kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Διαφορές Νεοπλατωνισμού και Ορθόδοξης Θεολογίας

Συγγραφέας: kantonopou στις 20 Δεκεμβρίου, 2014

Νεοπλατωνισμός

Ο Νεοπλατωνισμός είναι η μετεξέλιξη του Πλατωνισμού. Λέγοντας «πλατωνισμό», δεν εννοούμε μόνο όσα φιλοσοφικά δέχονταν ο μεγάλος φιλόσοφος Πλάτων, αλλά εννοούμε το σύνολο της πλατωνικής παράδοσης όπως διαμορφώθηκε. Σε γενικές γραμμές, ο Πλατωνισμός εξελίχθηκε στον «μέσο πλατωνισμό», με κύριο εκπρόσωπο τον Φίλωνα τον Ιουδαίο, και από τον 3ο αιώνα μ. Χ, στον Νεοπλατωνισμό, όπου εδώ έχουμε πρόσληψη πολλών επιπλέον στοιχείων, με αποτέλεσμα ο Νεοπλατωνισμός να θεωρείται από ορισμένους όχι απλά φιλοσοφικό σύστημα, αλλά επίσης και θρησκεία. Κορυφαίοι εκπρόσωποι είναι ο Πλωτίνος και μετέπειτα ο Πρόκλος. Ο καθηγητής Σ. Παπαδόπουλος, γράφει στον Α’ Τόμο της Πατρολογίας του, σελ. 155: «Το φιλοσοφικό τούτο κίνημα είναι βέβαια είδος αναβιώσεως κι ερμηνείας της πλατωνικής (όσο και αριστοτελικής) φιλοσοφίας, αλλά είναι συγχρόνως και κυρίως νέο πνευματικό μέγεθος, δημιούργημα με νέες προϋποθέσεις πολλές φορές, άγνωστες και αντίθετες προς την πλατωνική φιλοσοφία». Χωρίς να επιδιώκεται συστηματική ανάλυση των θέσεων του Νεοπλατωνισμού (ο σκοπός της ανάρτησης είναι να δειχτεί η διαφοροποίηση από την Ορθόδοξη θεολογία σε τρία κύρια σημεία που αποτελούν τις βάσεις της διαφοροποίησης), αναφέρουμε ότι ο Νεοπλατωνισμός δέχεται μία αρχή (την οποία καλεί «Εν»), δέχεται την κυκλική πορεία (ο κόσμος προέρχεται δια απορροής από το  Εν και πηγαίνει πάλι εκεί) που είναι σαφής επηρεασμός από την Ανατολική σκέψη. Ως εκ τούτου, το Εν δεν είναι προσωπικός θεός, και ο άνθρωπος δεν έχει πρόσωπο (με την θεολογική έννοια βέβαια), εφόσον συνεχώς μετενσαρκώνεται. Η ιεραρχία που έχει προκύψει από την απορροή είναι κλιμακωτή, και έχει ως εξής: Νους, Ψυχή του παντός, Ψυχές ανθρώπων, ύλη. Η ανθρώπινη ψυχή έχει μέσα της παρουσία «της Ψυχής του παντός», ενώ το σώμα τείνει προς το κακό, χωρίς απαραίτητα να θεωρείται «κακό». Ο σκοπός, που είναι συνάμα και η λύτρωση του ανθρώπου, είναι η ένωση της ψυχής με το Εν (επαγωγή). Αυτή η ένωση επιτυγχάνεται μέσω της εκστάσεως, της άσκησης που καθαρίζει την ψυχή, και των μυστηρίων. Έτσι, παρατηρούμε ότι το σύστημα του Νεοπλατωνισμού έχει χαρακτηριστικά θρησκείας. Έχει τον απρόσωπο θεό, έχει τον άνθρωπο, και την ένωση με το Εν.
Οι διαφορές του Νεοπλατωνισμού με την Ορθόδοξη Θεολογία.
Πέρα από όσα γράφτηκαν παραπάνω, που δείχνουν κάποιες από τις διαφορές Νεοπλατωνισμού- Ορθόδοξης Θεολογίας, υπάρχουν τρία πολύ βασικά σημεία όπου διαφοροποιούνται ριζικά αυτά τα δύο μεγέθη. Διότι, οι Πατέρες, προσπαθώντας να εκφράσουν την εμπειρία της Θείας Αποκάλυψης με λόγο, ή αλλιώς την Χαρισματική Θεολογία με την Επιστημονική, όπως θα έλεγε και ο καθηγητής Ν. Ματσούκας, προκειμένου να γίνουν κατανοητοί στο περιβάλλον τους (διαφορετικά δεν θα είχε νόημα), χρησιμοποίησαν όρους τους οποίους δανείστηκαν από την φιλοσοφία, στους οποίους έδωσαν χριστιανικό περιεχόμενο. Η όποια ομοιότητα στην ορολογία, καμία σχέση με έχει και με την ουσία. Ο άγιοςΓρηγόριος ο Παλαμάς, στο έργο του «Υπέρ Ιερώς Ησυχαζόντων», έκδοσης στην σειρά ΕΠΕ, τόμος 2, σελ. 71, γράφει: «Και αν κάποιος από τους Πατέρες λέγει τα ίδια με τους έξω σοφούς, αυτό γίνεται μόνο ως προς τις λέξεις, ενώ ως προς τα νοήματα υπάρχει απόσταση». Οι διαφορές λοιπόν, είναι οι εξής: α) διάκριση κτιστού- ακτίστου, β) έκσταση, γ) περί Θείου έρωτος.
α) Διάκριση κτιστού- ακτίστου.
Σε αυτήν την διάκριση, που για τους θεούμενους είναι καθαρά εμπειρική και όχι στοχαστική, βασίζονται πολλά Ορθόδοξα δόγματα που αφορούν τον άνθρωπο (και την ψυχή και το σώμα), την δημιουργία εκ του μηδενός, την φύση του θανάτου, το νόημα της ανάστασης, την ανυπαρξία των θείων αρχετύπων στην ουσία του Θείου Είναι, την μη ταύτιση Θεού και κόσμου κλπ.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, στην «Πατερική Θεολογία», κεφάλαιο 18, εξηγεί: « [..] στην Νεοπλατωνική αρχή, στην μεταφυσική τους αρχή, δεν υπάρχουν τέτοιες έννοιες, όπως δημιουργία εκ του μηδενός και άκτιστος ύπαρξις· δεν υπάρχει διάκρισις δηλαδή μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Ενώ το βασικό κατηγόρημα, το βασικό δόγμα, της Χριστιανικής θεολογίας είναι η σαφής διάκρισις μεταξύ κτιστού και ακτίστου, καθώς και το ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμία ομοιότης».
Ως εκ τούτου, υπάρχει στους Νεοπλατωνικούς η θεωρία των αρχετύπων (την οποία πήραν από τον κόσμο των Ιδεών του Πλάτωνα), «Ότι δηλαδή όλα τα εν τω κόσμω είναι αντιγραφές κάποιων αρχετύπων. Βέβαια αυτό είναι κάτι, που οι Πατέρες όχι μόνο απορρίπτουν, αλλά επί πλέον υπάρχει και αφορισμός από το σώμα της Εκκλησίας εκείνων που αποδέχονται τα αρχέτυπα του Πλάτωνος, διότι η αποδοχή τους είναι μια μορφή ειδωλολατρίας» (ίδιο έργο , κεφάλαιο 21).
Στην «Δογματική και Συμβολική Θεολογία» του Ν. Ματσούκα, σελίδα 105, διαβάζουμε: «Το πιο βασικό χαρακτηριστικό της πλατωνικής φιλοσοφίας είναι η αυθυπαρξία των δύο κόσμων: του αισθητού και του νοητού [..]».
 
Στην σελίδα 107, αναφέρεται: «Το αυθύπαρκτο ζευγάρι γενητό- αγένητο, που είναι πρωτεύον στην διαρχική φιλοσοφία, αντικαθίσταται από το ζευγάρι κτιστό- άκτιστο [..]. Μολονότι ριζικά διαφορετικό κατ’ ουσία από το άκτιστο, δεν είναι ασυμβίβαστο και αντίθετο  προς αυτό, αλλά εξαρτώμενο από το άκτιστο κατά το είναι, τη ζωή και την προαγωγή μέσω ενεργειακής σχέσης Θεού και κτισμάτων».
 
Άνευ της διακρίσεως λοιπόν κτιστού- ακτίστου, πέφτουμε πολύ εύκολα στην ειδωλολατρία, είτε θεωρώντας την ύλη αυθύπαρκτη και συνεπώς τον Θεό ως απλά διαμορφωτή της και όχι δημιουργό της, είτε ταυτίζοντας την φύση του Θεού με την φύση του κόσμου (όπου εδώ έχουμε επιπλέον και πανθεϊσμό). Επίσης, διαφοροποιείται η Ορθόδοξη Πατερική θεολογία και από την φιλοσοφική διαρχία. Δεν υπάρχει αντιδιαστολή ανάμεσα σε κτιστό και άκτιστο κόσμο, αφού μόνο ο Θεός είναι άκτιστος και όλα τα άλλα είναι κτιστά, είτε υλικά είναι αυτά είτε άυλα.
β) Η έκσταση στην Πατερική Θεολογία και στον Νεοπλατωνισμό.
 
Έκσταση θα πει «εκτοπισμός», «απομάκρυνση». Η έκσταση υπάρχει και στα δύο. Αλλά υπάρχουν δύο σημαντικές διαφορές· στην Πατερική Θεολογία συμμετέχει όλος ο άνθρωπος, ψυχή και σώμα, ενώ στον Νεοπλατωνισμό, μόνο η ψυχή επειδή μόνο αυτή θεωρείται «θεϊκή». Και η δεύτερη, ότι στην χριστιανική έκσταση, ο άνθρωπος έχει πλήρη συναίσθηση του τι κάνει, ενώ στον Νεοπλατωνισμό, η ψυχή φεύγει και κάνει ταξίδια στο διάστημα (περιοδείες ή ουρανοδρομίες).
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, αναφέρει στην «Πατερική Θεολογία», κεφάλαιο 18: «Χαρακτηριστικό του Νεοπλατωνισμού είναι η έκστασις, η οποία είναι μία εμπειρία, που για τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι δαιμονική. Κατά την έκσταση εξέρχεται το λογιστικό του ανθρώπου από το χώρο και τον χρόνο, καθώς και από την διαδοχική σκέψη και ενώνεται (υποτίθεται) με το αμετάβλητο. Λένε δηλαδή οι Νεοπλατωνικοί ότι υπερβαίνει τον χρόνο και τα μεταβλητά. Μέσα σ’ αυτή την διαδικασία το σώμα γι’ αυτούς είναι κάτι το κακό ή το αρνητικό. Πάντως το σώμα δεν συμμετέχει στην εμπειρία της εκστάσεως των Νεοπλατωνικών».
Και στο κεφάλαιο 19, διευκρινίζει την έννοια της έκστασης στην Ορθοδοξία: «Η εμπειρία της θεώσεως στην Χριστιανική παράδοση δεν έχει καμία σχέση με κανενός είδους έκσταση. Δεν είναι έκστασις ούτε έχει να κάνη με το λογιστικό του ανθρώπου μόνο, διότι κατά την εμπειρία της θεώσεως μετέχει όλος ο άνθρωπος και το σώμα του δηλαδή, με όλες τις αισθήσεις του εν πλήρει λειτουργία. Ο άνθρωπος, όταν βλέπει τον Χριστό εν δόξη, βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους εγρηγόρσεως. Οπότε δεν βλέπει μόνο η διάνοια του ανθρώπου, αλλά βλέπει και το σώμα του ανθρώπου. Αν διαβάσετε το βιβλίο του Ιώβ, θα δείτε εκεί να αναφέρεται ότι «η σαρξ του Ιώβ είδε τον Θεόν» (Ιώβ 42:5). Δηλαδή μετείχε και το σώμα του Ιώβ στην όραση της δόξης του Θεού. Αυτή είναι μία πάρα πολύ καλή Εβραϊκή παράδοσις. Κατά τη διάρκεια του δοξασμού του ανθρώπου, δηλαδή κατά την εμπειρία αυτής της θεώσεως ο άνθρωπος, το σώμα του ανθρώπου δεν χάνει την επαφή με το περιβάλλον του. Αυτό όμως υπό την προϋπόθεση ότι ο άνθρωπος από προηγούμενες παρόμοιες εμπειρίες είχε συνηθίσει στο να βλέπει την δόξα του Θεού».
 
Στο σημείο αυτό, αξίζει να παραθέσω ένα χωρίο από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, που αναφέρεται σε αυτό ακριβώς. Βρίσκεται στον Α’ Λόγο «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων», στην σειρά ΕΠΕ 2, στην δεύτερη απόκριση σελ. 107: «Το να οδηγούμε όμως το νου έξω, όχι από το σωματικό φρόνημα, αλλά από αυτό το σώμα, για να επιτύχει τάχα νοερά θεάματα, αυτό είναι το άριστο εύρημα και παίδευμα των δαιμόνων είναι ρίζα και πηγή της ελληνικής πλάνης και κάθε κακοδοξίας, γεννητικό μωρίας και γέννημα μανίας. Γι’ αυτό και εκείνοι που ομιλούν κατ’ έμπνευση δαιμόνων βρίσκονται εκτός εαυτού, μη αντιλαμβανόμενοι ούτε καν τι λέγουν».
Επομένως, δεν ανεβαίνουμε οι ίδιοι, αλλά ο Θεός «κατέρχεται» σε μας δια των Θείων ενεργειών του. Για αυτό, στον Χριστιανισμό υπάρχει η προσευχή, όχι ο διαλογισμός.
γ) Περί θείου έρωτα.
Και εδώ υπάρχει μεγάλη διαφορά. Ο Θεός δεν είναι μόνο «ακίνητο κινούν», αλλά και «κινούμενο κινούν».
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, στην «Πατερική Θεολογία», εξηγεί στο κεφάλαιο 20: «Κατά τους Νεοπλατωνικούς δεν έχει ο Θεός έρωτα για τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος για τον Θεό. [..] Αυτόν τον έρωτα τον έχει εκείνος ο οποίος δεν είναι τέλειος. Οπότε ο έρως είναι για τον ατελή[..]. Ο Θεός δεν μπορεί να έχει έρωτα, διότι είναι τέλειος, είναι αυτάρκης και για τον λόγον αυτόν είναι κατ’ αυτούς, το ακίνητον κινούν».
Και συνεχίζει με την Ορθόδοξη θέση: «Δείτε όμως τώρα τι ισχύει στην Ορθόδοξο παράδοση. Εκεί που ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης λέγει ότι ο Θεός είναι και κινούμενον, λέγει και κάτι άλλο. Λέγει επίσης ότι υπάρχουν μερικοί, οι οποίοι συζητούν το θέμα αν ο έρως και η αγάπη είναι το ίδιο πράγμα. Και αυτοί λένε ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα. Άλλο έρως και άλλο αγάπη. Έτσι λένε, ο Θεός έχει αγάπη, αλλά δεν έχει έρωτα για τον άνθρωπο, ενώ ο άνθρωπος έχει έρωτα, πρέπει όμως να έχει μόνο αγάπη. Επικαλούμενος όμως ο άγιος Διονύσιος την δική του εμπειρία της θεώσεως καταλήγει στο ότι ο Θεός, δεν έχει μόνο αγάπη, αλλά και έρωτα για τον άνθρωπο».
Αξίζει να παραθέσω ορισμένα σχετικά από τα αρεοπαγιτικά συγγράμματα, που βρίσκεται στην σειρά ΕΠΕ της Φιλοκαλίας, τόμος 3, σελ.  115: «Για όσους καταλαβαίνουν τα θεία σωστά, το όνομα της αγάπης και του έρωτος από τους ιερούς θεολόγους φέρεται ισοδύναμο σύμφωνα με τις θείες αποκαλύψεις. Και είναι αυτό το όνομα δηλωτικό της ενοποιού και συνδετικής και εξόχως συναπτικής δυνάμεως στο καλό και αγαθό [..]. Είναι και εκστατικός ο θείος έρως, διότι δεν αφήνει τους εραστάς ν’ ανήκουν στον εαυτό τους, αλλά στους ερωμένους. [..] Για αυτό και ο μέγας Παύλος, όταν κατέκτησε τον θείο έρωτα και μετάλαβε από την εκστατική του δύναμη, λέγει με ένθεο στόμα, ‘’δεν ζω πλέον εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός’’, ως αληθινός εραστής που είναι σε έκσταση προς τον Θεό, όπως λέγει ο ίδιος, και ζει όχι τη δική του ζωή, αλλά τη ζωή του εραστού, ως πολύ αγαπητή». 

Αφήστε μια απάντηση