ΚΥΚΛΟΣ:
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΉ ΕΩΣ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ.
Σιμωνίδης ο Κείος
Ρομέν Ρολάν
Μάρκος Αυρήλιος
Μαξ Νορυτάου
Πάμπλο Πικάσο
Ο Πλάτωνας υπήρξε ο πρώτος φιλόσοφος που ασχολήθηκε με την αξία της τέχνης και ειδικότερα της ποίησης , υπερασπιζόμενος την άποψη ότι αυτή είναι άχρηστη και επικίνδυνη για την κοινωνική ζωή.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Τα μουσικά όργανα που συνήθως συνεργάζονται για να αποδώσουν την παραδοσιακή μουσική είναι το κλαρίνο, το βιολί, το ντέφι, το λαούτο, το σαντούρι και πολλά ακόμη.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
● το μέτρο (ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος)
Στο Ελληνικό δημοτικό τραγούδι, σε όλα σχεδόν τα είδη του (παραλογές, της αγάπης, εργατικά, λατρευτικά, ακριτικά, κλέφτικα, ιστορικά, τραπεζίτικα, μαντινάδες, παιδικά, μοιρολόγια και πολλά ακόμη), κυριαρχεί αυθεντική απλότητα και χάρη, όπως και ένας απαράμιλλος λυρισμός. Σήμερα είναι πλέον ευρέως αποδεκτό ότι αποτελεί τον πρώτο μεγάλο σταθμό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και ένα σημαντικό μνημείο του νεοελληνικού λυρισμού.
Για τον απλό λαό που τραγουδά και βιώνει το δημοτικό τραγούδι, η αξία του είναι πρώτιστα αισθητική ( από ποιητική και μουσική άποψη ). Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίζεται και η γλωσσική, ιστορική και λαογραφική αξία, που αποτελούν άλλωστε, μαζί με την αισθητική, κριτήρια για τη συστηματική του μελέτη.
Επιπλέον, είναι διαπιστωμένο ότι τα ακόμη «νωπά» δημοφιλή κλέφτικα και ιστορικά τραγούδια της επανάστασης, περιβεβλημένα με τους θρύλους και τα κατορθώματα της κλεφτουριάς και του αγώνα, υπέστησαν με τη διάδοσή τους τα αμέσως μετέπειτα χρόνια πολλές τροποποιήσεις και παραλλαγές στο στόμα του λαού. Και αυτό συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, εποχή που σύμφωνα με τους μελετητές αποτελεί ορόσημο για τον κύκλο του αυθεντικού δημοτικού τραγουδιού. Φαίνεται πως το ποιητικό περιεχόμενο μετουσιώνεται σε ιδεολόγημα, καθώς προσαρτώνται στην ιστορική διαδρομή ένδοξα κατορθώματα. Σε αυτά οι αρματολοί δεν έχουν θέση, ενώ οι κλέφτες έγιναν «πολέμιοι των Μουσουλμάνων και προστάτες των Χριστιανών». Ταυτόχρονα αποσιωπήθηκε και η αλληλεπίδραση της ελληνικής και της τουρκικής μουσικής.
ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
Ακριτικό (π.χ. Ο Θάνατος του Διγενή), Κλέφτικο , Ιστορικό , Θρησκευτικό , Παραλογή (π.χ. το Γιοφύρι της Άρτας), Νανούρισμα, Ταχτάρισμα, Λάχνισμα (μικρό, παιδικό τραγουδάκι), Ερωτικό, Γαμήλιο, Ξενιτιάς, Γιορταστικό, Μοιρολόγι, Γνωμικό, Σατιρικό.
Από τη μελέτη της ιστορικοκοινωνικής πραγματικότητας του 18ου αιώνα, στις γεωγραφικές περιοχές του κλέφτικου τραγουδιού προκύπτει ότι προβάλλονται δύο διαφορετικά πολιτισμικά πρότυπα εν είδει πολιτισμικού δυισμού. Στις παρυφές αυτού του κυρίαρχου λόγου αναπτύσσεται μία μορφή κοινωνικής αντίδρασης όχι μόνο στον Ελλαδικό, αλλά γενικότερα στο βαλκανικό χώρο, από τους κλέφτες και τις ορεινές ομαδικές και αγροτικές κοινότητες που στήριξαν την ύπαρξή τους. Επιπλέον, μπορεί να αναφέρονται σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα και επώνυμους κλέφτες.
Ο κλέφτης αποτελεί αιτιολογημένο σύμβολο της ατομικής αντιπαράθεσης με τους φορείς της εξουσίας. Το ιδεολογικό του μήνυμα είχε μία διαταξική πρόσληψη και λειτουργία. Τέλος, μεταφέρθηκε κωδικοποιημένο στα μπαϊράκια των επαναστατικών σωμάτων, ως απόλυτο αίτημα ελευθερίας.
Ευγένιος Ντελακρουά: Η Σφαγή της Χίου (1824)
Μουσείο Λούβρου- Παρίσι
Το Δημοτικό και ειδικότερα το κλέφτικο τραγούδι, μάς έχουν κληροδοτήσει μερικά αριστουργηματικά δημιουργήματα, τα οποία εκφράζουν τα ιδεώδη και τις αξίες των υπόδουλων Ελλήνων και την σθεναρή αντίστασή τους κατά του Οθωμανού κατακτητή. Η δύναμη ψυχής και η αυτοθυσία είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά αυτών των δημωδών ασμάτων.
Ας παραθέσουμε κάποια από αυτά, τα οποία, ακόμα και σήμερα, μάς συγκινούν και μάς δημιουργούν συναισθήματα θαυμασμού, περηφάνιας, χαράς και αισιοδοξίας για ένα καλύτερο μέλλον:
Κλέφτικη Ζωή
Ολη μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο (2) όλη μερούλα πόλεμο το βράδι καραούλι (2)
με φό- μωρέ με φόβο τρώμε το ψωμί(2)
Με φόβο τρώμε το ψωμί, με φόβο περπατάμε
(2) Ποτέ μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε
(2) ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε.
Σαράντα παλληκάρια από την Λιβαδιά
Καλά κι’ αρματωμένα πάνε για τον Μοριά.
Στον δρόμο που πηγαίνουν και στη δημοσιά
απάντησαν ένα γέρο, γεροντόκλεφτα.
Πού πάτε παλληκάρια, λεβέντικα παιδιά;
Πάμε να πολεμήσουμε στην Τριπολιτσά.
Αχ, δεν μπορώ παιδιά μου, να ‘ρχόμουνα κι΄εγώ
Σας δίνω τον υγιό μου τον μικρότερο.
Τρέχουνε σαν ελάφια κάμπους και βουνά
Και μπήκαν με τους πρώτους στην Τριπολιτσά.
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
“Ποτάμι μ’ για λιγόστεψε, ποτάμι μ’ γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια,
πόχουν οι κλέφτες σύναξη κι όλοι οι καπεταναίοι,
πόχουν αρνιά και ψένουνε, κριάρια σουβλισμένα,
πόχουν κι ένα γλυκό κρασί οπού γλεντούν και πίνουν”. Τον Κίτσο τον επιάσανε, πάνε να τον κρεμάσουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω
κι ολοξοπίσω πήγαινε η μαύρη του η μανούλα.
Μοιρολογούσε κι έλεγε, μοιρολογεί και λέει:
-Κίτσο, πού είναι τ’ άρματα, τα έρημα τσαπράζια;
-Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη
δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου και την παλικαριά μου,
μον’ κλαις τα ‘ρημα τ’ άρματα, τα έρημα τσαπράζια.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται; Μήνα σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.
Η Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δήμουλα τον πύργο.
-Σκλάβες Τουρκών μη ζήσουμε, παιδιά μου αγκαλιαστείτε!
και τα φουσέκια ανάψανε κι όλες φωτιά γενήκαν.
το ποιο να ρήξη τη βροχή, το ποιο να ρήξη χιόνι.
Ο Κίσαβος ρήχνει βροχή κι’ ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ’ ο Όλυμπος και λέγει του Κισάβου.
“Μη με μαλώνης, Κίσαβε, μπρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κ’ οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ ειμ’ ο γέρος Όλυμπος ‘ς τον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφαίς κ’ εξήντα δυο βρυσούλαις,
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι’ όταν το παίρν’ η άνοιξη κι’ ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω ‘ς την πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
-“Ήλιε μ’, δεν κρους ταποταχύ, μόν’ κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;”.
να πας τα χαιρετίσματα ‘ς του Δράμαλη τη μάννα.
Της ‘Ρούμελης οι μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδες
‘ς το Δερβενάκι κείτονται, ‘ς το χώμα ξαπλωμένοι.
Στρώμά χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια
και γι’ απανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη.
Κ’ ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτάνε.
“Πουλί, πώς πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;
-Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης,
και παραπίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά ‘ς τα χέρια”.
Γράμματα πάνε κ’ έρχονται ‘ς των μπέηδων τα σπίτια.
Κλαίνε ταχούρια γι’ άλογα και τα τζαμιά για Τούρκους,
κλαίνε μαννούλαις για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες.
το να τηράει τη Λιβαδιά και τάλλο το Ζιτούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει.
“Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
-Νούδ’ ο Καλύβας έρχεται, νούδ’ ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ Βρυόνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες”.
Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε, πολύ του κακοφάνη.
Ψιλή φωνή νεσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
“Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τοις χούφταις
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω ‘ς την Αλαμάνα,
που ναι ταμπούρια δυνατά κι’ όμορφα μετερίζια”.
Παίρνουνε τ’ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
‘ς την Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
“Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθήτε,
σταθήτε αντρεία σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε”.
Ψιλή βροχούλα νέπιασε κ’ ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσια νέκαμαν τα τρία αράδα αράδα,
Έμεινε ο Διάκος ‘ς τη φωτιά με δεκοχτώ λεβένταις.
Τρεις ώραις επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι’ ανάψαν τα τουφέκια,
κι’ ο Διάκος εξεσπάθωσε και ‘ς τη φωτιά χουμάει,
ξήντα ταμπούρια χάλασε κ’ εφτά μπουλουκμπασίδες.
Και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και ‘ς τον πασά τον πάνουν,
χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι’ ο Ομέρ Βρυόνης μυστικά ‘ς το δρόμο τον ερώτα.
“Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ άλλαξης,
να προσκυνήσης ‘ς το τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσης;”
Κ’ εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι.
“Πάτε και σεις κ’ η πίστη σας, μουρτάταις, να χαθήτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάση ο Οδυσσεύς και ό Θανάσης Βάγιας”.
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλ μπέης αφρίζει και φωνάζει.
“Χίλια πουγγιά σας δίνω γω κι’ ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήση την Τουρκιά κι’ όλο μας το ντοβλέτι”.
ολόρτο τον εστήσανε κι’ αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τους ύβριζε, τους έλεγε μουρτάταις.
“Σκυλιά κι’ α με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη.
Ας είν’ ο Όδυσσεύς καλά κι’ ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το ντοβλέτι”.
το καλοκαίρι κίτρινα και το χειμώνα μαύρα,
και την πικρή την άνοιξη πολύ ροδαμισμένα.
Κανένας δεν τα χάρηκε μεσ’ ‘ς τον απάνω κόσμο,
η κλεφτουριά τα χαίρεται και τα μικρά κλεφτόπλα.
Πηδάνε, παίζουν και γλεντάν και ρήνουν ‘ς το σημάδι,
γυρίζουν και ‘ς τη σούγλα τους τα παχουλά τα κριάρια,
ποκεί οι Τούρκοι δεν πατάν, φοβούνται τα κλεφτόπλα
Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά, παρηγοριά δεν έχουν.
Δεν κλαίνε για το ψήλωμα, δεν κλαίνε για τα χιόνια,
η κλεφτουριά τ’ αρνήθηκε και ροβολάει στους κάμπους.
Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας κ’ η Λιάκουρα της Γκιώνας:
Βουνό μ’, που ‘σαι ψηλότερο και πιο ψηλά αγναντεύεις,
πού να ‘αι, τι να γίνηκαν οι κλέφτες Ανδρουτσαίοι;
Σαν πού να ψένουν τα σφαχτά, να ρίχνουν στο σημάδι,
σαν ποια βουνά στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια;
Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής οι κλέφτες
ολονυχτίς κουρσεύουνε και την αυγή κοιμώνται,
κοιμώνται στα ψηλά βουνά και στους παχιούς τους ίσκιους.
Καλώς αναταμωθήκαμε ν’ εμείς οι ντερτιλήδες,
να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας.
Πάλε καλές αντάμωσες, πάλε ν’ ανταμωθούμε,
στον ‘η-Λια, στον πλάτανο, ψηλά στο κρυονέρι,
πούχουν οι κλέφτες σύνοδο κ’ οι καπιταναραίοι
πόχουν αρνιά και ψένουνε, κριάρια σουβλισμένα,
όπ’ έχουν και γλυκό κρασί από το μοναστήρι,
κ’ έχουν τη Γκόλφω στο πλευρό και τους κερνάει και πίνουν.
άιντε μωρ’ Δεροπολίτισσα ζη-μωρ’-ζηλεμένη. Σύ σαν πας στην εκκλησιά μωρ’ καημένη,
σύ σαν πας στην εκκλησιά ζη-μωρ’-ζηλεμένη.
Άιντε με λαμπάδες με κεριά μωρ’ καημένη,
άιντε με λαμπάδες με κεριά ζη-μωρ’-ζηλεμένη.
Ωρε για προσκύνα και για μας μωρ’ καημένη,
ωρε για προσκύνα και για μας ζη-μωρ’-ζηλεμένη.
Άιντε και για μας τους Χριστιανους μωρ’ καημενη,
άιντε και για μας τους Χριστιανους ζη-μωρ’-ζηλεμενη
Μην μας σφάξει η Τουρκιά μωρ’ καημένη,
μην μας σφάξει η Τουρκιά ζη-μωρ’-ζηλεμένη.
Σαν τ’ αρνια της Πασχαλιάς μωρ’ καημένη,
σαν τ’ αρνιά της Πασχαλιάς ζη-μωρ’-ζηλεμένη.
Το ‘να ναι του Μουχτάρ πασά, τ’ άλλο του Σελιχτάρη,
το τρίτο το καλύτερο είναι του Μιτσομπόνου.
Μια παπαδιά τ’ αγνάντεψε ναπό ψήλη ραχούλα.
“Πού στε του Λάμπρου τα παιδιά, πού ‘στε νοι Μποτσαραίοι;
Αρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει να μας σκλαβώση.
– Ας έρτουν οι παλιότουρκοι, τίποτε δε μας κάνουν
Ας έρτουν πόλεμο να ιδούν και Σουλιωτών τουφέκια,
να μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι,
τ’ άρματα των Σουλιώτισσων, της ξακουσμένης Χάιδως”.
Κι’ ο Κουτσονίκας φώναξεν από το μετερίζι,
“Παιδιά, σταθήτε στέρεα, σταθήτε αντροειωμένα,
γιατ’ έρχεται ο Μουχτάρ πασάς με δώδεκα χιλιάδες”. Ο πόλεμος αρχίνησε κι’ άναψαν τα τουφέκια.
Τον Ζέρβα και τον Μπότσαρη εφώναξε ο Τζαβέλας.
“Παιδιά μ’, ήρθ’ ώρα του σπαθιού κι’ ας πάψη το τουφέκι”.
Κι’ όλοι έπιασαν και σπάσανε τοις θήκαις τω σπαθιώ τους,
τους Τούρκους βάνουνε μπροστά, τους βάνουν σαν κριάρια.
Άλλοι έφευγαν κι’ άλλοι έλεγαν “Πασά μου, ανάθεμα σε!
Μέγα κακό μας έφερες τούτο το καλοκαίρι,
εχάλασε τόση Τουρκιά, σπαΐδες κι’ Αρβανίταις.
Δεν είν’ εδώ το Χόρμοβο, δεν είν’ η Λαμποβίτσα,
εδώ είν’ το Σούλι το κακό, εδώ είν’ το Κακοσούλι,
που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άνδρες,
που πολεμάει η Τζαβέλαινα σαν άξιο παλληκάρι”.
Κι’ ο Μπότσαρης εφώναξε με το σπαθί ‘ς το χέρι.
“Έλα, πασά, τι κάκιωσες και φεύγεις με μενζίλι;
Γύρισ’ εδώ ‘ς τον τόπο μας ‘ς την έρημη την Κιάφα,
εδώ να στήσης το θρονί, να γένης και σουλτάνος”.
Τ’ ακούσατε τι γίνηκε ‘ς τα Γιάννενα, τη λίμνη,
που πνίξανε τοις δεκαφτά με την κυρά Φροσύνη;
Αχ, Φροσύνη παινεμένη,
τι κακό παθες, καϊμένη!
Άλλη καμιά δεν τό βαλε το λιαχουρί φουστάνι,
πρώτ’ η Φροσύνη το βαλε και βγήκε ‘ς το σιργιάνι
Αχ, Φροσύνη παινεμένη,
και ‘ς τον κόσμο ξακουσμένη!
Δε σ’ τό ‘λεγα, Φροσύνη μου, κρύψε το δαχτυλίδι,
γιατί αν το μάθη ο Αλήπασας θε να σε φάη το φίδι;
Αχ, Φροσύνη μου καϊμένη,
τι πολύ κακό θα γένη!
Αν είστε Τούρκοι αφήστε με, χίλια φλωριά σας δίνω,
σύρτε με ‘ς το Μουχτάρπασα, δυο λόγια να του κρίνω”
Αχ, Φροσύνη μου καϊμένη,
τι κακό πολύ θα γένη!
«Πασά μου, πού είσαι, πρόβαλε, τρέξε να με γλυτώσης,
μέρωσε τον Αλή πασά, και δώσε ό τι να δώσης».
Αχ, Φροσύνη πέρδικά μου,
τι κακό ‘παθες, κυρά μου!
Εις το Βεζίρη τα φλωριά, τα δάκρυα δεν περνάνε,
και σένα μ’ άλλαις δεκαφτά τα ψάρια θα σας φάνε.
Αχ, Φροσύνη πέρδικα μου,
μόκαψες τα σωθικά μου!
Νά ταν οι πέτραις ζάχαρη, να ρήχνανε ‘ς τη λίμνη,
για να γλυκάνη το νερό για την κυρά Φροσύνη.
Αχ, Φροσύνη παινεμένη,
μέσ ‘ς τη λίμνη ξαπλωμένη!
Φύσα, βοριά, φύσα, θρακιά, για ν’ αγρίεψη η λίμνη,
να βγάλη ταις αρχόντισσαις και την κυρά Φροσύνη.
Αχ, Φροσύνη παινεμένη,
μεσ ‘ς τη λίμνη ξαπλωμένη!
Φροσύν’, σε κλαίει το σπίτι σου, σε κλαίνε τα παιδιά σου
σε κλαίν όλα τα Γιάννενα, κλαίνε την ομορφιά σου.
Αχ, Φροσύνη πέρδικα μου,
μόκαψες τα σωθικά μου!
Δημοτικά τραγούδια (θρήνοι) για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης:
Πήραν και την Αγιό Σοφιά το μέγα μαναστήρι
Πώ ΄χει σαρανταδυό ΄κλησιές κι εξήντα δυο καμπάνες
Κάθε καμπάνα και παπάς κάθε παπάς και ψάλτης» (Ηπείρου)
Στείλτε χαμπέρια στη Φραγκιά στη Μοσχοβιά μαντάτα
Πήραν την πόλη πήρανε, πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν και την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
Και η κυράτσα Παναγιά στην πόρτα ακουμπισμένη
Χρυσό μαντήλιν εκρατεί, τα δάκρυα της σφουγγούσε
Και τους μαστόρους έλεγε και τους μαστόρους λέγει
Πάψτε μαστόροι τη δουλειά, μη χάνετε καιρό σας
Εδώ τζαμί δε γίνεται, για να λαλούν χοτζάδες,
εδώ θα μένει η Αγια Σοφιά…» (Δυτ. Μακεδονίας)
Το δημοτικό τραγούδι είναι ο πλούτος μας, η παράδοσή μας, η ψυχή της Ελλάδας. Οφείλουμε να το διαφυλάξουμε και να το κληροδοτήσουμε στις μελλοντικές γενιές, με την ίδια αγάπη και φροντίδα, όπως το κληροδότησαν και σ’ εμάς οι προηγούμενες γενιές.
Η ρεμπέτικη μουσική, το ρεμπέτικο τραγούδι και οι εκπρόσωποί του, καταλαμβάνουν ένα πολύ σπουδαίο κομμάτι της μουσικής μας ιστορίας, καθώς και του κοινωνικο-πολιτικού γίγνεσθαι της χώρας μας.
Το ρεμπέτικο μάς έχει δώσει σπουδαία δείγματα λαϊκής ποίησης και άνοιξε νέους μουσικούς δρόμους. Στην ουσία υπήρξε η έκφραση των περιθωριοποιημένων κοινωνικών στρωμάτων, αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο.
Η μεταπολεμική Ελλάδα υποφέρει από πείνα, ανέχεια, και εμφυλιακές αντιπαραθέσεις.
Μέσα σε αυτό το ζοφερό κλίμα, ακμάζει ένα νέο είδος μουσικής και τραγουδιού και ένα νέο κοινωνικό υπόστρωμα, οι ρεμπέτες.
Όμως ποια είναι η προέλευση του όρου “ρεμπέτικο” και ρεμπέτης”? Πολλές ερμηνείες έχουν δοθεί κατά καιρούς, με πιθανότερη εκείνη η οποία θέλει την ετυμολογία και την ρίζα της λέξης να προέρχεται από τον τούρκικο όρο “ρεμπέτ” , που σημαίνει υπόκοσμος. Χαρακτηριστική είναι η τούρκικη έκφραση “ρεμπέτ ασκέρ”, που ερμηνεύεται ως άτακτο στράτευμα, ή άναρχο πλήθος. Άλλη μια ερμηνεία, που δίνεται για την προέλευση της λέξης “ρεμπέτης” προέρχεται από την σερβική λέξη “ρεμπενόκ”, που σημαίνει “επαναστάτης”.
Το ρεμπέτικο τραγούδι αποτελεί ένα αναφαίρετο κομμάτι της Ελληνικής μουσικής ιστορίας καταλαμβάνοντας μεγάλο μέρος της και στηρίζοντας την Ελληνική μας παράδοση και μουσική κληρονομιά από τη δημιουργία της έως και σήμερα.
Ρεμπέτικο ονομάζεται το Ελληνικό αστικό λαϊκό τραγούδι που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και απέκτησε τη γνώριμη μορφή του, περίπου μέχρι την 3η δεκαετία του 20ου αιώνα. Η μουσική αυτή εξελίχθηκε κυρίως στα λιμάνια Ελληνικών πόλεων όπου ζούσε η εργατική τάξη (Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Βόλο) και στη συνέχεια πέρασε και σε άλλα αστικά κέντρα.
1922-1932: κυριαρχούν τα στοιχεία από η μουσική της Σμύρνης
1932-1942: κλασική περίοδος
1942-1952: εποχή της ευρείας διάδοσης και αποδοχής
Κατά το 1932 κυκλοφορούν οι πρώτες ηχογραφήσεις τραγουδιών από το Μάρκο Βαμβακάρη. Μέχρι το 1941 εμφανίζονται οι περισσότεροι από τους κλασικούς συνθέτες και τραγουδιστές του ρεμπέτικου τραγουδιού στη δισκογραφία, όπως ο Δημήτρης Μπαγιαντέρας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Μανώλης Χιώτης.
ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΜΑΖΙΚΗΣ ΑΠΟΔΟΧΗΣ
Για να αντιληφθούμε εξάλλου τη σημαντικότητα του ρεμπέτικου τραγουδιού φτάνει να δούμε και το πόσο εξαπλώθηκε και στους Έλληνες του εξωτερικού, κάνοντας αθάνατους συνθέτες-στιχουργούς-μουσικούς και τραγουδιστές που έμειναν αξεπέραστοι στην ιστορία του Ελληνικού μουσικού στερεώματος.
Ο Μάνος Χατζιδάκις (23 Οκτωβρίου 1925 – 15 Ιουνίου 1994), υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες συνθέτες και συγχρόνως μια εμβληματική μορφή των γραμμάτων και της Τέχνης στον τόπο μας. Επηρέασε πλήθος καλλιτεχνών και συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάπτυξη του πολιτισμού και της μουσικής, τόσο σε επίπεδο σύνθεσης και δημιουργίας, όσο και σε επίπεδο ανάδειξης των πολιτισμικών μας αξιών.
Ο μεγάλος αυτός δημιουργός, σε μια εμπνευσμένη ομιλία του για το ρεμπέτικο τραγούδι είπε τα εξής:
«Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω πως με όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε και για όσα θα μιλήσω να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως και όσο μπορώ πιο καλά να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης. Πρέπει να αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Οι λαϊκοί αυτοί ρυθμοί έχουν κάτι πολύ περισσότερο από ό,τι χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές διασκεδαστικές μας ώρες. Είναι τόσο κοντινοί μας που δεν έχουμε τίποτε άλλο σήμερα για να ισχυριστούμε το ίδιο γι’ αυτό.
ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ:
Μερικοί από τους σπουδαιότερους δημιουργούς της ρεμπέτικης μουσικής είναι ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μπαγιαντέρας (Δημήτρης Γκόγκος), ο Γιώργος Μπάτης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Γιώργος Κωνσταντινίδης ή Μακαρόνας, ο Στέλιος Καζαντζίδης ή Στελάρας, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Μανώλης Χιώτης.
Τσιτσάνης Βασίλης
μέσα στον ύπνο το βαρύ;
Γιατί την πόρτα μου χτυπάς,
Τι θέλεις τώρα, τι ζητάς;
Δεν θέλω πια να μ’ αγαπάς!
Να με γελάς κουράστηκα,
βαριά σε καταράστηκα.
Απ΄ τη ζωή μου πέρασες,
με τσάκισες, με γέρασες.
και όλα είχαν ξεχαστεί.
Γιατί την πόρτα μου χτυπάς,
πρωί πρωί και με ξυπνάς;
Δεν θέλω πια να μ’ αγαπάς!
Μπαγιαντέρας
Όμορφη Πειραιώτισσα
και Χατζηκυριακιώτισσα
με τρέλαναν τα κάλλη σου
και τ’ όμορφο κεφάλι σου
στα δύο πως χωρίζομαι
στα κοφτερά λεπίδια σου
στα μάτια και στα φρύδια σου
και Χατζηκυριακώτισσα
θα πάρω στράτες να σε βρω
να δεις το πόσο σ’ αγαπώ
έχω μέσα στην καρδιά,
λες και μάγια μού ‘χεις κάνει,
Φραγκοσυριανή γλυκιά.
πάλι στην ακρογιαλιά,
θα ‘θελα να με χορτάσεις
όλο χάδια και φιλιά.
φοίνικα, Παρακοπή.
Γαλισά και Ντελαγκράτσια,
και ας μού ‘ρθει συγκοπή.
φίνα στην Αληθινή,
και στο Πισκοπιό ρομάντζα,
γλυκιά μου Φραγκοσυριανή.
Μάρκος Βαμβακάρης
Κάνει λόγο για τον έρωτα και το πάθος ενός άντρα για μία κοπέλα από τη Σύρο, ένα νησί του Αιγαίου με πολλούς κατοίκους Ιταλικής και Γαλλικής καταγωγής (Φράγκους). Εξ αιτίας αυτής της ιδιότυπης συμβίωσης Χριστιανών και Ρωμαιοκαθολικών η κοπέλα των ονείρων του αποκαλείται “Φραγκοσυριανή”.
Εξάλλου η προσφώνηση «γλυκιά» δηλώνει και πάλι την έλξη που αισθάνεται ο άντρας για τη Φραγκοσυριανή.
Στη μελωδική γλώσσα των Φράγκων τα ονόματα αυτών των περιοχών είναι η ιδανική επιλογή για να δώσει ο στιχουργός μελωδικότητα στο τραγούδι. Τέλος, το «ρομάντζο» των τελευταίων στίχων τονίζει για μία ακόμη φορά το ρομαντισμό και την ερωτική ατμόσφαιρα του τραγουδιού.
Βασίλης Τσιτσάνης – Τα Λερωμένα τ’ άπλυτα
Βασίλης Τσιτσάνης – Δηλητήριο στη φλέβα
Βασίλης Τσιτσάνης – Γιατί με ξύπνησες πρωί
Γρηγόρης Μπιθικότσης – Βεργούλες
Μέσα από επανεκτελέσεις, αναβιώσεις και ρετροσπεκτίβες, (μια τέτοια είναι η ταινία του Κώστα Φέρρη “Ρεμπέτικο” ), θεωρείται το είδος εκείνο της ελληνικής μουσικής, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως “αθάνατο”.
Είναι, τελικά, το απόσταγμα πολυετούς ιστορικής πραγματικότητας και κοινωνικοπολιτικών αλλαγών, που σημάδεψαν τον τόπο μας και σηματοδότησαν μια νέα εποχή και μια διαφορετική γενιά ανθρώπων, απαλλαγμένων, ίσως, από στείρες προκαταλήψεις και αγκυλώσεις του παρελθόντος. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο, το ρεμπέτικο θεωρείται πλέον ως πολιτιστική μας κληρονομιά.
http://www.arcadia.ceid.upatras.gr
Pieter Bruegel, the Elder
(born c. 1525, probably Breda, duchy of Brabant
[now in The Netherlands]
died Sept. 5/9, 1569, Brussels
[now in Belgium])
Ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους
της Φλαμανδικής σχολής
και από τους πλέον αγαπημένους μου.
Είχα την ευτυχία να θαυμάσω μερικά
από τα μνημειώδη έργα του στο
Βασιλικό Μουσείο Καλών Τεχνών
στις Βρυξέλλες.
Το μουσείο
(φωτο τραβηγμένες από εμένα – καλοκαίρι 2008)
Winter Landscape with Skaters and Bird Trap
1565
Oil on panel, 37 x 55,5 cm
Musιes Royaux des Beaux-Arts, Brussels
Details
The Census at Bethlehem
1566
Oil on oak, 116 x 164 cm
Musιes Royaux des Beaux-Arts, Brussels
Details
The Massacre of the Innocents
1565-67
Oil on panel, 111 x 160 cm
Kunsthistorisches Museum, Vienna
Details
Κάτια Α. 2009-10
Πίνακας του
Edvard Munch
(12 December 1863 – 23 January 1944)
Ανοίγεις εκείνη την πόρτα τη κλειστή
γρατζουνίζοντας την με τα νύχια σου
τρυπώντας τις σάρκες σου στο γδαρμένo ξύλο
και ματώνοντας το ρόπτρο
που με τόση προσοχή κάρφωσα πριν χρόνια
επάνω στη λουστραρισμένη επιφάνειά της
Κι εγώ από το σκοτεινό δωμάτιο
κρατώντας την αναπνοή μου
σε κοιτώ και σ’ αφουγκράζομαι
και τρέμω
μήπως το σκοτάδι μου
ρίξει επάνω σου απότομα την μαύρη αυλαία
και σε πετρώσει
και μείνεις μισός μέσα και μισός έξω από το δωμάτιο
Τι κρίμα! Η πόρτα κλειστή είναι γραφτό να μένει
έτσι την πέτρα σου σε χίλια δυό κομμάτια
θα χρειαστεί να σπάσω
μα θάχει μονάχα απομείνει
λίγο απ’ το αίμα σου πάνω στο ρόπτρο…
Αυτό ήσουν εσύ
Κάτια Α. 2009
Das weisse Band
(Η Λευκή Κορδέλα)
Palme d’Or
Cannes Festival 2009
Written and Directed
by
Michael Haneke
Χιλιάδες αριστοτεχνικές, αλλά επώδυνες βελονιές συνθέτουν αυτόν τον εξαίσιο καμβά,
που είναι η καινούργια ταινία του Haneke, του σκηνοθέτη, που λατρεύω να λατρεύω.
Η κατακλείδα του έργου απλή, κατανοητή, αληθινή, πέρα από κάθε αμφισβήτηση
και διαχρονική όσο ο ίδιος ο άνθρωπος!
Η βία γεννάει βία!
Η στρέβλωση, η στέρηση και απομάκρυνση από τους φυσικούς νόμους
κατά την διαπαιδαγώγηση του ατόμου και δη του μικρού και “αθώου” παιδιού,
μόνο στρεβλώσεις, ανωμαλίες και βίαιους-φασιστικούς χαρακτήρες μπορεί να μαιεύσει.
Επάνω σ’ αυτήν την θεμελιώδη αρχή βασίζονται όλα τα φασιστικά-κυριαρχικά καθεστώτα
ανά την υφήλιο.
Αλλά, αυτό είναι ένα θέμα, στο οποίο έχω αναφερθεί επανειλημμένα,
με αφορμή είτε άλλες ταινίες, είτε πολιτικά δρώμενα.
Aς επανέλθω,λοιπόν, στον Haneke και στην “Λευκή Κορδέλα” του.
Τι είναι αυτή η περίφημη λευκή κορδέλα;
Είναι το σύμβολο της αγνότητας, που ο πάστορας της μικρής κωμόπολης,
όπου διαδραματίζεται η ιστορία, περνάει στα χέρια των παιδιών του
για να τούς υπενθυμίζει το ύψιστο καθήκον να παραμένουν αγνά.
Μακριά από όλα τα αμαρτήματα κατά την Καινή Διαθήκη.
Μια θεοκρατική αντίληψη, λοιπόν, διέπει όλα τα μέλη της ευυπόληπτης μικρής κοινωνίας,
η οποία, σαφώς είναι μια μικρογραφία σύμπασας της κοινωνίας
στην οποίαν διαβιεί το ανθρώπινο ον.
Τα νοήματα της ταινίας απλά και καθαρά σαν το γάργαρο νερό!
Πολλοί μεγάλοι σκηνοθέτες έχουν κάνει κινηματογραφικές διατριβές
στα τεράστια θέματα της κοινωνικής προκατάληψης, της κοινωνικής διάβρωσης,
της κοινωνικής υποκρισίας, της υποβόσκουσας βίας κλπ
Και πολλοί έχουν δώσει αριστουργήματα!
Έτσι αρκετοί, κριτικοί ταινιών και μη, παραλλήλισαν τον Haneke
με τον Carl Dreyer και τον Ingmar Bergman.
Εγώ θεωρώ, ότι ο Haneke, με τις ταινίες-αριστουργήματα της μέχρι τώρα πορείας του,
είναι μια σχολή από μόνος του.
Με την “Λευκή Κορδέλα” πατάει γερά στον γερμανικό ιμπρεσιονισμό,
για να δώσει το δικό του μοναδικό στίγμα στην 7η Τέχνη.
Συντονισμένα στην εντέλεια κάδρα, ακίνητη κάμερα, μαυρόασπρο αλλά θολό φιλμ,
χωρίς τη λάμψη του μαυρόασπρου αμερικανικού film noir,
ή του τέλειου contrast της γαλλικής nouvelle vague, με λόγια που αρθρώνονται
και λόγια που αποσιωπούνται,
με διάχυτο, καθαρό φωτισμό, που αποφεύγει τις γωνίες και τις βαριές φωτοσκιάσεις,
όλα στο φως του καθωσπρεπισμού και της εϋυποληψίας,
αλλά με κλειστές πόρτες, σφραγισμένα παράθυρα, σφιγμένα στόματα
και μουντές, σκυθρωπές εκφράσεις,
ο Haneke κάνει μια πραγματεία επάνω στην υποτυπώδη ζωή και στην αληθινή ζωή,
στον κατ’ επίφασιν έρωτα, αλλά και στον αληθινό έρωτα, στα κατά συνθήκη ψεύδη
και στα ψεύδη που καταστρέφουν ολόκληρες κοινωνικές δομές.
Μια συγκλονιστική πραγματεία, μια αριστουργηματική ηθογραφία,
μια διεισδυτική ανάγνωση των κοινωνικών δρώμενων από καταβολής κόσμου!
Κι όλα αυτά τόσο απλά, απέριττα, λιτά, μινιμαλιστικά και σχεδόν βουβά!
Κι έχοντας κατορθώσει, όπως σε όλες του τις ταινίες,
να εκμαιεύσει το μέγιστο των δυνατοτήτων των ηθοποιών του!
Ένας σκηνοθέτης-δημιουργός, σύγχρονός μας,
στην πλήρη δημιουργική του άνθιση!
Μα, δεν είμαστε απίστευτα τυχεροί;
Κάτια Α. 2009 – 10
Antichrist (2009)
Written and directed
by
Lars von Trier
Dedicated to
Andrei Tarkovsky
“I can offer no excuse for ‘Antichrist’ … other than my absolute belief
in the film — the most important film of my entire career!”
Lars von Trier
Αφιερωμένη στον Tarkovsky, η νέα ταινία του Lars von Trier,
με Ταρκοφσκικά πλάνα, με αργή, υπνωτιστική, υποβλητική σκηνοθεσία,
με ένα stalker, τη γυναίκα, το θηλυκό, τη δαιμόνια πλευρά της ζωής και της φύσης.
Είναι πραγματική stalker η γυναίκα κατά τον von Trier;
Είναι αυτή που θηρεύει, είναι ο αληθινός κυνηγός στο ανηλεές παιχνίδι της φύσης
και των φύλων;
Είναι όντως αυτή, που παγιδεύει το θύμα της, βαδίζοντας δειλά και προσεκτικά,
γεμάτη δήθεν ανασφάλειες και φοβίες, αλλά καμουφλαρισμένη κάτω από χιλιάδες διαφορετικά πρόσωπα;
Είναι αυτή, που πνίγει στην άβυσσο του κόλπου της τις επιθυμίες
και τη λαγνεία των ανδρών;
Και είναι αυτή, που συγχρόνως γεννά και σκοτώνει;
Ναι, κατά τον von Trier η γυναίκα είναι ένας ανιχνευτής και θηρευτής,
που ενώ φοβάται την Εδέμ, τη φύση, το αρχέγονο, μόλις βρεθεί εκεί,
ανακτά όλα τα καταπιεσμένα της ένστικτα και μετατρέπεται σε φονική παγίδα.
Καθόλου κολακευτικό σχόλιο ή διαπίστωση για τη γυναίκα.
Κι όμως!
Η γυναίκα χρησιμοποιεί τον σεξουαλικό έρωτα ως υπέρτατο εργαλείο
στην σχέση της με τον άνδρα.
Η μητρότητα είναι, λοιπόν ένα πρόσχημα;
Τι ρόλο παίζει στο ξεδίπλωμα της γυναίκας-φύσης-δαίμονα;
Στρεβλά αρχέτυπα δημιουργούν στρεβλώσεις στους απογόνους.
Η “αυτή”, ( Charlotte Gainsbourg ), βάζει μόνιμα
τα παπούτσια του παιδιού της ανάποδα, με αποτέλεσμα
να δημιουργηθούν δυσμορφίες στα πόδια του.
Είναι αυτή πράγματι η αιτία για τον θάνατο του παιδιού;
Σαφής ο υπαινιγμός του σκηνοθέτη.
Η “αυτή”, τη στιγμή που το παιδί ήταν μόνο, είχε βυθίσει στην άβυσσό της
το πέος του “αυτού” ( Willem Dafoe ), και απολάμβανε την ηδονή.
Ένα καυστικό σχόλιο του σκηνοθέτη για την ανικανότητα πλήθους γυναικών,
για τις οποίες η μητρότητα είναι ένα από τα καθήκοντα, που επιβάλλουν οι κοινωνικές συμβάσεις.
Η “αυτή”, όταν νιώθει ότι αυτός ίσως φύγει, γίνεται βαρίδι στα πόδια του.
Αυτοβιογραφικός; Καταδυόμενος στα δικά του απύθμενα, χαώδη βάθη;
Μα, βέβαια!
Όλοι οι μεγάλοι σκηνοθέτες είναι αυτοβιογραφικοί!
Αλίμονο, αν δεν ήταν.
Όλοι έχουμε βιώσει το βαρίδι του άλλου να μάς κρατά καθηλωμένους
και ματωμένους.
Η “αυτή” ευνουχίζει και ευνουχίζεται.
Όχι από τύψεις για την απώλεια του παιδιού.
Αλλά από εκδικητική μανία.
Η μανία αυτή, να ματώσουμε τον άλλον και να ματωθούμε, είναι ο Αντίχριστος
μέσα μας, λέει ο Trier, Και ο φόβος.
Οι φόβοι και οι φοβίες μας, το φίδι που μάς κατατρώει.
Ο φόβος “αυτής” γίνεται ο καταλύτης.
Ο φόβος μη μείνει μόνη.
Μια άλλη Μήδεια, λοιπόν, μόνο που το παιδί έχει ήδη θυσιαστεί.
Η φύση γίνεται σύμμαχος για να παγιδεύσει.
Η γυναίκα, που φοβάται μην εγκαταλειφθεί από αυτόν που τής προσφέρει την ηδονή,
το πρωταρχικό ένστικτο, γίνεται ανελέητη, λέει ο Trier. Σαν τη Φύση,
που είναι χαώδης και επίσης ανελέητη.
Η φύση ξυπνά πρωτόγονα ένστικτα και άγριο σεξουαλισμό.
Απόλυτα αληθινό!
Ο Trier, μάς καλεί να ξεχάσουμε τα ωραία, χριστιανικά, ηθικοπλαστικά
και οικολογικά παραμύθια και να βιώσουμε τη Φύση, αλλά και τη γυναικεία φύση,
στις πραγματικές της διαστάσεις.
Μια παγανιστική αποθέωση του χάους και της πλήρους αταξίας.
Σαν αυτήν που ελλοχεύει στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και στο μυαλό.
Συμφωνούμε, δεν συμφωνούμε, λίγη σημασία έχει.
Η ταινία ακουμπά σε θεμελιώδεις αρχές.
Αυτό κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει.
Κάτια Α. 2009
Στα ηχεία μας το έργο “Lascia ch’io pianga” του G. F. Händel
(από το soundtrack της ταινίας)
Lars Von Trier: Director’s Confession
Two years ago, I suffered from depression. It was a new experience for me. Everything, no matter what, seemed unimportant, trivial. I couldn’t work.
Six months later, just as an exercise, I wrote a script. It was a kind of therapy, but also a search, a test to see if I would ever make another film.
The script was finished and filmed without much enthusiasm, made as it was using about half of my physical and intellectual capacity.
The work on the script did not follow my usual modus operandi. Scenes were added for no reason. Images were composed free of logic or dramatic thinking. They often came from dreams I was having at the time, or dreams I’d had earlier in my life.
Once again, the subject was “Nature,” but in a different and more direct way than before. In a more personal way.
The film does not contain any specific moral code and only has what some might call ‘the bare necessities’ in the way of a plot.
I read Strindberg when I was young. I read with enthusiasm the things he wrote before he went to Paris to become an alchemist and during his stay there … the period later called his “inferno crisis” – was “Antichrist” my Inferno Crisis? My affinity with Strindberg?
In any case, I can offer no excuse for “Antichrist”. Other than my absolute belief in the film – the most important film of my entire career!
Lars von Trier, Copenhagen, 25/03/09.
taken by me
Beauty
Πανέμορφα νεοκλασσικά,
εγκαταλελειμμένα από το δυσλειτουργικό μας κράτος,
παρακμάζουν με αξιοπρέπεια…
ενώ κάποια άλλα ανθούν,
στολίζοντας μοναδικά την μουντή καθημερινότητα
των μεγαλουπόλεων…
…and the beast….
Ποιοί άνοες, άνευ παιδείας, αισθητικής, φαντασίας και οράματος σχεδιαστές πόλεων,
αρχιτέκτονες, μηχανικοί, εργολάβοι και λοιποί “τεχνογνώστες”
αποφάσισαν και έκριναν, ότι ο σύγχρονος Έλληνας μπορεί να βιώνει την καθημερινότητά του μέσα σε αυτά τα τερατουργηματκά κουτιά;
Το μεγαλύτερο ανοσιούργημα αισθητικής έχει συντελεσθεί στις πόλεις της ελληνικής επικράτειας
και είναι δυστυχώς,
ΜΗ ΑΝΑΣΤΡΕΨΙΜΟ!
Πανέμορφα ερείπια στην Κορσική
Απ’ έξω…
Κι από μέσα….
Μήπως, οι “άλλοι” ξέρουν κάτι περισσότερο από εμάς;
Μήπως σέβονται περισσότερο το περιβάλλον,
την ιστορική τους συνέχεια και συνοχή,
εν κατακλείδι, τον ίδιον τους τον εαυτό;
Μήπως…;;;
Κάτια
Σημ. Όλες οι φωτογραφίες της ανάρτησης, καθώς και η φωτό της προμετωπίδας,
τραβήχτηκαν από την υπογράφουσα (Ιούλιος-Αύγουστος 2009
και Απρίλιος 2009) .
Η Βασιλική του Αγίου Φραγκίσκου
στο
Arezzo
με τα αριστουργηματκά Frescoes
του
Piero Della Frascesca,
το μοναδικό, ολοκληρωμένο θεματολογικά,
έργο του ζωγράφου,
που σώζεται σε άριστη κατάσταση.
~Όλες οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες από έμενα.
Arezzo-Italy
Kαλοκαίρι 2009~
Τα Frescoes του Piero Della Francesca, με θέμα τον Θρύλο της προέλευσης του Τιμίου Σταυρού, στο κύριο παρεκκλήσι,
κοσμούν μοναδικά τους τοίχους, ενώ τους θόλους έχει φιλοτεχνήσει ο Bicci di Lorenzo.
Τον Εσταυρωμένο, ( Christus Patiens) θαυμάσιο έργο, με έντονες επιδράσεις από τον Giotto,
έχει φιλοτεχνήσει τον 13ο αι. άγνωστος καλλιτέχνης, γνωστός ως Master of Saint Francis.
Santa Maria Maddalena
1459 ca
Affresco
by
Piero Della Francesca
Duomo (Καθεδρικός ναός) του Arezzo
Απόψεις του Arezzo, όπου γυρίστηκε και η ταινία
La Vita e Bella
Piazza Grande
Logge del Vasari
Palazzo del Tribunale και
Palazzo della Fraternita dei Laici
Santa Maria della Pieve
Katia X. 2010
Dante Gabriel RossettiEnglish Pre-Raphaelite artist
~original name Gabriel Charles Dante Rossetti~
(Born May 12, 1828, London, England,
died April 9, 1882, Birchington-on-Sea, Kent)
Γιός Ιταλού μετανάστη, γεννημένος στο Λονδίνο, στην Αγγλία, την χώρα των ιπποτών και των θρύλων, υπήρξε μαζί με τον William Holman Hunt, ο εμπνευστής μιας νέας φιλοσοφίας στην Τέχνη, ενός ρεύματος που “έσπαγε” τη φυσική συνέχεια στις τάσεις της εποχής και αποθέωνε την μεσαιωνική θεώρηση των πραγμάτων. Αποτέλεσμα αυτής την καλλιτεχνικής ανησυχίας και αναζήτησης ήταν η δημιουργία ενός από τα πιο εμβληματικά κινήματα στην ιστορία της Τέχνης, του κινήματος των Προ-Ραφαηλιτών.Ο Dante Gabriel Rossetti υπήρξε λάτρης του Δάντη, στον εφιαλτικό κόσμο των ποιημάτων του οποίου είχε καταδυθεί πολλές φορές. Τιμώντας τον ποιητή, υπέγραφε ως Dante.
Με τα καρμικά νούμερα 8 και 2 σε αναστροφή στις χρονολογίες γέννησης και θανάτου του, ο Rossetti, όπως οι περισσότεροι ιδιοφυείς καλλιτέχνες, υπήρξε αυτοκαταστροφικός, εθίστηκε σε οπιούχες και υπνωτικές ουσίες, καταστρέφοντας αργά και μεθοδικά την υγεία του, όπως καταστράφηκε και η υγεία της γυναίκας του από την χρόνια χρήση του λάβδανου. (Το λάβδανο είναι μία παυσίπονη ουσία, που ακόμα και σήμερα χορηγούν, κυρίως οι οδοντίατροι, σε ελάχιστες ποσότητες στους ασθενείς τους)
Ο Rossetti ήταν ένας αθεράπευτα ρομαντικός, που συχνά κατέφευγε στην ποίηση για να εκφράσει τον πλούτο των συναισθημάτων του και την πολύπλοκη και αινιγματική φύση του.
Μερικά ποιήματά του παρατίθενται παρακάτω.
Οι πίνακες του είναι γεμάτοι φως, οι μορφές του αινιγματικά μελαγχολικές, ωστόσο παραπέμπουν σε ένα κόσμο ονείρου και ιδεαλιστικών οραμάτων.
Γεμάτες φυσική στιβαρότητα, υγεία και ζωντάνια, πράγματα που ήταν ζητούμενα την εποχή που έζησε ο Rossetti, όταν ο κόσμος μαστιζόταν από ανίατες ασθένειες, όπως η φυματίωση και η υγεία και φυσική κατάσταση του πληθυσμού ήταν ιδιαίτερα εύθραυστες, ειδικά στις χώρες με άσχημες κλιματικές συνθήκες και υγρασία, όπως η Αγγλία, οι φιγούρες του ήταν η εκπροσώπηση του ιδεώδους, του ιδεατού και του τέλειου!
Ήταν οι δικές του Καρυάτιδες, με τα αγαλμάτινα κορμιά, τις πλούσιες και περίτεχνες κόμες και τα δυνατά γεμάτα υγεία και αυτοπεποίθηση μέλη.
Ακόμα και στην αναπαράσταση του θανάτου της Beatrice, η μορφή της εκλιπούσας μοιάζει να κοιμάται ένα γλυκόν ύπνο, γεμάτον τρυεφερά όνειρα, καθώς δέχεται τον ασπασμό του αγαπημένου της, υπό μορφήν αγγέλου.
Τα χείλη της είναι ροδαλά και τα πλούσια μαλλιά της κυματίζουν θωπευτικά και υπνωτιστικά, αιχμαλωτίζοντας τη ματιά.
Θα μπορούσα να αναλύω επί ώρες τους μαγευτικούς και πλούσιους χρωματικά, αισθητικά και νοηματικά πίνακες του Δάντη της ζωγραφικής.
Αλλά καλύτερα να αφήσω εσάς να απολαύσετε τα έργα του και να δώσετε τις δικές σας ερμηνείες…
© Κάτια X.
Self-portrait, 1847
The Day Dream
The Blessed Damozel
A Sea Spell
La Ghirlandata
Dante’s Dream at the Time of the Death of Beatrice
The Blue Closet
The Tune of the Seven Towers
Poems by D. G. Rossetti
Lady LilithOf Adam’s first wife, Lilith, it is told
(The witch he loved before the gift of Eve.)
That, ere the snake’s, her sweet tongue could deceive,
And still her enchanted hair was the first gold.
And still she sits, young while the earth is old,
And, subtly of herself contemplative,
Draws men to watch the bright web she can weave,
Till heart and body and life are in its hold.
The rose and poppy are her flowers; for where
Is he not found, O Lilith, whom shed scent
And soft-shed kisses and soft sleep shall snare?
Lo! as that youth’s eyes burned at thine, so went
Thy spell through him, and left his straight neck bent,
And round his heart one strangling golden hair.
Sybilla Palmifera
Under the arch of life, where love and death,
Terror and mystery, guard her shrine, I saw
Beauty enthroned; and though her gaze struck awe,
I drew it in as simply as my breath.
Hers are the eyes which, over and beneath
The sky and sea bend on thee, — which can draw,
By sea or sky or woman, to one law,
The allotted bondman of her palm and wreath.
This is that Lady Beauty, in whose praise
Thy voice and hand shake still, — long known to thee
By flying hair and fluttering hem, — the beat
Following her daily of thy heart and feet,
How passionately and irretrievably,
In what fond flight, how many ways and days!
A Sea Spell
Her lute hangs shadowed in the apple-tree,
While flashing fingers weave the sweet-strung spell
Between its chords; and as the wild notes swell,
The sea-bird for those branches leaves the sea.
But to what sound her listening ear stoops she?
What netherworld gulf-whispers doth she hear,
In answering echoes from what planisphere,
Along the wind, along the estuary?
She sinks into her spell: and when full soon
Her lips move and she soars into her song,
What creatures of the midmost main shall throng
In furrowed self-clouds to the summoning rune,
Till he, the fated mariner, hears her cry,
And up her rock, bare breasted, comes to die?