Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος (1946-1949)

1. Σας επικολλώ ένα άρθρο για τον εμφύλιο πόλεμο από τον ιστότοπο που διαθέτει το ορεινό χωριό Σιδηροχώρι του Νομού Καστοριάς, sidiroxori.gr, το οποίο  λόγω της θέσης του δίπλα στ’ Αλβανικά σύνορα έζησε από πρώτο χέρι τις στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος

Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος είναι μια ένοπλη σύγκρουση που έγινε στην Ελλάδα μεταξύ του “Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας” που αποτελούνταν από κομμουνιστές, και του Ελληνικού Στρατού που ήταν υπό τον έλεγχο της κεντροδεξιάς κυβέρνησης των Αθηνών. Διήρκεσε από τον Μάρτιο του 1946 εώς τον Οκτώβριο του 1949 και είχε ως αποτέλεσμα την ήττα των κομμουνιστών. Θεωρείται διεθνώς ως η πρώτη πράξη του ψυχρού πόλεμου.

Τη νύχτα της 29ης προς 30 Αυγούστου 1949, με την πτώση και του υψώματος Κάμενικ στο Γράμμο, τελειώνει ουσιαστικά ο εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος κόστισε στην Ελλάδα τεράστιες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό, ανυπολόγιστες καταστροφές και οικονομική καθίζηση.

Ο αριθμός των θυμάτων του εμφυλίου πολέμου, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, έφτασε στα 154.000 άτομα. Οι απώλειες του κυβερνητικού στρατού, όπως αναφέρονται στις στατιστικές του Γενικού Επιτελείου Στρατού, έφτασαν στις 15.969 νεκρούς, τις 37.557 τραυματίες και τις 2.001 αγνοούμενους, δηλαδή συνολικά 55.527 άνδρες. Οι απώλειες των ανταρτών του “Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας” ήταν 38.839 νεκροί, τραυματίες και αγνοούμενοι και 20.128 αιχμάλωτοι.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, καταστράφηκαν 47.000 κατοικίες, 240 βιομηχανικές επιχειρήσεις και νοσοκομεία, 930 γέφυρες, 1.650 σχολεία. Εξοντώθηκαν 1.500.000 ζώα.

Μία άλλη επίπτωση, ήταν ο εξαιρετικά μεγάλος αριθμός των προσφύγων, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τα χωριά τους για να μην βρεθούν στο επίκεντρο των μαχών κυβερνητικού στρατού-ανταρτών, είτε πάλι επειδή εξαναγκάστηκαν, στη διάρκεια των μεγάλων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του εθνικού στρατού, ώστε να αποκοπεί κάθε δυνατότητα εφοδιασμού των αντάρτικων τμημάτων. Σύμφωνα με ένα “Μνημόνιο για το ελληνικό προσφυγικό πρόβλημα”, που εστάλη στις 8 Οκτωβρίου 1949 προς το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, ο πρωθυπουργός Π. Τσαλδάρης δήλωνε πως ο αριθμός των προσφύγων του εμφυλίου πολέμου ανέρχονταν σε 684.607 άτομα, από αυτά 166.000 πρόσφυγες είχαν επαναπατρισθεί και ότι άλλοι 225.000 θα επαναπατρίζονταν σύντομα.


Είναι χαρακτηριστικό ότι η απογραφή του 1951, εμφάνισε ουσιαστικά στάσιμο τον πληθυσμό της χώρας έναντι της προηγούμενης απογραφής του 1940, ενώ η μείωση σε αρκετούς νομούς ήταν συγκλονιστική, όπως στην
Καστοριά (-28%)
Ευρυτανία (-25,8%)
Φλώρινα (-22%)
Φωκίδα (-19,64%)
Δράμα (-17%)
Κιλκίς (-12%)
Κοζάνης (-7%) κλπ.

Μία από τις οδυνηρές συνέπειες του εμφυλίου πολέμου, ήταν η δημιουργία ενός μεγάλου αριθμού πολιτικών προσφύγων. Στην αναγκαστική εξορία βρέθηκαν για πολλά χρόνια περισσότερα από 57.000 άτομα. Από αυτούς, περίπου 17.000 εγκαταστάθηκαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση, κυρίως στην Τασκένδη και σε άλλες πόλεις του Ουζμπεκιστάν. Στην Τσεχοσλοβακία αρχικά εγκαταστάθηκαν 13.000 Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες, στη Ρουμανία 9.300, στην Ουγγαρία 7.500 και οι υπόλοιποι στη Βουλγαρία και στη Γιουγκοσλαβία. Ο μεγαλύτερος αριθμός των πολιτικών προσφύγων επέστρεψε στην Ελλάδα από την αναγκαστική προσφυγιά μετά το 1982, όταν η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου αναγνώρισε την Εθνική Αντίσταση.


Τέλος, να αναφέρουμε τις σοβαρές επιπτώσεις του εμφυλίου στην αγροτική παραγωγή και την κτηνοτροφία. Η παραγωγή σιτηρών είχε πέσει το 1946 σε επίπεδο μόλις ανώτερο από τους αριθμούς της μέσης παραγωγής του 1936-38 (389.263 τόνοι), όμως το 1947, όταν το πρόβλημα των εκτοπισμένων και των προσφύγων συνοδεύτηκε από ξηρασία, η μείωση ήταν περίπου 50%. Επίσης, η παραγωγή καπνού μειώθηκε το 1946 κατά 46%, ενώ ο αριθμός των μεγάλων ζώων είχε μειωθεί το 1946 έως 50% και αναμενόταν να μειωθεί και άλλο κατά το 1948. Πρέπει δε να αναφερθεί ότι το 1950, ένα χρόνο μετά τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου, η περιοχή Γρεβενών είχε μόνο το 30% των κοπαδιών που διέθετε, σε σύγκριση με την προπολεμική περίοδο.

2. Σας παραθέτω ένα σχετικά πρόσφατο άρθρο της εφημερίδας “ΤΑ ΝΕΑ” για τον Εμφύλιο Πόλεμο με αφορμή -στις 29 Αυγούστου 2009- τον εορτασμό των 60 χρόνων από τότε που οι οι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας περνούσαν στο αλβανικό έδαφος.


Εμφύλιος πόλεμος, μεταξύ μνήμης και ιστορίας

ΡΕΠΟΡΤΑΖ, Γράφει ο Πολυμέρης Βόγλης

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, ΑΚΡΙΒΩΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΕΞΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΟΙ
ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕΤΑ
ΤΙΣ ΜΑΧΕΣ ΣΤΟ ΒΙΤΣΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΓΡΑΜΜΟ ΠΕΡΝΟΥΣΑΝ
ΣΤΟ ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΕΔΑΦΟΣ. Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΕΛΕΙΩΝΕ
ΚΑΙ ΜΑΖΙ ΕΚΛΕΙΝΕ Η ΠΙΟ ΚΡΙΣΙΜΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Από το 1946 έως το 1949 η ελληνική κοινωνία βρέθηκε σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, το μέγεθος του οποίου μπορεί να γίνει αντιληπτό μέσα από τις τραγικές επιπτώσεις του: περίπου 40.000 στρατιώτες και αντάρτες έχασαν τη ζωή τους, περισσότεροι από 70.000 παιδιά και πρώην αντάρτες μετατράπηκαν σε πολιτικούς πρόσφυγες στις σοσιαλιστικές χώρες της Α. Ευρώπης, 700.000 αγρότες υποχρεώθηκαν από τον Στρατό να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, δεκάδες χιλιάδες αριστεροί εξορίστηκαν ή φυλακίστηκαν και 3.500 πολιτικοί κρατούμενοι εκτελέστηκαν έπειτα από αποφάσεις εκτάκτων στρατοδικείων. Και ταυτόχρονα, καταστροφές χωριών, λεηλασίες, βιασμοί, βίαιη στρατολογία ανταρτών, ίδρυση στρατοπέδων μαζικού εγκλεισμού όπως της Μακρονήσου. Η ελληνική κοινωνία και τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, στη διάρκεια της Κατοχής, είχε βιώσει τα δεινά του πολέμου (πείνα, εμφύλιες συγκρούσεις, γερμανικά αντίποινα), αλλά την οδύνη είχε επικαλύψει η χαρά της απελευθέρωσης της χώρας. Όταν τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος, τον Αύγουστο του 1949, ο πληθυσμός δεν βγήκε στους δρόμους να πανηγυρίσει ή να γιορτάσει όπως τον Οκτώβριο του 1944. Ούτε τα επόμενα χρόνια. Ο εμφύλιος πόλεμος έγινε μια μαύρη τρύπα στη μνήμη της ελληνικής κοινωνίας, ένα συλλογικό τραύμα που δεν μπόρεσε να μετατραπεί σε ιστορική μνήμη.

Λίγα χρόνια μετά τη λήξη του, ο Εμφύλιος είχε εκλείψει από τον λόγο των δύο πρωταγωνιστών του. Το ενδιαφέρον είναι ότι για τον Εμφύλιο σιωπούσαν όχι μόνο οι ηττημένοι αλλά και, κάτι το οποίο δεν είναι διόλου αυτονόητο, οι νικητές. Ενώ θα περίμενε κανείς ότι οι νικηφόρες μάχες θα μετασχηματίζονταν σε μνημονικούς τόπους και θα συγκροτούσαν την επίσημη μνήμη του Εμφυλίου κάτι τέτοιο δεν συνέβη, τουλάχιστον στον βαθμό που έγινε σε άλλες χώρες που γνώρισαν ανάλογα αιματηρούς εμφυλίους πολέμους. Ανεγέρθηκαν ηρώα στις πλατείες των χωριών και των επαρχιακών πόλεων, αλλά δεν υπήρξε μνημείο μεγαλεπήβολο, αντίστοιχο με αυτό της «Κοιλάδας των Πεσόντων» της μετεμφυλιακής Ισπανίας. Οι επετειακές τελετές για τη νίκη στον Γράμμο και το Βίτσι γρήγορα υποβαθμίστηκαν και η 29η Αυγούστου δεν έγινε εθνική εορτή, παρά μόνο στα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας Το ίδιο σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, αλλά για άλλους λόγους, ισχύει για τους ηττημένους. Μετά τη συντριπτική στρατιωτική ήττα και με το πλέγμα των απαγορεύσεων και περιορισμών που θεσμοθετήθηκε, η Αριστερά δεν μπορούσε να μιλήσει για τον Εμφύλιο. Η λογοκρισία και η αυτολογοκρισία επέβαλαν στην Αριστερά τη σιωπή για τον Εμφύλιο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η μετεμφυλιακή Αριστερά υιοθέτησε το σύνθημα της «λήθης» του Εμφυλίου, ως αναγκαία προϋπόθεση για την κατάργηση των πολιτικών διακρίσεων και διώξεων, αλλά και τη θεμελίωση της δημοκρατίας. Στην ίδια κατεύθυνση της «λήθης» των γεγονότων της δεκαετίας του 1940, παρά τις όποιες αντιφάσεις ή περιοδικές εξάρσεις, κινήθηκε και ο επίσημος λόγος της Δεξιάς την περίοδο 1950-1967. Ο έλεγχος της πολιτικής εξουσίας επέτρεψε στη Δεξιά να μετατρέψει τον αντικομμουνισμό σε κρατική ιδεολογία (π.χ. η επίσημη καθιέρωση του όρου «συμμοριτοπόλεμος» για τον Εμφύλιο). Ωστόσο, ο αντικομμουνισμός δεν αναφερόταν τόσο στο παρελθόν και τη βία του Δημοκρατικού Στρατού, αλλά στην πολιτική απειλή που συνιστούσε ο κομμουνισμός μεταπολεμικά για την Ελλάδα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, ενώ οι αναφορές στη δεκαετία του 1940 σχετίζονταν με τα Δεκεμβριανά παρά με την περίοδο 1946-1949. Η επίσημη σιωπή για τον Εμφύλιο οφείλεται στο ότι είναι ένα βαθύτατα διαιρετικό γεγονός. Η επίκληση του Εμφυλίου ανακαλούσε τραυματικές μνήμες, δημιουργούσε αποκλεισμούς, υπονόμευε την ενότητα του «έθνους» (ή του «λαού»), τα οποία τα κόμματα τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς ήθελαν να αποφύγουν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *