Η Ελλάδα… σχολείο του κόσμου!

Οι Ευρωπαίοι στο πλευρό των Ελλήνων

12/3/2012…

Πρωί Δευτέρας. Άλλη μια εβδομάδα ξεκινά στο αλώνι της σχολικής  ζωής….

Κι ενώ μας περικυκλώνουν στοίβες τα στάχυα, (της γνώσης) προς θερισμό…

κι ενώ η μυλόπετρα της μνήμης δείχνει αργή και ράθυμη κάτω από τον καυτό ήλιο – κάματο…

εμείς, ένα τμήμα μαθητών της Γ΄ Λυκείου, προσπαθούμε να αντισταθούμε στη φθορά!

“… Ξυνελών τε λέγων την τε πασαν πόλιν της Ελλάδος παίδευσιν ειναι…” , διάβαζουμε στον Επιτάφιο του Περικλή

και αυθόρμητα γίνεται ο παραλληλισμός με την εθνική μας εικόνα και γεννάται μέσα μας η απόρια:

Τότε γιατί διαπομπευόμαστε στα σαλόνια και στα κοινοβούλια του Δυτικού κόσμου; Γιατί μας χλευάζουν οι ισχυροί της γής; Γιατί μας απαξιώνουν όσοι απο εμάς τράφηκαν πολιτιστικά και αναδείχθηκαν από το δικό μας λίκνο;

Και κάπως έτσι, μέσα από απορίες και προβληματισμούς γεννιέται η ελπίδα μας. Μια ελπίδα που μπορεί να ξεκινά από μικρούς Φιλέλληνες σε κάποιες μικρές επαρχίες της γηραιάς Ηπείρου, που πυρπολούνται ωστόσο από μεγάλη αγάπη για τη δική μας πατρίδα, γι’ αυτόν τον τόπο, “τον μικρό τον μέγα”, που λέει και ο Ελύτης. Η ελπίδα μας έγινε στοχασμός, ιδέες, λόγος, στίχος :

Η Ελλάδα, είπαμε, είναι ΑΚΟΜΗ σχολείο της Ευρώπης και του Κόσμου γιατί…

_ Ξέρει να σηκώνεται μετά από κάθε πτώση / σφάλμα της!

_ Οι ιδέες της είναι άφθαρτες και δεν μπορεί να τις σβήσει “η σκόνη του χρόνου”!

_  Η Ιστορία της είναι πλημμυρισμένη από ηρωισμό!

_  Είναι αυτή που γέννησε  – μέσα από την πνευματική της μήτρα – τον Ευρωπαϊκό και Παγκόσμιο Πολιτισμό, διδάσκοντας το φως της Φιλοσοφίας της και τη μουσική της Γλώσσας της.

Γι΄ αυτό η πατρίδα μας η Ελλάδα είναι ασυμβίβαστη με το θάνατο! Έχει μάθει μόνο να Ζεί και να Νικά!

Οι μαθητές του Γ4 (1ο Λυκείο ΓΕΛ Πυλαίας)


Γιατί μαθαίνουμε Λατινικά;

Graeca sunt, non leguntur, έλεγαν οι Λατίνοι. Αντιστρέφοντας τη ρήση οι μαθητές θα μπορούσαν να ισχυριστούν: «Λατινικά είναι, δεν διαβάζονται», αφού το συγκεκριμένο μάθημα στο ελληνικό σχολείο υπήρξε κατά κανόνα αναγκαίο κακό και σχολική ασθένεια. Αλλά και το υπουργείο Παιδείας προσανατολίζεται στην απάλειψη των Λατινικών από τη μέση εκπαιδευτική βαθμίδα

Το μεγαλογράμματο και περίοπτο μότο των Ολυμπιακών Αγώνων του Σίδνεϊ ήταν: Citius, Altius, Fortius. Τα τρία λεξίδια μοιάζουν με λιθουανικά κύρια ονόματα αλλά δεν είναι. Τα αφανή επιστημονικά επιτελεία που μοχθούν για τα τηλεοπτικά παιχνίδια γνώσεων δεν συμπεριέλαβαν ακόμη το αινιγματικό τρίο στις εκατομμυριούχες ερωτήσεις τους. Οι περισσότεροι από αυτούς που αντιμετώπισαν την ερώτηση: «τι γλώσσα είναι αυτή, μπαμπά;» θα προτιμούσαν ασφαλώς κάτι ευκολότερο ­ή, για να χρησιμοποιήσουμε την καθιερωμένη νεοελληνική ορολογία, «πιο βατό». Προς Θεού, δεν υπάρχει κανένας λόγος μελαγχολίας και, πολύ περισσότερο, αισχύνης. Η εμβληματική τριάδα που μόλις παραθέσαμε παρέμεινε σίγουρα αδιάγνωστη και αδιαπέραστη από τη συντριπτική πλειονότητα των λευκών Αυστραλών, των Αβοριγίνων, των Μαορί, αλλά και των υπόλοιπων ενοίκων του πλανήτη. Η άγνοια είναι συνήγορος της πολιτικής ορθότητας και αρωγός της δικαιοσύνης: απέναντί της όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος κλπ., είναι παντελώς ίσοι. Και θα τολμούσα ακόμη να υποθέσω (παρεμβαίνοντας καθυστερημένα στον σχετικό βαθυστόχαστο δημόσιο διάλογο) ότι η συγκεκριμένη άγνοια των τριών λεξιδίων είναι ένα από τα ελάχιστα κοινά που μοιράζονται οι ολυμπιονίκες με τους μαθητές τού «είκοσι».

Αλλά, βέβαια, για τους ολυμπιονίκες δεν τίθεται ζήτημα: μπορεί να χρειάζονται τα αναβολικά (με τη χημική ή την οικονομική σημασία του όρου), αλλά σίγουρα δεν χρειάζονται τα Λατινικά. Το ερώτημα είναι αν τα χρειάζονται οι μαθητές τού «είκοσι». Αν ο Τύπος με πληροφορεί έγκυρα για τις προθέσεις και τους σχεδιασμούς του υπουργείου Παιδείας, η απάντηση των αρμοδίων στο ερώτημα είναι αρνητική. Εντός της προσεχούς τριετίας, σύμφωνα πάντα με τα σχετικά ρεπορτάζ, θα απαλειφθούν από τη μέση εκπαιδευτική βαθμίδα τα «λεγόμενα παρωχημένα» (sic) μαθήματα, όπως τα Λατινικά. Κανείς δεν θα ισχυριστεί ότι το χέρι που απλώνεται πάνω στα Λατινικά θα ξεραθεί και αν το μάθημα πρέπει να πέσει στον Καιάδα, ας πέσει· αλλά να καταλάβουμε πρώτα τι ακριβώς θα πει «παρωχημένα» στην προκειμένη περίπτωση. Γιατί αν το «παρωχημένα» είναι, όπως φαίνεται να είναι, συνώνυμο του «απαρχαιωμένα», αναρωτιέμαι γιατί τα Αρχαία Ελληνικά, τα οποία από χρονολογική άποψη είναι ακόμη πιο «απαρχαιωμένα», μένουν στο απυρόβλητο.

Απλουστευτική διάκριση

Είναι προφανές ότι ορισμένοι μεταρρυθμιστές βλέπουν το ανθρωπιστικό μέρος του σχολικού curriculum ως Jurassic Park, όπου, προσωρινά τουλάχιστον, μπορούν να συντηρηθούν οι αρχαιοελληνικοί αλλά όχι και οι λατινικοί δεινόσαυροι ­με το σκεπτικό ότι «οι μεν είναι δικοί μας» ενώ οι δε δεν μας αφορούν. Η διάκριση είναι τουλάχιστον απλουστευτική, αλλά αυτό μπορούμε να το συζητήσουμε μόλις υπάρξει ιστορικά εγρήγορση και εκπαιδευτικά κατοχυρωμένη αιτιολόγηση της σχεδιαζόμενης απάλειψης. Προς το παρόν θα παραμείνουμε στο ελαφρότερο και πιο ανεκδοτολογικό μέρος της υπόθεσης.

Τη θέση των Λατινικών στον πολιτισμικό και εκπαιδευτικό ορίζοντα των Νεοελλήνων την προσδιόρισε πολύ καλά μια γελοιογραφική λεζάντα (του Κ. Μητρόπουλου, αν δεν κάνω λάθος) πριν από αρκετά χρόνια: «πέρασε τα Λατινικά ο δικός σου;», ρωτάει μια μάνα την άλλη· «όχι, πέρασε μόνο ανεμοβλογιά και ιλαρά». Η απάντηση είναι πιο εύστοχη από όσο φαίνεται: τα Λατινικά στο ελληνικό σχολείο υπήρξαν κατά κανόνα αναγκαίο κακό και σχολική ασθένεια· και μετά τη φάση των εξανθημάτων, οι περισσότεροι διατηρούσαν μόνο μια αμυδρή ηχητική ανάμνηση από τα αλλεπάλληλα εκρηκτικά «bam» των ρηματικών καταλήξεων. Φυσικά η σχετική μαθητική ανορεξία ήταν αποτέλεσμα και της διδακτικής ανεπάρκειας και οι ισχνές μειοψηφίες των «συμπαθούντων» απεκόμιζαν μίζερες μερίδες «κολλυβολατινικών» με ανυπολόγιστες συνέπειες για τα μελλοντικά λατινικά τους «τσιτάτα». Μπορώ να βεβαιώσω, εν γνώσει των συνεπειών του νόμου, ότι τουλάχιστον τρεις στις πέντε απόπειρες παράθεσης ή κατασκευής λατινικών παραθεμάτων στον ελληνικό Τύπο καταλήγουν σε γλωσσικά εξαμβλώματα παρά σε εκφραστικούς τοκετούς. Από την άποψη αυτή, το καθημερινό «κουτί της Πανδώρας», σε αυτή την εφημερίδα, διεκδικεί τον τίτλο της ανακουφιστικής εξαίρεσης.

Συμβολική χειρονομία

Να σημειώσουμε εδώ ότι η παρουσία των Λατινικών στην εκπαιδευτική ύλη της Μέσης Εκπαίδευσης δεν υπήρξε ποτέ παρά μια τυπική σπονδή στο περιλάλητο «ελληνορωμαϊκό» συνοικέσιο του κλασικιστικού ουμανισμού, όπως το είχαν επεξεργαστεί οι λόγιοι της Δύσης. Άμεση πρόσληψη και οικείωση της λατινικής κουλτούρας στην καθ’ ημάς Ανατολή δεν υπήρξε ποτέ και ένας λόγος γι’ αυτό ήταν το προγονικό δόγμα περί αυτάρκειας και ανωτερότητας του ελληνικού πολιτισμού (ως γνωστόν, καθ’ οδόν μείναμε και από αυτάρκεια και από ανωτερότητα, ενώ το δόγμα παρέμεινε). Το εκκλησιαστικό σχίσμα ήρθε αργότερα για να σφραγίσει επίσημα την προηγούμενη μακρά διάσταση. Και φυσικά μετά από αυτό κανείς δεν ξεχνούσε ότι ο «απεχθής και αποφώλιος» επίσκοπος Ρώμης, καθώς και όλα τα λατινόφρονα «μιάσματα», είχαν τα Λατινικά για επίσημη γλώσσα. Έχω μάλιστα την εντύπωση ότι αρκετοί (πιθανώς χωρίς να το συνειδητοποιούν και οι εκπαιδευτικοί μας μεταρρυθμιστές) το θυμούνται ακόμη ή θα το θυμηθούν, όταν ο Πάπας πάρει τελικά τη βίζα για την οποία έχει κάνει αίτηση. Αν ο Ποντίφηξ έχει καλούς συμβούλους, θα ανεβεί για προσκύνημα στην Πνύκα ­αλλά δεν θα τολμήσει να προσευχηθεί στα Λατινικά.

Από πρακτική σκοπιά, τα Λατινικά σήμερα έχουν μικρότερη σημασία και από τα Τσακώνικα. Άλλωστε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μάς έβαλε στην Κοινότητα χωρίς (υποθέτω) να ξέρει Λατινικά· ο Ανδρέας Παπανδρέου έπαιρνε κονδύλια από την Κοινότητα γνωρίζοντας (ξαναϋποθέτω) μόνο το «mea culpa» και ο Κώστας Σημίτης μάς έσπρωξε ως την ΟΝΕ χωρίς (όσο θυμάμαι) να καταδεχτεί ούτε μια φορά να εκστομίσει ένα λατινικό απόφθεγμα. Μόνο που εδώ δεν μιλάμε για πρακτικότητες αλλά κυρίως για συμβολισμούς ­και για την ατίθαση δύναμη των συμβολισμών να προδίδουν τις ενσυνείδητες ή ανεπίγνωστες προκαταλήψεις μας. Και η κατάργηση των Λατινικών, αλλά όχι των Αρχαίων Ελληνικών, θα είναι εκτός από εκπαιδευτικό μέτρο και μια συμβολική χειρονομία. Να τελειώσουμε, όπως αρχίσαμε, με ένα λατινικό μότο, αυτό που κανοναρχεί τις ΝΑΤΟϊκές διασκέψεις: Animus in consulendo liber *. Είναι εξαιρετικά πιθανό ότι στα αμέσως επόμενα χρόνια η Ελλάδα και η Τουρκία θα είναι οι μόνες χώρες-μέλη όπου κανένας ενήλικος δεν θα μπορεί να απαντήσει στην ερώτηση: «τι γλώσσα είναι αυτή, μπαμπά;». Πρακτικά ασήμαντο, αλλά αρκούντως συμβολικό.

* Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Η εκδίκηση του… βιβλίου!

Στον απόφοιτο του Λυκείου…

graptes_exams

Πρωινό του θέρους

και οι τίτλοι του τέλους

για όσα «τύπωσε» ο νους σου

πέφτουν σ’ ένα χαρτί,

στο ταξίδι της γνώσης

πάντα ήσουν δεσμώτης

στ’ άρμα του «πρέπει» αναβάτης

δίχως «πώς» και «γιατί».


Το θρανίο πολεμίστρα

στων ιδεών την κονίστρα

και συ πάντα να μένεις

από βόλια και δίψα,

σε σελίδες χαμένος

με αντίδρασης μένος

σ’ έναν κόσμο γυρεύεις

λίγα ψήγματα αλήθεια.


Το κουδούνι χτυπάει

και στου νου τ’ ακρογιάλι

κύμα άγριο ξεβράζει

τόσων χρόνων καημούς,

όσα είχες να μάθεις

σε προδώσανε πάλι

στις καρδιάς σου τις στράτες

η σκέψη σπάει σε λυγμούς.


Ταξιδιώτη Ναυτίλε μου

όσες κι αν τρικυμίες σου

στου σχολειού τη θητεία

πνίξαν λαχτάρες, χαρές,

σήκω πανιά για τα βάθη

στης ζωής τα πελάγη

με μαΐστρο τους πόθους σου

ζήσε αλήθειας στιγμές.

Λ.Κ.

Μα γιατί είναι όλοι τόσο χαρούμενοι? Μήπως θα πάνε κάπου μετά?

To B4 στο φυσικό του χώρο...

Το συλλογικό μας μυθιστόρημα…

Να λοιπόν! Άλλος ένας στόχος μας αρχίζει να υλοποιείται! 

Αφού Έκθεση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς Έκφραση, και αφού η γνησιότερη Έκφραση είναι αυτή που πηγάζει από τα προσωπικά μας βιώματα και από τη μετοχή μας στα βιώματα των άλλων, σκεφτήκαμε να μπούμε στην περιπέτεια ενός μυθιστορήματος. Όχι ως αναγνώστες, αλλά ως συγγραφείς! Όχι περιστρεφόμενοι γύρω από τις ιδέες ενός, αλλά ενώνοντας τη φαντασία και την εμπνευσή μας, μαζί με άλλους. Δέκα ξεκινάμε το ταξίδι στο συλλογικό αυτό μυθιστόρημα και γιατί όχι ας ακολουθήσουν κι άλλοι στην πορεία.

Μια πρώτη αρχή αναρτούμε εδώ και ακολουθούν οι επόμενοι “επώνυμοι” συγγραφείς της τάξης μας. Είναι δεκτά – και επιθυμητά! – τα καλοδιάθετα σχόλια όλων σας  στα “επεισόδια” του μυθιστορήματος, έτσι όπως θα αναρτώνται κάθε εβδομάδα περίπου. Και ας μην ξεχνάμε! Όλη η ομορφιά αυτού του εγχειρήματος είναι να παρακολουθούμε τις απίστευτες και απρόβλεπτες τροπές που θα παίρνει η ιστορία μας, έτσι όπως θα αλλάζει χέρια, μυαλό και καρδιά… Θα μοιάζει σαν ένα χάρτινο καραβάκι που το ρίξαμε στις πηγές ενός ποταμού, χωρίς ποτέ να ξέρουμε στις εκβολές ποιας θάλασσας θα φτάσει…   Καλή μας αρχή!

(Συλλογικό μυθιστόρημα)                  

Β4 – 2010 -2011

(χωρίς τίτλο ακόμα…)

1ο επεισόδιο

……………………………….

_Έρση!  ακόμα να ετοιμάσεις τη βαλίτσα σου… Βιάσου!  Δύο ώρες μείναν ακόμη, ακούστηκε έντονη η φωνή της μητέρας μέσα από το πατάρι της κρεβατοκάμαρας.

Η Έρση γλιστρούσε εκείνη τη στιγμή αθόρυβα από τη μισάνοιχτη πόρτα της εισόδου.

_ Μισό λεπτό μαμά… έρχομαι, ακούστηκε ενοχλημένη η φωνή της και σαν να χάθηκε η τελευταία συλλαβή στο βοριαδάκι, που εδώ και ώρα είχε απρόσμενα σηκωθεί…

Με μια ματιά ο καθένας θα καταλάβαινε ότι δεν επρόκειτο για κάποια εκδρομική αναχώρηση, ούτε καν για μια μετακόμιση από τις συνηθισμένες. Αραδιασμένες, μισογεμάτες βαλίτσες, μπερδεμένες κρεμάστρες με ρούχα «παντός καιρού», ανάκατες στοίβες με βιβλία και κούτες με κατσαρολικά πλαισίωναν το σκηνικό μέσα στο παλιό πετρόκτιστο αρχοντικό.

Η κ. Μαίρη φαινόταν ότι έχει πάρει τελεσίδικα το ρίσκο. Όσο κι αν μέσα της πονούσε είχε αποφασίσει να μη γυρίσει λεπτό προς τα πίσω… Έφευγαν οριστικά για Θεσσαλονίκη. Άφηναν το ονειρεμένο τους χωριό, μια κομψή ανθρώπινη αετοφωλιά στην ορεινή Ευρυτανία, τους Κορυσχάδες. Έπρεπε να γυρίσουν σελίδα στη ζωή τους. Έστω και με λειψή τη φαμελιά τους…

Από την απάντηση της Έρσης επιβεβαίωσε τις υποψίες της η κ. Μαίρη ότι… κάτι τρέχει με την κόρη της. Έτρεξε βιαστικά στο κεφαλόσκαλο, άφησε το βλέμμα της να κατρακυλήσει στο κατηφορικό λιθόστρωτο και ίσα που πρόλαβε ν’ αρπάξει με την άκρη του ματιού της τη ροζ ζακέτα της Έρσης, έτσι όπως ανέμιζε από το τρέξιμο, λίγο πριν τη στροφή της πλατείας.

_ Αχ… μουρμούρισε με νόημα, θα σου στοιχίσει πολύ γλυκιά μου…

Η Έρση, μια 15χρονη καστανόξανθη έφηβη, με εκφραστικά μάτια και ροδαλά πάντοτε μάγουλα, έτρεχε να προφτάσει έναν ακόμη αποχαιρετισμό. Ο Χάρης, συνομήλικος και συμμαθητής της ήξερε ότι την περίμενε… Τους είχε δέσει ακατάλυτα, σχεδόν μοιραία – πριν δυο χρόνια – ο αιφνίδιος χαμός των γονιών τους. Συνάδελφοι σε βιοτεχνία. «Εργατικό ατύχημα» είπαν τα τοπικά μέσα… Βουβός πόνος πλάκωσε το μικρό χωριό και οι δυο οικογένειες πάλεψαν πολύ να μαζέψουν τα συντρίμμια τους… Η ανοιχτή πληγή και η απορία της ορφάνιας (από πατέρα) έφεραν κοντά τα δυο παιδιά. Στο πρόσωπο του Χάρη, η Έρση, πέρα από έναν έμπιστο φίλο, βρήκε ένα ψυχολογικό αποκούμπι. Κάτι, που δεν μπορούσε να νιώσει ούτε με τις καλύτερες φίλες της. Οι καρδιές τους έμοιαζαν με συγκοινωνούντα δοχεία, που μοιράζονταν πάντα στα ίσα τα βιώματα του σιωπηλού πόνου…

Τον βρήκε να ταΐζει τα ζώα, έξω από την πρόχειρη φάρμα του. Μόλις την αντιλήφθηκε έσπευσε να πλύνει τα χέρια του. Την κοίταξε με εκείνη τη μελαγχολική καλοσύνη του και έπειτα   της χάρισε ένα ανοιχτόκαρδο χαμόγελο και μια ζεστή αγκαλιά.

_ Δε θα χαθούμε… το ξέρεις αυτό, της ψιθύρισε. Και να θέλουμε, εμείς δεν μπορούμε!

Αυτά μόνο είπε και τραβήχτηκε κάπως απότομα, γιατί δεν ήθελε να τη δει να κλαίει. «Θα γινόταν πιο δύσκολο μετά», ίσως σκέφτηκε… Αλλά και η Έρση έπνιξε το παράπονο στα δυο μόλις υγρά μάτια της.

_ Δεν το ξέρω, του είπε, απλά το νιώθω…

Με την επιστροφή της στο σπίτι, τα βρήκε σχεδόν όλα έτοιμα για την αναχώρηση. Το μικρό ζιζάνιο, ο 8χρονος Κυριάκος τους, είχε φορέσει ήδη την εκδρομική τσάντα και με μια μπάλα στα πόδια προπονούσε, προφανώς, τη … φαντασία του για τα μελλούμενα. Μόνο ένα γρήγορο βλέμμα –γεμάτο κατανόηση – αντάλλαξαν κόρη και μητέρα και η Έρση χώθηκε βιαστικά στο δωμάτιο, να γεμίσει την τελευταία της βαλίτσα. Μια κόκκινη βαλίτσα ήταν, δώρο της νονάς της, που έπρεπε να χωρέσει ό,τι πολυτιμότερο είχε ζήσει σ’ εκείνο το χωριό, στο χωριό της. Εκεί απέθεσε προσεκτικά τις ζωηρότερες αναμνήσεις της και σίγουρα έκρυψε και κάποιες βαθιές λαχτάρες…

Το φορτηγό – μεταφορικό ασφάλισε τις πόρτες κι έβαλε μπρός. Ξεκίνησαν για το Καρπενήσι. Σε μισή ώρα αναχωρούσε το Λεωφορείο για τη συμπρωτεύουσα!

(Λ. Κ.)

2ο επεισόδιο

Η ώρα πήγε κιόλας έξι. Τα παλιό πράσινο λεωφορείο της γραμμής με τα άβολα καφέ καθίσματα οδεύει μουγκρίζοντας πάνω στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, αφήνοντας πίσω του μοσχομυριστές και πολύχρωμες πεδιάδες, πανύψηλες οροσειρές και φουσκωτά ποτάμια.

Η Έρση στέκεται αποσβολωμένη με το κεφάλι ακουμπισμένο στο ορθογώνιο παράθυρο που τρέμει. Πρώτη φορά στη ζωή της αντικρίζει τόση ομορφιά και ποικιλία μαζεμένη. Μέχρι τώρα μόνο μέχρι το Καρπενήσι είχε ταξιδέψει. Στα πόδια της είχε εδώ και ώρα βολευτεί ο μικρός Κυριάκος, ο οποίος γεμάτος ενθουσιασμό στέκεται ακίνητος και αμίλητος μπροστά στις νέες εμπειρίες, πράγμα ανήκουστο για το μικρό ζωύφιο.

_ Έρση, Έρση δες!, αναφώνησε κατενθουσιασμένος ο μικρός.

_ Τι έπαθες καλέ και φωνάζεις; Με κούφανες, του απαντά η Έρση.

_ Να εκεί αριστερά, πέρα από τούτη εδώ τη λεύκα. Πω πω πόσα βουβάλια μαζεμένα! Να δεις που θα’ ναι ίδια με εκείνα στις φωτογραφίες του Χάρη από το θείο του από την Γερμανία. Γιούπι! Με την πρώτη ευκαιρία θα του πω τι είδα! Να μου το θυμηθείς, μια μέρα θα γίνω ο καλύτερος αγρότης!

_ Χα, χα, χα μόνο μην πάρουν τα μυαλά σου αέρα και σε χάσουμε!, του αποκρίθηκε περιπαικτικά η Έρση και του χάρισε ένα απαλό χάδι στα μαύρα πυκνά μαλλιά του.

Αυτός ο μικρός ταραξίας είναι ο μεγαλύτερος θησαυρός για την Έρση. Μπορεί να του κάνει χιλιάδες παράπονα και να τον κατσαδιάζει συνεχώς όμως δε θα τον άλλαζε για τίποτα στον κόσμο. Ίσως του έχει τόση αδυναμία γιατί της θυμίζει τον αδικοχαμένο πατέρα που τόσο λάτρεψε. Τα μαλλιά του, το γέλιο του, οι μορφασμοί ακόμα και τα βαθυγάλανα μάτια του είναι ίδια με του πατέρα. Κάθε φορά που τα κοίτα αναβαπτίζεται, παίρνει δύναμη και γαληνεύει η ψυχή της από κάθε τραμουντάνα.

Η βουή από τις ομιλίες των επιβατών του λεωφορείου την νανουρίζουν και σιγά-σιγά αφήνει τον εαυτό της να παραδοθεί στον ύπνο, πάνω στο στοργικό ώμο της μάνας, που τόση ώρα κεντά με περίσσεια δεξιοτεχνία τα προικιά της.

_ Πατέρααα…!, αναφώνησε τινάζοντας απότομα το κορμί της.

_ Τι έγινε μωρό μου; Τι σου συνέβη;  ρώτησε η μητέρα που είχε κιόλας σφίξει στην αγκαλιά της το σπλάχνο της.

_ Εεεε τίποτα μητέρα, τίποτα όλα καλά, κατάφερε με όση αυτοσυγκράτηση της είχε απομείνει να ψελλίσει η Έρση και αφού της έσκασε ένα παγερό χαμόγελο έστρεψε το βλέμμα της στο παράθυρο.

Έξω έχει κιόλας σουρουπώσει και ο ήλιος έχει εδώ και ώρα εναποθέσει το πυρόξανθο στέμμα του στις απόκρημνες βουνοκορφές. «Τίποτα». Μπορεί να κορόιδεψε τη μητέρα, αλλά από τον εαυτό της δε μπορεί να κρυφτεί. Αυτό το αγκάθι που έχει μέσα της την τρώει. Από τη μέρα που κάνανε το μνημόσυνο για τα δύο χρόνια του πατέρα ένα όνειρο την ταλανίζει. Βλέπει τον πατέρα σε ένα όμορφο λιβάδι. Φορά εκείνο το ίδιο καρό πουκάμισο, το λερωμένο τζιν και τις αρβύλες που φορούσε κάθε πρωί πριν πάει στη δουλειά, ακόμα και εκείνη τη στερνή φορά που τον αντίκρισε. Της χαμογελά, ανοίγει την αγκαλιά του και τη στιγμή που πάει να τρέξει πάνω του, όλα σκοτεινιάζουν, ο πατέρας εξαφανίζεται. Και αυτή μένει μόνη. Τι άσχημο συναίσθημα.

Το βλέμμα της καρφωμένο στο παράθυρο. Κοιτάζει χωρίς να βλέπει. Ο λογισμός της τρέχει. Μπερδεύεται στα μονοπάτια του μυαλού και χάνεται. Νιώθει μουδιασμένη. Όλα πέφτουν μαζί και δε ξέρει πώς να αντιδράσει. Να φωνάξει, να κλάψει, να ενθουσιαστεί για τη νέα ζωή; Τι;

«Καλώς ήρθατε στη Θεσσαλονίκη» , η πινακίδα την διακόπτει, ένας κόμπος ανεβαίνει στον λαιμό και εύχεται για το καλύτερο…

(Μαρία  Τρίτου)

3ο επεισόδιο

Οι σκέψεις για την καινούρια ζωή την παρασέρνουν. Για λίγο χάνεται και αφήνει το νου της να ταξιδέψει… Το απότομο όμως στρίγκλισμα των φρένων του παλιού λεωφορείου την επαναφέρει στην πραγματικότητα.

_ Φτάσαμε. Πάρτε τα μπουφάν σας και κατεβείτε, είπε η κ. Μαίρη γεμάτη ανάμεικτα συναισθήματα.

Φτάνοντας στο καινούριο τους σπίτι συνάντησαν το φορτηγό της μεταφορικής που είχε ήδη αρχίσει να ξεφορτώνει τις αποσκευές. Αποσκευές γεμάτες αναμνήσεις, αρώματα απ’ όσα έφυγαν και όνειρα για όσα θα ΄ρθουν…

Ο μικρός Κυριάκος έτρεξε προς το νέο τους σπίτι. Για λίγο δίστασε, έμεινε να κοιτάει την πόρτα… η περιέργειά του όμως δεν τον άφησε να σταθεί παρά μόνο για λίγα δευτερόλεπτα. Το άνοιγμα της πόρτας φάνταζε στα γεμάτα ενθουσιασμό μάτια του ως το ξεκίνημα μιας νέας ζωής.

_ Έρση , Έρση! Έλα να δεις, φώναξε γεμάτος χαρά ο μικρός.

_ Τί έγινε; Αποκρίθηκε όλο περιέργεια η Έρση. Τί έπαθες πάλι;

_ Έλα να δεις τι μεγάλα δωμάτια! Το σπίτι είναι πολύ καλύτερο από αυτό στο χωριό.

Η Έρση χαμογέλασε. Πίσω όμως από αυτό το χαμόγελο κρυβόταν η σκέψη πως τίποτα δεν θα ‘ναι πια το ίδιο.

_ Αφήστε τις κουβέντες και ελάτε να τακτοποιηθούμε, ακούστηκε η φωνή της μαμάς προς τα δύο ζιζάνια.

Η κ. Μαίρη έμεινε να βάλει τα πράγματα σε μια τάξη. Τις μισάνοιχτες βαλίτσες, τις στoιβαγμένες αυτοσχέδιες κούτες, τις μαύρες πλαστικές σακούλες…

Η Έρση πήρε τον μικρό Κυριάκο και βγήκαν να εξερευνήσουν την γειτονιά. Δεν άργησαν να μαγευτούν από τα παραδοσιακά, επιβλητικά αρχοντικά της Άνω Πόλης. Τα πέτρινα σπίτια, τα στενά πλακόστρωτα δρομάκια γεμάτα μυρωδιές από μια άλλη εποχή… όλα φαινόντουσαν τόσο πρωτόγνωρα.

Το βήμα της Έρσης ξαφνικά σταμάτησε όταν ο ήχος του κινητού της επανέφερε τον λογισμό της που είχε προσωρινά χαθεί. Καθώς αντίκρισε την οθόνη, ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της και σήκωσε το ακουστικό.

_ Γειά σου Έρση! Η φωνή του Χάρη ακούστηκε θερμή στην άλλη γραμμή.

Ύστερα από μια σύντομη συζήτηση σχετικά με το ταξίδι και τη μετακόμιση, παρατήρησε ένα ασυνήθιστο κόμπιασμα στη φωνή του Χάρη. Ο αρχικός ενθουσιασμός έδωσε τη θέση του σε έναν δισταγμό, μια αμηχανία.

_ Συνέβη τίποτα; Αποκρίθηκε γεμάτη απορία.

_ Πάει καιρός που δεν σου έχω αποκαλύψει κάτι. Περίμενα να σιγουρευτώ αλλά δεν μπορώ να το αντιμετωπίσω άλλο μόνος μου. Εδώ και δύο χρόνια τα ερωτηματικά που έχουν δημιουργηθεί γύρω από τον ξαφνικό χαμό των γονιών μας με πνίγουν.

_ Εργατικό ατύχημα ήταν Χάρη, τί σε έπιασε ξαφνικά; Υποσχεθήκαμε ότι θα το αφήσουμε πίσω μας. Απάντησε με τρεμάμενη σιγανή φωνή η Έρση και απομακρύνθηκε για να μην ταράξει τον αδερφό της.

_ Ίσως τα πράγματα να μην είναι όπως φαίνονται. Πολλοί συζητούσαν για ελλιπή έρευνα πάνω στο ατύχημα και αποφασίσαμε με τον αδερφό μου να το ψάξουμε περισσότερο.

_ Ο αδερφός σου δεν έφυγε για σπουδές στην Πάτρα αμέσως μετά το ατύχημα;

_ Αρχίσαμε να αναζητούμε απαντήσεις στα διάφορα ερωτήματα λίγο πριν φύγει. Αυτός συνεχίζει ακόμα. Πρόσφατα ανακάλυψε στοιχεία σχετικά με την βιοτεχνία και τις επενδύσεις της τα τελευταία χρόνια. Πολλά άρθρα έκαναν λόγο για οικονομικά χρέη που θα οδηγούσαν στο κλείσιμο της εταιρίας. Ένα ατύχημα σαν αυτό θα μπορούσε μέσω της ασφαλιστικής…

Η συζήτηση διακόπηκε απότομα με τον ερχομό της μητέρας του Χάρη στο δωμάτιό του.

_ Σε πέντε μέρες έρχομαι Θεσσαλονίκη με την μητέρα μου για δουλειές. Θα έχουμε την ευκαιρία να τα πούμε κι από κοντά, είπε βιαστικά ο Χάρης και έκλεισε τ’ ακουστικό.

Είχε κιόλας σουρουπώσει. Η Έρση πήγε να μαζέψει τον μικρό της αδερφό τον οποίον τόση ώρα παρακολουθούσε να κατηφορίζει προσπαθώντας να δει καλύτερα τα φωτισμένα κάστρα που στα μάτια του έμοιαζαν σαν βγαλμένα από παραμύθι.

_ Έλα Κυριάκο, πρέπει να φύγουμε! Του φώναξε από μακριά.

Σε όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι σκέψεις και ερωτήματα πλημμύριζαν το μυαλό της. Τα λόγια του Χάρη είχαν ανάψει μέσα της μια σπίθα που δεν θα έσβηνε εύκολα.

Πέρασε το κατώφλι της πόρτας, χαιρέτησε ψυχρά την μητέρα της και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό της. Ξάπλωσε με χιλιάδες απορίες να βασανίζουν για μερικά λεπτά το κεφάλι της.

“Εργατικό ατύχημα” ψιθύρισε και αποκοιμήθηκε…

(Αναστασία Φλώρου)

4ο επεισόδιο

Το επόμενο πρωινό άνοιξε τα μάτια της και μια ηλιόλουστη όμορφη μέρα προμηνυόταν. Η πρώτη της σκέψη ήταν πόσο φωτεινό ήταν το καινούριο της δωμάτιο. Είχε ξεχάσει να κλείσει το πατζούρι του δωματίου της το βράδυ, απορροφημένη απ’ τις σκέψεις για όλα αυτά που της είπε ο Χάρης. “Εργατικό ατύχημα”, σκέφτηκε και οι σκέψεις άρχισαν και πάλι να πλημμυρίζουν το μυαλό της. “Ατύχημα” … “Οικονομικά χρέη”. Μια μεγάλη ανησυχία φώλιασε στην καρδιά της. Αισθάνθηκε σαν ένα μικρό φοβισμένο κοριτσάκι που αντιλαμβάνεται ότι ξεσπάει καταιγίδα. Ήταν σαν να άκουγε τις βροντές, έβλεπε τις αστραπές, ενώ γύρω της ήταν όλα λουσμένα στο φως του ήλιου. Έπρεπε να τρέξει στην αγκαλιά της μητέρας της γα να ηρεμήσουν οι φόβοι της.

Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι της και πήγε να ψάξει τη μητέρα. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της και στο τέλος του διαδρόμου πρόσεξε μια μπαλκονόπορτα που οδηγούσε σε μια όμορφη, μεγάλη βεράντα, πνιγμένη στην πρασινάδα και στα άνθη. Η κουρτίνα ανέμιζε στο πρωινό αεράκι, αλλά μπορούσε να διακρίνει τη φιγούρα της μαμάς της που έπινε τον καφέ της βυθισμένη στις δικές της σκέψεις. “Μα τι παιχνίδια είναι αυτά που παίζει το μυαλό μου;”, συλλογίστηκε. “Δεν είναι μόνη της”, σιγοψιθύρισε. Μια αντρική φιγούρα καθόταν απέναντι απ’ τη μαμά της και συζητούσαν. Ο κυματισμός της κουρτίνας εμπόδιζε να δει καθαρά ποιος ήταν. “Λες να είναι μια όμορφη έκπληξη απ’ τον Χάρη;”, είπε στον εαυτό της, όλο χαρά και ενθουσιασμό. Μα ναι, ήταν ο Χάρης. Έκανε να τρέξει να τον καλωσορίσει, μα ήταν αχτένιστη, με τη νυχτικιά της με τ’ αρκουδάκια. Όχι, δεν ήταν αυτή εμφάνιση. “Πώς θα εμφανιστώ έτσι μπροστά του;”  σκέφτηκε. Έπρεπε να δείχνει όμορφη στον Χάρη. “Μα γιατί θέλω να δείχνω όμορφη στον Χάρη;” αναρωτήθηκε. Απέφυγε την απάντηση, όταν πρόσεξε καλύτερα τον άντρα στη βεράντα. “Όχι, είναι ο μπαμπάς μου! σήμερα είναι τα γενέθλιά μου και ήρθε να μου δώσει το ‘δώρο έκπληξη’, όπως το έλεγε πάντα!”  Η κουρτίνα έπαιζε άσχημα παιχνίδια, όμως, μαζί της. Δεν ήταν κανείς εκεί. Δεν ήταν ο μπαμπάς της. Το σπίτι γεμάτο απ’ την παρουσία του, αλλά ο ίδιος λείπει. Κάθεται εκεί απέναντι στη μαμά της, αλλά δεν είναι εκεί. Αν πάει στην κρεβατοκάμαρα θα τον δει, αλλά αυτός απουσιάζει. “ΓΙΑΤΙ;” Πρέπει οπωσδήποτε να δώσει μια απάντηση σ’ αυτό το γιατί, που την τυραννάει εδώ και έναν χρόνο. Πρέπει να ψάξει αυτό το γιατί.

Στρέφεται προς τον υπολογιστή της. “Εργατικό ατύχημα”, συλλογίζεται και πάλι. Τον ανοίγει και με μια βαθιά ανάσα ξεκινάει την αναζήτησή της. Νιώθει δυνατή και έτοιμη να αντιμετωπίσει όποια φουρτούνα βρεθεί μπροστά της. Άλλωστε, έχει και έναν καλό καπετάνιο, τον Χάρη, που του έχει εμπιστοσύνη. Άρχισε να ψάχνει τις φωτογραφίες του ατυχήματος, των στελεχών του εργοστασίου, μα και τις προσωπικές του πατέρα της. Πρόσεξε ένα πρόσωπο στις φωτογραφίες που παρακολουθούσε από κοντά τις έρευνες της αστυνομίας.  Κάπου τον είχε ξαναδεί. Θυμήθηκε ότι ήταν την ημέρα της κηδείας εκεί. Της είχε κάνει εντύπωση πόσο χλωμός και απόμακρος έδειχνε. Σαν να μην καταλάβαινε τι γινόταν γύρω του. Αναζήτησε στη συνέχεια, κάποιες φωτογραφίες απ’ τις διάφορες εκδηλώσεις που έκανε η εταιρία και αυτός ήταν παντού. Καλοντυμένος, χαμογελαστός, πάντα κοντά σ’ άλλα στελέχη. Σε μια από τις φωτογραφίες ανέφερε και τ’ όνομά του:  Μάρκος Δούκας. Στην αναζήτηση βρήκε ότι ήταν ένα απ’ τα μεγάλα στελέχη της εταιρίας. Γιατί ήταν ο μόνος που παρευρέθηκε στον αποχαιρετισμό του μπαμπά της; Γιατί έδειχνε τόσο καταβεβλημένος εκείνη τη μέρα; Δε τον θυμόταν να ήταν στενός φίλος του μπαμπά της. “Σε 4 μέρες ο Χάρης έρχεται”, είπε από μέσα της. “Θα βρούμε μαζί απαντήσεις, αυτός είναι ο βράχος μου.”

Τα βήματα της μητέρας που ερχόταν προς το δωμάτιό της την έκαναν να σβήσει γρήγορα τον υπολογιστή. Ένα μαύρο πέπλο έπεσε στο πρόσωπο αυτού του τύπου, όταν έσβησε η οθόνη.

“Χρόνια πολλά, καρδούλα μου!”

(Μαρία  Τριανταφυλλίδου)

5ο επεισόδιο

Οι ευχές της μητέρας της την έκαναν να συνειδητοποιήσει ότι αυτή τη μέρα έπρεπε να την αφιερώσει στον εαυτό της. Το άξιζε άλλωστε, έπειτα από την ταλαιπωρία των ημερών. Εξάλλου, όσες έρευνες έκανε, από μόνη της για το Δούκα, είχαν ναυαγήσει. Όλες οι πληροφορίες που είχε συλλέξει δεν είχαν τίποτα μεμπτό σχετικά μ’ αυτόν.

Έτσι, αποφάσισε να βγάλει τη μαμά της και τον αδελφό της στα όμορφα ουζερί της πλατείας Άθωνος για να το γιορτάσουν. Ντύθηκαν, στολίστηκαν και δίχως καλά καλά να το καταλάβουν, προχωρούσαν μέσα στους γεμάτους θόρυβο δρόμους της πόλης. Το γεύμα ήταν υπέροχο, η διάθεση είχε αλλάξει και ακολούθησε ένα καφεδάκι στην παραλιακή.

Το απόγευμα κύλησε όμορφα, τόσο, που δεν κατάλαβαν ότι ήρθε η ώρα να γυρίσουν σπίτι. Και ενώ οι μέρες περνούσαν, με σκοτούρες και υποχρεώσεις, για εκείνη, ο χρόνος είχε μείνει στάσιμος. Προσδοκούσε να συναντήσει τον Χάρη, προκείμενου να βρουν απαντήσεις για την υπόθεση των γονιών τους. Ήταν όμως η πραγματική αιτία αυτής της προσμονής ;

Μόλις πριν από λίγο, είχαν τελειώσει το πρωινό γεύμα, που τους είχε φτιάξει η μητέρα τους και τα δύο αδέλφια βρέθηκαν πάλι, να καβγαδίζουν για παράλογα πράγματα, όταν ο ήχος του κουδουνιού της πόρτας τους διέκοψε.

_ Άσε, ανοίγω εγώ… είπε η Έρση, αναψοκοκκινισμένη.

Και η όψη της άλλαξε, όταν αντίκρισε τον απρόσμενο επισκέπτη.

_ Χάρη, τι δουλεία έχεις εσύ εδώ; Περίμενα, ότι θα ερχόσουν αύριο…

_ Πάρε με πρώτα μια αγκαλιά. Έτσι καλωσορίζετε τους ξένους, εσείς οι Θεσσαλονικιές;

_ Ε, όχι και ξένος εσύ… και του χάρισε μια σφικτή αγκαλιά. Πέρνα μέσα όμως, μην στέκεσαι  εδώ στην πόρτα.

_ Γεια σου μπόμπιρα, για σας κυρία Μαίρη. Τι κάνετε; Προσαρμοστήκατε στο καινούριο σας σπιτικό;

_ Γεια σου, αγόρι μου. Καλωσόρισες. Δόξα τω Θεώ, όλα μια χαρά.

Πήρε τότε η Έρση τα πράγματα του, τον άρπαξε από το χέρι και τον οδήγησε στο δωμάτιό της.

_ Αχ, πόσο μου ‘λειψες .Θέλω τόσο πολύ να σου δείξω τη Θεσσαλονίκη, είναι μια υπέροχη πόλη.

_ Και ‘μενα μου ‘λειψες Έρση. Μου ‘λειψαν τόσο πολύ, οι περίπατοι και οι συζητήσεις, που κάναμε με τις ώρες. Γι’ αυτό, τι θα ΄λεγες να κάνουμε την πρώτη μας βόλτα, στη Θεσσαλονίκη;

Ένα χαμόγελο έδωσε για απάντηση και ξεκίνησαν την περιήγησή τους στην πόλη. Ήταν πραγματικά, η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, που η Έρση περνούσε τόσο ευχάριστα. Ήταν πλέον σίγουρη πως ο Χάρης σήμαινε κάτι παραπάνω γι’ αυτήν από έναν απλό φίλο.

Και ενώ προχωρούσαν στα σοκάκια της Άνω Πόλης, την έπιασε από τον ώμο και την σταμάτησε λέγοντάς της :

_ Μακάρι να μην είχες φύγει, από το Καρπενήσι.  Τώρα κατάλαβα ότι ουσιαστικά μόνο με σένα περνάω όμορφα…

Δεν πρόλαβε ούτε καν ν’ αντιδράσει  η Έρση, όταν ο Χάρης επισφράγισε τις σκέψεις του μ’ ένα φιλί.

Γύρισαν στο σπίτι βουβοί, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουν τι είχε συμβεί…

Κανένας δεν τολμούσε να μιλήσει για τα συναισθήματα που ένοιωθε.

Τον πάγο έσπασε η Έρση λέγοντάς του:

_  Χάρη, πρέπει να κάνουμε κάτι με τις έρευνές, για το θέμα των γονιών μας. Να γίνουν πιο μεθοδικές και οργανωμένες.  Μήπως, θα ήταν καλύτερα, να ζητήσουμε την βοήθεια κάποιου ειδικού;

_ Αυτό, ούτε να το συζητάς.  Κανένας δεν πρόκειται να μας πάρει στα σοβαρά.  Θα πρέπει να έχουμε στοιχεία, που τουλάχιστον θα αφήνουν αιχμές κατά του Δούκα.

Μακάρι να μπορούσαμε να ελέγχαμε  τις κλήσεις των κινητών τους… Δεν μπορεί, σίγουρα θα επικοινωνούσαν μαζί του, αν όντως υπήρχε κάποια μυστική  συμφωνία μεταξύ τους.

Προσπαθώντας να βρουν άλλα στοιχεία, μέσα από το διαδίκτυο, για την επαγγελματική πορεία του Δούκα, αποκοιμήθηκαν… Ο Χάρης γερμένος πάνω στο γραφείο και η Έρση βυθισμένη στην βοηθητική πολυθρόνα του δωματίου της.

(Αφροδίτη Σισμανίδου)

6ο επεισόδιο

Με την ανατολή του ήλιου, η Έρση άνοιξε τα γεμάτα λαχτάρα μάτια της, επηρεασμένα ακόμη απ’ το χθεσινοβραδινό της όνειρο, αλλά και απ’ το γεγονός ότι θα περνούσε ακόμη μια όμορφη μέρα με το Χάρη, με τον οποίο ερχόταν όλο και πιο κοντά. Εκείνος, ακόμη με τα μάτια σφαλιστά και εκείνη να τον κοιτάει στοργικά και να μη θέλει να τον ξυπνήσει. «Ας τον αφήσω να ξεκουραστεί» σκέφτηκε. « Πρέπει να είναι εξουθενωμένος απ’ το ταξίδι.» Πίνει ένα ποτήρι γάλα και στη συνέχεια αποφασίζει να ανοίξει την οθόνη του υπολογιστή. Ένα παράθυρο με στοιχεία για το Δούκα είχε μείνει ανοιχτό και ξαφνικά, η Έρση συνειδητοποιεί ότι στην κάτω δεξιά γωνία της οθόνης έχει αναδυθεί μια ειδοποίηση: «Μήπως το αρχείο που ψάχνετε είναι συναφές με το παρακάτω; Αν ναι, κάντε κλικ…»

Γεμάτη περιέργεια και ερωτηματικά ανοίγει το αρχείο και όσο διαβάζει, γουρλώνει τα μάτια της. Το αρχείο αυτό ήταν μια έρευνα ενός πολύ καλού φίλου του μπαμπά της, του κ. Κώστα, με τον οποίο είχαν απομακρυνθεί μετά το θάνατο του πατέρα της, αφού είχε μετακομίσει στη Πάτρα. Σε αυτό επισημαινόταν πως ο Δούκας, εκτός από στέλεχος της εταιρίας, ήταν και νομικός της σύμβουλος και όπως είχε ανακαλύψει και ο αδερφός του Χάρη, ο Μάριος, ότι η εταιρία όντως είχε οικονομικά χρέη και θα οδηγούνταν σε χρεωκοπία. Έτσι, ως νομικός σύμβουλος, ο Δούκας πρότεινε στα λοιπά μέλη του Δ.Σ. μια πλεκτάνη: να σκηνοθετήσουν ένα εργατικό ατύχημα, το οποίο μέσω ασφαλιστικής θ’ αποτελούσε τη μοναδική σανίδα σωτηρίας. Ο κ. Κώστας ακόμη ανέφερε ότι δυσκολεύεται να βρει στοιχεία για το πώς συνδέεται ο θάνατος με τη σκηνοθεσία ενός ατυχήματος, αλλά υποστηρίζει πως σίγουρα τα στελέχη δεν είχαν σκοπό τη δολοφονία. Όμως, όπως όλα δείχνουν, κάποιος που λογικά έτρεφε εχθρικά αισθήματα για τους γονείς των παιδιών, φαίνεται να εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και να υλοποίησε την πλοκή του εξωπραγματικού αυτού σεναρίου. Όπως τονίζει, ο κ. Κώστας ήξερε πως οι κύριοι Νίκος και Πασχάλης είχαν δώσει την συγκατάβασή τους ώστε να αναπαραστήσουν τα «θύματα», καθώς δεν επιθυμούσαν να μείνουν άνεργοι. Όμως δεν φαίνεται να γνώριζαν πως εκείνη την ώρα στην ουσία επέλεγαν ανάμεσα στην ανεργία και το θάνατο. Τέλος, υπογράμμιζε ότι ζητούσε τη βοήθεια κι άλλων όσων έχασαν συγγενικά τους πρόσωπα απ’ αυτή την ιστορία.

Εκείνη τη στιγμή ο Χάρης, με μισάνοιχτα μάτια, καλημερίζει την Έρση με ένα φιλί, η οποία είχε μείνει άφωνη και χαμένη μπροστά στη σωρεία πληροφοριών. Αργεί να του απαντήσει.

_ Καλημέρα, λέω, βρε φάτσα! Πού τρέχει ο λογισμός σου; , λέει και σηκώνεται αγουροξυπνημένος. Για να δω.. Τι βρήκες εκεί;

Η Έρση δεν λέει τίποτα και του δίνει να διαβάσει το αρχείο. Αφού το διαβάσει ο Χάρης, αποκρίνεται:

_ Μα, καλά… Ξέρεις πόσες απαντήσεις μας δίνει αυτό; Έτσι εξηγείται γιατί ο Δούκας ήρθε στην κηδεία. Θα είχε τύψεις φαίνεται επειδή αυτός τα σκέφτηκε όλα.

_ Ναι, ίσως έχεις δίκιο, αποκρίθηκε η Έρση. Άραγε γιατί ο κ. Κώστας να έχει τέτοιο ενδιαφέρον για το τι έγινε τότε; Και πώς ξέρουμε ότι υπάρχει δόση αλήθειας σε όσα αναφέρει; Πού γνωρίζουμε τους σκοπούς του;

_ Δεν ξέρω… Το μόνο που ξέρω είναι ότι αποτελεί τη μόνη πηγή πληροφοριών που βρήκαμε μετά από πολλές προσπάθειες… Εγώ θέλω να βρω απαντήσεις… Και μιας που έχει μετακομίσει στην Πάτρα… έχουμε και σπίτι για να μείνουμε κατά τη διάρκεια της έρευνας.

_ Δηλαδή θα πάμε να τον βρούμε στην Πάτρα; Καλά, εσύ ακόμη δεν ήρθες στη Θεσσαλονίκη..!

_ Χαχα, καλά αυτό θα κοιτάξουμε τώρα; Πρέπει να λύσουμε αυτό το καλομπερδεμένο κουβάρι… Λοιπόν.. Τι λες; Πάμε Πάτρα;

Η Έρση ρίχνει ένα σκεφτικό χαμόγελο και του δίνει ένα φιλί.

_ Να το εκλάβω αυτό ως ναι; , λέει ο Χάρης ενθουσιασμένος.

_ Εντάξει, όμως πρέπει πρώτα να οργανωθούμε… Μη βιάζεσαι!

Το ίδιο απόγευμα, τα παιδιά ανακοίνωσαν στην κ. Μαίρη ότι σε μια βδομάδα αναχωρούν για την Πάτρα. Εκείνη, ξαφνιασμένη στην αρχή, δεν θέλει να το επιτρέψει, αλλά αναλογιζόμενη ότι θα τους προσέχει εκεί ο Μάριος, τελικά δίνει την έγκρισή της. Ο χρόνος κυλά γρήγορα και μέσα σε αυτή τη βδομάδα οι δυο έφηβοι κάνουν βόλτες στη Νύμφη του Θερμαϊκού, οργανώνονται για την κάθοδο στη Νότια Ελλάδα και δεν αργεί να έρθει και η μέρα που έρχονται τόσο κοντά, ώστε να ολοκληρώσουν την αγάπη τους… Πλέον ο ένας είναι ερωτευμένος με τον άλλο και χτίζουν μια σχέση στην οποία παρ’ ότι κυριαρχεί ο εφηβικός ενθουσιασμός του πρώτου έρωτα, αυτός δεν φαντάζει καθόλου ψεύτικος ή προσποιητός. Τα συναισθήματα φαίνεται να απορρέουν αληθινά και ανεξάντλητα από βαθιά μέσα τους. Άλλωστε, γνωρίζονται χρόνια και έχουν περάσει τόσα πολλά μαζί…

Φτάνει το βράδυ της Παρασκευής… Οι βαλίτσες έτοιμες. Αυτό είναι το τελευταίο βράδυ στη Θεσσαλονίκη… Τα δυο παιδιά κουρνιάζουν το ένα στην αγκαλιά του άλλου, δίχως να ξέρουν τι τους περιμένει στην νέα τους αναζήτηση… Το επόμενο πρωί, αναχωρούν για Πάτρα…

(Ελπινίκη Αρδαμερινού)

7ο επεισόδιο

Σάββατο πρωί. Στο λεωφορείο για την Πάτρα η Έρση με το Χάρη ξεκινούν για την καινούρια έρευνα. Δεν ξέρουν τι θα συναντήσουν ούτε και τι τους περιμένει. Το μόνο που ξέρουν είναι ότι είναι πολύ ερωτευμένοι και ετοιμάζονται για ένα συναρπαστικό ταξίδι γεμάτο αγάπη, αγωνία και αναζήτηση.

Η μέρα είναι πολύ όμορφη, ηλιόλουστη και ζεστή. Η διαδρομή αυτή την εποχή του χρόνου είναι θεσπέσια και τα δύο παιδιά απολαμβάνουν την κάθε στιγμή του ταξιδιού. Θαυμάζουν το τοπίο, εντυπωσιάζονται από τους μεγάλους, καινούριους δρόμους της εθνικής οδού. Τους συναρπάζει το ανέβασμα στον Μπράλλο και η διέλευση της γέφυρας του Ρίου – Αντιρρίου. Τελικά φτάνουν στην Πάτρα αργά το απόγευμα.

Ο Μάριος τους υποδέχεται στο σταθμό και τους υπόσχεται να περάσουν εκπληκτικά μαζί του. Η Πάτρα είναι γεμάτη φοιτητές και τα στέκια τους είναι το καλύτερο σημείο συνάντησης στην πόλη. Ευτυχώς το σπίτι του Μάριου βρίσκεται σε μια πολύ γραφική συνοικία και καθώς ο συγκάτοικός του, ο Γεράσιμος, πήγε στο Αργοστόλι γιατί η αδερφή του κοντεύει να γεννήσει το πρώτο της μωρό, το νεαρό ζευγάρι θα εγκατασταθεί στο άδειο δωμάτιο – τουλάχιστον μέχρι να επιστρέψει ο ευτυχισμένος θείος.

Αν και το ταξίδι ήταν πολύωρο τα παιδιά λαχταρούν να βγουν και να γνωρίσουν την Πόλη. Αποφασίζουν έτσι να πάνε για ένα καφέ σε κάποια μοντέρνα καφετερία στην περιοχή του λιμανιού. Το περιβάλλον είναι συναρπαστικό και μακριά διακρίνονται φώτα από την Αιτωλοακαρνανία. Αυτή την ώρα δεν υπάρχουν πολλά πλοία στο λιμάνι και η κίνηση είναι αρκετά περιορισμένη. Ωστόσο το καφέ είναι πολύ δημοφιλές και αρκετά ζευγαράκια και μικρές παρέες το έχουν επισκεφτεί.

Οι τρείς νέοι επιλέγουν να καθίσουν σε ένα γωνιακό τραπεζάκι που βλέπει την άκρη του λιμανιού. Μιλάνε για τους κοινούς γνωστούς, τη ζωή στη Θεσσαλονίκη και μοιραία καταλήγουν στο θέμα που τους ενδιαφέρει – τον κ. Κώστα….

_ Μην ανησυχείτε, τους λέει ο Μάριος. Θα τον βρούμε πολύ εύκολα. Οπως ξέρετε ο γιός του κ. Κώστα είναι συμφοιτητής μου στη σχολή και μόλις με ειδοποιήσατε την περασμένη βδομάδα, προφασίστηκα ότι χρειαζόμουνα κάποιες σημειώσεις και τον επισκέφτηκα στο σπίτι του. Για καλή μου τύχη, μου άνοιξε ο κ. Κώστας, ο οποίος χάρηκε πολύ που έμαθε ότι βρισκόμουνα τόσο κοντά στο σπίτι τους και με κάλεσαν για φαγητό. Μου είπε λοιπόν ότι μπορώ να τους επισκέπτομαι όσο συχνά θέλω!

Τα παιδιά χάρηκαν ιδιαίτερα με τα νέα που άκουσαν και στη συνέχεια κατέστρωσαν σχέδιο για το πως θα αναφέρουν στον κ. Κώστα τις πληροφορίες που κατάφεραν να συλλέξουν για το παράξενο ατύχημα των γονιών τους. Στη συνέχεια πήγαν σε ένα μπαράκι για ποτό και χορό. Ο Μάριος  φαίνεται πως γνωρίζει πολύ κόσμο στην Πάτρα και έτσι βρέθηκαν να μιλάνε και να διασκεδάζουν με ένα σωρό αγόρια και κορίτσια από την πρώτη κιόλας μέρα της άφιξής τους στην πόλη.

Τελικά νικημένοι από την κούραση, αργά τα ξημερώματα της Κυριακής, επιστρέφουν στο σπίτι για να κοιμηθούν και να χαλαρώσουν. Τους παίρνει ο ύπνος εξαντλημένους μα χαρούμενους που επιτέλους θα μπορέσουν να μιλήσουν με κάποιον που θα τους βοηθήσει να καταλάβουν τι συνέβη όταν χάθηκαν άδικα οι πατεράδες τους.

<<Όχι, μπαμπά! Όχι, θα είμαι καλό παι…>>, φωνάζει η Έρση στον ύπνο της και ο Χάρης αγουροξυπνημένος τη σκουντά απαλά.

_ Τι συμβαίνει Έρση μου, γιατί κλαις; τη ρωτά ανήσυχος.

Η Έρση τότε του διηγείται το παράξενο όνειρο που είδε…

Ο μπαμπάς της εμφανίστηκε και πάλι στο σπίτι τους και μιλούσε σιγά στο αυτί της μαμάς της. Η μαμά θλιμμένη, προσπαθούσε να του εξηγήσει κάτι μα η Έρση αν και βρισκόταν σχεδόν δίπλα τους δεν μπορούσε να καταλάβει τι λέγανε. Τότε, εντελώς ξαφνικά, είδε τη μαμά να κρατά στην αγκαλιά της ένα μωρό και ο μπαμπάς να προσπαθεί να το πάρει και να φωνάζει. «Δος μου σε παρακαλώ το εγγονάκι μου. Είναι το παιδί της αγαπημένης μου κόρης. Δεν βλέπεις πως θέλω να το κρατήσω εγώ κοντά μου; Άλλωστε η Έρση δεν ήταν καλό παιδί και δεν σε άκουγε καθόλου μέχρι τώρα …»

Η Έρση άρχισε τότε να κλαίει και να παρακαλεί τον πατέρα της να της αφήσει το μωρό … και τότε ο Χάρης την ξύπνησε.

_ Μην φοβάσαι μικρούλα μου. Δεν έχεις κανένα λόγο να αισθάνεσαι άσχημα. Είσαι τόσο καλή κι  ευαίσθητη! Είμαι σίγουρος πως ο μπαμπάς σου, όπως και ο δικός μου, θα χαίρονται από τον ουρανό που μας βλέπουν έτσι ερωτευμένους.

Ανακουφισμένη ξάπλωσε μέσα στην αγκαλιά του Χάρη κι αναρωτήθηκε τι μπορεί να σήμαινε αυτό το μωρό. Θα έπρεπε να ρωτήσει τη φίλη της την Μαργαρίτα, που ασχολείται συστηματικά με τα όνειρα.

(Αλεξούδη Ελένη)

8o επεισόδιο

Έτσι κυλούσαν σιγά-σιγά και οι υπόλοιπες μέρες στην Πάτρα. Υπήρχε πάντα το ίδιο χαρούμενο αλλά και συνάμα τόσο γεμάτο ένταση μοτίβο. Βόλτες στην Πάτρα, έρευνα και ύστερα οι τόσο επώδυνοι και εξουθενωτικοί εφιάλτες της Έρσης. Την κούραζαν τόσο… μα τόσο πολύ… Ήταν σαν κάποιος ή κάτι, ένα γεγονός, μία εκκρεμότητα του παρελθόντος να είχε φωλιάσει εκεί μαζί της σαν σκιά. Στοίχειωνε τα βράδια της και ύστερα τη μέρα της, μέσω των συλλογισμών της. Ένας τοίχος ήτανε εκεί, την ενοχλούσε, δεν την άφηνε να χαρεί, να ξεχαστεί. Όμως ευτυχώς γι΄ αυτήν είχε πάντα το αποκούμπι της, τον Χάρη της.

Πάλευε κι αυτός. Το ένιωθε. Μέρα με τη μέρα όμως είχε αποδυναμωθεί. Δεν είχε πλέον υπομονή γι’ άλλα όνειρα. Τον τσάκιζαν. Τον έκαναν να σκέφτεται πράγματα, που άλλοτε μ’ έναν τόσο απλό τρόπο – μονάχα μία σκέψη του – τα καταχώνιαζε στην πιο μακρινή και σκοτεινή μεριά της ψυχής του…

Ώσπου ένα πρωί ήρθε και ο πρώτος καυγάς.

Η Έρση  ούρλιαζε. Ούρλιαζε πάλι τόσο δυνατά… Είχε δει για ακόμη μια φορά τον πατέρα της. Αυτή την φορά της το ζήτησε ξεκάθαρα. Τη βοήθεια της. Αλλά όχι. Ήταν κάτι πάνω από αυτό. Το απαιτούσε. Μπορούσε να το δει στα μάτια του. Ήταν τόσο σκοτεινά. Ήταν τα μάτια που ταύτιζε, όταν ήταν μικρή, με μία αταξία της, με μία ανυπακοή της. Δεν το άντεχε αυτό. Την έκαιγαν οι τύψεις και η απραξία όλων αυτών των ημερών. Η ανώφελη προσπάθεια τους. Είχαν διανύσει τόσο δρόμο κι όμως η αλήθεια ήταν ακόμη άφαντη. Αυτά τα μάτια την έκαιγαν… Της τσάκιζαν την ψυχή… Ούρλιαζε και πάλι…

Ο Χάρης ξύπνησε αλαφιασμένος. Αλλά αυτή τη φορά άρχισε να φωνάζει κι αυτός: «Δεν σ’ αντέχω άλλο!» ξεστόμισε υιοθετώντας όμως ταυτόχρονα κι ένα βλέμμα μετάνοιας.

Η Έρση σώπασε. Κι ύστερα από ένα λεπτό ήρθαν και πάλι οι λυγμοί. Πιο δυνατοί αυτή τη φορά. Δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει, την είχαν ήδη νικήσει. Όμως  δεν ήταν μόνη. Ο Χάρης την ακολουθούσε γι άλλη μια φορά, συνοδεύοντάς την στον πόνο της. Την σφιχταγκάλιασε και ξέσπασε μαζί της.

8 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

Το τηλέφωνο της Έρσης χτυπά επίμονα, από το γραφείο στο οποίο είναι ακουμπισμένο. Είναι η κυρία Μαίρη.

«Ορίστε», λέει λαχανιασμένη η Έρση.

«Αγάπη μου με ξέχασες»  αποκρίνεται από την μεριά της η κ. Μαίρη μ’ ένα παράπονο, τόσο καλά όμως κρυμμένο στην στοργή της.

«Μαμά! Το ξέρεις ότι δεν είναι », απάντησε με έναν παιχνιδιάρικο τόνο η Έρση.

Και ο καθημερινός, μα τόσο αναγκαίος και για τις δύο διάλογος συνεχίστηκε…..

Ωστόσο το τηλεφώνημα αυτό δεν ήταν σαν τα άλλα. Η κυρία Μαίρη το είπε ξεκάθαρα. Και μάλιστα μ’ έναν παράταιρο, σύμφωνα με την Έρση, ενθουσιασμό: «Έρση, αρχίζεις το σχολείο. Πρέπει να γυρίσεις στη Θεσσαλονίκη.»

Το τηλέφωνο έκλεισε μ’ ένα παγωμένο «γειά» της Έρσης. Οι δύο φράσεις όμως της κυρίας Μαίρης παρέμειναν εκεί, να αιωρούνται. Τρομακτικές για την Έρση. Ελπιδοφόρες για την κυρία Μαίρη. Λυπητερές για τον Χάρη. Ήταν όλα τόσο μπερδεμένα…

Ένας κυκλώνας είχε χτυπήσει την Έρση σχεδόν αυτόματα με το κλείσιμο του τηλεφώνου. Θεσσαλονίκη. Σχολείο. Καινούργια μαθήτρια… Το ήξερε όμως βαθιά μέσα της πως αυτός ο κυκλώνας ,όσο περίεργο κι αν της φαινόταν, ήταν αυτό που τόσο της χρειαζόταν. Το ήξερα από εκείνο το πρωί που είχε βυθιστεί στον πόνο της μαζί με το Χάρη. Τον Χάρη της, που της είχε φωνάξει. Το ήξερε ότι έπρεπε να φύγει από την Πάτρα… τουλάχιστον για λίγο.

Κυριακή πρωί.

Η Έρση κλείνει τη βαλίτσα της με κόπο .Ο Μάριος με το Χάρη την περιμένουν στο αμάξι. Ο Χάρης θα μείνει στην Πάτρα να συνεχίσει με την έρευνα. Κοιτάει γι’ ακόμη μια φορά τα χαρτιά που βρήκαν για τον κύριο Κώστα και έπειτα τα βάζει κι αυτά βιαστικά μέσα στο ήδη γεμάτο σακίδιο της.

Στο αυτοκίνητο μέσα σε μια έντονη σιωπή νιώθεις να ακούγονται οι σκέψεις  όλων.  Όλοι γνωρίζουν ότι – όσο κι αν είναι δυσάρεστο – πρέπει η Έρση να επιστρέψει Θεσσαλονίκη. Ακόμα και η ίδια φαίνεται να έχει προσαρμοστεί με τον μικρό αυτό καινούργιο εφιάλτη.

Το τρένο ξεκινάει κι απομακρύνεται από τον σταθμό. Η Έρση χαιρετά τον Χάρη, αν και ξέρει ότι δεν μπορεί να τη δει εδώ και αρκετή ώρα. Κάθεται λοιπόν στη θέση της και βγάζει ένα χαρτί απ’ το σακίδιό της και προσπαθεί να μιμηθεί την ανακουφιστική και θεραπευτική συνήθεια, που παρουσιάζουν οι ταινίες που τόσο λατρεύει… Αρχίζει λοιπόν να γράφει. Το μυαλό της σχηματίζει αυτόματα τις λέξεις, οι σκέψεις της καταγράφονται κάτω από την όλο και πιο απαιτητική και αυξανόμενη κίνηση του μολυβιού της. Το χαρτί είναι τώρα το καθρέφτισμα της, ο συνοδοιπόρος της, που ήδη της λείπει τόσο πολύ… Αυτό το αυτοσχέδιο λοιπόν ημερολόγιο της ,την συνοδεύει τώρα…

Ώσπου τα μεγάφωνα του τρένου διακόπτουν τον συλλογισμό της… «ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΕΠΙΒΑΤΕΣ ΜΕ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟ ΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΝΑ ΠΡΟΣΕΛΘΟΥΝ ΕΓΚΑΙΡΩΣ ΣΤΙΣ ΘΥΡΕΣ ΕΞΟΔΟΥ»

(Ευτυχία Χουχούτα)

9o επεισόδιο

Η Έρση κατεβαίνοντας από το τρένο βρήκε τη μητέρα της μαζί με τον αδελφό της, τον Κυριάκο, να την περιμένουν. Έτρεξε προς το μέρος τους και όλη η οικογένεια βρέθηκε αγκαλιασμένη. Η κυρία Μαίρη  ξεφόρτωσε  την κορούλα της από το βάρος των αποσκευών. Ο μικρός Κυριάκος χοροπηδούσε σαν τρελός που ξαναέβλεπε την αδελφή του. Έτσι, όλοι μαζί, με χαμογελαστά  πρόσωπα κατευθύνθηκαν προς την έξοδο του σιδηροδρομικού σταθμού και μπήκαν σε ένα από τα πολλά μπλε ταξί. Η κυρία Μαίρη έκανε την αρχή, μέσα στο ταξί, ρωτώντας την Έρση:

_ Καρδούλα μου πρέπει να περνούσες πολύ ωραία, αφού ξέχασες πως αύριο κιόλας αρχίζουν τα σχολεία .

_ Πράγματι. Οι ατελείωτες βόλτες στην όμορφη Πάτρα μού πήραν τα μυαλά.

_ Αδερφούλα τι δώρο μου έφερες; Την διέκοψε ο μικρός της αδελφός.

_ Χάχα… Κυριάκο μου αυτό θα σου το δώσω σπίτι. Είναι κάτι που πραγματικά θα σου αρέσει πολύ.

_ Φτάσαμε! Είπε ο ταξιτζής.

Κατεβήκαν όλοι από το ταξί και η Έρση κατευθύνθηκε προς την είσοδο του σπιτιού, άνοιξε την πόρτα και αφήνοντας το παλτό της στον καναπέ πήγε προς  το δωμάτιο της. Έβαλε τη βαλίτσα πάνω στο κρεβάτι και καθώς την άνοιγε  βρήκε πάνω – πάνω τα χαρτιά για την ερεύνα. Κάτω από αυτά βρισκόταν το δώρο του Κυριάκου, μια όμορφη μάσκα, ολόιδια με τον ήρωα που λάτρευε ο μικρός. Μπήκε στο καθιστικό όπου τους  βρήκε να κάθονται περιμένοντας την, για να τους εξιστορήσει τα νέα της. Όμως η Έρση ήταν πολύ κουρασμένη, έτσι έδωσε το δώρο στον Κυριάκο και ένα μεγάλο φιλί στην μητέρα της και τους υποσχέθηκε πως αύριο μετά το σχολείο θα τους έλεγε τα πάντα για τις μέρες της στην Πάτρα. Ξαναπήγε στο δωμάτιο της, έστειλε ένα μήνυμα στον Χάρη πως έφτασε καλά, μαζί με μια γλυκιά καληνύχτα, και έπεσε να κοιμηθεί.

11 Σεπτεμβρίου

Το ξυπνητήρι χτυπούσε ασταμάτητα. Έτσι η Έρση αναγκάστηκε να σηκωθεί. Αφού πλύθηκε, επέστρεψε στο δωμάτιο της για να ετοιμαστεί για το σχολείο. Ντύθηκε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα που την περίμεναν η μητέρα της μαζί με τον Κυριάκο.

_ Καλημέρα. Είπε η Έρση.

_ Καλημέρα. Είπε η κ. Μαίρη. Αργήσατε λιγάκι για αυτό θα σας πάω εγώ σήμερα με το αμάξι στο σχολείο.

Η κ. Μαίρη μπήκε στο αυτοκίνητο μαζί με τα δυο παιδία. Στη διαδρομή επικρατούσε μια ησυχία που μόνο ευχάριστη δεν ήταν. Ο Κυριάκος ήταν ανυπόμονος για την πρώτη του μέρα στο σχολείο. Το ίδιο και η Έρση, μόνο που είχε ένα περίεργο συναίσθημα.

_ Γεια σου μαμά, ξεφώνησε ο μικρός Κυριάκος και κατέβηκε από το αμάξι.

_ Γεια σου αγόρι μου. Καλή αρχή.

Αποχαιρέτισε και η Έρση τη μητέρα της, της έδωσε ένα φιλί και κατέβηκε από το αμάξι και αυτή. Η Έρση πέρασε τη μεγάλη σιδερένια πόρτα και χαιρέτισε κάποια κορίτσια κάνοντας τις πρώτες της γνωριμίες της. Μόλις  πήγε να συστηθεί χτύπησε το τηλέφωνο της. Ήταν μια άγνωστη φωνή.

_ Παρακαλώ…

_ Είσαστε η Έρση ;

_ Ναι

_ Σας τηλεφωνώ από το Γενικό Νοσοκομείο Καρπενησίου. Βρήκαμε το τηλέφωνο σας σ ένα χαρτάκι…

_ Από πού ; αποκρίθηκε σχεδόν σοκαρισμένη η Έρση.

_ Χτες το βράδυ, συνέβη ένα τροχαίο στην εθνική οδό προς Καρπενήσι. Ο οδηγός του αυτοκινήτου ήταν ένας 24χρονος νέος με το όνομα Μάριος και συνοδηγός του ένας 16χρονος με το όνομα Χάρης… Στο παντελόνι αυτού του 16χρονου, βρήκαμε και το τηλέφωνό σας.

_ Τι εννοείτε; Τι συνέβη; Πως είναι τα παιδιά ; Η φωνή της Έρσης σπάραξε.

_ Ο Χάρης βρίσκεται βάρια τραυματισμένος, στο χειρουργείο αυτή τη στιγμή. Δυστυχώς ο Μάριος δεν άντεξε…

Κλάματα έπνιξαν την Έρση και με χίλια ζόρια κατάφερε να αρθρώσει μερικές ακόμα λέξεις..

_ Τι εννοείτε ; Τι έγινε δηλαδή…;

_ Θα ήταν καλύτερα να έρθετε από εδώ, της είπε ευγενικά ο γιατρός και έκλεισε το τηλέφωνο.

Η Έρση δεν μπορούσε ούτε να αντιδράσει. Είχε μείνει στη μέση του προαυλίου σαν στήλη άλατος. Δεν μπορούσε, πνιγότανε. Το μυαλό της βρισκόταν στο δυστύχημα και στον Χάρη. Ευχόταν  να τελειώσει αυτή η μέρα, να έρθει η επομένη, το Σάββατο, για να μπορέσει να πάει να τον δει. Μετά το σχολείο, η Έρση μπήκε στο σπίτι με κλάματα και διηγήθηκε στη  μητέρα  της τα συμβάντα. Η κ. Μαίρη άνοιξε για άλλη μια φορά την αγκαλιά για την κόρη της. Αλλά πού να την παρηγορήσει…

12  Σεπτεμβρίου

Το πρωί η Έρση σηκώθηκε από τα χαράματα, ντύθηκε και αποχαιρέτισε τη μητέρα και τον Κυριάκο και κατευθύνθηκε προς τα ΚΤΕΛ. Επιβιβάστηκε στο λεωφορείο, που θα έφευγε πρώτο. Μετά από 5 περίπου ώρες έφτασε στο Γενικό Νοσοκομείο του Καρπενησίου. Μπήκε μέσα αλαφιασμένη, με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια της. Ρώτησε στη Γραμματεία του νοσοκομείου πού θα μπορούσε να ενημερωθεί για την κατάσταση του Χάρη.

_ Ο κ. Ευαγγελίδης είναι υπεύθυνος. Αποκρίθηκε η συμπαθητική κοπέλα.

_ Ευχαριστώ, απάντησε η Έρση και πήγε προς το γραφείο του γιατρού.

_ Ο κ. Ευαγγελίδης; απευθύνθηκε λίγο αργότερα στον επιβλητικό κύριο με τα λευκά, που της άνοιξε την πόρτα.

_  Παρακαλώ, ο ίδιος.

Εκεί τα ‘χασε η Έρση…

_ Ξέρετε… ήρθα από Θεσσαλονίκη… Εγώ γνωρίζω το Χάρη… αυτό το παιδί με το ατύχημα… προχθές… μπόρεσε και τραύλισε.

Ο γιατρός την κοίταξε ολόισια στα μάτια, βγάζοντας ανάμικτα όση καλοσύνη μπορούσε μαζί με τον πόνο του.

_ Ο  Χάρης, μετά τις επεμβάσεις που υπέστη, αν τελικά τα καταφέρει, δύσκολα θα μπορέσει να περπατήσει πλέον… Πρέπει να περιμένουμε και να ελπίζουμε…

_ Μπορώ να τον δω τουλάχιστον; ψέλλισε η Έρση, μαζεύοντας τις αντοχές της.

_ Ο κ. Ευαγγελίδης την οδήγησε στο θάλαμο 329 και έσπρωξε ελαφρά την πόρτα…

(Χριστίνα Φωτίου)

10 o επεισόδιο

Στους διαδρόμους του νοσοκομείου η Έρση, κατευθυνόμενη στο θάλαμο που βρισκόταν ο Χάρης με συνοδό το γιατρό έκανε διάφορες σκέψεις, βάζοντας με τον νου της τα χειρότερα. Ακόμη δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε συμβεί. «Με τι κουράγιο θα συνεχίσω τη ζωή μου αν πάθει κάτι ο Χάρης; Δεν θα το αντέξω. Και εγώ; Τι θα απογίνω εγώ, ολομόναχη; Μακάρι να ήταν όλα ένα ακόμη όνειρο…»

Ο συλλογισμός της διακόπηκε από το τρίξιμο της πόρτας… Αμίλητη, έτοιμη να βάλει τα κλάματα, με τους ήχους των μηχανημάτων να την αγχώνουν περισσότερο, πλησιάζει τον φίλο της. Δεν έβαλε τα κλάματα. Όσο κι αν το είχε ανάγκη. Σκέφτηκε ότι με τα δάκρυα δεν μπορεί να βοηθήσει τον Χάρη, δεν μπορεί έτσι να του δώσει κουράγιο και δύναμη για να παλέψει με τον θάνατο και να βγει νικητής από αυτήν τη μάχη. Κάθισε πλάι του, του έπιασε το χέρι και τον κοίταζε χωρίς να λέει τίποτα.

Λίγα λεπτά αργότερα ο γιατρός της ζητάει ευγενικά να φύγει, καθώς δεν επιτρεπόταν να παραμείνει παραπάνω. Εκείνη δεν ήθελε να προκαλέσει κάποιο πρόβλημα και σηκώθηκε αργά. Όμως πριν φύγει, ψιθύρισε στον Χάρη λόγια που έκρυβαν απέραντη αγάπη. « Ξέρω ότι με ακούς. Κάποτε μου υποσχέθηκες πως όλα θα πήγαιναν καλά και ότι θα λύναμε το μυστήριο με τους πατεράδες μας. Μου ζήτησες απλά να έχω πίστη. Τώρα στο ζητάω εγώ. Δεν είσαι μόνος. Πάντα θα είμαι πλάι σου για ότι χρειαστείς. Θα τα καταφέρεις. Είμαι σίγουρη. Απλά έχε πίστη…»

Πέρασε μια εβδομάδα. Η Έρση επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη, πήγαινε σχολείο και έτσι δεν μπορούσε να επισκέπτεται τον Χάρη. Ωστόσο επικοινωνούσε καθημερινά με τον γιατρό και ενημερωνόταν για την πορεία της υγείας του, η οποία βελτιωνόταν με γρήγορους ρυθμούς, γεγονός που καθησύχαζε την γεμάτη φόβο Έρση. Σάββατο πρωί δέχεται ένα τηλεφώνημα από άγνωστο νούμερο. Εκείνη απαντάει όλο περιέργεια:

_ Παρακαλώ, ποιος είναι;

_ Έρση…, αποκρίθηκε μια τρεμάμενη φωνή. Ο Χάρης σου είμαι…

_ Χάρη μου… Εσύ είσαι; Αυτήν την στιγμή την περίμενα πώς και πώς. Ανησυχούσα τόσο πολύ για σένα.

_ Κοίτα… Δεν θέλω να σε τρομάξω.

_ Να με τρομάξεις; Τι συμβαίνει; Έρχομαι αμέσως να σε βρω. Σε αγαπώ πολύ.

_ Και εγώ.

Τα τηλέφωνα έκλεισαν. Η Έρση ετοιμάστηκε γρήγορα και πήρε το πρώτο λεωφορείο με προορισμό το Καρπενήσι.

Αργά το απόγευμα έφτασε στο νοσοκομείο και έτρεξε απευθείας στο θάλαμο του Χάρη. Τον βρίσκει ξαπλωμένο, περιμένοντάς την. Χαιρετιούνται, αγκαλιάζονται. Είναι και οι δύο χαρούμενοι. Η ατμόσφαιρα είναι συναισθηματικά φορτισμένη. Ξαφνικά και τα δύο πρόσωπα σοβάρεψαν και η αγωνία φάνηκε στα μάτια της Έρσης. Έτρεμε στην ιδέα ότι τα πράγματα δεν θα γίνουν ευκολότερα.

_ Καρδούλα μου, είπε ο Χάρης. Πιθανώς το γνωρίζεις ήδη. Δεν πρόκειται να ξαναπερπατήσω. Είναι οριστικό. Όμως συμβαίνει κάτι άλλο που πρέπει να σου πω. Το ατύχημα του αδικοχαμένου μου αδερφού και το δικό μου… δεν ήταν ατύχημα…

_ Τι… Τι εννοείς δεν ήταν ατύχημα…

_ Προσπάθησαν να μας σκοτώσουν. Και μάλιστα με τον Μάριο τα κατάφεραν. Ούτε στην κηδεία του δεν μπόρεσα να πάω. Ευτυχώς τα κανόνισαν όλα οι φίλοι και οι συγγενείς στην Πάτρα.

_ Περίμενε… Ποιος προσπάθησε να σε σκοτώσει;  Κατάπιε έναν κόμπο στο λαιμό της η Έρση…

_ Αυτοί που δολοφόνησαν και τους γονείς μας. Τώρα όλα είναι ξεκάθαρα. Δεν ήταν εργατικό ατύχημα. Φάνηκε έτσι. Ο λόγος; Η βιοτεχνία ήταν βαθειά μπλεγμένη, πολύ βαθιά…

_ Τι εννοείς;

_ Δεν ξέρω συγκεκριμένα. Οι πατέρες μας κατάλαβαν ότι κάτι έτρεχε. Όμως πρόλαβαν και τους έβγαλαν από την μέση προτού προλάβουν και μιλήσουν, έτσι ώστε να συνεχίσουν ανενόχλητοι τις βρώμικες δουλειές τους. Έμαθαν τώρα πως εμείς ψάχνουμε και θεώρησαν πως ήμασταν κίνδυνος για εκείνους.

_ Και εμένα γιατί δεν προσπάθησαν να με σκοτώσουν; Δεν ήσουν ο μόνος που έψαχνε.

_ Πιθανώς επειδή μετακόμισες Θεσσαλονίκη.

_ Και τι θα κάνεις τώρα; Πρέπει να πας στην αστυνομία.

_ Δεν έχω καμιά απόδειξη για όσα ισχυρίζομαι. Η αστυνομία προς το παρόν δεν μπορεί να με βοηθήσει. Πρέπει να το τελειώσουμε. Να βρούμε ποιοι κρύβονται από πίσω.

_ Δεν ξέρω αν μπορώ.

_ Τι δεν ξέρεις;

_ Δεν μπορώ να συνεχίσω, με τον φόβο μήπως σήμερα πάθω εγώ ή εσύ κάτι. Δεν το αντέχω. Θέλω να τα αφήσω όλα πίσω μου.

_ Εγώ θα το τελειώσω. Μπορώ. Αν δεν το τελειώσω, θα τελειώσει αυτό εμένα. Πρέπει να ξεμπερδέψω μια και καλή, να βάλω ένα οριστικό τέλος. Με ή χωρίς εσένα.

_ Μην το λες αυτό. Δεν το εννοείς.

_ Το εννοώ Έρση. Νόμιζα ότι μπορώ να βασίζομαι σε εσένα. Περνάω την πιο δύσκολη φάση της ζωής μου. Είμαι ανίκανος να περπατήσω, έχασα τον αδερφό μου… Έκανα λάθος όμως. Είμαι μόνος μου.

_ Θέλω μόνο να σε προστατέψω. Ενδιαφέρομαι για το καλό σου.

_ Όπως φαίνεται δεν γνωρίζεις το καλό μου. Φύγε. Άσε με μόνο μου. Έχω αρκετή δουλειά να κάνω, ξέσπασε ο Χάρης…

Η Έρση δεν είπε τίποτα. Με δάκρυα στα μάτια και με την ελπίδα πως σύντομα τα πράγματα θα πάρουν την τροπή που πρέπει, άφησε τον Χάρη μόνο και έφυγε δειλά από το δωμάτιο…

(Μαρία Χατζηάστρου)

11o επεισόδιο

Δωμάτιο -329- έγραφε η πόρτα που ακούστηκε να κλείνει με ένα δυνατό, ανατριχιαστικό στρίγκλισμα του ταλαιπωρημένου μεντεσέ της. Ύστερα, ησυχία.

Τακ…τακ…τακ… Ένα καστανόξανθο κορίτσι περπατάει. Περπατάει ανέκφραστο στο βρόμικο μωσαϊκό του διαδρόμου του παλιού κτιρίου. Τα βήματα της σαν να σέρνουν κάτι, μια σκέψη, μια ιστορία και το δάκρυ που κυλά στο πορσελάνινο μάγουλό της δείχνουν την απόγνωση της.

Η Έρση είναι απεγνωσμένη. Δεν μπορεί να σκεφτεί λογικά, δεν ξέρει πια ποιο είναι το σωστό. Στο μυαλό της, όλα ένα κουβάρι. «Τι θα κάνω? Είμαι μόλις δεκαέξι χρονών, τι μπορώ να κάνω! Το μόνο που θέλω είναι να κοιμηθώ ήρεμα, να τα αφήσω όλα πίσω μου, να είμαι ευτυχισμένη». «Να είμαι ευτυχισμένη» ψιθύρισε. «Όμως τον αγαπώ», σκέφτηκε κατεβαίνοντας με το ασανσέρ στο ισόγειο. Ένα δυνατό κλάμα, ανάμικτο με μια ανάσα, σαν από άνθρωπο που μόλις βγήκε στην επιφάνεια, μετά από μερικά λεπτά εγκλωβισμένος στον βυθό της θάλασσας, βγήκε από το στόμα της νεαρής Έρσης. Τα συναισθήματα επιτέλους φανερώθηκαν. Ό,τι την έτρωγε σαν σαράκι απελευθερώθηκε.

Είχε φτάσει ήδη στην είσοδο του νοσοκομείου με αυτόν τον αργό βηματισμό και τις αμέτρητες σκέψεις, όταν ξάφνου άρχισε να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση, να ανεβαίνει σαν τρελή τις σκάλες αφήνοντας πίσω της μια λάμψη από το διαμαντένιο της χαμόγελο και ένα μουσκεμένο χαρτομάντιλο, στο τελευταίο σκαλοπάτι, από τα κόκκινα υγρά της μάτια. Τώρα διασχίζει  τον διάδρομο που βρισκόταν εκεί λίγα λεπτά πριν ενώ το φως του φεγγαριού πια, προβάλει από το παράθυρο.

Η πόρτα του δωματίου 329 ξανανοίγει απότομα, αλλά αυτή τη φορά δίχως να κάνει τον ενοχλητικό θόρυβο. Η Έρση τρέχοντας χωρίς να κάτσει να το σκεφτεί πάει στην αγκαλιά του Χάρη της. Μια αγκαλιά ζεστή, οικεία που ξέρει πως θα είναι πάντα εκεί. Τα χέρια της σφιχτά κρατάνε τη μέση του. Η Έρση ακούει τον σφυγμό του Χάρη μέσα από το μουσκεμένο από τα δάκρυα χαράς μπλουζάκι του και του λέει με σιγανή τρεμάμενη φωνή:

_ Το μόνο που θέλω… το μόνο που θέλω είναι… είναι να είμαι ευτυχισμένη. Χωρίς εσένα δεν μπορώ, είπε με σιγουριά.

_ Αχ Έρση. Είπε το όμορφο αγόρι με μια γλυκιά, τρυφερή φωνή χαϊδεύοντας τα ανάκατα μαλλιά της.

Για μια ακόμα φορά η σιωπή επικράτησε στη φορτισμένη με συναισθήματα αγάπης  ατμόσφαιρα. Τη σιωπή αυτή την έσπασε η Έρση:

_ Μου λείπει… ο μπαμπάς μου, συμπλήρωσε βλέποντας το απορημένο βλέμμα του Χάρη. Το κάθε τι που κάναμε μαζί, μου λείπει, προσπαθώ να κρύψω την στεναχώρια που μου προκαλεί το κενό του, θέλω να τη θάψω μέσα μου. Ξέρεις, από τότε που έφυγε δεν έχω ρίξει ούτε ένα δάκρυ ούτε μια στάλα, γιατί πίστευα πως έπρεπε να φανώ δυνατή για την οικογένεια μου, αλλά δεν βοήθησε σε τίποτα. Ξέρω πως κι εσύ δεν είχες την καλύτερη σχέση με τον πατέρα σου, αλλά για εμένα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Για μένα ο μπαμπάκας μου ήταν ο πρίγκιπας μου, είπε με μια εύθραυστη φωνούλα. Με προστάτευε με υπερασπιζόταν και με αγαπούσε όσο τίποτα άλλο, και εγώ τον αγαπούσα όσο τίποτα άλλο, αναστέναξε κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο το δέντρο που φωτιζόταν από το μισοφέγγαρο.

_ Θέλω να ξέρεις πως θα έκανα τα πάντα για εσένα, είπε εκείνος.

Η Έρση χαμογελάει.

_ Αλλά πια, δεν ξέρω αν μπορώ. Συμπληρώνει ο Χάρης

Το χαμόγελο της κόβεται απότομα.

_ Μα τι λες;

_ Τι να λέω! Δεν βλέπεις, είμαι ένας σακάτης, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Το μόνο που μπορώ να κάνω και θα κάνω είναι να ψάξω πληροφορίες για το ατύχημα, αλλά κατά τα άλλα… είμαι ένας άχρησ…..

_ Σταμάτα επιτέλους, τον διέκοψε η Έρση. Δεν αντέχω να ακούω άλλο βλακείες, φώναξε αγανακτισμένη με επιβλητικό τόνο που καλά κρυμμένη από πίσω ήταν η θλίψη και η απογοήτευση της.           Αν και καταλαβαίνω πως νιώθεις, ωστόσο δε σε συμμερίζομαι, είπε ήρεμα. Αλλά μην παύεις να έχεις ελπίδα, και εννοείται πως μπορείς όλα να τα κάνεις. Και αν δεν μπορέσεις μόνος σου θα είμαι εγώ εκεί να σε φροντίζω και να σε υποστηρίζω.

_ Μην μένεις μαζί μου επειδή με λυπάσαι, μόνο αυτό δεν θέλω.

_ Ούτε εγώ το θέλω. Μένω μαζί σου επειδή δεν θέλω να είμαι χωρίς εσένα. Επειδή σε αγαπώ.

Ο Χάρης έδωσε ένα σκαστό φιλί στα ροδοκόκκινα χείλια της Έρσης.

_Έμαθα τα καμώματα σου Έρση για την έρευνα που κάνεις. Παίρνεις τα πράγματα σου και φεύγουμε τώρα για Θεσσαλονίκη το κεφάλαιο κλείνει εδώ, είπε με θυμωμένη φωνή η κ. Μαίρη, που μόλις είχε μπει στο δωμάτιο φουριόζα κρατώντας τον αναψοκοκκινισμένο Κυριάκο και μια κίτρινη τσάντα, που από μέσα έβγαινε το τσαλακωμένο αλουμινόχαρτο του κολατσιού από το ταξίδι που μόλις είχε προηγηθεί.

Η ατμόσφαιρα ψύχρανε απότομα…

(Βίκη Τάνη)

Για κάθε chat που γεμίζει χρήστες μία πλατεία αδειάζει από παρέες…

(Το κείμενο που ακολουθεί είναι από την εισήγηση της μαθήτριάς μας, Αφροδίτης Σισμανίδου, στον πρόσφατο αγώνα λόγου που διεξήχθη στο τμήμα μας, (18/1/11)  με θέμα: “Τα θετικά και τα αρνητικά του διαδικτύου”)

Θα συμφωνήσουμε όλοι, ότι η εξέλιξη της τεχνολογίας, έχει ως στόχο της να βελτιώσει το βιοτικό μας επίπεδο, και να διευκολύνει τις ζωές μας.

Το διαδίκτυο είναι ένα από τα πιο μοντέρνα επιτεύγματα και συνεχώς εκσυγχρονίζεται και βελτιώνεται, ως προς τις λειτουργίες του και τις δυνατότητές του.

Όλο και περισσότεροι άνθρωποι σήμερα προσπαθούν να επικοινωνήσουν μέσω των γνωστών σ’ όλους chatroom (δωμάτια επικοινωνίας ή κουτσομπολιού όπως χαρακτηρίζονται),  με φίλους και μη.

Για ποια επικοινωνία όμως μιλάμε; Πως μπορούν δύο οι περισσότεροι άνθρωποι, να επικοινωνήσουν μέσα από μία οθόνη και ένα ξερό πληκτρολόγιο;  Τώρα οι νέοι «μαζεύονται» για κουβεντούλα, κάθε βράδυ μέσα στο internet.  Γελούνε, βάζοντας  άνω και κάτω τελεία και το κλείσιμο της παρένθεσης…. Δείχνουν την αγάπη τους, βάζοντας καρδούλες…Κλαίνε, με άνω κάτω τελεία  και παρένθεση που ανοίγει …

Μα που είναι ο κόσμος, τα βράδια μετά από το πέρασμα μίας δύσκολης παραγωγικής μέρας;  Kάποτε, οι πλατείες  σφύζανε από κόσμο και νεανικές παρέες…Τα Σάββατα και τις Κυριακές το πρωί  γέμιζαν οι δρόμοι από νέα παιδιά, που μπουλούκια μπουλούκια  κατέβαιναν στις παραλίες, στις πλατείες και στα πάρκα για να περάσουν μαζί συζητώντας, τραγουδώντας και γελώντας την ώρα τους.

Τότε, που μιλούσες στον άλλο με το στόμα και όχι με το πληκτρολόγιο και αυτός σε άκουγε με τα αυτιά του και όχι διαβάζοντας μία οθόνη.  Που δεν χρειαζόταν να κάνεις νοήματα και σχεδιάκια για να καταλάβει, αν είσαι ήρεμος ή θυμωμένος.  Που παρηγορούσες το φίλο σου, παίρνοντας τον μία αγκαλιά ή χτυπώντας του τον ώμο με νόημα. Τότε, που για να κάνεις κέφι πήγαινες να ακούσεις μουσική και να χορέψεις και όχι απλά να επισυνάψεις  ένα μουσικό κομμάτι, πάνω στον τοίχο του άλλου.

Δυστυχώς, αυτός ο τρόπος επικοινωνίας, άρχισε να περνάει και σε μεγαλύτερες ηλικίες  και σταμάτησαν τα καθημερινά καφεδάκια και οι περίπατοι… Και όλο και περισσότεροι παίρνουν την κούπα του καφέ τους κι αντί να χτυπήσουν την πόρτα του γείτονα και να τον πιούν παρέα, του μιλάνε μέσα από το διαδίκτυο και πίνουν τον καφέ μόνοι τους.

Και εδώ είναι που έρχεται το μεγάλο ερώτημα… Πως μπορεί κάποιος να ξέρει αν αυτά, που του λέει  ο άλλος, από την άλλη πλευρά είναι αληθινά;  Πως μπορεί να ξέρει,  αν ο άλλος όντως τον συμπονά στον πόνο του, χαίρεται μαζί του στην χαρά του,  του χαμογελάει όταν του το λέει….; Και όμως δεν μπορεί να το ξέρει. Δεν μπορεί να το γνωρίζει  και αυτό είναι το τραγικό της υπόθεσης… Ότι οι σχέσεις μέσω του διαδικτύου,  μπορεί να είναι πλασματικές…. Μέσα από τέτοιου είδους επικοινωνία ,  δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το αν αυτό, που ζούμε και αισθανόμαστε είναι πραγματικό ή ψεύτικο.

Ναι, το διαδίκτυο είναι ένας  μοντέρνος τρόπος επικοινωνίας,  αλλά ας αρκεστούμε  σ’ αυτό. Δεν μπορεί να μας προσφέρει, τίποτα άλλο από την δυνατότητα, να επικοινωνήσουμε με  άτομα που βρίσκονται μακριά μας  και δεν μπορούμε να τα έχουμε δίπλα μας, όποτε εμείς επιθυμούμε.

Ανοίξτε τα μάτια σας, η πραγματική ζωή είναι εκεί έξω. Στο διπλανό δωμάτιο, στο σπίτι του γείτονα, στο δρόμο, στις πλατείες…. Έξω από μία φωτεινή οθόνη….

Αφροδίτη Σισμανίδου

Τι δεν είναι Χριστούγεννα…

Η μοναξιά... του Χριστουγεννιάτικου δέντρου!

Μέρες Χριστουγέννων… περπατώνας στην πολύβουη και πολύχρωμη αγορά,

καθώς αισθάνομαι σαν γρανάζι στο μηχανισμό του καταναλωτικού συρφετού,

θέλω να δώσω νοερά το λόγο στα πρόσωπα που με προσπερνούν βιαστικά στο πεζοδρόμιο…

Σε εκείνους που διαγκωνιζόμαστε στα ταμεία των καταστημάτων,

που με κοιτούν με απορία απο το τζάμι του διπλανού αυτοκινήτου, όταν μποτιλιαριζόμαστε στους ασφυκτικἀ εορταστικούς δρόμους της πόλης μας…

Τείνω σ’αυτούς το μικρόφωνο της εγκλωβισμένης σκέψης μου

για ένα αναπάντητο… παιδιάστικο ερώτημα:

“Τι είναι Χριστούγεννα για σένα;…”

Η κυρία με το γούνινο, που τρύπωσε στη φωταγωγημένη Boutique, δεν έχει καν χρονο για να σκεφτεί την απάντηση…

Ο νεαρός που αφηνιάζει πάνω στη σέλα της μηχανής του, πιστεύει ότι εξουσιάζει το χρόνο, άρα δεν έχει λόγο να ασχοληθεί με το παρελθόν…

Το αγόρι με το βρώμικο μουτράκι στα φανάρια, μετρά την αξία των Χριστουγέννων με τα κέρματα στη μικρή του παλάμη…

Η γιαγιά, που ψάχνει κάποιον να την περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, αναπολεί τις εποχές που οι ψυχές μας μάθαιναν να συλλαβίζουν την αγάπη και την ευγένεια τέτοιες μέρες…

Ο πολυάσχολος πατέρας, που μοχθεί να διαχειριστεί τα οικογενειακά βάρη, νιώθει ανυπεράσπιστος από τον καταιγισμό των υλικών υποχρεώσεων που προκύπτουν…

Το παλικάρι, το ξεχασμένο στο παγωμένο παγκάκι του πάρκου, ζητιανεύει λίγη ελπίδα μόνο, εμφιαλωμένη σε λίγα λεπτά ναρκωτικής ευφορίας…

Η ζαλισμένη μαθήτρια του Λυκείου γυρεύει απεγνωσμένα λίγες ανάσες ελευθερίας από το βραχνά των πνιγηρών σχολικών σελίδων, που πρέπει να αποστηθίσει…

Και η εργαζόμενη μητέρα θυμώνει, γιατί πάλι δε θά ‘χει το χρόνο να εκπληρώσει την παράκληση των παιδιών της για μια ζεστή οικογενειακή ατμόσφαιρα…

Δακρύζω… Τα μάτια μου ανοίγουν και βλέπω φώτα, χρώματα, κόσμο, ευχές.

Τα μάτια μου κλείνουν και ακούω παράπονα, φόβους, άγχη, ενοχές…

Χριστούγεννα τελικά ΔΕΝ είναι τα φώτα που σκηνοθετούν τις γήινες επιθυμίες μας, αλλά το ΦΩΣ που εκπέμπει η ψυχή μας για όσους ξεστρατίζουν στη νύχτα…

Λ.Κ.

Το άχθος της … (παρα) πληροφόρησης!

Διαγωνισμός καλύτερου σχολίου!

Δυό  εικόνες – πολλές ερμηνείες!

Σπονδή... στην ελευθερία του λόγου (!)

τι θα φάω σήμερα μαμά;;;;

Πώς ερμηνεύετε τις συγκεκριμένες εικόνες;  Θεωρώ ότι υπάρχουν αρκετές οπτικές….
Όλα τα σχόλια πολύτιμα. Τα 3 καλύτερα θα βραβευτούν!!!
(Ο Διαγωνισμός παρατείνεται και λήγει στις 13 Δεκεμβρίου το βράδυ.)
Περιμένω  τα σχόλιά σας!
Εκλεκτοί μου μαθητές / μαθήτριες πολυ χαίρομαι για την όλο και αυξανόμενη συμμετοχή σας στα σχόλια του blog μας! Ειλικρινά εντυπωσιάζομαι και διδάσκομαι από την ωριμότητα σας, την ευθυκρισία σας και την ελεύθερη σκέψη σας, έτσι όπως τα βιώνω καθημερινά στην τάξη, αλλά και εδώ. Νιώθω τυχερός που είμαστε και φέτος μαζί!
Συνεχίστε με τον ίδιο ζήλο όλο και περισσότεροι! Για να πάμε το νού μας , την καρδιά μας και τον τόπο μας λίγο ψηλότερα!!!

Το μοιρολόγι της φώκιας…

Σαν τη γολέτα του διηγήματος που ... "βολτατζάρει" στο λιμάνι, χωρίς ποτέ να φουσκώνουν τα πανιά της.

Τι σκέφτεστε για τη “γολέτα” του διηγήματος; Ποια η αλληγορία της στη ζωή μας; Πότε λέτε ότι της  μοιάζουμε; Περιμένω σχόλια….

ΥΓ.  Θα ήθελα να αποφύγετε τα greeklish.