Φιλαναγνωσία
Παρασκευή, 18 Δεκεμβρίου 2009, 1:06 μμ
Από: Σχολική Βιβλιοθήκη Γεν. Λυκείου Αίγινας | Κάτω από: Άρθρα

Η ΦΙΛΑΝΑΓΝΩΣΙΑ

Ζούμε σε μια αντιπνευματική, βαθιά καταναλωτική και υλιστική εποχή. Οι Έλληνες δε χαρακτηριζόμαστε από την αγάπη μας για το διάβασμα και αυτό φαίνεται και  από τις πωλήσεις των βιβλίων και βέβαια από την ίδια μας την καθημερινότητα και από τα κονδύλια των κυβερνήσεων για την παιδεία και από τα ποσοστά των αναλφάβητων και από τις λίγες βιβλιοθήκες που υπάρχουν σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.Εδώ θα ασχοληθούμε με τις αιτίες που τα παιδιά μας καταλήγουν να αντιπαθήσουν η ακόμη και να μισήσουν το διάβασμα και να δείξουμε το όφελος που θα είχαν αν συμφιλιώνονταν με τα βιβλία και τα αγαπούσαν. Στόχος να μη σταματήσουν ποτέ τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας να αναζητούν τη μαγεία, το όνειρο, την αγάπη για την καλλιέργεια και τη “Γνώση”  όχι απλά την πληροφορία. Γιατί η ελπίδα όλων μας για έναν δικαιότερο, καθαρότερο, ειρηνικότερο, καλύτερο, ιδανικό κόσμο ανασαίνει μέσα σε αυτούς τους σημερινούς  νεαρούς συγκατοίκους μας στον πλανήτη.«Διάβασε!», «Διάβασε», «Μα  κάτσε και διάβασε επιτέλους!». Επαναλαμβανόμενη, και πολλές φορές εις μάτην, εντολή-παρότρυνση προς παιδιά όλων των ηλικιών από γονείς και δασκάλους . Αλλά είναι μερικές λέξεις-ρήματα,  όπως «αγάπησε», «ερωτεύσου», «ονειρέψου», «διάβασε» που δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσουν στην προστακτική. Μπορούμε να υπακούσουμε και να υποκριθούμε ότι διαβάζουμε με ένα ανοιχτό βιβλίο μπροστά μας και ο νους μας να τρέχει σε έρωτες, σε βόλτες, σε ποδόσφαιρο και οπουδήποτε αλλού εκτός απ’ το περιεχόμενο του συγκεκριμένου βιβλίου. Για να διαβάσει κανείς πρέπει πραγματικά να το θέλει, να έχει κίνητρο. Και τι καλύτερο κίνητρο απ’ την αγάπη. Αγάπη για τη μάθηση που μια από τις πολλές πηγές της είναι και το διάβασμα. Μόνο που αυτή η αγάπη δεν είναι έμφυτη, καλλιεργείται.  Ο καταναγκασμός και η απειλή διαφόρων τύπων τιμωρίας είναι αντικίνητρα που φέρνουν απέχθεια γι αυτή την υποχρέωση που τη βιώνουν ως «καταναγκαστικό έργο». Επιστημονικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι η καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας είναι αποτελεσματική όταν η πρώτη επαφή με το βιβλίο δε βασίζεται σε καταναγκασμό αλλά έχει χαρακτήρα ψυχαγωγικό, δίνει χαρά και ευχαρίστηση. Τα θεμέλια αυτά μπαίνουν στην παιδική ηλικία . Το παράπονο των γονιών ότι τα παιδιά τους δε διαβάζουν θα μπορούσε να αντιστραφεί και να γίνει παράπονο των παιδιών προς τους γονείς: οι γονείς μου δε διαβάζουν. Γιατί η αναγνωστική συμπεριφορά των γονέων καθορίζει και τη στάση των παιδιών απέναντι στο βιβλίο, τα οποία συνήθως μιμούνται τους γονείς τους. Ο δρόμος  προς το βιβλίο ξεκινά πολύ πριν το σχολείο, μέσα στην ίδια την οικογένεια. Τα παιδιά μας πρέπει να τα βοηθήσουμε  να διαπιστώσουν τα ίδια από μικρή ηλικία ότι τα βιβλία είναι φίλοι τους, σύντροφοι τους και πηγή ευχαρίστησης. Ας τα πάρουμε αγκαλιά από τη μωρουδιακή ακόμη ηλικία με ένα βιβλίο στο χέρι –κυκλοφορούν τόσα πολλά και για κάθε ηλικία- και ας τα μάθουμε να ρωτούν και να απορούν. Ας οδηγήσουμε τη φαντασία τους σε ταξίδια ξεφυλλίζοντας μαζί τους χρωματιστές εικόνες, με τη χρωματιστή φωνή μας στην ανάγνωση κι ας τους εμπνεύσουμε την επιθυμία της μάθησης και ας τα κάνουμε να αισθανθούν τη χαρά της γνώσης.Έπειτα έρχεται η επαφή με το σχολείο. Κάθε χρόνο χιλιάδες εξάχρονα πιτσιρικάκια εκπληρώνουν το νηπιακό τους όνειρο: να πάνε και αυτά στο σχολείο, όπως πριν τα μεγαλύτερα αδέλφια, και να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν. Σπάνια όμως διατηρούν αυτόν τον αρχικό ενθουσιασμό. Συνήθως φοβούνται, αγχώνονται, απογοητεύονται και γρήγορα χάνουν το μεράκι και το κέφι τους. Τι συμβαίνει λοιπόν; Τι φταίει;  «Ποιός είναι ο απώτερος στόχος του συγγραφέα με βάση τη δομή του κειμένου;» ερώτηση που τον πρώτο μήνα  στο Γυμνάσιο έπρεπε να απαντηθεί γραπτώς και που έκανε το γιό μου -πολύ καλό μαθητή στο Δημοτικό- να κλαίει με μαύρο δάκρυ και εμένα –πανεπιστημιακής εκπαίδευσης- να νιώθω γελοία που δεν μπορούσα να τον βοηθήσω. «Τι ήταν αυτό που σου διάβασα; Το κατάλαβες; Που έχεις το νου σου; Τι θέλει να πει ο ποιητής; Σχολίασε το». Ερωτήσεις που θυμίζουν ανάκριση, που δημιουργούν συναισθήματα φόβου στο παιδί που πιθανόν του λείπει η σιγουριά και η αυτοπεποίθηση, ότι θα απαντήσει. λάθος και βέβαια τα λάθη δεν είναι ποτέ καλοδεχούμενα. Αυτό που δεν έχουμε καταλάβει είναι ότι  τα βιβλία δεν γράφτηκαν για να τα σχολιάσουν τα παιδιά μας, αλλά για να τα διαβάσουν. Ο καθηγητής και συγγραφέας Ντανιέλ Πενάκ λέει: «Το σχόλιο είναι χρήσιμο αλλά όχι το ζητούμενο. Στην εποχή μας τα σχόλια βασιλεύουν σε τέτοιο σημείο που πολλές φορές αφαιρούν από μπροστά μας το αντικείμενο που σχολιάζεται… Δεν έβρισκα ερεθίσματα στα μαθήματα που όριζε το κράτος. Ακόμη κι αν η διδακτέα ύλη ήταν πλούσια και συναρπαστική η δύσθυμη σχολαστικότητα των βαυαρών καθηγητών θα με έκανε να σιχαθώ και το πιο ενδιαφέρον θέμα». « Στο σχολείο ζητιέται όχι μόνο κατανόηση του κειμένου αλλά και στρατηγική. Πολλοί «κακοί» μαθητές έχουν έλλειψη στοιχειώδους έφεσης στη στρατηγική κι έτσι συγχέουν τις σχολικές επιδόσεις με την καλλιέργεια. Πιστεύουν ότι είναι παρίες της ανάγνωσης, ότι η απόλαυση αυτή είναι για λίγους και στερούνται τα βιβλία σε όλη τους τη ζωή γιατί δεν ήξεραν να μιλήσουν γι αυτά όταν τους το ζητούσαν.» Λες και το παιδαγωγικό μας σύστημα έχει οργανωθεί εναντίον της επιθυμίας για μάθηση. Ανέκαθεν και παντού σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη του κόσμου φαίνεται δεδομένο ότι η απόλαυση δεν έχει θέση στο σχολικό πρόγραμμα και ότι η γνώση μόνο καρπός κόπου και επίπονης προσπάθειας μπορεί να είναι και όχι απόλαυσης. Όλα στη σχολική ζωή: βαθμοί, εξετάσεις, κατατάξεις, προσανατολισμοί επιβεβαιώνουν ότι ο θεσμός διέπεται από μια φιλοσοφία ανταγωνιστικότητας που οφείλεται στην αγορά εργασίας. «Είμαι σκράπας»,»Δεν τα παίρνω τα γράμματα», «Δεν μπορώ να καταλάβω, να συγκεντρωθώ, να εκφραστώ». Όλα αυτά σημαίνουν: είμαι ξοφλημένος, δεν έχω ελπίδες. Κι αυτό είναι βολικό. Αν αυτοκατηγορηθείς, τόσο λιγότερες απαιτήσεις θα έχουν οι άλλοι από σένα. Τίποτα πιο καθησυχαστικό από ένα μοιραίο μηδενικό που σε γλιτώνει απ’ τον κόπο της προσπάθειας. Είναι «κουλ», το σχολείο «τους τη σπάει», τους «τη δίνει» και  τους «βγάζει την πίστη». Θα’θελαν να είναι ελεύθεροι, νιώθουν εγκαταλελειμμένοι στο χάος αυτού του κόσμου που μόνο απαιτήσεις έχει. Μαθητές που νομίζουν ότι είναι κουτοί και υποτιμούν τον εαυτό τους. Στερημένοι απ την απόλαυση που δίνει η μάθηση. «Ναυαγοί μαθητές που τους ξέβρασε η σχολική άμπωτη ενώ οι άλλοι οι «καλοί» σαλπάρουν με τα Λύκεια υπερωκεάνια και ξεκινούν για μεγάλες σταδιοδρομίες».Κι αν κάποιοι από εμάς για οποιοδήποτε λόγο στο ξεκίνημα της σχέσης μας με το βιβλίο απογοητευτήκαμε και παραιτηθήκαμε μπορούμε πάντα να κάνουμε μια καινούρια αρχή. Μπορούμε να τα δούμε κι αλλιώς τα πράγματα, πιο θετικά. : « …. να διαβάζεις σα να μη ζητάς τίποτα σε αντάλλαγμα… ανάγνωση δώρο…. να διαβάζεις και να περιμένεις…. να έχεις εμπιστοσύνη στην ερώτηση που πρόκειται να γεννηθεί και να προκαλέσει μια άλλη ερώτηση».  Οι πιθανές πενιχρές επιδόσεις μας στα μαθηματικά δε θα μας στερήσουν την περιέργειά μας για το σύμπαν. Η ανορθογραφία μας δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στο να γνωρίσουμε το Ζορμπά του Καζαντζάκη η τον Γιάννη Αγιάννη των Αθλίων του Ουγκώ. Υπάρχει πάντα ένα βιβλίο για τον καθένα μας που τον περιμένει για να του χαρίσει τα δώρα του μόνο με μια ανάγνωση. Η Λογοτεχνία είναι πάντα εδώ για να διευρύνει τους ορίζοντές μας. Το μυθιστόρημα θα μας οδηγήσει στο συγγραφέα και ο συγγραφέας στην εποχή του και η εποχή στις ιστορικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που την πλαισίωναν. Κι όλα αυτά μόνο με μια απολαυστική ανάγνωση.  Αλλά τι είναι η ανάγνωση; Η απάντηση δεν είναι απλή, όπως ίσως θα περίμενε κανείς. Πρόκειται περί πολυσύνθετης διαδικασίας. Οι ορισμοί είναι πολλοί, επέλεξα όμως δύο: «Ανάγνωση δεν είναι μόνο η μετάδοση πληροφοριών από το έντυπο στο μυαλό του αναγνώστη. Είναι και μια ενεργητική χρησιμοποίηση των αποθηκευμένων γνώσεων του αναγνώστη. Χρησιμοποιούμε και τη δική μας εμπειρία συμπληρώνοντας κενά, ερμηνεύοντας και εξάγοντας συμπεράσματα από το περιεχόμενο του κειμένου.» (Robert G. Crowder),  η   «Η ανάγνωση συνεπάγεται την αναγνώριση τυπωμένων η χειρόγραφων συμβόλων τα οποία χρησιμεύουν ως ερεθίσματα για την ανάκληση νοημάτων τα οποία έχουν κερδηθεί από προηγούμενες εμπειρίες και τη δόμηση καινούριων, με τη βοήθεια αντιλήψεων τις οποίες κατέχει ήδη ο αναγνώστης. Τα νοήματα τα οποία προκύπτουν οργανώνονται σε διαδικασίες σκέψης σύμφωνα με τους σκοπούς τους οποίους έχει επιλέξει ο αναγνώστης. Η οργάνωση αυτή οδηγεί σε μια νέα συμπεριφορά η οποία παίζει ρόλο είτε προς την προσωπική είτε προς την κοινωνική ανάπτυξη.» (Tinker & Mc Cullough) Οι αναγνώστες λοιπόν δεν είναι παθητικοί δέκτες όπως κάποτε εθεωρείτο αλλά έχουν μια ενεργητική σχέση με το βιβλίο. Δεν είναι όλα τα βιβλία –είτε έντυπα είτε ψηφιακά-  καλά. Υπάρχουν μέτρια και κακά βιβλία, με την έννοια ότι μπορεί να είναι κακογραμμένα, νωθρά, προβλέψιμα, να περιορίζουν τις προσδοκίες των αναγνωστών αλλά και των άλλων. Οι θέσεις των συγγραφέων, τις ιστορίες των οποίων διαβάζουμε, είτε δείχνουν προκατάληψη είτε συναίνεση μεταδίδονται με ευκολία και επηρεάζουν, ακόμη και όταν δεν είναι εμφανείς. Υπάρχουν βιβλία δήθεν αξιοσέβαστα και ευχάριστα, μελιστάλαχτα, μασκαρεμένα σε αξιόλογα. Είναι χειρότερα από τα κακά βιβλία γιατί μέχρι να αναγνωρίσουμε το καμουφλάζ τους μας τρώνε χρόνο ύπουλα.   Υπάρχει συνταγή για να αναγνωρίσουμε εύκολα το καλό βιβλίο; Η απάντηση είναι όχι, γιατί πρέπει να ταιριάξει η πολύπλοκη μοναδικότητα και του βιβλίου και του αναγνώστη του. Καλό βιβλίο είναι αυτό που μπορεί να κερδίσει το συγκεκριμένο αναγνώστη, να στηρίξει και να ανοίξει τους ορίζοντες του. Ακόμα και η «ανάγνωση φυγής», «το σκότωμα της ώρας» υποβοηθάει το άτομο να αναπτυχθεί και να βρει τα νοήματα που αναζητά η προσωπικότητα του. Καλός αναγνώστης είναι ο παμφάγος αναγνώστης, αυτός που διαβάζει οτιδήποτε πέσει στα χέρια του, γιατί έτσι θα αναπτυχθεί το κριτήριο του. «Η πλατιά , λαίμαργη, χωρίς διάκριση ανάγνωση είναι το γόνιμο έδαφος στο οποίο αναπτύσσονται οι επιλογές και τα γούστα» (Aidan Chambers). Όταν όμως συναντηθούμε με ένα καλό βιβλίο αυτό είναι μία απόλαυση, ένα εξαίσιο δώρο στον εαυτό μας. Είναι ένα παράθυρο στο φως, όχι μόνο για εμάς τους ίδιους, αλλά μέσα από εμάς και για ολόκληρη την κοινωνία μας.  Να μερικά θετικά που θα αποκομίσουμε από μια τέτοια μακρόχρονη παρέα: Σε πρώτο επίπεδο φαίνεται ότι απλά ψυχαγωγούμαστε και μέσα από αυτή την ψυχαγωγία γίνεται δημιουργική και η μοναξιά μας. Ας ρίξουμε μια ματιά ωστόσο και στο δεύτερο επίπεδο: ·        Ερχόμαστε σε επαφή με τα πνευματικά δημιουργήματα και την ανθρώπινη πορεία μέσα στο χρόνο.·        Βαθαίνει ο συναισθηματικός  μας κόσμος και η αισθαντικότητα μας.·        Αναπτύσσεται η φαντασία μας.·        Ακονίζεται ο νους μας.·        Αναπτύσσονται οι ατομικές μας ικανότητες και μετατρέπονται τα ατομικά μας μειονεκτήματα σε αφορμές προβληματισμού.·        Βελτιώνεται η εκφραστική μας ικανότητα και υποβοηθούμαστε στην ορθογραφία. ·        Καλλιεργείται το γλωσσικό όργανο, αποκτούμε ευφράδεια και γινόμαστε καλοί συζητητές.·        Μαθαίνουμε να εμβαθύνουμε στα πράγματα και να μην είμαστε επιπόλαιοι στη σκέψη μας.·        Οικοδομούμε την προσωπικότητα μας ανοίγοντας διάλογο με τον εαυτό μας, και φιλιώνοντας μαζί του.·        Αφυπνίζεται η συνείδηση μας και προωθείται η αυτογνωσία.·        Εκτιμούμε τον κόσμο και τη θέση μας μέσα σε αυτόν.·        Ενισχύεται η πίστη στις μεγάλες ανθρώπινες αξίες καιμακροπρόθεσμα ανοίγονται δρόμοι για τη βελτίωση η την αλλαγή των όρων διαβίωσης των ανθρώπων.       Για να γίνουν όλα αυτά το διάβασμα πρέπει να είναι χαρά και όχι καταπίεση. Πρέπει να είναι πρόκληση για αυτενέργεια και αυτοπραγμάτωση.      Και μερικές πρακτικές συμβουλές για αποδοτικό και ξεκούραστο διάβασμα: ·    Κέφι, όρεξη και καλή διάθεση. Κάπου στον «Ερωτόκριτο» λέει: «το πράμα οπούνε στανικώς ογλήγορα σκολάζει»

·   Σωστός φωτισμός: Είναι μύθος  ότι ο χαμηλός φωτισμός δημιουργεί μόνιμη ζημιά στα μάτια. Τα προβλήματα που δημιουργούνται είναι κυρίως βραχυπρόθεσμα. Επειδή ο κακός φωτισμός δυσκολεύει την εστίαση του ματιού οδηγεί σε λιγότερα βλεφαρίσματα των ματιών και κατ’ επέκταση στην ξηροφθαλμία.  Πιθανόν να έχουμε πονοκεφάλους, δάκρυα και θολή όραση. Μόλις τα μάτια ξεκουραστούν αυτά τα συμπτώματα υποχωρούν. Μερικοί γιατροί υποστηρίζουν ότι η συνεχόμενη αυτή κόπωση του ματιού μπορεί να οδηγήσει σε μυωπία.

Το φως πρέπει να πέφτει πάνω στο βιβλίο από αριστερά η μπρος αριστερά. Όχι από δεξιά η από πίσω γιατί δημιουργούνται σκιές πάνω στο βιβλίο και κουράζουν τα μάτια. Τη νύχτα το ηλεκτρικό φως ας μην έρχεται από πολύ μακριά, ψηλά η δεξιά. Το φως της λάμπας να μην κάνει τα φύλλα του βιβλίου να γυαλίζουν. Λάμπα 75-100W είναι αυτό που πρέπει.

·     Τα βιβλίο (και το πάνω και το κάτω μέρος του) πρέπει να απέχει 25-30 περίπου εκατοστά από τα μάτια.·   Κάθε 15 λεπτά ας  ξεκουράζουμε τα μάτια μας  κλείνοντας τα η κοιτώντας επίμονα κάπου μακριά για λίγα δευτερόλεπτα. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:«Τα παιδιά ως αναγνώστες» John Spink,«Οι βιβλιοθήκες και ο ρόλος τους» Β. Ι. Οικονόμου.«Σαν ένα μυθιστόρημα» Ντανιέλ Πενάκ.  Κορκοβέλου Ρένα,εκπ/κός, υπεύθυνη Σχολικής Βιβλιοθήκης Αίγινας    





     
Δεν υπάρχουν σχόλια μέχρι τώρα



Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση