ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ

Γέννημα-θρέμμα Αθηναίος από το δήμο της Αλωπεκής ήταν ο Σωκράτης, ο άνθρωπος που στάθηκε ορόσημο για την Ελληνική φιλοσοφία και την ανθρώπινη σκέψη, γενικότερα, στρέφοντας τη φιλοσοφική αναζήτηση από τη γνώση για τη φύση στην αλήθεια για τον άνθρωπο. Γιος του Σωφρονίσκου και της Φαιναρέτης από το Δήμο της Αλωπεκής, ο Σωκράτης γεννήθηκε το 470π.Χ. και πέθανε το 399π.Χ. καταδικασμένος σε θάνατο από τους συμπολίτες του. Όπως δήλωνε ο ίδιος δεν έφυγε

ποτέ  από την Αθήνα με τη θέλησή του. Από τον πατέρα του διδάχτηκε την τέχνη της γλυπτικής, την οποία άσκησε όταν ήταν νέος πριν την εγκαταλείψει για να αφιερωθεί στην αποστολή του, και από τη μητέρα του, που ήταν μαία, εμπνεύστηκε τον τρόπο της διδασκαλίας του, την οποία ονόμασε μαιευτική.

Νέος ασχολήθηκε με τη φυσική φιλοσοφία, μελέτησε τα συγγράμματα των συγχρόνων του και παλαιότερων φιλοσόφων, αλλά έμεινε ανικανοποίητος γιατί δεν απαντούσαν στο ερώτημα « πώς μπορεί να ζει ο άνθρωπος σωστά;». Έτσι, προχώρησε μόνος του, αυτοδίδακτος , όπως δήλωνε, στη φιλοσοφία. Στην Απολογία του, που κατέγραψε ο Πλάτων, αναφέρει ότι σε ηλικία 40- 45 χρόνων, όταν ήδη είχε έναν κύκλο οπαδών, άλλαξε η ζωή του, γιατί ο Χαιρεφών, ένας προσηλωμένος του οπαδός, ρώτησε το μαντείο των Δελφών, αν ο Σωκράτης είναι ο σοφότερος ανάμεσα στους ανθρώπους και το μαντείο απάντησε θετικά. Ο Σωκράτης διηγείται πως πέρασε τότε σε μεγάλη απορία, γιατί ο ίδιος γνώριζε ότι δεν ήταν καθόλου σοφός. Έτσι αποφάσισε να ελέγξει το χρησμό ελέγχοντας τους «σοφούς» της εποχής του. Άρχισε από τους πολιτικούς, αλλά γρήγορα απογοητεύτηκε από την κομπορρημοσύνη τους και συνέχισε με τους ποιητές. «Τι είναι ποίηση;» Ρωτούσε. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια απαντούσε ο συνομιλητής, οι τραγωδίες του Αισχύλου ή το ποίημα που έγραψα πριν από λίγες μέρες. Αυτό, διαμαρτυρόταν ο Σωκράτης, δεν είναι ορισμός της ποίησης. Ο ποιητής επιχειρούσε να δώσει έναν ορισμό, αλλά ο Σωκράτης τον ανέτρεπε αναφέροντας τον ορισμό που είχε δώσει κάποιος γνωστός ποιητής και ο αντίπαλος εγκατέλειπε τη συζήτηση πολύ θυμωμένος, ενώ ο Σωκράτης κατέληγε στο συμπέρασμα ότι έχουν δίκιο, όταν λένε ότι οι ποιητές γράφουν από «θεία έμπνευση». Φαίνεται πως δεν είναι παρά φερέφωνα του θεού, αφού δεν μπορούν να ορίσουν αυτό που κάνουν. Με τους τεχνίτες  έμεινε περισσότερο ικανοποιημένος, γιατί γνώριζαν και μπορούσαν να εξηγήσουν πολύ καλά το αντικείμενο της εργασίας τους, αλλά δυστυχώς πίστευαν ότι γνώριζαν την απάντηση και για όλα τα θέματα που απασχολούσαν την πολιτεία, την απόφαση για ειρήνη ή για πόλεμο ή για τη διαχείριση των οικονομικών της.

Έτσι ο Σωκράτης σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενά του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Απόλλων είχε δίκιο. Η σοφία του ήταν ότι είχε επίγνωση της άγνοιάς του «έν οίδα, ότι ουδέν οίδα», και η αποστολή του, κατά συνέπεια, ήταν να περιφέρεται στην πόλη και να τσιμπά τους Αθηναίους σαν την αλογόμυγα κάνοντάς τους να συνειδητοποιούν

την άγνοιά τους και προκαλώντας, έτσι, το νου τους σε εγρήγορση για να αναζητήσει την αλήθεια. Δημιούργησε γι’ αυτό πάρα πολλές αντιπάθειες, αλλά και έναν κύκλο αφοσιωμένων οπαδών που ήθελαν ν’ ακολουθήσουν μαζί του το επόμενο στάδιο που ήταν η από κοινού αναζήτηση της αλήθειας.

Εξωτερικά φαίνεται πως είχε εντυπωσιακά άσχημο παρουσιαστικό, όλοι, όμως συμφωνούσαν πως παρόλη την εξαιρετική του ασχήμια τους γοήτευε και τους μάγευε με τα λόγια του και υπήρξε αντικείμενο λατρείας  για ανθρώπους διαφορετικών τάξεων και χαρακτήρων. Στο Συμπόσιο του Πλάτωνα ο Αλκιβιάδης λέει: «… Κάθε φορά πού τόν ακούω, η καρδιά μου σκιρτά ζωηρότερα απ’ ό,τι αν βρισκόμουν σε θρησκευτικό παραλήρημα, κλαίω από τη συγκίνηση, και παρατηρώ ότι το ίδιο αισθάνονται και πάρα πολλοί από τους ακροατές του. Ποτέ δεν ένιωσα κάτι τέτοιο ακούγοντας να μιλάει ο Περικλής και, άλλοι σπουδαίοι ρήτορες. ‘Αναγνώριζα ότι μιλού­σαν ωραία, αλλά ή ψυχή μου ούτε αναστατωνόταν ούτε δυσφορούσε με τήν ιδέα ότι δεν ήμουν καλύτερος από έναν δούλο».

Γνωστή έμεινε στη ιστορία η αδιαφορία του για την εξωτερική του εμφάνιση που έκανε χτυπητή αντίθεση με την αττική καλαισθησία, τη λατρεία για την ομορφιά που έδειχναν οι Αθηναίοι της εποχής του, θέλοντας να τους διδάξει μ’ αυτόν τον τρόπο τη μη εξάρτηση από τα υλικά αγαθά. Στα συμπόσια άλλοτε έπινε και άλλοτε όχι και όταν έπινε, ακολουθώντας την κοινωνική συνήθεια που ήθελε να συνοδεύουν με κρασί τις συζητήσεις μετά το δείπνο, ποτέ δε μεθούσε. Τις ορέξεις και τα πάθη του για τον έρωτα και το φαγητό τα έλεγχε αυστηρά. Ήταν υπόδειγμα ολιγάρκειας, εγκράτειας, αντοχής, δικαιοσύνης, θάρρους. Απέφευγε να αναμειχθεί με την πολιτική, γιατί πίστευε πως ο δίκαιος πρέπει να στέκει μακριά και να δρα κατά συνείδηση, ακολούθησε όμως όπως ήταν το καθήκον του, τις στρατιωτικές εκστρατείες της Αθήνας στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου και ήταν υπόδειγμα στρατιώτη. Στην υποχώρηση στο Δήλιο της Βοιωτίας διηγείται ο Λάχης στον φερώνυμο διάλογο πως αν όλοι ήταν σαν τον Σωκράτη ποτέ η πόλη δε θα πάθαινε εκείνη τη συμφορά. Αλλά και στην πολιτική ζωή, όταν κλήθηκε να υπηρετήσει τα κοινά, έδειξε το ίδιο θάρρος. Όταν η «φυλή» του ήταν πρυτανεύουσα αρνήθηκε να συναινέσει στον εξαγριωμένο όχλο που παράνομα ζητούσε την ομαδική δίκη των στρατηγών που δεν μπόρεσαν να περισυλλέξουν τους ναυαγούς μετά τη ναυμαχία στις Αργινούσες και μόνος από τους πρυτάνεις διαχώρισε τη θέση του. Δύο χρόνια αργότερα απέκρουσε με το ίδιο θάρρος και με κίνδυνο της ζωής του μια απαίτηση του τυραννικού καθεστώτος των Τριάκοντα να συλλάβει τον πλούσιο Λέοντα το Σαλαμίνιο.

Το γεγονός ότι κάποιοι πρώην μαθητές του ακολούθησαν επονείδιστες πολιτικές σταδιοδρομίες ήταν σίγουρα στοιχείο αρνητικό για τη δίκη του, στην πραγματικότητα, όμως, ήταν η βαθιά του ιδιοτυπία, το θεϊκό του στοιχείο που δεν άντεξαν οι Αθηναίοι. Και τέτοια στοιχεία επικοινωνίας με το Θεό διακρίνονται πολλά στις αφηγήσεις του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα. Κατ’ αρχήν η πίστη, η υπακοή στην εσωτερική φωνή , το δαιμόνιο, το θεϊκό σημάδι, όπως το λέει ο ίδιος, που του είχε εμφανιστεί από τη νεαρή του ηλικία και ήταν πάντοτε απαγορευτικό, συμμετείχε στην επιλογή των μαθητών και συνεργαζόταν μαζί του στη διδασκαλία των επιλεγμένων και έδινε προφητείες.( Στην Πλατωνική Απολογία ο Σωκράτης λέει στους δικαστές μετά την καταδίκη του σε θάνατο ότι το δαιμόνιο του δεν τον προειδοποίησε να μην πάει στη δίκη, συνεπώς ό,τι και να του συνέβαινε σ’ αυτήν είναι κάτι καλό άρα και ο θάνατος, αφού αυτή ήταν η απόφαση των δικαστών, θα είναι κάτι καλό.) Στο Συμπόσιο επίσης αναφέρεται ότι ο Σωκράτης συνήθιζε να στέκεται ώρες ακίνητος σε όρθια στάση γεγονός που είναι δύσκολο να εξηγηθεί χωρίς το στοιχείο της έκστασης. Συχνά αναφέρεται η ικανότητά του να περνά σε πλήρη εκστατική αφαίρεση, απομόνωση από το περιβάλλον, καθώς βυθιζόταν στην επικοινωνία με την εσωτερική θεϊκή φωνή και εστιαζόταν στην εσώτερη πνευματική φύση. Σ’ αυτά τα βυθίσματα έδινε την εντύπωση της πλήρους απουσίας που ξάφνιαζε τους συγκαιρινούς του.

Στο πρόσωπό του ενώνονταν η βαθιά θρησκευτικότητα, η μυστική πίστη, ο νηφάλιος ορθολογισμός και η κριτική οξύνοια. Η διδασκαλία του στηριζόταν, όπως είπαν στη διαλεκτική, τη μαιευτική τέχνη και την ειρωνεία. Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η σημαντικότερη προσφορά του στην ανθρώπινη διάνοια είναι η μέθοδος της επαγωγής, της συλλογιστικής, δηλαδή, προόδου από το μερικό στο γενικό, του ορισμού και η θεμελίωση της ηθικής. Ο ίδιος ο Σωκράτης ισχυριζόταν ότι δεν είχε τίποτα να διδάξει γιατί δεν ήξερε τίποτα, παρά λίγα μόνο για την τέχνη των ερωτικών και αυτή η τέχνη του έρωτα ήταν το μόνο που μπορούσε να μεταδώσει, όπως μαθαίνουμε από τον Πλατωνικό διάλογο Θεάγης. Η επίδραση της παρουσίας του ήταν τόσο δυνατή που οι νέοι γύρω του πίστευαν ότι αρκούσε και μόνο η παρουσία του στο ίδιο δωμάτιο μαζί τους για να γίνουν καλύτεροι. Ο Σωκράτης όμως απαντούσε πως η γνώση και η σοφία δεν περνούν από τον έναν στον άλλον μέσω της επαφής και δεν υπάρχει τίποτα το σωματικό ή το μαγικό στις παιδευτικές του ικανότητες. Η γνώση είναι αποκλειστικά έργο του έρωτα. Ο ίδιος, λέει στον Θεαίτητο δεν είναι παρά μια μαμή που είναι ταυτόχρονα προξενήτρα και προαγωγός και είναι στείρα! Ο Θεός τον αναγκάζει να ξεγεννά, αλλά τον εμποδίζει να γεννά ο ίδιος. Έτσι δε μεταδίδει καμιά δική του σοφία, αλλά φέρνει σε συνουσία το νου με το νου ή τον εραστή της γνώσης με την πραγματικότητα. Δεν υπόκειται, λοιπόν στον έλεγχό του το αν κάποιος θα προοδεύσει ή όχι, όπως λέει στον Θεάγη, αλλά είναι ζήτημα θείας πρόνοιας και όσους ο Θεός τους ευνοήσει εκεί που φαίνονταν εντελώς ανεπίδεκτοι κάνουν μεγάλη πρόοδο και γεννούν γνώση και αλήθεια και λυτρώνονται από τις ωδίνες του τοκετού. Είναι σοφία που βγαίνει από μέσα τους καθώς μέσα από τον ίδιο τους τον εαυτό ανακαλύπτουν και φέρνουν στο φως πολλά και καλά.

Στον Μένωνα βρίσκουμε την καλύτερη παρουσίαση της σωκρατικής μεθόδου. Στον ομώνυμο διάλογο ο Μένων, που είναι μαθητής του σοφιστή Γοργία, ανυπόμονος θέτει το καυτό ερώτημα της εποχής σχετικά με το αν η αρετή είναι διδακτή ή όχι και πώς μπορεί να την αποκτήσει κάποιος. Ο Σωκράτης αφού αρνείται ότι γνωρίζει την απάντηση, προσποιούμενος άγνοια αναγκάζει το συνομιλητή του να προσπαθήσει μόνος του να ορίσει, κατ’ αρχήν την έννοια της αρετής. Ο Σωκράτης τον βοηθά σ’ αυτές του τις προσπάθειες δίνοντας ενδεικτικούς ορισμούς άλλων εννοιών, αλλά και του υποδεικνύει με τη γνωστή ειρωνεία τις ελλείψεις. Τέλος ο Μένων μετά από δύο- τρεις αποτυχημένες προσπάθειες καταρρέει καταγγέλλοντας τον Σωκράτη σα μάγο, που του παραλύει το νου και τη γλώσσα και ο Σωκράτης ανταπαντά πως το ίδιο μουδιασμένος νιώθει και ο ίδιος την ώρα που κτυπά και μουδιάζει τους άλλους. Με τον ίδιο περίπου τρόπο ξετυλίγονται όλοι οι διάλογοι, καθώς οι συνομιλητές προσπαθούν να ορίσουν τις έννοιες. Κάποτε στις απόπειρες αυτές συμμετέχει και ο Σωκράτης επιχειρώντας ορισμούς τους οποίους στη συνέχεια ο ίδιος καταρρίπτει και ο διάλογος τελειώνει μέσα σε γενική ευφορία και τη βεβαιότητα ότι όλοι είναι μετά από αυτή τη διαδικασία πιο κοντά στην αλήθεια. Στον ομώνυμο διάλογο ο Θεαίτητος υποχρεώνεται να εγκαταλείψει και τους τρεις διαδοχικούς ορισμούς που έδωσε για τη γνώση όταν ο διάλογος αναγκαστικά διακόπτεται γιατί και ο Σωκράτης δηλώνει πως αν ο Θεαίτητος συλλάβει ξανά το τέκνο του θα είναι καλύτερο εξαιτίας της εξονυχιστικής έρευνας που προηγήθηκε, και αν πάλι δεν συλλάβει, θα είναι ο ίδιος καλύτερος γιατί θα έχει συνείδηση της άγνοιας του. (Για να δοθεί ένας σωστός ορισμός απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να οριστεί ο σκοπός κάθε πράγματος.)

Φαίνεται πως η μέθοδος του Σωκράτη, αυτή η τόσο μεγάλη επιμονή στους ορισμούς ήταν στην πραγματικότητα διανοητική κάθαρση, ξερίζωμα των λανθασμένων και συγκεχυμένων αντιλήψεων που είχε κάποιος, έτσι ώστε με καθαρό νου να προχωρήσει στη συνέχεια με συνεργασία στην αναζήτηση των σωστών απαντήσεων. Οι ορισμοί του ήταν θεραπεία στη σύγχυση της εποχής του όπου οι Σοφιστές κυριαρχούσαν κηρύσσοντας την υποκειμενικότητα και την επικράτηση μέσω της τέχνης του λόγου, της ρητορικής. Ο Σωκράτης πίστευε πως κάθε ιδέα αντιστοιχεί σε κάτι σταθερό και απόλυτο, που την κάνει να διακρίνεται από τις άλλες και η διαλεκτική του, που ετυμολογικά σημαίνει συλλέγω χωριστά, αντίθετα με τους σοφιστές που πρέσβευαν την εριστική, τον πόλεμο των αντιθέτων απόψεων με σκοπό την πειθώ, ήταν διαδικασία συλλογικής διερεύνησης με σκοπό την κατάληξη στον ορισμό, την αποκάλυψη της ουσίας της κάθε ιδέας, αφού απομακρυνθούν τα κελύφη, οι λανθασμένες αντιλήψεις που έχουμε για τις έννοιες και ιδιαίτερα τις ηθικές έννοιες όπως δικαιοσύνη, σωφροσύνη, ανδρεία, αρετή, αγαθό. Όσοι δεν το άντεχαν και ο νους τους δεν μπορούσε να συλλάβει πνευματικά έλεγαν ότι αυτά ήταν τα συνηθισμένα τεχνάσματα του Σωκράτη να εξαπατά τους άλλους λέγοντας ότι δεν γνωρίζει κάτι που γνώριζε και εξαγριώνονταν. Μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε όλο το αρνητικό κλίμα εναντίον του για το οποίο μιλά ο ίδιος στη δίκη του. Μέσα από τον Πλατωνικό Μένωνα φαίνεται καθαρά η Σωκρατική μέθοδος, η προσποίηση της δικής του άγνοιας που οδηγεί πάντα στη απόδειξη της άγνοιας του συνομιλητή του, η διαλεκτική των ορισμών που ενεργοποιεί το νου του συνομιλητή, η απόρριψη της πλάνης και η εκμαίευση της αλήθειας. Η σωκρατική διδασκαλία θα έπρεπε στην πραγματικότητα να ονομάζεται σωκρατική μέθοδος, γιατί ο Σωκράτης δεν δίδασκε τίποτα, αυτό που έκανε ήταν να δείχνει το δρόμο, να βάζει τον άλλον στο δρόμο της αναζήτησης της αλήθειας, όπως δείχνει ετυμολογικά και ο ίδιος ο όρος μέθοδος> μετά + οδός. Ακόμα και αν ο δάσκαλος ξέρει πρέπει ν’ αφήνει το μαθητή να απαντά. Άλλοι ακολουθούσαν και άλλοι σταματούσαν στο πρώτο στάδιο, πολύ θυμωμένοι.

Ο ίδιος αρνείται επίμονα να δώσει να δώσει τελική απάντηση στο ερώτημα που απασχόλησε επίμονα την εποχή του σχετικά με το τι είναι αρετή, από τα στοιχεία όμως που αντλούμε από τους πλατωνικούς διαλόγους συμπεραίνουμε ότι αρετή γι’ αυτόν είναι η γνώση, η σοφία ή το ωφέλιμο όπως το ονόμαζε. Ανδρείος στρατιώτης δεν είναι αυτός που ορμά στην μάχη χωρίς επίγνωση του κινδύνου, αλλά αυτός που μπαίνει στη μάχη έχοντας επίγνωση των κινδύνων αλλά και της τεχνικής, της στρατηγικής και των μέσων που πρέπει να χρησιμοποιήσει για να πολεμήσει καλά. (Αυτό εξηγεί και τις πολιτικές του απόψεις που τον έφερναν σε τέτοια αντίθεση με τη δημοκρατία της εποχής του. Η πολιτική γι’ αυτόν είναι τέχνη και για να την ασκήσει κάποιος χρειάζεται φυσικά χαρίσματα, αλλά πάνω απ’ όλα μελέτη και άσκηση.) Αρετή, λοιπόν, κατά το σωκρατικό παράδοξο, όπως συνήθως αποκαλείται είναι η γνώση. Η κακία μπορεί να οφείλεται μόνο σε άγνοια και πλάνη, επομένως πρέπει να θεωρείται ακούσια. Κανείς δεν είναι με τη θέλησή του κακός. Όταν, όμως ο Σωκράτης μιλούσε για γνώση εννοούσε το σύνολο της θεωρητικής γνώσης και την πρακτική της εφαρμογή. Όταν όλη η γνώση είναι παρούσα, τότε ο άνθρωπος δεν μπορεί να παρασυρθεί από κανένα πάθος και να πράξει άδικα. Για να γνωρίζει, όμως, κάποιος κάτι έπρεπε πρώτ’ απ’ όλα να γνωρίζει το σκοπό για τον οποίο υπάρχει. Έτσι ο άνθρωπος για να γνωρίζει την αρετή που είναι μέρος των εκδηλώσεών του έπρεπε να γνωρίζει πρώτ’ απ’ όλα τον εαυτό του. αυτογνωσία και γνώση του εαυτού σήμαινε γνώση του σκοπού της ύπαρξής του. Επομένως, αν μπορούσαμε να συλλάβουμε το σκοπό της ύπαρξής μας, η γνώση αυτή θα μας έδινε την αρετή που αναζητούμε. Ο Σωκράτης φημιζόταν επίσης για την ωφελιμιστική του προσέγγιση της αρετής. Στον Μένωνα υποστηρίζει ότι αν η αρετή είναι αυτό που μας κάνει καλούς, πρέπει να είναι και η ίδια κάτι ωφέλιμο ή χρήσιμο, μιας και όλα τα αγαθά είναι ωφέλιμα. Αυτά, όμως που συνήθως θεωρούμε αγαθά – όπως η υγεία, η δύναμη, ο πλούτος – είναι δυνατόν κάτω από ορισμένες συνθήκες να προκαλέσουν βλάβη ή ακόμα αυτό που ωφελεί κάποιον μπορεί να βλάπτει κάποιον άλλον. Ο Σωκράτης όμως επέμενε ότι η αρετή πάντα ωφελεί, άρα πρέπει να βρούμε κάτι που να είναι πάντα και διαρκώς ωφέλιμο. Σε αντίθεση με τους σοφιστές που προτείνουν τον υποκειμενικό ωφελιμισμό ο Σωκράτης προτείνει στον Πρωταγόρα την απόκτηση, μέσα από γνώση και σοφία, μιας «τέχνης μέτρησης», η οποία θα αποκαλύπτει το πραγματικό, σε αντίθεση με το φαινομενικό μέγεθος των ηδονών. (Όπως συμβαίνει με τα φυσικά αντικείμενα, έτσι και οι ηδονές εξαπατούν με το να φαίνονται μεγαλύτερες όταν είναι κοντά και μικρότερες όταν είναι σε απόσταση.) Εάν είμαστε ικανοί να κρίνουμε τις πραγματικές τους διαστάσεις μπορούμε να εξασφαλίσουμε όχι μόνο μια στιγμιαία και πρόσκαιρη ηδονή, που μπορεί να την ακολουθεί η δυστυχία, αλλά το μάξιμουμ της ευχαρίστησης και το μίνιμουμ της λύπης σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Έτσι η ψυχή διατηρεί την ηρεμία της και μένει πιστή στην αλήθεια και η ζωή μας διασώζεται. Αυτή η εγκράτεια ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να ακολουθήσει κανείς τον Σωκράτη γιατί βοηθούσε τον νου του ανθρώπου να παραμένει καθαρός έτσι ώστε να μπορεί να συλλαμβάνει τις έννοιες και να είναι διαρκώς σε εγρήγορση.

Μια από τις πιο επίμονες παραινέσεις του Σωκράτη στους συμπολίτες του ήταν ότι έπρεπε να φροντίζουν – να επιμελούνται, να μεριμνούν – για την ψυχή τους «της ψυχης επιμελεισθαι». Η αρχαία ελληνική λέξη ψυχή δεν έχει τη συναισθηματική χροιά που έχει σήμερα με τη διάσταση που της δόθηκε από τη χριστιανική θρησκεία, αλλά σχετίζεται περισσότερο με το νου, τη διάνοια. «Για το Σωκράτη αυτό που υπάρχει μέσα μας και μπορεί να κατακτήσει τη σοφία, είναι το ίδιο με αυτό που μπορεί να κατακτήσει την αρετή και αυτό ονομάζεται ψυχή», υποστηρίζει ένας μελετητής, ο Burnet. Η ψυχή είναι ο αληθινός εαυτός μας και το σώμα εργαλείο που πρέπει να μάθει να το χρησιμοποιεί σωστά για να ζήσει καλά. Για να επιτύχει κάποιος στη ζωή χρειάζεται να φροντίσει για τον εαυτό του «επιμελείσθαι εαυτού», να τον βελτιώσει και να τον εξασκήσει και αυτό μπορεί να το κάνει μόνο αν γνωρίζει την πραγματική του φύση. «Η γνώση του τι» πρέπει να προηγείται από «τη γνώση του πώς». Συνεπώς το πρώτο μας καθήκον είναι να συμμορφωθούμε με τη δελφική εντολή «γνώθι σαυτόν» «γιατί από τη στιγμή που γνωρίζουμε τον εαυτό μας μπορούμε να μάθουμε και πώς να τον φροντίζουμε, ενώ διαφορετικά δεν θα το καταφέρουμε ποτέ». Αν δεχτούμε, λοιπόν, ότι ο πραγματικός μας εαυτός είναι η ψυχή και το σώμα ένα εργαλείο που αυτή χρησιμοποιεί και φροντίζει τότε η δελφική εντολή μας προστάζει να γνωρίσουμε την ψυχή μας και να έχουμε επίγνωση ότι αυτή είναι κυρίαρχη και όχι το σώμα. Κάτω από αυτό το πρίσμα εξηγούνται καλύτερα οι σωκρατικές απόψεις ότι είναι καλύτερα να αδικείται κανείς παρά να αδικεί, (γιατί μία μόνο πραγματική δυστυχία υπάρχει το να κάνεις κακό και μια πραγματική ευτυχία, να κάνεις καλό). Το αγαθό, όμως, είναι και μεγάλη δύναμη, ο καλός άνθρωπος είναι πιο δυνατός από τον κακό ο οποίος δεν μπορεί να τον βλάψει. Κακό μπορούμε να κάνουμε μόνο στον εαυτό μας καθώς πράττουμε άδικα και προκαλούμε έτσι τη δυστυχία μας, αλλά και το «παράδοξο»: είναι καλύτερα να κάνει κάποιος κακό συνειδητά, παρά καλό παρά τη θέλησή του.

Στην Απολογία του Πλάτωνα, μετά την έκδοση της απόφασης που τον καταδίκαζε σε θάνατο ο Σωκράτης δηλώνει πως ο θάνατος δεν πρέπει να είναι κάτι κακό, γιατί το δαιμόνιο, η θεϊκή φωνή δεν τον απέτρεψε από το να παρουσιαστεί στο δικαστήριο πράγμα που σημαίνει ότι «αυτό που μου έχει συμβεί είναι κάτι καλό, και δεν είναι δυνατόν να έχουν δίκιο όσοι από μας νομίζουν ότι ο θάνατος είναι κακό πράγμα». Ένα από τα δύο, συνεχίζει με χιουμοριστική διάθεση, μπορεί να είναι θάνατος ή βαθύς ύπνος, ξεκούραστος χωρίς όνειρα, ή μετοίκηση σε άλλον τόπο, ίσως στον Άδη όπου πίστευαν τότε ότι πήγαιναν οι νεκροί. Εκεί συντροφιά με τους ήδη νεκρούς ποιητές και ήρωες ο Σωκράτης φαντάζεται μια πολύ ενδιαφέρουσα αιωνιότητα. Και για να καθησυχάσει και τους άλλους δηλώνει πως θεωρεί αληθινό ότι « ο καλός άνθρωπος δεν μπορεί να πάθει κακό ούτε όσο ζει ούτε όταν πεθάνει, και ότι οι θεοί δεν αδιαφορούν για την τύχη του». Φαίνεται από τους διαλόγους του Πλάτωνα ότι στη διάρκεια της ζωής του δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με τη μετά θάνατον ζωή, όσο με το να ξυπνά, να εκμαιεύει από τους νεαρούς φίλους του την ορθή αντίληψη για τις αξίες της ζωής, να τους οδηγεί στη σοφία και στη γνώση, την απαραίτητη δεξιοτεχνία και την αρετή, να ζουν δηλ., ασκώντας τις δυνατότητές τους στον ύψιστο βαθμό. Στον «Φαίδωνα, όμως, που είναι ο διάλογος που διηγείται την τελευταία μέρα της ζωής του Σωκράτη και το θάνατό του το θέμα είναι επίκαιρο. Ο Σωκράτης αντιμετωπίζει το θάνατο που τον περιμένει στο τέλος της ημέρας με τέλεια αταραξία, σταθερότητα και ήρεμο γέλιο. Περνά την ημέρα διαλεγόμενος με τους παρευρισκόμενους φίλους μιλώντας για τον τόπο στον οποίο πορεύεται η ψυχή. «Εάν όσα λέω είναι αλήθεια», λέει, κάνω πράγματι καλά που τα πιστεύω. Εάν πάλι δεν υπάρχει τίποτε όταν πεθάνει κανείς, τουλάχιστον θα είμαι λιγότερο ενοχλητικός στους φίλους μου απ’ ότι αν οδυρόμουν για τη μοίρα μου». Μολονότι, όμως, δεν μπορεί να είναι κανείς κατηγορηματικός σ’ ένα τέτοιο θέμα, όμως κάτι σαν κι αυτό πρέπει να είναι αλήθεια «γιατί έχει αποδειχθεί ότι η ψυχή είναι αθάνατη». Προσφέρεται και επιπλέον αξίζει τον κόπο να διακινδυνεύσει κανείς την πίστη ότι έτσι έχουν τα πράγματα – καλός αυτός ο κίνδυνος- και ακόμη οφείλει κανείς να τα επαναλαμβάνει στον εαυτό του σαν να ήταν μαγικά λόγια.» Ο άνθρωπος πρέπει να φροντίζει να κρατά την ψυχή όσο γίνεται πιο καθαρή από τις κηλίδες των επιθυμιών, και η πίστη στην αθανασία της ψυχής και την μετενσάρκωση των ενάρετων σε μια καλύτερη ζωή και το αντίστροφο θα ενθαρρύνει τον άνθρωπο να μη δίνει σημασία στις σωματικές απολαύσεις και να επιζητεί τη γνώση και «να στολίζει την ψυχή με τα δικά της στολίδια, τη σωφροσύνη, τη δικαιοσύνη, την ανδρεία, την ελευθερία και την αλήθεια». Γιατί το θεϊκότερο στοιχείο της ψυχής είναι αυτό που σχετίζεται με τη γνώση και τη σκέψη. «αυτή η πλευρά της μοιάζει με το Θεό, και αν κανείς έχει τα μάτια του στραμμένα προς αυτή την κατεύθυνση και κατανοήσει όλη τη θεϊκότητά της- το Θεό και τη σοφία- τότε θα γνωρίσει πλήρως τον εαυτό του».

Πίστευε σε έναν Θεό που ήταν υπέρτατος Νους, υπεύθυνος για την τάξη του σύμπαντος, πλάστης των ανθρώπων για τους οποίους έχει ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα γιατί έχουν ειδική σχέση μαζί του μιας και ο νους τους που ελέγχει τα σώματά τους, όπως ο Θεός το σύμπαν, είναι της ίδιας φύσης με τον δικό του και λειτουργεί με τις ίδιες αρχές. Δεν περιφρονούσε τους θεούς της λαϊκής θρησκείας. Έλεγε πως αν δοκιμάσεις τους θεούς λατρεύοντάς τους για να δεις αν θα σε συμβουλέψουν για όσα είναι άδηλα στους ανθρώπους, θα ανακαλύψεις ότι το θείο είναι τόσο μεγάλο και έχει τέτοιες ιδιότητες, ώστε την ίδια ακριβώς στιγμή να βλέπει και να ακούει τα πάντα να είναι πανταχού παρόν και να φροντίζει για όλα. Πίστευε πως δεν πρέπει να ενοχλείς τους θεούς για προβλήματα που μπορούν να λυθούν μέσα από την ανθρώπινη προσπάθεια. Αυτό σημαίνει οκνηρία και ανοησία. Για τις αλήθειες που είναι πέρα όμως από τις δυνατότητες της ανθρώπινης ερμηνείας οφείλει κανείς να εμπιστεύεται το λόγο των θεών είτε τον δίνουν οι χρησμοί, είτε φθάνει με άλλα μέσα.

Τον περιγράφουν να χρησιμοποιεί ελεύθερα τη γλώσσα του έρωτα, να δηλώνει εραστής εκ φύσεως και ειδικός περί τα ερωτικά. Δεν μπορεί να θυμηθεί περίοδο της ζωής του που να μην ήταν ερωτευμένος. Είναι, όμως, εγκρατής και αυτό διδάσκει. Ο άνθρωπος, διδάσκει, πρέπει να κατευθύνει τις επιθυμίες του σε άλλες μορφές απόλαυσης και όχι μόνο στις σωματικές, όπου βρίσκει όχι απογοήτευση, αλλά την ευγενέστερη ολοκλήρωσή του. Ο έρωτας στη σωκρατική φιλοσοφία είναι μυστήριο που ξεκινά από την ερωτική παρόρμηση. Μέσα από αυτήν η ψυχή αρχίζει να έλκεται προς το ωραίο. Ξεκινά, λοιπόν, από την έλξη για τη σωματική ομορφιά, αλλά αν καθηλωθεί εκεί η ζωή μας ακρωτηριάζεται. Αυτός ο έρωτας είναι μέσα μας μια πνευματική δύναμη και αν αποφύγουμε να καθηλωθούμε στις πιο περιορισμένες εκδηλώσεις του και μάθουμε την αληθινή του φύση μπορεί να μας ανεβάσει από τη σφοδρή επιθυμία για ένα συγκεκριμένο σώμα, σε μια αισθητική απόλαυση της εξωτερικής ομορφιάς, στην ομορφιά της ψυχής και του χαρακτήρα, στην πνευματική ομορφιά του πολιτισμού και των επιστημών, μέχρις ότου, αν επιμείνουμε ως το τέλος, μας παραχωρηθεί η απρόσμενη θέαση της ίδιας της ομορφιάς, η απόλυτη Ιδέα της που δε γίνεται αντιληπτή με τα μάτια του σώματος παρά μόνο με τα μάτια της ψυχής ή του νου. Σ’ αυτό το ύψιστο και πραγματικά θεϊκό επίπεδο, ομορφιά, αρετή και αλήθεια ταυτίζονται και η θέαση αυτής της ανώτερης πραγματικότητας, λέει ο Σωκράτης, είναι δυνατή μόνο στον άνθρωπο που είναι εκ φύσεως εραστής και τούτο γιατί η δύναμη που οδηγεί σ’ αυτήν είναι η δύναμη του έρωτα. Αυτό, λέει ο Σωκράτης, είναι το νόημα της μύησης στα τελικά μυστήρια των ερωτικών. Στο πλατωνικό Συμπόσιο ο Σωκράτης παρουσιάζει τη Διοτίμα να τον μυεί σ’ αυτά: «(αυτός, λοιπόν που ακολουθά το σωστό δρόμο», είπε, «πρέπει ν’ αρχίζει από νέος να πλησιάζει τη σωματικήν ομορφιά. Πρώτα- πρώτα – αν ο οδηγός του καλά τον κατευθύνει – να ερωτεύεται μονάχα ένα σώμα, γεννώντας σ’ αυτό όμορφες σκέψεις. Κατόπι, όμως, πρέπει να κατανοήσει ότι η ομορφιά που βρίσκεται σ’ αυτό το σώμα, είναι αδελφή της ομορφιάς που υπάρχει σε κάθε άλλο. Και θάταν μεγάλη ανοησία, αφού ζητά γενικά την εξωτερική ομορφιά, να μην αντιληφθεί πως ίδια και απαράλλαχτη είναι η ομορφιά που βρίσκεται σ’ όλα τα σώματα. Τότε, όταν το καταλάβει αυτό, θα γίνει εραστής όλων των ωραίων σωμάτων και θα μετριάσει τη ζωηρή προσήλωσή του σ’ ένα μονάχα πρόσωπο, πιστεύοντας από δω και πέρα, πως η ομορφιά ή ενός μονάχα κορμιού είναι ανάξια κατώτερη γι’ αυτόν. Ύστερα θα το χωνέψει πια πως της ψυχής η ομορφιά  έχει ασύγκριτα πιο μεγάλη αξία από την ομορφιά του κορμιού.) ….Όποιος, λοιπόν, προχωρήσει ως εδώ στη σπουδή της ερωτικής τέχνης και δει το ένα μετά το άλλο με την κανονική, ορθή σειρά, το κάθε ωραίο, όταν φτάσει πια στο τέλος της ερωτικής μύησης, θα του αποκαλυφθεί ξαφνικά μια ασύγκριτη ομορφιά. Εκείνη, ίσα-ίσα που για χάρη της δοκίμασε όλες τις προηγούμενες ταλαιπωρίες. Και η ομορφιά τούτη, πρώτα-πρώτα είναι αιώνια και αγέννητη….θα του εμφανισθεί σαν κάτι που υπάρχει ανεξάρτητα από το κάθε τι, μόνο του, ενιαίο στη μορφή, αιώνιο….όποιος στη ζωή του φτάσει σε τούτο το σημείο, αγαπητέ μου Σωκράτη», μούπε η ξένη από τη Μαντίνεια, «θ’ αντιληφθεί πως η ανθρώπινη ζωή αξίζει περισσότερο από ποτέ, αφού θάχει μπροστά του το απόλυτα ωραίο. ….Για σκέψου, λοιπόν, τώρα, τι θα γινόταν μέσα σ’ εκείνον που θ’ αντίκριζε την απόλυτη, τη γνήσια, την ανόθευτη ομορφιά, την ίδια τη θεία και μοναδικήν ομορφιά. Μήπως φαντάζεσαι, αλήθεια», πρόσθεσε, «πως θάταν ανούσια η ζωή ενός τέτοιου ανθρώπου που θάχει το βλέμμα του προσηλωμένο σ’ αυτή και θα τη βλέπει με τα μάτια της ψυχής του και θα βρίσκεται πάντα μαζί της; Ή μήπως ξέχασες, τάχα», συνέχισε, «πως εδώ, μονάχα εδώ, θάχει το χάρισμα, βλέποντας τηναπόλυτη ομορφιά με ό,τι είναι αυτή ορατή, να γεννήσει όχι είδωλα αρετής, αφού δεν είναι είδωλο ομορφιάς εκείνο που αγκαλιάζει, αλλά την πραγματικήν αρετή, αφού την πραγματική ομορφιά αγκαλιάζει; Κι όταν γεννήσει κι αναθρέψει πραγματικήν αρετή, θα γίνει άξιος ν΄αγαπηθεί από τους θεούς και, όσο είναι μπορετό σ’ έναν άνθρωπο, να γίνει αθάνατος κι εκείνος».

Σε ηλικία εβδομήντα ετών αντιμετώπισε το 399π.Χ. δίκη με την κατηγορία της διαφθοράς των νέων και της εισαγωγής νέων θεών. Κατήγοροί του ήταν ο Μέλητος και ο Άνυτος από την πλευρά των πολιτικών και των εμπόρων και ο Λύκων σαν εκπρόσωπος των ρητόρων. Δικάστηκε από την Ηλιαία, το λαϊκό δικαστήριο της Αθήνας , και οι δικαστές τον έκριναν ένοχο και αποφάσισαν να εκτελεστεί πίνοντας το κώνειο. Θα μπορούσε να μην είχε εμφανιστεί και να είχε δικαστεί ερήμην, όπως του πρότειναν οι φίλοι του, αυτός όμως αντίθετα έδειξε τέτοια υπερηφάνεια στην απολογία του και όταν κατά τη συνήθεια των Αθηναίων του δόθηκε η δυνατότητα να προτείνει εναλλακτική ποινή στην ποινή του θανάτου, υποστήριξε ότι για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην πόλη θα έπρεπε να σιτίζεται δωρεάν στο Πρυτανείο όπως οι Ολυμπιονίκες και όταν μετά την καταδίκη τού πρότειναν να δραπετεύσει εκείνος αρνήθηκε μη θέλοντας, όπως είπε, να κλονίσει τους νόμους που σε αυτούς η πόλη στηριζόταν, ακόμα και όταν τον αδικούσαν.

Η δίκη και η εκτέλεσή του δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα ξεσήκωμα της μάζας του ομαδικού ενστίκτου ενάντια σ’ ένα πνευματικά τόσο ανώτερο άτομο. Η Αθήνα τον καιρό εκείνο μετά την ταπεινωτική της ήττα στον Πελοποννησιακό πόλεμο αναζητούσε ένα εξιλαστήριο θύμα για να του χρεώσει τη φθορά του πολιτισμού της στην προσπάθειά της να ξεριζώσει κάθε νεωτερισμό. Ο Σωκράτης ήταν εύκολο θύμα, καθώς ήταν γνωστός στους Αθηναίους και συχνά πολύ ενοχλητικός, ήταν, όμως η χειρότερη επιλογή, γιατί ήταν ο μόνος που μπορούσε να δείξει στους Αθηναίους το δρόμο της ηθικής αναμόρφωσης  που αναζητούσαν. Για τον ίδιο η εκτέλεσή του ήταν και η αποθέωση της διδασκαλίας και του τρόπου ζωής του, καθώς αντιμετώπισε το θάνατο με την ίδια αδιατάρακτη φαιδρότητα που έδειξε σε όλη του τη ζωή. Η Ιστορία τον δικαίωσε και τον ανέδειξε ως τον μέγιστο φιλόσοφο όλων των εποχών.

Βιβλιογραφία

Τσέλλερ-Νεστλέ, Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1990

W. K. C. Guthrie, Σωκράτης, εκδ. ΜΙΕΤ ,Αθήνα 1990

Άπαντα Πλάτωνος, εκδ. «Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων», Αθήνα 1966

Κατηγορίες: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ | Γράψτε σχόλιο

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

Ο ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ

Ο Ηράκλειτος, η βαθύτερη διάνοια ανάμεσα στους προσωκρατικούς φιλοσόφους, γεννήθηκε στην Έφεσο της Μικράς Ασίας γύρω στα 540π.Χ και πέθανε στην ίδια πόλη το 480 π.Χ. περίπου. Ήταν, όπως μας παραδίδεται, γόνος της αρχοντικότερης οικογένειας της πόλης και κατείχε κληρονομικά το βασιλικό αξίωμα του ιερέα της ελευσίνιας Δήμητρας από το οποίο παραιτήθηκε και κατέφυγε στο ναό της Αρτέμιδος, σύμβολο στην εποχή του της διασταύρωσης ελληνικού και ανατολικού πολιτισμού, για να αφιερωθεί στην αναζήτηση του εαυτού του. «Αναζήτησα τον εαυτό μου».

Φαίνεται πως γνώριζε τις θεωρίες των προηγούμενών του φιλοσόφων της σχολής της Μιλήτου, του Πυθαγόρα και του Ελεάτη Ξενοφάνη, οι οποίες όμως δεν ικανοποίησαν το βαθύ νου του και έτσι ακολούθησε το δικό του μοναχικό δρόμο στην έρευνα. Από το σύγγραμμα του «Περί φύσεως» σώζονται 130 αποσπάσματα, βραχυλογικοί αφορισμοί 1-2 στίχων συνήθως, πλούσιοι σε εικόνες, γραμμένοι με περίτεχνο χρησμικό ύφος. Ήδη από την αρχαιότητα του είχαν δώσει το παράνομα Σκοτεινός, γιατί θεωρούσαν δύσκολο να εισδύσει κανείς στο βάθος της σκέψης του όταν,όμως, έλεγαν, ένας μύστης σε οδηγούσε, τότε το φως της διάνοιάς του γινόταν «πιο λαμπρό και από τον ολόφωτο ήλιο».

Στην έρευνά του ακολουθώντας το δρόμο των Μιλησίων φιλοσόφων ορίζει σαν αρχή και ουσία του κόσμου το πυρ. η θεότητά του, ο Λόγος, το «σοφόν», είναι κι αυτή πύρινη. Αυτός ο Λόγος είναι που δίνει συνοχή στα πάντα και εκφράζεται κοσμικά σα φωτιά, που χάρις στις μεταστοιχειώσεις της προκαλούνται οι αδιάκοπες αλλαγές .

«Αυτόν τον κόσμο, τον ίδιο για όλους, δεν τον έφτιαξε κανένας θεός ή κανένας άνθρωπος, παρά ήταν πάντα και θα είναι αιώνια ζωντανή φωτιά που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο», λέει. Λέγοντας φωτιά εννοούσε όχι μόνο τη φλόγα, αλλά το ζεστό γενικά, γι’ αυτό την έλεγε και «αναθυμίαση» ή ανάσα(ψυχή).

Από τη φωτιά με τη μεταμόρφωσή της γεννιούνται όλα τα όντα κι από τον ίδιο δρόμο ξαναγυρίζουν σ’ αυτήν. Στη μεταλλαγή της η φωτιά γίνεται νερό και μετά γη με την πύκνωση και από χώμα    νερό    φωτιά με την αραίωση. Σ’ αυτή τη διαρκή μεταστοιχείωση τίποτα δε χάνεται. Όλα μετριούνται με τον ίδιο λόγο, έτσι υπάρχει μια διαρκής αυτορυθμιζόμενη ισορροπία.

Την ίδια πορεία ακολουθεί ολόκληρο το Σύμπαν. Από την αρχική φωτιά χωρίζεται στα όντα και δημιουργείται ο κόσμος σαν πλήρωση μιας ελλείψεως (χρησμοσύνη) και με την ένωση των πάντων ξαναγυρίζει στην αρχική φωτιά (εκπύρωση, κόρος) και αέναα σύμφωνα με μια αδιάσπαστη νομοτέλεια ξαναδημιουργείται. Την περίοδο αυτή ο Ηράκλειτος την ονομάζει Μέγα Ενιαυτό και την υπολογίζει σε 10.800 ηλιακά έτη.

Ο κόσμος του Ηράκλειτου βρίσκεται σε αδιάκοπη μεταβολή, τίποτα δε μένει σταθερό, όλα παρουσιάζονται διαρκώς με νέες μορφές ακόμα και όταν δεν το αντιλαμβανόμαστε, όλα είναι σε μια διαρκή εξέλιξη.«Αεί τα πάντα ρει», «Όλα προχωρούν, τίποτα δεν μένει, τίποτα δεν στεριώνει. Πάνω σε όσους μπαίνουν στα ίδια ποτάμια κυλούν άλλα κι άλλα νερά». Οι νέοι σχηματισμοί που δημιουργούνται από τις μεταλλαγές της φωτιάς δεν παραμένουν σταθεροί, αλλά και αυτοί αλλάζουν διαρκώς στην αντίθετή τους κατάσταση. «Τα ψυχρά θερμαίνονται, το θερμό ψύχεται, το υγρό ξηραίνεται, το στεγνό νοτίζεται». Έτσι στον κόσμο βασιλεύει διαρκώς η αντίθεση. «Να γνωρίζει πρέπει κανείς ότι ο πόλεμος είναι αυτός που μας συνέχει και η δικαιοσύνη είναι φιλονικία και όλα γίνονται σύμφωνα με τη φιλονικία και το χρέος. Ο πόλεμος είναι ο πατέρας όλων και ο βασιλιάς όλων και άλλους μεν ανέδειξε σε θεούς κι άλλους σε ανθρώπους, άλλους τους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους.».

Σ’ αυτήν, όμως, την αντίθεση κρύβεται για τον Ηράκλειτο η αρμονία. Μέσα από την ένταση της αντίθεσης ζουν τα πάντα και γίνονται βαθύτερα. «Τ’ αντίθετα μονιάζουν κι όσα πάνε χωρισμένα ανταμώνονται»(μουσική, αρσενικό και θηλυκό). «Το αντίξοο που συγκλίνει. από τα αντίδρομα η πιο όμορφη αρμονία.» Αυτή είναι η κρυφή αρμονία, που για τον Ηράκλειτο είναι πιο δυνατή από τη φανερή. Μέσα στις πιο βαθιές αντιθέσεις υπάρχει μια αρμονία που αγαπά να κρύβεται και δεν την αντιλαμβάνεται ο καθένας. «Δεν κατανοούν πως αυτό που αντιπαλεύει συμφωνεί κατά το λόγο με τον εαυτό του».

Αυτό που ορίζει την ύπαρξη, αντίθεση και την αρμονία των όντων είναι ο λόγος. Τίποτα δεν μπορεί να ξεπεράσει το μέτρο στο οποίο έχει οριστεί, ακόμα και ο ήλιος. Η Δίκη φρουρεί γι’ αυτό, και τιμωρεί την υπερβολή και την ύβρη. « Ο ήλιος δεν θα ξεπεράσει τα μέτρα του. ειδεμή οι Ερινύες οι βοηθοί της Δίκης θα τον βρουν».

Υπάρχει λοιπόν στον κόσμο μια προφυλασσόμενη αδιάσπαστη νομοτέλεια.

Τίποτα, επίσης, σ’ αυτόν τον κόσμο δεν είναι απόλυτο «Η θάλασσα είναι νερό καθαρότατο και βρωμερότατο, για τα ψάρια πόσιμο και σωτήριο, για τους ανθρώπους όμως άπιοτο και ολέθριο». «Τα γαϊδούρια θα προτιμούσαν άχυρα αντί χρυσάφι».

Κι έτσι συνεχίζει να περιγράφει με φλογερό ενδιαφέρον ο Ηράκλειτος αυτόν τον κόσμο το γεμάτο αντιθέσεις, αντινομίες και παράδοξα, τις αντίθετες δυνάμεις που αλληλοπεριορίζονται από τη Δίκη και συνέχονται με το Λόγο. «Ο λόγος είναι αυτός που μας συνέχει».

Πίσω από τις αντιθέσεις και τις μεταβολές υπάρχει η πραγματική φύση που αγαπά να κρύβεται, υπάρχει ένα μονάχα ον που απλά αλλάζει μορφές. «Απ’ όλα γίνεται το ένα, και από το ένα όλα», «Ο θεός είναι μέρα και νύχτα, καλοκαίρι και χειμώνας, πόλεμος και ειρήνη, χορτασιά και πείνα…». Κι εκεί, για το θεό, τα πράγματα είναι ίδια, τα αντίθετα είναι ταυτόσημα και όλα τα πράγματα είναι ένα. «Ζωή και θάνατος, ξύπνιος και κοιμισμένος, νέος και γέρος, όλα αυτά είναι ίδια… γιατί το ένα περιστρεφόμενο είναι το άλλο το άλλο δε περιστρεφόμενο είναι το πρώτο…κάτι κοινό είναι η αρχή και το τέλος στην περιφέρεια του κύκλου…το μονοπάτι που οδηγεί προς τα πάνω και το μονοπάτι που οδηγεί προς τα κάτω είναι το ίδιο μονοπάτι, το καλό και το κακό είναι ταυτόσημα» και «όλα για το θεό είναι καλά και δίκαια. Ο άνθρωπος τα εκλαμβάνει άλλα σα δίκαια και άλλα όχι».

Έτσι αυτός ο κόσμος που διαρκώς μεταβάλλεται θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι φαινομενικός, ενώ στην πραγματικότητα και για το θεό όλα είναι ένα και δεν υπάρχει καμιά αλλαγή, «καθώς μεταβάλλεται αναπαύεται», και ότι έτσι ο Ηράκλειτος μας οδηγεί, τελικά με το δικό του τρόπο, μέσα από τις διαρκείς αντιθέσεις και μεταβολές στην ακίνητη και αμετάβλητη θεότητα του διαμετρικά αντίθετού του Παρμενίδη και των Ελεατών.

Ας δούμε, τέλος, τον άνθρωπο με τα μάτια του φιλοσόφου. Όλα στον κόσμο του Ηράκλειτου τα κυβερνά ο Λόγος, ο θείος νόμος, ο ενδοκοσμικός νους, η θέληση του θεού. Ο άνθρωπος επιλέγει. Αν ακολουθήσει το Λόγο τότε θα αντιληφθεί ότι όλα είναι ένα. «Σ’ όλους τους ανθρώπους είναι δοσμένη η δυνατότητα να γνωρίζουν τους εαυτούς τους και να φρονούν σωστά», «Όχι εμένα αλλά το λόγο αφού ακούσετε μαζί με το λόγο είναι σοφό να λέτε ότι όλα είναι ένα».

Σοφία για τον άνθρωπο είναι ν’ ακούει, να ακολουθεί, να σκέπτεται μαζί με το λόγο και να πράττει σύμφωνα με αυτόν. «Πρέπει να ακολουθεί κανείς αυτό που δίνει συνοχή», «Σωστά να φρονεί κανείς είναι η πιο μεγάλη αρετή, και σοφία την αλήθεια να λέγει και να πράττει σύμφωνα με τη φύση εισακούοντάς την», «Όποιος με νου μιλά πρέπει να παίρνει τη δύναμή του από αυτό που συνέχει τα πάντα, όπως η πόλη από το νόμο και με πιότερη δύναμη ακόμα». Ο άνθρωπος που εμπιστεύεται και ακολουθεί τη θεία διάταξη ζει σε ευχαρίστηση (ευαρέστησις) και αυτή είναι για τον Ηράκλειτο το μεγαλύτερο αγαθό. Το ίδιο συμβαίνει και στις πολιτείες. Η ευτυχία τους στηρίζεται στη νομοτάγεια. «Να μάχεται πρέπει ο λαός για το νόμο όπως ακριβώς για το τείχος». Γιατί «όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι τρέφονται από τον ένα το θεϊκό».

Οι άνθρωποι, όμως ζουν με υπεροψία, σα να είχαν δική τους φρόνηση. «Μ’ όποιον πάνω απ’ όλα διαρκώς συναναστρέφονται, το λόγο, με τούτον αντιπαλεύουν», «Από απιστία μας ξεφεύγει ο λόγος και δεν τον γνωρίζουμε». Έτσι οι άνθρωποι ζουν σαν κοιμισμένοι, αφού από έπαρση και απιστία αρνούνται ν’ ακούσουν το λόγο μέσα στον οποίο διαρκώς υπάρχουν. Για να ξυπνήσουν, όμως, πρέπει να ξεπεράσουν την ατομικότητά τους, αφού ο λόγος είναι το κοινό(ξυνόν), αυτό που συνέχει τα πάντα. Έτσι «για όσους είναι ξύπνιοι ένας είναι και κοινός ο κόσμος, για όσους όμως κοιμούνται ο καθένας γυρίζει μέσα στο δικό του».

Και αυτοί, όμως, ακόμα, δεν εξορίζονται από τον κόσμο του Ηράκλειτου, συνανήκουν στην αρμονία του, αφού «αυτοί που κοιμούνται είναι εργάτες και συνεργοί όσων γίνονται μέσα στον κόσμο».

Η ψυχή του ανθρώπου είναι και αυτή ένα κομμάτι θεϊκής φωτιάς. Όσο πιο στεγνή και καθαρή είναι η φωτιά, τόσο σοφότερη η ψυχή. «Ένας άντρας, όταν μεθύσει οδηγιέται από ανήλικο παιδί τρικλίζοντας, χωρίς να ξέρει που πάει, έχοντας υγρή την ψυχή»,  «Για τις ψυχές θάνατος είναι να γίνουν νερό και για το νερό θάνατος να γίνει γη, από τη γη όμως γίνεται νερό και από το νερό ψυχή», «στεγνή ψυχή: η πιο σοφή και άριστη». Όταν η ψυχή φύγει από το σώμα, δεν χάνεται αλλά ξαναγυρίζει στην αρχική φωτιά «Τους ανθρώπους τους προσμένει σαν πεθάνουν, όσα ούτε ελπίζουν ούτε νομίζουν».

«Τα πέρατα της ψυχής προχωρώντας δεν θα μπορούσες να βρεις όποιο δρόμο κι αν πάρεις. τόσο βαθύ λόγο έχει. Η ψυχή έχει δικό της λόγο, που αυξαίνει τον εαυτό του». Στην ψυχή ανήκει πρώτα απ’ όλα ο λόγος. Στα βάθη της βρίσκεται ο ίδιος ο θεικός νόμος. Αφού, όμως, ο λόγος είναι αυτός που συνέχει τα αντίθετα αλλά και αποκαλύπτει την ενότητά τους, ο άνθρωπος εισδύει στο βάθος της ψυχής και του λόγου της όταν ξεπερνά την ατομικότητά και το διαχωρισμό. Έτσι ο λόγος της ψυχής αυξάνει τον εαυτό του και η γνώση του είναι η αληθινή αυτογνωσία.

Η ψυχή, όμως, είναι ενωμένη με το λόγο, το ρυθμό του σύμπαντος και όσο κι αν προσπαθεί ο άνθρωπος να τη γνωρίσει δεν μπορεί, γιατί συνέχεια απομακρύνεται. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να αφεθεί να κατακτηθεί από αυτόν.

Ο Ηράκλειτος, τέλος, κατάλαβε το συμβολικό χαρακτήρα της θρησκείας, και αναγνώρισε την αναγκαιότητά της «Ό,τι προσφέρει κανείς στους θεούς είναι γιατρειά για την ψυχή του». Κύρια, όμως καυτηρίασε τις συνήθειες του λαού της εποχής του, την εξωτερική λατρεία των αγαλμάτων, τις υπερβολές των διονυσιακών οργίων και τις αιματηρές θυσίες. «Τους νυχτοπλάνους, τους μάγους, τους βάκχους, τις μαινάδες, τους μύστες (θα τους αρπάξει η φωτιά ) γιατί μυούνται ανίερα στα μυστήρια που καθιέρωσαν οι άνθρωποι», «Και σ’ αυτά τα αγάλματα προσεύχονται σα να συνομιλούν με τα σπίτια χωρίς να γνωρίζουν ποιοι είναι οι θεοί και οι ήρωες».

Κλειδί στην Ηρακλείτεια φιλοσοφία είναι ο λόγος. Στο επίπεδο της γλώσσας καταρχήν ο Ηράκλειτος με τα λογοπαίγνιά του υποδεικνύει τη δισημαντότητά της. «Του τόξου το όνομα είναι «βίος»», λέει, «το έργο όμως είναι θάνατος».

Λόγος είναι η ίδια η αντιθετική σχέση των πραγμάτων, είναι και η συνοχή τους.

Λόγος είναι το μέτρο, ο κοσμικός ρυθμός, η τάξη του όντος, ο θεϊκός νόμος.

Είναι το κοινό, η καθολική γνώση, αίρει τις αντιθέσεις και αποκαλύπτει την αρμονία, και είναι βαθύτερος και από το πιο ύψιστο ον, το Δία, γιατί είναι η αιώνια σχέση των πραγμάτων. Είναι φορέας της αλήθειας, είναι διαρκώς γύρω στον άνθρωπο και μαζί του πρέπει αυτός να σκέφτεται και αυτόν να πραγματώνει για να είναι ευτυχισμένος.

Αυτός είναι ο κόσμος του Ηράκλειτου. Ένας πύρινος κόσμος που διαρκώς ρέει πάνω στην περιφέρεια ενός κύκλου, που συγκρατείται από την ίδια του την πολικότητα, τις αντιθέσεις. Γι’ αυτόν, όμως, που βρίσκεται στο βάθος, στο κέντρο όλα τα σημεία του κύκλου είναι ίδια, οι αντιθέσεις αίρονται και κατ’ επέκταση όλα είναι ήρεμα και αμετάβλητα.

Αυτόν το Λόγο, το «σοφόν», που είναι η ίδια η αιώνια σχέση των πραγμάτων, η Εστία τους, το κεντρικό πυρ δεν μπορεί να τον βρει και να τον γνωρίσει κανείς με τον ανθρώπινο νου, αυτό που μπορεί να κάνει είναι να αφεθεί να τον πιστέψει, να τον ακολουθήσει και να σκεφτεί μαζί του τη δική του σκέψη. Όταν ο άνθρωπος το κάνει βγαίνει από τον ύπνο και την περιφέρεια των αντιθέσεων και τότε ο κόσμος που ανοίγεται μπροστά του είναι κάτι πέρα απ’ ό,τι έλπισε ή νόμισε ποτέ.

Απήχηση της Ηρακλείτειας φιλοσοφίας βρίσκουμε στον Ιπποκράτη και άλλους γιατρούς της αρχαιότητας. Γι’ αυτούς η υγεία είναι η αρμονία όλων των αντιθέτων δυνάμεων και ιδιαίτερα της κινητήριας φωτιάς και του θρεπτικού υγρού.

Η φιλοσοφία του Ηράκλειτου είναι εμπνευσμένη και αληθινή, λέει σήμερα η επιστήμη, μιας και αυτός με την απόκοσμη διόρασή του είδε τη θερμική ενέργεια στα όντα και ότι τα πράγματα είναι διαδικασίες.

Στη φιλοσοφία του αίρεται ο δυϊσμός. Η θεότητά του είναι ενδοκοσμική και παράγει από μέσα της τα πάντα γινόμενη ταυτόχρονα τα πάντα. Οι τρεις βασικές έννοιες αυτού του πανθεϊσμού είναι η ενότητα, η αιώνια αλλαγή και η αδιάσπαστη νομοτέλεια της φύσης.

Βιβλιογραφία

Τσέλλερ – Νεστλέ: Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, εκδ. Βιβλιοπωλείον της

«ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα1990

G. S. KIRK – J. E. RAVEN – M. SCHOFIELD: Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι,

Εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2001

ΚARL POPPER – OLOF GIGON – Κ.Π. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ: ΟΙ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟΙ

Κείμενο και μετάφραση, εκδ. IMAGO, Αθήνα 1984

W. WINDELBAND – H. HEIMSOETH: Εγχειρίδιο ιστορίας της φιλοσοφίας

α΄ τόμος, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1991

Ευαγγέλου Σ. Σταμάτη: ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟI ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ,

Εφημ. «Η  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 1963 και 1965

Κατηγορίες: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ | Γράψτε σχόλιο

Hello world!

Καλωσήρθατε στο Blogs.sch.gr. Αυτή είναι η πρώτη σας δημοσίευση. Αλλάξτε την ή διαγράψτε την και αρχίστε το “Ιστολογείν”!

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | 1 σχόλιο