Αρχείο για "Φεβρουάριος, 2016"

Το ανεπίδοτο χρέος

Καθισμένος μετρώ τα χαρτονομίσματα. Πράσινα, καφετιά, γαλάζια, κόκκινα. Τοποθετώ σχολαστικά πλάι τους τα κέρματα. Δίφραγκα, φράγκα, πενηντάλεπτα, δεκάλεπτα. Συμβουλεύομαι κατόπιν τα κιτάπια μου, αλλά δεν βγαίνει ο λογαριασμός. Βαρύ χρέος μού ανέθεσαν να πληρώσω. Γεννά διαρκώς σημαινόμενα, συναισθήματα και εικόνες, με απότοκο αλληγορίες, πρωθύστερα και ευφημισμούς. Καταφεύγω κι εγώ στα πολύτιμα τιμαλφή μου· τις λέξεις. Και όπου βγει. Ξετυλίγω το νήμα. Κλωστήρια, υφαντουργεία, πλεκτήρια και ταπητουργεία πανταχόθεν. Σιδηρουργεία, μηχανουργεία, ασβεστουργεία. Βιοτεχνίες και καταστήματα κάθε λογής. Δεσπόζουν ανάμεσά τους η φάμπρικα της ΧΡΩΠΕΙ, πιο κάτω η πλινθοποιία Δηλαβέρη κι ο Πετζετάκις στο Ποτάμι. Οχι Νίκαια· Κοκκινιά. Περί το 1960.

Ανάστα ο Κύριος. Σείεται ο κόσμος απ’ τις σειρήνες των εργοστασίων κατά τις πεντέμισι κάθε πρωί. Λεφούσι ξεχύνεται στους δρόμους η εργατιά. Μου το περιγράφουν σαν διαδήλωση· σωστό ραβαΐσι. Προβάλλω στη φαντασία μου σκηνές του παλιού σινεμά, ασπρόμαυρες μνήμες σε κιτρινισμένα χαρτιά. Κεφάτα καλημερίσματα, φωναχτές παραγγελιές και ορμήνιες, πειράγματα και κους κους στα πεταχτά διαχέονται σ’ ένα διαπεραστικό βουητό. Γεμάτο σφρίγος. Σιωπηλοί επιστρέφουν οι προλετάριοι αργά το απόγευμα, καταπονημένοι απ’ το μεροκάματο. Συναμετάξυ τους δεκατριάχρονα και δεκαπεντάχρονα παιδιά, ορισμένα απ’ τα οποία, με τη σάκα στο χέρι κατά το απόδειπνο, κατευθύνονται προς το νυχτερινό σχολειό. Κοντά στο Αλσος στεγάζεται. Με τσίγκο.

Λεπτόφλοιο υλικό, εξόχως φιλικό στους μαθητές. Στα ψιλόβροχα χορεύουν ράθυμα οι ψιχάλες στη σκεπή, αποκοιμίζοντας τα ήδη καταβεβλημένα παιδιά. Ουδείς διανοείται να τα ξυπνήσει. Κορυβαντιούν πάνω της οι χοντρές σταγόνες, όταν το ρίχνει με το τουλούμι. Οσο κι αν κραυγάζει, δεν ακούγεται ο καθηγητής κι έτσι δεν γίνεται μάθημα. Εξαίρεση αποτελεί ο δάσκαλος της Ιστορίας, ιερωμένος με βροντώδη φωνή και τραχειά ρουμελιώτικη προφορά. Αυτός ούτως ή άλλως γοητεύει την τάξη, που περιμένει την ώρα του πώς και πώς. Ξαναζωντανεύει μ’ έναν μαγικό τρόπο τον Θουκυδίδη, τον Πλούταρχο, τον Προκόπιο και προπαντός το Εικοσιένα. Γνωρίζει σε βάθος τα γεγονότα και τα διανθίζει με ζωηρές παραστάσεις κι ανέκδοτα επεισόδια. Ο παπα-Χολέβας γεννιέται κοντά στη Μακρακώμη Φθιώτιδας στα 1907. Σπουδάζει φιλολογία και αρχαιολογία στη Σαλονίκη, όπου αποκτά και μεταπτυχιακούς τίτλους.

ο υπαίτιος για την πορεία του, καθηγητής του στο Νυχτερινό Γυμνάσιο Νικαίας παπα-Χολέβας , φωτογραφημένος από τον Σπύρο Μελετζή, όταν ήταν αντάρτης του ΕΛΑΣ
ο υπαίτιος για την πορεία του, καθηγητής του στο Νυχτερινό Γυμνάσιο Νικαίας παπα-Χολέβας , φωτογραφημένος από τον Σπύρο Μελετζή, όταν ήταν αντάρτης του ΕΛΑΣ |

Ανηφορίζει στο Βουνό το 1942, βγαίνει στο κλαρί πά’ να πει, δίπλα στον Αρη και τον παπα-Ανυπόμονο με το αντάρτικο προσωνύμιο Παπαφλέσσας. Παρότι δεν είναι κομμουνιστής, διώκεται απηνώς μετά την απελευθέρωση. Επειτα απ’ τον εκτοπισμό του στην Ικαριά, διορίζεται εκπαιδευτικός, αρχικά στο Λαύριο κι αργότερα, από δική του επιλογή, στο Νυχτερινό Γυμνάσιο Νικαίας. Με τα προσόντα του θα μπορούσε κάλλιστα να διδάσκει στο Κολλέγιο Αθηνών ή στη Σχολή Μωραΐτη. Κάνει πως δεν ακούει τον ανετσούμπαλο νεαρό που μιμείται πιστά το ιδιόλεκτό του, προκαλώντας τρανταχτά γέλια στα διαλείμματα. Πρόκειται για τον Γιάννη Καλαϊτζή, ο οποίος γράφεται στο εσπερινό στην Τετάρτη. Φοιτά μέχρι τότε στο ημερήσιο, αλλά ο πρόωρος χαμός του πατέρα του τον αναγκάζει να αναλάβει μαζί με τη μάνα του το οικογενειακό καφενείο. Η αδελφή του η Καίτη είναι ακόμη μικρή.

Ιδιοχείρως σε σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα αναφέρει: «Καταδικάστηκα σε δωδεκαετή εκπαίδευση. Μου ‘ριξαν κι έναν χρόνο επιπλέον ως μη συνεργάσιμο. Δραπέτευσα προτού εκτίσω την ποινή…». Να τι εννοεί: Η μεταρρύθμιση Παπανούτσου τον βρίσκει στην Εκτη. Απαλλάσσει τους μαθητές των νυχτερινών απ’ τον βραχνά των διδάκτρων. Τους κοστίζουν περίπου το εν τρίτον του μηνιάτικου. Ουδέν καλόν αμιγές κακού όμως. Αυξάνονται κατά μία οι τάξεις. Ο Καλαϊτζής αρνείται να πάει στην Εβδόμη. Δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να πάρει απολυτήριο παρά μόνον ενδεικτικό. Κάποια στιγμή κτυπά την πόρτα του γυμνασιάρχη να το ζητήσει. Στη θέση εν τω μεταξύ έχει προαχθεί ο Χολέβας.

Τον αντιμετωπίζει με τη στόφα μεγάλου παιδαγωγού. Αδιαφορεί τάχα μου στην αρχή. – «Τι θέλ’ς παιδί μ’;» τον ρωτά.

  • – «Το ενδεικτικό μου, κύριε καθηγητά» αποκρίνεται ο Γιάννης.
  • – «Δε σε θ’μάμαι. Ερχόσουν εδώ;».
  • – «Τρία ολόκληρα χρόνια ειρκτή».
  • – «Τώρα που το λες… Σάμπως να μουντζούρωνες τα τετράδια. Ουραία σχέδια έκανες. Τι το θέλ’ς το χαρτί;».
  • – «Να ψάξω για καμιά δουλειά, κύριε».
  • – «Ακου! Εχω έναν γνουστό, κείθε προς το Κουτσουκάρ’, που φτιάνει πιθάρια για τσ’ τουρίστες. Να του πεις πως σε στέλνου ιγώ. Είναι καλός άνθρωπος. Θα σε πάρ’».

Ευχαριστεί ο απόφοιτος για το αναπάντεχο ενδιαφέρον και κάνει να φύγει διακριτικά. Ο Χολέβας του γνέφει να περιμένει, εξηγώντας ότι απαιτεί ένα ακριβό δώρο.

Ζορίζεται να το πιστέψει ο Καλαϊτζής. Τον τραγόπαπα, σκέφτεται, τέτοιος παραδόπιστος είναι; «Να περάσουν πρώτα δυο-τρεις μήνες, να μαζέψω χρήματα, κι έννοια σας» κατορθώνει να ψελλίσει. «Οχι με λιφτά, βρε κουτέ. Θέλω να μου φέρ’ς ένα απ’ τα λαγήνια που θα φιλοτεχνήσουν τα χέρια σ’» απαντά ο ιερέας με τη γενναιοφροσύνη του εκπαιδευτικού που ανιχνεύει το χάρισμα του μαθητή του και του ανοίγει ορίζοντες. Την επαύριο ο Γιάννης προσλαμβάνεται στο εργαστήριο κεραμικής απέναντι απ’ το Νεκροταφείο Νεαπόλεως, όπου δουλεύει πάνω από τρία χρόνια. Φουρνίζουν ομοιώματα αρχαίων αγγείων. Εντάσσεται στην ομάδα που επιμελείται τον εικαστικό διάκοσμο. Εκεί πρωταρχίζει να ζωγραφίζει συστηματικά με δασκάλους έμπειρους λαϊκούς καλλιτέχνες. Οι χαρακτηριστικές του καμπύλες ίσως οφείλονται στην πρώιμη επαφή του με την ιδιόμορφη επιφάνεια των αμφορέων και των υδριών.

Η αμεριμνησία της νεότητας κι η επιλησμοσύνη συνωμοτούν ώστε να μη λάβει ποτέ το δώρο του ο Χολέβας. Το θυμάται αργά ο Καλαϊτζής, μόλις τα τελευταία χρόνια. Το φέρει βαρέως. Μοιράζεται τον καημό του με τον Αιμίλιο Καλιακάτσο, εκδότη της «Στιγμής» -τα βιβλία κόπτονται με ευθύνη του πελάτου-, συμμαθητή και επιστήθιο φίλο του επί δεκαετίες. Εκείνος πιστεύει ακραδάντως στο συγγραφικό τάλαντο του κολλητού του και επιχειρεί να τον πείσει πως θα εξιλεωθεί μόνο αν γράψει την ιστορία. Ο Γιάννης αποκρούει πεισματικά την ιδέα να χρωματίσει το ερυθρό της Κοκκινιάς· απλώνεται μέσα του κάπως σαν πληγή. Ο Αιμίλιος πάλι είναι λάτρης και δέσμιος της παλιάς σχολής. Νομίζει πως οι εκδότες δεν πρέπει να δημοσιεύουν το παραμικρό.

Σε μένα, που δεν μπορώ να χωρίσω δυο γαϊδουριών άχυρα, έλαχε ο κλήρος. Τα ‘θελε βεβαίως ο πισινός μου. «Δημοσίως χρέους απότισις». Εύκολα το λες, αλλά κάν’ το. Συνειδητοποίησα αίφνης, μες στην αμηχανία και τον πανικό μου, πως ο ανταρτόπαπας είναι πληρωμένος στο πολλαπλάσιο. Πέθανε πλήρης ημερών τον Ιούλιο του 2001, οπότε πρόλαβε να καμαρώσει τη διαδρομή του μαθητή του στα εικαστικά που τον δικαίωσε απολύτως σαν δάσκαλο. Κερδισμένος βγήκε κι ο Καλιακάτσος. Οι εκδότες τρέφονται με λέξεις, ακόμα και δύσπεπτες που γδέρνουν το στομάχι. Ολοι εμείς ανακαλύψαμε ξεχασμένες αξίες τις οποίες οφείλουμε να επαναφέρουμε στον βίο μας. Προσωπικά μου δόθηκε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να καταβάλω, έστω ένα μικρό μέρος των τόκων του ανεξόφλητου χρέους μου στη Μιχαλού· αν εννοείτε.

http://www.efsyn.gr/arthro/anepidoto-hreos

υπάρχει ζωή μετά τα αφεντικά;

Hmeras_14-09-2015

Ο Γιάννης Καλαϊτζής υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς και πολυβραβευμένους σκιτσογράφους στην Ελλάδα με μακρά πορεία στον χώρο του Τύπου και όχι μόνο.

Γεννημένος στις 11 Νοεμβρίου του 1945, ο Γιάννης Καλαϊτζής υπήρξε ενεργός για αρκετές δεκαετίες και έχει συνεισφέρει με σκίτσα σε έντυπα όπως «Πανσπουδαστική», «Δρόμοι της Ειρήνης», «Αυγή», «Αντί», «Ελευθεροτυπία», «Ντέφι», «Βαβέλ», «ΔΗΩ», «Σχολιαστής», «Γαλέρα» «Εφημερίδα των Συντακτών».

Το 1976 σχεδίασε τα σκηνικά και τα κοστούμια για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Happy Day». Εξέδωσε και τα άλμπουμ Τσιγγάνικη ορχήστρα, Το μαύρο είδωλο της Αφροδίτης, Τυφών, Γιαταλεφτά Νοέμβρη, 2000 στα 4. Ήταν μέλος της λέσχης γελοιογράφων της ΕΣΗΕΑ και είχε εκλεγεί σε συνέδρια της ΠΟΕΣΥ.

Υπήρξε ένας από τους κύριους συντελεστές του περιοδικού «Γαλέρα», του οποίου υπήρξε διευθυντής μέχρι το 2010, όταν και έκλεισε. Βρέθηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» από την πρώτη ημέρα της κυκλοφορίας της και δημοσίευσε το τελευταίο του σκίτσο στις 5 Φλεβάρη με θέμα το φλέγον ζήτημα του αγροτικού.

Ο ίδιος περιέγραφε την πορεία του με τον δικό του τρόπο στην επίσημη ιστοσελίδα του:

«Μεγάλωσα στο καφενείο του πατέρα μου στην Κοκκινιά. Πάνω στα τραπέζια κυκλοφορούσαν δύο-τρεις εφημερίδες. Γελοιογραφικά σκίτσα κάνω από μωρό. Ήμουν παρατηρητικό και κακό και το ‘δειχνα. Το περιβάλλον μου ένοιωσε την απειλή. Χάριν εξευμενισμού μου διέθεσε μια αποδοχή διαρκείας. Το να επιδοθώ στην πολιτική σάτιρα ήταν αυτονόητο. Ήμασταν αριστεροί, το κράτος μας έκανε και ρατσιστές.

Η δεξιά, η εξουσία, οι αρχές ήταν έξω από την κοινωνία μας, ήταν το ξένο, το άλλο. Μου την είχε στημένη στο νηπιαγωγείο. Κατανάγκαζαν εμένα το σκιτσογράφο να πλέκω καλαθάκια και να κεντάω με μπρισίμι μηλαράκια σε χαρτόνι. Για να με σπάσουν. Δε μίλησα.

Καταδικάστηκα σε δωδεκαετή εκπαίδευση. Μου’ριξαν και έναν χρόνο επι πλέον ως μη συνεργάσιμο. Δραπέτευσα πριν εκτίσω την ποινή.

Ακολούθησε ο κατήφορος. Από τα χαμαιτυπία της Αριστεράς στα καταγώγια των Καλών Τεχνών. Έμαθα κινηματογράφο στους κινηματογράφους, θέατρο στο θέατρο, μουσική την νύχτα και εικόνες στο πεζοδρόμιο. 

Ακουλουθεί μια χούντα που επι 40 χρόνια παραμένει 7 ετών. Σκιτσάρω αγωνιόντας να κατανοήσω το προηγούμενο»

Χάσαμε ένα συνάδελφο, ένα σπουδαίο καλλιτέχνη και έναν από τους θερμότερους θιασώτες του συνεταιρισμού της Εφημερίδας των Συντακτών. 

Απ’ όλους μας, καλό του ταξίδι!

http://www.efsyn.gr/arthro/efyge-o-giannis-kalaitzis

βαρυτικά κύματα

varitika_antikleidi1

 

Ο Αϊνστάιν είχε δίκιο

 

no passport

“Ο πόλεμος με οικονομικά μέσα και ο πόλεμος με όπλα διεξάγονται σε διαφορετικά πεδία μαχών, με τις ίδιες περίπου συνέπειες. Αυτός που ισοπεδώνει έναν ολόκληρο λαό, με όπλο ένα επαχθές χρέος, είναι ο ίδιος που υποδαυλίζει σε μια γειτονική χώρα έναν αιματηρό εμφύλιο, για να την κουρελιάσει και να τη διαμοιράσει. Αυτός που σπρώχνει τα παιδιά μας σ’ ένα νέο κύμα μετανάστευσης, ως φτηνό εργατικό δυναμικό, είναι ο ίδιος που εξαναγκάζει στην προσφυγιά έναν ολόκληρο γειτονικό λαό. Αυτός που κρεμάει τη θηλιά για ν’ αυτοκτονήσουν από απόγνωση 6.500 Έλληνες μέσα σε 5 χρόνια, είναι ο ίδιος που στριμώχνει σε σαπιοκάραβα και πνίγει χιλιάδες ανθρώπους. Έχει ταυτότητα και ιστορική καταβολή. Ονομάζεται ιμπεριαλισμός κι έχει κάψει πολλές φορές την ανθρωπότητα. Είναι μια ύαινα που τρέφεται με σάρκες και χρήμα, ξεδιψάει με πετρέλαιο και μεθάει με αίμα. Εμείς είμαστε μια ομάδα ανθρώπων που αποφασίσαμε, μέσα σ’ αυτή τη μπανανία, να τιμήσουμε όσο μπορούμε τη μεταναστευτική και προσφυγική ιστορία αυτού που κάποτε ξέραμε ως τόπο μας. Στο όνομα των 3.500 Καλύμνιων που βρήκαν καταφύγιο στη Γάζα και τη Δαμασκό στο 2ο Παγκόσμιο, στο όνομα των 30 περίπου χιλιάδων Καλύμνιων που ζουν ως μετανάστες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και στο όνομα των 5000 Καλύμνιων που πήραν το δρόμο της ξενιτιάς μέσα στα τελευταία 4 χρόνια, είπαμε: θα εξασφαλίζουμε ό,τι καταφέρνουν οι λίγες μας δυνάμεις, ένα πιάτο ζεστό φαΐ, ένα ζεστό αποφόρι, ίσως μόνο μια φρυγανιά σε κάθε άνθρωπο που φτάνει στις ακτές μας, κυνηγημένος είτε από τον πόλεμο είτε από την πείνα.
Για μας οι πρόσφυγες και οι μετανάστες έχουν δικαίωμα στη ζωή. Είναι και οι δύο θύματα του ίδιου άθλιου συστήματος που ταΐζει με ανθρώπινο κρέας και τις μηχανές του και τις κάνες των όπλων του. ” Νίνα Γεωργιάδου.

https://www.youtube.com/channel/UCmbBmbPYME6PtxFqVX61ifA

Μια εικόνα –χίλιες σκέψεις

varkiza-ypogr

Γράφει ο kokkiniotis

Μια εικόνα –χίλιες σκέψεις. 12 Φλεβάρη σήμερα, ας δούμε τη φωτογραφική αποτύπωση μιας ιστορικής στιγμής.

1945, 12 Φλεβάρη και τότε: Η στιγμή που πέφτει στο χαρτί της συμφωνίας της Βάρκιζας η «βαριά υπογραφή» της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ. Η υπογραφή του Γιώργη Σιάντου, Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ (αναπλήρωνε τον κρατούμενο στο Νταχάου Νίκο Ζαχαριάδη).

Αξίζει να σταθούμε λίγο στη σημειολογία της εικόνας.

  • Πάνω από την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ, στριμώχνονται οι εκπρόσωποι και παρατρεχάμενοι της άλλης πλευράς. Ο πρόεδρος της Διάσκεψης Ιωάννης Σοφιανόπουλος, υπουργός Εξωτερικών και επικεφαλής των κυβερνητικών, ο υπουργός Γεωργίας Ιωάννης Μακρόπουλος, ο υπουργός Εσωτερικών Περικλής Ράλλης και άλλοι. Αφού πίεσαν με κάθε τρόπο μεταφέροντας και τη φωνή του κυρίου τους, του αγγλικού ιμπεριαλισμού, όρθιοι, σαν τα κοράκια, κοιτάζουν έκπληκτοι, σαν να μην το πιστεύουν και οι ίδιοι, τον γραμματέα του ΚΚΕ να υπογράφει στο χαρτί που σήμανε τον αφανισμό του αριστερού κινήματος.
  • Στο κέντρο με τη στρατιωτική στολή αυτός, ο παλιός καπνεργάτης, ευθύς άνθρωπος και συνεπής στις δεσμεύσεις του υπογράφει ευθυτενής.

Η μοίρα έφερε τον Γιώργη Σιάντο, ηγετικό εκπρόσωπο της αριστερής τάσης παλαιότερα (κατά την περίοδο 1928-1931 που ονομάστηκε περίοδος «της χωρίς αρχές φραξιονιστικής πάλης»), ιδιαίτερα επιφυλακτικό στα ανοίγματα των Άγγλων και διαφωνούντα με τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, να πρωταγωνιστήσει αυτός στην κορυφαία πράξη του δράματος, υπογράφοντας τη συμφωνία της Βάρκιζας.

  • Δεξιά του ο γραμματέας του ΕΑΜ Μήτσος Παρτσαλίδης που ήταν και μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ, κοιτάζει τον μη διακρινόμενο συνυπογράφοντα.

Από τα εννέα άρθρα της συμφωνίας της Βάρκιζας έμελλε να τηρηθεί μόνο ένα: το έκτο, αυτό που μιλούσε για τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, που ήταν και το μεγάλο «ζητούμενο» για τους Άγγλους, την αστική τάξη και τους μοναρχοφασίστες την εποχή εκείνη.

Αν θέλουμε να είμαστε ακριβέστεροι, εφαρμόστηκε «μισό» ακόμη άρθρο: το άρθρο 3, στο σκέλος της εξαίρεσης από την αμνηστία των αδικημάτων «κατά της ζωής και της περιουσίας». Η εξαίρεση αυτή ήταν το παράθυρο για να οδηγηθούν στην εξόντωση και τον εξευτελισμό οι αγωνιστές της αντίστασης με το πρόσχημα της τέλεσης «βιομηχανίας» συναφών αδικημάτων. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ο όρος «συμφωνίες της Βάρκιζας» χρησιμοποιείται συνεκδοχικά για να περιγράψει ετεροβαρείς συμφωνίες που αθετούνται. Γνώρισε καλά ο ελληνικός λαός τον τρόπο της «εφαρμογής» των συμφωνηθέντων… Το όργιο τρομοκρατίας που ακολούθησε, οδήγησε αργότερα τον Μήτσο Παρτσαλίδη να πει: «Δεν τόκοβα καλύτερα το χέρι μου που υπέγραφα…»

  • Στα αριστερά του Γιώργη Σιάντου, ο γραμματέας της ΕΛΔ Ηλίας Τσιριμώκος. Κρυφός συνομιλητής των Άγγλων σε κείνες τις κρίσιμες ώρες ο Ηλίας Τσιριμώκος, στρέφει αλλού το βλέμμα θυμίζοντας πρόσωπο από τον μυστικό δείπνο…

Γνωρίζουμε βέβαια σήμερα ότι οι Άγγλοι κινούσαν τα νήματα απ’ τα παρασκήνια και ήταν σε ανοιχτή γραμμή, όχι μόνο με την κυβερνητική αντιπροσωπεία, αλλά όπως έχει επανειλημμένα γραφεί, και με τον Τσιριμώκο ο οποίος τους ενημέρωνε για τις εκάστοτε «κόκκινες γραμμές» της εαμικής αντιπροσωπείας. Εύγλωττα ήταν τα τηλεγραφήματα του Τσώρτσιλ προς τον υπουργό εξωτερικών και τον πρεσβευτή των Άγγλων στην Ελλάδα. Τόσο ο υπουργός Μεσογείου Μακ Μίλαν όσο και ο Βρετανός πρεσβευτής Ρέιντζιναλ Λήπερ παρακολουθούσαν στενά από τα παρασκήνια την πορεία των διαπραγματεύσεων.

Για το ρόλο του Ηλία Τσιριμώκου στις κρίσιμες εκείνες ώρες, το καίριο ζήτημα της αμνηστίας και το πώς τελικά υποχώρησε η εαμική αντιπροσωπεία, διαβάζουμε στο βιβλίο του Π. Βενάρδου «Η Συμφωνία της Βάρκιζας» (εκδόσεις Το Ποντίκι,1995, σελ. 103):

«Ι. ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ (συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις της Βάρκιζας σαν κυβερνητικός παρατηρητής εκπροσωπώντας τον αρχιεπίσκοπο και αντιβασιλιά Δαμασκηνό): Τελικά υποχώρησαν οι κομμουνιστές. Και υποχώρησαν όταν ο Ηλίας Τσιριμώκος πείστηκε από μένα την κρίσιμη εκείνη νύχτα να έρθει «από “δω». Δηλαδή να υποστηρίξει τη θέση της κυβέρνησης στο θέμα της αμνηστίας. Και τον πήρα και κατεβήκαμε στην Αθήνα στις 2 το πρωί. Και τον πήγα στην αγγλική πρεσβεία, όπου ο Μακμίλαν του έδωσε το λόγο του ότι «αυτά που σας λέει ο κ. Γεωργάκης και αυτά που λέει η κυβέρνηση (Πλαστήρα) εμείς σας τα εγγυώμεθα». Και επιστρέψαμε πίσω με τον Τσιριμώκο, ο οποίος έδωσε μια εξήγηση περί της απουσίας του, ότι ήταν άρρωστη δήθεν η μητέρα του. Τότε πλέον ο μονολιθισμός της κομμουνιστικής παράταξης έσπασε. Και ειδοποίησα τους Αγγλους επισήμους και επισπεύσαμε τη μονογραφή της συμφωνίας, η οποία έγινε στις 5 η ώρα τα χαράματα».

Ενώ λοιπόν στον Σιάντο και τον Παρτσαλίδη δικαιολογήθηκε ότι έλειψε ‘για τη φουκαριάρα τη μάνα του’, αυτός τα έψηνε με τον Μακμίλαν. Το χειρότερο βέβαια απ’ όλα, ήταν ότι πληροφορούσε την κυβερνητική αντιπροσωπεία για τις κόκκινες γραμμές της εαμικής. Υπονομεύοντας έτσι τη διαπραγματευτική της ικανότητα, πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στην απέναντι πλευρά.

Όταν πολύ αργότερα ο Τσιριμώκος έγινε πρωθυπουργός των ‘αποστατών’ το ’65, η λαϊκή ρίμα τον περιέλαβε με το σκωπτικό τραγουδάκι (στο ρυθμό του «Τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά»):

«Η ιστορία του αρχίζει απ’ τα βουνά,
η ιστορία του αρχίζει απ’ τα βουνά,
κι ύστερα πάει στο κέντρο και μετά στη δεξιά,
Τσιριμώκο-Τσιριμώκο μασκαρά…»

12/2/2015

http://www.pandiera.gr/%CE%B2%CE%AC%CF%81%CE%BA%CE%B9%CE%B6%CE%B1-%CE%B7-%CF%86%CF%89%CF%84%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AF%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%BF%CE%BD%CE%AC%CE%B5%CE%B9-%CE%B1%CE%BA%CF%8C%CE%BC%CE%B1/

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση