Λογοτεχνικές αναφορές στο μινωικό πολιτισμό

Νοέ 20098

Κρήτη τις γαῖ᾽ ἔστι, μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ,

καλὴ καὶ πίειρα, περίρρυτος: ἐν δ᾽ ἄνθρωποι
πολλοί, ἀπειρέσιοι, καὶ ἐννήκοντα πόληες.
175ἄλλη δ᾽ ἄλλων γλῶσσα μεμιγμένη: ἐν μὲν Ἀχαιοί,
ἐν δ᾽ Ἐτεόκρητες μεγαλήτορες, ἐν δὲ Κύδωνες,
Δωριέες τε τριχάϊκες δῖοί τε Πελασγοί.
τῇσι δ᾽ ἐνὶ Κνωσός, μεγάλη πόλις, ἔνθα τε Μίνως
ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής,
180πατρὸς ἐμοῖο πατήρ, μεγαθύμου Δευκαλίωνος
Δευκαλίων δ᾽ ἐμὲ τίκτε καὶ Ἰδομενῆα ἄνακτα:
Ομήρου, Οδύσσεια, τ


Κρητῶν δ᾽ Ἰδομενεὺς δουρὶ κλυτὸς ἡγεμόνευεν,
οἳ Κνωσόν τ᾽ εἶχον Γόρτυνά τε τειχιόεσσαν,
Λύκτον Μίλητόν τε καὶ ἀργινόεντα Λύκαστον
Φαιστόν τε Ῥύτιόν τε, πόλεις εὖ ναιετοώσας,
ἄλλοι θ᾽ οἳ Κρήτην ἑκατόμπολιν ἀμφενέμοντο.
650τῶν μὲν ἄρ᾽ Ἰδομενεὺς δουρὶ κλυτὸς ἡγεμόνευε
Μηριόνης τ᾽ ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ:
τοῖσι δ᾽ ἅμ᾽ ὀγδώκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο.
Ομήρου Ιλιάδα Β


Μίνως γὰρ παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν ναυτικὸν ἐκτήσατο καὶ τῆς νῦν Ἑλληνικῆς θαλάσσης ἐπὶ πλεῖστον ἐκράτησε καὶ τῶν Κυκλάδων νήσων ἦρξέ τε καὶ οἰκιστὴς πρῶτος τῶν πλείστων ἐγένετο, Κᾶρας ἐξελάσας καὶ τοὺς ἑαυτοῦ παῖδας ἡγεμόνας ἐγκαταστήσας· τό τε λῃστικόν, ὡς εἰκός, καθῄρει ἐκ τῆς θαλάσσης ἐφ’ ὅσον ἐδύνατο, τοῦ τὰς προσόδους μᾶλλον ἰέναι αὐτῷ.
Θουκυδίδης,Ιστοριών Α,4

 

 [12] ὅτι Μίνως, αἰσθόμενος τοῦ φεύγειν τοὺς μετὰ Θησέως, Δαίδαλον αἴτιον ἐν τῷ λαβυρίνθῳ μετὰ τοῦ παιδὸς Ἰκάρου καθεῖρξεν, ὃς ἐγεγέννητο αὐτῷ ἐκ δούλης Μίνωος Ναυκράτης. ὁ δὲ πτερὰ κατασκευάσας ἑαυτῷ καὶ τῷ παιδὶ ἀναπτάντι ἐνετείλατο μήτε εἰς ὕψος πέτεσθαι, μὴ τακείσης τῆς κόλλης ὑπὸ τοῦ ἡλίου αἱ πτέρυγες λυθῶσι, μήτε ἐγγὺς θαλάσσης, ἵνα μὴ τὰ πτερὰ ὑπὸ τῆς νοτίδος λυθῇ.
[13] Ἴκαρος δὲ ἀμελήσας τῶν τοῦ πατρὸς ἐντολῶν ψυχαγωγούμενος ἀεὶ μετέωρος ἐφέρετο: τακείσης δὲ τῆς κόλλης πεσὼν εἰς τὴν ἀπ᾽ ἐκείνου κληθεῖσαν Ἰκαρίαν θάλασσαν ἀπέθανε. <Δαίδαλος δὲ διασώζεται εἰς Κάμικον τῆς Σικελίας>.
Απολλόδωρος . E. E.1.12

 

• Μίνω δέ φασιν ἐπινείῳ χρήσασθαι τῷ Ἀμνισῷ, ὅπου τὸ τῆς Εἰλειθυίας ἱερόν. ἐκαλεῖτο δ᾽ ἡ Κνωσσὸς Καίρατος πρότερον ὁμώνυμος τῷ παραρρέοντι ποταμῷ. ἱστόρηται δ᾽ ὁ Μίνως νομοθέτης γενέσθαι σπουδαῖος θαλαττοκρατῆσαί τε πρῶτος, τριχῆ δὲ διελὼν τὴν νῆσον ἐν ἑκάστῳ τῷ μέρει κτίσαι πόλιν, τὴν μὲν Κνωσσὸν ἐν τῷ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . καταντικρὺ τῆς Πελοποννήσου:
• Strabo, Geography [8]

 

• [5] πλησίον δὲ ᾠκοδόμητο ναὸς Εἰλειθυίας, ἣν ἐλθοῦσαν ἐξ Ὑπερβορέων ἐς Δῆλον γενέσθαι βοηθὸν ταῖς Λητοῦς ὠδῖσι, τοὺς δὲ ἄλλους παρ᾽ αὐτῶν φασι τῆς Εἰλειθυίας μαθεῖν τὸ ὄνομα: καὶ θύουσί τε Εἰλειθυίᾳ Δήλιοι καὶ ὕμνον ᾁδουσιν Ὠλῆνος. Κρῆτες δὲ χώρας τῆς Κνωσσίας ἐν Ἀμνισῷ γενέσθαι νομίζουσιν Εἰλείθυιαν καὶ παῖδα Ἥρας εἶναι: μόνοις δὲ Ἀθηναίοις τῆς Εἰλειθυίας κεκάλυπται τὰ ξόανα ἐς ἄκρους τοὺς πόδας. τὰ μὲν δὴ δύο εἶναι Κρητικὰ καὶ Φαίδρας ἀναθήματα ἔλεγον αἱ γυναῖκες, τὸ δὲ ἀρχαιότατον Ἐρυσίχθονα ἐκ Δήλου κομίσαι.

• Pausanias, Description of Greece


185ἔνθ᾽ Ὀδυσῆα ἐγὼν ἰδόμην καὶ ξείνια δῶκα.
καὶ γὰρ τὸν Κρήτηνδε κατήγαγεν ἲς ἀνέμοιο,
ἱέμενον Τροίηνδε παραπλάγξασα Μαλειῶν:
στῆσε δ᾽ ἐν Ἀμνισῷ, ὅθι τε σπέος Εἰλειθυίης,
ἐν λιμέσιν χαλεποῖσι, μόγις δ᾽ ὑπάλυξεν ἀέλλας.
• Ομήρου, Οδύσσεια 19

Το Παλάτι της Κνωσού δεν πρέπει να το φανταστούμε σαν ένα μεγάλο κανονικό χτίριο, παρά σαν μια μικρή πολιτεία. Είχε κι αυτό τους δρόμους του, τις πλατείες, τους ναούς, το θέατρο και τα πάρκα, με πλήθος παράξενα λουλούδια και δέντρα –φοινικιές, κυδωνιές, δαμασκηνιές- και με παγώνια, μαϊμούδες, καναρίνια και πέρδικες.
Είχε ακόμα το Παλάτι τα αργαστήρια του, όπου δούλευαν κάθε λογής καλλιτέχνες, άλλοι ζωγράφοι, άλλοι γλύπτες, χαράκτες, ξυλουργοί, τυπογράφοι. Περίφημα σε όλο τον τότε κόσμο ήταν τα αργαστήρια της αγγειοπλαστικής. Από το Παλάτι της Κνωσού έβγαιναν και διαδίδουνταν στα πέρατα της Μεσογείου τα λαμπρότατα αγγεία με τις εξαίσιες ζωγραφιές: λουλούδια, κοχύλια, σουπιές, χταπόδια ή με αναγλυφικές παραστάσεις ταύρων και γυμναστικών αγώνων.
Το Παλάτι είχε ακόμα τα πατητήρια του, τα λιοτριβειά, τα υφαντουργεία, τα βαφεία, τα χρυσοχοεία, τα χαλκουργειά. Κάθε εργοστάσιο είχε και τη δική του σφραγίδα και σφράγιζε ό,τι έφκιαχνε τα υφαντουργεία είχαν στη σφραγίδα τους μιαν αράχνη, τα λιοτριβειά ένα φύλλο ελιάς, τα τυπογραφεία ένα κρίνο.
Το Παλάτι είχε και το σκολειό του μια κάμαρα βορειανατολικά του παλατιού, με πέτρινους πάγκους τριγύρω. Στο βάθος υψωνόταν η έδρα του δασκάλου και μπροστά της χαμηλότερα, μια άλλη έδρα. Στη χαμηλότερη τούτη έδρα ανέβαινε ο μαθητής, κρατούσε μαλακό πηλό κι απάνω του μάθαινε να χαράζει τα παράξενα σημάδια της κρητικής γραφής. Αν έκανε λάθος, τα ‘σβηνε μαλάζοντας τον πηλό και χάραζε άλλα.
N. Kαζαντζάκης, Στα παλάτια της Κνωσού

 

Ο θρόνος ήταν από καθαρό αλάβαστρο , σκαλισμένος με τέχνη κι ίσια ίσια που χωρούσε το σώμα ενούς ανθρώπου. Δεξιά κι αριστερά στον τοίχο απλώνουνταν δυο μεγάλες τοιχογραφίες: Υψηλά κρίνα και σύννεφα ήταν ζωγραφισμένα κι ανάμεσα στα κρίνα ήταν ξαπλωμένο ένα θεριό παράξενο, μεγάλο σα λιοντάρι, με χαίτη από φτερά παγωνιού. Είχε σηκωμένη τη στρουφηχτή ουρά του και με όρθιο το μυτερό κεφάλι κοίταζε το βασιλικό θρόνο.
Νίκος Καζαντζάκης, Στα παλάτια της Κνωσού

 

Ψαλμωδίες ακούστηκαν και ήχος από μεταλλικά σείστρα που ζύγωναν.

Είναι η δοξολογία για το θέρος που τέλειωσε.

Κάθε χρόνο έβλεπαν την τελετή αυτή, μα ποτέ δεν μπορούσαν να την ποχορτάσουν. Η μουσική, οι ψαλμωδίες, οι εργάτες και χωριάτες, που τραγουδούσαν κι αυτοί και κρατούσαν το ίσο, τους μεθούσαν πάντα από χαρά.

Η πομπή με γρήγορα βήματα ζυγώνει, θαρρείς και τρέχουν. Ο ιερέας ντυμένος με μαλλιαρή προβιά προβάτου, τρέχει μπροστά και κρατά στα χέρια το σείστρο, ένα τριγωνικό σίδερο, και το χτυπά ρυθμικά μ’ ένα σιδερένιο ραβδί∙ έχει το στόμα ολάνοιχτο και ψέλνει με δυνατή φωνή τον ευχαριστήριο ύμνο στη Μεγάλη Θεά, που έδωκε το σιτάρι στους ανθρώπους:
Μάνα Μεγάλη του σταριού
Με τα’ άσπρο περιστέρι,
Έμπα στα σπίτια μας Κυρά
Με το ψωμί στο χέρι!
Και πίσω οι θεριστάδες ακλουθούν τρεχάτοι, και καθένας κρατούσε στους ώμους του το ξύλινο τρικράνι που λίχνιζε. Ένας από την πολλή βιάση του έχει μπερδευτεί στα πόδια των άλλων κι έχει κυλιστεί χάμω. Μερικοί στρέφουνται, τον κοιτάζουν και γελούν. Μα τόσο είναι συνεπαρμένοι από τον ύμνο στη Θεά, που κανένας δε σκύβει να τον ανασηκώσει.
Ο ιερέας έχει σηκώσει τώρα το χέρι και φωνάζει:
_Εμπρός! Εμπρός! Μη σταματάτε!

Η πομπή χάθηκε στην άκρα του δρόμου, προς το Παλάτι
Ν. Καζαντζάκης, Στα παλάτια της Κνωσού

Η Αριάδνη άπλωσε το γυμνό της πόδι απάνω στις μεγάλες πλάκες της αυλής. Σαν να ‘ψαχνε τη γης, που να πατήσει, σαν να ‘ταν γκρεμός και ψαχούλευε με προσοχή μην πέσει. Έσκυψε το κεφάλι, σα ταύρος που ετοιμάζεται να κερατίσει, και μ’ ένα γοργό κούνημα του κορμιού της άρχισε να χορεύει.
…..
Οι πλεξούδες της Αριάδνης τινάζουνταν βίαια, το σώμα της στροβιλιζόταν συνεπαρμένο από το χορό∙ πότε πάλι στεκόταν, μια στιγμή ακίνητο, τεντωμένο στ’ ακροδάχτυλα του ποδιού, έτοιμο λες να τιναχτεί σαν κοντάρι.
N. Kαζαντζάκης, Στα παλάτια της Κνωσού

…Ν’ ανοίξουμε αργαστήρι, να κάμουμε φτερά, να τα μοιράζουμε στους ανθρώπους…
….Θα ΄ρθει ημέρα, σου ορκίζουμαι, που οι άνθρωποι θα πετούνε σα πουλιά… Δε θα περπατούν πια με τα πόδια κούτσα κούτσα, δε θα πηγαίνουν πια σιγά σιγά με γαϊδουράκια ή με βοδάμαξα…Θα ‘χουν φτερά, σου λέω, και θα πετούν σαν αϊτοί από βουνό σε βουνό κι απάνω από τις θάλασσες…
….
Τώρα είναι όνειρα… Μα θα ‘ρθει μέρα αν γίνουν τα όνειρα αλήθεια…Θα δεις…

Να ταξιδεύεις, να βλέπεις νέους τόπους και νέους ανθρώπους, να μη δεθείς πουθενά αυτό θα πει ευτυχία! Η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι πεταλίδα, να κολλά σ’ ένα βράχο∙ είναι πουλί και θέλει να πετά…
Νίκος Καζαντζάκης, Στα παλάτια της Κνωσού

 

Άνδρες και γυναίκες της Αθήνας, γιορτάσετε σήμερα τη νίκη του ανθρώπου απάνω στο ζώο. Καθένας από σας ας νιώσει μέσα στην καρδιά του πως είναι ένας Θησέας και σκοτώνει μέσα του το ζώο, που τον τυραννούσε. Έτσι μονάχα η νίκη μου θα μπορέσει ν’ αποκτήσει αξία και θα μπορείτε να πείτε πως γίνατε ελεύθεροι άνθρωποι.
Ν. Καζαντζάκης , Στα παλάτια της Κνωσού

 

 

Θαρρώ πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά παρά να παίζεις και να παλεύεις με ταύρους.

…Γιατί έτσι νιώθεις πως το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να υποτάξει τις φοβερές δυνάμεις. Βλέπεις έναν άνθρωπο, άοπλο, αδύνατο, και μπροστά του ένα θεριό με φοβερά κέρατα και παντοδύναμο κι ο αδύνατος αυτός άνθρωπος νικά το θεριό. Γιατί; Γιατί ο άνθρωπος έχει μυαλό!
Ν. Καζαντζάκης, Στα παλάτια της Κνωσού

Ο ταύρος μόλις την είδε μούγκρισε κι έσκυψε το κεφάλι σα να ‘θελε να την τρυπήσει με τα κέρατά του. Μα η Κρινό χίμηξε, του φούχτωσε με δύναμη τα κέρατα και ζυγιάστηκε μια στιγμή, πατώντας στ’ ακροδάχτυλά της∙ ο ταύρος τότε τίναξε με δύναμη το κεφάλι προς τ’ απάνω, για να ξεφύγει από τα χέρια που τον έσφιγγαν.

Ο Ίκαρος κρατούσε την ανάσα του. Τούτη ήταν η δυσκολότερη στιγμή∙ πρώτη φορά κατέβαινε η Κρινό στην παλαίστρα∙ θα ‘χανε άραγε την ψυχραιμία της; Ή θα την έριχνε ο ταύρος χάμω;

Σαν αστραπή πέρασε από το νου του η σκέψη αυτή∙ μα μονομιάς ανάσανε. Η Κρινό, με το τίναγμα αυτό που έκαμε ο ταύρος, πήρε φόρα και πήδηξε αλαφριά, σαν πούπουλο στη ράχη του ταύρου∙ στηρίχτηκε στερεά στα χέρια της και χτύπησε δυο φορές τα πόδια στον αγέρα κι άξαφνα έβαλε όλη της τη δύναμη, έκαμε ανάερα μια τούμπα κι έπεσε πίσω από τον ταύρο∙ εκεί ένας άντρας στεκόταν με ανοιχτά τα χέρια και την άρπαξε στην αγκαλιά του.
Ν. Καζαντζάκης, Στα παλάτια της Κνωσού

Στη μέση του αλωνιού έμεινε μόνη εκείνη που θα αφηγηθεί τη δημιουργία του Λαβύρινθου και την αναζήτηση του ιερού λάβρυ. H μουσική σώπασε. Εκείνη, μένοντας ακίνητη για μια μεγάλη στιγμή, μας κοίταξε με μάτια που δεν έβλεπαν κανέναν. Το νήμα του μύθου άρχισε τώρα να ξετυλίγεται από τα χέρια της χορεύτριας. Έκανε το πρώτο βήμα. Άγγιξε το χώμα σα σταγόνα της βροχής που χάνεται στην άβυσσο. Τα πόδια της κινήθηκαν γοργά, όλο και πιο γοργά, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, φτιάχνοντας νοητές γραμμές που γώνιαζαν η μια με την άλλη σε μια ατέλειωτη σπασμένη ευθεία ή τη συνεχή σπείρα των κυμάτων. Ο κορμός της γύρισε σε μια συνεχιζόμενη συστροφή και τα χέρια ελεύθερα φτερούγισαν γύρω του. Μέσα στον ατέρμονο στροβιλισμό το λεπτό πέπλο που την τύλιγε εξαφανίστηκε από τα μάτια μας, ο ρυθμός απελευθέρωσε τα κεντημένα ανθάκια του που έμοιαζαν να τη λούζουν κάνοντας το σώμα της έναστρο ουρανό. Τα κύμβαλα μπήκαν στη μουσική. Ο βαθύς του ήχος τράνταζε τη γη, όπου τα πόδια της δεν ακουμπούσαν πια. Είχε κλείσει τα μάτια. Οι κοτσίδες της λυμένες, δεν πρόφταιναν να κυλήσουν στους ώμους της, αλλά τινάζουνταν γύρω από το κεφάλι της, σα μαύρα φίδια που φοβέριζαν τα σκοτάδια.
Στέλλα Χρυσουλάκη, Εγώ ο Ίκαρος

Έζησα με το παιδικό μου σώμα παγιδευμένο αλλά το πνεύμα ελεύθερο, γενναίο και δυνατό, να ταξιδεύει στον απέραντο ωκεανό του ουρανού για να εξερευνήσει τις μυστηριώδεις περιοχές του χρόνου και του χώρου.
Δεν ονειρεύτηκα άλλο παρά ν’ ανοίξω τα φτερά μου για τη χώρα των ανέμων όπου οι μεταμορφώσεις του Γαλαξία περιφρονούν τους νόμους της βαρύτητας.
Στέλλα Δ. Χρυσουλάκη, Εγώ ο Ίκαρος

 

Πώς θα με ζωγραφίσουν άραγε εμένα που
Ένιωσα μέσα μου βαθιά, τα φτερά ενός μυστικού αετού
Να ανυψώνονται από την παιδικότητα στην εφηβεία;

Όμως εγώ, που έζησα το τέλος του παλαιού κόσμου,
Είδα το Λαβύρινθο να ανατέλλει σαν άστρο της αυγής
Για να φωτίσει τη νέα εποχή.
Είδα τη δύναμη της νόησης,
Το θησαυροφυλάκιο της γνώσης,
Την άκρα προσπάθεια να καθοδηγούν
Τον ανθρώπινο μόχθο για να γεννήσουν θαύματα.
Στη χώρα αυτή, που οι θεοί έπλασαν σαν το καράβι
Ου πάμφωτο αρμενίζει στο κέντρο της θάλασσας,
Εγώ, ο Ίκαρος από την Κνωσό, είδα και έζησα
Το θαύμα της δημιουργίας.
Στέλλα Δ. Χρυσουλάκη, Εγώ ο Ίκαρος

 

Θα ήθελα να έβλεπα αυτούς τους μικρούς που θα ‘ρθουν στον κόσμο μετά από μένα. Όμως ο μόνος τόπος που κανείς ταξιδιώτης δεν μπόρεσε να επισκεφτεί είναι ο χρόνος. Κι αφού το παρελθόν αφήνει μόνο ίχνη, κάποιοι ίσως στο μέλλον αναγνωρίσουν τα πατήματα που κι εγώ θα αφήσω πάνω στη γη.
Στέλλα Χρυσουλάκη, Εγώ, ο Ίκαρος

 

Θα φτιάξω τις αίθουσες των αρχόντων έτσι ώστε να μπορούν να μεγαλώνουν και να μικραίνουν ανάλογα με τη μέρα και την τελετή που θα γίνεται εκεί, να κλείνουν και να ανοίγουν στο φως και τον αέρα, αίθουσες σν ζωντανές, σαν μεγάλα ωραία ζώα που πότε τεντώνονται στον ήλιο και πότε κουλουριάζονται δίπλα στη φωτιά της εστίας.
Στέλλα Χρυσουλάκη, Εγώ ο Ίκαρος

 

Οι σκιές έτρεχαν να τυλίξουν τον πέτρινο όγκο, αφήνοντας φωτεινή μόνο τη γραμμή της κορυφής που έμοιαζε με το κεφάλι ενός άνδρα ξαπλωμένου με το πρόσωπο στραμμένο προς τα πάνω. Μέσα στο βαθύ μενεξελί του ουρανού, διαγραφόταν σκοτεινή η μορφή του θεού που κοίταζε τα αστέρια.
Στέλλα Χρυσουλάκη, Εγώ ο Ίκαρος
(για το Γιούχτα)

 

 

 «Γυναίκες με πολύχρωμες, κολλητές φούστες κάθονταν και λίκνιζαν το σώμα τους. Οι μαστοί τους πετάγονταν από τους στενούς στηθόδεσμους, τα μαλλιά τους κατσάρωναν καθώς πρόβαλλαν από τις κορδέλες στα μέτωπα και σχημάτιζαν μακριές πλεξίδες που έπεφταν στους ώμους τους. Λίγο πιο πέρα ακροβάτες έκαναν τούμπες στον αέρα πάνω από τις ράχες αγριεμένων ταύρων διασκεδάζοντας τις κυρίες και τους κυρίους που τους παρακολουθούσαν από τα παράθυρα και τις βεράντες».
Τόμας Μαν Ο Ιωσήφ στην Αίγυπτο (1936)

Η ΑΛΛΗ ΓΗ
«ιδού ποιώ τα έσχατα ως τα πρώτα»
Θα δεις τις νύχτες ξαναγυρίζουν
τις ημέρες να ξαναγυρίζουν
θα ψαύσεις τις ξένες αναμνήσεις χαραγμένες στην πέτρα
ανεβαίνοντας τα σκαλιά κατεβαίνοντας τα σκαλιά
μέσα στα σκοτάδια που αναπολούν τις χαμένες ζωές
που σήμερα ζουν με χρώματα ξεφτισμένα με όγκους σπασμένους
ερείπια παιχνίδια της φαντασίας
Παριζιάνες και Πρίγκιπες και θεές των όφεων
αρμονίες θαμμένες.

….

Και θα δεις τις φωτιές τους σεισμούς την καταστροφή
Και θα μείνεις χιλιάδες χρόνια κάτω απ’ το χώμα
Και θα ζήσεις την αναμονή
Περιμένοντας τα χέρια που θα σε ξεθάψουν.
Με την ανάμνηση των Ίκαρων και των Δαιδάλων
και με τη γνώση της καταστροφής
…..

Μηνά Δημάκη, Ανθολόγιο στην ποίησή του
(επιμέλεια Αντώνης Σανουδάκης –Σανούδος)

 

Ελεονόρα, Η Μινωική Παριζιάνα
……….
Και περισσότερο εκείνη η κοπελίτσα
Με τα γαλάζια μάτια
Το διάφανο πρόσωπο
Κολνούσε στον τοίχο ένα προφίλ
Ασχημάτιστο ακόμη
Και ήθελε έτσι να μείνει
Παντοτινά
Αργότερα σα μεγάλωσε
Την ανακάλυψαν από τα πέρατα της Οικουμένης
Και τη θρόνιασαν στο μεγαλύτερο εικονογραφημένο
περιοδικό του κόσμου
Να παριστάνει την Παριζιάνα της Κνωσού

……..

Λοιπόν
Η Παριζιάνα βρίσκεται πάντα στο Μουσείο Ηρακλείου
Μηνά Δημάκη, Ανθολόγιο στην ποίησή του
(επιμέλεια Αντώνης Σανουδάκης –Σανούδος)

 

Γράφω σημαίνει συναρμολογώ τα όνειρα. Σημαίνει ζω
την ουτοπία να πλευρίσω το απρόσιτο.
Με παράλογο πάθος να χαρτογραφήσω την άβυσσο.
Σημαίνει εκτίω την ειρκτή μου.
Σημαίνει κατεβαίνω χωρίς απελπισία
στο δικό μου Μινώταυρο

που με ονειρεύεται.
Και πριν με καταπιεί
με εικονίζει
που τον εικονίζω.
Μανόλης Πρατικάκης, Ο μεγάλος ξενώνας


Ο Μινώταυρος μετακομίζει
Χάνδαξ
……

Μ΄ εναγκαλίζεται ο μινώταυρος
Μας είδανε μαζί πολλές φορές
Με κυνηγά
Τον κυνηγώ
Ποικίλλουν οι φήμες
…….
Μετακομίζει ο μινώταυρος
μαζί μου στην Αθήνα
Το χάσμα κλείνει,
στο άλλο χάσμα.
Χριστόφορος Λιοντάκης

 

 

καίω τα νιάτα μου
που είναι κιθάρα
που είναι κινάρα
που είναι κινύρα

λέω το άθροισμα
που είναι Μερόπη
που είναι μετόπη
που είναι με τόπι

κλαίω τις θύμησες
σαν το κοράκι
σαν το Κοράνι
σαν το κοράλλι

κι είμ’ ο Μινώταυρος
μες στο σεντούκι
μες στο σεντόνι
μες στο σεντέφι
Εγγονόπουλος Νίκος, «Ζει ο Μέγας Αλέξανδρος;». Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής, 1939. Ποιήματα, Α΄. Ίκαρος, 1977. 77-78.

Τρως τρως Μινώταυρε
Είναι σάρκες αυτές δεν είναι αέρας
Έτσι που πας δε θ’ απομείνει τίποτε
Οδ. Ελύτη, Μαρία Νεφέλη, Καλημέρα θλίψη


Άδικα των αδίκων
Το αμύγδαλο του κόσμου
Πάλλει μες στα φυλλώματα
Του παραδείσου ερήμην
Πάλλω κι εγώ μέσα στα λόγια που εν αγνοία μου αφαιρώ
Από κάποιο τέλειο επίτευγμα
Ώσπου τέλος μου απομένουν
Δυο τρεις ορθές κολόνες και στους τοίχους μια νωπογραφία
θα ‘λεγες Κρητομινωική (εάν στο μεταξύ
Δεν μου είχαν απαλείψει
Τις θάλασσες και τις ωραίες εκείνες γυμνόστηθες γυναίκες)
Σώζονται ακόμη κάτι κρίνοι
Ασύλληπτοι από τους συγχρόνους μου
Οδ. Ελύτη, Τρία Ποιήματα, το αμύγδαλο του κόσμου

 

 
Από το πολύ να μη σκέπτομαι τίποτα και να μη συγκινούμαι από τίποτα, ξεθάρρεψε ο χρόνος και μ’ απόλυσε καταμεσής του Κρητικού πελάγους.
Έγινα χιλιάδων ετών και ήδη χρησιμοποιώ τη μινωική γραφή με τόση άνεση που ο κόσμος απορεί και πιστεύει στο θαύμα.
Το ευτύχημα είναι ότι δεν καταφέρνει να με διαβάσει.
Οδυσσέας Ελύτης – Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, Πέμπτη 7Μ

Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη  τώρα πορεύομαι.

Τώρα μ΄ ακλουθούν κορίτσια κυανά

Κι αλογάκια πέτρινα

Με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο.

Γενεές μυρτιάς μ’ αναγνωρίζουν

Από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού

Άγιος, άγιος φωνάζοντας.

Ο νικήσαντας τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας

Αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων είναι.

Κι από κείνες πάλι τις πνοές της Κρήτης

Μια στιγμή ζωγραφιζόμουν.

Για να λάβει ο κρόκος από τους αιθέρες δίκαιο.

Στον ασβέστη τώρα τους αληθινούς μου Νόμους

κλείνω κι εμπιστεύομαι.

Οδυσσέας Ελύτης,  ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, ΤΑ ΠΑΘΗ , ΙΗ΄

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥ
Απ’ όταν ο Θησέας σκότωσε τον Μινώταυρο
ο λαβύρινθος εγκαταλείφτηκε, απολύθηκαν οι φύλακες
με τον καιρό γκρεμίστηκε η οροφή του
βγήκαν στο φως οι τρομεροί διάδρομοι
οι αίθουσες για τα βασανιστήρια, την ανθρωποφαγία
οι στοές με τις κρυμμένες εφευρέσεις
τους καταχωνιασμένους θησαυρούς
πέσανε οι τοίχοι, μείναν μόνο τα χνάρια
από περίπλοκα χαράγματα πάνω στη γη.
Όμως προσομοιώσεις λαβυρίνθων, σκοτεινές κατασκευές
δεν έπαψαν να χτίζονται με νέα υλικά
με καινούργια τέρατα, θύματα, ήρωες, ηγεμόνες,
φτιάχνονται προπαντός λαβύρινθοι με λέξεις
κάθε χρονιά μπαίνουν μέσα τους νέες φουρνιές
αγόρια και κορίτσια, με φόβο μαζί κι αψηφισιά
για τις παγίδες, τις καταπακτές, τ’ αδιέξοδα
φιλοδοξώντας να ξαναπλάσουν και να παίξουν
το παλιό δράμα προσαρμοσμένο στα νέα δεδομένα
δίνοντας στους κύριους ρόλους τα ίδια ονόματα
Μίνωας, Πασιφάη, Μινώταυρος, Αριάδνη,
Δαίδαλος, Ίκαρος, Θησέας.
Tίτος Πατρίκιος

 


O KATAΠONTIΣMOΣ TOY IKAΡOY

Όταν βγήκανε την επομένη

οι πτέρυγες στην άμμο,

βρέθηκαν προ απροόπτου οι ερευνητές.

Τέτοιο θεόρατο πουλί-

μυστήριο είπαν,

Φάρσα! Κι οι οιωνοί δεν είναι

της επιστήμης αντικείμενο.

Μορφάζουν οι δύσπιστοι,

σπάζοντας το στενό κλοιό.

Μες στων ψιθύρων τους τις δεισιδαιμονίες

ήτανε σίγουροι αυτοί

Και τράβηξαν για τα ρηχά.

Ήσανε σίγουροι και ξέραν

πώς να διαβάσουν τον καιρό

και τις απρόοπτες θεομηνίες.

Ήσανε σίγουροι αυτοί

πως οι σοδειές θα παν καλά.

Αρκούν για φέτος οι θυσίες.

Τα πόδια ως τον αστράγαλο,

Και τα μαντήλια σκύβοντας

μούσκευαν στο κύμα

κι αγνάντευαν:

πότε τους γλάρους

να κλωσούν στα βραχονήσια,

πότε μακριά, κατά την Πάτμο,

τη σκοτεινή όψη του πελάγους.

Δημήτρης Παϊβανάς

 

 


 

Αφήστε μια απάντηση



Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων