Αρχική » ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ – ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ

Αρχείο κατηγορίας ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ – ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ

Απρίλιος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
2930  

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ


Το «μήλο» μου το κόκκινο

στο Κλήδονα το βάνω

να σμίξει με τη μοίρα μου

και αύριο το βγάνω.

Το έθιμο του Κλήδονα, αποτελεί μέρος της πλούσιας παράδοσης της πολιτικής μας κληρονομιάς και αναβιώνει στις διάφορες περιοχές του τόπου μας στις 23 και 24 Ιουνίου με αφορμή το θερινό ηλιοστάσιο.Ενα από τα πιο όμορφα κρητικά έθιμα της περιοχής μας. Το όνομα Κλήδονας προέρχεται από την αρχαία λέξη Κληδών-κληδόνος που σημαίνει τον οιωνό, το σημάδι, το μάντεμα. Δεν έχει σχέση με τη λέξη κλειδί ούτε με τη λέξη κλυδωνίζομαι (κουνιέμαι δεξιά-αριστερά).

Κλήδονας

Προετοιμασία του Κλήδονα

.

Την παραμονή του Αϊ-Γιαννιού(23/6), οι ανύπανδρες κοπέλες μαζεύονται σε ένα από τα σπίτια του χωριού, όπου αναθέτουν σε κάποια ή σε κάποιες από αυτές να φέρουν από το πηγάδι ή την πηγή το “αμίλητο νερό”.
Η πρώτη ενέργεια είναι να βρουν τον τόπο που θα γίνει ο Κλήδονας. Ενα μεγάλο σπίτι, μια ευρύχωρη αυλή, μια απλωσιά στη γειτονιά ή ακόμη και σ’ ένα δροσερό κήπο ή περιβόλι.
Από βραδύς παίρνουν τη στάμνα οι κοπελιές και πάνε να φέρουνε “Το αμίλητο νερό” από τρεις ανατολικές βρύσεις ή από 3 ανατολικά πηγάδια. Πρέπει να πάνε και να επιστρέψουν δίχως καθόλου να μιλήσουν γιατί τότε χάνει τη δύναμή του τη μαντική το αμίλητο νερό. Το έθιμο ορίζει να πειράζουν τις κοπελιές οι νεαροί για να τις κάμουν να μιλήσουν και τότε πρέπει να ξαναπάνε για νερό.
Αφού το φέρουν, όλη μαζί η συντροφιά ετοιμάζει τα λεγόμενα “ριζικάρια” για να τα βάλουν στον Κλήδονα.
Αυτά είναι φρούτα της εποχής: μήλα, βερύκοκα, αχλάδια ή ακόμη και αντικείμενα μικρά μελετημένα: ένα κουμπί, μια χάντρα, κλπ. ή ακόμη και λουλούδια ή κλαδάκια που αντέχουν στο νερό. Τα φρούτα τα σημαδεύουν με το μονόγραμμα εκείνου που μελετήθηκαν Α, Κ, Ν κλπ. Αφού λοιπόν βάλουν στη στάμνα όλα τα ριζικάρια, σκεπάζουν το άνοιγμα μ’ ένα κόκκινο πανί. Παίρνουν μετά ένα μεγάλο κλειδί εξώπορτας, σταυρώνουν 3 φορές τη στάμνα και τοποθετούν το κλειδί πάνω στο σκεπασμένο στόμιο. Παίρνουν μετά τη στάμνα, νύχτα πια, και τη βάζουν έξω ή σε μια ταράτσα για να τη βλέπουν τ’ άστρα “ν’ αστροκομιστεί”. Την επόμενη μέρα το απόγευμα θα “βγάλουν” ή θα “ανοίξουν” τον Κλήδονα στον τόπο που έχουν επιλέξει μα την παρουσία φίλων, γειτόνων και συγγενών. Πρώτα με το κλειδί “ξεκλειδώνουν” τον Κλήδονα κι εύχονται στην υγειά του νοικοκύρη του σπιτιού. Και του χρόνου να έχουν υγεία όλοι. Μετά αρχίζουν τις μαντινάδες στη χάρη τ’ Αϊ-Γιάννη που τον θεωρούν Αγιο με μαντικές ιδιότητες. “Ανοίξετε τον Κλήδονα τ’ Αϊ-Γιαννιού τη χάρη κι από ‘χει μήλο κόκκινο ας έρθει να το πάρει”.


– Ανοίξετε τον Κλήδονα

να βγάλομε τα μήλα,

να δούμε ποιά απ’ όλες μας

είναι η καλομοίρα.

– Βγαίνει το μήλο τ’ άρχοντα

του πρώτου μας λεβέντη

του πρώτου μας ντεληκανή

στα λούσα και στο γλέντι.

Κάθε φορά ένα μικρό παιδί ή μια Μαρία μαναδοκυρουδάτη (με τους δυο γονείς της) τραβά κι από ένα μελετημένο ριζικάρι και η συγκίνηση είναι διάχυτη στις καρδιές των τρυφερών υπάρξεων. Υπάρχει και η αδημονία: “Ανοίξετε τον Κλήδονα να βγει και το δικό μου και δεν μπορώ να στέκω μπλιό απ’ τον ξεθεωμό μου”.

– Ανοίξετε τον Κλήδονα

να βγει η μηλιά με τ’ άνθη

να βγει σγουρός βασιλικός

που μ’ έβαλε στα πάθη.

– Ανοίξετε τον Κλήδονα

να βγει και τ’ αχλαδάκι

να δω αν είν’ τσ’ αγάπης μου

γιατί το ‘χω μεράκι.

Αναβίωση εου εθίμου του Κλήδονα

Τις μαντινάδες λένε οι κοπελιές και οι ντεληκανίδες αλλά και παντρεμένοι, γέροι ή νέοι ή ακόμη και περαστικοί. “Κόπιασε και του λόγου σου να πεις μια μαντινάδα στου Κλήδονα την εορτή με την πολλή γλυκάδα”.

– Ανοίξετε τον Κλήδονα

στ’ Αϊ-Γιαννιού τη χάρη

να πάρω ‘γω το μήλο μου

κι η νιά το παλικάρι.

– Πού ‘σουν οψές

πού ‘σουν προχθές

πού ‘σουν τ’ Αγιού Κληδόνου

δε σ’ έδανε τα μάθια μου

και πως δα ζω του χρόνου.

– Πού σουν οψές κι αντιπροθές

πού ‘σουν τ’ Αγιού Πνεμάτου

δε σ’ έδανε τα μάθια μου

αθέ του μαλαμά του.

Οι ντεληκανήδες του χωριού πάνε κι έρχονται από Κλήδονα σε Κλήδονα στις γειτονιές μέχρι να βρούνε που ειν’ η καλή τους να καθίσουν εκεί για να πουν μια μαντινάδα να της ξεφανερώσουνε το σεβντά τους, αν δεν το ξέρει ακόμη.

Σεβντά βαστώ, σεβντά πουλώ,

σεβντάδες καμπανίζω

τον εδικό σου το σεβντά

δεν τονε νταγιαντίζω.

– Σεβντά ‘χεις κακορίζικο

μα ήντα μπορώ να κάνω

απού τονε βαστώ κι εγώ

στην κεφαλή μου απάνω.

Επικαλούνται και τη χάρη τ’ Αϊ-Γιάννη.

– Σήμερο πουν’ τ’ Αϊ-Γιαννιού

μια χάρη θα μου κάνει

του χρόνου σαν και σήμερο

να βάλομε στεφάνι.

– Σήμερα που ν’ Αϊ-Γιαννιού

βάλε αρχή κερά μου

του χρόνου σαν και σήμερο

να ‘σαι στην αγκαλιά μου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μαντινάδες που λέγονταν στον Κλήδονα, όσο πειραχτικές κι’ αν ήταν, ποτέ ο άλλος δεν παρεξηγούσε. Αν η μαντινάδα «κολλούσε» στον κάτοχο του Κληδονικού, όλοι ξεσπούσαν στα γέλια και η ατμόσφαιρα γινόταν πολύ διασκεδαστική. Εδώ χρειαζόταν να είναι κατάλληλη η γυναίκα με το σταμνί στη μέση και να συνδαυλίζει με κατάλληλα πειράγματα το κέφι της παρέας.

Είναι γνωστή η ιστορία της «Δοξανιάς» (φανταστικό πρόσωπο) μιας μεσόκοπης γυναίκας που διακρίνονταν για το χιούμορ της, την ποιητική της ετοιμότητα και το χάρισμα να δίνει ποιητικές ατάκες στην ώρα που άνοιγε τον Κλήδονα. Και η ίδια κουμάνταρε τα ριζικάρια της συντροφιάς. Η ίδια ήξερε πως ήταν λίγο μαύρη σαν το… μαυροτσίκαλο της φωτιάς, πως ήταν λίγο καμπούρα που συναγωνιζόταν την πλάτη του Καραγκιόζη, πως ήταν αδύνατη σαν την ξερακιανή σαρδέλα. Σε τίποτε όμως δε ντρεπόταν για όλα αυτά και τίποτε δεν έκρυβε από κανένα. Της αρκούσε που ήταν γυναίκα! Γι’ αυτό στο άνοιγμα του Κλήδονα κάθε χρόνο δεν παράλειπε να λέει την παρακάτω μαντινάδα.

Άσκημή ‘μαι και θωρώ το

και καμπούρα και γροικώ το

μα εκειά που το ‘χουν οι όμορφες

τόχω κι’ εγώ, χαρώ το!

Με το τέλειωμα της μαντινάδας μια τσιριστή και διαπεραστική φωνή από την κάτω μπάντα της συντροφιάς, έλεγε τραγουδιστά στη Δοξανιά.

Βγάλε μωρή απ’ τον Κλήδονα μια όμορφη ντομάτα

να βάλω εγώ τ’ αγγούρι μου να κάμομε σαλάτα.

Και αμέσως η ατάκα της Δοξανιάς

Ποιος γάιδαρος εγκάρισε απού τον κάτω στάβλο

πρέπει δεν έχει άχερα και θέλει να του βάλω.

Έτσι συνεχιζόταν οι μαντινάδες για πολλή ώρα… Στο τέλος όλες οι κοπέλες πλυνόταν με το κληδόνερο και γεμίζανε το στόμα τους μ’ αυτό. Ύστερα τραβούσαν για κάποιο παράθυρο του σπιτιού τους που έβλεπε στο δρόμο. Εκεί περίμεναν να ακούσουν κάποιο αντρικό όνομα. Αυτό πίστευαν πως θα ήταν το όνομα του μελλοντικού τους συντρόφου.

Η όλη γιορτή καταλήγει σε γλέντι με λύρα και χορό μέχρι πολύ αργά με κέφι κι ελπίδες. Σιγά-σιγά η χαρούμενη μάζωξη αρχίζει να αποχωρεί κι όλοι, ειδικά οι νέοι και οι νέες έχουν κλείσει στην ψυχή τους τις λαχτάρες και τις προσδοκίες τους που πήραν με τις μαντινάδες και τους οιωνούς με τα καλά σημάδια του Κλήδονα.

Στον ουρανό κι αν ανεβείς

στα νέφη κι αν κοιμάσαι

φτερά να κάμεις να πετάς

πάλι δικιά μου θα ‘σαι.

– Στον ουρανό κι αν ανεβείς

στα σύννεφα κι αν τρέξεις

στου ήλιου την κορφή να βγεις

στα χέρια μου θα πέσεις.

– Οντε σε γέννα η μάνα σου

ακούμπησε στη βρύση

κι ήκαμε ‘να λεβέντη γυιό

ωσάν το κυπαρίσι.

Παρατηρήματα και οιωνοί-σημάδια από το νερό του Κλήδονα

1) Τη μέρα του Κλήδονα φυλάσσουν το αμίλητο νερό και στις 30 Ιουνίου γιορτή των 12 Αποστόλων πάνε οι κοπέλες στο πηγάδι, σκεπάζονται με μια κόκκινη πατανία, κρατούν ένα καθρέφτη κι από μια χαραμάδα με φως βλέπουν μέσα στο νερό σημάδια εκείνου που θα πάρουν.

2) Τη στάχτη από τα στεφάνια του Μάη που καίνε από βραδύς, πηγαίνουν και την κοσκινίζουν σε μια πετσέτα κοντά στη χαραμάδα μιας κλειστής πόρτας. Με το αεράκι που φυσά αλλοιώνεται η επιφάνεια και σχηματίζονται πάνω σ’ αυτή διάφορα σημάδια που δείχνουν τα εργαλεία της δουλειάς εκείνου που θα πάρουν, τσάπες, κλαδευτήρια ή μελανοδοχείο με κονδυλοφόρο, αν είναι εγγράμματος.

3) Παίρνουν δροσερά συκόφυλλα οι κοπελιές βουτηγμένα στο αμίλητο νερό, τα αλατίζουν καλά και τα αφήνουν να αστρονομιστούν. Τα έχουν όμως από πριν μελετήσει με το μονόγραμμα εκείνου που επιθυμούν. Το πρωί τα βλέπουν και το φύλλο που μαράθηκε λιγότερο τη νύχτα, δείχνει το όνομα εκείνου που θα πάρουν (καθεμιά σημειώνει πιθανά ονόματα).

4) Με νερό του Κλήδονα και μπόλικο αλάτι με αλεύρι ζυμώνουν ένα μικρό πιτοπούλι που το λένε “αλμυρόπιτα” το ψήνουν. Τρώει κάθε κοπελιά ένα κομμάτι κι όπως διψούν πολύ τη νύχτα βλέπουν στον ύπνο να τους δίδει νερό εκείνος που θα πάρουν. Πριν το φάνε κάνουν την ευχή:

Με τ’ Αϊ-Γιαννιού τη Χάρη

τρώγω το αλμυρό ζυγάρι,

να ‘ρθει να με ξεδιψάσει

ο νιός που θα με πάρει.

Θα ‘ρθει και θα μου το πει

πως θα ζήσομε μαζί.

Σπέρνω την ταγή να γίνει

να καρπίσει

να ‘ρθει ο νιός που αγαπώ

μαζί μου να θερίσει.

Να ΄ρθει να με βρει

να θερίσομε μαζί”.

5ο

Σ’ ένα κρασοπότηρο βάζουν νερό του Κλήδονα. Με μια μακριά τρίχα από τα μαλλιά της κοπέλας που μελετά, δένουν μια βέρα. Την κρατούν ακίνητη πάνω απότο νερό κρεμασμένη. Με τους χτύπους της καρδιάς η βέρα που αιωρείται αρχίζει να χτυπά στα πλάγια του ποτηριού. Αυτό γίνεται δυο φορές μέχρι να σταματήσει κάθε φορά. Μετρούν τους χτύπους και βρίσκουν το αντίστοιχο γράμμα της αλφαβήτου. Π.χ. 12 χτύποι, γράμμα “Μ”, 15 χτύποι γράμμα “Π” και γίνεται το μονόγραμμα “Μ.Π” (συνήθως κατά βούληση…)

6ο

Οι κοπέλες βάζουν στο στόμα λίγο αμίλητο νερό και βγαίνουν στη γειτονιά κι όποιο όνομα ανδρικό ακούσουν θα είναι εκείνου που θα παντρευτούν.

Ολα αυτά τα έθιμα ομολογώ ότι η δική μας η γενιά τα έκανε με πολύ χτυποκάρδι για να φανούν σ’ αυτά οι οιωνοί και τα σημάδια με τις προσδοκίες μας.



Πιγάδι
Ο ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ, ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΑ


Μετά που θα βγουν όλα τα ριζικάρια από το υδροφόρο αγγείο, η υδροφόρος νεαρά χύνει το νερό του αγγείου μέσα σε ένα πηγάδι σταυρωτά και στη συνέχεια το σκεπάζει με ένα κόκκινο πανί. Το μεσημέρι ή τα μεσάνυκτα οι κοπέλες, ενίοτε και νεαροί, σηκώνουν προσεκτικά το πανί, ώστε να μη δει φως το νερό του πηγαδιού, και βάζουν μέσα το κεφάλι τους. Συνάμα η υδροφόρος με ένα καθρέπτη κατεβάζει τις ακτίνες του ήλιου ή του φεγγαριού μέσα στο πηγάδι και οι κοπέλες ρίχνοντας με ειδικό τρόπο μια – μια τα ριζικάρια τους μέσα στο πηγάδι και εκεί στα κύματα του νερού του πηγαδιού οι παριστάμενοι βλέπουν υπερφυσικά ή μεταφυσικά φαινόμενα, τα οποία επεξηγούν μετά οι μεγαλύτερες και μυημένες γυναίκες, όπως επίσης και αγαπημένα πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή το πρόσωπο που θα παντρευτούν κ.α.
Λέγεται επίσης ότι ανάλογο με το πρώτο πρόσωπο που θα δουν αυτοί που είχαν σκύψει το πηγάδι μετά που θα βγάλουν έξω το κεφάλι τους, ανάλογο θα είναι και π.χ. το παιδί που θα γεννηθεί, δηλαδή αν δουν άντρα, αγόρι θα είναι το παιδί που θα γεννήσει μια γυναίκα έγκυος, ή το ίδιο όνομα θα έχει εκείνος που θα παντρευτούν κ.τ.λ.
Σημειώνεται ότι:
α) Όσοι παρακολουθούν την εν λόγω ιεροτελεστία πρέπει λέει να είναι με αυτοσυγκέντρωση, αλλά και μύηση, γιατί υπάρχουν και μυστικά για την παρούσα ιεροτελεστία.
β) Αν το πηγάδι δεν έχει καθάριο και πόσιμο νερό δεν γίνεται να γίνει κλήδονας


ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΛΗΔΟΝΑ

ΑΠΟΣΠΕΡΑΣ
Κλειδώνουμε τον κλήδονα μ’ ένα μικιό κλειδάκι
κι απόης τον αφήνουμε έξω στο φεγγαράκι
Κλειδώσετε τον κλήδονα με δόξα και με χάρη
Κι απού ‘χει μήλο κόκκινο ταχυτέρου (αύριο) να το πάρει
Μήλο ‘βαλα του κλήδονα τρία γαρεφαλάκια
και του καιρού να ‘μια καλά, να βγάλω κυσαράκια
Σήμερα που ‘ναι τα’ Αι Γιαννιού του Θιου ζητώ μια χάρη
Του χρόνου σαν και σήμερα να γίνουμε ζευγάρι
Σήμερα που ‘ναι τα Αι Γιαννιού βάλε αρχή κερά μου
Του χρόνου σαν και σήμερα να σ’ έχω αγκαλιά μου
Ε Γλυκοπαναγία μου, που ‘σαι στη γειτονιά σου
Ζευγάρισέ το μήλο μου, να σ’ άφτω τα κεριά σου
Στο όνομα σου ορκίζομαι στο κλήδονα επάνω
αν δεν σε κάνω ταίρι μου καλιά ‘χω να πεθάνω
Μήλο ‘βαλα στον κλήδωνα κι είναι και μυρωδάτο
Κι αν δεν σε πάρω θα γενεί ο κόσμος άνω κάτω.
ΣΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ
Ανοίγουμε τον Κλήδωνα με τ΄ Αϊ Γιαννιού τη χάρη
κι όποιος έχει μήλο κόκκινο ας έρθει να το πάρει
Ανοίγουμε τον κλήδονα με του Αγιαννιου τη χάρη
Κι όποιος έχει ριζικό σήμερα να το πάρει.
Ανοίγουμε τον Κλήδωνα με με τ’ Αι Γιαννιου τη χάρη
Κι όποιος αγάπη έχασε να έρθει να την πάρει
Έφθασε η ώρα κι η στιγμή κι ο κλήδονας ανοίγει
Και κάθε μια το ριζικό στα φανερά ξανοίγει
Όλοι σταυροκοπιόμαστε στ΄Αϊ Γιαννιού τη χάρη
Κι απού ‘χει μήλο κόκκινο. Ας έρθει να το πάρει.
Ανοίξετε τον κλήδονα με τση μυρθιάς το φύλλο
Μαλαματένια πρόσωπα που θάμπωσες τον ήλιο
Ανοίξετε τον κλήδονα τη χέρα μου να βάλω
να βγάλω το χρυσό αητό το ρήγα το μεγάλο
Ανοίξετε τον κλήδονα να βγάλουμε τα μήλα
του χρόνου σαν και σήμερα βγάλετε δακτυλίδια
Ανοίξετε τον κλήδονα να βγει ο χαρισμένος
απου τα κάστρα πολεμά και βγαίνει κερδισμένος
Βάλε το χέρι κοπελιά, το πρώτο μήλο πιάσε
Που η μοίρα σου χειροκροτεί, ευτυχισμένη να ‘σαι.
Βγαίνει το μήλο τ’ άρχοντα, του πιο καλού λεβέντη,
Του πρώτου μας παλικαριού στο λούσο και στο γλέντι.

Στη βρύση


Εμείς εδώ σήμερα κάνομε μια περιγραφή για το έθιμο εκείνης της παλιάς εποχής στο Άνοιγμα του Κλήδονα, αφ’ ενός για να βοηθήσομε να διατηρηθεί αυτό το όμορφο έθιμο στον τόπο μας και αφ’ ετέρου για να νιώσομε κι’ εμείς λίγη από εκείνη την ανείπωτη χαρά που ένοιωθαν οι προγενέστεροί μας σε τέτοιες ώρες.

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ

Aγαπημένα, Όμορφα , ενδιαφέροντα …. χρήσιμα επαγγέλματα , μιας παρελθούσης εποχής , που με την πάροδο του καιρού , ατόνησαν και σιγά σιγά άρχισαν να …. εγκαταλείπονται , μέχρι που …. εξέλειπαν παντελώς ….
Πρεσβευτές μνήμης , κάποιες παλιές φωτογραφίες , που περισυνέλεξα από τις προσωπικές μου …. συλλογές και από το …. αχανές Διαδίκτυο , απέμειναν για να μας τα θυμίζουν και να μας κάνουν να νοσταλγούμε τις παλιές εκείνες εποχές , που η ζωή μας είχε …. “χρώμα” .


Ο ΓΥΡΟΛΟΓΟΣ – ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ

Ἦρθε ἀπ᾿ τὴ Πόλη νιὸς πραματευτὴς
μὲ διαλεχτὴ πραμάτεια,
μ᾿ ἀσημικὰ καὶ χρυσικὰ
καὶ μὲ γλυκὰ τὰ μαῦρα μάτια.


Φώναζε ο φτωχός πραματευτής:
– Περάστε κόσμε! Πουλώ ένα δάκρυ πολύτιμο!
Περάστε κόσμε ένα γέλιο μονάκριβο πουλώ!
Ε… κόσμε… πουλώ το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον…
Κανείς δεν αγόραζε. Όλοι προτιμούσαν άλλους πάγκους στο παζάρι. Περιουσίες ολόκληρες ξόδευαν αγοράζοντας ψέμματα και αυταπάτες. Όλοι προσπέρασαν τον φτωχό πραματευτή που έβγαλε τη αλήθεια στο σφυρί για να ζήσει. Τη νύχτα τα άφησε όλα πάνω στον πάγκο του και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Ελεύθερος από λύπη, ελεύθερος από χαρά, από παρελθόν, παρόν και μέλλον, έφτασε στο σπίτι του και πέθανε ήσυχος…
Τα χρόνια πέρασαν. Κάποτε στη θέση του πάγκου του, εκεί καταμεσής στο πολύβουο παζάρι, φύτρωσε μια μηλιά που δεν ήταν κανενός. Μεγάλωσε κι έκανε μήλα. Οι κουρασμένοι περαστικοί αφού αγόραζαν ψέμματα και αυταπάτες απ’ τους άλλους πάγκους σταματούσαν μπροστά της. Κάτω απ’ τον ίσκιο της ξεκουράζονταν. Από τα μήλα της χόρταιναν και ξεδιψούσαν. Κι έτσι άρχισαν στη ρίζα της να κλαιν και να γελούν. Να αναθυμούνται τη ζωή τους. Να ζουν το παρόν τους. Πρώτη φορά να ονειρεύονται το μέλλον τους. Κι ο φτωχός πραματευτής από ψηλά διασκέδαζε  την άγνοιά τους που -τόσο ερήμην τους-, τούς οδηγούσε στην αλήθεια…

Ο Γιάννης Δαμιανάκης από τους Αποστόλους

Από την Βασιλική


Οι πραματευτάδες που διαλαλούσανε κατά καιρούς την πραμάτεια τους στο χωριό ήταν πολλοί και διάφοροι.
Όμως εκείνος που, με την διαχρονικότητα, την γραφική παρουσία και το πηγαίο του χιούμορ, έχει μείνει χαραγμένος στη θύμηση σε πολές γενιές κατοίκων της περιοχής μας δεν είναι άλλος απο τον κυρ-Γιάννη το Δαμιανό (Δαμιανάκη) απο τους Αποστόλους.Το κουδούνι του ακόμα ηχεί στα αυτιά μας σαν να μην έχει περάσει ούτε μία μέρα από τότε που για τελευταία φορά πέρασε από το χωριό. Θα έλεγα ότι αποτελεί αναπόσπαστη παρουσία στην αλυσίδα της πλούσιας λαϊκής παράδοσης του χωριού μας. Οι γυναίκες που τους είχε και ιδιαίτερη αδυναμία καθώς αποτελούσαν την πελατεία του, ακόμα διηγούνται τα χωρατά και τα πειράγματα που τους έλεγε ενώ οι ανέκδοτες ιστορίες που περνούν απο στόμα σε στόμα φανερώνουν την αυθεντική λαϊκή του παρουσία αλλά και την ετοιμολογία του.
Πριν ακόμα στρίψει από την γωνία και κάνει την εμφάνισή του στο σοκάκι, άκουγες το κουδούνι αλλά και τις φωνές που έβαζε στα γαϊδουράκια που τα είχε φορτωμένα με ξύλινα κασόνια γεμάτα πραμάτεια και τα καθοδηγούσε με τη βέργα του.
Κουβαρίστρες βελονάκια ψιλικά λογιώ, λογιώ…, λές και το τραγούδι ήταν γραμμένο στα μέτρα του.
Άραγε πόσα “προυκιά” να έχουνε κεντηθεί απο τις κλωστές και τα χάσικα υφάσματα του κυρ-Γιάννη. Στους Ζωφόρους, ο κύρ – Γιάννης, ερχόταν δύο φορές την εβδομάδα, Δευτέρα και Παρασκευή.

Έχοντας την τύχη να τον έχω νονό (με βάφτισε ο γιός του ο Γιώργης Δαμιανάκης που ζεί σήμερα στην Δανία) τον  έβλεπα  συχνά .Σε κάθε πέρασμά του από την γειτονία μας η μητέρα μου είχε πάντα έτοιμο τον καφέ και το κρύο νερό. Αυτή η δεκάλεπτη  στάση του έδινε δύναμη για την συνέχεια .Σε  μεγάλη ηλικία πλέον,  κάνωντας τον απολογισμό του,  μου έλεγε πως δεν μετάνιωσε ποτέ για το τόσο δύσκολο επάγγελμα που  που ακολουθούσε ακούραστα μέχρι το τέλος της ζωής του.

