και δεν αλλάξανε τα πράγματα
– θυμάσαι, Μαρία; –
τα παιδιά, τώρα πια,
παίζουν στα διαλείμματα παιχνίδια άγρια, με κλωτσιές και βρισιές
ή λιμοκτονούν πάνω σε λασπωμένες λακκούβες
ή παίζουν «κρυφτό» με τον πόλεμο
και δε βρίσκω κανέναν να έχει στο μέτωπο
σημαδεμένη την ελπίδα
μα εμείς, συνεχίζουμε σιωπηλά να πορευόμαστε με ανοχές,
βουβές πορείες διαμαρτυρίας
αμέτρητων χιλιομέτρων
παρόλο που μήτε τη δουλειά διαλέγουμε, μήτε τη ζύμη της ζήσης μας
κι εκείνη τη φιάλη με τις λέξεις σου,
φυλαχτό τη φύλαξα
για το μάθημα της ιστορίας
– θυμάσαι τι μου΄ πες; –
πως, είναι δύσκολοι καιροί και θα΄ ρθουν κι άλλοι
ε, να, σ΄ αυτούς τώρα…
προσπαθούμε να παραμένουμε άνθρωποι
μα – στ΄ αλήθεια – δεν ξέρω πώς,
θα την αλλάξουμε τη ζωή
παρ΄ όλα αυτά, Μαρία!
μαρία