Περί ‘εκ-πολιτισμού’ της ποδοσφαιρικής ‘βαρβαρότητας’!

Αναμένοντας την έναρξη του ‘κλασσικού’ ελληνικού ντέρμπυ την 21η του Νοέμβρη 2015, οι Έλληνες φίλαθλοι, είχαν την επιλογή  να παρακολουθήσουν παράλληλα ένα άλλο ‘κλασικό’ ντέρμπυ, αυτό της Ισπανίας. Μπορούσαν δε όλοι εκείνοι που  έκαναν αυτή την επιλογή να διαπιστώσουν με ευκολία, ότι τα συμβάντα στη ‘Λεωφόρο’ αντανακλούσαν ‘ποδοσφαιρική βαρβαρότητα’ και εκείνα στο ‘Σαντιάγκο Μπερναμπέου’, ‘ποδοσφαιρικό πολιτισμό’ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

. Οι δυο αυτοί ποδοσφαιρικοί σημασιολογικοί προσδιορισμοί, παραπέμπουν σε δυο διαφορετικά επίπεδα ποδοσφαιρικής εξέλιξης. Το πέρασμα δε από το ένα επίπεδο στο άλλο, επιτυγχάνεται αναπόφευκτα, δια μέσου μιας διαδικασίας, η οποία από τη φύση της κατανοείται ως διαδικασία ‘εκ-πολιτισμού’. Σίγουρα μια συστηματική ανάλυση του όρου αυτού σε ποδοσφαιρική προοπτική, δεν είναι εφικτή στο πλαίσιο αυτής της παρέμβασης. Απλά πρόθεσή μου είναι μια συνοπτική αναφορά στον τρόπο που η ποδοσφαιρική αντιπαλότητα στην ελληνική επικράτεια (και όχι μόνο), συγκροτείται και μια επιλεκτική αναφορά σε κάποια εμπόδια που αναστέλλουν τον ‘εκ-πολιτισμό’ της.

Ένα ποδοσφαιρικό γεγονός της εμβέλειας ενός ‘κλασσικού ντέρμπυ’, έχει την ισχύ να διεισδύει και να διαπερνά επικοινωνιακά όλα ανεξαιρέτως τα επίπεδα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και να αναδεικνύεται έτσι σε ένα κυρίαρχο ‘μέσον’ κοινωνικής επικοινωνίας. Μεταξύ άλλων αυτό σημαίνει ότι, στο πλαίσιο της ποδοσφαιρικής επικοινωνίας, άνθρωποι πολλαπλών κοινωνικών χαρακτηριστικών και διαφορετικοτήτων μπορούν να συνέχονται μεταξύ τους από τη φίλαθλη ιδιότητα τους. Η ιδιότητα αυτή δίνει τη δυνατότητα συγκρότησης μιας συλλογικής ταυτότητας (‘εμείς’), η οποία αντλεί την δυναμική της από την ιστορία, τους μύθους και την παράδοση ενός αθλητικού συλλόγου-ομάδας, ενώ ταυτόχρονα και κατά περίσταση,  εκδηλώνει μια πολλαπλού νοήματος αντιπαλότητα απέναντι σε  κάποιους ‘άλλους’, οι οποίοι συνέχονται μεταξύ τους από την ιδιότητα τους ως φίλαθλοι μιας άλλης ομάδας. Ο νοηματικός χώρος που συγκροτείται και ανατροφοδοτείται αυτή η αντιπαλότητα (‘εμείς και οι άλλοι’) αντιστοιχιζόμενος με την κοινωνική-πολιτισμική συγκυρία, συν-διαμορφώνεται από πολλούς παράγοντες και είναι κατά κανόνα ασταθής και ευμετάβλητος.

Αντιπαλότητα δεν σημαίνει εξ ορισμού ‘βαρβαρότητα’. Στο ποδόσφαιρο μάλιστα είναι αυτή  η  αντιπαλότητα που λειτουργεί ως καταλύτης για να επιτευχθεί μια επικοινωνιακή ροή, που ενδέχεται πολλές φορές να είναι έντονου και εκρηκτικού χαρακτήρα, αλλά ταυτόχρονα είναι εκείνο το  στοιχείο που διασφαλίζει την βιωσιμότητα του ποδοσφαιρικού ενδιαφέροντος στο κοινωνικό πεδίο. Με βάση τα χαρακτηριστικά συγκρότησης αυτής της επικοινωνιακής ροής και παράλληλα προς αυτή, δίνεται η δυνατότητα παραγωγής προσδοκιών, συνήθως ετερόκλητου χαρακτήρα! Άλλοι προσδοκούν να δουν ένα ωραίο ποδοσφαιρικό θέαμα, άλλοι να διεκδικήσουν τα δίκαια της ομάδας που κατά την άποψη των αρμοδίων παραγόντων συστηματικά παραγκωνίζονται, άλλοι να δουν έκτροπα  που  μπορεί να συμβούν κ.ο.κ.. Για να κατανοήσουμε επομένως το νόημα της ποδοσφαιρικής αντιπαλότητας και να αναλογισθούμε κάποια μέτρα που ενδεχομένως   θα οδηγήσουν στον εκπολιτισμό της, θα πρέπει να δούμε

1)ποιοι και με ποιους τρόπους εμπλέκονται σε αυτή (ποδοσφαιριστές, παράγοντες, ΜΜΕ, φίλαθλοι, οπαδοί, κράτος κ.λπ.) και

2) προς ποιες κατευθύνσεις και προς ποιους στόχους προσανατολίζουν την ανέλιξή και την εκδήλωσή της.

Παραβλέποντας πολλές ιδιομορφίες που χαρακτηρίζουν τη θεσμική συγκρότηση του ποδοσφαίρου, αλλά και την έννοια της ποδοσφαιρικής επιχειρηματικότητας στον ελληνικό χώρο, θα ήθελα απλά να αναφέρω ότι στα επίπεδα της Σούπερ Λίγκα, η ποδοσφαιρική αντιπαλότητα διαμορφώνεται σε ένα περιβάλλον οικονομικής επιχειρηματικότητας. Στις προοπτικές αυτές θα σχολιάσω συνοπτικά κάποιες επικλήσεις αρμοδίων του ποδοσφαίρου, περί εφαρμογής των μεθόδων προηγμένων ποδοσφαιρικά κρατών (π.χ. Αγγλία) για τον εκπολιτισμό της ποδοσφαιρικής αντιπαλότητας και ακολούθως θα προβώ πάλι σε έναν σύντομο σχολιασμό στον ρόλο που το κράτος διαδραματίζει για τον έλεγχο και τη διασφάλιση της ποδοσφαιρικής επιχειρηματικότητας, που ακολούθως μπορεί υπό όρους να συντελέσει στην επίτευξη του εκπολιτισμού της αντιπαλότητας.

Αναφέρεται από πολλούς εμπλεκόμενους στην ποδοσφαιρική διαδικασία το παράδειγμα της Αγγλίας, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται ότι στην ‘χώρα’ αυτή η ποδοσφαιρική αντιπαράθεση στα υψηλά της επίπεδα, ως αποτέλεσμα μιας εκλογικευμένης διαδικασίας επαγγελματικοποίησης,  έχει μετασχηματισθεί σε ψυχαγωγικό θέαμα με ότι αυτό συνεπάγεται για το νόημα της αντιπαλότητας!

Η μετάβαση, ο μετασχηματισμός της ποδοσφαιρικής αντιπαράθεσης σε ψυχαγωγικό θέαμα- πέραν των οποιονδήποτε αρνητικών για τον αθλητισμό και το σύστημα αξιών του σημαινόμενων-  επιφέρει και ριζοσπαστικές αλλαγές στην ποιότητα του συλλογικού ποδοσφαιρικού βιώματος που συγκροτείται στη βάση του ‘εμείς’ και οι ‘άλλοι’. Τα νοηματικά περιεχόμενα της ‘αντιπαλότητας’ αλλάζουν, εκπολιτίζονται!

Αυτή η μετάβαση από το ένα επίπεδο στο άλλο για να πραγματωθεί στα επαγγελματικού τύπου ποδοσφαιρικά επίπεδα, προϋποθέτει επαγγελματισμό, επαγγελματική συνείδηση-με ότι αυτό συνεπάγεται- από όλους τους ενεργά εμπλεκόμενους στα ποδοσφαιρικά δρώμενα. 

Όροι όπως Επαγγελματικοποίηση, Ποδοσφαιρική Επιχειρηματικότητα και ΠΑΕ σημαίνουν οικονομική συνδιαλλαγή. Για την πραγμάτωση αυτής της  συνδιαλλαγής προϋπόθεση δεν αποτελεί η ύπαρξη νομικών κανόνων, η ύπαρξη εμπορικού, αστικού, εργατικού ή αθλητικού δικαίου το οποίο θα διέπει την πραγμάτωσή της. Κατά κύριο λόγο για να συντελεσθεί η συνδιαλλαγή αυτή χρειάζεται ένα ουδέτερο ‘κράτος-διαιτητής’ ικανό να επιβάλλει την εφαρμογή των νομικών κανόνων, αλλά ταυτόχρονα να αναγνωρίζει στη βάση αυτή το δίκαιο και σε αντιστοίχιση με αυτό, να επαναφέρει την τάξη σε τυχόν αποκλίσεις.

Αυτό με την σειρά του είναι εφικτό  μόνο σε ένα περιβάλλον αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ένα περιβάλλον που η συγκρότηση της ποδοσφαιρικής αντιπαλότητας εξαντλεί το νόημά της στην ποιοτική ψυχαγωγία, σε ένα κοινωνικό περιβάλλον όπου ο ‘άλλος’, δηλαδή αυτός που δεν ανήκει στον ίδιο σύλλογο (ομάδα), θεωρείται εφεξής νόμιμος εταίρος, με τον οποίο μπορούμε και πρέπει να τηρούμε τους ίδιους θεμελιώδεις ηθικούς και νομικούς κανόνες.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν δίνεται εύκολα η δυνατότητα, σε αυτούς που συγκροτούν και διαχειρίζονται το ‘ποδοσφαιρικό προϊόν’, να εκμεταλλεύονται καταχρηστικά την δυναμική της επικοινωνιακής του ροής χειραγωγώντας κατά περίσταση και το νόημα της ποδοσφαιρικής αντιπαλότητας.  Εάν δεν συμβαίνει αυτό τότε εμφανίζεται η απόκλιση ( ή και η ‘βαρβαρότητα’), η οποία ενδεχομένως να ενυπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση στην δυναμική επικοινωνιακή ροή που διαμορφώνεται με αφορμή ένα ποδοσφαιρικό γεγονός μεγάλου ενδιαφέροντος, και μάλιστα να γίνεται αντιληπτή ως μέσον διεκδίκησης του δικαίου!

Και αυτό σήμερα στην ελληνική επικράτεια είναι συνηθισμένο φαινόμενο, επειδή το  νόημα ενός ποδοσφαιρικού γεγονότος, μιας ποδοσφαιρικής αντιπαλότητας, διαμορφώνεται στο πλαίσιο μιας κοινωνικής πραγματικότητας, της οποίας ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά, είναι η επικράτηση ενός κλίματος καθολικής ανοχής σε ποικιλότροπες μορφές αποκλίσεων (νομικών, κοινωνικών κ.λπ.). Στην περίοδο που διανύουμε και χαρακτηρίζεται από κρίση προσανατολισμού της ελληνικής κοινωνίας (κρίση κοινωνικών-ηθικών αξιών) και απρόβλεπτους κοινωνικούς μετασχηματισμούς, κάποιες κοινωνικές ομάδες (π.χ. οπαδοί ποδοσφαίρου) εκμεταλλεύονται μια ανοχή, που πλέον δεν τυγχάνει κοινωνικής νομιμοποίησης -εννοώ ότι σε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες έχει εξαντληθεί η υπομονή να ανέχονται– και ‘διεκδικούν’ δια της ‘βαρβαρότητας’!

 Σε μια τέτοια περίοδο, δημιουργείται μεταξύ άλλων μια σύγχυση περί του ρόλου του κράτους, αναφορικά με τις χωρο-χρονικές δυνατότητες παρέμβασης του, καθώς επίσης μια σύγχυση περί του  τρόπου και τις μορφές παρέμβασης του.  Αυτό έχει σαν συνέπεια τη δημιουργία σύγχυσης στο μέσο πολίτη, στο φίλαθλο, σχετικά με τα ‘όρια της ανοχής’ του, σχετικά με τις υποχρεώσεις του, αλλά και  με τα δικαιώματα του απέναντι στο κράτος, απέναντι στην κοινωνία, απέναντι στο ποδόσφαιρο.

Υπό αυτές τις συνθήκες δημιουργείται στα μέλη μιας κοινωνίας -τόσο σε επίπεδο ατομικό όσο και σε επίπεδο θεσμικό- μια καχυποψία που πλήττει την ύπατη δημοκρατική αξία, αυτή της ισόνομης μεταχείρισης. Σε μια τέτοια προοπτική πλήττεται κατά κύριο λόγο και αμφισβητείται η διαδικασία της δίκαιης αντιμετώπισης, η διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης από τρίτους-διαιτητικούς ρόλους (π.χ. Δικαστές, Διαιτητές κ.λπ.) οι οποίοι επιφορτίζονται με αυτή την αποστολή και οφείλουν να λειτουργούν πέραν των οποιωνδήποτε διακρίσεων και στη βάση της ισονομίας! Επειδή είναι αυτή η θεμελιώδης αξία της ισονομίας που  μπορεί να εμποδίσει τη διολίσθηση της ποδοσφαιρικής αντιπαλότητας, αλλά και κάθε μορφή αντιπαλότητας, προς την ‘βαρβαρότητα’ και ταυτόχρονα να διασφαλίσει τον προσανατολισμό της προς τον ‘εκ-πολιτισμό’!

Σε σειρά εκπομπών που ακολούθησαν τα έκτροπα της Λεωφόρου, είδαμε τάσεις αυτοκριτικής,  από πολλούς εμπλεκόμενους στην ποδοσφαιρική διαδικασία (τέως υπουργούς, ποδοσφαιρικούς παράγοντες, δημοσιογράφους κ.ο.κ.), οι οποίοι μάλιστα φτάνοντας στην διαπίστωση ενός επιμερισμού των ευθυνών, συμπέραναν ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι είναι συνένοχοι! Είναι αυτό αποτέλεσμα μιας νέας αρχής ? Ή ένα κομψό γλίστρημα πριν την ‘ολική’ κατάπτωση, αν αναλογισθούμε ότι  το ποδοσφαιρικό σύστημα (και όχι μόνο), στα υψηλά του επίπεδα στην ελληνική επικράτεια, έχει δομηθεί στη βάση μιας ποικιλότροπης ‘βαρβαρότητας’… Και στις προοπτικές μιας ιδιόμορφης από πολλές απόψεις αντίληψης περί Δημοκρατίας που καλλιεργήσαμε τα τελευταία χρόνια, γίναμε ανεκτικοί στη βαρβαρότητα…Είναι Δημοκρατικό μας δικαίωμα να ανεχόμαστε! Έτσι… Αν χάσουμε αυτό το δημοκρατικό μας δικαίωμα….Αν εκπολιτισθεί η ποδοσφαιρική βαρβαρότητα…Τι θα απογίνουμε χωρίς βαρβάρους!

Πατσαντάρας Νικόλαος

Αναπληρωτής Καθηγητής Αθλητικής Κοινωνιολογίας

ΣΕΦΑΑ- Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστημίου Αθηνών

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/nikitpapa/2017/11/10/%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%af-%ce%b5%ce%ba-%cf%80%ce%bf%ce%bb%ce%b9%cf%84%ce%b9%cf%83%ce%bc%ce%bf%cf%8d-%cf%84%ce%b7%cf%82-%cf%80%ce%bf%ce%b4%ce%bf%cf%83%cf%86%ce%b1%ce%b9%cf%81%ce%b9%ce%ba%ce%ae%cf%82-3/

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση