Συγγραφείς και εικονογράφοι στα σχολεία, Π. Τατσόπουλος

    Την Παρασκευή 21 Μαρτίου 2008, στο πλαίσιο του προγράμματος του Ελληνικού Κέντρου Βιβλίου «Οι συγγραφείς στα σχολεία», ο γνωστός συγγραφέας Πέτρος Τατσόπουλος επισκέφτηκε τη βιβλιοθήκη του Γενικού Λυκείου Αίγινας. Την εκδήλωση διοργάνωσε η υπεύθυνη της βιβλιοθήκης  Ρένα Κορκοβέλου σε συνεργασία με τη φιλόλογο Ευτυχία Δρούκα. Συμμετείχαν μαθητές από την Α΄ και Β΄Λυκείου, οι οποίοι κατά τη διάρκεια των μαθημάτων μελέτησαν έργα του Πέτρου Τατσόπουλου, παρακολούθησαν σχετικές ταινίες, διάβασαν κριτικές για το έργο του και προετοιμάστηκαν για μια συζήτηση μαζί του. Η εκδήλωση ξεκίνησε με σύντομη παρουσίαση της ζωής και του έργου του Πέτρου Τατσόπουλου.  Ακολούθησε πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία του ίδιου για το επάγγελμα του συγγραφέα και για τον τρόπο που συγγράφει ο ίδιος:

 « Ξεκίνησα να γράφω στα δεκαεννιά μου. Από τότε έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια. Σ’ αυτά τα χρόνια πολλά έχουν αλλάξει στον τρόπο που γράφω. Πρόκειται για ένα δύσκολο και πολύπλοκο επάγγελμα. Γενικά, δεν υπάρχει μία ακριβής ιδέα για το τι τελικά είναι να είσαι συγγραφέας. Ένα κύριο χαρακτηριστικό της δουλειάς του συγγραφέα είναι η μοναχικότητα. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι απλώς ξεκινάς και γράφεις τις σκέψεις σου στη γραφομηχανή. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς είναι αόρατο. Αυτό είναι και καλό και κακό, γιατί μπορείς να υποκρίνεσαι ότι δουλεύεις (στη γυναίκα σου, για παράδειγμα). Πάντως οφείλεις και να δουλεύεις.  ΄Ενας συγγραφέας δεν πληκτρολογεί το μυαλό του. Τότε θα ήταν βαρετό. Αφιερώνει μεγάλο μέρος του χρόνου του στην προετοιμασία της γραφής. Έχει κάποια αρχική ιδέα, ένα πρόπλασμα, για τους χαρακτήρες ή για την πλοκή. Οι περισσότεροι επινοούν πρώτα τους χαρακτήρες και μετά τους «σύρουν» σε μία πλοκή. Άλλοι  – κυρίως στην αστυνομική λογοτεχνία- πρώτα επινοούν την πλοκή και μετά αποφασίζουν ποιοι πρωταγωνιστές θα την φέρουν εις πέρας. Το ευχάριστο και το ενδιαφέρον συγχρόνως είναι ότι οι χαρακτήρες δεν είναι  παγιωμένοι, τελειωμένοι, αλλά βρίσκεσαι σε διάλογο μαζί τους. Όσο περνάει ο καιρός αποκτούν τη δική τους υπόσταση και ξαφνικά συμβαίνει αυτό που οι συγγραφείς λέμε «ανταρσία των χαρακτήρων». Ο άνθρωπος που κατασκεύασες μέσα στο κεφάλι σου αρνείται να πει αυτό που εσύ σχεδίαζες αρχικά. Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί ισχυρίζεται ότι:  «Έτσι όπως με έφτιαξες, σε αυτές τις πρώτες 30 σελίδες, θα έρθω σε αντίφαση με τον εαυτό μου. Δεν θα πω αυτό που θέλεις εσύ, θα πω αυτό που θέλω εγώ.» Αρχίζει ένας διάλογος, λοιπόν, που είναι αρκετά θορυβώδης και επίπονος. Στην ουσία τα βιβλία που διαβάζετε εσείς δεν είναι παρά ο συμβιβασμός του συγγραφέα με τους ήρωές του. Ένας συμβιβασμός ανάμεσα σε αυτό που ήθελε να πει αρχικά και αυτό που τελικά του επέτρεψαν οι ήρωές του να πει. Άρα είναι μία δουλειά που αλλάζει συνεχώς και δεν ξέρεις και εσύ ο ίδιος που θα σε βγάλει. Συχνά απογοητεύεσαι γιατί σου διαφεύγει αυτό που θα ήθελες να εκφράσεις αρχικά, άλλες φορές ανακαλύπτεις καινούριες διαστάσεις. Θέτεις συνεχώς ερωτήσεις. Και οι απαντήσεις που παίρνεις από τη δουλειά σου σε οδηγούν σε νέες ερωτήσεις. Μπορεί όταν τελειώσεις ένα μυθιστόρημα, να χρειαστείς ένα νέο μυθιστόρημα για να απαντήσεις στις ερωτήσεις που προέκυψαν από το προηγούμενο. Είναι, λοιπόν, ένα πολύ ενδιαφέρον επάγγελμα.

   Βεβαίως, το κακό είναι ότι επειδή αυτά συμβαίνουν μόνο μέσα στο κεφάλι σου οι άλλοι δεν τα βλέπουν. Και επειδή δεν τα βλέπουν, δεν τα καταλαβαίνουν κιόλας. Νομίζουν, επειδή σε βλέπουν να κάθεσαι, ότι δεν δουλεύεις. Σου λένε, «έλα μωρέ, αφού κάθεσαι γιατί δεν έρχεσαι για ένα ποτό».Τους λες, «μα δεν μπορώ, δουλεύω». Δεν σε πιστεύουν. Άρα, συχνά οι συγγραφείς μοιάζουν αντικοινωνικά όντα και λίγο σνομπ. Φαίνονται βαρετά άτομα, γιατί όλη αυτή τη φασαρία μέσα στο κεφάλι τους δεν την μοιράζονται με τους άλλους, άρα φαίνονται στους άλλους ότι δεν κάνουν τίποτα. Συχνά δουλεύουν περισσότερες ώρες από το μέσο εργαζόμενο. Αυτό, γιατί οι συγγραφείς πρέπει να καταφέρουν κάτι που μοιάζει με τον τετραγωνισμό του κύκλου. Από τη μια μεριά πρέπει να αποδώσουν, αν μπορούν, την πραγματικότητα γύρω τους, τα χαρακτηριστικά της εποχής τους, τον τρόπο που μιλούν οι άνθρωποι, τα πάθη τους και για να το καταφέρουν αυτό πρέπει να απομονωθούν από την εποχή τους και από την κοινωνία της. Διότι αν είσαι ιδιαίτερα κοινωνικός τύπος δε θα γράψεις τίποτα. Δεν ξέρω κανέναν κοσμικό που να έγινε συγγραφέας. Εννοώ πραγματικός συγγραφέας και όχι απατεώνας. Γιατί από απατεώνες είμαστε τίγκα. Κανείς δεν έγινε συγγραφέας, χωρίς να απομονωθεί, χωρίς να αγαπάει τη μοναξιά. Αν δεν αγαπάς πραγματικά τη μοναξιά, δεν είναι αυτό το επάγγελμα για σένα. Αν θέλεις επίσης να βγάλεις λεφτά, δεν είναι αυτό το επάγγελμα για σένα. Το παράδοξο είναι ότι ενώ δεν γίνεται να είσαι κοινωνικός αν είσαι συγγραφέας, πρέπει να κατανοείς σε βάθος την κοινωνία σου. Να παρατηρείς γεγονότα και καταστάσεις που ο μέσος άνθρωπος δεν θα κατανοούσε ή δεν θα τους έδινε σημασία. Πρέπει να προσέχεις τα παράδοξα. Πού αποκλίνει η συμπεριφορά. Να έχεις μία λοξή ματιά στον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα.

     Μέσα σ’ αυτά τα τριάντα χρόνια είχα κατά καιρούς διαφορετικά ερεθίσματα για τα βιβλία που έγραφα. Όταν ήμουν έφηβος, επειδή μόλις βγαίναμε από τη δικτατορία, το κυριότερο ενδιαφέρον μας ήταν η πολιτική, γιατί ακριβώς αυτό είχαμε στερηθεί. Γι αυτό και τα πρώτα μου βιβλία, « Οι ανήλικοι» και « Το παυσίπονο» μιλάνε πάρα πολύ για πολιτική. Σε τέτοιο σημείο που να μην κατανοούν οι σημερινοί νέοι, γιατί τόσο μεγάλη έμφαση στην πολιτική. Μετά την τόση υπερκατανάλωση πολιτικής, γίναμε απολιτικά όντα. Μιλούσαμε για τα πάντα, εκτός από πολιτική. Μας ενδιέφεραν κυρίως οι σχέσεις μας. Αυτό ενέπνευσε άλλου είδους βιβλία. Αργότερα με ενδιέφεραν οι περιπέτειες.

   Η μεγάλη παγίδα, στην οποία μπορεί να πέσει ένας συγγραφέας, είναι να προσπαθήσει με τα βιβλία του να ικανοποιήσει όλα τα γούστα. Να φερθεί δηλαδή λίγο σαν πολιτικός, που ό,τι λέει προορίζεται για όλα τα αφτιά. Αυτό, ούτως ή άλλως δεν θα το καταφέρει ποτέ, γιατί τα γούστα των ανθρώπων είναι διαφορετικά. Γι’ αυτό το πιο ειλικρινές που μπορεί να κάνει είναι να γράψει για όσα αρέσουν στον ίδιο, όσα απασχολούν τον ίδιο και από κει και πέρα αν όσα γράφει απασχολούν και άλλους δέκα, εκατό ή εκατό χιλιάδες ανθρώπους, έχει καλώς. Αν πάλι δεν απασχολεί κανέναν, πάλι έχει καλώς. Το σίγουρο είναι ότι δεν πρέπει να υποκριθεί και να γράψει για κάτι, μόνο και μόνο για να γίνει αρεστός στους άλλους. Κατά πάσα πιθανότητα, έτσι δεν θα γίνει αρεστός σε κανένα.

  Τώρα, για να μη μιλάω μόνον εγώ, μπορείτε να με ρωτήσετε ο, τι θέλετε είτε για τη δουλειά μου, είτε για το βιβλίο μου, « Η καλοσύνη των ξένων»:

         Διαβάσαμε με προσοχή το έργο σας «Η καλοσύνη των ξένων», και εκείνη η αναφορά σας (σελίδα 151) για την επίσκεψη των συγγραφέων στα σχολεία και τις ανόητα επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις των μαθητών σχετικά με το τι αποτελεί έμπνευση ή τι κάνουν οι συγγραφείς με αυτήν μας γεννά ερωτήματα. Πώς να μάθει κανείς από τι είναι φτιαγμένη η έμπνευση και πώς μετατρέπεται σε σώμα υλικό (ένα βιβλίο) αν δεν ρωτήσει τον καλλιτέχνη; Και από την άλλη αν αυτές οι ερωτήσεις ενοχλούν, τι δουλειά έχει ο καλλιτέχνης στο σχολείο; Εσείς γιατί επισκέπτεστε σχολεία;   

   Έχετε δίκιο, δεν υπάρχει τρόπος να μεταβιβαστεί η γνώση παρά με ερωτήσεις και απαντήσεις που μεταφέρουν την πληροφορία από τη μία γενιά στην άλλη. Στο απόσπασμα που αναφέρετε έκανα λόγο για τον Αντώνη Σαμαράκη, ο οποίος είχε αναπτύξει ένα ιδιότυπο σύστημα δημοσίων σχέσεων. Πήγαινε συνεχώς στα σχολεία και καλλιεργούσε προσωπικές σχέσεις με όλους τους μαθητές. Το σπίτι του ήταν ανοικτό γι’ αυτούς, συχνά του πήγαιναν χειρόγραφά τους, τους έλεγε τη γνώμη του, βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνία μαζί τους. Ήταν πολύ ανοικτός, πολύ καλόκαρδος και πολύ δοτικός άνθρωπος. Τον θυμάμαι, γιατί και εγώ του είχα πάει «κάτι φοβερές βλακείες» που είχα γράψει τότε. Αγαπούσε ανιδιοτελώς τους εφήβους και είχε ταυτόχρονα και μία πολύ μεγάλη ανοχή απέναντι στους εφήβους. Εγώ, λοιπόν, που δεν έχω την ανοχή του Αντώνη Σαμαράκη, πολύ συχνά πηγαίνω στα σχολεία και βαριέμαι. Και αυτό γιατί η σχέση που έχουμε εμείς είναι μία σχέση με feed back, είναι μία σχέση που ανατροφοδοτείται. Δηλαδή, αν δεν δω ενδιαφέρον από σας, δεν ενδιαφέρομαι κι εγώ. Το ίδιο συμβαίνει και με τη σχέση σας με τους καθηγητές σας. Αν δεν ενδιαφέρεστε εσείς, δεν ενδιαφέρονται και οι καθηγητές σας. Κι όταν δεν ενδιαφέρονται οι καθηγητές σας, τότε σίγουρα δεν ενδιαφέρεστε και εσείς. Γίνεται ανατροφοδότηση βαρεμάρας. Μερικές φορές, αυτό τον κύκλο βαρεμάρας τον περνάω κι εγώ στα σχολεία που πηγαίνω. Νομίζω πως σήμερα, αν κρίνω από αυτή την πρώτη ερώτηση, δεν θα είναι μία τέτοια ημέρα. Το προαισθάνομαι…

    Πάντως, με εντυπωσιάζει, ότι ενώ παλιά κυρίως νέοι της δικής σας ηλικίας πλαισίωναν εκδηλώσεις για τη λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα, στην εποχή μας απουσιάζουν εντελώς. Το ποσοστό αναγνωστών είναι το δεύτερο χειρότερο στην Ευρώπη. Στόχος των επισκέψεών μου στα σχολεία, άρα, είναι να διαδοθεί το βιβλίο, ενώ παράλληλα περιμένω το απροσδόκητο…     – Πρόσφατα βραβευτήκατε από το περιοδικό  STATUS ως ο «άνδρας συγγραφέας της χρονιάς». Πώς αισθάνεστε για τη βράβευση; Πώς αξιολογείτε τέτοιου είδους βραβεύσεις; 

    Θα σας πω πως το αντιμετώπισε ο γιος μου, όταν έμαθε, όχι τη βράβευση, αλλά την υποψηφιότητα για τη βράβευση. Του λέω: «αγόρι μου, το περιοδικό STATUS με έχει υποψήφιο για άντρα της χρονιάς». Με κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω και μου λέει «έλα ρε μπαμπά!» – « Ναι! σοβαρά»  – «Έλα τώρα, γλυκούλης είσαι, αλλά σοβαρολογείς; Έχεις δει τι άντρες κυκλοφορούν έξω;» Νόμιζε ότι πρόκειται για καλλιστεία…

  Λοιπόν, αισθάνθηκα καλά. Αισθάνθηκα σαν να μου κάνουν ένα δώρο. Όταν μου κάνουν ένα δώρο αισθάνομαι καλά, είμαι δωροληπτικός τύπος. Αλλά πέραν τούτου τίποτα άλλο. Δεν σημαίνει κάτι. Πολλοί έχουν βραβευτεί, ενώ δεν το αξίζουν και θα έπρεπε να έχουν βραβευτεί άλλοι στη θέση τους… Η εμπειρία μου (και είναι μεγάλη ειδικά στα κινηματογραφικά βραβεία ) έχει δείξει ότι στις βραβεύσεις πολλές φορές παίζει ρόλο η συγκυρία  ή διάφορες απίθανες καραμπόλες των προθέσεων της κριτικής επιτροπής. Δεν εννοώ ότι αυτό έγινε και στο STATUS. Όχι, εμένα με ήθελαν όλοι.…!  

    – Η παρουσία σας στα ΜΜΕ είναι πολύ συχνή. Τους τελευταίους μήνες που ασχολούμαστε με το έργο σας βρήκαμε συνεντεύξεις σας ακόμα και σε περιοδικά τύπου DOWN TOWN. Μάλιστα διαβάσαμε κάποιες αρνητικές κριτικές για αυτή την υπερπροβολή σας. Στην εκπομπή της Σεμίνας Διγενή διαπληκτιστήκατε, και δικαίως, με τον κύριο Μαλέλη για την αρνητική επιρροή της τηλεόρασης στη ζωή μας. Φανταζόμαστε ότι έχετε την ίδια άποψη για όλα τα μέσα που προάγουν τη μαζική κουλτούρα. Εξηγείστε μας τη στάση σας. Πώς μπορείτε να είστε τόσο επικριτικός, ενώ παράλληλα χρησιμοποιείτε συχνά τα μέσα προβολής;

  

     – Ας δούμε πώς λειτουργούν τα μέσα προβολής για να καταλάβουμε και τι εννοούμε όταν λέμε πώς ένας συγγραφέας κατηγορείται για υπερπροβολή. Πρόσφατο γκάλοπ ανέδειξε μεταξύ πολλών σημαντικών δημοσιογράφων και άλλων προσωπικοτήτων τη Ρούλα Βροχοπούλου ως σημαντικότερη τηλεοπτική προσωπικότητα της χρονιάς. Καταρχήν παρατηρείστε πως «σημαντική» και «τηλεοπτική» πάνε μαζί εν είδει Κενταύρου. Δεν μπορείς να είσαι σημαντική προσωπικότητα χωρίς να είσαι και τηλεοπτική. Πώς εξηγείται άραγε ότι ενώ ο κατάλογος περιλάμβανε πολλά αξιόλογα ονόματα ανθρώπων της τηλεόρασης που έχουν δουλέψει συστηματικά για πολλά χρόνια ξεχώρισε τελικά μία κυρία που δεν έχει κάνει τίποτα περισσότερο από το να κλαίει για την εγκατάλειψη από τον σύζυγό της, ο οποίος συμβαίνει να είναι Αλβανός; Αυτό έγινε σταδιακά αυτά τα τελευταία 18 χρόνια που λειτουργεί η ιδιωτική τηλεόραση. Οι εκπομπές αυτού του τύπου (με τα διάφορα ψώνια) πριν από δέκα-δεκαπέντε χρόνια  προβάλλονταν μετά τα μεσάνυχτα. Τα τελευταία χρόνια κατέβηκαν σαν καρκίνωμα σε όλες τις ώρες, μπήκαν μάλιστα και στα δελτία ειδήσεων (ήταν και ο λόγος που μάλωνα με τον Μαλέλη σε εκείνη την εκπομπή). Οι ειδησεογραφικές εκπομπές αντίστοιχα πήγαν μετά τα μεσάνυχτα. Πρέπει να ξενυχτήσεις για να δεις μια καλή εκπομπή λόγου ή έρευνας όπως του Παπαχελά, της Στάη ή του Τσίμα. Αυτό είναι τρελό, γιατί αυτές οι εκπομπές χρειάζονται όλη σου τη συγκέντρωση, ενώ συνήθως λόγω κούρασης σου είναι αδύνατον να τις παρακολουθήσεις. Εν τω μεταξύ η τηλεθέαση στην Ελλάδα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ευρώπη. Μοιάζει σαν συνωμοσία που στόχο έχει να μας «βλακέψει», μοιάζει μάλιστα σχεδόν να τα έχει καταφέρει. Απόδειξη είναι ότι ενώ παρακολουθούμε τόσο πολύ τηλεόραση (ίσως σωστότερα επειδή παρακολουθούμε τόσο πολύ τηλεόραση), σε επίπεδο ενημέρωσης είμαστε τελευταίοι. Ξέρουμε τα πάντα για την Έφη Θώδη, αλλά δεν ξέρουμε τίποτα για το τι γίνεται στο Κόσοβο ή τι γίνεται με τους Κούρδους. Γιατί αγαπάμε τους Κούρδους και μισούμε τους Κοσοβάρους;  Στόχος των ιδιωτικών καναλιών ήταν με όσο το δυνατόν χαμηλότερου κόστους εκπομπές να βγάλουν τα μεγαλύτερα δυνατά κέρδη από τις διαφημίσεις. Ο εύκολος τρόπος ήταν τα φτηνά σίριαλ και «οι τρελοί του χωριού» που αυτοεξεφτελίζονται τσάμπα. Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό, τους συγγραφείς αρχικά τους αραίωσαν, (προσωπικά είχα εκπομπή για το βιβλίο ή οποία σταμάτησε να μεταδίδεται), σταδιακά τους καλούσαν όλο και σπανιότερα στα πάνελ. Και αφού στο τέλος δεν τους καλούσαν σχεδόν ποτέ, τους κατηγορούσαν κι από πάνω ότι δεν μιλάνε δημόσια, ότι δεν παίρνουν θέση. Αφού αραίωσαν οι συγγραφείς σε σημείο εξαφανίσεως, φαίνεται παράδοξο ένας συγγραφέας να εμφανίζεται αραιά και πού στην τηλεόραση. Για να μιλήσω για τον εαυτό μου, επιλέγω πολύ προσεκτικά σε ποιες εκπομπές θα συμμετέχω, ανεξαρτήτως πειρασμών. Όταν εκδόθηκε η «Καλοσύνη των ξένων» οι Τατιάνες και οι Δρούζες, γι αυτό το βιβλίο συγκεκριμένα, επειδή μίλαγε για την υιοθεσία μου και ήταν πικάντικο, μου κάνανε πολλές κρούσεις να εμφανιστώ στις εκπομπές τους. Δεν πήγα, διαλέγω σε ποιες εκπομπές πηγαίνω.

Όσον αφορά το DOWN TOWN είναι το όριό μου. Ως το  DOWN TOWN δίνω. Στο HELLO δεν δίνω, στο O.K δεν δίνω. Είναι η κόκκινη γραμμή.

  

     – Σας επηρεάζει η καλή ή κακή οικογενειακή ή συναισθηματική σας κατάσταση κατά τη συγγραφή ενός έργου σας; Γράφετε με πρόγραμμα και ωράριο;

 

  Σαφώς με επηρεάζει. Οι περισσότεροι δεν καταφέρνουμε να μην μεταφέρουμε τα της οικογένειας στη δουλειά και τα της δουλειάς στην οικογένεια. Γενικά, αν είσαι σε διαταραγμένη συναισθηματική κατάσταση, δεν μπορείς να συγκεντρωθείς και να γράψεις. Κάποτε μου είχε πει ο Κώστας Ταχτσής ότι για να γίνεις καλός συγγραφέας πρέπει να είσαι πρώην δυστυχισμένος. Και τα εννοούσε και τα δύο: και «πρώην» και «δυστυχισμένος». Από τη μια πρέπει να έχεις βιώσει έντονα συναισθήματα, για να μπορείς να αποδώσεις τα πάθη των ανθρώπων, από την άλλη είναι ανάγκη αυτά να είναι περασμένα και εσύ να έχεις αποστασιοποιηθεί από αυτά, ώστε να τα περιγράψεις από απόσταση και με ισορροπία, αλλιώς κινδυνεύεις να γίνεις μελοδραματικός.  Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, δεν γράφω πάντα με πρόγραμμα, όμως υπάρχουν φορές που γράφω «ψυχαναγκαστικά», σαν προπόνηση, ενώ ξέρω ότι την συγκεκριμένη περίοδο δεν είμαι σε έμπνευση. Όλες οι δουλειές χρειάζονται προπόνηση. Πολλές φορές αφήνω εσκεμμένα κάτι μισοτελειωμένο, από την προηγούμενη μέρα, ώστε να μη βρεθώ μπροστά σε λευκή σελίδα. Το ξαναγράφω την επομένη σαν «ζέσταμα».     – Το «παιχνίδι των τεσσάρων», σχεδόν το ομολογείτε, είναι ένα εμπορικό project. Παρόλα αυτά δεν σημείωσε την αναμενόμενη εμπορική επιτυχία. Αυτό πως εξηγείται; Τι πιστεύετε για το λογοτεχνικό κριτήριο του ελληνικού κοινού; 

       Το ομαδικό παιχνίδι, ειδικά στη συγγραφή είναι δύσκολο, γιατί το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι μεσοβέζικο. Αν κάποιος θέλει να διαβάσει, Σουρούνη ή Σκούρτη ή Μουρσελά, δεν παίρνει λίγο από Σουρούνη, λίγο από Σκούρτη, λίγο από Μουρσελά και στην ουσία τίποτα από όλους. Επιπλέον, στη δική μας περίπτωση φάνηκε ένας αέρας «αρπαχτής». Το κάναμε και για τα λεφτά (δεν ήταν τόσα πολλά). Πράγματι, δεν ήταν ένα έργο για το οποίο θα μπορούσαμε να είμαστε υπερήφανοι. Εμπορικά πήγε πολύ καλά στην αρχή αλλά μετά εξαφανίστηκε. Είχε τα χαρακτηριστικά μιας φούσκας.

    Όσον αφορά το κριτήριο του ελληνικού κοινού, η σκληρή αλήθεια είναι πως είμαστε οι τελευταίοι που δικαιούμαστε να λέμε πως έχουμε  αναπτύξει λογοτεχνικό κριτήριο. Σύμφωνα με στοιχεία του Ελληνικού Κέντρου Βιβλίου, ένας στους δύο Έλληνες δεν διαβάζουν ποτέ κανένα βιβλίο. Ο άλλος, ο «μορφωμένος», ο «κουλτουριάρης» διαβάζει από ένα έως το maximum οκτώ βιβλία το χρόνο. Ένα από τα πιο χαμηλά ποσοστά ανάγνωσης της Ευρώπης. Πώς μπορεί έτσι να διαμορφωθεί λογοτεχνικό κριτήριο; Αυτό φαίνεται και από τις επιλογές μας στις λίστες των ευπώλητων, που είναι «ο, τι θυμάμαι χαίρομαι». Δεν βγαίνει συμπέρασμα για την ψυχοσύνθεση του Έλληνα. Πάντως από τη δική μου συγγραφική εμπειρία, κριτήριο επιλογής βιβλίου του μέσου αναγνώστη είναι το θέμα του και όχι ο τρόπος γραφής.     

      Πώς και γιατί αποφασίσατε να προβείτε στη συγγραφή της προσωπικής σας ιστορίας της υιοθεσίας; Κρίνοντας εκ των υστέρων, πιστεύετε ότι το συγκεκριμένο εγχείρημα ήταν δυσκολότερο ή ευκολότερο από τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος με άλλο θέμα;

     

    Δεν ήταν κάτι εύκολο να το αποφασίσω. Την ιστορία της υιοθεσίας μου την έμαθα από τα δεκαεννιά μου. Πέρασαν 28 χρόνια μέχρι να το αποφασίσω. Είχα πολλών ειδών ερωτήματα, αναστολές, δισταγμούς για το αν πρέπει να το κάνω. Το σημαντικότερο ήταν ότι ζούσαν οι άμεσοι πρωταγωνιστές και δεν ήθελα να θιχτούν ή να πληγωθούν. Ένας άλλος δισταγμός ήταν ο ρόλος που παίζει στην εποχή μας η τηλεόραση και οι διάφορες κουτσομπολίστικες εκπομπές, που «σου την πέφτουν», φέρνουν τους νεκρούς γονείς στο στούντιο και μετά όλοι μαζί ψάχνουν να βρουν απαντήσεις, ανάμεσα στα διαφημιστικά μηνύματα. Πράγματι, όλα αυτά προσπάθησαν να τα κάνουν και με μένα. Άρα, το στοίχημα δεν ήταν μόνο να το κάνω, αλλά και να το προστατεύσω αφότου το κάνω κι έπειτα. Διπλής δυσκολίας εγχείρημα. Βέβαια, να σας πω ότι αυτό που στην Ελλάδα φαίνεται δύσκολο, στο εξωτερικό είναι συνηθισμένο. Ειδικά στην Αμερική, συγγραφείς, όπως για παράδειγμα ο Τεννεσύ Ουίλιαμς, είχαν το κουράγιο να μιλήσουν για προσωπικές ιστορίες πιο τολμηρές από τη δική μου, χωρίς την «προβιά» του μυθιστορήματος. Η ιδιότητα του συγγραφέα είναι συνυφασμένη με την ιδιότητα του θάρρους. Ένας άτολμος συγγραφές, για μένα, είναι «κρύο ανέκδοτο».

    Προσπάθησα, λοιπόν, να λύσω την απορία «τι θα γίνει αν το κάνεις;». Ο Λόρενς Ολιβιέ, ο μεγάλος Άγγλος ηθοποιός, έλεγε ότι «ο μόνος τρόπος να γίνουν τα πράγματα είναι να τα κάνεις, όλα τα άλλα ανήκουν στο βασίλειο των προθέσεων». Τι θα γίνει αν πεις την ιστορία σου; Αν την  έλεγες, τίποτα δεν θα γίνει. Αν την πεις, θα δεις. Και είδα. Όλες τις αντιδράσεις.  

    Χρησιμοποιήσατε την ιστορία της υιοθεσίας σας για πολλούς λόγους, ακόμη και για να συγκινήσετε το άλλο φύλο (κάτι που παραδέχεστε στο βιβλίο σας). Εν τέλει, λοιπόν, θεωρείτε τον εαυτό σας τυχερό ή δεν τίθεται καν ζήτημα τύχης ή ατυχίας, γιατί η ζωή τα υπερβαίνει όλα; 

              Μου αρέσει που απαντάτε μόνη σας… Μου θυμίζει τον τρόπο που γίνονταν παλιά οι συνεντεύξεις των πολιτικών. Πράγματι, χρησιμοποίησα την προσωπική μου ιστορία για να συγκινήσω το άλλο φύλο. Ο καθένας προσπαθεί να συγκινήσει με ό, τι διαθέτει. Αν είναι όμορφος, ψηλός και θεωρητικός, απλώς στήνεται και περιμένει. Εμείς οι υπόλοιποι προσπαθούμε να συγκινήσουμε με μία συγκινητική ιστορία, ακριβώς για να προξενήσουμε… συγκίνηση. Έτσι κι εγώ, σιγά-σιγά κατάλαβα ότι μια τέτοια ιστορία σαν της υιοθεσίας μου ήταν αβάσταχτα ισχυρό συγκινησιακό όπλο για το άλλο φύλο. Έτσι δημιουργούσα ενδιαφέρον. Αυτό, βέβαια, ήταν σε συνάρτηση με την ηλικία μου. Αυτό το κόλπο δεν πιάνει σε κάθε ηλικία. Αν το κάνω τώρα δεν φέρνει αποτελέσματα. Πρέπει να συντρέχουν και άλλοι λόγοι για να συγκινηθεί κάποια. 

                 Όσον αφορά το ζήτημα της τύχης, όπως γράφω και στο βιβλίο μου, πιστεύω ότι παίζει τεράστιο ρόλο για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Αν με είχε πάρει κάποια άλλη οικογένεια ή αν δεν με είχε πάρει κανείς από το ίδρυμα, θα ήμουν ένας άλλος. Από αυτή την άποψη, αισθάνομαι ένας πολύ τυχερός άνθρωπος.      Το μυθιστόρημα σας «Η καρδιά του Κτήνους» γυρίστηκε σε ταινία από τον Ρένο Χαραλαμπίδη. Θα θέλατε μία μεταφορά στον κινηματογράφο και για την «Καλοσύνη των Ξένων»;  

  Συμπτωματικά αυτή την εποχή συζητώ με την Όλγα Μαλέα τη μεταφορά της «καλοσύνης» στον κινηματογράφο. Το ζήτημα είναι αν θα βρεθεί παραγωγός. Όμως, το πιθανότερο είναι να βρεθεί…   

   Για ποιο λόγο αξίζει να διαβάσει ένας έφηβος το βιβλίο σας; 

   Όταν θα το έχετε διαβάσει, εσείς θα πείτε και γιατί αξίζει να το διαβάσετε. Πάντως μου θυμίζετε έναν μαθητή σε κάποιο άλλο σχολείο, ο οποίος με πολύ ειλικρίνεια μου είπε: « Εντάξει, εσείς θέλετε να διαβάζουμε βιβλία, γιατί είναι η δουλειά σας και πρέπει να ζήσετε εσείς και η οικογένειά σας. Όμως, εμείς δεν διασκεδάζουμε με τα βιβλία. Διασκεδάζουμε με ταινίες. Γιατί είναι κακό να προτιμάμε τις ταινίες από τα βιβλία, αφού τα βιβλία τα βαριόμαστε;» Του απάντησα ότι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να διασκεδάζετε και με βιβλία είναι για να συνεχίσετε να διασκεδάζετε με ταινίες. Γιατί αν δύο γενιές (εσείς και τα παιδιά σας) μεγαλώνουν μόνο με ταινίες, όταν η μεθεπόμενη γενιά κληθεί να γράψει τα σενάρια των ταινιών με τις οποίες θα διασκεδάζει, δεν θα μπορεί να τα γράψει, γιατί δεν θα ξέρει να τα γράψει. Έτσι θα χειροτερεύουν οι ταινίες από γενιά σε γενιά. Όπως υπάρχει οικολογική αλυσίδα, υπάρχει και πολιτιστική αλυσίδα. Δεν μπορεί μία γενιά να αφαιρεί, ταινίες, βιβλία, μουσικές, γιατί στο τέλος στεγνώνει, ζει χωρίς ομορφιά, καταδικάζεται στην ασχήμια.

 

                                      ( απομαγνητοφώνηση-επιμέλεια κειμένου Ευτυχία Δρούκα)

  





     
Δεν υπάρχουν σχόλια μέχρι τώρα



Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση