Τα πασχαλινά έθιμα που ακολουθούμε σήμερα διαμορφώθηκαν στη βυζαντινή περίοδο της ιστορίας μας. Αν και τα περισσότερα (όπως και τα τυπικά της ορθοδοξίας) είναι έθιμα μιας αγροτικής κοινωνίας, είναι αξιοσημείωτο ότι τα συνεχίζουμε και στη σημερινή, έντονα αστικοποιημένη, εποχή μας.
Μπορεί η ελληνική περιφέρεια να βιώνει πληρέστερα τις πατροπαράδοτες συνήθειες, ωστόσο και στις μεγάλες πόλεις, ακόμα και στην Αθήνα, ο βασικός κορμός των εθίμων παραμένει αναλλοίωτος. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί μια ένδειξη της ιστορικής μας συνέχειας. Άλλωστε, πολλά από τα αναστάσιμα έθιμα αποτελούν την εξέλιξη αρχαιοελληνικών θρησκευτικών εθίμων.
Η Ανάσταση του Χριστού ήταν η μεγαλύτερη γιορτή στο Βυζάντιο. Εορταζόταν επί μία εβδομάδα συνεχώς και περιελάμβανε και ειδικές μεγαλειώδεις τελετές στην Κωνσταντινούπολη από τους αυτοκράτορες, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Φαίδων Κουκουλές στο πολύτομο έργο του «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός».
Στη διάρκεια της Σαρακοστής οι Βυζαντινοί πρόγονοί μας φρόντιζαν να καλλωπίζουν τα σπίτια τους σε χωριά και πόλεις. Ασβέστωναν ή έβαφαν με διάφορα χρώματα τους τοίχους των σπιτιών. Καθάριζαν τα δάπεδα και τα έστρωναν με κλαδιά δάφνης, μυρτιάς, δενδρολίβανου και φύλλα λεμονιάς.
Το έθιμο αυτό πιστοποιείται τουλάχιστον από τον 11ο αιώνα, όπως φαίνεται από τους σωζόμενους στίχους του Χριστόφορου του Μυτιληναίου «εις τα εν τη εκκλησία ραινομένας δάφνας κατά τας εορτάς». Αντίστοιχο είναι και το λαϊκό δίστιχο «μυρτιά μου χρυσοπράσινη, της εκκλησιάς στολίδι, χωρίς εσέ δεν γίνεται κανένα πανηγύρι». Στον Πόντο το έδαφος των σπιτιών στρωνόταν με κλαδιά δάφνης (βάγια) από την Κυριακή των Βαΐων.
Τα λαμπριάτικα ρούχα
Οι Βυζαντινοί, εκτός από τον καλλωπισμό των σπιτιών, φρόντιζαν να γιορτάσουν την Ανάσταση πάντοτε με καινούργια ρούχα. Η συνήθεια αυτή διατηρήθηκε έως τις πρόσφατα, όπως φαίνεται από τις λέξεις «λαμπριάτικα» και «λαμπροφορούν», που αναφέρονται στα καινούργια και γιορτινά ρούχα. Είναι γνωστή η συνήθεια που θέλει οι νονοί να δωρίζουν καινούργια ρούχα στα βαφτιστήρια τους (μαζί με τη λαμπάδα) στην πασχαλινή περίοδο. Στη σημερινή καταναλωτική κοινωνία μας το έθιμο των καινούργιων «λαμπριάτικων» ρούχων δεν έχει νόημα, αν και όλοι φροντίζουμε να ντυνόμαστε καλά και να «λαμπροφορούμε», όταν πηγαίνουμε στην εκκλησία και στην Ανάσταση.
Για την πασχαλιάτικη λαμπροφορία στους βυζαντινούς χρόνους, αναφορές υπάρχουν και στο περίφημο ποίημα του Πρωχοπρόδρομου, ο οποίος βάζει την σύζυγό του να ρωτά:
Ποίον ιμάτιον μ΄ έρραψες; Ποίον δίμιτον μ΄ εποίκες;
Και ποιόν γυρίν μ΄ εφόρεσες; Ουκ οίδα Πασχαλίαν.
Το βράδυ της Μεγάλου Σαββάτου και την Κυριακή του Πάσχα οι Βυζαντινοί φωταγωγούσαν όχι μόνο τις πόλεις και τα χωριά αλλά και τα σπίτια τους, δίνοντας μεγαλειώδεις διαστάσεις στον αναστάσιμο εορτασμό.
Στους βυζαντινούς χρόνους τηρούσαν αυστηρά τη νηστεία της Σαρακοστής. Την Λαμπρή βέβαια έστρωναν τραπέζια με άφθονα κρέατα κι όλα τ’ άλλα μη νηστήσιμα εδέσματα. Τα φαγητά ήταν άφθονα όχι μόνο για τους λαϊκούς αλλά και για τους μοναχούς, όπως φαίνεται από τα τυπικά των μοναστηριών. Ένα τυπικό αναφέρει ότι «οι μοναχοί το Πάσχα μέχρι της Πεντηκοστής τέσσερα φαγητά να τραπεζώνονται» καθημερινά.
Το φιλί της αγάπης
Το «φιλί της αγάπης», που και σήμερα ακολουθούμε, είναι φυσικά βυζαντινό έθιμο. Μάλιστα δύο συγγραφείς ο Χριστόφορος ο Μυτιληναίος και ο Θεόδωρος ο Πρόδρομος (12ος αιώνας) έγραψαν επιγράμματα «εις τον κατά το Πάσχα γινόμενον ασπασμόν».
Και οι κουλούρες της Λαμπρής με τα μπηγμένα κόκκινα αυγά είναι έθιμο που αρχίζει από την βυζαντινή περίοδο. Η παλαιότερη αναφορά σ’ αυτό γίνεται τον 12ο αιώνα από τον ιεράρχη Θεόδωρο Βαλσαμών, ο οποίος γράφει ότι είδε στο χωριό Καλοτυχάδα της Χερρονήσου (Χερσονήσου) της Ανατολικής Θράκης να προσέρχονται την ημέρα της Αναστάσεως άνδρες και γυναίκες στην εκκλησία και να προσφέρουν στον ιερέα, μετά την Θεία Λειτουργία, «ορνίθεια ωά εν ζύμη άρτου συνηνωμένα».
Οι λαμπριάτικες κουλούρες μαζί με άλλα φαγώσιμα, όπως κρέατα, τυριά και αυγά, προσφέρονταν ως ανταμοιβή στον ιερέα από τους χωρικούς για να τους κοινωνήσει. Αυτός το έθιμο της πληρωμής των ιερέων για να δίνουν την αναστάσιμη Θεία Κοινωνία ήταν τόσο συνηθισμένο, ώστε προσέλκυσε την προσοχή των συνόδων. Έτσι η εν Τρούλλω Οικουμενική Σύνοδος, θεώρησε αυτή την πράξη σιμωνία και με τον 23ο κανόνα της επέβαλε την καθαίρεση όποιου επίσκοπου ή ιερέα πληρωνόταν σε χρήμα ή σε είδος («οβολούς ή είδος το οιονούν») για να μεταδώσει την Θεία Κοινωνία.
Τα κόκκινα αυγά
Το βάψιμο των αυγών και το τσούγκρισμα υπήρχαν στο Βυζάντιο αλλά έχουν αρχαιότερες ρίζες που μάλλον συνδέονται με εβραϊκές θρησκευτικές συνήθειες. Στο χωριό Αλμαλή Μαλγάρων στη Θράκη οι κάτοικοι έβαζαν το βράδυ του Σαββάτου, πριν το Χριστός Ανέστη, κόκκινα αυγά στους τάφους των συγγενών. Στον Πόντο έκαναν φαγοπότι πάνω στους τάφους, κάτι που συνεχίζουν και σήμερα πολλοί Πόντιοι στην Ελλάδα. Το οικογενειακό φαγοπότι σε τάφους συγγενών είναι πανάρχαιο ελληνικό έθιμο.
Το Πάσχα στη βυζαντινή εποχή εορταζόταν ολόκληρη εβδομάδα, μέχρι την Κυριακή του Θωμά. Σύμφωνα με Βυζαντινούς συγγραφείς όλη η εβδομάδα μετά την Ανάσταση λογίζεται ως μία «Κυριώνυμος ημέρα». Η αντίληψη αυτή διατηρήθηκε και μετά την Άλωση της Πόλης, στα χρόνια της σκλαβιάς. Η πασχαλινή εβδομάδα ονομάστηκε από τον λαό Λαμπρόσκολα. Στην Κέρκυρα μάλιστα το πασχαλινό τραπέζι μένει στρωμένο συνεχώς μέχρι την Κυριακή του Θωμά.
Στους πρώτους αιώνες οι πιστοί απείχαν από κάθε εργασία ολόκληρη την εβδομάδα μετά το Πάσχα. Αργότερα επετράπη η εργασία από την Τετάρτη για να επικρατήσει η αποχή μέχρι την Τρίτη του Πάσχα, έθιμο που διατηρείται ως σήμερα.
Στην Κωνσταντινούπολη οι πολίτες αξιοποιούσαν την πολυήμερη πασχαλινή αργία, παρακολουθώντας συναρπαστικά δημόσια θεάματα και ιδιαίτερα ιπποδρομίες, που τότε ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς.
Μέχρι την Κυριακή του Θωμά, δηλαδή την «Διακαινήσιμον Εβδομάδα», δεν λειτουργούσαν τα δικαστήρια, δεν φυλακίζονταν όσοι υπέπιπταν σε ελαφρά πταίσματα και έπαιρναν χάρη με ειδική αυτοκρατορική διαταγή οι ελαφροποινίτες φυλακισμένοι.
Μεγαλειώδεις τελετές διεξάγονταν την Κυριακή της Αναστάσεως και τις δύο επόμενες μέρες στο παλάτι από τους αυτοκράτορες. Τα χαράματα της Κυριακής οι αυτοκράτορες, με την πολυπληθή συνοδεία τους και υπό τις επευφημίες του πλήθους που κατέκλυζε τους δρόμους, πήγαιναν στην Αγία Σοφία για να παρακολουθήσουν τον όρθρο. Αργότερα παρέθεταν επίσημα γεύματα στο μεγαλοπρεπέστερο διαμέρισμα των ανακτόρων, το λεγόμενο «Χρυσοτρίκλινο». Σε μια χρυσή τράπεζα κι ένα ειδικό έπιπλο (το «πενταπύργιο») έβαζαν τα αυτοκρατορικά στέμματα και κοσμήματα.
Στη χρυσή τράπεζα κάθονταν μαζί με τον αυτοκράτορα η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της Πόλης και οι ξένοι πρεσβευτές. Σε διπλανά τραπέζια έτρωγαν κατώτεροι άρχοντες, οι ακόλουθοι των ξένων πρεσβευτών με τις εθνικές τους ενδυμασίες και ορισμένοι αιχμάλωτοι που απελευθερώνονταν από τις φυλακές.
Την πέμπτη ημέρα ο αυτοκράτορας προσκαλούσε για γεύμα τον πατριάρχη, τους μητροπολίτες, τους ιερείς του παλατιού και τους ηγούμενους 12 μοναστηριών. Ο πατριάρχης και οι μητροπολίτες συνέτρωγαν με τον αυτοκράτορα στη χρυσή τράπεζα.
Κι αυτό το έθιμο της συμμετοχής στον πασχαλιάτικο εορτασμό της κρατικής εξουσίας διατηρείται σήμερα με την επίσκεψη του Προέδρου της Δημοκρατίας, του πρωθυπουργού και της πολιτικής ηγεσίας σε στρατιωτικές μονάδες.
Ανάσταση και αρχαία έθιμα
Στα χωριά αλλά παλιότερα και στις πόλεις, κατά την διάρκεια της περιφοράς του Επιταφίου στους δρόμους, βάζουν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια των σπιτιών μαζί με τα αναμμένα κεριά και τα λιβανιστήρια και μερικά πιάτα με φυτεμένη πρασινάδα. Η πρασινάδα προέρχεται από σπόρους φακής, σιταριού ή κριθαριού, που πριν λίγες μέρες τους είχαν βάλει στα πιάτα μαζί με λίγο νερό. Με την άφθονη υγρασία οι σπόροι φύτρωσαν.
Το έθιμο αυτό προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα. Παρόμοια πιάτα με φυτρωμένους σπόρους έβαζαν και οι αρχαίοι πλάι σε ιερά φέρετρα (όπως είναι σήμερα ο Επιτάφιος) ή σε ομοιώματα που παρίσταναν τον θεό Άδωνι, ο οποίος ανασταινόταν την άνοιξη μαζί με τα φυτά. Οι αρχαίοι αυτά τα πιάτα με τους φυτρωμένου σπόρους τα ονόμαζαν «Αδώνιδος κήπους».
Σε επίδραση των αρχαίων εθίμων για τον ωραίο Άδωνι αποδίδουν οι λαογράφοι και την επιμονή των ύμνων, ιδιαίτερα της Μεγάλης Παρασκευής, να περιγράφουν την σωματική ομορφιά του Χριστού, όπως: «ο ωραίος κάλλει παρά πάντα βροτούς» και «ω γλυκύ μου έαρ… που έδυ σου το κάλλος».
Άλλο αρχαιοελληνικό έθιμο είναι η χρήση δάφνης (βάγια). Την Κυριακή των Βαΐων εορτάζεται η θριαμβευτική υποδοχή του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, όπου ο κόσμος των δέχτηκε κρατώντας στα χέρια του κλαδιά φοινίκων, που ήταν τα εβραϊκά σύμβολα για την θριαμβευτική υποδοχή του νικητή. Οι Έλληνες αντικατέστησαν τους φοίνικες με κλαδιά δάφνης, τα βαγιόκλαδα.
Την αλλαγή αυτή οι λαογράφοι την συνδέουν με την αρχαιοελληνική αντίληψη για την ιερότητας της δάφνης, η οποία ήταν το ιερό φυτό του Απόλλωνα. Στην εορτή των Σεπτηρίων στους Δελφούς, κρατούσαν κλαδιά δάφνης, δηλαδή βάγια. Με βάγια ήταν στολισμένος και ο ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς.
Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί, όταν ο ιερείς βγαίνουν από την Ωραία Πύλη και φωνάζουν «Ανάστα ο Θεός, κρίνον της γης», παίρνουν από ένα πανέρι δαφνόφυλλα και τα σκορπούν δεξιά και αριστερά. Παλαιότερα αυτή η ενέργεια συνοδευόταν από γενικό πανηγυρισμό. Οι άντρες πυροβολούσαν, οι γέροι βροντούσαν τα στασίδια τους, τα παιδιά έριχναν βαρελότα και οι νοικοκυρές έβγαιναν στα παράθυρα κι έριχναν με ορμή στους δρόμους παλιά τσουκάλια ή στάμνες, ένα έθιμο που συνεχίζεται και σήμερα στην Κέρκυρα. Από την κατάσταση αυτή προέρχεται και η φράση «(έγινε) Ανάστα ο Κύριος».
Σ΄ αυτό το πανηγύρι έχει την θέση της και η αρχαία αντίληψη για τις δάφνες του Απόλλωνα. Ο λαός πίστευε παλαιότερα (στην επαρχία και σήμερα) ότι τα δαφνόφυλλα που πετά ο παπάς, αν πιαστούν στον αέρα έχουν θεραπευτικές ιδιότητες. Αντίθετα, στη Σινώπη του Πόντου έπαιρναν από κάτω τα δαφνόφυλλα και τα έκαιγαν. Πρόκειται για επίσης αρχαιοελληνική συνήθεια.
Το αρνί που σουβλίζεται (ή ψήνεται στο φούρνο στα νησιά) συνδέεται επίσης με αρχαία μαντικά έθιμα. Στα χωριά κοιτάνε και σήμερα τα σημάδια που έχει το κόκκαλο της σπάλας του λαμπριάτικου αρνιού, για να μαντέψουν το μέλλον της οικογένειας μέχρι το επόμενο Πάσχα.
Πηγή: Παιδείας Εγκώμιον,