, εν σπάνει δε πολλή των αναγκαίων ετύγχανεν ων […],ώστε και ικανώς έχειν τους μαθητιώντας τη του λόγου δαψιλεία εντρέφειν. Ου μετά πολύ προς το εαυτού μονύδριον επανήλθε […], καίτοι και πενία εσχάτη και ακτημοσύνη συζών». Μετέβη, εν συνεχεία, στην Κωνσταντινούπολη και φοίτησε στην Πατριαρχική Σχολή με διδασκάλους το Θ. Κορυδαλλέα και τον Π. Συρίγο (1636-1639).
2.Ή εκπαιδευτική υπηρεσία του
Με σιγίλιο του Οικουμενικού Πατριάρχη Κυρίλλου Λουκάρεως ανέλαβε το 1639 τη σχολαρχία της σχολής της Άρτας, στην οποία δίδαξε Φιλοσοφία και Θεολογία σε αρκετούς φοιτητές, μεταξύ των οποίων και στον καταγόμενο εκ Καρπενησίου Ιάκωβο, τον μετέπειτα Επίσκοπο Λιτζάς και Αγράφων. Από τη σχολή της Άρτας με-τατέθηκε το 1640 ως σχολάρχης στη σχολή του Αιτωλικού. Δίδαξε στη Σχολή του Μεσολογγίου (1642-1644). Το 1645 και έως το 1661 διετέλεσε σχολάρχης στη σχολή του Καρπενησίου και από το 1661 έως το 1673 σχολάρχης στη σχολή των Μεγάλων Βραγγιανών.
3.Τα συγγράμματά του
α) Εκκλησιαστική Ρητορική
֊Εξήγησις εις δύο κανόνας επί τη Κοιμήσει της Ύπεραγίας Θεοτόκου.
– Ομιλία περί προσευχής.
– Περί της αγίας Προσκομιδής λόγοι δύο.
– Σχόλια εις τετράστιχα Γρηγορίου του Θεολόγου.
β) Βιογραφίες
– Ακολουθία Διονυσίου του Νέου του εν Ολύμπω τω όρει ασκήσαντος.
– Βίος και ακολουθία Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου του Λουκάρεως.
γ) Επιγράμματα
– Στίχοι και επιγράμματα.
δ) Επιστολές
Οι επιστολές του Ευγενίου Γιαννούλη είναι πολυάριθμες και ποικίλου περιεχομένου και φυλάσσονται σε κώδικες βιβλιοθηκών μονών και δημόσιων βιβλιοθηκών. Είναι γραμμένες στη δημώδη γλώσσα της εποχής για το διαφωτισμό του υπόδουλου Γένους. Στην επιστολή του προς άγνωστο ιερέα, ο Ευγένιος, εκτός από τη δίψα των ανθρώπων, αναγνωρίζει και άλλες ανάγκες, πιο πρακτικές και υλικές, όπως π.χ. την ανάγκη του οίνου, του οποίου πλέκει τον ύμνο: «Η αιδεσιμότης σου όμως γνωρίζεις καλά και δεν την λανθάνει πολλά ο λέγων ότι χωρίς τον χριστευλόγητον οίνον δεν ήμπορούμεν εις την σωματικήν ετούτην και κατηραμένην ζωήν να ζήσωμεν, όχι δια την ανάγκην μόνον των ιερών μυστηρίων και της πνευματικής και αναιμάκτου θυσίας τα ιερά σύμβολα αλλά και εις χρείαν εδικήν μας και ανθρωπίνην πόρευσιν. Αυτός [ο οίνος] τοίνυν ο χριστευλόγητος παύει τας λύπας, κοιμίζει τους πονηρούς λογισμούς, φέρνει την καλήν καρδίαν, γεννά την χαράν, δυνα¬μώνει τα νεύρα και τονώνει όλας τας σωματικάς δυνάμεις. Μας αναγκάζει να πολυλογούμεν και να πλατύνωμεν τας ευχάς και με την αφορμήν να αναφέρνωμεν και τους γονείς μας και να τους θυμούμεστεν συχνά».
Γενομένου δε λόγου περί πρακτικών και υλικών αναγκών του βίου, σε επιστολή του ο Ευγένιος αστεϊζόμενος μιλά για την κράμβη. Γράφει: «Κράμβη δε ημίν εστίν ο πας βίος, κράμβη εψητή, κράμβη ταριχευτή, κράμβη μετά ύδατος και αλών, ην και αρμίαν η χυδαία ονομάζει φωνή».
Εδώ ο σοφός διδάσκαλος μας διασώζει μία λέξη της δημώδους «αρ֊μία-αρμιά. Και ταυτόχρονα χρησιμοποιεί το επίθετο «χυδαίος» με την έν¬νοια του «κοινός», για να χαρακτηρίσει τη λέξη αυτή. Τη λέξη αυτή τη χρησιμοποιεί ό Ευγένιος και στην υπ’ αριθμόν 115 επιστολή του, προκειμένου να χαρακτηρίσει την απλή γλώσσα. Εκεί επιδιώκει να προτρέψει το φίλο του Φώτιο στην Κωνσταντινούπολη να του γράψει επιστολή: «Επιθυμούσαμεν πολλά να μάθωμεν τον τρόπον της μακράς προς η¬μάς σου σιωπής και της χρονίας αμνηστίας το αίτιον. Αν ήθελεν η αγάπη σου, δια γράμματος μόνον δισυλλάβου έλυεν ευκόλως την περί τούτου απορίαν και την αμφίβολον υπόληψιν ούτω πως ή άλλως έχουσαν […]. Διατί γουν μας αφήκε τόσον καιρόν απροσαγορεύτους; Ή τυχόν εντρέπεται να γράψη προς ημάς πεζά και κολοβά και κατά τον τρόπον των χυδαίων».
Είναι ενδεικτικός ό χαρακτηρισμός αυτός για τον τρόπο, με τον οποίο ο Ευγένιος αντιλαμβάνεται τη γλώσσα. Εραστής της λόγιας γλώσσας, μετέρχεται τη «χυδαία», την κοινή γλώσσα, χάριν του απελευθερωτικού διαφωτισμού των υπόδουλων Ελλήνων. Στην επιστολή του προς κάποιον Αλέξανδρον, ο Ευγένιος μας δια¬σώζει μία σημαντική πληροφορία πρακτικής, λαϊκής ιατρικής: ζητά τυμπα֊νόξυγκο, για να αντιμετωπίσει τους πόνους: «Κυρ Αλέξανδρε, Χριστός Ανέστη με όλον σου το σπίτι και με όλους τους φίλους και τους συντρόφους σου. Ημείς γράφομεν πάντα βιαζόμενοι υπό της φιλίας, γράφομεν δε και όταν έχωμεν χρείαν και ανάγκην τινά. Τώρα γούν μας αναγκάζουσι και τα δύο, η φιλία πρώτον και η χρεία δεύτερον, και δι’ όλα αυτά γράφομεν προς την αγάπην σου τώρα το παρόν και την παρακαλούμεν να μας φροντίση ολίγον τυμπα-νόξυγκον, ότι μου εσυνέβηκαν κάποια σφαξίματα παρ’ ελπίδα και δεν ηξεύρω του γήρατος είναι τάχα ή της πολλής και αμέτρου ψύχρας, οπού εσυνέβη εφέτο εις τα βουνά τούτα των Αγράφων εδώ».
O Ευγένιος γράφει προς τους αναγνώστες του αυθόρμητα, και γνω¬ρίζει ότι σε κάποιες περιπτώσεις γίνεται δυσάρεστος. Έτσι απευθυνόμενος στον Αλέξανδρο Ν. Μαυροκορδάτο «τον εξ Απορρήτων» (1641-1709), Μέγα Διερμηνέα της Υψηλής Πύλης, προκειμένου να επιτύχει την απε¬λευθέρωση υπόδουλης χριστιανής, γράφει: «Ας ελευθερώσης, παρακαλώ, της δουλείας την πτωχήν αυτήν χριστιανήν, ας ειπής τούτο και της κυρίας μητρός της, και μάλιστα να μετριάζης εις τους ανθρώπους … δεν σπλαγχνίζεται δούλον, αλλά άνθρωπον ομόδουλον, χριστιανήν ως χριστιανή. Οι χριστιανοί δεν δουλώνουσι ποτέ χριστιανούς κατά νόμους, αλλ’ επειδή η κακή φορά της τύχης, οπού ήφερεν εις το γένος μας πολλά ανάποδα, ήφερε και τούτο, να δουλώνουσι χριστιανοί χριστιανούς, όχι επί ποσόν, μήτε ωσάν τους άλλους, αλλά πολλά χειρότερα και ωμότερα. Μην βαρεθής, παρακαλώ, κυρ Αλέξανδρε, την στυφότητα του γράμματος, ότι ή στυφότης είναι και θεραπευτική και ιάσιμος και της μελλούσης και ελπιζομένης ζωής πρόξενος».
Ο Ευγένιος είχε επίγνωση ότι οι επιστολές του συχνά δεν αποσκοπούσαν στην απλή ανταλλαγή ειδήσεων και φιλοφρονήσεων αλλά αποτελούσαν εργαλεία καθαριότητας της ψυχής του ποιμνίου του και για αυτό δεν δίσταζε να γίνει στυφός και δυσάρεστος, όταν χρειαζόταν, προκειμένου να πετύχει το ζητούμενο. Η δημώδης γλώσσα της εποχής, στην οποία έγραψε τις πολυάριθμες επιστολές του, ήταν όργανο και πνευματικό εργαλείο του απελευθερωτικού διαφωτισμού του Γένους με ύψιστο στόχο την εθνική Παλιγγενεσία.
4.Ή σχολή ανωτέρων σπουδών Καρπενησίου (1645-1661)
Όταν άρχισε ο Βενετο-Τουρκικός Πόλεμος (1645-1669), ό Ευγένιος Γιαννούλης αναχώρησε για την Ευρυτανία. Στο Καρπενήσι ανέπτυξε μεγάλη εκπαιδευτική δραστηριότητα. Ίδρυσε και λειτούργησε από το 1645 σχολή ανωτέρων σπουδών και σχολείο κοινών γραμμάτων, ενώ ανήγειρε εκ βάθρων τον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδος για τις ανάγκες της Σχολής, ο οποίος χαρακτηρίσθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως σταυροπηγιακός ναός.
Η άφιξη του Ευγενίου Γιαννούλη και η ίδρυση της ομώνυμης ανώτερης σχολής και του κοινού σχολείου του στο Καρπενήσι το 1645, υπήρξε ένα πολυσήμαντο ιστορικό γεγονός. Ή ίδρυση των σχολείων, ήταν μια αιτιολογημένη επιλογή του Γιαννούλη, που σχετιζόταν με την κοινωνικοπολιτική και οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Επιπλέον, ο Ευγένιος Γιαννούλης γνώριζε ότι στο Καρπενήσι υπήρχε προγενέστερη εκπαιδευτική παράδοση και μάλιστα προ του 17ου αι. Η ίδρυση ανώτερης σχολής στο Καρπενήσι ανταποκρινόταν προς τις κοινωνικές λειτουργίες της περιοχής. Η κωμόπολη τότε ήταν σημαντικό εμποροβιοτεχνικό και διοικητικό κέντρο και αποτελούσε την κεντρική εμποροα֊νταλλακτική αγορά όλης της επαρχίας.
Παράλληλα, ό Ευγένιος Γιαννούλης ό Αιτωλός ανέδειξε την κωμόπολη του Καρπενησίου σε μεγάλο πνευματικό κέντρο με την ίδρυση περίφημης σχολής, η οποία λειτούργησε από το 1645 έως το 1661, με μικρή μόνο διακοπή κατά την διάρκεια του κινήματος των Ορλωφικών, και ανέδειξε πολυάριθμους διδασκάλους και λογίους του Γένους. Οι Καρπενησιώτες, φιλοπρόοδοι και δραστήριοι έμποροι, βρήκαν στο πρόσωπο του Γιαννούλη τον κατάλληλο άνθρωπο, για να δημιουργήσουν σοβαρή εκπαιδευτική κίνηση. Τις οικονομικές δαπάνες για την ίδρυση και λειτουργία της σχολής, καθώς και για τη συντήρηση και μίσθωση των διδασκόντων, ανέλαβαν με προθυμία οι κάτοικοι της αυτοδιοικούμενης κοινότητας του Καρπενησίου.
Στο Καρπενήσι λειτουργούσε παράλληλα και σχολείο πρωτοβάθμιας εκπαί-δευσης, με τους κατοίκους να συνεργάζονται με τον Ευγένιο Γιαννούλη όχι μόνο στα εκπαιδευτικά θέματα, αλλά και σε εκκλησιαστικά ή κοινωφελή έργα. Το κύρος της σοφίας του Γιαννούλη, ήταν μέγιστο όχι μόνο στους ελληνοπρεπείς και ευπατρίδες Καρπενησιώτες αλλά και στους μουσουλμάνους κατοίκους της περιοχής. Στην ανώτερη σχολή του Καρπενησίου ο Ευγένιος Γιαννούλης δίδαξε επί 16 συναπτά έτη και δημιούργησε μια λαμπρή εκπαιδευτική παράδοση στο χώρο της κεντρικής Ελλάδας.
Αλλά οι αντιθέσεις, ακόμη και οι προσωπικές, είναι σύμφυτες με την ιστορική εξέλιξη. Ορισμένοι, πρώην διακεκριμένοι μαθητές του Γιαννούλη, όπως ο Αναστάσιος Παντοδύναμος και ο Νικόλαος Βελεσδονίτης με μερικούς άλλους, διαφώνησαν με το διδάσκαλό τους και ίδρυσαν δεύτερη σχολή. Η προσπάθειά τους όμως δεν βρήκε ανταπόκριση. Από την σχολή Καρπενησίου του Ευγενίου Γιαννούλη αποφοίτησαν πολλοί και ικανοί πολυμαθείς διδάσκαλοι του υπόδουλου Γένους, όπως:
α) Αναστάσιος Γόρδιος ο Βραγγιανιώτης, ο οποίος σπούδασε Θεολογία, Φιλολογία και Ιατροφαρμακευτική στην Πάδοβα της Ιταλίας. Διαδέχθηκε τον Ευγένιο Γιαννούλη στη σχολή της Γούβας των Βραγγι֊ανών.
β) Αναστάσιος Παντοδύναμος, ο οποίος υπηρέτησε ως διδάσκαλος στο Καρπενήσι και σχολάρχης στον Τύρναβο (1650-1655). Αργότερα δίδαξε στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως και το 1671 εξελέγη μητροπολίτης Θεσσαλονίκης.
γ) Νικόλαος Βελεσδονίτης ή Αγραφιώτης, ο οποίος διορίσθηκε αρχίατρος του σουλτάνου. Ήταν κάτοχος της ιατρικής με σημαντικό συγγραφικό έργο, γνώριζε την αραβική γλώσσα και είχε πολλές γνώσεις αστρονομίας και μαθηματικών.
δ) Γρηγόριος Μάνεσης και Ιωσήφ Αρβανιτάκης, οι οποίοι υπηρέτησαν ως σχολάρχες στη σχολή του Αιτωλικού.
ε) Επίσκοπος Φαρσάλων Δαμασκηνός, ο οποίος ήταν Καρπενησιώτης και συνεργάστηκε με τον Επίσκοπο Λιτζάς και Αγράφων Δοσίθεο το 1819 για την επαναλειτουργία της σχολής του Καρπενησίου.
στ) Ιάκωβος Καρπενησιώτης, ο οποίος εξελέγη Επίσκοπος Λιτζάς και Αγράφων.
5.Η σχολή των Μεγάλων Βραγγιανών «Έλληνομουσείον των Αγράφων» ως κέντρο Διαφωτισμού (1661-1781)
Το 1661 ό Ευγένιος Γιαννούλης αναχώρησε από το Καρπενήσι, διατηρώντας τους δεσμούς του με αυτήν την πόλη, και μετέβη στα Μεγάλα Βραγγιανά Ευρυτανίας, για να ιδρύσει σχολή, μετά από αίτημα των κατοίκων της ισχυρής εκείνης κοινότητας των Αγράφων. Οι κάτοικοί της είχαν ισχυρά τσελιγκάτα και ανθηρές βιοτεχνίες μάλλινων υφασμάτων, με ονομαστούς καποράπτες και αγωγιάτες και ευημερούσαν. Η υλική και ηθική βοήθεια των κατοίκων, η ενίσχυση των απόδημων, καθώς και η μεγάλη έφεση των νέων για την παιδεία, απέδωσαν ουσιαστικούς καρπούς. Η σχολή λειτούργησε στον ιερό ναό της Αγίας Παρασκευής στη Γούβα Βραγ֊γιανών και από όλες τις κοινωνικές τάξεις της περιοχής προσήλθαν πολυάριθμοι φοιτητές. Προσήλθαν φοιτητές στη σχολή των Βραγγιανών και από τα Τρίκαλα, όπως οι Διονύσιος, Θεοδόσιος και Αθανάσιος Λιοντάρης.
Η σχολή απέκτησε πλουσιότατη και μοναδική για την εποχή βιβλιοθήκη, η οποία αριθμούσε 4.000 τόμους βιβλία στην ελληνική, στη λατινική και στη γερμανική γλώσσα, καθώς και πολλά παλαιά χειρόγραφα και κώδικες. Ή σχολή των Βραγγιανών αναδείχθηκε σε ένα περίπυστο κέντρο ανώτερων σπουδών, γνωστό στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης ως Ελληνομουσείον των Αγράφων (1661-1781). Ό Ευγένιος Γιαννούλης σχολάρχησε και δίδαξε στη νέα σχολή του επί μία εικοσαετία, έως την τελευτή του (1662-1682). Εκτός από τον Ευγένιο Γιαννούλη, τον Αναστάσιο Γόρδιο και τον Θεοφάνη Ρίζο, στη σχολή δίδαξαν και λόγιοι σοφοί από άλλες περιφέρειες.
6. Η μέθοδος και το πρόγραμμα διδασκαλίας στη σχολή των Βραγγιανών
Η σχολή των Βραγγιανών ήταν ανώτερη σχολή. Ωστόσο υπήρχε μία τάξη αρχαρίων, στην οποία δίδασκε ο ίδιος ο Ευγένιος Γιαννούλης Θρησκευτικά, Φιλοσοφία, Λατινικά, Γεωγραφία, Αστρονομία και Επιστολογραφία. Ο μαθητής του και διάδοχός του στη διεύθυνση της σχολής Αναστάσιος Γόρδιος δίδασκε Εισαγωγή στις Επιστήμες, Θεολογία, Κλασική Φιλολογία, Φιλοσοφία και Φυσικομαθηματικές Επιστήμες. Ο Γόρδιος ήταν υπεύθυνος και για τη συγγραφή των σχετικών διδακτικών βιβλίων.
Η σχολή των Μεγάλων Βραγγιανών έλαμψε έναν περίπου αιώνα και σηματο-δότησε την πορεία του υπόδουλου ελληνικού έθνους. Λειτούργησε σε πλήρη ακμή τουλάχιστον έως το 1770. Τα Ορλωφικά είχαν κυριολεκτικά καταλυτικές συνέπειες για την σχολή. Τότε, ή σχολή ανέστειλε την λειτουργία της και η σπουδαία βιβλιοθήκη της, αποτελούμενη κυρίως από τη μεγάλη συλλογή του Αναστασίου Γορδίου, αληθινό εθνικό θησαυροφυλάκιο, διασκορπίσθηκε και ένα μέρος της περιήλθε στην αρχοντική οικογένεια Τσολάκογλου από τη Ρεντίνα, για να καταστραφεί τελικά από πυρκαγιά κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 με πρωτοβουλία του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Ό Δημήτριος Τσολάκογλου «περί τους χιλίους τόμους εκ της του Γορδίου πο-λυτίμου βιβλιοθήκης αφήρεσε και κατείχεν εν τη οικία του, εν οις υπήρχον και τινα εν μεμβράναις αρχαία χειρόγραφα».
Η πνευματική παρουσία του Ευγενίου Γιαννούλη στην Ευρυτανία ήταν μια εξαιρετική συγκυρία για την οργάνωση και τη διάδοση της ελληνικής παιδείας. Ως πνευματική προσωπικότητα, τέκνο της πλησιόχωρης κοινότητας του Μεγάλου Δένδρου Αιτωλίας, ανατράφηκε και γαλουχήθηκε στο άμεσο περιβάλλον του Πατριάρχη Κυρίλλου Λουκάρεως, του φιλοσόφου Θεοφίλου Κορυδαλλέως και του λογίου Ιωάννη Καρυοφύλλη, των τριών κορυφαίων διαφωτιστών της εποχής, οι οποίοι προσπάθησαν να απελευθερώσουν την ελληνική σκέψη από την ιδεολογική και επιστημονική απομόνωση και να τη συνδέσουν με τις καινοφανείς ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού.
Το διαφωτιστικό αυτό ρεύμα ανακόπηκε και ανάμεσα στα θύματα της ιδεολογικής τρομοκρατίας της εποχής υπήρξε, εκτός των τριών διαφωτιστών, και ο ίδιος ο Γιαννούλης, ο οποίος κατηγορήθηκε ως καλβινίζων και μάλιστα καθαιρέθηκε από το ιερατικό αξίωμά του, για να αποκατασταθεί μετά από λίγο χρόνο. Τα πνευματικά φώτα και τις εμπειρίες του ο Γιαννούλης μετέφερε στο κέντρο της Ελλάδας και στα πυ-ρίφλεκτα Άγραφα, στα οποία, εκτός της ιδιότητάς του ως ιδρυτή των σχολών τους, έγινε και υπερασπιστής των δικαιωμάτων των πτωχών, ένεκα των οποίων στις 20-12-1641 φυλακίσθηκε για το κοινωνικό έργο του στο Αιτωλικό, σχολάρχης ων της εκεί σχολής. Αποφυλακίσθηκε κατόπιν λαϊκού συναγερμού και κατέστη επικριτής των κακών προεστώτων των στύλων της τυραννίδος και σκληρός επιτιμητής των κακών κληρικών. Και δεν ήταν μόνο η ξένη τυραννία, που απειλούσε το Γένος, αλλά και οι πολλοί χριστιανοί άρχοντες, οι οποίοι έγιναν επιλήσμονες θείων και ανθρωπίνων νόμων και συμπεριφέρονταν ως λύκοι επί τα πρόβατα.
Ταυτοχρόνως, ως κληρονόμος της αρχαίας ελληνικής παιδείας, τοποθετούσε στην κορυφή των αξιών την αρετή ως ήθος, ως σκέψη, ως πράξη, ως συμπεριφο¬ρά, ως φρόνηση και ως μέτρο ηθικής αυτοκαταξίωσης του ανθρώπου. Διδάσκαλος με την ευρεία σημασία του όρου ό Ευγένιος Γιαννούλης, του οποίου τα εκπαιδευτικά προσόντα ήταν πολύπλευρα και η πνευματική αναστροφή του με τους αρχαίους Έλληνες ποιητές και φιλοσόφους ουσιαστική και όχι επίπλαστη. Υπήρξε κάτοχος «της θύραθεν φιλοσοφίας και της ιεράς θεολογίας».
Το ενδιαφέρον του για την Ευρυτανία δεν περιορίσθηκε μόνο στη διδασκαλία, αλλά εκδηλώθηκε και με τις ενέργειές του προς επίσημα πολιτικά πρόσωπα της εποχής και απόδημους Ευρυτάνες. Όταν ο Ιωάννης Καρυοφύλλης έγινε το 1667 μέγας βεστιάριος στην Ηγεμονία της Βλαχίας, ο Γιαννούλης του έγραψε να ενδιαφερθεί ιδιαίτερα για την περιοχή των Αγράφων, υπενθυμίζοντας στον Έλληνα αξιωματούχο ότι και αυτός εκεί είχε τις ρίζες του.
7.Ή τελευτή του
Ο Ευγένιος Γιαννούλης μετά από σύντομη επίσκεψη στο Καρπενήσι και στα γνωστά του μέρη της Αιτωλίας επανήλθε το 1680 στη Γούβα των Βραγγιανών και στις 5 Αυγούστου του 1682, τελευτήσας τον βίον, εκοιμήθη εν Κυρίω.Το διαφωτιστικό και φιλοσοφικό έργο του Ευγενίου Γιαννούλη του Αιτωλού ήταν σπουδαιότατο και αναγνωρίσθηκε από τον ελληνικό λαό, την εκκλησία και την ελληνική Πολιτεία. Πάρα πολλοί μαθητές, οι οποίοι αποφοίτησαν από τις σχολές του Ευγενίου Γιαννούλη του Αιτωλού αναδείχθηκαν και έγιναν πατριάρχες, επίσκοποι και καθηγητές σε άλλες σχολές του υπόδουλου Ελληνισμού.
Για το πολυσήμαντο έργο του ο Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός το 1982 ανα-κηρύχθηκε Όσιος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και η μνήμη του εορτάζεται στις 5 Αυγούστου εκάστου ενιαυτού.
Β΄ Αναστάσιος Γόρδιος (1654-1729)
Από τους σπουδαιότερους εισηγητές της διδασκαλίας των επιστημονικών γνώσεων στο Έλληνομουσείον των Αγράφων, υπήρξε αναμφισβήτητα ό Αναστάσιος Γόρδιος, ο επιφανέστερος μαθητής, αντάξιος διάδοχος και συνεχιστής του εκπαιδευτικού έργου του Ευγενίου Γιαννούλη του Αι¬τωλού.
1.Καταγωγή και σπουδές
Ο Αναστάσιος Γόρδιος γεννήθηκε στα Μεγάλα Βραγγιανά Ευρυτανίας το 1654. Στη γενέτειρά του έμαθε τα κοινά γράμματα. Ο Ευγένιος Γιαννούλης τον δέχθηκε στην ανώτερη σχολή του Καρπενησίου το 1674 και διέγνωσε το ήθος και τη φιλομάθεια του Αναστασίου. Το 1676 τον έστειλε για ευρύτερες σπουδές στην Αθή-να, στην οποία άκουσε διδασκάλους, όπως τον Ιωάννη Μπενιζέλο και τον Νικόδημο Μαζαράκη. Ό τελευταίος εκτίμησε τις πνευματικές ικανότητες του νεαρού μοναχού και το 1679 τον έπεμψε στην Ιταλία για ανώτερες σπουδές. Στην Πάδοβα και στο Πατάβιο Πανεπιστήμιο ο Γόρδιος πραγματοποίησε επιτυχείς φιλοσοφικές, φιλολογικές, θεολογικές και ιατρικές σπουδές. Μετ’ ου πολύ συνέχισε στην Ρώμη σπουδές στις φυσικομαθηματικές επιστήμες.
Ο σύγχρονός του Προκόπιος Πάμπερης βιογραφεί εν ολίγαις λέξεσι τον Αναστάσιο Γόρδιο: «Αναστάσιος Γόρδιος, Ιερομόναχος εξ Ευρυτανίας, ανήρ ελλόγιμος και πολυμαθής, ειδήμων της ελληνικής και της λατινικής γλώσσης, πεπαιδευμένος την τε θύραθεν παιδείαν και την ιεράν θεολογίαν, ιεροκήρυξ. Ηκροάσατο και των εν Ιταλία σοφών. Μελετά και αναγιγνώσκει τας θείας Γραφάς, βίον ήσυχον και άθόρυβον μετερχόμενος».
2. Ή εκπαιδευτική δράση του
Ο Αναστάσιος Γόρδιος ήταν πολυμερέστατη φυσιογνωμία, άριστος γνώστης της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας, κάτοχος της λατινικής, ιταλικής και γαλλικής γλωσσών. Παράλληλα προς τα εκπαιδευτικά και διδακτικά καθήκοντά του, ως επιστήμων ιατρός προσέφερε τις πολύτιμες υπηρεσίες του επ’ αγαθώ των συνανθρώπων της περιοχής του. Αν και είχε προτάσεις να παραμείνει σε ξένα πανεπι-στήμια ή να καταλάβει υψηλές θέσεις σε αυλές Ηγεμόνων, με δαψιλείς αμοιβές, ο Γόρδιος, όπως γράφει σε μία επιστολή του, προτίμησε να επιστρέψει στην υπόδουλη πατρίδα του, για να διαφωτίσει τους νέους και να τους διαπαιδαγωγήσει προς έλευθερίαν.
Εκτός από τη μακρόχρονη διδασκαλία στη γενέτειρά του, στα Μεγάλα Βραγγιανά (1710-1729), ό Γόρδιος δίδαξε στη σχολή των Τρικάλων (1679-1682), στη σχολή του Καρπενησίου (1689-1692), ίσως και στη σχολή των Πατρών, στη σχολή του Αιτωλικού (1695-1698 και 1704-1710).
Ο Αναστάσιος Γόρδιος δίδασκε Εισαγωγή στις Επιστήμες, Θεολογία, Κλασική Φιλολογία, Φιλοσοφία και Φυσικομαθηματικές Επιστήμες. Ενδιαφερόταν και για τη συγγραφή των σχετικών διδακτικών βιβλίων. Αλλά εκτός από το σημαντικότατο έργο του ως διδασκάλου αξιόλογη για την εποχή του υπήρξε η δωρεάν κοινωφελής προσφορά του ως ιατρού. Σε πολλές επιστολές του προς ασθενείς, οι οποίοι του ζητούν συμβουλές, υπάρχουν οι ιατροθεραπευτικές και φαρμακευτικές έγγραφες οδηγίες του, οι οποίες δείχνουν και σ’ αυτόν τον τομέα τις γνώσεις του και την αξιοθαύμαστη ευσυνειδησία και ανιδιοτέλειά του.
Ο Δ. Χατζηπολυζώης, πολυμαθής και αυτός Διδάσκαλος του Γένους και εξ Αγράφων ορμώμενος, γράφει περί του Γορδίου μεγαληγόρως: «Σοφώτατος και οσιώτατος Αναστάσιος Γόρδιος ο πάνυ, ον Βραγγιανά Αγράφων πολίχνιον Σταγείροις τε και Κιτίω περί της σεμνότητος του κλέους ερίζει. Ουχ όπως γαρ τη θύραθεν σοφία κομών, αλλά και τη καθ’ ημάς υπερφυή τε και ιερά, ο ιερώτατος Γόρδιος, το δε μέγιστον πολλώ, μα τους λόγους, τω μέτρω και Αριστοτέλους αυτού και Ζήνωνος υπερανέστηκε».
Ο Αναστάσιος Γόρδιος, υπήρξε ίσως μοναδικό φαινόμενο λογίου, ο οποίος αφιέρωσε 24 συναπτά έτη σε σπουδές και 42 έτη στη διδασκαλία των ελληνικών γραμμάτων. Τα περισσότερα έτη τα ανάλωσε στη σχολή των Μεγάλων Βραγγιανών.
3.Τα συγγραφικά έργα του
Ευρυμαθής και λόγιος, συνθέτης επιγραμμάτων, καθώς και μεταφραστής έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στην κοινή ελληνική ο Γόρδιος έγραψε βιβλία ποικίλου περιεχομένου, όπως:
α) Φιλοσοφικά-Φιλολογικά
– Εισαγωγή εις την Ρητορικήν (1696).
– Συντομωτάτη Έκθεσις Λογικής (Αιτωλικό 1701).
– Βίοι των φιλοσόφων υπό Διογένους Λαερτίου (μτφρ.).
– Επιγράμματα.
– Λεξικόν της καθομιλουμένης ελληνικής γλώσσης.
– Περί της κατά λόγον ποσότητος των συλλαβών.
– Περί των οκτώ του λόγου μερών.
– Περί των τελικών ονομάτων και των μέσων ορθογραφίας.
– Ποιήματα και επιγράμματα.
– Πονημάτιον περί ορθογραφίας.
β) Βιογραφίες
֊ Ακολουθία του Οικουμενίου επισκόπου Τρίκκης και του Αχιλλείου επισκόπου Λαρίσης.
– Βίος Ευγενίου Ιωαννουλίου [Γιαννούλη] του Αιτωλού (1703).
– Βίος Θεοφίλου Κορυδαλλέως.
– Βίος και ακολουθία του Νεομάρτυρος Σεραφείμ αρχιεπισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου.
– Βίος του εν αγίοις πατρός ημών Βησσαρίωνος αρχιεπισκόπου Λαρίσης (Βουκουρέστι 1703).
– Η Διαθήκη του, υπαγορευθείσα υπό του ιδίου εις τον αδελφόν του Ευγένιον Γόρδιον.
– Στιχηρά εις τον Άγιον Αχίλλειον ψαλλόμενα την 15ην Μαΐου.
γ) Θεολογικά-Ίστορικά
֊ Απαρίθμησις απασών των εν τη περιφήμω πόλει Ζακύνθω ευρισκομένων ευαγών εκκλησιών.
– Διδαχαί των Αγίων Αποστόλων.
– Επί της ευλογίας του άρτου υπό του ιερέως.
-Ηρωοελεγείον εις το ιερόν τέμπλον του Ναού της Αγίας Παρασκευής Βραγγιανών.
– Κατά τον Φώτιον των ανεγνωσμένων.
– Κατάλογος χειρογράφων της ιεράς μονής Τατάρνης.
-Περί του τι έστιν η βασιλεία του Μωάμεθ. Βιβλίον κατά Μωάμεθ και κατά Λατίνων.
– Περί του ότι ο Χριστός είναι υιός Θεού και Θεός.
– Ταυτί τα ιαμβικά επιγράμματα των εν Ζακύνθω εκκλησιών.
-Τρεις λειτουργίαι, ήτοι Ιωάννου Χρυσοστόμου, Μεγάλου Βασιλείου και Προηγιασμένων.
֊ Υπομνήματα ακροατικά.
δ) Ιατρικά-Φυσιογνωστικά֊
-Ιατρικαί Συνταγαί.
– Ονείρων κρίσεις δια [40] στίχων ιαμβικών.
-Ονομασία των τετραπόδων, ζωυφίων, πτηνών, ιχθύων, δένδρων, οπωρών τε και βοτάνων.
֊ Παράφρασις των αφορισμών του Ιπποκράτους.
– Φυσικόν ονοματολόγιον ή Λεξικόν της φυσικής ιστορίας.
ε) Επιστολές
Ο Αναστάσιος Γόρδιος υπήρξε σημαντικός επιστολογράφος της εποχής του, αξιοποίησε την επιστολογραφική παράδοση της εποχής του αλλά και την επιστολογραφική εμπειρία του δασκάλου του Ευγενίου Γιαννούλη. Έγραψε 750 ‘Επιστολές (1675-1728), αρκετές για θέματα οργάνωσης και λειτουργίας των σχολείων της εποχής και άλλες για ποικίλα θέματα θρησκευτικού, ηθικού, γλωσσικού ή ιατρικού περιεχομένου. Οι επιστολές αποκαλύπτουν πτυχές της πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και πνευματικής ζωής του ορεινού χώρου του αρματολικιού των Αγράφων κατά τους 17ο και 18ο αιώνες, ενώ παράλληλα εμπλουτίζουν την προσωπογραφία του Νέου Ελληνισμού. Σπουδαία είναι η σημασία των επιστολών ως πηγών της ιστορίας, αφού αποτελούν αξιόπιστες και χρήσιμες πηγές πλη¬ροφοριών για την κατάσταση στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο 1675-1728 στο επίπεδο της μικροϊστορίας. Συγχρόνως αποτελούν κείμενα της νεοελληνικής γραμματείας με λογοτεχνική αξία και γλωσσικό ενδια¬φέρον.
Από το περιεχόμενο των επιστολών του Αναστασίου Γορδίου συνάγεται αβίαστα η μεγάλη συμβολή του στην κοινωνική και πνευματική ζωή των Ελλήνων της περιοχής των Αγράφων. Γράφει προς συμπατριώτη του: «Είχα και εγώ πολύν καιρόν, οπού έλειψα από την πατρίδα μας από κάποιας αφορμάς ευλόγους, όχι τόσους χρόνους ωσάν την εντιμότητά σου αλλά διπλόν και τρίδιπλον. Και με όλον τούτο, όπου δεν είχα εδώ ούτε σπίτι ούτε γυναίκα ούτε παιδία, εγύρισα πάλιν και ήλθα δια μόνην την πατρίδα, και πάλιν εστενοχωρήθηκα να εύγω να υπάγω εις τόπους, όπου με εγύρευαν, δια να περάσω καλλίτερα. Αλλά δεν ευγήκα, όχι δι’ άλλο τίποτε, παρά μόνον δια το χρέος, όπου έχει ο άνθρωπος να ευρίσκεται εις την πατρίδα του, η οποία έχει τα δευτερεία των γονέων του, του πατρός δηλονότι και της μητρός του. και οι παλαιοί Κρητικοί δεν την έλεγαν πατρίδα αλλά και μητρίδα».
Πολλές επιστολές περιέχουν υποδείξεις θεραπείας ασθενειών συμπατριωτών του γνωρίζουμε ότι ο Γόρδιος διέθετε ιατρικές γνώσεις. Σε όλες τις περιπτώσεις προτείνει πρακτικές θεραπείες με βότανα και τροφές: «Ορίζεις ότι σε σφάζει απάνου εις τα πάκια. Το λοιπόν, βάνε απάνου συχνά κεγχρί και αλάτι ζεστόν με πίτυρα ανακατεμένον, όσον να το δέχεσαι, βαλμένον και ραμμένον μέσα εις μίαν σακκούλαν μάλινην, ήγουν τζαντίλαν ακόμη, βάλε να σου κολλήσουν και δύο βεντούζαις. Ορίζεις ότι έχεις βήχα. Εις αυτό να γυρεύσης να εύρης γλυκόρριζον, όπου και αν ευρεθή, να το βράζης, να το πίνης ωσάν καφέ. Η ρακή ας λείπη ολότελα. Τα φαγητά σου λεπτά και καλοχώνευτα. Κρέατα χοίρεια, γελαδινά, τράγεια και πρόβεια, παλαιά να μην τρώγης. Χέλυα, αλμυρά πράγματα και ξυνά, δεν πρέπει ουδέ εις τον ύπνον σου να τα ιδής, και από ταύτα φυλάγου. Από δε τα άλλα φαγητά τρώγε σύμμετρα».
Οι συμπατριώτες του προστρέχουν στον Αναστάσιο όχι μόνο για προσωπικές αλλά και για κοινές υποθέσεις. Έτσι, γράφει το 1705 εκ μέρους των κατοίκων της περιοχής προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γαβριήλ Γ΄, με θέμα την απαλλαγή τους από τους αναλογούντες φόρους: «Ήδη το πλείστον μέρος τήσδε της επαρχίας εν χρω κινδύνου καθέστηκεν ως και πανωλεθρίαν όσον ούπω μέλλουσαν έσεσθαι περιμένειν, το μεν υπό των κατ’ έτος αυτώ προστιθεμένων βαρυτάτων τελών, το δε υπό των απανταχόθεν ύδρας πολυκεφάλου δίκην αυτό περιστοιχιζόντων, και μυσών (ό δη λέγεται) λείαν πάντα ποιουμένων ανδρών, ουχ όπως εφ’ αρπαγή των υπαρχόντων αυτών και κλοπή αλλά δη και του βίου προ τούτων και μετά τούτων στερήσει, πυρί και ξίφεσι πάντων προσπαλαιόντων ανά τους α¬γρούς, ανά τας οικίας, ανά τας οδούς, ώστε τον βίον τοις λειπομένοις αβίωτον ή μηδόλως βίον είναι νομίζεσθαι της προς θάνατον μάλλον φερούσης αεί προ οφθαλμών ούσης».
Η μεγάλη βιβλιοφιλία του Γορδίου είναι γνωστή. Έγραψε σε κάποιο φίλο του: «Εγώ, έως οπού αναπνέω, βιβλία προσκείσθαι βούλομαι. Και αν είχα και θησαυρόν χρημάτων, ήθελα τον έξοδιάσει εις θησαυρόν βιβλίων».
Πολλές επιστολές του Γορδίου αναφέρονται σε αναζήτηση βιβλίων και σε θέματα παιδείας, ενώ υπάρχουν πολλές έμμεσες πληροφορίες για τα ίδια θέματα. Ό Αναστάσιος ήταν ένας από τους πλέον μορφωμένους Έλληνες της εποχής του. Διέθετε υψηλή κατάρτιση στη φιλοσοφία και στη θεολογία. Αρκετές επιστολές του τις γράφει σε εκπληκτικά αρχαία ελληνικά. Οι πολυσχιδείς σπουδές του ήταν ή απόδειξη της ανώτερης πνευματικότητάς του. «Ζήτηση βιβλίων, δανεισμοί, ανταλλαγές, βιβλιοδεσίες περνούν και ξαναπερνούν μέσα από τις επιστολές του Γορδίου», γρά¬φει ό Κ. Θ. Δημαράς.
Με υπόδειξη του προσωπικού φίλου και συμφοιτητή του στο Πατάβιο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, διακεκριμένου Φαναριώτη λογίου Νικολάου Μαυροκορδάτου, συνέταξε ο σοφός ιερομόναχος στην αρχαία ελληνική και στη δημοτική γλώσσα βοτανολογικό και ζωολογικό ονοματολόγιο, προδρομικό στο είδος του. Συγχρόνως, έγραψε διάφορες θεολογικές διατριβές και επιχείρησε ερμηνεία της ιστορίας με την Αποκάλυψη με έντονο αντιμωαμεθανικό και αντιπαπικό χαρακτήρα. Είναι φανερό ότι το τελευταίο έργο εγράφη με πρόθεση να ενισχύσει τους διωκόμενους από τους Οθωμανούς Τούρκους Χριστιανούς και να υποδαυλίσει την ελπίδα για μία επικείμενη απελευθέρωση. Μερικά από τα έργα του Γορδίου εκδόθηκαν στο Βουκουρέστι, στη Μοσχόπολη και στη Βιέννη, ενώ άλλα έμειναν αντιγραμμένα σε κώδικες μοναστηριών ή βιβλιοθηκών.
4.Η τελευτή του
Ο Αναστάσιος Γόρδιος εκοιμήθη εν Κυρίω στις 7 Ιουνίου του 1729 και ενταφιάσθηκε την επόμενη ημέρα Κυριακή, πλησίον του διδασκάλου του Ευγενίου Γιαννούλη, στο νάρθηκα του ιερού ναού της Αγίας Παρασκευής, στη Γούβα των Μεγάλων Βραγγιανών Ευρυτανίας. Ετελεύτησε τον βίον πτωχός, όπως γεννήθηκε, αλλά έμεινε γνωστός ο πλούτος της ευγένειάς του, η αυτογνωσία του, η φιλανθρωπία του και η έμπρακτη αγάπη του προς τη γενέτειρα πατρίδα του. Η διαθήκη του, η οποία είχε πνευματικό περιεχόμενο, δείχνει το απέραντο μεγαλείο της ψυχής αυτού του ταπεινόφρονα ιερομονάχου και μεγάλου επιστήμονα. Την αρετή και την ευρεία μόρφωση του Αναστασίου Γορδίου πολλοί θαύμασαν και επαίνεσαν. Το διδακτικό και συγγραφικό έργο του υπήρξε πολύ μεγάλο και πολύ αξιόλογο. Και μόνο οι πολυπληθείς επιστολές του, σε απλή γλώσσα, αποτελούν ανεκτίμητο θησαυρό.
Διάδοχος και συνεχιστής του Αναστασίου Γορδίου στο Ελληνομουσείον Αγράφων των Μεγάλων Βραγγιανών (1729-1734) αναδείχθηκε ο Θεοφάνης Ρίζος ο Φουρνιώτης, ο οποίος είχε μαθητή του τον Κοσμά Αιτωλό, συμπολίτη του Ευγενίου Γιαννούλη και αργότερα έθναπόστολο. Μετά τη φθίνουσα πορεία του Έλληνομουσείου ο Θεοφάνης αναχώρησε και δίδαξε στις σχολές των Ιωαννίνων, του Τυρνάβου και, τέλος, στη γενέτειρά του, στη σχολή της Φουρνάς. Το Έλληνομουσείον Αγράφων λειτούργησε έως το 1781.
5.Εις μνημόσυνον αίώνιον
Οι διδάσκαλοι των σχολών των Άγραφων δια της ευαρέστου πολιτείας αυτών, δια της από στόματος διδασκαλίας εν τη σχολή και δια του απ’ άμβωνος κηρύγματος εν υπαίθρω και εν χωρίοις και δια της εν γένει κοινωνικής προστασίας των δεομένων αυτής εγένοντο όντως μεγάλοι Διδάσκαλοι και ευεργέται του Ελληνικού Γένους, το οποίον ευγνώμον διατηρεί πάντοτε την χάριν αΐδιον.

Δρ. Παναγτιώτης Νταβαρίνος
Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων

Βιβλιογραφία
Βασιλείου Π. 19832, Ο μεγάλος Διδάσκαλος του Γένους Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός και οι σπουδαιότεροι μαθητές των Σχολών των Αγράφων, Ιστορικές Εκδόσεις Στέφ. Βασιλόπουλος, Αθήνα
Βασιλείου Π. «Ο Αναστάσιος Γόρδιος και το έργον του (1654-1729)», Θεσσαλικά Χρονικά, 10 (1971), σς 129-156
Γκιόλιας Μ. 1986, Συμβολή στην ιστορία του κοινωνικού και πολιτιστικού χώρου της Ευρυτανίας και των Αγράφων κατά την Τουρκοκρατία, Αθήνα
Δημαράς Κ.Θ. 19857 Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδ. Ίκαρος, Αθήνα
Λάμπρου Σπ. «Βίος Ευγενίου Ιωαννουλίου [Γιαννούλη] του Αιτωλού υπό Αναστασίου Γορδίου», Νέος Ελληνομνήμων, 4 (1907),σς 27-82
Νημάς Θ.1995, Η εκπαίδευση στη Δυτική Θεσσαλία κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Συμβολή στη μελέτη του Θεσσαλικού Διαφωτισμού, Εκδ. Οίκος Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη
Τσιώλης Κ. (Επιμελ.) 2005, Πρακτικά Ημερίδας Πολιτιστικού Συλλόγου Βραγγιανιτών «Αναστάσιος Γόρδιος» με θέμα: Ο Αναστάσιος Γόρδιος και η περιοχή των Αγράφων, Μεγάλα Βραγγιανά, 25 Ιουλίου 2004, Αθήνα 2005.

SUMMARY
Scholars of Neohellenic Enlightment in Agrapha under Ottoman Domination (17th – 18th century: Eugenios Gianoulis-Aitolos andAnastassios Gordios

A.Eugenios Giannoulis Aitolos (1597-1682)
He was clergyman and scholar, one of the nation’s most remarkable Teachers in the 17th century. He was the founder of celebrated Schools in Agrafa. With a Singilium by the Ecumenical Patri¬arch Kirill Loukaris, Eugenios Giannoulis Aitolos was appointed headmaster at the School of Arta in 1639, where he taught philosophy and theology at several students, amongst them Jacob, later Bishop of Agrafa. From the School of Arta he was transferred in 1640 as principal at the School Aitolikon. He also taught at the School of Missolonghi (1642-1644). From 1645 to 1661 he was the principal at the School of Karpenissi and headmaster from 1661 to 1673 at the School in Great Vrangiana.
His writings: Ecclesiastical Rhetoric, Biography, Letters. The School of Vran-giana was an Upper School. However, there was a freshmen seminar, where he himself taught Religion, Philosophy, Latin, Geography, Astronomy and Letter-writing. His student and successor at the School, Anastassios Gordios taught Introduction to Science, Theology, Classical Literature, Philosophy and Physics. Gordios cared for the writing of textbooks.
B. Anastassios Gordios (1654-1729)
People the greatest contributors of teach¬ing scientific knowledge Ellinomou-sion of Agrafa was undoubtedly Anastassios Gordios, the most distinguished student, worthy successor and the one who carried on with the educational work of Eugenios Giannoulis-Aitolos. Anastassios Gordios was of meddlesome character had excellent knowledge of ancient Greek and Latin literature and profound command of Latin, Italian and French. In addition to his educational and teaching duties, he offered his valuable services as a physician for the good of others in his area. Although he re-ceived invitations to remain in foreign universities or to occupy high positions near rulers abroad, with lavish pay, Gordios, as he writes in a letter, chose to return to his enslaved homeland to enlighten young people and to educate them to freedom.
Apart from long-term teaching in the Great Vrangiana (1710-1729), where he originated from, Gordios taught at the School of Trikala (1679-1682) as well. His writings: An erudite scholar, epigrams composer and translator of ancient Greek lite-rature in the common Greek, Gordios wrote books of varied content, including: Literary- Philosophical, Theological-Historical, Biography, Medical- Naturalist, 750 letters (1675-1728), many of which referred to the organization and operation of schools of his time, where others dealt with a variety of other topics of religious, moral, linguistic or medical content.

Ο Γερμανικός Διαφωτισμός και ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός

Γερμανικός Διαφωτισμός και Νεοελληνικός Διαφωτισμός

Ο Γερμανικός Διαφωτισμός και οι επιδράσεις του στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό

Ο γερμανικός ορθολογικός διαφωτισμός ως πνευματικό κίνημα εντάσσεται στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Δεν είχε όμως τις ανάλογες κοινωνικές προεκτάσεις της εποχής του, οι οποίες εκδηλώθηκαν στην Αγγλία ή τη Γαλλία. Ο όρος Διαφωτισμός (Aufklaerung) διατυπώθηκε από τον Johann Christoph Gottsched (1700-1766), ο οποίος υπήρξε ο πρώτος «νεολόγος» του γερμανικού διαφωτισμού.
Ο διαφωτισμός στη Γερμανία, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ως η μεγαλύτερη πνευματική κίνηση βασίσθηκε στον Ανθρωπισμό, τη Φιλοσοφία και τις Φυσικές Επιστήμες. Οι πρώτοι ανθρωπιστές του 14ου αιώνα (Rudolf Agricola, Thomas Murner, Beatus Rhenanus κ.ά.) έθεσαν τις βάσεις για την ανάπτυξη της γνώσης και την επικράτηση του ορθού λόγου. Οι ανθρωπιστές του 15ου αιώνα (Erasmus von Rotterdam, Johannes Reuchlin -Kapnion, Ulrich von Hutten) διακήρυξαν την εμπιστοσύ-νη τους στη λογική ικανότητα του ανθρώπου και ότι το σκότος δεν θα εμποδίσει το φως κατά το λατινικό λόγιο: Non velat umbra diem (το σκότος δεν θα σκεπάσει την ημέρα).
Ο ανθρωπισμός υπήρξε, επίσης, βάση και του μεγάλου κοινωνικοί) κι¬νήματος της Μεταρρύθμισης (Martin Luther, Philipp Schwarzerde-Melanchthon), το οποίο προήγαγε τον κριτικό έλεγχο των παραδεδομένων δομών και έθεσε υπό αμφισβήτηση κάθε αυθεντία. Ο γερμανικός ανθρωπισμός προήλθε κατευθείαν από τη μελέτη και την έρευνα του αρχαίου ελληνικού ανθρωπισμού και υπήρξε ή προϋπόθεση για την ανάπτυξη του πνεύματος της Διαμαρτυρήσεως εναντίον των μεσαιωνικών αντιλήψεων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Ο γερμανικός διαφωτισμός είχε αρκετούς και σπουδαίους εκπροσώπους. Χάριν της ιστορίας του διαφωτισμού παρατίθενται τα ονόματα των κυριοτέρων εκπροσώπων του γερμανικού διαφωτισμού: Gottfried Wilhelm Leibniz (1646-1716), Chris-tian Thomasius (1655-1728), Christian Wolff (1679-1754), Gerlach Adolf von Muenchhausen (1688-1770), Frlederike Karoline Neuber (1697-1760), Johann Christoph Gottsched (1700-1766), Siegmund Jacob Baumgarten (1706-1757), Johann Friedrich Wilhelm Jerusalem (1709-1789), Friedrich der Grosse von Preussen (1712-1786), Jo-hann Wilhelm Ludwig Gleim (1719-1803), Immanuel Kant (1724-1804), Christian Gottlob Herne (1729-1812), Gotthold Ephraim Lessing (1729-1781), Moses Mendelssohn (1729-1786), Johann Georg Hamann (1730-1788), Christoph Martin Wieland (1733-1813), Josef II, Kaiser von Osterreich (1741-1790), Georg Christoph Lichtenberg (1742-1799), Johann Gottfried Herder (1744-1803), Emanuel Schikaneder (1751-1812). Εξ αυτών ό Christian Thomasius πραγματοποίησε την έκδοση του πρώτου γερμανόγλωσσου επιστημονικού περιοδικού «Μηνιαίες Συζητήσεις» (Monatsgespraeche), το όποιο ασκούσε κριτική κατά του λογιοτατισμού του μπαρόκ στην λογοτεχνία, την φιλοσοφία και την πολιτική θεωρία. Υπήρξε ό πρωτοπόρος Γερμανός φιλόσοφος, που υπερέβη την καθιερωμένη λατινική γλώσσα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και έγραψε στην εθνική του γλώσσα. Αργότερα εξέδωσε το σπουδαίο έργο του «Βάσεις του φυσικού δικαίου» (Grundlagen des Naturrechts, 1705), το οποίο περιλάμβανε τη φυσική φιλοσοφία του διαφωτισμού.
Ο Gottlried Wilhelm Leibniz θεμελίωσε φιλοσοφικά την Ιδέα της ηθικής αλήθειας, την οποία θεωρούσε ως προϋπόθεση για την ευτυχία του μέσου ανθρώπου και της κοινωνίας ως συνόλου. Ό Christian Wolff επεξέτεινε τις φιλοσοφικές ιδέες του G.W. Leibniz και δημιούργησε τη γερμανική φιλοσοφική ορολογία. Τα μαθηματικά έργα του ως και τα έργα του περί της Λογικής τον κατέστησαν διάσημο φιλόσοφο ανά την Ευρώπη. Οι ιδέες του Wolff αλλά και του Leibniz είχαν απήχηση στη διδασκαλία και το έργο του Ευγενίου Βουλγάρεως (1716-1806), ο οποίος μελέτησε πολλά έργα τους, παρά την αρχική επιφύλαξή του περί του αν ο γερμανικός ορθολογισμός συνιστά αυθεντική αρχή της υγιούς φιλοσοφίας. Η επίδραση του Wolff φαίνεται στην έκδοση της Λογικής του Βουλγάρεως (1766 στην Λειψία-Leipzig). Τα μαθηματικά έργα του Wolff (Αριθμητική, Γεωμετρία, Τριγωνομετρία) μετέφρασε ελληνιστί ό Νικόλαος Ζερζούλης (1706-1772), Σχολάρχης της Αθωνιάδος Ακαδημίας ως διάδοχος του Ευγενίου Βουλγάρεως και κατόπιν διδάσκαλος της εν Ιασίω Ακαδημίας.
Ο Gotthold Ephrain Lessing εξέφρασε τις απόψεις του περί της ανεξιθρησκείας και της πνευματικής ανοχής με το έργο του «Νάθαν ο Σοφός» (Nathan der Weise, 1779) και τις ιδέες του περί του ανθρωπισμού με το διαφωτιστικό έργο του «Ή αγωγή του ανθρώπινου γένους» (Die Erziehung des Menschengeschlechts, 1780). Ο Φρειδερίκος Β’ (ο Μέγας) της Πρωσίας ως εκπρόσωπος της πεφωτισμένης δεσποτείας έγραψε το έργο «Anti-Machiavel» (1745), το οποίο είναι αποτέλεσμα των επιδράσεων του Voltaire (F. Μ. Arouet, 1694-1778) στη σκέψη του εστεμμένου φιλοσόφου.
Ο μεγαλύτερος φιλόσοφος του γερμανικού διαφωτισμού υπήρξε ό Immanuel Kant. Τα κλασικά έργα του «Κριτική του καθαρού λόγου» (Kritik der reinen Vernunft, 1781) και «Κριτική του πρακτικού λόγου» (Kritik der praktischen Vernunft, 1788) μελετώνται μέχρι σήμερα. Ο Kant στις 30 Σεπτεμβρίου 1784 διατύπωσε σε σχετικό άρθρο του το ερώτημα: Τί είναι Διαφωτισμός; (Was ist Aufklaerung?) και έδωσε ο ίδιος τον περίφημο γνωστό ορισμό: «Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανω¬ριμότητά του για την οποία είναι υπεύθυνος ο ίδιος) (Aufklaerung ist der Ausgang des Menshen aus seiner selbstverschuldeten Unmuen-digkeit).
Ο γερμανικός διαφωτισμός ως προέκταση των μεγάλων πνευματικών κινημάτων του ανθρωπισμού και της μεταρρύθμισης επέδρασε σημαντικά στη δημιουργία και τη διάδοση της λεγόμενης «διανοητικής επανάστασης» των ανθρώπων κατά τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη. Δεν συνετέλεσε όμως σε μία κοινωνική επανάσταση, όπως ο αγγλικός ή ο γαλλικός διαφωτισμός, οι οποίοι οδήγησαν τους λαούς σε μεγάλες ιστο-ρικές επαναστάσεις. Το κοινωνικό κίνημα στη Γερμανία υπετάγη ολοσχερώς από την απολυταρχία των Ηγεμόνων με τον επονομαζόμενο «Πόλεμο των Χωρικών» (1525) κατά την εποχή της Μεταρρύθμισης και έκτοτε δεν ανέκτησε τις επαναστατικές δυνάμεις του. Ο επαναστατικός άνεμος έπνευσε αργότερα και μόνο για λίγο στο Βερολίνο στις 18 Μαρτίου του 1848. Ή λαϊκή εξέγερση, που εκδηλώθηκε, κατέληξε στην Εθνοσυνέλευση του Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, χωρίς όμως να πραγματοποιήσει τους εθνικούς και κοινωνικούς στόχους της, εξαιτίας κυρίως της αντίδρασης των Γερμανών Ηγεμόνων.
Η γερμανική φιλοσοφία του Διαφωτισμού σε αντίθεση προς τις απολυταρχικές δομές, που υπήρχαν στην κοινωνία, διατήρησε και την πνευματική ισχύ της και τη χρονική διάρκειά της. Οι εκπρόσωποί της προέτρεπαν, με τα συγγράμματά τους, τους αναγνώστες να τολμήσουν την έξοδο από την ανωριμότητά τους με βάση το λόγο του Ορατίου: «Τόλμα να μαθαίνεις» (sapere aude). To κίνημα Sturm und Drang (Θύελλα και Ορμή) συνέβαλε στην ανάπτυξη της φιλοσοφίας του αισθήματος της αστικής τάξης και της δημιουργίας του οικουμενικού ανθρωπισμού.
Μετά την πτώση του Βυζαντίου οι Έλληνες φιλόσοφοι μετέβησαν στις Χώρες της Δυτικής Ευρώπης και συνέβαλαν στη διδασκαλία και τη διάδοση των ανθρωπιστικών ιδεών. Το υπόδουλο Ελληνικό Γένος δεν είχε πλέον άλλη πνευματική διέξοδο για απόκτηση παιδείας ειμή μόνο την μετάβαση στη Δύση, για να λάβει τα φώτα της ως «μετακένωση» των ιδεών κατά τον Αδαμάντιο Κοραή (1784-1833) ή ως «μετακομιδή» των επιστημών κατά τον Κωνσταντίνο Κούμα (1777-1836). Η δυτική παιδεία, η οποία είχε αποθησαυρίσει το πνεύμα της κλασικής αρχαιότητας, συνετέλεσε στην αποκατάσταση της επαφής του Ελληνισμού με τη μεγάλη πνευματική παράδοσή του, την οποία αργότερα ήθελε να χρησιμοποιήσει για την Επανάσταση του 1821.
Κατά τις τελευταίες προεπαναστατικές δεκαετίες η νεοελληνική παιδεία απέκτησε θεωρητική βάση λόγω της επαφής των λογίων με την ευρωπαϊκή φιλοσοφική κριτική σκέψη. Ό Κωνσταντίνος Κούμας γράφει ότι «τα της νεωτέρας Ελλάδος φιλοσοφήματα είναι κυρίως μιμήματα της των Ευρωπαίων νεωτέρας φιλοσοφίας». Ή παιδεία σημείωσε στροφή προς το δυτικό πολιτισμό και διαδόθηκε το φιλελεύθερο πνεύμα για την αναγέννηση του έθνους. O Γρηγόριος Κωνσταντάς (1753-1835;), επί-σης, γράφει στον πρόλογο της μετάφρασης του 4τομου ιταλικού έργου του Fr. Soave ότι «εύχομαι να ευρεθή κάποιος από τους ομογενείς μας νέους, που έσπούδασεν εις την Γερμανίαν και έλαβεν την τύχην να πίη τα νάματα αυτής της φιλοσοφίας, να τα μετοχετεύση και εις το γένος μας».
Η επαφή των Ελλήνων λογίων με τη γερμανική φιλοσοφία αναπτύχθηκε ιδιαίτερα μετά τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774). Ή μετατόπιση του εμπορικού ενδιαφέροντος προς την ηπειρωτική Ευρώπη, η δημιουργία των ελληνικών παροικιών στη Βιέννη, η αποκατάσταση της ελευθερίας των ιδεών με το Διάταγμα του αυτοκράτορα της Αυστρίας Ιωσήφ Β’ (1781), όπως επίσης και ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της ελληνικής αστικής τάξης συνέβαλαν στη στροφή των Ελλήνων λογίων προς τη γερμανική παιδεία και φιλοσοφία. Πολλοί Έλληνες νέοι μετέβαιναν για σπουδές στη Γερμανία. Ο Αδαμάντιος Κοραής γράφει στον εν Σμύρνη φίλο και συμμαθητή του Αλέξανδρο Βασιλείου: «όσους [εκ] των ημετέρων γνωρίζεις επιθυμούντας να σοφισθώσιν εκεί (στην πόλη Goettingen) πέμπε τους». Ακόμη και ο J. W. ν. Goethe (1749-1832) δεν έκρυψε το θαυμασμό του για τους Έλληνες φοιτητές στα γερμανικά Πανεπιστήμια. «Δια πολύν καιρό αισθανόμουν μίαν εντελώς ιδιάζουσαν επίδρασιν από τον σημαντικόν αριθμόν των εις Jena και Leipzig σπουδαζόντων νεαρών Ελλήνων. Ο πόθος να εγκολπωθούν την γερμανικήν παιδείαν, τους ήταν πάρα πολύ ζωηρός, καθώς επίσης και ο ζήλος να χρησιμοποιήσουν κάποτε όλην αυτήν την ωφέλειαν εις τον διαφωτισμόν της πατρίδος των» παρατηρεί ο μεγάλος ποιητής.
Οι ονομαστότεροι ‘Έλληνες λόγιοι, οι οποίοι,κατά την προεπαναστατική περί-οδο, σπούδασαν στα Πανεπιστήμια της Wien, του Goettingen, του Leipizig και της Jena πίστευαν ότι «τους Γερμανούς χρείαν έχομεν να μιμηθώμεν, αν θέλωμεν να μην αντιφάσκωμεν, και αυτών τα ίχνη πρέπει να βαδίζωμεν του λοιπού, διά να αναλάβωμεν εαυτοίς την δόξαν και λαμπρότητα των προγόνων μας». Αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένα μόνο ονόματα εκπροσώπων του νεοελληνικού διαφωτισμού, οι οποίοι μετέσχον γερμανικής παιδείας. Ο Άνθιμος Γαζής, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Δανιήλ Φιλιππίδης και ο Αθανάσιος Ψαλίδας σπούδασαν φιλοσοφία και θετικές επιστήμες στη Wien, ο Χριστόδουλος Ακαρνάν (Παμπλέκης) σπούδασε φιλοσοφία στη Wien και στο Leipzig, ο Γεώργιος Γεννάδιος σπούδασε ιατρική στο Leipzig, ο Στέφανος Οικονόμος ιατρική και φιλοσοφία στη Wien και οι Κωνσταντίνος Άσώπιος, Γεώργιος Γλαράκης, Αναστάσιος Πολυζωίδης, Αλέξανδρος Σκυλίτσης, Θεόκλητος Φαρμακίδης και Γεώργιος Ψύλλας σπούδασαν φιλοσοφία και θετικές επιστήμες στο Goettingen. Η απα¬ρίθμηση αυτή δεν εξαντλεί, βεβαίως, τον εκτενή κατάλογο των νέων Ελλήνων, που σπούδασαν σε γερμανικά πανεπιστήμια κατά την προεπαναστατική περίοδο αλλά είναι ενδεικτική της προέλευσης των επιστημονικών και φιλοσοφικών επιδράσεων, οι οποίες ασκήθηκαν στη νεοελληνική παιδεία. Οι προαναφερθέντες λόγιοι δεν ήταν οι μοναδικοί φορείς του γερμανικού πνεύματος στην Ελλάδα. Σημαντικότατες επιδράσεις είχαν και οι μεταφράσεις έργων πολλών γερμανών στοχαστών, όπως παρατηρεί ο Κ.Θ. Δημαράς.
Τα σπουδαία έργα των Imm. Kant, J.G. Fichte, Fr. Schelling, G.W. Leibniz, Chr. Wolff, J.G. Heinnecke, J.G. Herder, Fr. Chr. Baumeister έγιναν γνωστά στους Έλληνες με τις μεταφράσεις. Ιδιαίτερη απήχηση στους Έλληνες λογίους είχαν τα έργα του Johann Gottfied Herder (1744-1803). Συγκεκριμένα το περισπούδαστο έργο του «Ιδέες για τη φιλοσοφία της ιστορίας της ανθρωπότητας» (Ideen zur Philosphie der Geschichte der Menschheit, 1791) μελετήθηκε αναλυτικά από το Θεόδωρο Μανούση (1793-1858), Καθηγητή ‘Ιστορίας στο Οθώνειο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο Μανούσης θεωρούσε το έργο του γερμανού φιλοσόφου «ως το άριστον ιστορικόν σύγγραμμα των νεωτέρων … [και] ως λαμπροτάτην σύνοψιν όλης της ιστορίας του ανθρωπίνου γένους». Ορισμένες μεταφρασμένες μελέτες του Herder περί της ελληνικής αρχαιότητας δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Λόγιος Ερμής» και διήγειραν το ενδιαφέρον πολλών λογίων.
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο Έλληνας Ranke, ο ιδρυτής του ελληνικού ιστορισμού, σπούδασε Ιστορία στο Berlin κατά τα έτη 1832-1834 και εισήγαγε τις αρχές του γερμανικού θετικιστικού ιστορισμού στην Ελλάδα. Οι γερμανικές επιδράσεις συνεχίσθηκαν και μετά την Επανάσταση και την ίδρυση του νεοελληνικού εθνικού κράτους. Η δημιουργία της Εθνικής Βιβλιοθήκης (1832) και η ίδρυση του Πα-νεπιστημίου Αθηνών (1837) είναι δύο ιστορικά γεγονότα, τα οποία καταδεικνύουν τη διείσδυση και την εδραίωση του γερμανικού πνεύματος στη μετεπαναστατική Ελλάδα. Μεταξύ των πρώτων βιβλίων της νεοσύστατης Εθνικής Βιβλιοθήκης τα 110 ήταν γερμανικά βιβλία. Τα γαλλικά ήταν 79, τα Ιταλικά επίσης 79 και τα ελληνικά 393 βιβλία. Η προτίμηση των γερμανικών βιβλίων υπερείχε έναντι των γαλλικών και των ιταλικών.
Το Οθώνειο Πανεπιστήμιο Αθηνών οργανώθηκε κατά το παράδειγμα των γερμανικών Πανεπιστημίων. Μεταξύ των 34 πρωτοδιορισθέντων καθηγητών οι 7 ήταν Γερμανοί και από τους υπολοίπους αρκετοί σπούδασαν στη Γερμανία, όπως ο Κωνσταντίνος Ασώπιος, ο Θεόδωρος Μανούσης, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης και ο Γεώργιος Γεννάδιος. Ο πρώτος Πρύτανις του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Σχινάς σπούδασε στο Berlin και υπήρξε ένθερμος ζηλωτής των γερμανικών διδαγμάτων.
Εκτός «της ωφελείας [των Ελλήνων] εις τον διαφωτισμόν της πατρί¬δος των», όπως έγραφε ό Goethe, υπήρξαν και άλλα σπουδαία αποτελέσματα των γερμανικών επιδράσεων στη νεοελληνική σκέψη και παιδεία. Η περαιτέρω ανάπτυξη των ελληνο-γερμανικών πνευματικών σχέσεων, ιδιαίτερα η μετεκπαίδευση των μεγαλύτερων Ελλήνων παιδαγωγών και φιλοσόφων (π.χ. Δ. Γληνός, Α. Δελμούζος, Ν. Εξαρχόπουλος, Σπ. Καλλιάφας, Σπ. Μωραΐτης, Ε. Παπανούτσος, Μ. Τριανταφυλλίδης) του εικοστού αιώνα σε γερμανικά Πανεπιστήμια είναι άλλη μία προέκταση των γερμανικών επιδράσεων στη νεοελληνική παιδεία.

ZUSAMMEFASSUNG
Die Deutsche Aufklaerung und ihre Einfluesse in der Neugriechischen Aufklaerung

Waehrend der letzten vorrevolutionaeren Jahrzehnte erlangte die neugriechische Kultur theoretische Grundlagen aufgrund der Beziehung der Gelehrten zum europaeischen philosophischen kritischen Denken.
Die griechischen Gelehrten nahmen die Beziehung zur deutschen Philosophie insbesondere nach dem Vertrag von Kioutsouk-Kainartzi (1774) auf. Die Verlegung des Handelsinteresses auf das kontinentale Europa, die Entstehung der griechischen Niederlassungen in Wien, die Wiederherstellung der Gedankenfreiheit mit dem Dekret des Kaisers Josef II (1781) sowie die europaeische Orientierung des griechischen Buergertums trugen dazu bei, dass sich die griechischen Gelehrten der deutschen Kultur und Philosophie zu wandten.

Παναγιώτης Νταβαρίνος
Dr. Phil. Heinrich Heine Universitaet Duesseldorf
Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων

Επιλεγμένη Βιβλιογραφία
• Duntzer H.v, 1817, Goethe’s Werke, 25er Teil, Tag-und Jahreshefte von 1809 bis 1822, Hrsg Ruetten & Loening, Frankfurt a.M.
• Raabe R./Schmidt-Biggemann W. 1979, (Hrsg): Aufklaerung in Deutschland, Bonn
• Soave Fr. 1804, Στοιχεία Λογικής, Μεταφυσικής και Ηθικής, τόμ. Α΄, (μ.τ.φρ. Γρ. Κωνσταντάς), Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων, Βενετία
• Αγγέλου Άλκ. 1963, «Το χρονικό της Αθωνιάδας», Νέα Εστία, τόμ.74/τεύχ.875, (1963), Αθήνα
• Δημαράς Κ.Θ 1977, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Εκδ. Ερμής, Αθήνα
• Κονδύλης Π. 1993, Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, τόμ. Β΄ Εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα
• Κοραής Αδ. 1979 , Αλληλογραφία, τόμ. Γ΄, Εκδ. Ο.Μ.Ε.Δ./ Κέντρον Ν.Ε. Ερευ-νών/Ε.Ι.Ε.,’Αθήναι
• Κούμας Κ. 1818, Σύνταγμα φιλοσοφίας, τόμ. Α΄, Εκ της Τυπογραφίας Ι.Β. Τσεβεκίου, Βιέννη
• Νταβαρίνος Π. 1995, Ιστοριογραφία και Πολιτική. Σπουδές στα έργα Ελλήνων λόγιων ιστορικών του 20ου αιώνα, (διδακτορική διατριβή), Duesselforf
• Παπαευθυμίου Β. 1807, Ιστορία συνοπτική της Ελλάδος, Εν τη Νέα Τυπογραφία, Βιέννη
• Πρωτοψάλτης Εμμ. 1967, Ιστορικά έγγραφα περί αρχαιοτήτων και λοιπών μνη-μείων της Ιστορίας κατά τους χρόνους της Επαναστάσεως και του Καποδιστρίου, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, Αθήναι
• Τσιρπανλής Ζ. 1979, «Οι Έλληνες φοιτητές στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και η παρουσία τους στην πανεπιστημιακή ζωή της νεώτερης Ελλάδας (1800-1850)», Παρνασσός 21 (1979), Αθήνα
• Χατζηστεφανίδης Θ. 1986, Ιστορία της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης (1821-1986), Εκδ. Παπαδήμας Αθήνα.