2. ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ (2007-2008)
Τρίτη, 15 Απριλίου 2008, 10:15 μμ
Από: ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΜΑΚΑΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ | Κάτω από: Γενικά

ΜΥΘΟΣΑΙΣΩΠΟΣ: Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ

 

Ο Αίσωπος καταγόταν από τη Φρυγία της Μικράς Ασίας. Έζησε στην Ελλάδα και ταξίδεψε στην Ανατολή και την Αίγυπτο, μελετώντας τα ήθη και τα έθιμα των ανθρώπων.

Γεννήθηκε από οικογένεια δούλων. Δούλος κι ο ίδιος πουλήθηκε σε σκλαβοπάζαρα σε τρεις αφέντες. Ένας από τους αφέντες τους ήταν φιλόσοφος από τη Σάμο και του χάρισε την ελευθερία του γιατί εξήγησε σωστά έναν οιωνό.

Η φήμη θέλει τον Αίσωπο πολύ άσχημο. Ήταν όμως πανέξυπνος και είχε μεγάλη και δημιουργική φαντασία. Από τα ταξίδια που έκανε απέκτησε σοφία και συμβούλευε τους ανθρώπους να ζουν αρμονικά και ευτυχισμένα. Τις συμβουλές αυτές τις έκανε μύθους όπου έβαζε συμβολικά τα ζώα να μιλούν αλλά και φυτά και ανθρώπους. Ήταν ευχάριστες ιστορίες με διδακτικό περιεχόμενο.

Σε ένα ταξίδι του στους Δελφούς κατηγορήθηκε από τους ιερείς του μαντείου για κλοπή. Δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Οι ιερείς όμως, τιμωρήθηκαν από τους θεούς.

Οι Μύθοι του Αισώπου διαδόθηκαν από γενιά σε γενιά, από στόμα σε στόμα. Ακόμα και σήμερα διδάσκονται στα σχολεία και έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.

 

 

ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΚΑΙ Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ

Μια φορά ζούσε στο δάσος ένα γέρικο λιοντάρι που δεν μπορούσε να κυνηγήσει γιατί κουραζόταν εύκολα. Μια μέρα λοιπόν, καθώς ήταν ξαπλωμένο κάτω από ένα δέντρο και η κοιλιά του γουργούριζε από την πείνα είδε ένα γάιδαρο να έρχεται προς το μέρος του γκαρίζοντας. Τότε, του ήρθε μια ιδέα. Είπε λοιπόν στο γάιδαρο:

  • – Καλέ μου γάιδαρε δεν έχω ακούσει πιο δυνατή φωνή από τη δική σου. Αν θέλεις, ίσως μπορείς να με βοηθήσεις.
  • – Τι μπορώ να κάνω για εσάς μεγάλε μου άρχοντα; ρώτησε ο γάιδαρος.
  • – Θέλω όταν βλέπεις ζώο να γκαρίζεις δυνατά για να έρχονται σε εμένα και να τα τρώω.
  • – Εντάξει, είπε ο γάιδαρος.

Έτσι και έγινε. Ο γάιδαρος γκάριζε, τα ζώα πήγαιναν προς το λιοντάρι και εκείνο τα έτρωγε. Βλέπετε, ήταν πολύ γέρικο για να κυνηγήσει την τροφή του. Ο γάιδαρος καμάρωνε με τα καμώματά του.

Μια μέρα όμως μια λεοπάρδαλη, που περνούσε από εκεί, πλησίασε το γάιδαρο και τον έφαγε. Έτσι λοιπόν, ο γάιδαρος είχε την ίδια τύχη με όλα τα άλλα ζώα του δάσους.

Ο ΣΚΥΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣ

Μια φορά κι ένα καιρό ζούσε στο δάσος ένας λύκος. Ήταν ελεύθερος αλλά πολύ δύσκολα έβρισκε τροφή.

Μια μέρα λοιπόν πήγε στον κάμπο μήπως και βρει κανένα μικρό ζώο για να το φάει. Εκεί λοιπόν, συνάντησε ένα σκύλο που έτρεχε στην αυλή του σπιτιού του. Ο σκύλος του είπε ότι το αφεντικό του, του έδινε άφθονο φαγητό και αυτός φύλαγε το σπίτι.

Όταν ο λύκος τον ρώτησε αν μπορούσε να έχει και αυτός λίγο φαγητό, ο σκύλος του απάντησε ότι το αφεντικό του θα χαιρόταν να έχει δυο φύλακες. Ξαφνικά, ο λύκος πρόσεξε το λουρί στο λαιμό του σκύλου. Εκείνος του είπε ότι τις περισσότερες ώρες της ημέρας το αφεντικό του τον είχε δεμένο με μια αλυσίδα.

Τότε, ο λύκος προτίμησε να είναι ελεύθερος στο δάσος και νηστικός, παρά χορτάτος και δεμένος με αλυσίδα.

 

Ο ΛΑΓΟΣ ΠΟΥ ΦΟΒΟΤΑΝ

Μια νύχτα το λιοντάρι, το βασιλιάς του δάσους, καθώς προχωρούσε σ’ ένα μονοπάτι, το χτύπησε κατά λάθος ένας τράγος με τα κέρατά του και το λιοντάρι έπεσε στο έδαφος.

Την επόμενη μέρα, το λιοντάρι διέταξε όλα τα ζώα που έχουν κέρατα να φύγουν από το δάσος. Άκουσε τα νέα λοιπόν και ένας φοβητσιάρης λαγός και, ενώ έπινε νερό στο ποτάμι, είδε τα μεγάλα αυτιά του μέσα στο νερό και τα πέρασε για κέρατα. Έτσι, φοβήθηκε και αποφάσισε να φύγει από το δάσος. Στο δρόμο, συνάντησε ένα ποντικό και τον ρώτησε που πηγαίνει. Ο λαγός του είπε ότι φεύγει από το δάσος γιατί έχει κέρατα. Όσο κι αν προσπάθησε ο ποντικός να τον μεταπείσει, δεν τα κατάφερε.

Ο φοβητσιάρης λαγός το έβαλε στα πόδια και έφυγε μακριά από το ήσυχο δάσος. Εκεί όμως που πήγε, υπήρχαν πολλές αλεπούδες και, ένα βράδυ, μια απ’ αυτές τον έφαγε.

Να τι παθαίνει κανείς όταν φοβάται πολύ.

ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΟΥΛΗΚΙ

Κάποτε ένα πουλάκι βγήκε για κυνήγι στο δάσος και βρήκε ένα μικρό σκουληκάκι που έτρωγε φύλλα. Όταν το πλησίασε για να το φάει, το σκουληκάκι το παρακάλεσε να μην το κάνει. Συνέχισε να το παρακαλεί να το αφήσει να ζήσει για να χαρεί τον ήλιο και τον αέρα αλλά μάταια. Τελικά το πουλάκι έφαγε το σκουλήκι.

Λίγο αργότερα, το πουλάκι έπεσε στα δίχτυα ενός χωρικού. Το πουλάκι παρακαλούσε το χωρικό να μην το φάει αλλά εκείνος είπε ότι αν και ήταν πολύ μικρό, ήταν πολύ νόστιμος μεζές. Όσο και αν τον παρακάλεσε, ο χωρικός, δεν του έκανε τη χάρη.

Έτσι, το πουλάκι που δε λυπήθηκε το σκουληκάκι, είχε την ίδια τύχη. Το έφαγε ο χωρικός όπως και αυτό έφαγε το σκουληκάκι.

Η ΧΕΛΩΝΑ ΚΑΙ Ο ΒΑΤΡΑΧΟΣ

 

Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια μικρή χελώνα. Μια μέρα είπε στη μητέρα της:

  • – Μητέρα, εμείς οι χελώνες, είμαστε πολύ δυστυχισμένα ζώα.
  • – Γιατί το λες αυτό κόρη μου; τη ρώτησε η μητέρα της.
  • – Γιατί κουβαλάμε συνέχεια αυτό το βαρύ καύκαλο, σερνόμαστε στη γη και δεν μπορούμε να τρέξουμε ούτε να πηδήξουμε.

Η μικρή χελώνα παραπονέθηκε επίσης ότι δεν είχε πηδήσει ποτέ της όπως ο φίλος της ο βάτραχος.

  • – Μη στενοχωριέσαι κόρη μου, της απάντησε η μητέρα της που γνώριζε πολλά από τη ζωή. Μια μέρα θα θυμηθείς τα λόγια μου.

Ένα μεσημέρι, η μικρή χελώνα πήγε να βρει το φίλο της το βάτραχο. Εκείνος, μόλις την είδε, άρχισε να πηδάει από τη χαρά του. Ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Ήταν ένα άλογο που κάλπαζε προς το μέρος τους. Το ένα του πόδι έπεσε επάνω στη χελώνα. Μα το καύκαλό της ήταν σκληρό και σώθηκε. Δε συνέβη όμως το ίδιο με τον άτυχο βάτραχο. Το βαρύ πόδι του αλόγου τον έλιωσε.

Τρομαγμένη η χελώνα έτρεξε στη μητέρα της. Όταν της είπε τι είχε συμβεί εκείνη της απάντησε:

  • – Θυμάσαι τα λόγια μου; Άλλη φορά να μην παραπονιέσαι που γεννήθηκες χελώνα.

 

Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν μια πονηρή αλεπού που ήταν πολύ πεινασμένη. Μια μέρα, είδε ένα κορυδαλλό να κρύβεται στους θάμνους και ήθελε να τον φάει. Όταν την είδε ο κορυδαλλός, κατάλαβε ότι ήθελε να τον φάει και πέταξε ψηλά. Τότε, η αλεπού του δικαιολογήθηκε, ότι την παρεξήγησε και ότι σκόνταψε σε ένα κλαρί και έπεσε μπροστά στη φωλιά του.

Για να τον κάνει να έρθει κοντά της του είπε ότι άκουσε ένα σπουργίτη να τραγουδά καλύτερα από αυτόν. Ο κορυδαλλός δεν πίστεψε την αλεπού και όταν αυτή τον παρακάλεσε να κατέβει κάτω για να μιλήσουν, αυτός αρνήθηκε. Την προσκάλεσε όμως να ανέβει εκείνη ψηλά στο δέντρο.

Η αλεπού κατάλαβε ότι ο κορυδαλλός ήταν έξυπνος και δε θα κατάφερνε να τον φάει. Αναγκάστηκε λοιπόν να φύγει νηστική και ταπεινωμένη ενώ ο κορυδαλλός πετούσε από πάνω της και τραγουδούσε.

Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένα άλογο που έσερνε την άμαξα ενός άρχοντα που ήταν γεμάτη με χρυσάφι. Δίπλα του, περπατούσε ένας γάιδαρος που κουβαλούσε τα ξύλα ενός χωρικού.

Τότε, το άλογο είπε στο γάιδαρο ότι θα έπρεπε να είναι πολύ δυστυχισμένος αλλά εκείνος του απάντησε ότι ήταν πολύ ευχαριστημένος με τη ζωή του γιατί δούλευε σκληρά και είχε όσο άχυρο επιθυμούσε. Το άλογο όμως επέμενε ότι ο γάιδαρος ήταν δυστυχισμένος.

Σε λίγο, ήρθαν μερικοί ληστές, χτύπησαν το άλογο και πήραν όλο το χρυσάφι. Το άλογο λυπήθηκε για ότι είχε συμβεί αλλά ο γάιδαρος γελούσε μαζί του. Έτσι, το άλογο στεκόταν εκεί δυστυχισμένο ενώ ο γάιδαρος πήγε στο σπιτάκι του ευχαριστημένος.

Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΣΙΚΑ

Κάποτε μια κατσίκα έφυγε από το κοπάδι της και βρέθηκε ανάμεσα σε μερικούς θάμνους. Ξαφνικά, ένας λύκος πετάχτηκε μέσα από τους θάμνους. Η κατσίκα φοβήθηκε πάρα πολύ. Νόμιζε ότι ο λύκος θα την έτρωγε. Εκείνος όμως της ζήτησε τη βοήθειά της γιατί τον κυνηγούσαν μερικοί χωρικοί. Της ζήτησε να πει στους χωρικούς ότι πήγε στην απέναντι πλαγιά και της υποσχέθηκε ότι αν τον βοηθούσε θα της έκανε ένα μεγάλο δώρο.

Έτσι και έγινε. Οι χωρικοί έφυγαν μακριά και ο λύκος σώθηκε από τις σφαίρες τους. Η κατσίκα τότε ζήτησε από το λύκο το δώρο που της είχε υποσχεθεί. Ο λύκος της είπε ότι ήταν πολύ κουτή και ότι της έκανε το μεγαλύτερο δώρο. Της χάρισε τη ζωή που είναι το σημαντικότερο δώρο που έχει ο άνθρωπος.

Τη χαιρέτησε και έφυγε για τη φωλιά του.

 

 

 

Η ΧΕΛΩΝΑ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΠΕΤΑΞΕΙ

Μια φορά κι ένα καιρό, στην αυλή ενός χωριατόσπιτου, ζούσε μια χελώνα που όνειρό της ήταν να πετάξει. Ζήλευε τις πάπιες γιατί πετούσαν όποτε ήθελαν και έβλεπαν τον κόσμο από ψηλά.

Μια μέρα λοιπόν, οι πάπιες άκουσαν το παράπονο της χελώνας και τη λυπήθηκαν. Της είπαν ότι θα μπορούσε να πετάξει μαζί τους. Οι δυο πάπιες έπιασαν με το στόμα τους ένα κομμάτι ξύλο και η χελώνα το κρατούσε από τη μέση.

Έτσι, πέταξαν και οι τρεις πολύ ψηλά. Τι όμορφα που ήταν ψηλά στον ουρανό! Επιτέλους πραγματοποίησε το μεγάλο της όνειρο! Πετούσε! Η χελώνα όμως μέθυσε τόσο πολύ από τη χαρά της που νόμισε ότι θα μπορούσε να πετάξει και μόνη της. Άφησε λοιπόν το ξύλο, έπεσε στη γη και σκοτώθηκε.

Αυτό το παραμύθι μας διδάσκει ότι πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι με τη μορφή που μας έδωσε ο θεός και να μη ζηλεύουμε τους γύρω μας.

ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ

Μια φορά κι ένα καιρό, το λιοντάρι, ο βασιλιάς των ζώων, αρρώστησε βαριά και κάλεσε όλα τα ζώα για να του πουν τι φάρμακο να πάρει. Μαζί με τα άλλα ζώα πήγε στο λιοντάρι και ο λύκος. Εκείνος του είπε ότι μόνο η αλεπού ξέρει τo φάρμακο που πρέπει να πάρει αλλά αυτή δεν έτρεξε να τον βοηθήσει. Αμέσως λοιπόν, το λιοντάρι διέταξε να συλλάβουν την αλεπού και να της κόψουν τη γλώσσα. Ο λύκος έτριβε τα χέρια του από τη χαρά του.

Ένα πουλάκι, που είχε ακούσει τη συνομιλία, πήγε στην αλεπού και της είπε τα νέα. Τότε εκείνη έκοψε από το δάσος μερικά βότανα και τα πήγε στο λιοντάρι. Του είπε ότι άργησε γιατί έπρεπε να μαζέψει τα βότανα. Όταν το λιοντάρι τη ρώτησε αν αυτά θα του κάνουν καλό, η αλεπού του απάντησε ότι θα έπρεπε να τα βράσει με τη γλώσσα ενός λύκου και να πιει το φάρμακο.

Έτσι και έγινε. Το λιοντάρι διέταξε να κόψουν τη γλώσσα του λύκου, την έβρασε με τα βότανα και ήπιε το φάρμακο. Η πονηρή αλεπού τιμώρησε το λύκο για τη συκοφαντία του με αυτό τον τρόπο.

 

Ο ΠΟΝΗΡΟΣ ΓΑΙΔΑΡΟΣ

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας χωρικός που είχε ένα γάιδαρο για να σέρνει το αμάξι του. Κάθε μέρα ο χωρικός κουβαλούσε πράγματα με το αμάξι του από τη μια πολιτεία στην άλλη. Ανάμεσα στις δυο πολιτείες υπήρχε ένα ποτάμι. Μα το γεφύρι που τις ένωνε ήταν χτισμένο πολύ μακριά και ο γάιδαρος έκανε μεγάλο κύκλο για να περάσει απέναντι.

Μια μέρα λοιπόν, ενώ το αφεντικό του κοιμόταν στην άμαξα, ο γάιδαρος αποφάσισε να περάσει από το ποτάμι για να κόψει δρόμο. Εκείνη τη μέρα κουβαλούσε αλάτι στην άμαξα και μόλις μπήκε στο ποτάμι, το αλάτι διαλύθηκε και η άμαξα έγινε πολύ ελαφριά. Ο γάιδαρος χάρηκε πάρα πολύ.

Την επόμενη μέρα έκανε το ίδιο. Έλα όμως που κουβαλούσε σφουγγάρια και αυτά ρούφηξαν το νερό του ποταμού και έγιναν βαριά. Όταν ξύπνησε ο χωρικός, του έβαλε τις φωνές και τον ξυλοφόρτωσε.

Από εκείνη την ημέρα ο γάιδαρος πήγαινε υπομονετικά ως το γεφύρι και από εκεί περνούσε στην απέναντι όχθη. Το πάθημα του είχε γίνει μάθημα!

Ο ΠΙΘΗΚΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Μια φορά κι ένα καιρό το γέρικο λιοντάρι, που ήταν βασιλιάς της ζούγκλας, πέθανε. Έτσι, όλα τα ζώα συγκεντρώθηκαν για να αποφασίσουν ποιος θα είναι ο νέος βασιλιάς.

Πολλά ζώα ήταν υποψήφια. Η τίγρης, γιατί είναι δυνατή και έξυπνη, ο ελέφαντας, γιατί είναι το πιο μεγάλο ζώο στη γη, ο ρινόκερος, γιατί κινείται γρήγορα παρά τον όγκο του, η καμηλοπάρδαλη, γιατί είναι το πιο ευγενικό ζώο της ζούγκλας, ο γορίλας, γιατί βγάζει τις πιο δυνατές κραυγές.

Τότε, η πονηρή αλεπού πρότεινε να γίνει βασιλιάς το ζώο που θα ταίριαζε καλύτερα στο κεφάλι του η κορώνα. Έτσι, έκαναν βασιλιά τον πίθηκο. Αυτό όμως δεν άρεσε στην αλεπού. Παραπλάνησε τον πίθηκο και αυτός έπεσε σε μια παγίδα γιατί εκεί του είπε ότι υπήρχε θησαυρός.

Όταν τον είδαν τα υπόλοιπα ζώα, άρχισαν να γελάνε μαζί του. Στο τέλος, αποφάσισαν να ζήσουν όλα μαζί χωρίς βασιλιά.

Ο ΦΑΝΤΑΣΜΕΝΟΣ ΚΟΚΟΡΑΣ

 

Σε μια αυλή ζούσε κάποτε ένας κόκορας που είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Έλεγε ότι είχε την πιο δυνατή φωνή και ότι θα μπορούσε να νικήσει οποιονδήποτε κόκορα στον κόσμο.

Μια μέρα, τα παιδιά του σπιτιού, άφησαν στην αυλή ένα μικρό αμαξάκι. Ο κόκορας φαντάστηκε ότι με αυτό θα μπορούσε να ταξιδέψει σ’ όλο τον κόσμο για να τον δουν όλες οι κότες και τα κοκόρια και να θαυμάσουν την ομορφιά του.

Δυο γάτοι που τον άκουσαν, τον ρώτησαν αν θα ήθελε να μπει στο αμαξάκι και αυτοί να το σέρνουν. Ο κόκορας συμφώνησε, μπήκε μέσα και άρχισε να τους φωνάζει να τρέξουν πιο γρήγορα.

Μα στη γωνιά του κήπου, οι γάτοι σταμάτησαν, όρμισαν επάνω του και τον έφαγαν. Έτσι, ο κόκορας πλήρωσε το γεγονός ότι ήταν καυχησιάρης αλλά και κουτός.

O TZIΤΖΙΚΑΣ ΚΙ Ο ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

Μια φορά κι έναν καιρό ένας τεμπέλης τζίτζικας περνούσε την ώρα του τραγουδώντας. Ενώ το ακούραστο μυρμηγκάκι κουβαλούσε τρόφιμα για το χειμώνα στη φωλιά του.

Ώσπου μια μέρα, ο τζίτζικας λέει στο μυρμήγκι: « Δε χρειάζεται να κουβαλάς με τέτοια ζέστη.»

«Μα φυσικά και χρειάζεται, γιατί όταν έρθει ο χειμώνας θα έχω φαΐ για μένα και την οικογένειά μου.»

Έτσι και έγινε! Ήρθε ο χειμώνας με το κρύο και ο τζίτζικας πάγωνε χωρίς στέγη και τροφή ενώ το μυρμήγκι είχε ζέστη και τροφή μέσα στη φωλιά του.

Μια μέρα το μυρμήγκι βρήκε το τζίτζικα μισοπεθαμένο και τον πήρε μαζί στη φωλιά του. Εκεί του πρόσφερε στέγη και ζεστασιά. Κι εκείνος σε αντάλλαγμα τους τραγούδησε ωραία τραγούδια.

Ο τζίτζικας υποσχέθηκε το επόμενο καλοκαίρι να φροντίσει να μαζέψει φαγητό για το χειμώνα αλλά δεν έβαλε και πάλι μυαλό.

Ο ΒΟΣΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΥΚΟΣ

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας βοσκός που φύλαγε τα πρόβατά του. Μια μέρα, αποφάσισε να κάνει ένα αστείο στους συγχωριανούς του γιατί βαριόταν. Φώναξε, «Βοήθεια! Λύκος! Λύκος!» και οι συγχωριανοί του έτρεξαν να τον βοηθήσουν. Όταν έφτασαν στο βουνό τον ρώτησαν που είναι ο λύκος. Εκείνος γέλασε και τους είπε ότι ήταν αστείο.

Ο βοσκός έκανε το ίδιο αστείο πολλές φορές. Μια φορά όμως, ένας λύκος πράγματι εμφανίστηκε και επιτέθηκε στα πρόβατα. Ο βοσκός έτρεξε προς το χωριό και φώναξε: «Βοήθεια! Λύκος! Λύκος!».

Οι συγχωριανοί του τον άκουσαν αλλά δεν τον πίστεψαν γιατί νόμιζαν ότι ήταν αστείο. Τότε, εκείνος τους εξήγησε ότι δεν έλεγε ψέματα.

Τελικά, πήγαν όλοι στο βουνό και είδαν το λύκο να φεύγει τρέχοντας και τριγύρω τους βρίσκονταν πολλά σκοτωμένα πρόβατα.

Ο ΛΑΓΟΣ ΚΑΙ Η ΧΕΛΩΝΑ

 

Μια φορά κι έναν καιρό μαζεύτηκαν όλα τα ζώα του δάσους και άκουγαν το λαγό που υπερηφανευόταν ότι είναι ο πιο γρήγορος. Τότε η σοφή κουκουβάγια τον προκάλεσε σε αγώνα δρόμου με τη γέρικη χελώνα και ο λαγός δέχτηκε.

Ξεκινάει λοιπόν ο λαγός τρεχάτος και αφήνει πίσω του την καημένη τη χελώνα που περπατούσε σιγά-σιγά. Στο δρόμο του ο λαγός βρίσκει ένα χωράφι με καρότα και σταματάει να φάει μερικά.

Όμως τα καρότα ήταν νόστιμα κι έφαγε πάρα πολλά. Μετά από το πολύ φαγητό έπεσε και κοιμήθηκε για πολλές ώρες. Η χελώνα όμως σιγά-σιγά τον προσπέρασε κι έφτασε πρώτη στο τέρμα.

Έτσι η χελώνα νίκησε το λαγό γιατί δεν αρκεί να καυχιέσαι για κάτι, αλλά και να προσπαθείς να το πετύχεις.



Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση