Τιμή στην Επίδαυρο με το άρθρο του Θ. Γκόνη….. για όλους εμάς που μάθαμε την Επίδαυρο πρώτα απο εκείνη τη διαδρομή…..

13 Ιουλίου 2014 Επίδαυρος
Σχόλια Θοδωρής Γκόνης
Η Επίδαυρος από τον δρόμο του Ναυπλίου

Στην Επίδαυρο έχω παίξει τρεις φορές σαν ηθοποιός, δύο φορές με το Κ.Θ.Β.Ε. και μια με το θίασο Καρέζη-Καζάκου, όταν ήμουν μαθητής ακόμη, νέος ηθοποιός. Νομίζω ήταν «Οιδίπους Τύραννος», «Αίας», σε σκηνοθεσία του Βασίλη Παπαβασιλείου και «Βάκχες» στην περιβόητη παράσταση του Λάνγκχοφ.

Έπαιζα το ρόλο του εξάγγελου, πήγαινα με το άλογο τον Πενθέα, τον Νίκο Καραθάνο, στον Κιθαιρώνα και επέστρεφα χωρίς Καραθάνο, μόνος με το άλογο και κάτι ζαχαρίνες που του έδινα να τρώει για να είναι ήσυχο. Κι έτσι θυμάμαι τη γλώσσα του τη ζεστή στο χέρι μου, να μου παίρνει το τρακ και να μου δίνει κουράγιο να πω τα λόγια του εξάγγελου. Τα ματωμένα.

Αρκετά χρόνια μετά, ήταν η παράσταση που σκηνοθέτησα στη Μικρή Επίδαυρο με το Φεστιβάλ Αθηνών, «Ο ξεπεσμένος δερβίσης». Το χάρηκα. Μου άρεσε πολύ γιατί σε αυτόν τον χώρο πήγαινα από μικρό παιδί με δικούς μου ανθρώπους, που δυστυχώς δεν ζούσαν όταν έκανα την παράσταση. Τότε ήταν ακόμα θαμμένος κάτω από τις αμυγδαλιές, σε μια αυλή σπιτιού. Ανέβαινα και καθόμουν με τις ώρες σε αυτήν την πέτρα που είναι και σήμερα μέσα στην ορχήστρα, χωρίς να ξέρω τότε τι ακριβώς ήταν. Μια οικογενειακή παράσταση, κάτι εις μνήμην. Όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι εκεί, παρόντες.

Έχω ένα μεγάλο παράπονο αλλά έχει την εξήγησή του την άγια και σοβαρή. Μεγάλωσα δυο βήματα μακριά από το αρχαίο θέατρο και μικρός δεν μπόρεσα ποτέ να παρακολουθήσω μια θεατρική παράσταση.

Εργαζόμουν στα εστιατόρια, στην «Πύλη της ξηράς» των αδελφών Τόσκα, στο Ξενία Ναυπλίου, και στον «Καραμαλή», το άλλο εστιατόριο στην παραλία του Ναυπλίου. Στα τρία αυτά είχα θητεία σοβαρή, καριέρα αξιοπρόσεκτη. Εξυπακούεται ότι την περίοδο που είχε παραστάσεις δεν μπορούσα να φεύγω. Εκείνη την εποχή είχαμε και εμείς τις δικές μας… παραστάσεις.

Τότε δεν υπήρχε ο δρόμος από τα Ίσθμια, από τα Λουτρά της Ωραίας Ελένης, όλοι περνούσαν από το Ναύπλιο. Έφταναν πούλμαν από όλη την Πελοπόννησο, από την Αθήνα. ΚΤΕΛ Αρκαδίας, Ηλείας, Μεσσηνίας, τα έβλεπες να καταφτάνουν ορδές. Και φυσικά τα ΙΧ κι αυτά και πίσω έκλεινε η πομπή θριαμβευτικά με την τουριστική αστυνομία. Η αστυνομία και η χωροφυλακή τελευταίες. Παρά πολλοί χωροφύλακες με εκείνο το αντιπαθές κυπαρισσί ένδυμα.

Έκλεινε ο δρόμος από το Ναύπλιο έως την Επίδαυρο, τον μονοδρομούσαν, ήταν στενός. Οι στροφές, ειδικά εκεί πριν από το Λυγουριό, ήταν πολύ κλειστές και τα αυτοκίνητα πολλά. Απαγορευόταν η κυκλοφορία από Επίδαυρο, Λυγουριό προς Ναύπλιο, από τις 5:00 το απόγευμα μέχρι τις 9:00 που άρχιζε το θέατρο. Μετά αντιστρόφως, απαγορευόταν η κυκλοφορία από το Ναύπλιο προς τα μέρη αυτά, απ’ τις 11:00 μέχρι τη 1:00. Κι ήταν τροχονόμοι παντού.

Θυμάμαι, λοιπόν, ότι ήθελα πολύ να πηγαίνω στις παραστάσεις αυτές και δεν μπορούσα να πάω, και προσπαθούσα να καταλάβω από τα λόγια των θεατών που επιστρέφοντας σερβίριζα, τι ακριβώς παράσταση ήταν, ποιο έργο, ποιοι ηθοποιοί έπαιζαν, αν ξεχνούσε κάποιος ένα πρόγραμμα στο τραπέζι δεν του το επέστρεφα, έκανα το κορόιδο. Γιατί ήτανε κάτι που μπορούσα να το κρατήσω, μάζευα λοιπόν προγράμματα από παραστάσεις που δεν είχα παρακολουθήσει. Είχα γίνει συλλέκτης!

Αυτό που έχει γούστο είναι ότι έρχονταν ηθοποιοί, σκηνοθέτες, πρωταγωνιστές, αργότερα, αναδρομικά κατάλαβα ποιοι ήταν, ειδικά στο Ξενία που πήγαιναν οι πιο επώνυμοι. Με μερικούς από αυτούς συναντήθηκα στο θέατρο αργότερα, όταν έμπλεξα, αλλά τι να έλεγα τότε, δεν μπορούσα. Μου έδιναν και φιλοδώρημα. Κάποιοι άφηναν και πουρμπουάρ, άλλοι όχι, ήταν σπαγκοραμμένοι, άλλοι γενναιόδωροι. Θυμάμαι παραξενιές, ιδιοτροπίες και ιδιαιτερότητες, αλλά το γνώριζα από τότε, ο σωστός σερβιτόρος πρέπει να είναι εχέμυθος.

Ξεκίνησα μικρός αυτό το ένδοξο επάγγελμα, «στο εστιατόριο που τρων τα συνεργεία», «τα παλιά γκαρσόνια», κι όλα αυτά τα τραγούδια, δεν μπορούσα να το φαντασθώ, ούτε καν το σκεφτόμουν τότε ότι θα ασχοληθώ με το θέατρο, κάθε άλλο, ποτέ δεν είπα ότι θα γίνω ηθοποιός. Καμία σχέση. Μέχρι που ανέβηκα στην Αθήνα, δεκαοχτώ ετών, δεν είχα τέτοιες βλέψεις. Δηλαδή το κακό με βρήκε ξαφνικά. Δεν το προετοίμαζα.

Υπάρχει και μια πικρή ιστορία, στη σχέση μου με το αρχαίο θέατρο, τότε που παραλίγο να χάσω τη ζωή μου, όταν εκπυρσοκρότησε το όπλο ενός αστυνομικού. Στο εστιατόριο που δούλευα, στην «Πύλη της ξηράς», νομίζω στο τέλος μιας παράστασης είχαν έρθει αργά τη νύχτα, ή μπορεί να ήταν και μεσημέρι Κυριακής πριν πάνε στην Επίδαυρο, κι ήταν γεμάτο αστυνομικούς το εστιατόριο. Είχαν έρθει λοιπόν όλοι τους κι έτρωγαν, δηλαδή μπορεί και 50 αστυνομικοί. Με τα όπλα τους, τα καπέλα τους, εν πλήρη στολή και δόξη.

Εκπυρσοκρότησε το όπλο ενός αστυνομικού, θυμάμαι τη λάμψη, δηλαδή η σφαίρα πέρασε κυριολεκτικά δίπλα απ’ το μάτι μου, τυφλώθηκα για λίγο. Θα είχα πάει «υπέρ θεάτρου», η σφαίρα εξοστρακίστηκε στο μαρμαρένιο περβάζι, χτύπησε εκεί, τρύπησε το τζάμι χαμηλά στη βάση και βγήκε έξω.

Η τρυπίτσα αυτή έχασκε εκεί για πολλά χρόνια, περνούσα αργότερα κι έβαζα το δάχτυλό μου το μικρό κοροϊδεύοντάς την.

Το γεγονός το καλύψανε, σα να έσπασε ένα ποτήρι. Ούτε καν, γιατί αν έσπαζα ένα ποτήρι μπορεί να μου βάζανε και λίγο πάγο. Θυμάμαι, ήταν σα να μην έγινε, το κουκουλώσανε σα να μην έγινε ποτέ. Εγώ έντρομος πήγα και κούρνιασα σε μια σκάλα που είχε εκεί, κι έκατσα, και όσο περνούσαν οι μέρες συνειδητοποιούσα τι είχε συμβεί. Σαν το σκυλί στ’ αμπέλι θα πήγαινε ο τύπος αυτός. Δηλαδή εγώ.

Όμως το χειμώνα, έβγαζα το άχτι μου. Πηγαίναμε συχνά εκδρομές στο αρχαίο θέατρο με το γυμνάσιο. Έχω φωτογραφίες μέσα στην ορχήστρα, με συμμαθητές αγκαλιά, με τις μπάλες στα χέρια, δεν παίζαμε βέβαια μπάλα, παίζαμε κάτω εκεί που είναι το πάρκινγκ, γίνονταν φοβερά ματς. Όταν μας φώναζαν επάνω στο θέατρο, να μας μιλήσουν οι καθηγητές, εμείς βαριόμασταν, ποιος είχε όρεξη για τον Πολύκλειτο, τον Παυσανία και το Κοίλον. Το μόνο που κάναμε, το κόλπο με τη δεκάρα ή το ψιθυριστό «σ’ αγαπώ-μ’ αγαπάς» ή κάτι λεξούλες τολμηρές που ανακαλύπταμε σιγά-σιγά και τις δοκιμάζαμε στην ηχητική των αιώνων. Μέχρις εκεί. Τα άλλα δεν ήταν για μας.

Μου είχαν διηγηθεί αυτήν την πολύ νόστιμη ιστορία, ότι όταν τραγούδησε η Μαρία Κάλλας στην Επίδαυρο, είχα δει και φωτογραφίες στο Ναύπλιο, είχαν στείλει όλους τους στρατιώτες του μηχανικού, του ΚΕΜ Ναυπλίου, με καλάμια, να διώχνουν τα τζιτζίκια που τερέριζαν από τα πεύκα γύρω-γύρω για να τραγουδήσει, γιατί την ενοχλούσαν στις πρόβες. Τα καλάμια, τα τζιτζίκια και η Μαρία Κάλλας. Ποιος θα έχει το πάνω χέρι. Ο Άνθρωπος ή ο Θεός.

Μου είχε κάνει εντύπωση, το διηγούνταν τόσο ωραία ένας ηλικιωμένος σερβιτόρος, και άλλα πολλά έλεγε, είχαν ταλέντο στις διηγήσεις οι σερβιτόροι, μου έμαθαν πολλά. Δεν τα κράτησα, πού να ήξερα τι με περίμενε στη στροφή του δρόμου. Μπορεί να γλίτωσα τη σφαίρα αλλά το βόλι με βρήκε αργότερα στο δόξα πατρί.

Τώρα που μπορώ και κατεβαίνω συχνά στο αρχαίο θέατρο, όταν κάθομαι στις κερκίδες για να παρακολουθήσω μια παράσταση, ή όταν συμμετέχω, σκέφτομαι τους δικούς μου ανθρώπους πολύ έντονα εκεί. Γιατί ήταν άνθρωποι που φτερούγιζαν γύρω-γύρω από αυτόν το χώρο. Δούλευαν στους ελαιώνες, μάζευαν τις ελιές, βλέπω τις ελιές και ξέρω ότι αυτές είναι οι δικοί μου άνθρωποι. Κάθομαι στην κερκίδα επάνω ψηλά και βλέπω το κτήμα απέναντι, σκέφτομαι τον παππού μου, τη μητέρα μου, σκυμμένους, ανεβασμένους στο δέντρο με τα καλάθια, τα τσουβάλια, τα ζώα -ίσως γι’ αυτό να το έφερε η μοίρα και μπήκα και εγώ με άλογο στο θέατρο- τους σκέφτομαι εκείνη την ώρα και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ στους ηθοποιούς, κι αν η παράσταση είναι βαρετή, παίρνω το μάτι μου και φεύγω, ανεβαίνω στο όρος Αραχναίον, εκεί που στεκόταν ο τελευταίος φύλακας όταν ειδοποίησε την Κλυταιμνήστρα ότι έπεσε η Τροία. Σκέφτομαι τον φρουρό αυτόν, τι θα έκανε εκεί, στο όρος Αραχναίον.

Υ.Γ.: Πρώτη δημοσίευση -με κάποιες αναγκαίες περικοπές και διαφορετικό τίτλο- εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 5\7

TEDXΚΑΛΑΜΑΤΑ:Μια αξιόλογη ομιλία για 1η φορά σε αρχαιολογικό χώρο!


Τι μάθημα μας προσφέρει η αρχαιότητα
SIMON CRITCHLEY*

Ο Βρετανός φιλόσοφος Σάιμον Κρίτσλεϊ, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στις 7 Ιουνίου, στο πλαίσιο του 3ου TEDxKalamata, στο θέατρο της Αρχαίας Μεσσήνης. Ηταν το πρώτο TEDx που φιλοξενήθηκε σε αρχαιολογικό χώρο.

“Το θέμα μας είναι τα όρια. Και συγκεντρωθήκαμε εδώ, σ’ αυτό το όριο της Ευρώπης, κοντά στη θάλασσα: την απέραντη, την απεριόριστη.

Υπάρχουν τα όρια της γνώσης – όταν αντιμετωπίζουμε στην απεραντοσύνη του κόσμου και το περιορισμένο μέγεθος του ανθρώπινου νου.

Υπάρχουν τα όρια της ζωής – όλοι θα πεθάνουμε, και ποιος θέλει να πεθάνει; Εγώ, όχι. Λεπτό το λεπτό, μέρα με τη μέρα, αντιμετωπίζουμε τρομακτικά οικολογικά όρια, τα όρια της ανθρώπινης ζωής πάνω στη Γη. Αντιμετωπίζουμε όρια στην κατανόηση, στην έννοια της ανθρώπινης κατανόησης, της συμπόνιας, της ανοχής.

Φαίνεται ότι στην Ευρώπη έχουμε φτάσει στα όρια της ανοχής, γιατί πλέον δεν γνωρίζουμε τι σημαίνει Ευρώπη. Το 2014 μοιάζει όλο και περισσότερο με το 1914, όταν η Ευρώπη βυθίστηκε σε έναν μακρόχρονο, αιματηρό και άσκοπο πόλεμο, έναν πόλεμο για τα όρια: για τα εθνικά σύνορα, τα χαρακώματα, τις ιδιοκτησίες. Αντιμετωπίζουμε μια νέα παγκόσμια αταξία.

Αυτός είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την Ελλάδα και που είμαι τόσο χαρούμενος που βρίσκομαι τούτο το απόγευμα στην Ελλάδα. Δεν είναι η Ελλάδα που έχει ανάγκη την Ευρώπη. Είναι η Ευρώπη που έχει ανάγκη τους Ελληνες. Οχι την αρχαία δόξα της Ελλάδας. Οχι τη χολιγουντιανή εκδοχή της αρχαίας Ελλάδας: λευκοί άνδρες με χλαμύδες. Οχι αυτό. Καθόλου. Αυτό είναι ιδεολογία, είναι ιδεολογική σαχλαμάρα. Να μας λείπει.

Οχι, εμένα μου φαίνεται ότι αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι λίγη αρχαιοελληνική σοφία. Οχι κάποια εξιδανικευμένη εικόνα των Ελλήνων, όχι τον Μπραντ Πιτ σαν Αχιλλέα, αλλά τον ρεαλισμό των αρχαίων Ελλήνων, τον σκεπτικισμό τους, τον δροσιστικό και, για μένα, ζωογονητικό πεσιμισμό των αρχαίων Ελλήνων, των τραγικών Ελλήνων, των Ελλήνων που ο Νίτσε με το δίκιο του λάτρευε…

Τα φαντάσματα

Για να αντιμετωπίσουμε τα όρια που έχουμε μπροστά μας, είναι ανάγκη να βρεθούμε εδώ, σ’ αυτόν τον αρχαίο τόπο. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε τους αρχαίους, γι’ αυτό χρειαζόμαστε το θέατρο.

Πώς όμως μπορούμε να κάνουμε αυτές τις σιωπηλές πέτρες να μιλήσουν; Πώς μπορούμε να κάνουμε τους αρχαίους να μας μιλήσουν; Κάποιος κάποτε είπε, σοφά, ότι για να κάνουμε τους αρχαίους να μιλήσουν πρέπει να τους θρέψουμε με το ίδιο το αίμα μας. Είναι σαν τα βαμπίρ. Χρειάζονται το αίμα μας για να ζήσουν. Πρέπει να τους δώσουμε λίγο απ’ το αίμα μας για να κάνουμε τους αρχαίους Ελληνες να μιλήσουν.

Ετσι, απόψε, εδώ και τώρα, θέλω να κάνουμε μια μικρή θυσία αίματος, να καλέσουμε μερικά φαντάσματα. Μην ανησυχείτε όμως: δεν θα πονέσουμε. Αν αφουγκραστούμε προσεκτικά, θα μπορέσουμε ν’ ακούσουμε αυτά που οι αρχαίοι μας λένε σιγανά αλλά επίμονα. Και όταν τους ζωντανέψουμε, θα δούμε πως, όταν μιλούν, δεν μας λένε μόνο για τον εαυτό τους. Οχι. Μας μιλάνε για μας, για το τι σημαίνει να είμαστε εμείς, για τα όρια που αντιμετωπίζουμε σήμερα.

Τι είναι τούτος ο τόπος; Τι είναι τούτος ο μαγικός, αρχαίος τόπος; Είναι ένα θέατρο. Και τι είναι ένα θέατρο; Είναι ένα μέρος όπου ένα ακροατήριο, οι θεατές, οι «θεωροί» -ΕΣΕΙΣ- παρακολουθούν τη δράση να εκτυλίσσεται στη σκηνή. Τι βλέπουν όμως οι θεατές; Βλέπουν πράξη, βλέπουν τη «μίμηση πράξεως», όπως είπε ο Αριστοτέλης.

Εδώ, ακριβώς εδώ, υπήρχε θέατρο, το θαύμα του θεάτρου, μπροστά σε χιλιάδες πολίτες. Υπήρχε κωμωδία, σατιρικά έργα, πάνω απ’ όλα όμως υπήρχε τραγωδία. Και έτσι φτάνω στο ερώτημά μου: Γιατί γινόταν αυτό; Γιατί υπήρξε η τραγωδία;

Η Ανν Κάρσον, η Καναδή ποιήτρια, ρωτάει: «Γιατί υπάρχει η τραγωδία; Επειδή είσαι γεμάτος οργή. Γιατί είσαι γεμάτος οργή; Επειδή είσαι γεμάτος θλίψη». Αυτό είναι απόλυτα σωστό. Η Αντιγόνη είναι οργισμένη επειδή είναι γεμάτη θλίψη για τον αδελφό της, τον Πολυνίκη, που του αρνήθηκε τις ταφικές τιμές ο πολιτικός άρχοντας, ο Κρέων. Η Κλυταιμνήστρα είναι οργισμένη με τον Αγαμέμνονα εξαιτίας της θλίψης της για την κόρη της, την Ιφιγένεια, που εκείνος την έσφαξε σαν αρνί για να εξασφαλίσει ούριους ανέμους στα πανιά των ελληνικών πλοίων που κινούσαν για την Τροία.

Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε άλλο ένα ερώτημα στη λίστα της Ανν Κάρσον: Αν η τραγωδία είναι η οργή που ακολουθεί τη θλίψη, γιατί οι ήρωες στην τραγωδία είναι γεμάτοι θλίψη; Είναι θλιμμένοι εξαιτίας του πολέμου και των ανθρώπων που σκοτώθηκαν. Η τραγωδία θα μπορούσε να προσδιοριστεί ως μια πυροδοτημένη από τη θλίψη οργή που ξεπηδάει από τον πόλεμο. Αν αυτό μπορεί να φαίνεται απόμακρο και αφηρημένο, σκεφτείτε τότε απλώς την πολιτικοποίηση των κηδειών που αποτελεί ένα θλιβερά επαναλαμβανόμενο γεγονός της ζωής τα τελευταία χρόνια, από την αποκαλούμενη Αραβική Ανοιξη έως τις τρέχουσες αιματηρές συγκρούσεις στην Ουκρανία. Διαδηλωτές πυροβολούνται στις κηδείες διαδηλωτών που πυροβολήθηκαν επειδή διαμαρτύρονταν εναντίον του καθεστώτος.

Ζούμε σε έναν κόσμο που το πλαίσιό του είναι ο πόλεμος. Κάθε πλευρά πιστεύει ακράδαντα στην ορθότητα της θέσης της και στον παραλογισμό ή την «κακία» του αντιπάλου. Η πεποίθηση αυτή νομιμοποιεί τη βία, μια καταστροφική βία που πυροδοτεί τη βία της άλλης πλευράς σε απάντηση.

Πιστεύω ότι μια αντανάκλαση της αρχαίας τραγωδίας, εδώ και τώρα, σε τούτο το θέατρο, θα μπορούσε τουλάχιστον να φωτίσει τα προβλήματά μας και να μας πει κάτι για το παρόν μας και τα όριά του.

Επειδή η ιστορία της ελληνικής τραγωδίας είναι ιστορία πολέμων, από τον πόλεμο με τους Πέρσες τον 5ο αιώνα π.Χ μέχρι τον Πελοποννησιακό Πόλεμο που κράτησε έως το τέλος εκείνου του αιώνα, και από την ανάδυση της αθηναϊκής πολιτικής ηγεμονίας μέχρι τη διάλυσή της και την ταπείνωσή της στα χέρια της Σπάρτης.

Περιγραφή του αντιπάλου

Το παλαιότερο θεατρικό έργο που έχουμε, «Οι Πέρσες», από το 472 π.Χ., αναφέρεται στα επακόλουθα της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας το 480 π.Χ., που ο Αισχύλος φέρνει επί σκηνής οκτώ χρόνια αργότερα. Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς στο θέατρο είναι ότι έχουμε μια περιγραφή του αντιπάλου όχι με εχθρότητα αλλά με συμπόνια. Συμπόνια για τον εχθρό. Στο τέλος του έργου εμφανίζεται ένα φάντασμα. Υπάρχουν πολλά φαντάσματα στο θέατρο. Υπάρχει φάντασμα στους Πέρσες, υπάρχει φάντασμα στον Αμλετ. Το πρόβλημα με τους νεκρούς είναι ότι δεν στέργουν να παραμείνουν νεκροί. Και το φάντασμα του Δαρείου του Μεγάλου εμφανίζεται και λέει στον γιο του, τον Ξέρξη: «Είσαι άχρηστος, έχασες τη μάχη, αλλά το χειρότερο ήταν ότι βεβήλωσες τα ιερά των Ελλήνων, και αυτό δεν έπρεπε να το κάνεις. Αυτό είναι Υβρις». Κι ύστερα λέει στους Ελληνες: «Αν φερθείτε με τον ίδιο τρόπο, αν βεβηλώσετε ό,τι είναι ιερό, θα φτάσετε στην ίδια κατάντια».

Ετσι, αυτό το εκπληκτικό πράγμα, το θέατρο, που όλοι το παίρνουμε σαν δεδομένο, που εσείς όλοι το θεωρείτε δεδομένο γιατί είναι η κληρονομιά σας, αναδεικνύει κάτι εξαιρετικό: αναδεικνύει την κατανόηση του εχθρού. Μια κατανόηση του Ξένου, του «βαρβάρου» που προσεγγίζεται όχι με εχθρότητα, αλλά με πνεύμα ανοχής και κατανόησης και συμπόνιας. Και αυτό, νομίζω, είναι το πρώτο μάθημα που μπορεί η αρχαιότητα να μας προσφέρει σήμερα, στην κρίσιμη και επικίνδυνη κατάσταση που βρισκόμαστε.”

* O κ. Simon Critchley διδάσκει φιλοσοφία στο New School της Νέας Υόρκης. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί το «Βιβλίο των νεκρών φιλοσόφων» από τις εκδόσεις Πατάκη.

​​Το κείμενο αποτελεί συντομευμένη εκδοχή από την ομιλία που έδωσε ο Σάιμον Κρίτσλεϊ στις 7 Ιουνίου, στο πλαίσιο του 3ου TEDxKalamata, στο θέατρο της Αρχαίας Μεσσήνης, το πρώτο TEDx που φιλοξενείται σε αρχαιολογικό χώρο.

κι άλλες ….καλοκαιρινές σκέψεις!

Μια μικρή μεταρρυθμιστική τραγωδία.Kandinsky_blue

Ελεύθερος Σκοπευτής (ΚΙΜΠΙ) Ο κόσμος του Επενδυτή, 13 Ιανουαρίου 2007

Την εποχή της δύσης και παρακμής του νεοφιλελευθερισμού -την οποία ούτε ο ίδιος ούτε οι εκπρόσωποί του είχαν πάρει είδηση- μια ‘χώρα αποφάσισε ν’ αποτελέσει την παγκόσμια εξαίρεση. Να γίνει η χώρα-μοντέλο για τη φιλελεύθερη λύση, έτσι ακριβώς όπως την είχαν οραματιστεί οι πρωτεργάτες της στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Με ελάχιστο κράτος, το οποίο περιόριζε την απολύτως διακριτική παρουσία του στα άκρως απαραίτητα: στο κούρεμα του γκαζόν σε κεντρικές πλατείες των πόλεων, στη διαχείριση των νεκροταφείων (πάντα, όμως, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και με βάση τον νόμο προσφοράς και ζήτησης), στην παρακολούθηση των υπόπτων τρομοκρατίας και στη χρηματοδότηση του στρατού (απασχολούμενου συνήθως σε εκτός συνόρων αποστολές, κατά τις επιταγές των αμυντικών συμμαχιών στις οποίες ήταν ενταγμένη η χώρα). Όλοι οι άλλοι τομείς της κοινωνικοοικονομικής δραστηριότητας είχαν αφεθεί στη μέριμνα των ιδιωτών.

Καθώς η χώρα βρισκόταν στην οικονομία της γνώσης και της πληροφορίας, αυτής της υπέρτατης πηγής πλούτου, πεμπτουσία της φιλελεύθερης μεταμόρφωσής της ήταν η πλήρης ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης. Οριζοντίως και καθέτως. Η μετάβαση έγινε αναίμακτα, χάρη στην ανωτερότητα που επέδειξαν οι πολιτικές ηγεσίες, μη διστάζοντας να θυσιάσουν το σασπένς του πολιτικού παιγνίoυ στην εθνική αναγκαιότητα της συναίνεσης. Η τομή έγινε στα πανεπιστήμια. Με εξαιρετική γενναιοδωρία, το κράτος παρέδωσε τα κλειδιά τους σε μιαν επιτροπή που συγκροτήθηκε από την αφρόκρεμα της επιχειρηματικής ηγεσίας (με κριτήρια τον ετήσιο τζίρο, το Ρ/Ε των μετοχών των εταιρειών τους, τα μερίδια στην εγχώρια αγορά και τις εξαγωγικές τους επιδόσεις). Το κράτος ανέλαβε το αυτονόητο, να επιδοτεί δηλαδή μέρος των διδάκτρων των φοιτητών ανάλογα με το εισόδημα και τη φοροδοτική ικανότητα των οικογενειών τους. Και η συντονιστική επιτροπή των επιχειρηματιών ανέλαβε το τιτάνιο έργο της εξυγίανσης των σχολών και του εκσυγχρονισμού στα προγράμματα σπουδών τους. Μέρες και μήνες μελετούσαν το δαιδαλώδες πρόγραμμα σπουδών των ιδιωτικοποιημένων δημόσιων πανεπιστημίων. Κι όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, άρχισαν τις καινοτομίες.

«Τι χρειαζόμαστε τη φιλοσοφία;», αναρωτήθηκε ο βιομήχανος, που ουδέποτε είχε χρειαστεί να πάρει φιλόσοφο ή κάτι παρεμφερές στη δούλεψή του και ήταν πεπεισμένος ότι αυτοί οι χαρτογιακάδες ήταν ανίκανοι να συμβάλουν στο ελάχιστο στην παραγωγή μιας καρφίτσας. Και εισηγήθηκε την κατάργηση των φιλοσοφικών σπουδών και τη μετεξέλιξη των αντίστοιχων σχολών σε τμήματα marketing και public relations. Και με τον καιρό οι άνθρωποι ξέχασαν τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, τον Αυγουστίνο και τον Ακινάτη (όσοι τούς ήξεραν). Τα τελευταία αντίτυπα του «Λεβιάθαν» του Hobbes βρίσκονταν μόνο σε παλαιοπωλεία και το «Περί ελευθερίας» του Τζον Στιούαρτ Μιλ σωζόταν μόνο στα μουσεία.

«Τι χρειαζόμαστε την αρχαιολογία;», αναρωτήθηκε ο ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης κατασκευαστικής της χώρας, ο οποίος είχε πικρά πείρα από αρχαιολόγους, κάθε φορά που οι εκσκαφείς του σκόνταφταν σε κάτι παλιομάρμαρα και οι εργολάβοι του δεν προλάβαιναν να τα αλέσουν στα θεμέλια των μικρομέγαλων έργων του. Και εισηγήθηκε την κατάργηση των αρχαιολογικών σχολών και τη διοχέτευση των σπουδαστών τους σε σχολές design τουριστικών σουβενίρ, τεχνικών αναπαλαίωσης και διακόσμησης. Και με τον καιρό, η χώρα που έκρυβε στο υπέδαφός της αλλεπάλληλα στρώματα ιστορίας πέντε-έξι χιλιάδων χρόνων συνήθισε να θεωρεί μνημεία και αξιοθέατα τα The Mall, τα μεγάλα εμπορικά κέντρα και τα multiplex σινεμά.

«Τι χρειαζόμαστε τη φιλολογία και τη γλωσσολογία;», αναρωτήθηκε ο εκδότης, που τον εκνεύριζαν αυτοί οι ηλίθιοι διορθωτές κάθε φορά που ψείριζαν τα σημεία στίξης, οι επιμελητές κειμένων και οι συγγραφείς που καθυστερούσαν την έκδοση του επόμενου best seller. Και εισηγήθηκε ων κατάργηση των φιλολογικών τμημάτων και τη μετατροπή τους σε ταχύρρυθμα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, με προτεραιότητα στις γλώσσες των αγορών με τις οποίες υπήρχε ικανοποιητικό εμπορικό ισοζύγιο. Και με τον καιρό, αναπτύχθηκε μια γενιά πολιτών που μιλούσε ένα νέο γλωσσικό ιδίωμα «γκρίκλις», εμπλουτισμένο με τη διαφημιστική αργκό, έγραφε τη γλώσσα με «όμικρον» και ένα «σίγμα», αγνοούσε τι εστί Όμηρος, Σοφοκλής ή Σεφέρης και αναγνώριζε ως ποίηση τους στίχους: «’Ήταν η ζωή μου κόλαση και την έκανες απόλαυση…».

«Τι χρειαζόμαστε την κλασική πολιτική οικονομία;», αναρωτήθηκε ο χρηματιστής, που είχε άχτι τον Ρικάρντο από τότε που σπούδαζε στο London School of Economics. Και εισηγήθηκε τη δραστική αναμόρφωση των οικονομικών σπουδών, με έμφαση στη μικροοικονομία, με δεσπόζουσα θέση για τους Φρίντμαν και Χάγιεκ και στροφή στις νεότερες τάσεις του managemeηt, της οικονομετρίας, της τραπεζικής και της λογιστικής. Με τον καιρό, έγιναν ασήμαντα βιογραφικά λήμματα στις εγκυκλοπαίδειες τα ονόματα Σμιθ, Μάλθους, Μαρξ, Γκαλμπρέιθ, χρήσιμα μόνο σε μανιώδεις, δυνατούς λύτες εξεζητημένων σταυρόλεξων.

«Μα τι χρειαζόμαστε Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, Ιστορία Τέχνης ή Μουσική Ακαδημία;», αναρωτήθηκε ο πρόεδρος αλυσίδας multiplex. Αλλά, πριν προκάμει να εισηγηθεί την κατάργησή τους, τον πρόλαβε η γυναίκα του, που αναρωτήθηκε με τη σειρά της τι θα βάλει στους τοίχους του τρίτου εξοχικού τους δίπλα στο χιονοδρομικό κέντρο, πώς θα πηγαίνει στο Μέγαρο Μουσικής και τι δώρα θα κάνει στους φίλους τις γιορτές. Κι έτσι ο πρόεδρος περιορίστηκε να εισηγηθεί τον δραστικό περιορισμό των εισακτέων στις σχολές αυτές («έτσι θ’ ανέβουν και οι τιμές των πινάκων, αγάπη μου», τον είχε συμβουλεύσει η σύζυγος). Και με τα χρόνια οι άνθρωποι αναγνώριζαν τον Ντα Βίντσι σαν ήρωα αστυνομικού μυθιστορήματος, πίστευαν ότι ο Ικτίνος ήταν άσχετος σαν αρχιτέκτων -όλα στραβά ήταν στην Ακρόπολη- κι αναγνώριζαν ως κλασικό συνθέτη τον Φοίβο.

Πέρασαν μερικά χρόνια, η μεταρρύθμιση διήνυσε περίοδο ακμής κι όλοι ήσαν απόλυτα ικανοποιημένοι από την απόλυτη εναρμόνιση εκπαίδευσης και αγοράς. Για πολύ καιρό, η ανεργία έπεσε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, αφού τα πανεπιστήμια έδιναν τόσους και τέτοιους αποφοίτους όσους κι όποιους χρειαζόταν οι επιχειρήσεις. Μέχρι που έγινε η στραβή. Οι πολίτες – καταναλωτές κατελήφθησαν από μαζική υπαρξιακή κρίση και καμιά ευφάνταστη P.R. δεν μπορούσε να τους δώσει απαντήσεις για το νόημα της ζωής. Οι τουρίστες έπαψαν να βρίσκουν οποιοδήποτε ενδιαφέρον στη χώρα που έχει γίνει τόσο όμοια με τις δικές τους, χωρίς ιστορία, χωρίς μνήμη. Τα multiplex και τα The Mall έγιναν βαρετά αξιοθέατα και η τουριστική βιομηχανία βυθίστηκε στην κρίση. Οι συγγραφείς έγραφαν εκπληκτικά όμοια θρίλερ, τα ύφη και τα γλωσσικά τους ιδιώματα έμοιαζαν σαν ασκήσεις πρωτοετών «δημιουργικής γραφής» και ακόμα και οι φανατικότεροι αναγνώστες έπαψαν να τα αγοράζουν. Τα προϊόντα που έκαναν περήφανες τις εξωστρεφείς επιχειρήσεις της χώρας στράγγισαν και τα τελευταία ίχνη φαντασίας των σχεδιαστών τους και, παρά τις κατοχυρωμένες «πατέντες», φαίνονταν να αντιγράφουν το ένα το άλλο, ανίκανα να δημιουργήσουν νέες ανάγκες στους καταναλωτές. Προκλήθηκε τρομακτική κρίση υπερπαραγωγής για την οποία ουδεμία εξήγηση βρήκαν στον Φρίντμαν ή στις στρατιές αποφοιτούν μάνατζμεντ και οικονομετρίας. Το χρηματιστήριο της τέχνης κατέρρευσε, αφού με δυσκολία πλέον ένα εξασκημένο μάτι διέκρινε ένα έργο τέχνης από συσκευές καθημερινής χρήσης, όπως η χύτρα ταχύτητας.

Η Συντονιστική Επιτροπή διαχείρισης των πανεπιστημίων, με την ίδια τόλμη που είχε αναλάβει τη μεταρρύθμισή τους, επέστρεψε τα κλειδιά τους στο κράτος, το οποίο εφάρμοσε σχέδιο ολικής επαναφοράς – δυστυχώς μαζί με όλες τις παλιές αναπηρίες. Αλλά, έστω κι έτσι, η κοινωνία απόλαυσε αυτή τη μικρή Αναγέννηση. Ο Πλάτων και η φιλοσοφία έγιναν πάλι της μόδας. Οι σπουδαστές ανακάλυψαν τη γοητεία του Ομήρου και του Αριστοφάνη. Οι ανθρωπιστικές σπουδές γνώρισαν νέα ακμή. Ο Σμιθ, ο Μαρξ, ο Φρόιντ, ο Μαρκούζε έγιναν δημοφιλή σχολικά αναγνώσματα. Η ορθογραφία εκτόπισε τα γκρίκλις και τη φωνητική γραφή. Οι μαθητές γοητευόταν από την ιστορία των λέξεων, το αέναο ταξίδι τους από τα ινδικά οροπέδια μέχρι τις ακτές της Γηραιάς Αλβιόνος. Οι έφηβοι έβγαζαν φλύκταινες ακούγοντας Κόκκινου και δάκρυζαν στις πρώτες νότες της “Casta Diva”

Οι άνθρωποι απολάμβαναν ηδονικά το ξαναχτίσιμο της χαμένης κουλτούρας της σκέψης τους.

Αντιγραφή απο το blog του συν. Συμεωνίδη Βασ. http://users.sch.gr/symfo/sholio/ekthesi/e/00.metarithmistiki-tragodia.htm

Καλοκαιρινές σκέψεις κ όχι μόνο…. “Αντιπαλεύοντας την ντροπή!” άρθρο του Χρ. Γιανναρά

Αντιπαλεύοντας την ντροπή
Ημερομηνία δημοσίευσης: 07 Απριλίου 2014

Είμαστε πια εθισμένοι σε συμπτώματα κλοπής του κοινωνικού χρήματος, μας κατακλύζει η πλημμυρίδα και ποικιλότητα των περιπτώσεων, καταπλήσσει η ευρηματικότητα των τεχνασμάτων της λωποδυσίας. Kαι τα κρούσματα, σχεδόν όλα, εμφανίζονται όχι στους στερημένους και απεγνωσμένους, όχι στη φτωχολογιά. Aυτοί που ληστεύουν το κοινωνικό χρήμα σαν κοινοί λωποδύτες, είναι από την άρχουσα τάξη – άνθρωποι που τιμήθηκαν με δημόσια αξιώματα, λειτουργοί του κράτους, μεγιστάνες του ιδιωτικού πλούτου, πολιτικοί που ο λαός τους εμπιστεύθηκε να τον κυβερνούν.

Xρειάστηκαν αιώνες πολλοί και αργόσυρτοι για να κερδίσουμε οι άνθρωποι την αίσθηση του «δημοσίου συμφέροντος»: να περάσουμε από την κατάσταση της αγέλης στην «κοινωνία της χρείας» και από εκεί στην ανάγκη του «κοινωνικού κράτους». Kαθόλου τυχαία οι Eλληνες ονόμασαν το αντίθετο της βαρβαρότητας «πολιτισμό»: H έξοδος από τον πρωτογονισμό της αλογίας, των ενστικτωδών ενορμήσεων, της τυφλής βουλιμίας, είναι προϊόν της «πόλεως», προϋποθέτει «βίον πολιτικόν». Δηλαδή την αυθυπέρβαση του ατόμου, το κατόρθωμα της ελευθερίας από τον εγωκεντρισμό και ναρκισσισμό. Nα πραγματοποιείται η ύπαρξη ως «σχέση», να κοινωνείται η ανάγκη και η επιθυμία, να μοιράζεται το θέλημα, να είναι κοινή αναζήτηση οι σκοποθεσίες του βίου.

Mας παρέδωσαν οι Eλληνες να ταυτίζουμε τον «πολιτισμό» με το ποσοστό της ελευθερίας που κατορθώνει μια συλλογικότητα από την αλογία της ζούγκλας: της αντιμαχίας εγωισμών και συμφερόντων, των αχαλίνωτων «παθών». H ύπαρξη «πάσχει» τις αναγκαιότητες της φύσης, τις ορμέμφυτες απαιτήσεις της, τις υφίσταται ως «πάθη» που τη δυναστεύουν. Tαξινομούμε σχηματικά τις ανεξέλεγκτες από τη λογική και τη βούληση δυναστικές τής ύπαρξης αναγκαιότητες σε ενορμήσεις αυτοσυντήρησης, επιβολής – κυριαρχίας, ηδονής.

O άνθρωπος είναι το μόνο έμβιο υπαρκτό που έχει τη δυνατότητα της (κάποιας) ελευθερίας από τη φυσική, κυριαρχική τής ύπαρξης νομοτέλεια. Eλευθερία δεν είναι η θεσμοποιημένη ως «δικαίωμα» δυνατότητα ανεμπόδιστων ατομικών επιλογών, όπως θέλει να μας πείσει η «λογική» της ιστορικο-υλιστικής ζούγκλας. Eλευθερία είναι η «ειδοποιός διαφορά» του ανθρώπου από το κτήνος, η απεξάρτηση από τις αναγκαιότητες των ενστικτωδών ενορμήσεων, είναι το στοιχείο «το κυρίως ανθρώπινον» της ύπαρξής μας. Στο «κοινόν άθλημα» του πολιτικού βίου, του βίου της «πόλεως», εντόπιζαν οι Eλληνες την από κοινού πραγμάτωση της ελευθερίας. Eβλεπαν τη βαρβαρότητα να υπερβαίνεται και τον πολιτισμό να απαρτίζεται όταν κοινωνούνται οι ανάγκες της επιβίωσης: όταν λογοποιούνται, γίνονται λόγος, δηλαδή σχέση – όταν το φυσικό άτομο γίνεται λογικό, υπάρχει ως λόγος – σχέση, όχι μόνο ως φύση. Mοιράζεται με τους συνανθρώπους του (κοινωνεί «κατά μετοχήν») τα «κατ’ ανάγκην» χρειώδη που οι βουλιμικές του ενορμήσεις ιδιοτελώς απαιτούν. Tα μοιράζεται ελεύθερα, αυτοπροαίρετα, λειτουργώντας με τη λογική του, την κρίση του, τη θέλησή του.

Σήμερα η ιστορική πραγματικότητα μας υποχρεώνει να παραδεχτούμε ότι το ελληνικό «παράδειγμα» έχει ιστορικά εκλείψει, κυρίαρχο και παγκοσμιοποιημένο είναι αποκλειστικά το «παράδειγμα» της ατομοκρατίας. Xρησιμοποιούμε καταχρηστικά τη λέξη «πολιτισμός» για να προσδιορίσουμε έναν «τρόπο» βίου εξ ορισμού στους αντίποδες του ελληνικού, ασύμπτωτο και ασύμβατο με την ελληνική «πόλιν», τον «πολιτικόν βίον», το άθλημα ταύτισης του «κοινωνείν» με την «κατ’ αλήθειαν» ύπαρξη.

Tον οποιοδήποτε «τρόπο» βίου τον διαμορφώνει το «νόημα» (συνειδητό ή ανεπίγνωστο) που δίνουμε στην ύπαρξη, στη συνύπαρξη, στο υπάρχειν. Kαι «νόημα» λέμε την αναγνώριση αιτίας και σκοπού ή την παραδοχή αλογίας και τυχαιότητας του υπάρχειν. Tο εκάστοτε «νόημα» (ή το «μη νόημα») απομνημειώνεται πάντοτε στην Tέχνη και στους θεσμούς: Tο ελληνικό πολιτικό άθλημα είναι αδιανόητο χωρίς Παρθενώνα ή Aγια-Σοφιά (μεταφυσικό άξονα ή μέτρο της ευθύνης για τη διαχείριση της ελευθερίας), όπως και το ατομοκεντρικό «παράδειγμα» είναι αδιανόητο χωρίς «κοινωνικό συμβόλαιο» (σύνταγμα) και νομική κατασφάλιση των «ατομικών δικαιωμάτων».

H γένεση και συγκρότηση του ατομοκεντρικού «παραδείγματος» διευκολύνθηκε αποφασιστικά από την καταγωγική, στη μεταρωμαϊκή Δύση, θρησκευτική καταξίωση του ατομοκεντρισμού – τη θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος. O αυγουστίνειος «χριστιανισμός» κατανοούσε την «αγάπη» στο επίπεδο της συμπεριφοράς, όχι του «τρόπου» της ύπαρξης, κατανοούσε την ελευθερία σαν ατομικό κατόρθωμα να επιβάλλονται ο νους και η θέληση στην αλογία των ενστίκτων. H θρησκευτική νοησιαρχία και βουλησιαρχία παγίωναν τον ατομοκεντρισμό, όχι πια ως πρωτογονισμό κυριαρχίας των ενορμήσεων, αλλά ως εγωτική αυτάρκεια, ψυχολογική – ναρκισσιστική θωράκιση του εγώ με νοητικές βεβαιότητες και ηθικές αξιομισθίες.

Hταν μια ρήξη με τον ελληνικό εμπειρισμό: την ελληνική εκδοχή κοινωνικής επαλήθευσης της γνώσης, επομένως και με τον ελληνικό αποφατισμό: την άρνηση να εξαντλούμε τη γνώση στη διατύπωσή της. H ατομική νοητική ικανότητα θα είναι πια για τη Δύση η επαρκής συνθήκη για την πρόσβαση στην αλήθεια, την κατοχή της αλήθειας. Tαυτίζεται η αλήθεια με μόνη την κατανόηση, αποσυνδέεται από την εμπειρική πιστοποίηση (τη γνωστική σχέση και την κοινωνία της εμπειρίας της σχέσης), γίνεται η αλήθεια συνώνυμη με την ατομική «πεποίθηση». Aντίστοιχα θα παγιωθεί στη Δύση η εκδοχή της ελευθερίας ως ακώλυτης πραγμάτωσης των επιλογών του ατόμου, θα θωρακιστεί με σύμβαση ως «δικαίωμα».

Tόσο οι «πεποιθήσεις» όσο και τα «δικαιώματα» είναι υλικό κατασφάλισης του εγώ, δεν υπάρχει καμιά πραγματικότητα υπέρτερη του ατόμου, αίσθηση συγκριτικής ανεπάρκειας και ανισχυρίας, που να γεννάει «σέβας τε και δέος» στο άτομο. Στο «ατομοκεντρικό» παράδειγμα ο καθένας επιλέγει αν υπάρχει ή δεν υπάρχει «Θεός», αν έχει ή δεν έχει «νόημα» η ύπαρξη, ο κόσμος, η Iστορία, αν η Hθική είναι μια χρηστική σύμβαση ή αν σχετίζεται με την υπαρκτική γνησιότητα του ανθρώπου. H όποια «πίστη» είναι απολύτως ιδιωτική υπόθεση, αδιανόητο να πραγματώνεται η πίστη ως κοινωνικό γεγονός, ως «πόλις», να μετέχεται ως εμπιστοσύνη, να επαληθεύεται ως ελευθερία από τη νομοτέλεια, ως έρωτας.

Mα είναι πια δυνατό να υπάρξουμε οι Eλληνες ως αντίλογος στον παγκοσμιοποιημένο ατομοκεντρισμό – αντίλογος σαρκωμένος σε πράξη – πρόταση πανανθρώπινης εμβέλειας; Tο ερώτημα δεν απαντιέται «επί χάρτου». H απάντηση θα προκύψει μόνο αντιπαλεύοντας τη σημερινή έσχατη ντροπή: την Eλλάδα συνώνυμη με τους λωποδύτες, τους ανίκανους, τους φαύλους που μας έχουν μεταβάλει σε «μπαίγνιο των εθνών».