Πραματευτές - γυρολόγοι


Στο καμίνι

Ο ΑΣΒΕΣΤΟΠΟΙΟΣ

Ο ασβέστης χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επίστρωμα στα σπίτια, στις αυλές, στα καλντερίμια και στις κρήνες. Οι ασβεστοποιοί έφτιαχναν τον ασβέστη στα ασβεστοκάμινα χρησιμοποιώντας ως καύσιμη ύλη τους πρίνους και τα κλαδιά της ελιάς, μετά την περίοδο του κλαδέματος. Τα ασβεστοκάμινα τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι: άνοιγαν ένα μεγάλο λάκκο, έχτιζαν τα τοιχώματά του με “λιγδόπετρες” και συνέχιζαν προς τα πάνω με μαρμαρόπετρες και λάσπη. Τις μαρμαρόπετρες τις εξόρυσσαν από τα νταμάρια με τη βοήθεια λοστού ή βαριοπούλας. Η καύση μετέτρεπε τις μαρμαρόπετρες σε ασβέστη. Η φωτιά στο ασβεστοκάμινο ξεκινούσε τα ξημερώματα, ενώ η καύση έπρεπε να είναι συνεχής για ένα εικοσιτετράωρο, ώστε να ασβεστοποιηθεί η πέτρα. Μετά την καύση χρειαζόταν ακόμα μία μέρα για να κρυώσει το καμίνι. Στη συνέχεια τη διανομή του ασβέστη αναλάμβαναν οι αγωγιάτες, που κουβαλούσαν τον ασβέστη μέσα σε τρίχινα τσουβάλια.. Σήμερα δεν υπάρχουν πια ασβεστοποιοί, εφόσον ο ασβέστης παράγεται μαζικά από ειδικευμένες βιομηχανίες


Αγωγιάτες

Ο ΑΓΩΓΙΑΤΗΣ – ΚΥΡΑΤΖΗΣ

Οι αγωγιάτες, είναι επάγγελμα που συναντάμε προπολεμικά στα χωριά της Κρήτης. Λόγω των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς μέχρι τη δεκαετία του 1930 και σε μερικές περιοχές μέχρι τη δεκαετία του 1950. Είναι οι “πρόδρομοι” των ταξιτζήδων αυτοκινητιστών. Πραγματοποιούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές εμπορευμάτων, κρασιών (σε ασκιά), διακινούσαν ταξιδιώτες, ιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση υπηρεσίας, κυρίως δε μετέφεραν δημητριακά (σιτάρι, καλαμπόκι) της Αγροτικής Τράπεζας από το Καρπενήσι στα πρατήρια των απομακρυσμένων χωριών για τον ανεφοδιασμό των κατοίκων. Επίσης, μετέφεραν και επισκέπτες της ορεινής περιοχής. Λόγω της ορεινής μορφολογίας της περιοχής μας και των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα (και τα κάρα για τη Λαμία) ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς. Κι αυτό μέχρι τη δεκαετία του ’30, που δεν υπήρχαν μεταφορικά μέσα, ενώ η έλλειψη δρόμων εμπόδιζε τις μεγάλες μετακινήσεις. Η αμοιβή του “αγωγιάτη” ήταν σχετικά καλή για κείνα τα χρόνια, όμως η δουλειά ήταν δύσκολη και εξαντλητική.

Καρεκλάς επί το έργο

Ο ΚΑΡΕΚΛΑΣ

Με τη χρησιμοποίηση ξύλων από πλάτανο ή από άλλα άγρια συνήθως δέντρα και με τη βοήθεια σχοινιών από βουρλιά ή αφράτου των ποταμών, ο καρεκλάς δημιουργούσε τις καρέκλες που ήταν δύο ειδών. Οι καθημερινής χρήσης με κάθισμα και πλάτη πίσω και του σαλονιού (γιορτινές) που είχαν σκάλισμα στην πλάτη και στο πλέξιμο χρησιμοποιούνταν μαζί με το αφράτο και πράσινο συνθετικό χόρτο που έδινε μεγαλύτερη ομορφιά στο κάθισμα.






Μπροστά στον ανεμόμυλο

Ο ΜΥΛΩΝΑΣ

Η καλλιέργεια σιτηρών ήταν πολύ διαδεδομένη μέχρι το 17ο αιώνα, ενώ στη συνέχεια περιορίστηκε σημαντικά. Οι άνθρωποι τότε φρόντιζαν δυο φορές το χρόνο, (φθινόπωρο – άνοιξη), για την παρασκευή του σταρένιου ή κριθαρένιου αλευριού. Μετέφεραν τα τσουβάλια τους το πρωί στο μύλο για άλεσμα και επέστρεφαν το βράδυ. Αλευρόμυλοι υπήρχαν σχεδόν σε όλα τα χωριά , οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υδρόμυλοι, δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε ποτάμια και ρεματιές. Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι.Ο μύλος ήταν συνήθως και το σπίτι του μυλωνά. Κάτω από τις μυλόπετρες υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν εγκατεστημένος ο κινητός μηχανισμός, όπου έπεφτε από το ζουριό (χτιστός τοίχος με αυλάκι που περνούσε το νερό και έπεφτε κατακόρυφα στη άλλη άκρη) το νερό και τον περιέστρεφε.
Ο αλεστικός μηχανισμός είχε δυο οριζόντιες κυλινδρικές μυλόπετρες, τη μια πάνω στην άλλη, με την κάτω ακίνητη. Το σιτάρι διοχετεύονταν ανάμεσά τους από μια τρύπα στο κέντρο της επάνω περιστρεφόμενης πέτρας. Με την κίνηση το σιτάρι ή το κριθάρι συνθλίβεται ανάμεσα στις πέτρες και μετατρέπεται σε σκόνη. Ως αμοιβή του ο μυλωνάς κράταγε ένα μέρος από τα αλεστικά (5-12%) και σπάνια έπαιρνε χρήματα. Οι υδρόμυλοι έπαιρναν ως αλεστικό δικαίωμα ένα “σινίκι” (= 6 οκάδες) για την άλεση 100 οκάδων σιτηρών .





Ο ΧΑΤΖΗΣ
Ο ιδιοκτήτης των παλιών υπαίθριων καταλυμάτων, των πανδοχείων (που ονομάζονταν χάνια, από την περσική λέξη χαν = ξενώνας). Αντίστοιχοι δηλαδή, με τους σημερινούς ξενοδόχους. Τα χάνια εξυπηρετούσαν τους ταξιδιώτες, παρέχοντας στέγη στους ίδιους και στα ζώα τους. Για πάρα πολλά χρόνια ήταν ο μοναδικός σταθμός και το κατάλυμα όλων των κοινωνικών τάξεων, μέσα ή καθ’ οδόν έξω από τα χωριά μας. Οικονομικά εύποροι, αλλά και πτωχοί, έμποροι, εμπορευόμενοι και “πραματευτάδες” – “γυρολόγοι”, περιηγητές, διαβάτες και μεταφορείς, ταχυδρόμοι και προσκυνητές, μαθητές και “συμπεθερικά”, που κινούνταν στην περιοχή, στάθμευαν σ’ αυτά. Εκεί κατέλυαν ακόμη και ομάδες εργατών και μαστόρων (κτιστών, χαλκουργών – “καλαντζήδων”, “ντενεκεντζήδων” – φαναρτζήδων κλπ.), που κινούνταν από χωριό σε χωριό για να βρουν εργασία. Όλα είχαν αυλή όπου άραζαν οι αραμπάδες, στάβλους για τα ζώα, και κυρίως δωμάτια για τη διανυκτέρευση των ταξιδιωτών. Παράλληλα διέθεταν χώρους για τις συναθροίσεις και τις αγοραπωλησίες. Χάνια υπήρχαν στο Καρπενήσι και στους δρόμους για τα χωριά. Τα χάνια στη δύσβατη περιοχή μας ήταν πολλά και άφησαν πολλές ιστορίες πίσω τους.


Οι λούστροι περιμένουν πελάτες

Ο ΛΟΥΣΤΡΟΣ

Παλιότερα που ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Τότε γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λουστραδόρου. Αυτός μ’ ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, κάθονταν σ’ ένα χαμηλό σκαμνάκι και περίμενε υπομονετικά.  Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο. Έτσι άρχισε η “ιεροτελεστία” του βαψίματος…




Γανωτής επι το έργο

Ο ΚΑΛΑΝΤΖΗΣ –  ΓΑΝΩΤΗΣ

– Οι γανωτζήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα ταψιά, τα καζάνια, τα κουτάλια,τα πηρούνια κλπ. Το «γάνωμα» έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως σε στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, οπότε οι γανωτζήδες είχαν δουλειά όλο το χρόνο
Τα παλιά μπακιρένια οικιακά σκεύη (ταψιά, καζάνια, κουτάλια, πιρούνια κλπ.), με τον καιρό οξειδώνονταν και έπρεπε να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η επιφάνειά τους με ειδικό μέταλλο (καλάι – κασσίτερος). Είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εργαλεία και έκαναν τη δουλειά τους επί τόπου, ενώ παλιότερα η πληρωμή τους ήταν σε είδος (αυγά, καλαμπόκι, σιτάρι). Αφού καθάριζαν καλά τα σκεύη, αλείφανε το εσωτερικό τους με σπίρτο και το τρίβανε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγαν το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχναν μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζαν καλά, άπλωναν το λιωμένο καλάι σ’ όλη την επιφάνεια του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα… Στο τέλος το σκούπιζαν με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.


Ο ΤΕΛΑΛΗΣ

Ακούσατε …ακούσατε..

Η λέξη είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει “αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα”, ο δημόσιος κήρυκας. Οι ντελάληδες διαλαλούσαν στους κατοίκους των κωμοπόλεων και των χωριών τα νέα που έφταναν με τον τηλέγραφο ή τα εμπορεύματα που έφερναν στις πλατείες των χωριών οι πραματευτάδες . Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζαν συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζαν τα προϊόντα, τους καθιστούσε γνωστούς στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας.

Ο ΡΑΣΟΠΑΤΗΤΗΣ

Ο ρασοπατητής με τις φτέρνες των ποδιών του και με τη βοήθεια νερού και πλούσιας σαπουνάδας πατούσε μάλλινες πατητές (κλινοσκεπάσματα) και ένα άλλο μάλλινο υφαντό, τη ράσα από όπου έκαναν τα ρασίδια για μικρούς και μεγάλους.


Εργαλεία του πεταλωτή

Ο ΠΕΤΑΛΩΤΗΣ

Το παραδοσιακό επάγγελμα του πεταλωτή είναι από εκείνα που έχουν εκλείψει στις μέρες μας. Αυτό ήταν αναμενόμενο μια και τα συμπαθητικά τετράποδα (άλογα ή γαϊδουράκια) έχουν πάψει εδώ και χρόνια να αποτελούν μεταφορικό μέσο αφού αντικαταστάθηκαν από τα δίτροχα και τετράτροχα οχήματα.
Η εργασία του πεταλωτή αφορούσε τη διαδικασία τοποθέτησης ή αντικατάστασης πετάλων στις οπλές των αλόγων ώστε να μην φθείρονται τα πέλματα και πονούν τα ζώα. Τα άλογα στην περιοχή μας χρησιμοποιούνταν όχι μόνο ως μεταφορικό μέσο ανθρώπων και προϊόντων αλλά και σε γεωργικές εργασίες όπως το όργωμα και το αλώνισμα.
Παλιά υπήρχαν πολλοί πεταλωτές μια και ήταν απαραίτητοι αφού κάθε σπίτι στο χωριό είχε και ένα ζώο για τις δουλειές του, γαϊδούρι ή μουλάρι. Ο πεταλωτής έβαζε στα ζώα τα πέταλα που ήταν ας πούμε τα παπούτσια τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο πεταλωτής ήταν τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά. Στην αρχή ακινητοποιούσαν το πόδι του ζώου και ο πεταλωτής έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο.
– Μετά με το σατράτσι που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού έκοβε την οπλή του ζώου από κάτω έτσι ώστε να την ισιώσει. Μετά έβαζε το καινούργιο το πέταλο και το κάρφωνε με τα ειδικά καρφιά. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Τα πέταλα είχαν τρύπες γύρω – γύρω για να μπαίνουν τα καρφιά. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου ή τουλάχιστον στα δύο μπροστά. Αυτό γινόταν για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του.
– Τα πέταλα ήταν σιδερένια και κατασκευάζονταν χειροποίητα στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες που τα έφτιαχναν αναλάμβαναν συνήθως και το το πετάλωμα των ζώων, που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία. Οι πεταλωτές συχνά  ήταν και πρακτικοί κτηνίατροι ή αναλάμβαναν και τον ευνουχισμό (μουνούχισμα)

Πετάλωμα ζώου

Διαδικασία πεταλώματος:

Πρώτα έδεναν το άλογο από το καπίστρι σ’ ένα χαλκά. Μετά σήκωναν το μπροστινό πόδι του αλόγου προς τα πίσω σε σχήμα γάμα. Στη συνέχεια έπιαναν την οπλή του αλόγου. Με την τανάλια έβγαζαν τα παλιά αλογόκαρφα και το παλιό πέταλο και ύστερα είτε έκοβαν τα νύχια του ζώου με το σκεπάρνι ή τα καθάριζαν με τη φαλτσέτα. Υπήρχαν δύο ειδών πέταλα: α) το ελληνικό που ήταν σαν πλάκα και κάλυπτε όλη την οπλή του αλόγου και β) το γερμανικό πέταλο που χρησιμοποιούνταν πιο πολύ διότι αερίζονταν το νύχι του αλόγου στο εσωτερικό μέρος και είχε μεγαλύτερο πάχος προστασίας από τα ελληνικά. Αφού λοιπόν καθάριζαν την οπλή του αλόγου διάλεγαν πέταλο στο μέγεθος της και το τοποθετούσαν πάνω στο πέλμα του αλόγου. Στη συνέχεια περνούσαν 6 καρφιά και άρχιζαν να τα καρφώνουν. Τα αλογόκαρφα είχαν πολύ μεγάλο κεφάλι για να μην φθείρονται εύκολα με την τριβή του ποδιού στο έδαφος. Πρόσεχαν καρφώνοντάς τα να μην τρυπήσουν το κρέας του αλόγου και το τραυματίσουν. Έπειτα επειδή ήταν μεγάλα τα καρφιά και έβγαιναν έξω από το νύχι τα έκοβαν με τη ράσπα (τανάλια) ή τα λιμάριζαν με τη λίμα. Τέλος έπαιρναν το ξυλοφάι και έξυναν το νύχι προσαρμόζοντάς το στην περίμετρο του πετάλου.
Υπήρχε και ένας δεύτερος τρόπος πεταλώματος που χρησιμοποιούνταν πιο παλιά. Ζέσταιναν το πέταλο και το προσάρμοζαν ζεστό στο νύχι του αλόγου. Αυτός ο τρόπος ήταν πιο επώδυνος για το ζώο και χρησιμοποιούσαν τα γερμανικά πέταλα.
Το επάγγελμα του πεταλωτή δεν ήταν ιδιαίτερα επικερδές γι’ αυτό προσπαθούσαν να το συνδυάσουν με κάποιο άλλο σχετικό όπως ήταν του σαγματοποιού ώστε να συμπληρώσουν το εισόδημά τους.


Αγριφύλακας δεκαετία του 50

Ο ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΑΣ

Το επάγγελμα του αγροφύλακα υπάρχει εδώ και αρκετά χρόνια, αν και τα τελευταία χρόνια σταδιακά καταργείται. Τον τελευταίο χρόνο η νέα κυβέρνηση, δήλωσε ότι το Σώμα της Αγροφυλακής θα επανασυσταθεί, γιατί κρίθηκε ότι η προσφορά του στην αγροτική ασφάλεια είναι σημαντική. Το Σώμα της Αγροφυλακής ανήκει στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης.
Σκοπός είναι η φύλαξη των αγρών, η πρόληψη, η δίωξη και τιμωρία κάθε αγροτικού αδικήματος [αγροζημιώσεις, κλοπές, φθορές, παράνομη βοσκή ζώων, ζωοκτονίες κλπ].  Το Σώμα της Αγροφυλακής υπάρχει από το 1935 και προστατεύεται νομοθετικά από την πολιτεία. Υπάρχουν ειδικοί νόμοι που ρυθμίζουν κατά κατηγορίες τα αγροτικά αδικήματα. Οι αγροφύλακες έχουν δικαίωμα να οπλοφορούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Τα παλιότερα χρόνια, τα κατώτερα όργανα της Αγροφυλακής ήταν: α] οι αγροφύλακες, που διορίζονταν από τους νομάρχες. β] οι υδρονομείς, που ρύθμιζαν τα νερά για το πότισμα των χωραφιών και γ] οι αρχιφύλακες, που διορίζονταν από το Υπουργείο σε περιοχές που υπήρχαν τουλάχιστον δέκα αγροφύλακες. Αυτοί έλεγχαν τη δουλειά των αγροφυλάκων.
Ανώτερα όργανα ήταν οι αγρονόμοι και υπαγρονόμοι.

Σαμάρι γαϊδάρου

Ο ΣΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΣ – ΣΑΜΑΡΟΠΟΙΟΣ

Με την επικράτηση των τρακτέρ και των αυτοκινήτων η εργασία των γεωργών έγινε πιο εύκολη, αλλά το επάγγελμα του σαγματοποιού εξαφανίστηκε.

Κύριο έργο του σαγματοποιού ήταν να φτιάχνει σαμάρια και να πεταλώνει τα ζώα.
Χρειαζόταν μεγάλη προετοιμασία για την κατασκευή ενός σαμαριού. Τα υλικά που θα χρησιμοποιούσε ο σαγματοποιός, έπρεπε να τα ετοιμάσει ο ίδιος, γιατί στο εμπόριο μπορούσε να προμηθευτεί μόνο το σαμαροσκούτι και το βούτημα. Η διαδικασία που ακολουθούσε ήταν:
1)      Το κόψιμο των ξύλων.
Κατάλληλα ήταν τα ξύλα από: πλατάνι, μουριά, συκιά. Όταν θα κόβονταν τα ξύλα έπρεπε το φεγγάρι να ήταν στη χάση του και εποχή, που δεν κυκλοφορούσαν πολλοί χυμοί στα δέντρα, δηλαδή Φθινόπωρο, γιατί αλλιώς τα ξύλα σκουλήκιαζαν και καταστρέφονταν γρήγορα. Έκοβαν ξύλα ίσια και διαμέτρου 40 εκατοστών για τα μπροστάρια, σε κομμάτια μήκους 60 εκατοστών. Για τα πιστάρια διάλεγαν ξύλα με καμπύλη πάχους 30 εκατοστών και για τις δόγες ίσια ξύλα διαμέτρου 15 εκατοστών και μήκους 70 εκατοστών. Αφού  ξεραίνονταν αρκετά ακολουθούσε το «σκίσιμο» κυρίως το χειμώνα, γιατί ήταν πολύ επίπονη εργασία. Στο εργαστήριο του σαγματοποιού υπήρχε ένας μεγάλος πάγκος, που στη μία άκρη είχε μια μεγάλη μέγκενη. Στη μέγκενη στερέωναν το ξύλο όρθια για να το σκίσουν. Το σκίσιμο γινόταν με πριόνι που το λέγανε καταρράκτη. Ο καταρράκτης είχε σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου και στη μέση τη λεπίδα με μεγάλα δόντια. Μπορούσαν να το δουλεύουν δύο άνθρωποι μαζί, ο ένας από τη μια μεριά και ο άλλος από την άλλη. Η δυσκολότερη δουλειά ήταν το σκίσιμο των προσταριών γιατί ήταν χοντρά. Χρειαζόταν πολλή δύναμη και τέχνη γιατί έπρεπε τα φύλλα του ξύλου να έχουν το ίδιο πάχος. Ευκολότερο, ήταν το σκίσιμο των ξύλων για τις δόγες γιατί το ξύλο στο σημείο αυτό ήταν πιο λεπτό. Αφού είχε προηγηθεί αυτή η προετοιμασία μπορούσε να ξεκινήσει το φτιάξιμο του σαμαριού.

Σαμάρι

2)      Κατασκευή

Πρώτη ενέργεια του σαγματοποιού ήταν να πάρει μέτρα στο ζώο. Με το έμπειρο μάτι του υπολόγιζε το μέγεθος του σαμαριού. Ξεκινούσε από το φτιάξιμο του μπροσταριού. Για το κάθε μέγεθος είχε ένα εργαλείο, από ξύλο ή χαρτόνι, που το χρησιμοποιούσε σαν πατρόν. Έκοβε δύο φύλλα, τα οποία συνέδεε με ξύλινους πύρους, οι οποίοι αποτελούσαν αμβλεία γωνία. Στο μπροστινό μέρος, εξωτερικά στερεωνόταν το μπροστάρι, με δύο τσέρκια και από μέσα με ένα. Το τσέρκι ήταν μια μεταλλική ταινία που την τρυπούσαν και με πρόκες το κάρφωναν στο μπροστάρι με αποτέλεσμα την συνδεσμολογία και ισχυροποίηση των δύο κομματιών. Μετά ακολουθούσε το φτιάξιμο του πισταριού σε ανάλογο μέγεθος με το μπροστάρι. Η κατασκευή του ήταν πιο δύσκολη γιατί η σύνδεση των δύο φύλλων έπρεπε να γίνει θηλυκωτή. Με το χειροπρίονο χάρασσαν από τις δύο μεριές των φύλλων σε βάθος 1,5 εκατοστό και μετά με το σκεπάρνι αφαιρούσαν ότι είχε χαράξει το πριόνι και μετά γινόταν η σύνδεση με πολλή προσοχή.

Δόγες χρησιμοποιούσαν δύο ζευγάρια ίσιες και ένα ζευγάρι με ελαφριά καμπύλη. Για να πάρει αυτό το σχήμα ζέσταιναν τη δόγα στη φωτιά και τοποθετούσαν στη μέγκενη το ένα άκρο και το άλλο άκρο με σχοινί το λύγιζαν για να πάρει το κατάλληλο σχήμα. Υπήρχε όμως και ένα ειδικό ξύλινο εργαλείο, η μπίγκα, που χρησιμοποιούνταν για τον ίδιο λόγο. Μετά άνοιγαν από τρεις επιμήκεις τρύπες σε κάθε φύλλο του μπροσταριού και του πισταριού για να τοποθετηθούν οι δόγες.
Αφού στερεώνονταν άρχιζε το τρίψιμο με το ξυλοφάι, ύστερα με το γυαλί και τέλος με ψιλό γυαλόχαρτο. Τις δόγες πολλές φορές τις είχαν πλανίσει για να είναι έτοιμες. Για να τοποθετηθεί όμως το σαμάρι στην πλάτη των ζώων έπρεπε να φτιαχτεί και το στρώμα του σαμαριού για να μην πληγώνονται τα ζώα. Το στρώμα φτιάχνονταν από σαμαροσκούτι (χοντρό μάλλινο ύφασμα) και από πάνω με λινάτσα ή μουσαμά. Ενδιάμεσα βάζανε βούτημα, ένα μαλακό καλαμοειδές γεμάτο ψύχα, που φύτρωνε στις άκρες των λιμνών. Αφού τελειοποιούνταν το σαμάρι το χρησιμοποιούσαν και αφού το βούτημα συμπιεζόταν το έφερναν στο σαγματοποιείο για το πέτσωμα. Έβαζε πάλι βούτημα και από πάνω το κάλυπτε, κυρίως με δέρμα, για να προστατεύεται από τη βροχή. Το βούτημα το προμηθεύονταν από την Καντήλα Αργολίδας, γιατί το χωριό Δίδυμα δεν είχε τέτοια παραγωγή. Τα ξύλα όμως που χρησιμοποιούνταν προμηθεύονταν τόσο από τα δέντρα του χωριού, όσο και από πλατάνια του χωριού Πελεή. Το κόστος ενός σαμαριού ήταν ανάλογο με το μέγεθός του.

Η κ. Βασιλική στον αργαλειό

ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΗΣ ΥΦΑΝΤΡΑΣ – Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΑΡΓΑΛΕΙΟΥ

Ο αργαλειός ως οικιακό εργαλείο είναι αρχαιότατο και αναφέρεται από τον Όμηρο ως ιστός. Η Πηνελόπη ύφαινε τη μέρα και ξεΰφαινε τη νύχτα για να ξεγελά με τον τρόπο αυτό τους “μνηστήρες” ώστε να την περιμένουν ώσπου να τελειώσει το “διασίδι” της. Η θεά Αθηνά στην αρχαιότητα προστάτευε την υφαντική τέχνη γι’ αυτό ονομαζόταν “Έργανη Αθηνά”. Πολλά από τα δημοτικά μας τραγούδια είναι αφιερωμένα στον αργαλειό και την ύφανση.
Στα παλιά χρόνια και στην περιοχή της Ερμιονίδας οι γυναίκες ασχολούνταν με το κέντημα και την ύφανση.
Μάθαιναν τον αργαλειό από τις πιο ηλικιωμένες γυναίκες που σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ονομάζονταν “μαΐστρες”. Δεν υπήρχε αργαλειός σε κάθε σπίτι ούτε την τέχνη της υφαντικής την μάθαιναν όλες οι νοικοκυρές. Γι’ αυτό και όσες είχαν αργαλειό δεν κατασκεύαζαν μόνο τα ρούχα του σπιτιού τους αλλά και εμπορεύονταν τα υφαντά τους αν είχαν ανάγκη οικονομική.
Οι πιο οικονομικά ευκατάστατες υφάντρες ύφαιναν μόνο μεταξωτά υφάσματα για να πατούν χωρίς να πονούν στο ποδαρικό του αργαλειού, φορώντας παντόφλες με ελεύθερη τη φτέρνα. Τα χοντρά υφάσματα τα ύφαιναν οι πιο φτωχές γυναίκες και κοπέλες που ξεκόκιζαν το βαμβάκι κι αυτές συνήθως τα πουλούσαν.
Ευρύτερα είναι γνωστά 4 βασικά είδη αργαλειού:
α) ο όρθιος ή αντρομιδίσιος αργαλειός, κατάλληλος για την ύφανση κιλιμιών χραμιών και κάθε είδους χαλιών.
β) Ο καθιστός που αποτελεί και τον βασικότερο τύπο αργαλειού που είναι οριζόντιος.
γ) του λάκκου, ίδιος με τον καθιστό αλλά πιο απλός και πρόχειρος στην κατασκευή, πάντα τοποθετημένος εκτός σπιτιού.
δ) Ο χαραρίσιος, που μοιάζει με τον όρθιο αλλά τοποθετείται υπό γωνία, στον οποίο ύφαιναν λινάτσες (χαράρια).
Στην περιοχή μας κατασκευαζόταν και χρησιμοποιούνταν ο καθιστός τύπος αργαλειού. Αποτελείται από 4 στύλους και ο σκελετός του έχει σχήμα κύβου. Πάνω στους στύλους περιστρέφονται τα “άντι” (ξύλινοι άξονες στους οποίους τυλίγεται το ύφασμα). Το ένα “άντι” βρίσκεται μπροστά στο στήθος της υφάντρας και το άλλο κάτω στα πόδια της. Στο πρώτο είναι τυλιγμένα τα χοντρά νήματα (το στημόνι) που απλώνονται και τυλίγονται στο δεύτερο “άντι” του ποδιού, αφού πρώτα περάσουν από τα “μυταριά” (από αρχαία λέξη μύτος) και ακολουθεί η υφάντρα πατώντας τις δύο “πατήθρες” ή “ποδαρικά”.
Ανάμεσα στις κλωστές η υφάντρα με τη “σαΐτα” που κρατούσε στο χέρι περνάει το ‘υφάδι” στην “κρόκη” και ύστερα το πιέζει με το χτένι για να σφίξει. Έτσι συνδυάζοντας τις κινήσεις των χεριών και των ποδιών της, κατορθώνει να φτάσει στη τελική φάση της ύφανσης.
Η δουλειά στον αργαλειό απαιτούσε μεγάλη δύναμη χεριών και συντονισμό κινήσεων μια και η υφάντρα χρησιμοποιούσε παράλληλα χέρια και πόδια. Γι’ αυτό θεωρούταν πολύ κουραστική δουλειά και επίπονη.

Παρέα στον αργαλειό

Η δημοτική ποίηση περιγράφοντας τις δυσκολίες αυτές χρησιμοποίησε τους εξής στίχους:

“Το κέντημα είναι γλέντημα και η ρόκα είναι σεργιάνι
μα ο αργαλειός είναι σκλαβιά, σκλαβιά πολύ μεγάλη”.
Για τις νεαρές υφάντρες που δεν ήξεραν να υφαίνουν είχαν το εξής κοροϊδευτικό δίστιχο:
“Σαν δεν ήξερες να φάνεις
τα μασούρια τι τα βάνεις;”
Υπήρχαν όμως και στίχοι που υμνούσαν τον αργαλειό:
“Τιμή μεγάλη και τρανή πουν’ ο αργαλειός στο σπίτι
το κάθε δόντι του αργαλειού αξίζει μαργαρίτι”.
“Μαλαματένιο τ’ αργαλειό
και φίλντισι το χτένι
και μια κοπέλα λυγερή
που τραγουδάει και φαίνει”


Λατερνατζής με λατέρνα

Ο ΛΑΤΕΡΝΑΤΖΗΣ

Η λατέρνα ήταν ένα μουσικό όργανο που στα παλιότερα χρόνια γνώρισε μεγάλη δόξα.
Για να παίξει η λατέρνα χρειάζονταν οπωσδήποτε δύο άτομα . Ο ένας την είχε στην πλάτη του ή αργότερα που ειχε ρόδες την πέρναγε στο δρόμο, και ο άλλος τη γύριζε .Αυτά τα άτομα λεγόντουσαν λατερνατζήδες.
Οι λατερνατζήδες γύριζαν πότε μόνοι τους ,όταν η λατέρνα ήταν στις δόξες της, πότε με συνοδεία κάποιο ντέφι . Έπαιζαν διάφορα λαϊκά τραγούδια που ήταν και τα σουξέ της κάθε εποχής .
Οι λατερνατζήδες πήγαιναν σε μαγαζιά , σε πάρκα ή στους δρόμους και πολλές φόρες μαζεύονταν γύρω τους ο κόσμος και άκουγε τα τραγούδια που παίζανε. Όταν τελείωνε το τραγούδι , περνούσε ένα άτομο που ήταν και ο βοηθός τους κρατώντας ανάποδα το καπέλο του ή το ντέφι και του έριχναν μέσα οι άνθρωποι λεφτά .


Χαμάλης 1935

Ο ΑΧΘΟΦΟΡΟΣ – ΧΑΜΑΛΗΣ

Ο αχθοφόρος έκανε παλιά τις μεταφορές των φορτίων, βαλιτσών από το σταθμούς λεωφορείων ή τρένων και διάφορα πράγματααπό την αγορά μέχρι τα σπίτια. Έβαζε τα πράγματα στην πλάτη του ή σε κάποιο καρότσι που τυχόν είχε και το έσερνε ο ίδιος. Έπαιρνε το χαρτζιλίκι του και ξαναγύριζε στο πόστο του, για να κάνει κάποιο άλλο δρομολόγιο.
Αργότερα οι πιο πολλοί από αυτούς απόκτησαν τρίκυκλο και εξακολούθησαν να κάνουν
αυτού του είδους τις μεταφορές , αλλά πιο ξεκούραστα.














Ο ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ
Όπως όλοι λίγο πολύ ξέρουμε τα πιο παλιά χρόνια , ειδικά στην επαρχία , δεν υπήρχαν σπουδαγμένοι γιατροί , αλλά άνθρωποι απλοί που ξέρανε να γιατρέψουν διάφορες αρρώστιες , με βότανα της ελληνικής υπαίθρου και έκαναν και διάφορα άλλα πρακτικά που τα ήξεραν από πάππου προς πάππου. Φτιάνανε αλοιφές , ξέρανε τις δοσολογίες των βοτάνων για την κάθε πάθηση και πολλά αλλά για διάφορες αρρώστιες . πολλοί έβγαζαν λεφτά από αυτό που έκαναν .αλλά υπήρχαν και άλλη που δεν έπαιρναν λεφτά και βοηθούσαν τον κόσμο να αντιμετωπίσει τις διαφορές αρρώστιες που υπήρχαν τότε.
Πρακτικός γιατρός , μπορούμε να πούμε , ότι ήταν και η μαμή ,που πήγαινε στα σπίτια και
βοηθούσε τις γυναίκες να τεκνοποιήσουν.



Κάρο μεταφέρει νερό

Ο ΚΑΡΟΤΣΕΡΗΣ


Οι συμπαθείς αυτοί επαγγελματίες, τα χρόνια εκείνα, προτού ακόμα εμφανισθεί το αυτοκίνητο, προσέφεραν μεγάλη υπηρεσία στο κοινό. Για την ανέγερση των αρχοντικών και των σπιτιών καθώς και των διαφόρων δημοσίων και ιδιωτικών έργων, τα απαραίτητα υλικά, μεταφέρονταν με τα κάρα.
Η δουλειά του καροτσέρη ήταν πολύ σκληρή, διότι έπρεπε με ζέστη, κρύο, βροχή, ακόμα και με χιόνι να κάνει τις διάφορες μεταφορές, που πολλές φορές ήταν και από μακρινές αποστάσεις, όπως πέτρες από τα λατομεία και άμμο από τα ποτάμια.
Τα μονόκαρα ήταν και ανατρεπόμενα. Η ανακάλυψή τους στις αρχές του αιώνα θα διευκολύνει πολύ στην εκφόρτωση των οικοδομικών υλικών, όπως και των ανατρεπόμενων, μεταπολεμικά, αυτοκινήτων.
Στο άδειο κάρο, ο καροτσέρης του μονόκαρου καθόταν εσωτερικά και στην αριστερή γωνιά, για να μπορεί, με το δεξί χέρι που κρατούσε τα γκέμια (ηνία) και το καμουτσίκι, να κατευθύνει και να ελέγχει το άλογο. Ο καροτσέρης του διπλόκαρου καθόταν μπροστά και στο μέσο της καρότσας, κρατώντας και με τα δύο χέρια τα γκέμια.









Ο ΚΑΛΑΘΟΠΟΙΟΣ

Σε περιοχές που αφθονούσαν οι λυγαριές, οι μυρτιές, οι σφάκες (πικροδάφνες) και τα καλάμια, ευδοκίμησε και το επάγγελμα του καλαθοποιού. Από τις μυρτιές και κυρίως από τις λυγαριές οι καλαθοποιοί αποσπούσαν μακριές βίτσες με το τσερτσέτο (ειδικό μαχαίρι) και έκαναν τους σκελετούς για να πλέξουν με τα σχισμένα καλάμια καλάθια, κοφίνια, πετροκόφινα, μπουγαδοκόφινα και άλλα ενώ μόνο με τις βίτσες έπλεκαν τουπιά για τυρί, κόφες για τη μεταφορά των σταφυλιών κ.ά
Την άνοιξη και το φθινόπωρο οι καλαθάδες ή καλαθοποιοί, πήγαιναν στις όχθες των ποταμιών ή στα ρυάκια από πηγές, εκεί έκοβαν τα ευλύγιστα κλαδιά της λυγαριάς, της λυγιάς, βούρλα, καλάμια, σχοίνα, τα σφένταμνα, τις βέργες από φουντουκιές, μυρτιές και βέργες από λυγιά μακρυές ή κοντές. Με την βοήθεια του κοφτερού μαχαιριού τις βέργες τίς έσχιζαν στα δύο και τα καλάμια τα έσχιζαν σε μακριές λουρίδες. Την δουλειά αυτή την έκαναν οι άνδρες. Οι γυναίκες φτιάχνανε τον σκελετό και εν συνεχεία πλέκανε τις σχισμένες λουρίδες. Σιγά σιγά εμφανιζόταν το αποτέλεσμα τις εργασίας τους, είτε αυτό λεγόταν πανέρι, καλάθι ή οτιδήποτε άλλη κατασκευή σε διάφορα μπόγια και σχήματα.


Ο ΦΕΤΣΑΣ
Το Σμάρι κατά τα δύσκολα χρόνια της Γερμανικής κατοχής αλλά και στα επόμενα δύσκολα χρόνια, ήταν από τα λίγα χωριά της Κρήτης που δεν αντιμετώπισε έντονα το φάσμα της πείνας και της εξαθλίωσης.
Τούτο οφείλετο στο εμπορικό δαιμόνιο των Σμαριανών οι οποίοι μη αρκούμενοι στην ανύπαρκτη τα χρόνια εκείνα γεωργική παραγωγή, με τις περιβόητες «στρατιές» (εμπορικές εξορμήσεις) σ’ όλη την Κρήτη, με το εμπόριο του λαδιού και της φέτσας ( ονομαστοί οι Σμαριανοί φετσολαδάδες) και την οικοτεχνικής μορφής σαπωνοποιία ( το πλέον σπάνιο, δυσεύρετο και πανάκριβο είδος την περίοδο της κατοχής) εξασφάλιζαν στις οικογένειες τους συνθήκες διαβίωσης τουλάχιστον ανεκτές και ανθρώπινες.
Εκείνη την εποχή τα μέσα μεταφοράς ήταν περιορισμένα για τους λίγους, έτσι οι πλανόδιοι έμποροι, με τις πενιχρές οικονομικές δυνατότητες τα δουλεμένα κορμιά και τη δυνατή ψυχή, μετέφεραν στη πλάτη τους – κρεμασμένα από τον ώμο – τα ασκιά με τις φέτσες ή και το τσουβάλι με τις σταφίδες, στοιχισμένα το ένα πίσω από το άλλο, αυτό με το πιο εύθραυστο περιεχόμενο πάντα από την έξω πλευρά. Αν παράλληλα έπρεπε να κουβαλούν και διαφορετική ποιότητα λαδιού τότε κρατούσαν – ανά χείρας – και μια γκαζοντενέκα όπου συνήθως βάζανε τα ποιο θολά λάδια. Η παρουσία τους στις γειτονιές που περιδιάβαιναν για να συλλέξουν την πραμάτεια τους, γινόταν αισθητή από το τραγουδιστό τους «μότο» «φετσόλαδα, τσιγαρόλαδα, κακο-σταφίδες…» με το οποίο καλούσαν τις νοικοκυρές να βγάλουν στο κατώφλι του σπιτιού τους τα κατάλοιπα, μεταξύ άλλων, από το πρωτογενές υλικό της μαγειρικής χρήσης.

Ζευγάδες
Θεριστές
Όργωμα με τα βόδια

Οι ζευγάδες

αναλάμβαναν το όργωμα, τη σπορά και τη συγκομιδή των χωραφιών. Οι ζευγάδες όργωναν με το ξύλινο αλέτρι που το έσερναν δύο βόδια ή μουλάρια (τα ζευγάρια). Κάποιες φορές, οι ίδιοι εκτός από τα δικά τους χωράφια, όργωναν κι έσπερναν και τα χωράφια άλλων κατοίκων και αμείβονταν επιπλέον , επειδή διέθεταν την τέχνη τους αλλά και τη “συρμαγιά” (δηλαδή τα βόδια και το αλέτρι).  Σήμερα ο ζευγάς έχει εξαφανιστεί, αφού το όποιο όργωμα γίνεται πια με μηχανικά μέσα .
















ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

ΕΘΙΜΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Το ποδαρικό

Πολλοί άνθρωποι είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ακόμα και σήμερα ποιος θα κάνει ποδαρικό στο σπίτι τους, δηλαδή ποιος θα μπει πρώτος στο σπίτι τους τον καινούριο χρόνο. ‘Έτσι, από την παραμονή λένε σε κάποιο δικό τους άνθρωπο, που τον θεωρούν καλότυχο και γουρλή, να έρθει την Πρωτοχρονιά να τους κάνει ποδαρικό.

Πολλές φορές προτιμούν ένα μικρό παιδί για να κάνει ποδαρικό, γιατί τα παιδιά είναι αθώα και στην καρδιά τους δεν υπάρχει η ζήλια κι η κακία.

Η καλή χέρα

Συνηθίζεται να δίνεται ένα χρηματικό ποσό σαν δώρο σε παιδιά που θα επισκεφτούν κάποιο σπίτι την Πρωτοχρονιά. Συνήθως πρόκειται για τα εγγόνια ή τα ανίψια. Μερικές δεκαετίες παλιότερα, η «καλή χέρα» ήταν το μόνο δώρο που έπαιρναν τα παιδιά την Πρωτοχρονιά και σε πολλές περιπτώσεις ήταν απλά ένα κέρασμα μια κι ούτε χρήματα υπήρχαν πολλά, αλλά ούτε μαγαζιά με παιγνίδια.

Κρεμύδα για γούρι

Το σκυλοκρέμμυδο ή κρεμύδα (Scilla maritima) είναι συνηθισμένο φυτό στην Κρήτη. Φυτρώνει άγριο και μοιάζει με μεγάλο κρεμμύδι. Τα ζώα δεν το τρώνε γιατί έχει δηλητήριο, που μπορεί να προκαλέσει δερματικό ερεθισμό από επαφή.

Ακόμα και να το βγάλεις απ’ τη γη και να το κρεμάσεις, δεν παύει να βγάζει νέα φύλλα και άνθη. Ο λαός πιστεύει ότι αυτή τη μεγάλη ζωτική του δύναμη μπορεί να τη μεταδώσει σε έμψυχα και άψυχα, γι’ αυτό την πρωτοχρονιά κρεμούν σκυλοκρέμμυδο στα σπίτια τους.

Πρόκειται για αρχαίο έθιμο καλοτυχίας που αναφέρεται ήδη από τον 6 ο αιώνα π.Χ. Σήμερα τείνει να εγκαταλειφθεί.

Η πέτρα

Κάθε πρωί Πρωτοχρονιάς , χαράματα και μόλις κρυπούσε η “πρώτη καμπάνα” τση εκκλησιάς , όλοι μικροί – μεγάλοι , σηκώνονταν , έκαναν τρείς φορές το σταυρό τους , και αμίλητοι ώς ήτανε , χωρίς να μιλήσουν , μέσα στη σιωπή που κυριαρχούσε , έβαζαν τα γιορτινά τους ρούχα , έκαναν το σταυρό τους 3 φορές , έβγαιναν έξω απο το σπίτι , έπαιρναν απο μια πέτρα ο καθένας τους , -όσο μεγαλύτερη μπορούσε- , και την τοποθετούσαν μέσα στο σπίτι.

Μετά απο αυτό , ο καθένας , καθόταν στην πέτρα που μόλις είχε φέρει , και έλεγαν την παρακάτω φράση : “Κλού -Κλού στα ορνίθια μας , καλοχρονιά στα σπίτια μας , όσο βάρος έχει η πέτρα τούτη , τόσο χρυσάφι και ασήμι να μπεί στα σπίτια μας ” .

Μετά απο αυτό σηκώνονταν ο καθένας έκανε το σταυρό του 3 φορές , καλημέριζαν τους υπολοίπους , και τα παιδιά έπρεπε να χειροφιλήσουν τους γονείς, και μετά πήγαιναν στην Εκκλησία για την προκαθορισμένη λειτουργία . Στην επιστροφή απο την Εκκλησία , έμπαινε ο πρώτος στο σπίτι ο πρωτότοκος , και μετά οι υπόλοιποι. Οι πέτρες έμεναν μέσα στο σπίτι , στο ίδιο μέρος που είχαν τοποθετηθεί , επί οκτώ μέρες .

Την όγδοη μέρα έπιανε ο καθένας την πέτρα του , και αφού έκανε το σταυρό του 3 φορές , την πήγαινε πάλι έξω απο το σπίτι . Αυτό το έθιμο γινόταν απαραίτητα κάθε Πρωτοχρονιά , κι έφερνε στο σπίτι , “γούρι” ,ευτυχία , αγάπη , γαλήνη , και ειρήνη.


Παλιά Κάλαντα Πρωτοχρονιας
Η λαϊκή παράδοση, που από τις αρχαίες Καλένδες ήθελε την Πρωτοχρονιά σαν μέρα σημαδιακή για την εξέλιξη της χρονιάς, φόρτισε και τον άγιό της με όλες εκείνες τις ιδιότητες που ανταποκρίνονταν στους πόθους και τις ανάγκες της. Έτσι ο Άγιος Βασίλης στα Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα παρουσιάζεται πολύ συχνά σαν ζευγολάτης. Είναι χαρακτηριστικά τα κάλαντα όπου τραγουδούν οι κάτοικοι στα μικρά χωριά της Κρήτης.
Ταχυά-ταχυά ‘ν’ αρχιμηνιά,ταχυά ‘ν’ αρχή του χρόνου
ταχυά ‘ν’ άπου περπάτηξεν  ο Κύριος στον κόσμο.
Και βγήκε κι εχαιρέτηξεν  όλους τους ζευγολάτες
κι ο πρώτος που χαιρέτηξεν  ήταν Aγιος Βασίλης.
-Καλώς τα κάνεις, Βασίλειε, καλό ζευγάριν έχεις
-Καλό το λέω αφέντη μου, καλό κι ευλογημένο
μα η Χάρη σου το βλόησε με το δεξό τζης χέρι
με το δεξό με το ζερβό με το μαλαματένιο.
Πευκένιο ‘ναι τ’ αλέτρι ντου, δαφνιένιος ο ζυγός του
τ’ απανωζεύλια του ζυγού, βασιλικού κλωνάρι.
-Να σε ρωτήξω, βασιλειέ, πόσα μουζούρια σπέρνεις;
-Σπέρνω κριθάρι δώδεκα και στάρι δεκαπέντε
ταγή και ρόβι δεκοχτώ κι απονωρίς στο σταύλο.
Μ’ αλήθεια κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι
Μουζοΰρι στάριν έσπειρα με το πλατύ πινάκι.
Κι εκεί τ’ ανεριαστήκανε λαγούδια και περδίκια,
μοΰδε λαγούδια ήπιασα, μηδέ περδίκια βρήκα.
Κι εθέρισα κι αλώνεψα κι ήβγαλα χίλια μόδια
με τ’ αποσκιβαλίδια ντως χίλια και πεντακόσα
και τ’ ‘αλλά δεν τα μέτρησα γιατί ο Χριστός επέρνα
κι εκειά που πέρασε ο Χριστός χρυσό δενδρί εβγήκε.
κι απάνω στα κλωνάρια ντου πέρδικες κελαϊδούσαν:
Μα σένα, Αφέντη, πρέπει σου το πλια καλό ζευγάρι
να ‘ναι τ’ αλέτρι ντου λυγιά και ο ζυγός του δάφνη
και τ’ απανωζευλώματα βασιλικού κλωνάρι.
Μα είπαμε τ’ αφέντη μας που να πολυχρονίσει
στον Aγιον Τάφο του Χριστού να πα να προσκυνήσει
Επόπαμε τ’ αφέντη μας να πούμε τση κυράς μας.
Κυρά λυγνή, κυρά ψηλή, κυρά καμαροφρύδα
που σαν λουστείς και χτενιστείς και πας στην εκκλησία
βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη

την όχεντρα την πλουμιστή γιορντάνι στο λαιμό σου.
Επόπαμε ‘δα τση κυράς ας πούμε και τση κόρης:
Κυρά τη θυγατέρα σου γραμματικός τη θέλει,
μ’ αν είναι και γραμματικός πολλά προυκιά γυρεύγει.
Γυρεύγει αμπέλια ατρύγητα κι αμπέλια τρυγημένα
γυρεύγει στάρια αθέριστα και στάρια μεσ’ στ’ αλώνι
γυρεύγει και χρυσό πουγκί στη μέση να το ζώνει.
Επόπαμε τση κόρης μας ας πούμε και του γιου μας.
Έχεις και γιο στα γράμματα περισσά σπουδαγμένο
λεβέντη και ομορφονιό στ’ άρματα ξακουσμένο.

Να ζήσει χρόνους εκατό και να τσοι διαπεράσει


κι από τους εκατό κι εμπρός ν’ αρχίξει να γεράσει.

Επόπαμε και του υγιού, ας πούμε και τση βάγιας.
Aψε βαγίτσα το κερί άψε και το λυχνάρι
και κάτσε και ντουχιούντισε σαν είντα δα μας βγάλεις
Γ-ή απάκι’ γ-ή λουκάνικο, γ-ή από πλευράς κομμάτι
γ-ή άπου τη μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι
γ-ή απ’ το λαδοπίθαρο κιαμμιά σταλιά λαδάκι
γ-ή απ’ το κρασοβάρελο να πιούμε μια γεμάτη.

(Ύστερα από το φιλοδώρημα)
Επα που καλαντίσαμε καλά μας επλερώσαν.
καλά να παν τα τέλη ντως και τ’ αποδόματά ντως.
Κι’ αν έχουν θηλυκό παιδί μοίρα καλή να κάνει
του βασιλέα τον υγιο άντρα να τόνε πάρει.
Πάλι κι αν είναι αρσενικό στη σέλα καβαλάρης
να σειέται να λυγίζεται να πέφτει το λογάρι
να το μαζεύουν οι άρχοντες να κάνουν δαχτυλίδια
και τα μικρά αρχοντόπουλα μικρά απανυχίδια.
και χρόνια πολλά.
ΚΑΛΑΝΤΑ  ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Αύριον είν αρχιμενιά κι είναι κι αρχή του χρόνου
απού γεννήθηκε ο Χριστός ο Βασιλιάς του κόσμου.
Κι εκεί [που περιπάτησε, χρυσό δεντρίν εβγήκε
Χρυσά ταν τα κλωνάρια του κι ολόχρυση η κορφή ντου
και κάτω στη ποδίτσα ντου γράμμα τονε γραμμένο.
Στέκουν παπάδες ψάλλουν τα, διάκοι καλαναρχούντα*
κι ένα μικρό διακόπουλο, ήχυσε το μελάνι
και μέλανε τα ρούχα ντου, το μοσχοκανακάρι
απού του τα γαζώνανε οι τρεις βασιλοπούλες.
Η μια βανε τον πόθο τσης κι η (γι)άλλη το μετάξι
κι η τρίτη η καλύτερη τον ουρανό με τ άστρι.
Επά που καλαντίσαμε, καλά μας επλερώσαν,
καλά να παν τα έχη ντος και τα παντώματά ντος
κι αν έχουν και μωρό παιδί στη σέλα καβαλάρη
να σειεί το μανικάκι ντου να πέφτει το λογάρι
να το μαζώνει η μάννα ντου να χει χαρά μεγάλη.
Επόπαμέ ντα τση κεράς, να πούμε και τση Βάγιας.
΄Αψε Βαγίτσα το κερί και φέρε το πανιέρι
και κάτσε και λογάριασε ίντα θα μας (ε)φέρεις.
Φέρε καρύδια, κάστανα, φέρε μπερυκοκλάρια
και φέρε και γλυκό κρασί να πιουν τα παλικάρια
που στέκουνται στη πόρτα σου και λένε τα παινάδια.
Κι απου τη μαύρη όρνιθα κιανένα αυγουλάκι
κι αν το κανε κι η γαλανή κάμε τα ζευγαράκι
κι από το λαδοπίθαρο κιανένα οκαδάκι.
Απάνω Θιος στη πόρτα σας είναι μια περιστέρα
Κι ανοίξετε τη πόρτα σας να πούμε καλησπέρα.
Καλησπέρα! Και εις έτη πολλά.

ΠΑΡΑΛΑΓΗ

Ανοίξετε τη πόρτα σας
τα κάλαντα να πούμε
και βάλετε καμιά ρακί,
για να σας ευχηθούμε
“Ταχιά ταχιά ναι ‘αρχιχρονιά
Πρώτη γιορτή του χρόνου,
αρχή που βγήκε ο Χριστός
στη γη να περιπατήσει.
Και  εβγήκε και χαιρέτησε
όλους τους ζευγολάτες.
Και ο  πρώτος που χαιρέτησε
ήταν  ’γιο Βασίλης
-Καλώς τα κάνεις Βασιλειό,
καλόν ζευγάριν έχεις.
-Καλό το λες αφέντη μου καλό
και ευλογημένο,
η χάρη σου το βλόγησε
με το δεξιό σου χέρι,
με το δεξιό με το ζερβό
με το μαλαματένιο.
-Για πες μου  ’η Βασίλη μου
πόσα μουζούρια σπέρνεις;
-Σπέρνω σταράκι δώδεκα,
κριθάρι δέκα πέντε
ταγή και ρόβι δεκαοχτώ
κι από νωρίς στο στάβλο.
Φέρε καρύδια, κάστανα,
πανιέρια λεπτοκάρυα
και φέρε και γλυκό κρασί
να πιουν τα παλικάρια
Και από την μαύρη όρνιθα
κανένα αβγουλάκι
και αν είναι από τη γαλανή
ας είν και  ζευγαράκι
Και από το λαδοπίθαρο
κια μια οκά λαδάκι
και ας είναι και περισσότερο
κρατούμε εμείς ασκάκι
Τέσσερα πέντε πράγματα
που τάχει η περιστέρα
ανοίξετε την πόρτα σας
να πούμε καλησπέρα.
ΑΛΛΑ
Κι εσένα πρέπει αφέντη μου,
αλέτρι καρυδένιο,
να χει την έχερη χρυσή
τη γούλα κυπαρίσσι,
και τα παρούτια μάλαμα
και το ποδάρι ασήμι,
το ζεύτη σου μεταξωτό,
τσι ζεύβλες μπακιρένιες,
να  χεις και το σποροντρουβά, γαϊτανοπλουμισμένο.
Να καλουργάς τη Μεσσαρά,
να σπέρνεις το Μισσίρι
κι απού τα δώδεκα χωργιά
να φέρνει θεριστάδες.

Έχεις και κόρην όμορφη
στην ώρα τζη λογάται,
του δούκα ο γιος τη ρέχτηκε,
τ’αρχόντου ο γιος τη θέλει
και πέμπει μήλο προξενιά,
μπέμπει τση δαχτυλίδι,
πέμπει τση πόλης τα κλειδιά
να του τη λογοστέσει.

Έχεις και γιο πρωτόσκολο
και πρώτο στο δοξάρι
κι εζήλεψέντου ο βασιλιάς
γαμπρό να τόνε κάμει.
Δίδει του προύκα τα Χανιά,
τη Στεία πανωπρούκι,
το Κάστρο και το Ρέθυμνο
δίδει του γι�αρρεβώνα.

Εσένα πρέπει αφέντισσα,
βασιλικό αργαστήρι,
που να χε χτένι μάλαμα
να φαίνεις το μετάξι,
που να χει πέταλο χρυσό
να φαίνεις τα βελούδα
και τη σαΐτα φίντισι
να φαίνεις το περκάλι.
Είπαμε δα για την κερά
ας πούμε για τη βάγια,
– ΄Αψε βαϊτσα το κερί,
άψε και το λυχνάρι
και κάτσε και ντουσούντιζε
ίντα θα μας εφέρει,

για πακι για λουκάνικο
κι απ’ αγριμιού κομμάτι
κι από τη μαύρη όρνιθα
κανένα αυγουλάκι
κι αν το’ κανε κι η γαλανή
ας είναι ζευγαράκι.
Για απάκι, για λουκάνικο,
για χοιρινό κομμάτι
κι από τον πύρο του βουτσιού
να πιούμε μια γεμάτη.

κι από το πιθαράκι σου
λάδι ένα κουρουπάκι
κι αν είναι κι ακροπλιάτερο
Βαστούμε  και τ’ ασκάκι.
Κάλαντα Πρωτοχρονιάς Κρήτης
Ταχιά ταχιά ν᾿ ἀρχιχρονιὰ κι ἀρχὴ τοῦ Γεναρίου,
αὔριο ξημερώνεται τ᾿ ἁγίου Βασιλείου.
Πρῶτα ποὺ βγῆκεν ὁ Χριστός,
-ἅγιος καὶ πνευματικός-
στὴ γῆ νὰ περπατήσει,
ἐβγῆκε καὶ χαιρέτησε ὅλους τοὺς ζευγολάτες.
Τὸν πρῶτο ποὺ χαιρέτησε ἦτον Ἅγιο Βασίλης
-Καλῶς τὰ κάνεις Βασιλειό, καλὸν ζευγάριν ἔχεις.
-Καλὸ τὸ λὲς ἀφέντη μου καλὸ καὶ εὐλογημένο,
ποὺ τὸ ῾βλογᾶ ἡ χάρη σου μὲ τὸ δεξιό σου χέρι,
μὲ τὸ δεξιὸ μὲ τὸ ζερβὸ μὲ τὸ μαλαματένιο.
-Γιὰ πές μου Ἅη Βασίλη μου πόσα μουζούρια σπέρνεις;
-Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δέκα πέντε
ταὴ καὶ ρόβι δεκαοχτὼ κι ἀπὸ νωρὶς στὸ στάβλο.
Ἐθέρισα κι ἁλώνεψα κι ἔκαμα χίλια μόδια
και τὰ κορκοσκινίσματα χίλια καὶ πεντακόσια.
Ματ᾿ ἄλλα δὲν ἐμέτρησα γιατί Χριστὸς ἐπέρνα.
Καὶ κειὰ ποὺ στάθην᾿ ὁ Χριστὸς χρυσὸν δεντρὶν ἐβγῆκεν,
καὶ κειὰ ποὺ μεταπάτησε χρυσὸ κυπαρισσάκι
ποὖχε στὴν μέση τὸν σταυρὸ καὶ στὴν κορφὴ τὴν βρύση.
Στὰ μεσοκλωναράκια του πέρδικα κακαρίζει.
-Κακάριζε κακάριζε πέρδικα κορωνάτη,
μὰ ἐπὰ τὸν ἔχουν τὸν ὑγιό, τὸ μοσχοκανακάρη…
ΑΛΛΑ
Ταχιά ταχιά  ναι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
απού εβγήκεν ο Χριστός στη γη κι επεριπάτει.
Κι εκεί που περιπάτησε χρυσό δεντρό εβγήκε,
χρυσό δεντρό, χρυσό βαγί, χρυσό κυπαρισσάκι.
Χρυσά ναι τα κλωνάρια του κι ολάργυρη η κορφή του
και κάτω στη ποδίτσα του, γράμματά  ναι γραμμένα.
Δάσκαλοι αναγνώθουν τα, διάκοι καλαναρχούν τα
και τα μικρά διακόπουλα στέκουν και συντηρούν τα.
Επά  ρθαμε να παίξουμε στ αφέντη μας τσι πόρτες,
απού  χει αυλές μαρμαρωτές και πόρτες ρουκουνάτες
Και παραθυροκάμαρες που στάζουν το λογάρι
και στον αθό του λογαριού κοιμάται ο νιος κι αφέντης.
’νοιξε αφέντη μου, άνοιξε και κυνηγάρης σου  ρθα,
να φας απ άκρια του λαγού κι απ αγριμιού τη μέση
κι από την πετροπέρδικα την αηδονολαλούσα
που την επαίρναν τα πουλιά σκοπό και κελαηδούσαν.
Επόπαμε τ αφέντη μας να πούμε τση κεράς μας.
Μακρύ καλάμι και λιανό χάμε στη γη στρωμένο,
άνοιξε χαϊδεμένο μου και στέκα κι ανημένω.
Κερά μαρμαροτράχηλη κι αργυροπηγουνάτη
και κρουσταλίδα του γιαλού και πάχνη από τα χιόνια.
Κερά μου ετά που κάθεσαι, τα πάπλια που κοιμάσαι,
το φουστανάκι που φορείς είναι σφαλτά ραμμένο
και πέψε μου το στο σκολειό να σου το καλοράψω.
Επόπαμε και τση κεράς να πούμε και του γιου σας.
Έχετε γιο στα γράμματα που πιάνει το κοντύλι
που να τα αξιώσει ο Θεός να βάλει πετραχήλι.
Επόπαμε και του υγιού, να πούμε και τση κόρης.
Έχετε κόρη όμορφη, δάσκαλος τη γυρεύει,
Δάσκαλος και γραμματικός πολλά προυκιά γυρεύγει.
Κι αν έχετε μικρό παιδί στη σέλα καβαλάρη,
να σειεί το μανικάκι του να πέφτει το λογάρι,
να το μαζώνει η μάνα του να  χει χαρά μεγάλη.
Επόπαμε τση κόρης σας, ας πούμε και τση βάγιας.
’ψε βαγίτσα το κερί και πιάσε το διπλέρι
και κάτσε και ντουχιούντησε ίντα θα μας (ε)φέρεις.
Για απάκι για λουκάνικογια από πλευράς κομμάτι
για από τον πείρο του βουτσού να πιούμε μια γεμάτη.
Ποπάνω Θιος στη πόρτα σας γράφει την αλφαβήτα,
τώρα μισεύγουμε κι εμείς κι έχετε καληνύχτα.

ΚΑΛΑΝΤΑ  ΤΟΥ   ΖΕΥΓΑ
Τα κάλαντα του βοσκού
Αρχιμενιά κι αρχιχρονιά και πρώτη του Γενάρη,
Πρώτη που βγήκεν ο Χριστός κι οι δώδεκα Αποστόλοι
Κι  ’η Βασίλης ορταγιά με το ραβδί στη χέρα
Κι επιάσαν τα κελερικά, τα χειμαδιά, τσι ρίζες,
Κι όπου μιτάτο στέκεται, όπου κελάρι μπαίνει.
_ Γεια και χαρά σας τσοι βλογά και την ευκή  ντου δίδει,
καλό μαξούλι να χετε και διάφορο περίσσο.
Στα στράταν  όπου γύριζε μπαίνει και στο δικό σας,
Βρίσκει τσι πόρτες ανοιχτές, τσι τάβλες σας στρωμένες,
Βρίσκει και τον αφέντη μας, τον πρωτοκουραδάρη,
Με δεκοχτώ γραμματικούς και δώδεκα ανεγνώστες,
Να του μετρούν τα έχη ντου, να γράφουν τα καλά ντου.
Άη Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και δε μπαίνει,
Πριχού να πει τα αρχόντισσας τση Πόλης τα πρεπίδια,
τση κόρης τα παινέματα, τση Βενετιάς τα ξόμπλια.
Βγάνει χαρτί διαβάζει το, βγάνει τα αλφαβητάρι
Κι ότι δε γράφει το χαρτί, ποσώνει το ξεστήθου.
Κάθε παινάδι που κανε , βλαστάρι ξεφυτρώνει,
Κάθε πρεπίδι που  ΄λεγε , πουλάκι κατασταίνει
Κι εκελαηδούσαν τση κεράς κι έλεγαν τζης τροπάρι.
Κερά φεγγαροπρόσωπη και δροσοκαυκαλάτη,
Του Κόφινα κελάρισσα, του Ρούβα αφεντικίνα,
Ό,τι να πιάσεις μάλαμα να γίνεται κι ασήμι.
Κι ένα πολυλάκι πέταξε και στάθηκε στον ώμο
Τση κόρης που  ναι δίπλα σου, τση κόρης απού στέκει
Σαν τη κολώνα τη χυτή, σαν τα εκκλησάς το τέμπλο.
Τ αρχόντου ο γιος τση πάντηξε που βγήκε για κυνήγι,
Κι εδά δε κάνει δίχως τσης και σας τηνε γυρεύγει.
Επά που καλαντίσαμε νάναι ο Χριστός μαζί σας,
Άη Βασίλης βοηθός κι οι δώδεκα Αποστόλοι
Να οδύρονται στη γέννα ντος, να  ρχονται στσι κουρές ντος,
Να ξεμιστεύγουν στσι χιονιές, να βοηθούν στη μάντρα.
Καλή νομή να κάμετε κι αρίφνητα κουράδια,
Να  ΄ναι κεφαλοπύρωτα να μην τα πιάνει οδύνη
Με τα λεράκια ντος χρυσά, τση μανακές μπρισίμι,
Να μην τα βάνουν οι κορφές του γερο-Ψηλορείτη,
Να τοσε πέφτει στενασά τση Μεσαράς ο κάμπος.
Κι ωσάν το Γεροπόταμο το γάλα ντος να τρέχει,
Ωσάν τη λίμνη του Κουρνά να ναι το χάλκωμα ντως
Και σα τη Ζώμινθο ψηλά τα τυρομύζηθρα σας.
Να δίδετε ότινος περνά κι ότινος παρατύχει,
Πάσα μου στσι καλάντιστές απού καλαναρχούνε
Και λεν τα λόγια του Θεού κι αγιάζουν το μιτάτο,
μυζήθρα (γ)ή κι αθότυρο , κατσόχειροοκαδιάρη,
κι α δεν τα βρίσκετ έντρομα και τα  ΄χετε στσι τρύπες
ας είναι και ψιμόριφο (γ)ή και κακοτραγάκι,
πούρι πολλά κοπιάσανε στη μάντρα σας να βγούνε

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

Άγιος Ιωάννης- Ζωφόροι

Τα Χριστούγεννα ή οι «Γιορτές» στην Ελλάδα δεν είναι πια αυτό που ήταν πριν 40 χρόνια. Με τα χρόνια παρατηρείται η ανάπτυξη μιας παγκόσμιας κουλτούρας και τα δυτικοευρωπαϊκά έθιμα διαδίδονται όλο και περισσότερο κι αλλοιώνουν ή εξαφανίζουν τις τοπικές παραδόσεις περιοχών και χωρών.

Σήμερα τα Χριστούγεννα φαίνονται πιο εντυπωσιακά, πιο γυαλιστερά, πιο glamorous . Οι βιτρίνες των καταστημάτων στολίζονται σχεδόν ένα μήνα πριν, στις πόλεις φωτίζονται οι δρόμοι κι οι πλατείες, πολλοί ταξιδεύουν αυτές τις μέρες είτε στο εξωτερικό είτε σε μέρη στην Ελλάδα που προσφέρουν χειμερινές διακοπές.

Οι Έλληνες θα διασκεδάσουν σε κλαμπ, στα μπουζούκια (στην Κρήτη έχουν σχεδόν εξαφανιστεί) ή θα παρακολουθήσουν κάποιο εντυπωσιακά σώου στην τηλεόραση.

Τη μέρα των Χριστουγέννων μαζεύονται όλα τα μέλη της οικογένειας στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

Η μέρα των Χριστουγέννων είναι η μέρα που γιορτάζει ο Μανόλης ή Εμμανουήλ ή Μάνος κι η Εμμανουέλα. Οι φίλοι τους κι οι συγγενείς τους θα τους επισκεφτούν για να τους ευχηθούν «Χρόνια Πολλά».

Παλιότερα τα Χριστούγεννα ήταν πιο απλά, πιο ζεστά, πιο κοντά ίσως στο πραγματικό πνεύμα των Χριστουγέννων. Πολλές από τις παραδόσεις αιώνων εξακολουθούν να υπάρχουν αναλλοίωτες κι έτσι τα Χριστούγεννα στην Ελλάδα διατηρούν την ιδιομορφία τους και αρκετά από τα έθιμα τους.

Ήθη και έθιμα που οι ρίζες τους φθάνουν μέχρι την αρχαία εποχή αναβιώνουν κάθε Χριστούγεννα στην Κρήτη.Από αυτά τα έθιμα ξεχωρίζουν: το σφάξιμο του χοίρου, το χριστόψωμο, τα γλυκίσματα, το ποδαρικό, η μπουγάτσα και τα κάλαντα που λένε τα παιδιά γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι κρατώντας μια κρητική λύρα στο χέρι.


Ο χοίρος των Χριστουγέννων
Στους Ζωφόρους όπως και σε ολόκληρη την Κρήτη από παλιότερα ήταν έθιμο να μεγαλώνει κάθε οικογένεια στο χωριό ένα γουρούνι, το «χοίρο», όπως το έλεγαν. Ο χοίρος σφάζονταν την παραμονή των Χριστουγέννων κι ήταν το κύριο Χριστουγεννιάτικο έδεσμα.
Την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων,  μαζεύονταν σε παρέες συγγενικές και φιλικές οι χωριανοι μου, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και ομαδικά  έκοβαν το κρέας του χοίρου με το οποίο έφτιαχναν:
  • λουκάνικα
  • απάκια: καπνιστό κρέας
  • πηχτή (τσιλαδιά): αφαιρείται κάθε ίχνος κρέατος από το κεφάλι του γουρουνιού και όλα μαζί βράζονται. Ο ζωμός με ειδική προετοιμασία μετατρέπεται σε πηχτό ζελέ που μέσα του βρίσκονται τα κομμάτια του κρέατος.
  • σύγλινα, δηλαδή το κρέας του γουρουνιού κομμένο σε μικρά κομμάτια, που το έψηναν και το έβαζαν σε μεγάλα δοχεία και το κάλυπταν με το λιωμένο λίπος του ζώου. Το λίπος έπηζε μόλις έχανε τη θερμότητα του και το κρέας μπορούσε να διατηρηθεί έτσι για αρκετούς μήνες.
  • ομαθιές, τα έντερα του χοίρου γεμισμένα με ρύζι, σταφίδες και κομματάκια συκώτι.
  • τσιγαρίδες, κομμάτια μαγειρεμένου λίπους με μπαχαρικά που το έτρωγαν με ζυμωτό ψωμί για κολατσιό στην εξοχή, όταν μάζευαν τις ελιές.
Αυτή η διαδικασία ήταν πολύ διασκεδαστική οι παρέες έρχονταν σε κέφι. Έψηναν  και έτρωγαν συνήθως το συκώτι του χοίρου μα και σουβλάκια και μπριζόλες, έπιναν άφθονο κρασί από σπίτι σε σπίτι. Το βράδυ ήταν όλοι  σε μεγάλα κέφια.

Ο χοίρος των Χριστουγέννων ήταν η βασική πηγή κρέατος για αρκετές εβδομάδες. Φυσικά αναφερόμαστε σε μια δίαιτα εξαιρετικά φτωχή σε κρέας, την περίφημη διατροφή της Κρήτης (Μεσογειακή Διατροφή), που χάριζε στους Κρητικούς των παλιότερων δεκαετιών υγεία και μακροζωία.

Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο από το χοίρο των Χριστουγέννων, για κάθε κομμάτι του ζώου υπήρχε κάποια χρήση. Ακόμα κι αυτή η ουροδόχος κύστη, η «φούσκα» όπως λέγεται, πλυνόταν και καθαριζόταν και μετά φουσκωνόταν και γινόταν μπάλα, πολύτιμο δώρο για τα παιδιά της εποχής εκείνης. Πολλές φορές μαλώσαμε τα ξαδέρφια και ήταν η αιτία ποιός θα πάρει τη φούσκα του χοίρου.
Η νηστεία των Χριστουγέννων

Το θρησκευτικό συναίσθημα κι η πρακτική ήταν σαφώς πιο έντονα και σχεδόν 40 μέρες νωρίτερα ξεκινούσε η Νηστεία Των Χριστουγέννων. Οι πιστοί δεν κατανάλωναν καθόλου ζωικά προϊόντα: κρέας, γαλακτοκομικά, αυγά. Βέβαια η νηστεία του 40ήμερου τηρείται ακόμα και σήμερα, ενώ οι εκκλησίες και οι ναοί κατακλύζονται από πιστούς. Την παραμονή των Χριστουγέννων οι άνθρωποι άναβαν το καντήλι, έκαναν την προσευχή τους και 40 μετάνοιες και ζητούσαν τις χάρες που ήθελε ο κάθε ένας από το Χριστό που θα γεννιόταν σε λίγες ώρες.


Το Χριστόψωμο

Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία. Χρησιμοποιούν, ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα. Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες από τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια, φύλλα, καρπούς, πουλάκια. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, δίνοντας πολλές ευχές. Στην παλιά Κρήτη πρόσεχαν ιδιαίτερα τα ζώα τους (Γεωργική και κτηνοτροφική χώρα) τα οποία είχαν μερίδα και στο Χριστόψωμο. Έτριβαν ένα χριστόψωμο, το ανακάτευαν με τα πίτουρα και το έδιναν στα ζώα να το φάνε, για να βλογηθούν κι αυτά. Έπαιρναν κι ένα ρίφι ή πρόβατο στο σπίτι τους γιατί θεωρούσαν πως είναι ευλογημένα μια και ήταν τα ζώα που ζέσταιναν με την ανάσα τους τη φάτνη. Υπάρχουν πολλές δοξασίες, που άλλες επικρατούν μέχρι σήμερα κι άλλες έχουν χαθεί.

Ο βασιλικός
Οι Kρητικοί πίστευαν πως ακριβώς τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων άνθιζε ο βασιλικός (μονοετές φυτό που ανθίζει το καλοκαίρι, με έντονη μυρωδιά) κι ας ήταν κατάξερος και γέμιζε ο τόπος από ευωδιά… Άλλοι πίστευαν πως το ξημέρωμα των Χριστουγέννων ημέρευε η θάλασσα γιατί εκείνη την ώρα μετάνιωνε ο βοσκός που δεν έδωσε το πρόβατό του για τη φάτνη και τον οποίο καταράστηκε ο Ιωσήφ…. Άλλοι πάλι πίστευαν πως άνοιγαν οι ουρανοί και πως αν έμενες ξύπνιος, θα έβλεπες διάφορα θαυμαστά πράγματα. Επίσης αν έκανες μια ευχή εκείνη την ώρα θα έπιανε. Πολλά πίστευαν, φτάνει να είχες αγαθή και αγνή ψυχή για να τα ζήσεις.

Αναπαράσταση της φάτνης
Στην σπηλιά του Αϊ Γιάννη στην Μαραθοκεφάλα Κισάμου στα Χανιά την παραμονή των Χριστουγέννων τελείται Αρχιερατική θεία λειτουργία. Η αναπαράσταση της φάτνης όπου γεννήθηκε ο Χριστός με πρόβατα, βοσκούς φωτιές σήμαντρα και το αστέρι να λάμπει στην κορυφή της σπηλιάς δίνουν ιδιαίτερο χρώμα. Παλιότερα, από την παραμονή των Χριστουγέννων οι γεωργοί, οι βοσκοί και οι ναυτικοί έλεγαν «πώς παλεύουν οι καιροί και οι αέρηδες ποιος θα γεννηθεί και ποιος θα βαπτισθεί». Οποίος γεννηθεί, όποιος δηλαδή υπερισχύσει και βγει νικητής την ημέρα των Χριστουγέννων, αυτός θα υπερισχύσει μέχρι και τα Φώτα, αλλα και ολόκληρο τον καινούργιο χρόνο.

Γλυκίσματα
Τα παραδοσιακά γλυκά των γιορτών είναι τα μελομακάρονα οι κουραμπιέδες, τα σαρίκια, οι λουκουμάδες, οι γλυκοκουλούρες, η Βασιλόπιτα. Τα μελομακάρονα βουτιούνται σε μέλι και πασπαλίζονται με κοπανισμένο καρύδι, σησάμι και κανέλα. Οι κουραμπιέδες έχουν αγνό βούτυρο, ρακί, αμύγδαλα, ζάχαρη άχνη. Η ζάχαρη συμβολίζει τα χιονισμένα βουνά της εποχής. Τα σαρίκια είναι από φύλλο ζύμης, τηγανίζονται σε καυτό λάδι και πασπαλίζονται με κανέλα και σησάμι. Τα ξεροτήγανα είναι περίπου ίδια με τα σαρίκια αλλά τυλίγονται στα δάκτυλα.

Η μπουγάτσα
Στο Ηράκλειο υπάρχει και το έθιμο της μπουγάτσας, όπου οι κάτοικοι καταναλώνουν ανήμερα της Πρωτοχρονιάς μεγάλες ποσότητες μπουγάτσας θέλοντας να είναι γλυκιά η πρώτη τους γεύση. Μάλιστα σε όλους τους δρόμους του Ηρακλείου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στήνονται υπαίθριοι πάγκοι για την διανομή μπουγάτσας.

Το ακοίμητο τζάκι
Πιο παλιά το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων έκοβαν κλαδιά και βλαστούς οι νοικοκυρές και οι κόρες και τα πήγαιναν στο σπίτι. Τα έβαζαν σε ποτήρι με νερό και προσμονούσαν να ανθίσουν. Το «ακοίμητο» τζάκι με τα μεγάλα κούτσουρα εξακουθεί και τις ημέρες μας να δίνει τον τόνο μιας γιορτής οικογενειακής που όλοι αναζητούν ελπίζοντας σε ένα καλύτερο νέο έτος. Οι παλαιότεροι έλεγαν πώς μέσα από την αθρακιά -την στάχτη- μπορούσαν να μαντέψουν τα μελλούμενα.

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο

Στην Κρήτη, όπως και στα υπόλοιπα μέρη της Ελλάδας το Χριστουγεννιάτικο δέντρο έχει ξεχωριστή θέση σε κάθε σπίτι. Αυτό το έθιμο δεν υπήρχε στο παρελθόν στην Κρήτη, αλλά ήρθε με το κύμα της παγκοσμιοποίησης από τη δύση.

Τα κάλαντα  τωνΧριστουγέννων


Κάλαντα στους ζωφόρους

Καλήν εσπέραν (ή καλή ημέραν) άρχοντες
αν είναι ορισμός σας
Χριστού τη Θεία γέννηση
να πω στ’ αρχοντικό σας .
Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεεμ τη πόλει
οι ουρανοί αγάλλονται
χαίρε.. χαιρεται η  φύσης όλη .
Εν τω σπηλαίω τίκτεται
εν φάτνη των αλόγων
ο βασιλεύς των ουρανών
και ποιητής των όλων .
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι

το “Δόξα εν υψίστης”
και τούτο άξιον εστί,

η των ποιμένων πίστης.
Εκ της Περσίας έρχονται
τρεις μάγοι με τα δώρα
άστρο λαμπρό τους οδηγει
χωρίς να λείψει ώρα .
Φτάνοντας στην Ιερουσαλήμ
με πόθο ερωτούσι
πού εγεννήθη ο Χριστός
να πάν να τον ευρώσι .
Δια Χριστόν ως ήκουσε
ο βασιλεύς Ηρώδης
αμέσως εταράχτηκε
κι έγινε θηριώδης .
Διατί πολλά φοβήθηκε
δια τη βασιλεία
μην του τη πάρει ο Χριστόςκαι χάσει την αξία.

Κράζει τους μάγους και ρωτά
που ο Χριστός γεννάται
Εν Βηθλεέμ ηξέρομε
ο συγγραφεύς διηγάται
Τον είπε να υπάγουσι και όπου τον εβρούσιν
Αφού τον προσκυνήσουσιν να παν να του το πούσιν
Όπως υπάγει και αυτός για να τον προσκυνήσει
Με δόλο ως μισόθεος για να τον αφανήσει

ΤΑ ΠΑΛΙΑ  ΚΑΛΑΝΤΑ  ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Χριστός γεννάται σήμερονεν
Βηθλεέμ την πόλη
οι ουρανοί αγάλονται
χαίρει η φύσης όλη.
Εντός σπηλαίων τίκτεται
Εν φάτνη των αλόγων
ο βασιλεύς των ουρανών
και ποιητής των όλων.
Κερά καμαροτράχηλη και
φεγγαρομαγούλα
και κρουσταλίδα του γιαλού
και πάχνη από τα δέντρα
Aπου τον έχεις τον υιό
το μοσχοκανακάρη
λούζεις τον και χτενίζεις τον
και στο σχολείο τον πέμπεις.
Κι ο δάσκαλος τον έδειρε
με ένα χρυσό βεργάλι
και η κυρά δασκάλισσα
με το μαργαριτάρι.
Κι αν είναι με το θέλημα
χρυσή μου περιστέρα
ανοίξετε την πόρτα σας
να πούμε KAΛΗΣΠΕΡΑ.

..

………

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση