Φιλοσοφία-Παιδαγωγικά

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ HEGEL [ΕΓΕΛΟ]

Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ
Ο G.W.Friedrich Hegel/Έγελος (1770–1831) έζησε το μεγαλύτερο τμήμα της ζωής του ως παιδαγωγός. Από το 1794 έως το 1800, παρέδιδε μαθήματα, αρχικά στη Βέρνη, την Ελβετία, και εν συνεχεία στη Φρανκφούρτη του Μάιν. Κατόπιν κλήθηκε να διδάξει στο Πανεπιστήμιο της Ιένας. Η πανεπιστημιακή διδασκαλία του διεκόπη το 1806 με την κατάκτηση της Πρωσίας από τον Ναπολέοντα και δεν έμελλε να συνεχιστεί για τα επόμενα δέκα χρόνια. Στο μεσοδιάστημα, διετέλεσε διευθυντής του Aegidien Γυμνασίου της Νυρεμβέργης. Το 1816 ο Έγελος διορίζεται καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, και σε σύντομο διάστημα ανέρχεται στην έδρα της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Βερολίνου το 1818. Παραμένει στην έδρα αυτή μέχρι τον αιφνίδιο θάνατό του από προσβολή επιδημικής νόσου το 1831.
Ως καθηγητής Φιλοσοφίας, ο Έγελος πραγματοποιεί τις σημαντικότερες διαλέξεις του εντός διδακτικής αίθουσας. Τα πιο σημαντικά φιλοσοφικά κείμενα της ωριμότητάς του, μετά το 1816, αποκτούν τη μορφή διδακτικών εγχειριδίων, τα οποία μελετούν οι φοιτητές και τα οποία καθίστανται αντικείμενα διαλέξεων. Μετά το θάνατο του Εγέλου, η πρώτη συνολική έκδοση των γραπτών του περιελάμβανε έξοχες προσθήκες επί των κειμένων του αναφορικά με τη λογική, τη φιλοσοφία της φύσης, του πνεύματος και των δικαιωμάτων, όπως είχαν παρουσιαστεί σε διαλέξεις του, καθώς και αντίγραφα μιας ολόκληρης σειράς διαλέξεων σχετικά με τη φιλοσοφία της ιστορίας, την αισθητική, τη φιλοσοφία της θρησκείας και την ιστορία της φιλοσοφίας.
Ο Έγελος υπήρξε φίλος του Immanuel Niethammer (1766–1848), ενός σημαντικού επιτρόπου και μεταρρυθμιστή του βαυαρικού εκπαιδευτικού συστήματος. Περιστασιακά, ο Niethammer χρησιμοποιούσε την επιρροή του για να βοηθήσει τη σταδιοδρομία του Εγέλου. Οι δύο άνδρες αλληλογραφούσαν σχετικά με παιδαγωγικά ζητήματα είτε επί των δευτεροβάθμιων σχολείων, είτε και επί του πανεπιστημιακού επιπέδου. Η παιδεία συνιστά ένα σημαντικό, αλλά, επίσης, θεμελιώδες θέμα της φιλοσοφίας του Εγέλου. Εντούτοις, εν όψει της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας του, ο Έγελος δεν ασχολείται, συνήθως, με αυτό το θέμα πρωτίστως σε σχέση με μια θεωρία της παιδαγωγικής μεθόδου.
Ασκεί φιλοσοφική κριτική στην εκπαιδευτική θεωρία του J.-J. Rousseau, όπως εμφανίζεται στο έργο του Émile, καθώς και σε έρευνες και πρακτικές, οι οποίες προήλθαν από το εν λόγω έργο, όπως οι μελέτες των J.B. Basedow και J. H. Campe. Ως διευθυντής του Aegidien Γυμνασίου στη Νυρεμβέργη, ο Έγελος έδινε στο τέλος της χρονιάς αποχαιρετιστήριες ομιλίες, οι οποίες πραγματεύονταν παιδαγωγικές θεωρίες, υποστηρίζοντας διάφορες πτυχές του προγράμματος σπουδών, όπως τα θρησκευτικά, τις φυσικές επιστήμες ή τη στρατιωτική παιδεία και υποστηρίζοντας την άποψη του Niethammer ότι το πρόγραμμα σπουδών των σχολείων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θα πρέπει να στηρίζεται σε μια κλασική παιδεία της ελληνικής και της λατινικής γλώσσας και λογοτεχνίας. Επίσης, την ίδια περίοδο ο Έγελος συντάσσει συνοπτικές πραγματείες σχετικά με τον Niethammer και τον Friedrich Raumer ως προς τη διδασκαλία της φιλοσοφίας στα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Όμως, ο Έγελος δεν κατορθώνει να αναπτύξει μια παιδαγωγική θεωρία ανάλογη της παιδαγωγικής θεωρίας του J.-J. Rousseau ή της εκπαιδευτικής πραγματείας του J. Locke ή, τέλος, των πανεπιστημιακών, παιδαγωγικών διαλέξεων του Immanuel Kant.
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ BILDUNG
Η έννοια Bildung αποτελεί ένα θεμελιώδες θέμα της φιλοσοφίας του Εγέλου. Αυτός ο όρος μπορεί να μεταφραστεί ως «παιδεία», αλλά θα μπορούσε, επίσης, να αποδοθεί ως «κατάρτιση», «ανάπτυξη» ή «καλλιέργεια», ανάλογα με το περικείμενο. Σύμφωνα με τον Έγελο, ο συγκεκριμένος όρος αναφέρεται στη διαμορφωτική ανάπτυξη του νου ή του πνεύματος (Geist), ως μια κοινωνική ή ιστορική διαδικασία. Η Bildung είναι μέρος της ζωής ως μια πνευματική οντότητα: μια ανθρώπινη ύπαρξη, μια κοινωνία, μια ιστορική παράδοση. Καταρχήν, δεν πραγματοποιείται μέσω των μεταβιβασμένων από τους δασκάλους πληροφοριών, αλλά, αντιθέτως, μέσω της λεγόμενης, κατά τον Έγελο, «εμπειρίας»: μια αντιφατική διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας ένα πνευματικό ον ανακαλύπτει την ταυτότητα, την ατομικότητά του, καθώς μάχεται για την ανάπλαση αυτής μέσα από μια διαδικασία ανακάλυψης.
Η Bildung διακρίνεται από την «αγωγή» (Erziehung) των παιδιών από τους γονείς του ή τους παιδαγωγούς. Εντούτοις, κατά τον Έγελο, ο βασικός στόχος και των δύο διαδικασιών είναι κοινός. Κύριος στόχος της αγωγής είναι η υπέρβαση της αμεσότητας, της απλότητας ή της φυσικής κατάστασης (Rohheit), η εμβάθυνση του πνεύματος στην έννοια και στο σκοπό της καθολικότητας. Ο Έγελος επισημαίνει ότι τα πρώιμα στάδια αυτής της διαδικασίας απαιτούν κάποιο είδος αυτοελέγχου και πειθαρχίας. Η ματαίωση των άμεσων επιθυμιών και η ανάπτυξη μιας κοινότητας, η οποία έπεται αυτής της εμπειρίας σύγκρουσης , κατευθύνει τη δράση του ατόμου μέσω της αυτοαντίληψης και μέσω των λογικών αρχών. Συνεπώς, στόχος της παιδείας ως αγωγής, όπως αναφέρει ο Έγελος, είναι να αποκτήσει το παιδί συνείδηση σχετικά με τον εαυτό του, δηλαδή με ό,τι διαθέτει, και σχετικά με τους ενήλικες, δηλαδή με κάθε λογικό ον. Όμως, εφόσον το παιδί ουσιαστικά είναι μία λογική ύπαρξη, ολόκληρη η διαδικασία της Bildung είναι κατά βάση εσωτερική ή αυτοκεντρική δραστηριότητα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι μια απλή διαδικασία εκμάθησης, μέσω περιβαλλοντικών ερεθισμάτων ή αφομοίωσης εμπειρικών πληροφοριών.
Κάθε πράγμα, το οποίο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μάθησης (gelernt), γίνεται κτήμα κάθε ατόμου, ως αναγνωρισμένο οικείο πράγμα (bekannt). Εντούτοις, για τον ίδιο λόγο, όπως εξηγεί ο Έγελος, το οικείο, δεν καθίσταται αντιληπτό μέσω της λογικής (erkannt). Η λογική γνώση απαιτεί, καταρχήν, την αποβολή του οικείου χαρακτήρα του αντικειμένου της μάθησης, το οποίο, θα πρέπει να διαχωριστεί ή να αποξενωθεί από τα υπόλοιπα δεδομένα. Το γεγονός αυτό επιτυγχάνεται μέσω της διαδικασίας της αναλυτικής κατανόησης. Όμως, αυτή η διαδικασία δεν είναι παρά μόνο μία πτυχή της Bildung. Το πιο αποφασιστικό βήμα πραγματοποιείται όταν ο σκεπτόμενος νους ενώνεται με το αντικείμενο υπό μια νέα λογική μορφή, τη μορφή της έννοιας. Κατά την πραγματική γνώση, η διαφορετικότητα του αντικειμένου μετασχηματίζεται μέσω πάλης με τη νόηση. Η νόηση συμφιλιώνεται με το δεδομένο αντικείμενο μέσω μιας λογικής κατανόησης του ιδίου. Αυτό, το οποίο θεωρείτο στην αρχή της διαδικασίας, ως οικείο, αποτελεί τώρα την πεπερασμένη διαφορετικότητα. Το αντικείμενο δεν υφίσταται, πλέον, με την αρχική μορφή του, αλλά έχει κατανοηθεί μέσω μιας καθολικής αντίληψης κατασκευασθείσας από το νου, ο οποίος αναγνωρίζει στοιχεία του εαυτού του και πάνω στο αντικείμενο.
Αυτή η νέα σχέση με το αντικείμενο αποκαλείται από τον Έγελο ως «ύπαρξη του εαυτού σε άλλους», και συνιστά τον ορισμό της πραγματοποιημένης, από τη νόηση, ελευθερίας. «Μόνο μέσα σ’ αυτή την ελευθερία, η θέληση είναι αυθύπαρκτη, επειδή δεν αναφέρεται σε τίποτε άλλο παρά μόνο στον εαυτό της, με αποτέλεσμα, ως εκ τούτου, κάθε σχέση εξάρτησης από κάτι άλλο εκτός από την ίδια να εξαφανίζεται» . Η Bildung είναι μια διαδικασία απελευθέρωσης, στην οποία η ελευθερία του πνεύματος δικαιώνεται έναντι της απλής φυσικής βεβαιότητας.
Η παιδεία (Bildung) αποτελεί την επίπονη και επιτακτική ανάγκη, η οποία προκύπτει από την αμεσότητα της πραγματικής ζωής, την κατάκτηση των καθολικών αρχών, ή της σκέψης του αντικειμένου (Gedankender Sache ueberhaupt). Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, το άτομο δύναται να υποστηρίξει και να απαρνηθεί την παγκόσμια σκέψη με λογικά επιχειρήματα. Η Bildng συνιστά, ταυτόχρονα, μια διαδικασία αυτομεταμόρφωσης και μια κατάκτηση της δύναμης κατανόησης και άρθρωσης των αιτιών σχετικά με ό,τι πιστεύει ή γνωρίζει καθένας. Η κατάκτηση μιας πραγματικά λογικής κατανόησης των πραγμάτων συμβαδίζει με μια διαδικασία απελευθέρωσης της ωρίμανσης μέσα από μια μάχη, η οποία αφορά την ατομικότητα και την υπέρβαση των εσωτερικών συγκρούσεων.
Η BILDUNG ΣΤΗ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ
Το πρώτο σημαντικό έργο του Εγέλου, Die Phaenomenologie des Geistes [Η φαινομενολογία του πνεύματος](1807), έχει ως θέμα τη «μακρά διαδικασία της παιδείας (Bildung) προς μια πραγματική φιλοσοφία, μια κίνηση πλούσια, όσο και βαθιά, μέσω της οποίας το πνεύμα κατακτά τη γνώση» ή την «παιδεία (Bildung) της συνείδησης ως προς τη θέση της επιστήμης». Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί τον όρο ο Έγελος, φαίνεται να αποτελεί κάτι περισσότερο από μια απλή νύξη στο σύγχρονο λογοτεχνικό είδος της Bildungsroman, (π.χ.Υπερίων,1798, του Friedrich Hoelderlin, φίλου του Εγέλου). Ο M.H. Abrams είχε υπαινιχθεί ότι ακόμη και αυτή καθεαυτή η Phaenomenologie είναι ένα Bildungsroman, του οποίου το θέμα δεν είναι ένα συγκεκριμένο άτομο, αλλά μάλλον ένα ανθρώπινο πνεύμα, ιδιαίτερα, εφόσον αντιμετωπίζεται ως κάτι το οποίο εισέρχεται σε μια κατάσταση ενηλικίωσης στη σύγχρονη πραγματικότητα, και συγκεκριμένα στα χρόνια του Διαφωτισμού και του μετα-Διαφωτισμού.
Η σύνθετη οργάνωση της Phaenomenologie, περιλαμβάνει μια συστηματική και ιστορική παρουσίαση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Στα πρώτα κεφάλαια ο Έγελος ασχολείται με καθαρή φιλοσοφία, πέρα από κάθε ιστορική διαδικασία. Όμως, από το 4ο κεφάλαιο ακολουθούν αναφορές σε ιστορικά φαινόμενα και καταστάσεις, σε φιλοσοφικά κινήματα και γεγονότα. Επίσης, μέχρι το 6ο κεφάλαιο φαίνεται να έχει παρουσιαστεί ολόκληρη η ιστορία του δυτικού πολιτισμού, από τους Έλληνες μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση. Ο Έγελος αρχίζει με τη «φυσική συνειδητοποίηση» και προσπαθεί να την παρουσιάσει σε μια σειρά σχημάτων (Gestalten), καθένα εκ των οποίων υφίσταται μια διαλεκτική βιωματική εμπειρία. Όπως σκιαγραφεί αυτή τη διαδικασία ο Έγελος στην Εισαγωγή της Phaenomenologie, κάθε μορφή συνειδητοποίησης χαρακτηρίζει την ύπαρξη του αντικειμένου της συνείδησης ως αυθυπαρξία του ίδιου πράγματος, το οποίο αποκαλείται «αλήθεια». Με άλλα λόγια, η συνείδηση διαθέτει ήδη μια εικόνα σχετική με τη γνώση της πραγματικότητας, και μια αντίληψη, επίσης, σχετική με τη φύση της πραγματικότητας, την οποία πρέπει να γνωρίζει. Με όποιον τρόπο και αν καθίσταται αντιληπτή η συνείδηση, υπάρχει πάντοτε μια καθοριστική «στιγμή γνώσης» και μια καθοριστική «στιγμή αλήθειας».Η συνείδηση για να κατακτήσει την πραγματική γνώση, πρέπει να διασφαλίσει τη συμφωνία μεταξύ της στιγμής της γνώσης με τη στιγμή της αλήθειας.
Η διαδικασία της Bildung απεικονίζεται στη Φαινομενολογία ως ένα ιδανικό μάθημα φιλοσοφικής μεθόδου, η οποία οδηγεί σε πραγματική επιστήμη. Η συνειδητοποίηση της αξίας της μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη μορφή της αναγνώρισής της (Anerkennung) από τη συνείδηση ενός άλλου ατόμου.
Η Bildung συνιστά κεντρικό ζήτημα μιας φάσης της περιγραφής του πνεύματος της ιστορίας μέσα στη Φαινομενολογία. Πρόκειται για την επιτακτική ανάγκη της σύγχρονης συνείδησης, η οποία αποκαλύπτεται μέσω της αυτο-αλλοτρίωσης των πρώτων Χριστιανών. Ο Έγελος αντιμετωπίζει τη μετάβαση από τον πολιτισμό των ελληνικών πόλεων-κρατών στον αντίστοιχο πολιτισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ως ενέχουσα μια απώλεια της αίσθησης της κοινότητας και της συνείδησης της αυτοαντίληψης. Η εγκόσμια πτυχή του χριστιανικού πολιτισμού παραμένει συνώνυμη της αλλοίωσης του ατόμου. Τα άτομα ζουν έχοντας αίσθηση της διαφοράς μεταξύ της απλής φυσικής τους ύπαρξης και της καθολικής λογικής ουσίας. Σε αυτή την περίπτωση, η αυτοπραγμάτωση συνίσταται στην ακύρωση (Aufheben) του πραγματικού εαυτού, η οποία ανήκει αποκλειστικά στην καθολική ουσία και δεν μπορεί παρά να είναι καθολική. Από τη μια πλευρά, αυτή η καθολική ουσία ταυτίζεται με την κρατική εξουσία και ο πολιτισμός των ατόμων συνίσταται στην αφοσίωσή τους στους στόχους του κράτους. Η αλλοίωση του πολιτισμού απο-δεικνύεται από το γεγονός ότι η κρατική εξουσία αντιμετωπίζει τα άτομα ως διαφορετικότητες και θεωρεί τα δικά της συμφέροντα ως ορθά, ενώ την ατομική εξουσία, η οποία χαρακτηρίζεται μάλιστα ως δύναμη ιδιωτικού πλούτου, ως κακό. Με αυτό τον τρόπο, η μελέτη της Bildung, οδηγεί στην περιγραφή του Διαφωτισμού και της ηθικής της αυτο-συνείδησης. Όπως έχει τονίσει ο Terry Pinkard, η έννοια Bildung στη Φαινομενολογία αποτελεί μια διαδικασία, μέσω της οποίας ο πολιτισμός διαμορφώνει το σύγχρονο άνθρωπο, με τελικό στόχο την πραγμάτωση της δικής του ελευθερίας. Σύμφωνα με τη βασική ιδέα του περισπουδάστου έργου του Εγέλου Grundlinien der Philosophie des Recht(e)s [Βασικές Κατευθύνσεις της Φιλοσοφίας του Δικαίου] (1821) στόχος του πολιτισμού, κατά την πρώιμη μορφή του (Bildung), ήταν η διαμόρφωση του ηθικού υποκειμένου, το οποίο ανακαλύπτει την αυτοπραγμάτωση του μέσω της υποκειμενικής ελευθερίας.
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Την εποχή κατά την οποία ο Έγελος γράφει τη Φαινομενολογία δεν φαίνεται vα αντιλαμβάνεται ακόμη τον κοινωνικό κόσμο, ο οποίος αντιστοιχεί στην ηθική προσω-πικότητα, δηλαδή στο αντικείμενο του πολιτισμού. Την έννοια του κοινωνικού κόσμου την αντιλαμβάνεται μόλις δέκα χρόνια αργότερα, κατά την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του, όπως βεβαιώνεται αυτό στο σπουδαίο σύγγραμμά του Encyclopaedie der philosophischen Wissenschaften im Grundrisse [Σχεδίασμα Εγκυκλοπαίδειας των φιλοσοφικών Επιστημών](1817), το οποίο συνέταξε για την παράδοση διαλέξεων, όταν ανέλαβε καθήκοντα καθηγεσίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Η κοινωνία κατά την πρώιμη μορφή της ήταν ηθική (sittlich), οργανωμένη γύρω από δύο κύριους θεσμούς: την ιδιωτική, φυσική κοινωνία, συνδεδεμένη με τη θρησκεία και την οικογένεια, και τη δημόσια κοινωνία ή την κοινωνία των πολιτών (buergerliche Gesellschaft), τον εφήμερο κόσμο του κράτους. Και οι δύο θεσμοί παρουσιάζουν το χαρακτηριστικό γνώρισμα, το οποίο ο Έγελος συνδέει με την ηθική ζωή (Sittlichkeit), δηλαδή το γεγονός ότι υπάρχει μια ευθεία και άμεση ταύτιση των συμφερόντων της κοινωνίας και του ατόμου. Η ηθική ζωή, κατά τον Έγελο, είναι πνεύμα στην πιο άμεση μορφή της. «Το εγώ είναι εμείς και το εμείς εγώ και το άτομο είναι ένας κόσμος» . Οι ηθικοί θεσμοί είναι εκείνοι, οι οποίοι συναιρούν τα συμφέροντα των ατόμων με τα συμφέροντα της κοινωνίας. Οι ηθικές προδιαθέσεις αποτελούν τη ψυχική αντανάκλαση αυτής της κατάστασης. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τη συνειδητοποίηση της άμεσης ταύτισης των συμφερόντων των ατόμων με τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου. Μέσα στην κοινότητα αυτή η συνειδητοποίηση παίρνει τη μορφή του συναισθήματος ή της αίσθησης (Empfindung). Εντός της κοινωνίας η πολιτική προδιάθεση αποτελεί την αληθή βεβαιότητα ότι το ουσιαστικό και ιδιαίτερο συμφέρον ενός εκάστου διασφαλίζεται από τα συμφέροντα και τους στόχους του κράτους.
Ιστορικά ο Έγελος ταυτίζει την ηθική ζωή με τον αρμονικό πολιτισμό της Αρχαίας Ελλάδας και αντιλαμβάνεται τον νεωτερισμό ως αναδυόμενο μέσω μιας μακράς ιστορικής διαδικασίας και ως τείνοντα προς την παρακμή του. Στη Φαινομενολογία, η κατάρρευση της ελληνικής πόλεως αναλύεται σε σχέση με τη σύγκρουση μεταξύ των δύο θε-σμών, της οικογένειας και του κράτους. Η ελεύθερη ατομικότητα δεν προκύπτει άμεσα, αλλά εμφανίζεται ως έμμεσο αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης μεταξύ δύο ηθικών μορφών. Ο Έγελος μελετά την τραγική σύγκρουση μεταξύ οικογένειας και κράτους, η οποία απεικονίζεται πιο καθαρά στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, στην οποία η ηρωίδα αντιπροσωπεύει την αρχή της οικογένειας και ο Κρέων την αρχή του κράτους. Η αναστάτωση της ελληνικής ηθικής ζωής οδηγεί στην αλλοίωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και στη μακρά αλλοίωση του ανθρώπου, η οποία καταδεικνύεται από την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας και από την καλλιέργεια του εκπαιδευτικού πολιτισμού (Bildung) της πρώιμης περιόδου. Οι Βασικές Κατευθύνσεις της Φιλοσοφίας του Δικαίου δίνουν μορφή στο αντικειμενικό πνεύμα και την κοινωνική τάξη ως ηθική ζωή (Sittlichkeit). Η κοινωνία καθίσταται αντιληπτή ως ένας πραγματικός κόσμος, στον οποίο το άτομο υπάρχει πρωταρχικά. Ο Έγελος αναλύει την ηθική ζωή της κοινωνίας σε τρεις φάσεις, σε τρεις θεσμούς: την οικογένεια, την κοινωνία των πολιτών και το κράτος. Το άτομο, εξάλλου, αντιμετωπίζεται είτε ως ένα άτομο, υπό τον τίτλο του αφηρημένου δικαιώματος είτε ως ένα υποκείμενο, υπό τον τίτλο της ηθικότητας. Αυτές οι δύο αφηρημένες έννοιες, τις οποίες ο Έγελος αντιμετωπίζει ως καθοριστικές συνιστώσες της αυτοαντίληψης, συν-δέονται στην υλική μορφή τους κυρίως με το θεσμό της κοινωνίας των πολιτών.
Όπως επισημαίνει ο Manfred Riedel, πριν από τον Έγελο η «κοινωνία των πολιτών» χρησιμοποιείτο εναλλάξ με τους όρους «πολιτική κοινωνία» και «κράτος». Ο Έγελος πραγματοποίησε μια επανάσταση στην κοινωνική θεωρία, χρησιμοποιώντας τον όρο «κοινωνία των πολιτών» για να υποδηλώσει ένα δημόσιο θεσμό, δημιουργημένο και δια-τηρημένο από την ανθρώπινη θέληση και τη λογική, αλλά διάφορο του κράτους, και στον οποίο τα άτομα δεν φαίνονται ως πολίτες ενεργούντες εξ ονόματος του συνόλου, αλλά ως ξεχωριστά άτομα, ως ενσυνείδητα υποκείμενα επιδιώκοντα προσωπικούς στόχους. Ο θεσμός της κοινωνίας των πολιτών του Εγέλου υποδηλώνεται σήμερα ως «Πολιτική Οικονομία». Αυτός ο νεωτερικός όρος σημαίνει ταυτοχρόνως τον παγκόσμιο χαρακτήρα της κοινωνίας (ως «πολιτική») και τον ιδιωτικό χαρακτήρα της κοινωνίας, εφόσον οικονομία είναι η ελληνική λέξη για τη διαχείριση της οικογένειας ή της οικογενειακής εστίας (οίκος). Η αντίληψη του Εγέλου για την κοινωνία των πολιτών στηρίζεται στη αγορά της οικονομίας ή στο οριζόμενο ως «σύστημα αναγκών». Αυτό είναι το θεμέλιο της δομής της κοινωνίας των πολιτών, η οποία έχει ως βάση της το νομικό σύστημα του κράτους, το οποίο προστατεύει τα δικαιώματα των ατόμων, και το δίκτυο των ιδιωτικών θεσμών, οι οποίοι αντιμετωπίζονται ως τα μέσα προστασίας της οικονομικής εξέλιξης του κράτους, στο οποίο μπορεί να ανθήσει η ατομική ελευθερία.
Εντός της κοινωνίας των πολιτών ο Έγελος τοποθετεί τη λειτουργία της Bildung στο κράτος, θεωρούμενη είτε ως παιδεία των ατόμων είτε ως μια ευρύτερη καλλιέργεια του πνεύματος.
Η BILDUNG ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Η κοινωνία των πολιτών, όπως μας εξηγεί ο Έγελος, συνίσταται σε δύο κύριες αρχές: του ατόμου και του κοινωνικού συνόλου ή της καθολικότητας. Η κοινωνία των πολιτών, ως μια οικονομική πραγματικότητα, έχει σχηματισθεί από ξεχωριστά άτομα, τα οποία ασχολούνται με δραστηριότητες αυτοαναζήτησης. Εντούτοις, η εν λόγω κοινωνία πρέπει να θεωρείται κοινωνικός θεσμός και να συνιστά μια απολύτως αυθεντική μορφή κοινωνίας, επειδή πίσω από την απλή εμφάνιση της αυτοαναζήτησης, εννοείται μια πνευματική ή ηθική αρχή κοινωνικού ή συλλογικού συμφέροντος, στην οποία οι στόχοι και τα συμφέροντα των ατόμων έρχονται τελικά σε αρμονία ή ταύτιση. Όταν τα άτομα λειτουργούν ως μέλη της κοινωνίας πολιτών το κίνητρό τους είναι καθαρά ιδιοτελές. Όταν αναλογίζονται τα πράγματα σύμφωνα με την οικονομική νοοτροπία της κοινωνίας των πολιτών, αντιλαμβάνονται ολόκληρη την κοινωνία, στην οποία ανήκουν, ως «κράτος ανάγκης»(Notstaat). Σε αυτή την κατάσταση η Bildung είναι η διαδικασία με την οποία καλλιεργούνται και μετασχηματίζονται η ατομικότητα και η φυσικότητα των πολιτών σε μια τυπική ελευθερία και καθολικότητα της γνώσης και της θέλησης και η υποκειμενικότητα μεταμορφώνεται (gebildt) σε κοινωνική δραστηριότητα.
Πέρα από αυτή την καλλιέργεια των θεωρητικών ικανοτήτων, η συμμετοχή στην εργασία της κοινωνίας των πολιτών δομεί ένα πρακτικό προσανατολισμό προς μια ζωή καλλιεργημένης δραστηριότητας, αντί της αδράνειας και του ληθάργου, ο οποίος κατά την άποψη του Εγέλου υπήρξε χαρακτηριστικό πρώιμων (αγροτικών ή προαγροτικών) κοινωνικών μορφών. «Ο βάρβαρος είναι νωθρός και διαφορετικός του καλλιεργημένου ανθρώπου ως προς την αδρανή και μονήρη μελαγχολία του, καθώς η πρακτική παιδεία συνίσταται, ακριβώς, στην ανάγκη και τη συνήθεια της ενασχόλησης» . Επίσης, η πρακτική παιδεία της κοινωνίας πολιτών, κατά τον Έγελο, συνίσταται «στον περιορισμό της δραστηριότητας του ατόμου» με στόχο την προσαρμογή του στη φύση των αντικειμένων της εργασίας του και την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. «Μια πρακτική αντικειμενικής δραστηριότητας και, παγκοσμίως, εφαρμόσιμων ικανοτήτων, αποκτημένη μέσα από τη διαπαιδαγώγηση».
Η Bildung στον απόλυτο ορισμό της, είναι απελευθέρωση και εργασία προς μια υψηλότερη απελευθέρωση των ατόμων ως μελών της κοινωνίας των πολιτών. Πρόκειται για την άμεση μετάβαση στην υποκειμενική ουσία της ηθικής ζωής, η οποία δεν είναι άμεση και φυσική, αλλά πνευματική και συγχρόνως καθολική.
Η ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ BILDUNG
Θεωρώντας την προσφερόμενη από την κοινωνία των πολιτών παιδεία ως εκφράζουσα «τη φύση του πνεύματος» και «το τέλος της λογικής» ο Έγελος γράφει ότι αυτή η παιδεία δεν πρέπει να θεωρείται μέσο για την επίτευξη άλλων στόχων, αλλά πρόκειται, μάλλον, για έναν αυτούσιο στόχο. «Αυτό είναι το επίπεδο, στο οποίο καθίσταται φανερό ότι η παιδεία είναι μια γνήσια στιγμή του απόλυτου και ότι έχει μια απεριόριστη αξία».
Τα όρια. τα οποία περιλαμβάνει δεν είναι εμπόδια στην ελευθερία, αλλά στην πραγματικότητα συνιστούν μια απελευθέρωση από την «αμεσότητα και τη φυσική απλότητα». Εκείνοι, οι οποίοι διαμαρτύρονται για τη διαφθορά του πολιτισμού (π.χ. ο J.-J. Rousseau), κατά τον Έγελο, ενστερνίζονται τη θέση της « ηθικής απλότητας». Αυτό, το οποίο εξυμνούν ως «αθώο» και «φυσικό» είναι απλώς η απερισκεψία των εθίμων μιας προγενέστερης κοινωνίας, η οποία γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο βυθίζεται στην ανελευθερία. Σύμφωνα με τον Έγελο το ζήτημα δεν είναι, εάν οι άνθρωποι είναι πιο ευτυχείς ή πιο ικανοποιημένοι, παραμένοντας σε μια κατάσταση ακατέργαστης απλότητας, από ό,τι όταν αναπτύσσουν τις ικανότητές τους για τον έλεγχο της φύσης και την ικανοποίηση των αναγκών και των επιθυμιών τους. Η Bildung με την εξέταση και τη σύγκριση αυτών των προσπαθειών, για τη συνολική ικανοποίηση της κοινωνίας των πολιτών, προσφέρει μια τυπική καθολική ευτυχία και εξαγνίζει, με αυτό τον εξωτερικό τρόπο, τη αγριότητα και τη βαρβαρότητα του πρωτόγονου πολιτισμού. Αυτή η καλλιέργεια της καθολικότητας της σκέψης είναι η απόλυτη αξία της παιδείας (Bildung).
Η BILDUNG ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΖΩΗΣ
Η αντίληψη του Εγέλου περί της Bildung είναι, εμφανώς, ευρύτερη από τη συνήθη αντίληψή μας περί της παιδείας, η οποία αφορά σε σχολικές δραστηριότητες των μαθητών και των δασκάλων τους. Ο Έγελος εξέφραζε την άποψή του για ζητήματα σχολικής παιδείας ως διευθυντής σχολείου της δευτεροβάθμιας παιδείας, κατά την περίοδο κατά την οποία είχε διακοπεί η ακαδημαϊκή διδασκαλία του. Μπορούμε να συλλάβουμε τη σημασία των παρατηρήσεών του επί της παιδείας στις ειδικότερες και πιο οικείες έννοιες της αγωγής (Erziehung) και της παιδαγωγικής (Paedagogik), μόνο όταν τις εξετάζουμε υπό το φως της ευρύτερης θεωρίας του περί της κοινωνίας των πολιτών και του κρίσιμου ρόλου της Bildung κατά την επίτευξη της ελευθερίας ως πραγμάτωσης του πνεύματος και ως απώτερου στόχου της λογικής.
Όσον αφορά την κοινωνική θεωρία του, ο Έγελος τοποθετεί την παιδεία εντός αυτών των ειδικότερων εννοιών κατά τη μετάβαση του ατόμου από την οικογένεια στην κοινωνία των πολιτών. Ο Έγελος απορρίπτει την «θεωρία του χειρισμού» της παιδείας, προτεινόμενη από τους οπαδούς του J.-J. Rousseau, καθώς δεν αναγνωρίζει ότι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της οικογενειακής ζωής: η άμεση ενότητα με τους άλλους μέσω του συναισθήματος της αγάπης, η αθωότητα της παιδικότητας, η άνεση και η ικανοποίηση της ανωριμότητας, της Unmuendigkeit, στην οποία η φροντίδα κάθε ατόμου πραγματοποιείται από άλλους, δεν είναι εκ φύσεως αγαθά, αλλά αποτελούν αναγκαίες συμβατι-κές συνθήκες. Η ανάγκη των παιδιών για αγωγή παρουσιάζεται ακριβώς ως το δικό τους συναίσθημα απογοήτευσης με τον εαυτό τους, το οποίο εκδηλώνεται είτε ως μια προσπάθεια, η οποία ανήκει στον κόσμο των ενηλίκων, των οποίων αισθάνονται την ανωτερότητα, είτε ως η επιθυμία να μεγαλώσουν. Η περίοδος της παιδικής ηλικίας είναι η μόνη περίοδος κατά την οποία το πρωταρχικό ενδιαφέρον των γονέων για τα παιδιά θα πρέπει να είναι η φροντίδα και η αγάπη. Στόχος των γονέων κατά την ανατροφή των παιδιών τους πρέπει να είναι η ανάπτυξη των ικανοτήτων τους, μέσω της διαπαιδαγώγησης, η υπέρβαση της αυθαίρετης θέλησής τους και η εκτίμηση των αξιών, οι οποίες διέπουν τον κόσμο των ενηλίκων. Η αγωγή επιφέρει αρνητική καθοριστική δύναμη στην ανάπτυξη των παιδιών εκτός φυσικής αμεσότητας, στην οποία αυτά υπήρχαν αρχικά σε μια κατάσταση αυτάρκειας και προσωπικής ελευθερίας, και ως εκ τούτου έγιναν ικανά να αφήσουν τη φυσική ενότητα της οικογένειας.
Επιπλέον, η άποψη του Εγέλου για το ρόλο του σχολείου καθορίζεται από την ιδέα του ότι το σχολείο είναι συνδετικό μέσο μεταξύ της οικογένειας και της κοινωνίας των πολιτών. Γι’ αυτό το λόγο, ο Έγελος, αντιμετω¬πίζει την ευθύνη για την παιδεία των παιδιών ως ένα σπουδαίο ζήτημα, το οποίο πρέπει να αντιμετωπίζουν οι γονείς και η κοινωνία των πολιτών. Επειδή ο στόχος της παιδείας έγκειται εκτός της οικογένειας, στον ευρύτερο κόσμο της κοινωνίας των πολιτών, ο Έγελος δίνει την τελική προσταγή για τα ζητήματα παιδαγωγικής στην κοινωνία των πολιτών, και όχι στην οικογένεια. Ο Έγελος επισημαίνει ότι τα σχολεία θα πρέπει να δίνουν στα παιδιά σπουδαία μαθήματα ως εφόδια για τη ζωή τους εντός της κοινωνίας των πολιτών. Ουσιαστικότερη, κατά την άποψή του, είναι η διδασκαλία της Λογικής, της Έκφρασης των Ιδεών και της Πολιτικής Αγωγής, μαθημάτων ,τα οποία θα τα εισαγάγουν στην κοινωνία των πολιτών. Υπερασπιζόμενος την έμφαση του Imm. Niethammer στην κλασική παιδεία, ο Έγελος υποστηρίζει ότι η εκμάθηση των αρχαίων γλωσσών συνιστά αξιόλογη εκπαίδευση των μαθητών. Η κλασική λογοτεχνία, όπως επιμένει, μας παρέχει το κοινό υλικό, πάνω στο οποίο πρέπει να ασκηθεί ο νους και οι επικοινωνιακές ικανότητές μας. «Η παιδεία (Bildung) πρέπει να διαθέτει ένα αρχικό υλικό και ένα αντικείμενο, πάνω στο οποίο θα εργάζεται, το οποίο θα μεταβάλλει και θα διαμορφώνει εκ νέου. Είναι απαραίτητο να κατακτήσουμε τον κόσμο της αρχαιότητας, όχι απλά για να τον καταστήσουμε κτήμα μας, αλλά, κυρίως, για να έχουμε κάτι πάνω στο οποίο θα μπορούμε να βασιστούμε και να εργαστούμε».
Σε πολλές από τις πιο γνωστές παρατηρήσεις του περί ηθικής παιδείας, ο Έγελος εμφανίζεται να επιδοκιμάζει την ιδέα ότι πρωταρχική σημασία διαθέτει η κάμψη της ισχυρογνωμοσύνης του παιδιού μέσω της αυστηρής διαπαιδαγώγησης. Επίσης, ο Έγελος απορρίπτει την παιδαγωγική θεωρία του Διαφωτισμού, την οποία υπερασπίζονταν δημόσια ο J. Locke και ο J. J. Rousseau, ότι η ηθική παιδεία πρέπει να απευθύνεται στη λογική του μαθητή και ότι τα παιδιά δεν πρέπει να διδάσκονται ουσιαστικές ηθικές αρχές, επειδή δεν είναι σε θέση να τις κατανοούν. Οι θέσεις του Εγέλου σχετικά με αυτά τα ζητήματα πρέπει να γίνουν κατανοητές ως εκφράσεις της ευρύτερης έννοιας της Bildung. Η σχετική παρατήρηση για την κάμψη της ισχυρογνωμοσύνης θα πρέπει να καθίσταται κατανοητή ως συνέπεια της εγελιανής θεωρίας ότι η Bildung απαιτεί την ανάπτυξη της αυτοαντίληψης του ατόμου ως αντίθεσης στο συναίσθημα της σύγκρουσης και της απογοήτευσης στο κοινωνικό περιβάλλον. Επίσης, η ένσταση του Εγέλου στην αρχή του Διαφωτισμού για τη διατήρηση των παιδιών σε καθεστώς άγνοιας των ηθικών αρχών λόγω ανωριμότητάς τους, δικαιολογείται, διότι η άγνοια, γενικά, είναι επιζήμια για το στόχο του Διαφωτισμού, ο οποίος αφορά στην ενθάρρυνση της λογικής και ηθικής σκέψης.
Η σχολική αγωγή θεωρείται ότι απαιτεί περισσότερο την υποστήριξη ή την κα-ταπίεση της αφύπνισης της αυτοσυναίσθησης και ότι πρέπει να είναι μια καλλιέργεια (Bildung) της αυτάρκειας. Συνεπώς, η αγωγή εντός των οικογενειών υστερεί ως προς τον τρόπο καλλιέργειας στους μαθητές του συναισθήματος της υπακοής και της πειθαρχίας, με αποτέλεσμα να μείνουν τα παιδιά εκτός της κοινωνίας των πολιτών.
BILDUNG ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ
Εάν υπάρχει μια κεντρική θέση, η οποία υπογραμμίζει τη γενική παιδαγωγική θεωρία του Εγέλου, είναι πιθανότατα η θέση ότι η Bildung συνίσταται κυρίως στη διαπαιδαγώγηση των ιδιαίτερων ατομικών στοιχείων της ανθρώπινης προσωπικότητας, ώστε ο πολίτης να προσαρμόζεται στα καθολικώς ισχύοντα. «Καθολικό» κατά τον Έγελο σημαίνει, το ανήκον στην ανάλυση της λογικής κατανόησης, το οποίο μπορεί να εκφραστεί με τη σκέψη και τη γλώσσα. Επομένως, η εν λόγω θέση δηλώνει ότι η Bildung στοχεύει στην ανάπτυξη ικανοτήτων υπέρβασης των απλών συναισθημάτων και σκέψεων με εννοιολογι¬κούς όρους, οι οποίοι μπορούν να διατυπωθούν και να εκτεθούν λογικά σε μια συζήτηση.
«Καθολικό»,επίσης, σύμφωνα με τον Έγελο, θεωρείται το γενικό και το αναγνωριζόμενο λογικά ως έγκυρο δείγμα της κοινωνικής τάξης. Συνεπώς, η έννοια Bildung δηλώνει την ανάπτυξη της ικανότητας και της προδιάθεσης για συμμόρφωση με τις λογικές απαιτήσεις της κοινωνικής ζωής. Αυτή η ερμηνεία συνδέεται στενά με το φιλοσοφικό σχέδιο του Εγέλου ως προς τη συμφιλίωσή μας με τις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνικής ζωής, ώστε να μπορέσουμε να ανακτήσουμε την αρμονία μεταξύ καθολικότητας και ιδιαιτερότητας, η οποία χαρακτηρίζει την ελληνική ηθική ζωή, αλλά αυτή τη φορά όχι στο επίπεδο της αμεσότητας, αλλά στο επίπεδο της λογικής και της φιλοσοφίας.
Αναφορικά με τα δύο πρώτα σημεία: «Καθολικό» είναι το κοινό, το οποίο διαθέτουμε στη σχέση μας με τους άλλους, ως διάφορο των όσων μας καθιστούν μοναδικούς μεταξύ όλων μας. Με αυτή την έννοια, η θέση του Εγέλου σημαίνει ότι η Bildung δεν στοχεύει στην καλλιέργεια της αυθαιρεσίας της προσωπικής ιδιαιτερότητας και ιδιοσυ-γκρασίας, αλλά στην ανάπτυξη του χαρακτήρα του μαθητή, ο οποίος εκτιμάται για το κοινό, το οποίο διαθέτει στη σχέση του με τους άλλους. Ο Έγελος βρίσκεται στον αντίθετο πόλο από τους ρομαντικούς, οι οποίοι εξισώνουν την πλήρη ανάπτυξη της ατομικό-τητας με μια συμπεριφορά ματαιοδοξίας και εκκεντρικότητας, ιδιαίτερα στην τέχνη, αλλά, επίσης, και στον προσωπικό τρόπο ζωής. Κατά τον Έγελο «όταν οι σημαντικοί καλλι-τέχνες ολοκληρώ¬νουν ένα έργο τους, μπορούμε να πούμε ότι έτσι έπρεπε να γίνει, δηλαδή ότι η ιδιαιτερό¬τητα του καλλιτέχνη έχει εξαφανιστεί και κανένα ιδιαίτερο καλλιτεχνικό ύφος δεν εκδηλώνεται. Ο Φειδίας δεν διαθέτει ιδιαίτερο καλλιτεχνικό ύφος. Το σχήμα ζει και ξεχωρίζει μόνο του. Όμως, όσο πιο φτωχός είναι ένας καλλιτέχνης, τόσο περισσότερα στοιχεία της ιδιαιτερότητας και της αυθαιρεσίας του βλέπουμε στο έργο του». Ο Έγελος επιθυμεί να εφαρμόσει τη μεταφορά του κλασικού καλλιτέχνη στην ηθική αγωγή και στον ηθικό τρόπο ζωής. Ο εξαιρετικός και μεγαλειώδης χαρακτήρας συναντάται όχι σε εκείνους, οι οποίοι ενδίδουν σε κάθε είδος εκκεντρικών πειραμάτων στη ζωή, αλλά σε εκείνους, οι οποίοι αναλαμβάνουν έναν αναγνωρισμένο ρόλο εντός της κοινωνίας και τον χειρίζονται, όπως ο γλύπτης Φειδίας, απαλλαγμένος από τις ιδιαιτερότητές του, χειριζόταν τα έργα του.
Συνεπώς στόχος της Bldung, δεν θα πρέπει να είναι η επιείκεια προς την «ατομικότητα» ή η ενθάρρυνση προς τον κοινωνικό αντικομφορμισμό ή την κοινωνική επαναστατικότητα, αλλά η μετατροπή των ατόμων σε λογικούς πολίτες μιας λογικής κοινωνίας, ικανούς να αναλάβουν τη θέση τους πλησίον των συμπολιτών τους, τους οποίους ανα-γνωρίζουν και σέβονται ως ίσους.
Ο Έγελος εξετάζει την Bildung (παιδεία), με την έννοια της καθολικής ανάπτυξης ή της καλλιέργειας, ως έχουσα ένα καθοριστικό ρόλο σε μια λογική κοινωνία, η οποία αποτελεί την έκβαση μιας ευρύτερης εκπαιδευτικής και πολιτισμικής ιστορικής διαδικασίας. Αυτή η θεωρία ενέχει μια απροκατάληπτη εμπιστοσύνη στην προοδευτική κατεύθυνση της ιστορίας και στη λογική των θεσμών της κοινωνίας.

Παναγιώτης Νταβαρίνος, Δρ. Φιλοσοφίας

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
•Abrams M.H.,Natural Supernatulism: Tradition and Revolution in Romanmtik Literatur, Norton, New York 1973
•Beyer W.R. (Εκδ.), Die Logik dew Wissens und das Problem der Erziehung, Meiner, Hamburg 1982
•Hegel G.W.Fr., Encyklopaedie der philosophischen Wissenschaften im Grundrisse, Suhrkamp, Frankfurt 1970
•Του ιδίου, Grundlinien der Philosophie des Rechts, Suhrkamp, Frankfurt 1970,[Χέγκελ Γκέοργκ, Βασικές Κατευθύνσεις της Φιλοσοφίας του Δικαίου, μ.τ.φ. Σταμ. Γιακουμή, Δωδώνη, Αθήνα 2004]
•Του ιδίου, Phaenomenologie des Geistes, Suhrkamp, Frankfurt 1970
•Του ιδίου,Theoriewerkausgabe, Suhrkamp, Frankfurt 1970
•Hinchman L., Hegel’s Critique of the Enlightnement, University Press of Florida, Gai-nesville 1984
•Krautkraemer Urs., Staat und Erziehung,J.Beichmann, Muenchen 1979
•Pinkard T., Hegel’s Phenomenology:the Sociality of Reason, Cambridge University Press, New York 1994
•Reuss S., Die Verwirklichung der Vernunft, Max Plank Institut fuer Bildungs-Forschung, Frankfurt 1982
•Riedel M., Zwischen Tradition und Revolution: Studien zu Hegels Rechtsphilosophie, Klett-Cotta, Stuttgart 1982
•Ritter Joach.,Hegel und die Franzoesische Revolution, Suhrkamp, Frankfurt 1965, [Ρίττερ Γιοαχίμ, Ο Έγελος και η Γαλλική Επανάσταση,μ.τ.φ. Γιώργου Φαράκλα, Εστία, Αθήνα 1999]
•Singer P., Hegel: A very short Indroduction, Oxford University Press, Oxford 1983 [Singer Peter, Χέγκελ,μ.τ.φ. Μαρίας Χαραλάμπη, Πολύτροπον, Αθήνα 2006]
•Πελεγρίνης Θ., «Χέγκελ Γκ.Β.Φρ.» στο Του ιδίου , Λεξικό της Φιλοσοφίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004,σς 1296-1300
•Ψημμένος Ν., «Η κλασική παιδεία του νεαρού G.W.Fr. Hegel» στο Δωδώνη ΙΔ΄, Αθήνα 1985,σς 173-194.

Η αξιολόγηση των Γερμανών Εκπαιδευτικών και η ζητούμενη αξιολόγηση των Ελλήνων Εκπαιδευτικών

Η εκπαίδευση των Γερμανών Εκπαιδευτικών
Στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα συνυπάρχουν 70 ειδικότητες εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ο διαχωρισμός των ειδικοτήτων στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας γίνεται κατά σχολική βαθμίδα και σε όλα τα άλλα κρατίδια κατά τύπο σχολείου. Υπάρχουν, δηλαδή, ειδικοί εκπαιδευτικοί για το δημοτικό σχολείο, το γυμνάσιο, το γενικό σχολείο, το πρακτικό σχολείο και το ειδικό σχολείο.
Η εκπαίδευση των Γερμανών εκπαιδευτικών έχει ανατεθεί από το κράτος στις ανώ¬τατες παιδαγωγικές σχολές και στα πανεπιστήμια, που συνδυάζουν τις ειδικότητες τις οποίες επιλέγουν οι φοιτητές με υποχρεωτικές σπουδές των επιστημών της αγωγής, της παιδαγωγικής, της διδακτικής και της φιλοσοφίας.
Η φοίτηση στις παιδαγωγικές σχολές είναι τριετής και στα πανεπιστήμια τετραετής χωρίς να συμπεριλαμβάνεται ο χρόνος, που απαιτείται για τη λήψη του πτυχίου. Προϋπόθεση για την απόκτηση διπλώματος υποψηφίου εκπαιδευτικού όλων των σχολικών βαθμίδων είναι η προηγούμενη επιτυχία του στην πρώτη κρατική εξέταση, όπως ονομάζεται, η οποία διενεργείται μετά το τέταρτο εξάμηνο σπουδών. Το δεύτερο και τρίτο στάδιο σπουδών και πρακτικής εξάσκησης των υποψήφιων εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων και τύπων σχολείου είναι η αποκαλούμενη προπροπαρασκευαστική θητεία και η δεύτερη κρατική εξέταση. Η προπαρασκευαστική θητεία διαρκεί εικοσιτέσσερις μήνες και κατά τη διάρκειά της ο υποψήφιος εκπαιδευτικός θεωρείται δημόσιος υπάλληλος. Η διάρκεια της θητείας μειώνεται για τους υποψηφίους, που επιτυγχάνουν υψηλή βαθμολογία στα μαθήματα της πρώτης εξέτασης.
Μετά το πέρας του πρώτου μέρους της προπαρασκευαστικής θητείας, ο μόνιμος εκπαιδευτικός (mentor), που έχει αναλάβει την καθοδήγηση του υποψηφίου και ο προϊστάμενος της ειδικότητας στο σχολείο διατυπώνουν γραπτώς την κρίση τους για την επίδοση του υποψηφίου και την παραδίδουν στο διευθυντή του εκπαιδευτικού σεμιναρίου. Ακολουθεί η δεύτερη κρατική εξέταση, η οποία περιλαμβάνει: γραπτή εργασία, πειραματικές διδασκαλίες και προφορική εξέταση.
Ο διορισμός
Οι επιτυχόντες στη δεύτερη κρατική εξέταση υποβάλλουν αίτηση υποψηφιότητας και εγγράφονται στον πίνακα της περιφέρειας. Η κατάταξη των υποψηφίων στον πίνακα γίνεται με βάση τη βαθμολογία τους. Κατά τους διορισμούς εκπαιδευτικών λαμβάνεται υπόψη η βαθμολογία τους κατά φθίνουσα σειρά και ο συνδυασμός των ειδικοτήτων αναλόγως με τις κενές θέσεις διδακτικού προσωπικού κάθε τύπου σχολείου. Υποψήφιοι των οποίων ο διορισμός καθυστερεί λόγω χαμηλής βαθμολογίας διορίζονται συνήθως σε ένα ποσοστό, περίπου 30%, των κενών θέσεων.
Οι εκπαιδευτικοί διορίζονται ως δόκιμοι για χρονικό διάστημα ενός ή δύο ετών. Η δοκιμαστική περίοδος λήγει με την ολοκλήρωση της πρώτης υπηρεσιακής κρίσης. Αν η υπηρεσιακή κρίση είναι θετική, ο εκπαιδευτικός γίνεται μόνιμος και έχει την προβλεπόμενη από το γερμανικό κώδικα δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη.
Εκπαιδευτικοί που δεν έχουν τις προϋποθέσεις διορισμού τους ως δημοσίων υπαλλήλων (π.χ. γερμανική υπηκοότητα), αλλά θεωρούνται απαραίτητοι για ειδικές θέσεις, διορίζονται ως ιδιωτικοί υπάλληλοι με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου.
Υποχρεωτική επιμόρφωση
Όπως όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι εργαζόμενοι με σχέση δημοσίου δικαίου, έτσι και οι εκπαιδευτικοί έχουν την υποχρέωση να επιμορφώνονται. Για το σκοπό αυτό μπορεί να λάβουν και ειδική άδεια μέχρι μιας εβδομάδας κατά ημερολογιακό έτος.
Τα επιμορφωτικά προγράμματα οργανώνουν οι δημόσιες υπηρεσίες, οι σύλλογοι διδασκόντων, τα κρατίδια και οι περιφέρειες. Το πρόγραμμα επιλέγουν ελεύθερα οι εκπαιδευτικοί, αναλόγως με τα ενδιαφέροντά τους και με προσωπική ευθύνη εφαρμογής του νόμου.
Αξιολόγηση Γερμανών Εκπαιδευτικών
Η αξιολόγηση ή υπηρεσιακή κρίση είναι για όλους υποχρεωτική κατά το πρώτο στάδιο της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας. Οι υπηρεσιακές κρίσεις διενεργούνται, κατά κανόνα, περίπου κάθε έξι χρόνια. Στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης κατά το σχολικό έτος 1990-1991 καθιερώθηκε η απροειδοποίητη ετήσια αξιολόγηση. Το μέτρο αυτό προκάλεσε αντιδράσεις των εκπαιδευτικών και ζητήθηκε η κατάργησή του.
Αξιολόγηση μπορεί να ζητήσει ο ίδιος ο εκπαιδευτικός για τους εξής λόγους: α) περάτωση περιόδου δόκιμου δημοσίου υπαλλήλου, β) προαγωγή, γ) μετάθεση σε άλλο κρατίδιο, ε) απόσπαση σε σχολείο του εξωτερικού, στ) εκπλήρωση νομικής υποχρέωσης για υπηρεσιακή κρίση ανά ορισμένο χρονικό διάστημα. Η υποχρέωση αυτή λήγει με τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας.
Η διαδικασία της αξιολόγησης
Η διαδικασία της αξιολόγησης/υπηρεσιακής κρίσης του Γερμανού εκπαιδευτικού είναι η εξής: Ο εκπαιδευτικός υποβάλλει αίτηση στην Υπηρεσία Εποπτείας Σχολείων. Η Υπηρεσία αυτή ζητεί από το διευθυντή του σχολείου έκθεση υπηρεσιακής επιδόσεως του υπαλλήλου. Ο διευθυντής του σχολείου δέχεται σε συνέντευξη τον αιτούντα. Κατ’ αυτήν μπορεί να είναι παρών και άλλος εκπαιδευτικός της εμπιστοσύνης του αιτούντος. Ο διευθυντής συντάσσει την έκθεση υπηρεσιακής επίδοσης και ανακοινώνει την υπηρεσιακή κρίση του στον αιτούντα, ο οποίος έχει δικαίωμα να εκφράσει γραπτώς τις αντιρρήσεις του και να υποβάλλει σχετική ένσταση.
Η έκθεση υπηρεσιακής επίδοσης και η τυχόν ένσταση του αιτούντος απο-στέλλονται στην Υπηρεσία Εποπτείας Σχολείων. Εκπρόσωποι της Υπηρεσίας αυτής επισκέπτονται και επιθεωρούν τον εκπαιδευτικό κατά τις ώρες διδασκαλίας του στο σχολείο. Στην επίσκεψη ο αιτών έχει το δικαίωμα να προσκαλέσει και άλλο εκπαιδευτικό της εμπιστοσύνης του. Ο σχολικός σύμβουλος συντάσσει έκθεση υπηρεσιακής κρίσης σε ειδικό έντυπο της υπηρεσίας και παραδίδει αντίγραφο στον αιτούντα εκπαιδευτικό, ο οποίος δικαιούται να υποβάλλει γραπτώς σχετική ένσταση. Η έκθεση με τις κρίσεις του σχολικού συμβούλου μαζί με την τυχόν ένσταση του αιτούντος κατατίθενται στο προσωπικό μητρώο του εκπαιδευτικού.
Αν διαπιστωθεί γενική ακαταλληλότητα, η οποία δεν αίρεται ούτε με την ένσταση του εκπαιδευτικού ούτε και με την επέμβαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, τότε ο Γερμανός εκπαιδευτικός αναγκάζεται να υποβάλλει την παραίτησή του, προκειμένου να αποφύγει την απόλυσή του και να αναζητήσει κάποια θέση στον ιδιωτικό τομέα.
Η ζητούμενη αξιολόγηση των Ελλήνων Εκπαιδευτικών
Η αξιολόγηση είναι άγνωστο ζήτημα για τους Έλληνες εκπαιδευτικούς. Πολλές φορές οι εκάστοτε αρμόδιοι παράγοντες επιχείρησαν να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν μια μορφή υπηρεσιακής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, αλλά πάντοτε καιροφυλακτούσε ο κακός δαίμων και τα σχέδια ακυρώνονταν. Προκύπτει, λοιπόν, το τριπλό αμείλικτο ερώτημα: Οι αρμόδιοι παράγοντες δεν γνώριζαν ή δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν την αξιολόγηση; Μάλλον δεν ήθελαν την αξιολόγηση, διότι εύχονταν γονυπετώς: «Τύφλωσον [αντί σώσον], Κύριε, τον λαόν σου», (Ηλιού Φ. 1988, Τύφλωσον, Κύριε,τον λαόν σου, Εκδ. Πορεία, Αθήνα, σς 30,78).
Προϋπόθεση της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών είναι η επιτυχής οργάνωση της εκπαίδευσης των υποψήφιων εκπαιδευτικών και το αντικειμενικό σύστημα του διορισμού τους. Η εκπαίδευση των Ελλήνων εκπαιδευτικών είναι ελλιπέστατη ως προς τις παιδαγωγικές σπουδές τους με ευθύνη του κράτους και των αρμόδιων πανεπιστημιακών Τμημάτων και ο διορισμός τους εξαρτάται μόνο από μια τυπική διαδικασία του ΑΣΕΠ. Οι διοριζόμενοι εκπαιδευτικοί, συνεπώς, δεν έχουν τα απαιτούμενα προσόντα να αναλάβουν το συστηματικό έργο της διδασκαλίας και διαπαιδαγώγησης των νέων του 21ου αιώνα.
Αν δεν εκσυγχρονισθεί και δεν οργανωθεί επιτυχώς το σύστημα εκπαίδευσης των Ελλήνων εκπαιδευτικών, θα ακυρώνονται και θα αποτυγχάνουν μοιραία τα σχέδια υπηρεσιακής αξιολόγησής τους. Πρόκειται περί του θέματος της σχέσης αιτίου και αιτιατού.
Οι ονομαστότεροι ‘Έλληνες λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου [: ο Άνθιμος Γαζής, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Δανιήλ Φιλιππίδης, ο Αθανάσιος Ψαλίδας, ο Χριστόδουλος Ακαρνάν (Παμπλέκης), ο Γεώργιος Γεννάδιος, ο Στέφανος Οικονόμος, ο Κωνσταντίνος Ασώπιος, ο Γεώργιος Γλαράκης, ο Αναστάσιος Πολυζωίδης, ο Αλέξανδρος Σκυλίτσης, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης και ο Γεώργιος Ψύλλας], οι οποίοι σπούδασαν σε γερμανικά Πανεπιστήμια, πίστευαν ότι «τους Γερμανούς χρείαν έχομεν να μιμηθώμεν, αν θέλωμεν να μην αντιφάσκωμεν, και αυτών τα ίχνη πρέπει να βαδίζωμεν του λοιπού, δια να αναλάβωμεν εαυτοίς την δόξαν και λαμπρότητα των προγόνων μας»,( Παπαευθυμίου Β. 1807, Ιστορία συνοπτική της Ελλάδος, Βιέννη , σ. XVII).
Η έλλειψη της αξιολόγησης
Η έλλειψη της αξιολόγησης έχει αρνητικές επιπτώσεις στην παρακολούθηση των εκπαιδευτικών αλλαγών, που συντελούνται στην Ευρώπη και τον κόσμο, στην επίτευξη των στόχων εκπαίδευσης, στην υποχρέωση λογοδοσίας των εκπαιδευτικών προς το κοινωνικό σύνολο για την σωστή αξιοποίηση των οικονομικών πόρων, που διατίθενται για την εκπαίδευση και στην τεκμηρίωση της διαπίστωσης των γενικότερων αδυναμιών του εκπαιδευτικού συστήματος.

Επιλεγμένη Βιβλιογραφία
•Μάρκου Γ., Μπουζάκης Σ. κ. ά. 1988, «Το εκπαιδευτικό σύστηµα της Οµοσπονδιακής ∆ηµοκρατίας της Γερµανίας», Συγκριτική Παιδαγωγική. Η Εκπαίδευση στην Ευρώπη, Gutenberg, Αθήνα
•Παπαευθυμίου Β. 1807, Ιστορία συνοπτική της Ελλάδος, Βιέννη
•Πατάκης Σ.(Εκδ.) 1992, «Πώς εκπαιδεύονται, διορίζονται, επιμορφώνονται και αξιολογούνται οι Γερμανοί Εκπαιδευτικοί;», Λέσχη Εκπαιδευτικών, Οκτώβριος 1992, τεύχ. 5, σς 17-18
•Ηλιού Φ. 1988, Τύφλωσον, Κύριε ,τον λαόν σου, Εκδ. Πορεία, Αθήνα
•Eurydice, February 2006, Evaluation of Educational Institutions and the Education System, Chapter 9 Eurydice, Germany
•Kultusministerium 2004,Veröffentlichungen der Kultusministerkonferenz, Berlin.

Παναγιώτης Νταβαρίνος
Dr. Phil. Heinrich Heine Universitaet Duesseldorf
Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων

2 σχόλια στο “Φιλοσοφία-Παιδαγωγικά

Αφήστε μια απάντηση