kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Η αποστολικότητα στην εποχή μας

Συγγραφέας: kantonopou στις 28 Απριλίου, 2012

Η Εκκλησία μας εορτάζει στις 29 Απριλίου την μνήμη των αγίων Αποστόλων Ιάσονος και Σωσιπάτρου, μαθητών του αποστόλου Παύλου και ιδρυτών της Εκκλησίας της Κέρκυρας. Το συναξάρι των αγίων είναι πράγματι εκπληκτικό. Δύο άνθρωποι που πιστεύουν στο Χριστό έρχονται σε ένα ιστορικό νησί, το οποίο διακατέχεται από το πνεύμα της ειδωλολατρίας και εν μέσω πολλών μαρτυρίων οδηγούν πλήθος ανθρώπων στο χριστιανισμό, μεταξύ των οποίων και την κόρη του ηγεμόνα του νησιού Κερκύρα, ληστές, δημίους, δεσμοφύλακες και άλλους καθημερινούς ανθρώπους. Στο τέλος μάλιστα και τον διάδοχο του άπιστου Κερκυλιανού Δατιανό, ο οποίος βλέποντας το μαρτύριο του αποστόλου Σωσιπάτρου, ασπάζεται την πίστη στον Χριστό.
Δύο άνθρωποι αλλάζουν έναν ολόκληρο τόπο. Κοντά τους βρίσκουν νόημα ζωής χιλιάδες. Και δεν είναι ένα θάμπωμα, το οποίο προσωρινά υπέστησαν, χάρις στην προσωπικότητα και τον ζήλο των Αποστόλων. Η πίστη θα παραμείνει σταθερή και θα μεταδίδεται από γενιά σε γενιά στους αιώνες. Δύο άνθρωποι αναδεικνύονται πνευματικοί ηγέτες. Και ένας λαός τους ακολουθεί, μη διστάζοντας να έρθει σε ρήξη με τα παραδεδομένα, με την πατροπαράδοτη τότε ειδωλολατρική πίστη του. Αρνείται το θρησκευτικό του παρελθόν και ακολουθεί τον δρόμο της Βασιλείας του Θεού. Σώζουν και σώζονται οι Απόστολοι. Και γίνονται οι ιδρυτές, με στήριγμα την πίστη και τα μαρτύρια, της αποστολικής Εκκλησίας της Κέρκυρας.
Αναρωτιέται κανείς: ποια είναι άραγε τα χαρακτηριστικά της αποστολικότητας της Εκκλησίας και πόσο αυτή η αποστολικότητα μπορεί να έχει ισχύ στην εποχή μας; Γιατί συχνά ο κόσμος κατηγορεί την Εκκλησία ότι μένει προσκολλημένη σε ένα παρελθόν, απλώς το συντηρεί, χωρίς καλά –καλά και οι φορείς της ή οι πιστοί της να μπορούν να εξηγήσουν ποια σημασία έχει αυτό το παρελθόν για την πραγματικότητα και το σήμερα.
Θα διαλέξουμε τρία χαρακτηριστικά της αποστολικότητας της Εκκλησίας, που τα θεωρούμε σημαντικά. Το πρώτο έχει να κάνει με την σχέση των ιδρυτών της με τον Χριστό και τους άλλους αποστόλους. Η πίστη τους δεν πήγαζε από μία ιδεολογική επεξεργασία στοιχείων, απόψεων, ιδεών, μόρφωσης που κάπου βρήκαν ή που χτίστηκε στην ύπαρξή τους κατόπιν διαφόρων ανησυχιών. Προέκυψε μέσα από την σχέση τους με τον Χριστό και τους μαθητές Του (εν προκειμένω με τον Παύλο) και ήταν καρπός της εμπιστοσύνης τους στα πρόσωπα αυτά. Δεν βγήκε μέσα από βιβλία, αλλά μέσα από πρόσωπα ζωντανά στην καρδιά και την συνείδησή τους, τα οποία έριξαν επάνω τους την σαγήνη του Πνεύματος, τους εζώγρησαν και τους κατέστησαν με την σειρά τους αλιείς ανθρώπων.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της αποστολικότητας έχει να κάνει με το μοίρασμα της αλήθειας. Οι δύο απόστολοι δεν έμειναν στην χαρά της προσωπικής σχέσης με τον Χριστό και τους μαθητές, αλλά έδωσαν αυτήν την χαρά, μίλησαν, δίδαξαν, μοιράστηκαν την χαρά με τους άλλους ανθρώπους. Δεν κράτησαν για τον εαυτό τους τον πολύτιμο μαργαρίτη που τους δόθηκε, αλλά θέλησαν να πορευθούν και να κάνουν μαθητές του Χριστού και άλλους ανθρώπους. Η χαρά δεν είναι για να κρύβεται ή για να λειτουργεί στην προοπτική του εγωκεντρισμού. Δεν είναι για να σωρευθεί στην προσωπική αποθήκη, αλλά για να δοθεί απλόχερα. Και ό,τι δίδεται, δεν εξαντλείται ποτέ.
Το τρίτο χαρακτηριστικό της αποστολικότητας είναι η απόφαση για θυσία, δηλαδή η νίκη κατά του ενστίκτου της επιβίωσης και ο αγώνας για την όντως Ζωή με κάθε κόστος. Είναι το παράδοξο της πίστης. Είναι το «θανάτω θάνατον πατήσας» που πρώτος ο Χριστός έδειξε στον κόσμο και ακολούθησαν οι μαθητές Του, οι απόστολοι, αλλά και όλοι οι άγιοι. Δεν νοιάστηκαν για τον πόνο, το μαρτύριο, τον θάνατο, γιατί είχαν βαθιά στην καρδιά τους θρονιασμένη την πίστη και το βίωμα της Ανάστασης από τον παρόντα κόσμο και χρόνο. Γιατί Ανάσταση δεν είναι μόνο η νίκη κατά του εσχάτου εχθρού του ανθρώπου, δηλαδή του σωματικού θανάτου. Είναι και η νίκη κατά του πνευματικού θανάτου, του άδη που κατατρώγει την ψυχοσωματική μας υπόσταση μέσα από την αποτυχία, τα πάθη, τις αμαρτίες, την αδυναμία της αγάπης. «Κόλαση είναι το μαρτύριο του να μην αγαπάς» (Ντοστογιέφσκυ). Και οι απόστολοι, όπως και όλοι οι άγιοι επέλεξαν με τη ζωή τους, την ασκητικότητά τους, την πάλη τους εναντίον των λογισμών και της κακίας, την άρνησή τους να ταυτιστούν με τα παραδεδομένα του κόσμου τους και την απιστία του, την θανάτωση του θανάτου εν Χριστώ και την βίωση της εσωτερικής χαράς και πληρότητας της Ανάστασης, ακόμη κι αν το σώμα τους παραδόθηκε από όλους εκείνους που δεν κατενόησαν τι σημαίνει Ζωή, δηλαδή Χριστός, στο μαρτύριο.
Αυτά τα τρία χαρακτηριστικά της αποστολικότητας διασώζονται στην Εκκλησία μας και σήμερα. Η σχέση με τον Χριστό, τους αποστόλους και τους αγίους δεν είναι μόνο διανοητική αποδοχή δογμάτων και αληθειών, ούτε τυπική τήρηση εντολών. Είναι σχέση καρδιακή, εμπιστοσύνης, σχέση που δεν αφήνει την ύπαρξη να νικιέται από άγχη, μέριμνες, αγωνίες, ούτε να υποκύπτει σε φόβους και απελπισία, οσοδήποτε δύσκολο κι αν είναι η εποχή. Ο χριστιανός στη ζωή της Εκκλησίας ακόμη νιώθει την ανάγκη να μοιραστεί την χαρά της κοινωνίας με τον Θεό. Και εκφράζει αυτό το μοίρασμα με την αγάπη και την αλληλεγγύη προς τους άλλους, με την προσευχή του γι΄ αυτούς και την επιθυμία του να προοδεύει όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να μπορεί να δίνει περισσότερα σ’ αυτούς. Δεν είναι ράθυμος, ούτε επαναπαυμένος ο χριστιανός, αλλά αεικίνητος. Ακόμη και η ησυχία της καρδιάς δεν είναι ακινησία, αλλά αναφορά στο Θεό του σύμπαντος κόσμου και αγώνας για να χαρούνε και άλλοι το μυστήριο της κοινωνίας με τον Χριστό. Και τέλος, ο χριστιανός δεν υπολογίζει τίποτε μπροστά στην αγάπη του για τον Χριστό. Δεν ταυτίζεται με κόμματα, με ιδεολογίες, με ομάδες, δεν ταυτίζεται ούτε καν με την προσωπικό του εικόνα, με το όνομά του, με την αποδοχή του από τους άλλους και τα παραδεδομένα του κόσμου, αλλά προτάσσει την ιδιότητα του να είναι χριστιανός, να ανήκει δηλαδή ψυχή τε και σώματι στον Χριστό από οτιδήποτε άλλο. Και γι’ αυτό είναι έτοιμος για τα πάντα, ακόμη και για το μαρτύριο της συνειδήσεως, δηλαδή της απόρριψης από τους άλλους, αρκεί να κερδίσει Χριστόν.
Αυτό το βίωμα της αποστολικότητας ανανοηματοδοτεί την πραγματικότητά μας και τον κόσμο. Μπορεί να λειτουργεί ως το άλας που δεν φαίνεται μέσα στο φαγητό, αλλά το νοστιμίζει. Και εάν έχουμε επίγνωση της αποστολικότητας της Εκκλησίας και της δικής μας αποστολής, τότε μπορεί να αλλάξει ο κόσμος μας, έστω ο μικρός μας. Από κει άλλωστε γίνονται και θα γίνονται οι μεγάλες αλλαγές, οι κατά Χριστόν. Και αυτό το ήθος καλούμαστε μέσα στην Εκκλησία αν έχουμε ως προτεραιότητα και όχι άλλες αποστολές, οι οποίες στην ουσία εκκοσμικεύουν την πίστη και την κρατούν δεμένη στο παρελθόν της, χωρίς ουσιαστικά παρόν και αμφίβολο μέλλον.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 28 Απριλίου 2012

http://themistoklismourtzanos.blogspot.com/2012/04/blog-post_27.html

Αφήστε μια απάντηση