Πώς προέκυψε η έκφραση Δαμόκλειος σπάθη….

Kefali_Prasinos_1944Στις Συρακούσες βασίλευε ο πονηρός Διονύσιος, βασιλιάς ισχυρός που όλοι φοβούνταν,, όλοι κολάκευαν αλλά και μισούσαν, φθονούσαν και κατηγορούσαν.
Ο Διονύσιος είχε έναν υπήκοο και αυλικό του, τον ζηλόφθονο Δαμοκλή.
Ο Δαμοκλής έβγαζε συνεχώς μπροστά στον Διονύσιο ατέλειωτους λόγους περί της ευτυχίας των βασιλέων. Και τι δε θα ‘δινε για να φτάσει κι αυτός σε κάποια μελλοντική ζωή του σε θέση παρόμοια μ’ αυτήν που κατείχε ο βασιλιάς του εκείνη τη στιγμή…
Κουρασμένος πια ο Διονύσιος, αποφάσισε να συμμορφώσει τον αυλικό του. Διοργάνωσε ένα μεγάλο συμπόσιο και διέταξε τον Δαμοκλή να πάρει τη θέση του στο θρόνο.
Ντυμένος με βασιλικά ρούχα σαν αληθινός μονάρχης, ο Δαμοκλής ένιωσε περήφανος με τέτοια τιμή.
Δεν μπορούσε να πιστέψει στην τύχη του! Το όνειρό του είχε εκπληρωθεί, έστω γι’ αυτές τις λίγες στιγμές.
Και γιατί να χαρεί μόνο λίγες στιγμές; σκέφτηκε.
Ο βασιλιάς του είχε παραχωρήσει τη θέση του κι είχε διατάξει να τον υπακούν σ’ ό,τι έλεγε, σαν να ήταν αυτός ο ίδιος βασιλιάς. Δεν ήταν δύσκολο να μιλήσει στον αρχηγό της φρουράς και να του ζητήσει να εξαφανίσει τον προηγούμενο βασιλιά… οριστικά.
Αυτά συλλογιζόταν, όταν οι υπηρέτες του τον ειδοποίησαν ότι το φαγητό είχε σερβιριστεί.
Σχεδιάζοντας να μιλήσει με τον αρχηγό της φρουράς στη διάρκεια του δείπνου, ο Δαμοκλής κάθισε στο θρόνο του, μπροστά στο τραπέζι που ήταν γεμάτο με εξωτικές λιχουδιές.
Ποιος ξέρει γιατί, στην καλύτερη στιγμή του δείπνου, ο Δαμοκλής σήκωσε το βλέμμα πάνω από το κεφάλι του.
Και τότε το είδε!
Ένα κοφτερό και μυτερό σπαθί κρεμόταν ακριβώς πάνω από το κεφάλι του. Το συγκρατούσε μονάχα ένα λεπτό κι αδύναμο νήμα που έμοιαζε πως θα κοβόταν από στιγμή σε στιγμή. Πολύ αργά, σχεδόν χωρίς ανάσα, ο Δαμοκλής σηκώθηκε από το βασιλικό κάθισμα και πήγε προς το κέντρο της σάλας. Έκπληκτος διαπίστωσε ότι το σπαθί μετακινιόταν μαζί του, και η μύτη του σημάδευε διαρκώς την κορυφή του κεφαλιού του.
Ο Δαμοκλής πανικοβλήθηκε κι αποφάσισε να μείνει εντελώς ακίνητος. Φοβόταν ότι και η παραμικρή κίνηση του κεφαλιού του θα μπορούσε να κόψει τη λεπτότατη κλωστή που συγκρατούσε το σπαθί.
Ο νέος βασιλιάς έβαλε τα κλάματα κι άρχισε να φωνάζει δυνατά τον Διονύσιο. Τον ικέτευε να τον βοηθήσει.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε ο Διονύσιος.
«Κοίταξε» είπε ο Δαμοκλής, δείχνοντας ψηλά και κουνώντας το δάχτυλό του πολύ απαλά.
«Το σπαθί;… Αααα, πάντα εκεί βρίσκεται. Νόμιζα ότι το είχα συνηθίσει, αλλά ευχαριστήθηκα τόσο πολύ αυτές τις ώρες, που σκέφτομαι να σε αφήσω στο πόστο μου για πάντα… Ήθελες τόσο πολύ να γίνεις βασιλιάς.»
«Α, όχι, Μεγαλειότατε. Ήταν μια απλή φαντασίωση. Σε παρακαλώ, άσε με να βγάλω την κορόνα και να φύγω από εδώ… Σε παρακαλώ…»
Ο βασιλιάς δέχτηκε την παραίτηση του Δαμοκλή, όμως, με τον όρο πως στο εξής δεν θα τον ενοχλούσε με τα σχόλιά του και με το τι θα ήθελε να γίνει στις επόμενες ζωές του.
Ο σοφός δεν επιδιώκει τίποτα: ούτε να είναι καλός, ούτε δυνατός, ούτε υπάκουος, ούτε επαναστάτης, ούτε αντιφατικός, ούτε συνεπής… Θέλει μόνο να είναι αυτός που είναι. Κι είναι αυτή η μοναδική του επιθυμία – τόσο φυσική, τόσο δροσερή-, που μας γοητεύει.
Η ανατολίτικη ιδέα του σοφού που μοιάζει με γελαστό παιδί και μας καλεί να σκεφτούμε τον πολυπόθητο συνδυασμό αθωότητας και απόλυτης ελευθερίας.
Πηγή:www.lecturesbureau.gr

Σημεία των καιρών…..

Marc Chagall 4Το χειρότερο όλων είναι να συνηθίζεις… Να συνηθίζεις τον πόνο, να βλέπεις τη βαρβαρότητα και να μην σου κάνει εντύπωση καμιά. Να αισθάνεσαι μα να μη νιώθεις το παγωμένο, γυάλινο βλέμμα του ανθρώπου που κάθεται σ’ ένα παγκάκι περιμένοντας το τίποτα.

Το χειρότερο όλων είναι να ζεις μια ζωή σα να ‘βλεπες ταινία. Που οι πρωταγωνιστές είναι οι άλλοι κι εσύ είσαι απλά ο θεατής. Να πιστεύεις πως δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να κάνεις γιατί σου είναι αδύνατον να μπεις μεσα στο πανί ή ν’ ανέβεις στη σκηνή. Να συνηθίζεις την εικόνα ανθρώπων που κρυώνουν, ανθρώπων που συνωστίζονται για μια θέση στο συσσίτιο της γειτονιάς σου. Να φοβάσαι μην τυχόν και χάσεις το σπίτι σου μα να μην περνάει απ’ το μυαλό σου πως κι όλοι αυτοί που χαλάνε την αισθητική της εξουσίας σε πάρκα και πλατείες είχαν κάποτε ένα σπίτι… Να γνωρίζεις πως τόσοι και τόσοι φίλοι σου κρύβονται γεμάτοι με ντροπή γιατί τους έβγαλαν στην ανεργία και να μη σε πιάνει το στομάχι.

Και να περιμένεις. Δίχως να ξέρεις τι να περιμένεις. Υπομονετικά, χωρίς φωνές και γκρίνια… Να περιμένεις να αλλάξει ο κόσμος γύρω σου. Μα να μην κάνεις τίποτα για αυτό… Να περιμένεις τη στιγμή που θα ‘ρθει κι η σειρά σου και να μην κάνεις τίποτα για να το σταματήσεις. Να βλέπεις το παιδί σου να ετοιμάζεται να παλέψει έναν αγώνα δίχως όπλα και να μην το παίρνεις αγκαλιά για να το σώσεις.

Απλά να περιμένεις…
Πηγή: enfo.gr