Αρχική » 2010 » Οκτώβριος

Αρχείο μηνός Οκτώβριος 2010

Οκτώβριος 2010
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
25262728293031

ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ

Ο Μάνος Κατράκης

Οσοι τον γνώρισαν μιλούν για την παλικαριά του Μάνου Κατράκη να αγαπά και να μοχθεί για τη ζωή, τον αγώνα, την τέχνη. Δυνατός, εργατικός, σεμνός, αταλάντευτος, επέλεξε το δύσκολο δρόμο και στη ζωή και στην τέχνη. Οι προσωπικές του αγωνίες ήταν οι αγωνίες του λαού και η ανησυχία του ήταν η ανησυχία του παθιασμένου εργάτη της τέχνης.

Ο Μάνος Κατράκης, υπόδειγμα γενναίου αγωνιστή, ασυμβίβαστου και συνειδητού  και μοναδικά υπέροχου καλλιτέχνη, δίδαξε και «ποίησε» ήθος πάνω στη θεατρική, αλλά και στην καθημερινή «σκηνή» του αγώνα, στο Μακρονήσι, τον Αϊ – Στράτη, την Ικαρία.

Ο Μάνος Κατράκης, από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση στο θέατρο το 1928, φανέρωσε το υποκριτικό του ταλέντο και ανέβηκε γρήγορα την κλίμακα της θεατρικής ιεραρχίας, για να καταλάβει δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στους κορυφαίους ηθοποιούς μας. Περισσότερα από 50 χρόνια συνεχούς προσφοράς στο θέατρο, με στόχους υψηλούς, με ερμηνείες συγκλονιστικές, με βραβεία και κριτικούς επαίνους. Με το μεγαλόπρεπο ανάστημά του και τη βαθιά κρυστάλλινη φωνή του απέδειξε τις υποκριτικές του ικανότητες κυρίως σε ρόλους τραγικούς, όπως στον «Προμηθέα Δεσμώτη» που παρουσίασε τελευταία φορά το 1976. Το θέατρο είναι φτωχότερο χωρίς αυτόν και μεγάλη η απουσία στο δρόμο του αγώνα. Μας λείπει σήμερα η συμμετοχή του, σ’ αυτό τον αγώνα που δεν έχει τέλος.

Ο Μάνος Κατράκης γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1909 στο Καστέλι Κισσάμου των Χανίων Κρήτης. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης.

Το 1919 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ο Μάνος, που από μικρός είχε δείξει το υποκριτικό ταλέντο του, εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή. Έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία μόλις 18 ετών, με το θίασο «Οι νέοι» στο έργο «Για την αγάπη της». Το μπρίο και η δυναμικότητά του ενθουσίασαν τον σκηνοθέτη Κώστα Λελούδα κι έτσι ένα χρόνο αργότερα, το 1928, έπαιξε στην πρώτη βουβή ταινία «Το λάβαρο του ’21».

Την ίδια περίοδο εντάχθηκε στο «Θίασο της Ελευθέρας Σκηνής» της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Σπύρου Μελά και του Μήτσου Μηράτ, παίζοντας σε έργα όπως «Η λύρα του γερο-Νικόλα», «Οι άθλιοι» και «Στέλλα Βιολάντη». Το 1930 συνεργάστηκε με το «Λαϊκό Θέατρο» του Β. Ρώτα και το 1932 προσλήφθηκε στο νεοϊδρυόμενο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμήνευσε μεταξύ άλλων τον Κορυφαίο στον «Αγαμέμνονα» και τον Κρητικό στη «Βαβυλωνία».

Το 1934 συνεργάστηκε με τον Β. Αργυρόπουλο και το 1935 ξανά με τη Μ. Κοτοπούλη, για να επιστρέψει, την ίδια χρονιά στο Εθνικό Θέατρο. Το 1943 ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και από τη θέση αυτή συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης όπου και έπαιξε μέχρι το 1946, οπότε επέστρεψε στο Εθνικό. Εκδιώχθηκε, όμως, ένα χρόνο αργότερα, λόγω των αριστερών πεποιθήσεών του. Αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», εξορίστηκε στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη.

Επέστρεψε στην Αθήνα το 1952, διοργανώνοντας «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Ξανανέβηκε στη σκηνή με το θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, λίγο αργότερα με τον θίασο του Αδαμάντιου Λεμού και αμέσως μετά με τον «Θυμελικό Θίασο» του Λίνου Καρζή («Προμηθεύς Δεσμώτης»). Στη συνέχεια και μέχρι το 1955 εμφανίστηκε με την Κυβέλη και αμέσως μετά συγκρότησε δικό του θίασο με την Ασπασία Παπαθανασίου («Ευγενία Γκραντέ», Βαθιές είναι οι ρίζες Το κορίτσι με το κορδελάκι, κ.ά).

Το 1955 ίδρυσε το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» και εγκαταστάθηκε στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, τον οποίο εγκαινίασε με τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας». Σ’ αυτό το θέατρο, με μεγάλη συμμετοχή κοινού και καλλιτεχνική επιτυχία, συνέχισε ως το 1967, υποστηρίζοντας συστηματικά το ελληνικό έργο («Ο μονοσάνδαλος», «Το κορίτσι με το κορδελάκι», «Η Αντιγόνη της Κατοχής», «Ο Πατούχας» και διασκευές από έργα του Καζαντζάκη όπως «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Ο Καπετάν Μιχάλης»). Σποραδικά ανέβασε και κλασικό ρεπερτόριο («Ιούλιος Καίσαρ», «Φουέντε Οβεχούνα»). Τους χειμώνες, το ΕΛΘ φιλοξενείτο σε διάφορα θέατρα ή περιόδευε στην επαρχία, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη.

Καθώς το 1968 του έγινε έξωση από το Πεδίο του Άρεως, ο Κατράκης συνέχισε την πρωταγωνιστική του πορεία, πότε με το θίασό του, πότε με άλλους πρωταγωνιστές. Το 1972 επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο και πρωταγωνίστησε στον «Οθέλλο» και τον «Δον Κιχώτη», και στην Επίδαυρο στον «Οιδίποδα τύραννο» (1973) και στον «Προμηθέα Δεσμώτη» (1974).

Αργότερα, συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, το ΚΘΒΕ, για να επανιδρύσει το 1977 το ΕΛΘ, ανεβάζοντας έργα Αρμπούζοφ (Φθινοπωρινή ιστορία με την Έλλη Λαμπέτη), Γκόρκι (Οι Τελευταίοι), Μπρεχτ (Συντροφιά με τον Μπρεχτ, με τη Μελίνα Μερκούρη), Λέοναρντ (Ντα), Μασάρι (Ταμπού) και τη «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη» του Ν. Βρεττάκου. Η τελευταία του εμφάνιση έγινε το 1984 στο Ηρώδειο, με το μουσικό έργο του Θόδωρου Αντωνίου «Προμήθεια».

Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες (Δ. Ροντήρη, Π. Κατσέλη, Τ. Μουζενίδη, Μ. Βολανάκη, Σπ. Ευαγγελάτο, Μ. Θεοδωράκη, Σπ. Βασιλείου, Α. Κατσέλη, Τ. Καρούσο, Ελ. Χατζηαργύρη, Αν. Βαλάκου) και συμμετείχε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, όπου με την ανεπανάληπτη φωνή του δικαίωνε το νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας παρέμειναν κλασικές.

Ο Κατράκης έπαιξε και σε πολλές ταινίες στον κινηματογράφο. Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες του στο «Μαρίνο Κοντάρα» του Γιώργου Τζαβέλα (1948), στη «Συνοικία το όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη (1961) στην «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη (1962), στο «Ένας Ντελικανής» του Μανόλη Σκουλούδη (1963). Βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο, για την ερμηνεία του στον ρόλο του Κρέοντα στην «Αντιγόνη» του Γ. Τζαβέλλα, και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη συμμετοχή του στο «Συνοικία το όνειρο».

Λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας «Ταξίδι στα Κύθηρα», με σκηνοθέτη το Θόδωρο Αγγελόπουλο, άφησε την τελευταία του πνοή, στις2 Σεπτεμβρίου του 1984, χτυπημένος από καρκίνο των πνευμόνων.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ – ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ ΣΤΙΧΩΝ: ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ –

ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ-ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

Γιάννης Δασκαλογιάννης

Ο Ιωάννης Βλάχος γεννήθηκε στην Ανώπολη Σφακίων, ένα ορεινό χωριό σε ύψος 600μ., περί τα δύο χιλιόμετρα από τη θάλασσα, στη θέση της αρχαίας ομώνυμης πόλης, φέουδο των Σκορδιλών κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Η ακριβής ημερομηνία γεννήσεώς του δεν είναι εξακριβωμένη. Πιθανολογείται όμως ότι γεννήθηκε ή το 1722 ή το 1730 (θεωρείται πιθανότερο).
Το «Βλάχος» δεν είναι βέβαιο αν ήταν όντως αληθινό επίθετο ή προσωνύμιο (προσωνύμια είχαν τότε σχεδόν όλοι οι Σφακιανοί). Έμεινε περισσότερο γνωστός στην ιστορία με το προσωνύμιο «Δασκαλογιάννης» (και πολύ λιγότερο σαν «Δασκαλάκης»), λόγω του ότι επειδή ήταν πολύ μορφωμένος, τον αποκαλούσαν «δάσκαλο» (Ο Δάσκαλος, ο Γιάννης). Ο όρος «Δασκαλογιάννης», θεωρείται αυθαίρετος, παρ’ ότι έχει επικρατήσει στις μέρες μας. Ο Ιωάννης Βλάχος έγινε αποδεκτός ως «Ο Δάσκαλος ο Γιάννης» κι έτσι αποκαλούνταν τότε.
Με το όνομα επίσης τούτο αναφέρεται και σε τουρκικό έγγραφο του 1750: «Bente Daskalo Vani Vazici Kasteli Mezbur=Ο δούλος Δάσκαλος Γιάννης, γραμματικός του Καστελίου».

Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι ο Δασκαλογιάννης «έσερνε» από τη ναυτική γενιά των Ανδρουλακάκηδων, του Λουτρού. Προφανώς έχουν επηρεασθεί από το γεγονός ότι οι Τούρκοι αποκαλούσαν τον Δασκαλογιάννη «Ιωάννη υιόν Ανδρέου» κατά την πρακτική της εποχής. Μια πρακτική που περιέργως έχει αρχαιοελληνική ρίζα. Πράγματι υπάρχει τουρκικό έγγραφο που τον αποκαλεί «Ιωάννη υιόν Ανδρέου». Και πράγματι ο πατέρας του ονομάζετο Ανδρέας, όπως και ο πρώτος του υιός, κατά το συνήθειο που επικρατεί πάντα.
Το αρχοντικό του Δασκαλογιάννη διακρίνεται ακόμη ερειπωμένο στην Ανώπολη, πάνω από το Λουτρό. Και ο θρύλος του ζει στα βουνά και στα φαράγγια και στις άγριες ακρογιαλιές του Λιβυκού.

Ο Δασκαλογιάννης υπήρξε ένας από τους πλέον εγγράμματους, μορφωμένους και πολυταξιδεμένους Σφακιανούς. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος καραβοκύρης που τον μόρφωσε στο εξωτερικό, πιθανότατα στην Ιταλία όπου σπούδαζαν τότε κι άλλοι Κρητικοί, αφού μιλούσε την ιταλική γλώσσα.

Στην εμφάνιση ήταν άντρας μετρίου αναστήματος, ανδροπρεπής και εύχαρις σαν χαρακτήρας. Είχε φυσική ευφράδεια και έπειθε εύκολα αφού είχε το σπάνιο χάρισμα της ρητορικής ηγεσίας.

Η οικογένειά του αποτελούνταν από τέσσερα αδέρφια, το Νικόλαο ή Χατζή Σγουρομάλλη, τον Παύλο, το Μανούσο και τον Γεώργιο. Η γυναίκα του λεγόταν Σγουρομαλλίνη ή Ξανθομαλλίνη, με καταγωγή από το Ρέθυμνο και μαζί της είχε αποκτήσει τέσσερις κόρες και δύο γιους. Τη Μαρία, την Ανθούσα, την Ελευθερούσα, το όνομα της τέταρτης δεν αναφέρεται πουθενά, τον Ανδρέα και το Νικολάκη.

Στην κατοχή του ο Δασκαλογιάννης είχε τέσσερα τρικάταρτα καράβια κι ο ίδιος ταξίδευε με αυτά στα λιμάνια της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Είχε, μαζί με τ’ αδέρφια του, ναυτικά «πρακτορεία» στα κυριότερα λιμάνια και σε πολλά ελεύθερα ελληνικά νησιά, όπως στα Κύθηρα.

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι συμπατριώτες του, οι Σφακιανοί, σε αντίθεση με τους άλλους Κρητικούς που απεχθάνονταν τότε τη θάλασσα, είχαν δεκάδες καράβια στη Μεσόγειο, με βάση τον όρμο Λουτρό στο Λιβυκό, δυτικά της Χώρας Σφακίων, στα ίχνη του αρχαίου «διλίμενου» Φοίνικα. Αλλά ήταν ο μόνος Σφακιανός της εποχής που τολμούσε να κυκλοφορήσει στην επαρχία με ευρωπαϊκά ρούχα, χωρίς να τον αποκαλούν «ψαλιδόκωλο»!

Με τις συναλλαγές αυτές (στις οποίες δεν τον δυσκόλευε η γλώσσα καθόλου, μια και εκτός από ιταλικά μιλούσε και ρώσικα), που τον είχαν κάνει πλουσιότατο και πρώτο σε μόρφωση Σφακιανό, του δινόταν και η ευκαιρία να μελετά τον τρόπο ζωής των ελεύθερων ανθρώπων και να τον συγκρίνει με τα βασανιστήρια και την τυραννία επί των συμπατριωτών του. Ήταν τέτοια η κατάσταση των υπόδουλων Χριστιανών, που έβλεπε ότι αν συνεχιστεί θα εξαφανιστεί και το παραμικρό ίχνος Χριστιανισμού και Ελληνισμού στο νησί.

Κάτω από τέτοιες σκέψεις δεν άργησε να βρεθεί στις συσκέψεις των Ελλήνων του εξωτερικού που γινόταν στην Τριέστη υπό την υποκίνηση του Ορλόφ για επαναστατικό κίνημα στην σκλαβωμένη Ελλάδα. Αποδέχεται αμέσως την πρόταση για επανάσταση δίνοντας βάση στα μεγάλα λόγια και τις κούφιες υποσχέσεις περί ρωσικής βοήθειας και συμπαράστασης.

Η κατάσταση στην Κρήτη, την εποχή εκείνη
Οι Τούρκοι κρατούσαν έναν αιώνα την Κρήτη και τρεις αιώνες τον Μοριά και τη Ρούμελη. Τα Σφακιά, όμως, που δεν ησύχασαν ποτέ σ’ όλο το μάκρος της ενετικής κατοχής, είχαν μια περίεργη τύχη. Το 1648, ενώ είχαν υποταχθεί όλες οι γύρω επαρχίες και τα κάστρα ήταν γκρεμισμένα, δίχως το Μεγάλο, οι Σφακιανοί βοηθούσαν τον Ματθαίο Καλλέργη και τους Ενετούς στις επιχειρήσεις του Αλμυρού.

Όπως μας λέει ο Τούρκος ιστορικός Ναϊμά, «βασιζόμενοι εις το ορεινόν και δύσβατον της επαρχίας των, δεν διήγον φιλησύχως και επί εποχής των απίστων (Ενετών). Για τον λόγο αυτό -συνεχίζει ο ιστορικός- έστειλαν οι Τούρκοι τον Κετχουντά της Ρούμελης Κουτούζ Αλή Αγά, όστις κατέλαβε το φρούριον, καταδιώξας και διασκορπίσας τους απειθείς τούτους (Σφακιανούς). Ο αρχιστράτηγος προσέφερε διάφορα δώρα και επεδαψίλευσε διαφόρους φιλοφρονήσεις εις τον ρηθέντα Αλή Αγάν».
Άλλος, όμως, Τούρκος, ο γνωστός μας από την περιήγησή του, ο Εβλιά Τζελεμπή, αναφέρει ότι τα Σφακιά τα πάτησε ο ίδιος ο θρυλικός για το παράστημα και την ανδρεία του Δελή Χουσεΐν Πασάς, ο Γαζής. Μετά λίγα χρόνια, και συγκεκριμένα το 1658, ύστερα από συνομιλίες με τον Χουσεΐν Πασά, τα Σφακιά που μέχρι τότε ήταν φέουδο του ίδιου του Χουσεΐν, υπάγονται στο βακουφικό σύστημα. Και αφιερώνονται στις ιερές πόλεις Μέκκα και Μεδίνα.

Στα Σφακιά φαίνεται ότι έμεινε για λίγο καιρό Τούρκος αξιωματούχος. Αλλά κανένας δεν εγκαταστάθηκε μόνιμα. Τους φόρους τους, που ήταν ένα αστείο ποσό για τα εμπορευόμενα ή πειρατικά έστω, Σφακιά, πότε τους πλήρωναν και πότε όχι, οι Σφακιανοί. Πότε με διαμαρτυρίες στον ίδιο τον σουλτάνο και πότε με ζοριλίκι, κατάφερναν να γλιτώνουν.
Στα τουρκικά αρχεία του Μεγάλου Κάστρου, που μετέφρασε ο Ν. Σταυρινίδης, βρίσκουμε οργισμένα φιρμάνια των σουλτάνων, που ζητούν να λήξει αυτή η κατάσταση με τους Σφακιανούς. Να ένα γραμμένο «τη τριακοστή του μηνός Ρετζέπ, του έτους χίλια εκατόν εβδομήκοντα δύο (18-3-1759)», δέκα χρόνια πριν από τα γεγονότα που εξιστορούμε:

…παρά ταύτα, οι ραγιάδες της εν λόγω επαρχίας (Σφακίων) συνεργαζόμενοι στενώς μετά των απίστων εχθρών κουρσάρων και όντες λίαν πανούργοι και δόλιοι, βασιζόμενοι δε και εις το δύσβατον των οδών των και το απρόσιτον της Επαρχίας των και συμπεριφερόμενοι πάντοτε μετά σκαιότητος, αρνούνται… την καταβολήν των φόρων των, προβάλλοντες άρνησιν και εμμονήν και αντίστασιν, συγκεντρωθέντων ούτω εις χείρας των άνω των 40.000 γροσίων… Οσάκις δε απέστειλε (ο έφορος) ανθρώπους εις την Επαρχίαν των διά να ζητήσουν… την πληρωμήν… όχι μόνον δεν επλήρωσαν τούτους, αλλ’ ούτε απάντησιν τινά έδωσαν…

Σε παλιότερα φιρμάνια βρίσκουμε τις ίδιες κατηγορίες του σουλτάνου για τους Σφακιανούς, που «περιφέρονται ένοπλοι» και περιφρονούν τον νόμον. Κάπου-κάπου οι διαταγές του σουλτάνου γίνονται φιλικές προς τους Σφακιανούς και ορίζουν να μη τους ενοχλεί κανένας, να μη τους υποβάλλουν σε ταλαιπωρίες, όταν κατεβαίνουν απ’ τα βουνά τους ν’ αγοράσουν στάρι.

Τα αντιφατικά φιρμάνια
Για τα «δοσίματα» αυτά υπάρχουν αρκετά τούρκικα χαρτιά. Άλλα είναι οργισμένα και άλλα φιλικά.
Ο γραμματικός των Σφακιανών Σγουρομάλλης Νικολός αναγνωρίζει σύμφωνα με έγγραφο του 1767 ότι από το χρέος των Σφακιανών «δεν κατεβλήθη ούτε εν άσπρον ή όβολός τις… αλλά παραμένει ολόκληρον το ποσόν τούτο εις χρέος των ραγιάδων της επαρχίας» και υπόσχεται πληρωμή.

Λίγο πριν, σε βασιλικό «Χάττι Χουμαγιούν» της 19ης Ιουνίου 1765 με το περίφημο ιδιόγραφο «μουτζεπίνιζε αμέλ ολουνά» (ενεργήσθω συνωδά) του σουλτάνου οριζόταν ότι: «Άμα τη λήψει, ενεργούντες συμφώνως προς την επί τούτοις εκδοθείσαν διαταγήν μου… φροντίσατε να σέβεσθε την παλαιόθεν εις τα βακούφια ελευθερίαν… Να μην επιτρέψητε εις τους δραγουμάνους ή εις άλλον τινά έξωθεν να προβαίνουν εις ενεργείας αντιβαινούσας τους όρους ανεξαρτησίας αυτών».
Πού σημαίνει ότι δεν ελάμβαναν ειδικά μέτρα κατά των Σφακίων, δεν τα εξαιρούσαν από την ευνοϊκή μεταχείριση των βακουφίων, παρά την άρνηση των Σφακιανών να πληρώνουν φόρους.
Θρύλος αλλά και ιστορία έχουν μια εξήγηση για την αντίφαση: Μια γυναίκα προστάτευε τα Σφακιά μέσα στα σεράγια του Σουλτάνου εκείνο τον καιρό:
«Η εκ των εναρέτων μουσουλμανίδων Φατμά Χατούν, Χανούμ Σουλτάν, είη διαρκής η αγνότης αυτής…»
, γράφουν τα τεφτέρια.

Όταν τους απειλούσαν οι Τούρκοι, οι μισοί Σφακιανοί έμπαιναν στα καράβια και ανοίγονταν στο πέλαγος και οι άλλοι μισοί ανέβαιναν στα απάτητα βουνά και στα άγρια φαράγγια και δεν μπορούσε κανείς να τους πειράξει. Διαβάζουμε σε φιρμάνι της εποχής:
«Εάν δε, παρ’ ελπίδα, φθάση απεσταλμένος τις εις την επαρχίαν των, οι κατηραμένοι κάτοικοί της και οι υπόλοιποι καπεταναίοι τους διαφεύγουν…»
.

Στον όρμο του Λουτρού, που ήταν το «κεντρικό λιμάνι» των Σφακίων, υπήρχε πλούτος και μεγαλείο. Στην Ανώπολη της οποίας επίνειο ήταν το Λουτρό, η αρχοντιά ήταν έκδηλη. Και όχι μόνον εκείνη την εποχή. Στα χαρτιά των Ενετών αναφέρεται ένα μεγαλοπρεπές γεύμα του καπετάν Κατσούλη Πατεροζάπα στον γενικό προβλεπτή Κρήτης Γερώνυμο Καπέλο, ο οποίος επιχειρούσε επίσκεψη φιλίας στα Σφακιά το 1608. Στο τραπέζι αυτό, σύμφωνα με τα χαρτιά των Ενετών, ο Ανωπολίτης καπετάνιος άπλωσε τριακόσια αργυρά σκεύη.
Και στη χώρα Σφακίων, στον Ομπρός Γιαλό «με τσ’ εκατόν τις εκκλησιές, τα πλούσια τα σεράγια» κατοικούσαν άρχοντες «καλόσειροι» και ναύτες «παινεμένοι».

Η αντιδικία Σφακιανών με τους «Πεδινούς»
Οι Σφακιανοί είχαν μια άλλοτε σιωπηρή και άλλοτε αιματηρή αντιδικία με τους πεδινούς Κρητικούς. Ο ιστορικός των Σφακίων Γρ. Παπαδοπετράκης, φανατικός υπέρ των συμπατριωτών του, ομιλεί περί εχθρότητος που οφείλετο στην υπεροχή των Σφακιανών, φυλετική και ψυχολογική. Οι Σφακιανοί ήταν άνδρες ωραίοι, ευσταλείς, γενναίοι και σχετικώς ευκατάστατοι. Ακόμη και οι εγκατεστημένοι στα «κατωμέρια», με την ευφυΐα, την εργατικότητα και την ευελιξία τους, υπερείχαν των άλλων. Δημιουργούσαν περιουσίες και σχέσεις και ξεχώριζαν στις κοινωνίες που ζούσαν σε όλες τις εποχές. Έγγραφα του καιρού εκείνου ομιλούν για δολοφονίες Σφακιανών από άλλους Κρητικούς στην περιοχή του Ηρακλείου.

Επίσης αναφέρεται περιστατικό φορολογικής μορφής: Οι Τούρκοι αφαίρεσαν φορολογικά «δελτία» από τα Σφακιά και τα προσέθεσαν σε άλλες επαρχίες. Προφανώς διότι δεν μπορούσαν να τα εισπράξουν οι φορατζήδες.
Ο Δασκαλογιάννης πρέπει να γνώριζε ότι οι πεδινοί Κρητικοί δεν θα σηκώνονταν μαζί του. Ήταν άλλωστε έναν αιώνα άοπλοι και άμαθοι των όπλων, σε αντίθεση με τους δικούς του που οπλοφορούσαν από νήπια. Ακόμη: Στα Σφακιά υπήρχε μία ή και περισσότερες ομάδες καταδρομέων.

Η Ιστορία διασώζει μία με αρχηγό τον Μάρκο, γιο του καπετάν Γιωργάκη. Η ομάδα του Γιωργακομάρκου ρήμαζε τα υποστατικά των αγάδων, πέρα από τα Σφακιά, στα αποκορωνιώτικα και τα ρεθεμνιώτικα χωριά. Έπεφταν τη νύχτα, εξόντωναν τους αγάδες και τους ανθρώπους τους και γύριζαν στα Σφακιά φορτωμένοι με «κούρσος». Ήταν δεινοί νυχτοπολεμιστές και οδοιπόροι. Οι Τούρκοι τους αποκαλούσαν «Σεϊτάν τακιμί» και τον αρχηγό τους Δαιμονάρχη.

Οι Σφακιανοί είχαν και μόνιμη αντιδικία με τον μεγάλο γαιοκτήμονα και κτηνοτρόφο Ιμπραήμ Αληδάκι, έναν απόγονο Ενετών εξωμοτών που κρατούσε όλες τις βορινές πλευρές των Σφακιανών βουνών. Είχε στήσει μιτάτα, πάει να πει στάνες, δεκατέσσερις από τα σύνορα του Ρεθύμνου μέχρι τη Μαλάξα, το βουνό που στέκει πάνω από τη Σούδα.
Ο πύργος του, παλιό ενετικό φρούριο, κτισμένο πάνω στη μοναδική έξοδο των Σφακιών, στέγαζε δεκάδες ενόπλους, μεταξύ των οποίων και χριστιανούς. Και οι ποιμένες του είχαν συνεχείς αντιδικίες με τους Σφακιανούς.
Ο Αληδάκις ήταν ο βασικός επιτηρητής των Σφακιανών και ο πληροφοριοδότης των Τούρκων, γι’ αυτό και δεν τον χώνευαν οι άλλοι αγάδες της περιοχής και δεν αντέδρασαν όταν, λίγα χρόνια αργότερα, τον εξόντωσαν οι Σφακιανοί.

Οι πρώτες φήμες της επανάστασης
Παρά τη μυστικότητα, φήμες πως τα Σφακιά ετοιμάζονταν να σηκωθούν διέτρεχαν τις άγριες ακρογιαλιές, κατέβαιναν στα βάθη των επτά μεγάλων φαραγγιών και έφταναν ως τις δεκάδες κορυφές, που υψώνουν το μεγαλείο των Μαδάρων ως δυόμισι χιλιόμετρα ψηλά. Οι Τούρκοι ήταν φοβισμένοι από τις φήμες για τον ρωσικό στόλο που είχε κατακλύσει το Αιγαίο. Και περίμεναν ανήσυχοι την έκρηξη.

Η επιστροφή του Δασκαλογιάννη και οι ρωσικές υποσχέσεις
Ο Δασκαλογιάννης γυρνά στα Σφακιά γεμάτος όνειρα και ενθουσιασμό για την απελευθέρωση του τόπου του και με τόσα χαρούμενα συναισθήματα δεν δυσκολεύεται καθόλου, μια κι έχει φυσικό ηγετικό χάρισμα, να εμψυχώσει τους συμπατριώτες του. Τους κάνει να πιστέψουν ότι ήρθε η ώρα να ελευθερωθεί το γένος των Ελλήνων από τους Αγαρηνούς με τη βοήθεια του ξανθού γένους, των Ρώσων δηλαδή, όπως προέλεγε ο χρησμός της «Οπτασίας» του Αγαθαγγέλου, ενός περίεργου βιβλίου που κυκλοφορούσε ευρύτατα τον 18ο αιώνα. Το βιβλίο αυτό, όποιος κι αν ήταν ο σκοπός εκείνου που το έγραψε κι ανεξάρτητα της προφητικής του αξίας, είναι γεγονός πως είχε μεγάλη επίδραση στο φρόνημα των Ελλήνων, αναπτέρωσε και ενίσχυσε αναμφισβήτητα τις ελπίδες για την απελευθέρωση και ανάσταση της εθνικής κληρονομιάς.

Ο Δασκαλογιάννης αφού ξεπέρασε κάποιος από τους ενδοιασμούς των καπεταναίων, και αφού τους βεβαίωσε ότι ο Μόσκοβος μάχεται κιόλας στα ελληνικά νερά, έφυγε για την Αδριατική και γύρισε τα Χριστούγεννα του ίδιου χρόνου φορτωμένος όπλα και ελπίδες.
«Μεσούντος του μηνός Σιεβάλ», δηλαδή το τέλος Ιανουαρίου 1770, οι Τούρκοι των Χανίων αναφέρουν στον σουλτάνο ότι, όπως αποκαλύπτουν «εξ αλλεπαλλήλων πηγών γραπταί πληροφορίαι», δεκάδες ρούσικα πλοία εισέβαλαν στη Μεσόγειο από το Γιβραλτάρ. Φήμες αλλά και αληθινές ειδήσεις πήγαιναν και ήρχοντο ανάμεσα στα Χανιά και την Κωνσταντινούπολη. Οι πασάδες της Κρήτης πανικόβλητοι απαγόρευσαν στους Χριστιανούς να φορούν ρούχα όμοια με των Τούρκων. Στις πόρτες τους χάραξαν διακριτικά σημάδια…

Ο Αλέξιος Ορλώφ, που βρισκόταν τότε στη Πάρο με το ρώσικο στόλο, στέλνει ξανά επιστολή στον Δασκαλογιάννη και του υπόσχεται για άλλη μια φορά βοήθεια, αφού αρχίσει τον αγώνα. Με τη γραπτή διαβεβαίωση του αρμόδιου εκπροσώπου της Ρωσίας, δεν ήταν δυνατόν να μη πιστέψουν οτι μια ομόδοξη αυτοκρατορία, με τόσες δυνατότητες, μπορούσε να τους εγκαταλείψει στα νύχια του αιμοβόρου θηρίου για να τους κατασπαράξει.

Η επανάσταση
Μετά τις καθιερωμένες συνελεύσεις στις οποίες όλοι οι «άνδρες των αρμάτων» ψήφιζαν, στις αυλές της Παναγίας της Θυμιανής, πόλεμο ή ειρήνη, οι καπετάνιοι κίνησαν, φανερά πλέον, τις προπαρασκευές. Με πρόσχημα το Πάσχα, έφευγαν από τα Κάστρα και τα πεδινά χωριά οι Σφακιανοί «άποικοι» και μαζεύονταν στα Σφακιά για να αρματωθούν και να καταταχθούν στα επαναστατικά σώματα. Τουρκικό έγγραφο επισημαίνει ότι οι άπιστοι αυτοί «ανεχώρησαν κρυφίως εκ των χωρίων όπου διέμενον και συνεκεντρώθησαν άπαντες εις την επαρχίαν Σφακίων». Αλλά κανένας άλλος «κατωμερίτης» δεν κινήθηκε.

Σύμφωνα με τον λαϊκό ποιητή «Μπάρμπα Μπατζελιό», τον όμηρο του Δασκαλογιάννη, «μια μέρα τ’ Απριλιού, ως το κολατσιδάκι» οι Σφακιανοί οργάνωσαν το στρατόπεδό τους στο μικρό οροπέδιο Κράπη, στην έξοδο του φαραγγιού του Κατρέ, στα σύνορα με τον Αποκόρωνα. Αλλά οι πληροφορίες του Μπατζελιού δεν είναι πάντα ακριβείς. Οι επαναστατικές ενέργειες είχαν αρχίσει από πριν. Ασύδοτοι και ασυγκράτητοι νεαροί επαναστάτες είχαν οργανώσει συστηματικές επιθέσεις κατά των αγάδων.

Την 25 Μαρτίου 1770, μια μέρα που αργότερα θα γίνει εθνικό σύμβολο, δεκάδες παπάδες πάνοπλοι και δύο χιλιάδες επαναστάτες με τους καπετάνιους τους, ύστερα από μια πανηγυρική λειτουργία μετά των απαραιτήτων πυροβολισμών, κήρυξαν την επανάσταση, υψώνοντας την επαναστατική σημαία στην Ανώπολη.
Αρχηγοί των επαναστατών, εκτός από τον Δασκαλογιάννη αναφέρονται ο Μανούσακας, ο Γιωργάκης, ο Βουρδουμπάς, ο Χούρδος, ο Μπουνάτος, ο παπα Σήφης, ο Βολούδης, ο Μωράκης, ο Σκορδίλης και αρκετοί άλλοι -οι Σφακιανοί είχαν από τότε το πάθος για το καπετανιλίκι…

Ο Δασκαλογιάννης με τους δικούς του κατέβηκε στον Αποκόρωνα, οπλισμένος αυτή τη φορά. Και στο κεφάλι του τύλιξε μαύρο κεφαλομάντιλο στη θέση του ναυτικού καλπακιού. Άλλοι καπετάνιοι πέρασαν στα Ρεθεμνιώτικα. Ο Δασκαλογιάννης έφτασε στη Μαλάξα και με το ναυτικό κανοκιάλι ερευνούσε το κρητικό πέλαγος για να ανακαλύψει τα ρούσικα καράβια που περίμενε. Λίγες μέρες πριν είχε απαντήσει με ένα «Μολών Λαβέ» στους απεσταλμένους των Τούρκων, ιερωμένους, που έφερναν πρόταση συνδιαλλαγής: «Κατ’ ουδένα τρόπον ησυχάζομεν!».

Όμως τελευταία στιγμή ο Αλέξιος Ορλόφ με το ρώσικο στόλο, αντί να πλεύσει προς τα Χανιά, όπως είχε υποσχεθεί με την επιστολή προς τον Δασκαλογιάννη, έπλευσε προς τον Τσεσμέ όπου και συμμάχησε με τον τούρκικο στόλο και του δόθηκε ο τίτλος «Τσεσμενεσκη», δηλαδή νικητής του Τσεσμέ. Η κίνηση αυτή, έμεινε στην ιστορία σαν «Ορλωφικά» κι απέδειξε ότι οι Έλληνες χρησιμοποιήθηκαν σαν αντιπερισπασμός της Ρωσίας απέναντι της Τουρκίας, καθώς με τη συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή οι ρωσικές δυνάμεις αποχώρησαν εγκαταλείποντας τους Έλληνες.

Ο Δασκαλογιάννης βλέπει τα σχέδια του να καταρρέουν μετά την εγκατάλειψη των Ρώσων, εν τούτοις δεν εγκαταλείπει τον αγώνα. Δεν υποκύπτει. Συνεχίζει έστω κι αν αρχίζει να χάνεται κάθε ίχνος ελπίδας.

Ο σουλτάνος είχε πληροφορηθεί από τις 10 Απριλίου τις κινητοποιήσεις του Δασκαλογιάννη. Αλλά δεν ήθελε να κινηθεί χωρίς να εξακριβώσει τις πληροφορίες. Στις 7 Μαΐου του 1770 έφτασε στο Μεγάλο Κάστρο αυτοκρατορικό φιρμάνι που όριζε: «Αν εξακριβώσητε ότι πράγματι ούτοι (οι Σφακιανοί) τυγχάνουσι επαναστάτες και στασιαστές, ενισχύουν δε τους εχθρούς της πίστεως και προβαίνουν εις πράξεις ανατρεπτικάς… τότε πάντες υμείς εν ομοφωνία εκστρατεύσατε εναντίον τους και προβήτε εις την σφαγήν και τον αφανισμόν αυτών…».

Στο μεταξύ οι επαναστάτες εξόντωναν τους Τουρκοκρητικούς του κάμπου και τις φρουρές των μικρών πύργων.
Κατά τα τουρκικά αρχεία, στις 28 Μαΐου ο αρχηγός του στρατού που είχε εντολή να χτυπήσει τους επαναστάτες αναφέρει ότι οι προσπάθειές του να ησυχάσει τους Σφακιανούς απέτυχαν. Ο ηγούμενος του Πρέβελη και ο επίσκοπος Αρκαδίας (Μεσαράς) που έστειλε για συμφωνίες εκδιώχθηκαν από τον Δασκαλογιάννη. Οι μάχες με τον στρατό που συγκεντρώθηκε στις Βρύσες άρχισαν τις ύστερες μέρες του Μαΐου.

Οι τουρκικές δυνάμεις χτυπούσαν τα Σφακιά από δυο μέρη. Από την ανατολική διάβαση, περιοχή Τσιλίβδικα – Καλλικράτης. Και, κατά μέτωπον, από την Κράπη προς Ξυλόδεμα. Οι συγκρούσεις συνεχίζονταν νύχτα και μέρα και το αίμα πλημμύριζε τα αυχμηρά βουνά και το ιστορικό λαγκάδι του Κατρέ. Οι πρώτοι νεκροί όμως δεν ήταν ούτε Τούρκοι, ούτε επαναστάτες. Ήταν Χριστιανοί άμαχοι που οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν για μεταφορείς, -σακουλιέρηδες- και τους έστηναν μπροστά από τα δικά τους τμήματα για να δεχθούν πρώτοι τα πυρά των επαναστατών.

Η ύστατη μάχη
Η υπεροχή των Τούρκων σε αριθμό και η απουσία βοήθειας ανάγκασαν τον Δασκαλογιάννη να αναδιπλωθεί στα βουνά και τα περάσματα. Ο αρχηγός, απογοητευμένος από την απατηλή στάση των Ρώσων, συγκέντρωσε όλα τα τμήματα στις πύλες των Σφακιών.

Παρά την τεράστια αριθμητική υπεροχή του εχθρού, δίνει φονικότατη μάχη στα στενά της Νίμπρου που κρατά δύο ολόκληρες μέρες. Ο σκοπός του δεν είναι φυσικά να εμποδίσει τη προέλαση του εχθρού αλλά να την καθυστερήσει, για να δοθεί καιρός στα γυναικόπαιδα να επιβιβασθούν στα καράβια, μια και δεν υπήρχε πια άλλη σωτηρία.

Ο Τούρκος σερασκέρης αναφέρει γραπτώς στον πασά του Μεγάλου Κάστρου την 20ή του μηνός Σαφέρ, 1184, δηλαδή την 6η Ιουνίου 1770 ότι «ο στρατός έφθασε εις την επαρχίαν Σφακίων» και επετέθη «κατά των ληστών» με τηλεβόλα, τουφέκια και λοιπά πολεμικά όργανα (;) κατασφάζων και εξολοθρεύων αυτούς».

Ο αγώνας ήταν σκληρός και άνισος. Αλλά ο τόπος ευνοούσε τους επαναστάτες. Οι Τούρκοι έπρεπε να περάσουν από φαράγγια και άνυδρα βουνά. Οι Σφακιανοί τους περίμεναν παντού, τους αιφνιδίαζαν, κυλούσαν ακόμη και βράχους από τις πλαγιές και τους αποδεκάτιζαν. Οι στρατιώτες που προχωρούσαν συντεταγμένοι μαζί με τα υποζύγια δεν μπορούσαν να αμυνθούν σ’ αυτή την πρωτοφανή μορφή πολέμου.

Οι μέρες περνούσαν. Δίψα και ζέστη βασάνιζε τους εισβολείς. Οι Σφακιανοί έδιδαν και μάχες «εκ παρατάξεως» στην είσοδο κάθε χωριού. Οι Τούρκοι περνούσαν αφήνοντας εκατοντάδες νεκρούς στα λαγκοπεράματα και στα ποροφάραγγα.

Οι Τούρκοι πληροφορούνται ότι τα γυναικόπαιδα έχουν σκοπό να επιβιβασθούν στα καράβια για να δραπετεύσουν κι αμέσως 6000 στρατός καταφθάνει στην Ανώπολη για να τα εμποδίσει. Εφτακόσιοι ως οχτακόσιοι Σφακιανοί που βρίσκονται στην περιοχή τρέχουν για να τα προστατεύσουν. Πάνω από το Λουτρό γίνεται άγρια μάχη στήθος με στήθος, με το μαχαίρι, γιατί με τα όπλα υπήρχε κίνδυνος να κτυπήσουν τα γυναικόπαιδα.
Από τους 700-800 άνδρες του Δασκαλογιάννη, έχουν σκοτωθεί οι 300 όμως και οι Τούρκοι πλήρωσαν με τίμημα 1000 νεκρούς, αλλά μπαίνουν στο τέλος στην Ανώπολη. Άρχισε άγρια σφαγή. Άνδρες και γυναίκες πολεμούν απεγνωσμένα ώσπου σκοτώθηκαν όλοι και όλες. Μόνο εκατό γυναικόπαιδα που αιχμαλώτισαν οι Τούρκοι επέζησαν από τούτο το άγριο μακελειό. Οι Τούρκοι απο εκεί και μετά συνέχιζαν το εξοντωτικό τους έργο, κόβοντας δέντρα, ξεριζώνοντας αμπέλια. Όσους άνδρες συλλάμβαναν τους έσφαζαν επί τόπου, ενώ τις άσχημες γυναίκες, τα παιδιά και τους γέρους τους έριχναν σε γκρεμούς για να διασκεδάσουν.

Στη διάρκεια τούτης της φονικής μάχης ο Δασκαλογιάννης είχε στείλει τη γυναίκα του μαζί με τις δύο μεγάλες του κόρες, τη Μαρία και την Ανθούσα, στο Λουτρό για να μπουν στο καράβι του. Όμως στο δρόμο τραυματίστηκε η Σγουρομαλλίνη και οι κόρες της νομίζοντας ότι σκοτώθηκε τρέχουν απελπισμένες, χωρίς να ξέρουν που πηγαίνουν, με αποτέλεσμα να πέσουν στα χέρια των Τούρκων που όταν έμαθαν ότι είναι κόρες του αρχηγού τις παρέδωσαν στο σερασκέρη.

Ο Δασκαλογιάννης εν τω μεταξύ κατεβαίνει στο Λουτρό, μαθαίνει το χαμό των παιδιών του, βλέπει τη γενική καταστροφή και στη απελπισία του πάνω αποφασίζει να παραδοθεί στον πασά. Οι άλλοι αρχηγοί όμως δεν τον αφήνουν να πραγματοποιήσει τη σκέψη του.
Ο πασάς του έστειλε επιστολή παρακαλώντας τον να παραδοθεί και με την υπόσχεση οτι αν κάνει αυτό που του έλεγε όχι μόνο δεν θα βλάψει τα Σφακιά αλλά θα φύγει αμέσως απο εκεί. Το φαράγγι της ΑράδαιναςΟ Δασκαλογιάννης συγκαλεί γενική συνέλευση στα Κρούσια για να τους ανακοινώσει την πρόταση, όμως η συνέλευση αποφασίζει ομόφωνα ότι θα συνεχίσει τον αγώνα και απαντούν στο πασά οτι δεν θα παραδοθούν ποτέ. Και η τελευταία πράξη του αιματηρού δράματος παίζεται στο φαράγγι της Αράδαινας, ένα από τα πιο ωραία και επιβλητικά φαράγγια των Λευκών Ορέων με κατακόρυφες πλευρές εκατοντάδων μέτρων.

Οι Τούρκοι μαζεύτηκαν χαμηλά και στρατοπέδευσαν στο Φραγκοκάστελλο όπου υπάρχει νερό γιατί οι Σφακιανοί δηλητηρίασαν όλα τα πηγάδια της περιοχής. Και από κει με επιδρομές και ενέδρες προσπαθούσαν να συλλάβουν τον Δασκαλογιάννη. Η εντολή του πασά ήταν ρητή: Να συλληφθεί ζωντανός ο αρχηγός. Αλλιώς ο στρατός, παρά τις απώλειες και τις δαπάνες, δεν θα έφευγε από τα Σφακιά.

Αλλά και οι Σφακιανοί βρίσκονταν σε τραγική θέση. Όλα τα χωριά καμένα. Τα κοπάδια, τα σπίτια, οι σοδειές λεηλατημένες. Και έφταναν οι ψυχρές μέρες του Φθινοπώρου. Σε λίγο θα κατέβαιναν χιόνια στα βουνά. Οι θάλασσες θα αγρίευαν. Τα γυναικόπαιδα θα αφανίζονταν. Μέσα σ’ αυτό το τρομερό κλίμα, ο Δασκαλογιάννης αποφάσισε να δεχθεί τις επίμονες προτάσεις των πασάδων. Οι κήρυκες κραύγαζαν κάθε μέρα:
«Αν παραδοθεί ο Δασκαλογιάννης, εμείς θα φύγουμε από τα Σφακιά και θα χορηγήσουμε γενική αμνηστία. Ο Δασκαλογιάννης θα κρατηθεί για ένα διάστημα σαν εγγύηση ότι δεν θα συνεχισθεί η επανάσταση!»

Παρά την φυσική κάλυψη του γνώριμου τόπου, η νίκη ήταν αδύνατη για τους Σφακιανούς. Γρήγορα οι Τούρκοι τους περικυκλώνουν και όσοι επέζησαν αναγκάστηκαν να διασκορπιστούν στα όρη, για να σωθεί ο καθένας όπως μπορούσε. Μερικοί τότε έφυγαν από τη Κρήτη και δεν ξαναγύρισαν ποτέ πια. Όσοι παρέμειναν κατέβαιναν σαν αετοί τη νύκτα, από τις κορυφές των βουνών στα τουρκοχώρια των γύρω επαρχιών, σκοτώνοντας όσους αγάδες συναντούσαν και άρπαζαν ότι έβρισκαν για να θρέψουν τα πεινασμένα παιδιά τους. Οι αγάδες δεν τολμούσαν να βγουν από τα σπίτια τους και παρά τη νίκη τους ήταν τρομοκρατημένοι. Κι ο πασάς δεν ήθελε να αφήσει τα Σφακιά, ρημαγμένα αλλά ακόμη ανυπότακτα, αφού κανένας δεν «εμούτισε», δεν εδήλωσε υποταγή.

Για να ενθαρρύνει το Δασκαλογιάννη να παραδοθεί, του στέλνει κι άλλο γράμμα, σε ήπιο τόνο όμως τούτη τη φορά:

Σαν έρθεις να μιλήσωμε και σαν ανταμωθούμε, ούλα θε να συμπαθηστούν και φίλοι θα γενούμε.

Κι εκείνος, κάτω από το βάρος της ευθύνης για τέτοια πρωτοφανή καταστροφή, έστω και αν η πρόθεσή του δεν ήταν καμιά άλλη πέρα από τη επιθυμία να ελευθερώσει τον τόπο του από το ζυγό των τυράννων, θεωρεί τον εαυτό του σαν κύριο υπεύθυνο και αποφασίζει να παραδοθεί, νομίζοντας ότι έτσι θα εξιλεωθεί.
Ο πασάς τον δέχεται, του παρουσιάζει τη κόρη του Μαρία για να τον ευχαριστήσει και μετά άρχισε να τον ανακρίνει. Κάτω από τέτοιες συνθήκες τον αναγκάζει, σαν εκπρόσωπο και αρχηγό της επαρχίας του, να στείλει επιστολή που έλεγε τα εξής:

Προς τους καπεταναίους των Σφακίων.
Με το γενικό αρχηγό σας τον οποίο θεωρώ φίλο και όχι αιχμάλωτο έδωσα τις ακόλουθες συμφωνίες που πρέπει να παραδεχτείτε όλοι, αλλιώς θα σας καταστρέψομε εντελώς.

Πρώτον: Ο αρχηγός Δασκαλογιάννης δεν θα επιστρέψει στα Σφακιά αλλά θα παραμείνει μαζί μας, για τρία χρόνια, με την περιποίηση φυσικά που απαιτεί η θέση του.

Δεύτερον: Πρέπει να δηλώσουν οι Σφακιανοί εγγράφως ότι αναγνωρίζουν την τούρκικη κυβέρνηση της Κρήτης.

Τρίτον: Οι Σφακιανοί θα εξακολουθούν να έχουν τα όπλα τους, θα διοικούνται σύμφωνα με τα έθιμά τους, και θα πληρώνουν κάθε χρόνο 5000 γρόσια.

Την επιστολή με τη συμφωνία του Δασκαλογιάννη και του πασά μεταφέρουν δυο χριστιανοί στου Ασκύφου όπου ήταν συγκεντρωμένα τα υπολείμματα των Σφακιανών. Αφού δεν υπήρχαν περιθώρια επιλογής, γίνεται αποδεκτή από όλους και γράφουν στο πασά:

Δεχόμαστε τη συμφωνία του αρχηγού μας με τον εξοχότατο βεζίρη της Κρήτης, αναγνωρίζουμε την Τούρκικη κυβέρνηση, υποσχόμεθα να πληρώνουμε 5000 γρόσια και εμπιστευόμαστε τη ζωή του αρχηγού μας στην τιμιότητα του εξοχότατου βεζίρη.

Η τελευταία πράξη του δράματος
Την απάντηση αυτή την έστειλαν την ίδια μέρα στον πασά με 500 πρόβατα δώρο, εβδομήντα πέντε οπλαρχηγοί, ο πρωτόπαπας κι άλλοι έξη παπάδες. Βασιζόμενοι στις «συμφωνίες» του Χασάν πασά, νόμισαν πως μπορούσαν ακίνδυνα να παρουσιαστούν σ’ αυτόν αφού είχαν δηλώσει την υποταγή τους.
Τούτο ακριβώς περίμενε και εκείνος. Αφού διέταξε και τους συνέλαβαν αμέσως, τους παίρνει μαζί του στο Ηράκλειο για να κοσμήσουν το θρίαμβο του. Μετά τους φέρνει στις φυλακές του Κούλε όπου μερικούς κρέμασε αμέσως και μερικοί πέθαναν από τα βασανιστήρια. Όσοι έζησαν δεν κατόρθωσαν να δραπετεύσουν παρά μετά απο χρόνια.
Τον Δασκαλογιάννη και την κόρη του τους κράτησε στο σεράγιο του ο πασάς γιατί ήθελε να τους χρησιμοποιήσει σαν δόλωμα μήπως και καταφέρει να συλλάβει και τους άλλους τρεις αδελφούς του που είχαν προλάβει να καταφύγουν στα Κύθηρα. Όμως λίγο καιρό μετά αφού είδε ότι δεν υπάρχει πιθανότητα να καταφέρει τούτη τη σύλληψη, αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση του αρχικού σχεδίου του. Δηλαδή, να παραδώσει το Δασκαλογιάννη στο μαινόμενο πλήθος για να τον εκτελέσουν.

Έτσι, 17 Ιουνίου, ημέρα Παρασκευή, αργία των Μουσουλμάνων, για να μπορούν να παραβρεθούν στο μαρτύριο του ήρωα, ο Δασκαλογιάννης παραδόθηκε στους δήμιούς του.
Οι Τούρκοι του Μεγάλου Κάστρου που με ιδιαίτερη ευχαρίστηση παρακολουθούσαν πάντα τις εκτελέσεις των Χριστιανών, είχαν συγκεντρωθεί στον τόπο του μαρτυρίου του.

Το μαρτύριο του Δασκαλογιάννη
Στις 17 Ιουνίου 1771 το πρωί, ο πασάς φώναξε ένα βάρβαρο γενίτσαρο, ειδικό στους βασανισμούς, και του παράδωσε τον Δάσκαλο.
– Θέλω το θάνατο σκληρό και στη μεγάλη πλατεία.

Ο «ειδικός» κάλεσε σε σύσκεψη την παρέα του και βρήκαν τον τρόπο που θα σκότωναν τον Δάσκαλο. Τον έσυραν στους δρόμους. Μαζεύτηκαν τα μπουλούκια απ’ όλες τις γειτονιές. Άκουσαν οι Χριστιανοί τη βοή να σηκώνεται από τις τέσσερις άκρες της πολιτείας και μαντάλωσαν τα σπίτια τους. Οι φονιάδες ξεκίνησαν για την πλατεία της ανατολικής πύλης του Μεγάλου Κάστρου. Ακ Μεϊτάν την έλεγαν οι Τούρκοι.
Μπροστά έσερναν τον μελλοθάνατο και πίσω ακολουθούσαν άγριοι και πολεμικοί, οι ηρωικοί γενίτσαροι, έτοιμοι να δείξουν την ανδρεία τους πάνω στον δεμένο Δασκαλογιάννη. Ήρθαν μαραγκοί, έμπηξαν τέσσερις πασσάλους στο χώμα, κάρφωσαν σανίδες κι έκαναν ένα κάθισμα ψηλό.

– Γιάε που θα σε κάτσω, Δάσκαλε. Στο θρόνο, σαν το μητροπολίτη, έλεγε ο δήμιος.
Ο Δάσκαλος άκουε και δε μιλούσε. Είχε το κεφάλι ίσιο όσο γινόταν. Κείνη την ώρα, στην πλατεία του Μεγάλου Κάστρου, ένιωθε πως κρινόταν η Κρήτη στο πρόσωπό του κι έκανε κουράγιο κι έσφιγγε τα δόντια του να μην την προσβάλει. Με τον φριχτό θάνατο που του ετοίμαζαν οι Τούρκοι, λογάριαζαν πως θα γελοιοποιούσαν τον πρώτο επαναστάτη της Κρήτης. Αυτό το καταλάβαινε ο Δάσκαλος. Και μάζευε τη δύναμή του να δώσει την ύστερη μάχη.

Όταν τέλειωσε ο «θρόνος» τον σήκωσαν και τον κάθισαν επάνω. Του ’δεσαν χέρια και πόδια. Του ’δεσαν και το κορμί γερά να μη μπορεί να κινηθεί! Και σάλπισαν.

Τότε ήρθε ένας γενίτσαρος με ξυράφι στο χέρι. Ανέβηκε στον «θρόνο», άρπαξε τον μάρτυρα απ’ τα μαλλιά και άρχισε να τον γδέρνει σιγά-σιγά, μαστορικά, σαν να τον ξύριζε. Έκοβε λουρίδες από το κεφάλι μέχρι το στήθος κι ύστερα άλλες προς την ωμοπλάτη. Φρίκιασε ο όχλος να δει τέτοιο θέαμα. Πήδηξαν τα αίματα και γέμισαν τα χέρια των δημίων. Ο «ειδικός» έπαιρνε τις λουρίδες και τις πετούσε πάνω στο πλήθος:
– Τζάμπα πετσί για τα στιβάνια σας!

Μπροστά του έβαλαν ένα καθρέπτη για να μεγαλώσουν την οδύνη του. Έπειτα έφεραν δεμένο τον αδερφό του, Χατζή Σγουρομάλλη και όταν είδε ο ένας τον άλλο,«εμουγκαλίσθησαν ως βόες δις και τρις» κατά την έκφραση του ιστορικού. Από τη στιγμή αυτή ο Σγουρομάλλης τρελάθηκε.

Εκείνο, όμως, που περίμεναν οι Τούρκοι αξιωματούχοι, δεν έγινε. Μάταια λογάριαζαν πως ο Δάσκαλος θα ούρλιαζε, θα ’κλαιγε, θα γύρευε έλεος. Εκείνος πάλευε σαν άντρας περήφανος με τους φοβερούς πόνους. Κάθε φορά που το ξυράφι έκοβε το κορμί του, ακουγόταν ένα πνιχτό μουγκρητό. Τίποτε άλλο.

Ο όχλος εκνευρίστηκε από την αντοχή του. Ένιωθαν πως τούτος ο γκιαούρης περιφρονούσε τον θάνατο και τους δημίους του, κέρδιζε μια κρατερή μάχη μέσα στην καρδιά του Μεγάλου Κάστρου και αποθηριώθηκαν. Ύβρισαν τον Χριστό και τους Κρητικούς και απείλησαν γενική σφαγή για μια στιγμή.
Ένας Τούρκος, ο Χασάν Μαράζης, διηγήθηκε σε βαθιά γεράματα, την εντύπωση που του ’κανε ο ηρωικός θάνατος του Δασκάλου. Ήταν τότε νέος και φανατικός. Έβλεπε τον καπετάνιο να παλεύει συγκρατημένος με τα βασανιστήρια και τρόμαξε: «Αυτός δεν ήταν άνθρωπος, μα την πίστη μου».

Οι δήμιοι, όμως, συνέχισαν και μετά τον θάνατό του να κόβουν το δέρμα του νεκρού και να το πετούν στον όχλο.
Για να πιστέψουν πως πέθανε τον άφησαν πάνω στα ξύλα, δυο μέρες, να τον σαπίσει ο καλοκαιρινός ήλιος. Ύστερα έβαλαν δυο ραγιάδες και τον έθαψαν σ’ ένα λάκκο, μια δεκαριά βήματα νοτιοανατολικά από τη γωνία της Ακ-Τάμπιας. Εκεί σκέπασε το λείψανό του το χώμα του Κάστρου κι η λησμονιά.

Η είδηση του μαρτυρικού θανάτου του Δασκαλογιάννη συγκλόνισε τα Σφακιά. Οι καπετάνιοι, που έμειναν με το τουφέκι στα χέρια πάνω στα ερείπια, ορκίστηκαν εκδίκηση.
Συνέχισαν τις επιδρομές κατά των αγάδων και τρία χρόνια αργότερα εξόντωσαν και τον πανίσχυρο Αληδάκη και τις εκατοντάδες των ανθρώπων του πυρπολώντας τον πύργο του και καταστρέφοντας τα υποστατικά του.

Πληροφορίες για τον τόπο του μαρτυρίου
Οι γνώμες των ιστορικών διχάζονται. Ο Παπαδοπετράκης, ο πλησιέστερος προς τα γεγονότα και πρώτος και κυριότερος ιστορικός της επανάστασης του 1770, ο οποίος γράφει ότι παρέλαβε από τον Ιωάννη Πωλιουδάκη ανέκδοτα έγγραφα σχετικά με την επανάσταση, αναφέρει ότι η εκτέλεση έγινε «εις την πλατείαν, την ούσαν προς την ανατολικής πύλην του Ηρακλείου τουρκιστήν ονομαζόμενην Ατ-Μεϊντάν».
Η ανατολική πύλη ήταν η πύλη του Αγίου Γεωργίου ή Λαζαρέτο, στη νότια πλευρά της σημερινής πλατείας Ελευθερίας.

Ο Μουρέλλος αναφέρει ότι η εξέδρα στήθηκε κάτω από ένα πλάτανο της πλατείας, ο Ψιλάκης αντιγράφει τον Παπαδοπετράκη και ο Κριαρής δεν αναφέρει καθόλου τον τόπο του μαρτυρίου, Πιθανόν πάντως να υπάρχουν πάνω σε αυτό περισσότερες πληροφορίες στους κώδικες του Τούρκικου Αρχείου Ηρακλείου που η έρευνα τους θα φωτίσει όχι μόνο αυτό το περιστατικό, αλλά και πολλές άλλες σελίδες στην αιματόβρεκτη ιστορία του νησιού κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.

Όσο για τον τόπο ταφής, ο Παπαδοπετράκης αναφέρει ότι ο «υπερογδοηκοντούτης» Τούρκος Χασάν Μαράζης που παραβρέθηκε στην εκδορά, διηγήθηκε τη σκηνή στον Ιωάννη Πωλιουδάκη το 1838 και του έδειξε τον τόπο που τον έθαψαν. Τον έθαψαν σε ένα λάκκο νοτιοανατολικά της Ακ Ταμπιάς. Δηλαδή στην περιοχή που βρισκόταν το μαιευτήριο «Μητέρα».

Το τραγούδι του Δασκαλογιάννη
Δεκαέξι χρόνια αργότερα (1786), το τραγικό τέλος της επανάστασης του Δασκαλογιάννη, εξιστορεί στο ποίημα που συνέθεσε ο αγράμματος τυροκόμος από το Μουρί Σφακίων, μπάρμπα Μπατζελιός. Εάν δεν υπήρχε το τραγούδι τούτο και το σχετικό κεφάλαιο της ιστορίας του Παπαδοπετράκη που το συνέγραψε συγκεντρώνοντας εκατό χρόνια αργότερα διάσπαρτα στοιχεία από την παράδοση, πιθανόν η επανάσταση του Δασκαλογιάννη να είχε λησμονηθεί εντελώς.

Ο μπάρμπα Μπατζελιός (Παντελής), πολεμιστής του Δασκαλογιάννη, συνέθεσε το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη, ένα έπος 1034 στίχων, που το υπαγόρευσε στον Αναγνώστη του παπά Σήφη Σκορδύλη, ο οποίος το κατέγραψε, γιατί ο ίδιος ο μπάρμπα Μπατζελιός ήταν εντελώς αγράμματος (το θυμόταν όλο απ’ έξω, όπως οι αρχαίοι επικοί ποιητές). Το συγκλονιστικό στιγμιότυπο της αφήγησης περιγράφεται από τον Αναγνώστη (που προφανώς ήταν κι αυτός ριμαδόρος, δηλαδή λαϊκός ποιητής) στο συγκινητικό επίλογο του ποιήματος.

Εκτός από την ιστορική και την ποιητική αξία του έργου, εντυπωσιακά είναι τα κοινά στοιχεία του με την αρχαία επική ποίηση και ιδιαίτερα με τα ομηρικά έργα μεταξύ των άλλων, η επανάληψη κάποιων φράσεων ή, σπάνια, και ολόκληρων στίχων (απαραίτητο για κάποιους που δεν έγραφαν, αλλά μόνο θυμούνταν απ’ έξω τόσες εκατοντάδες στίχους), καθώς και το ότι ξεκινά με επίκληση του ποιητή στο Θεό να τον βοηθήσει να φέρει σε πέρας την προσπάθειά του, όπως ο Όμηρος ξεκινούσε με τη γνωστή επίκληση στη Μούσα. Από τα κυριότερα κοινά στοιχεία όμως είναι η εξιστόρηση των μαχών, ο τρόπος περιγραφής του ήρωα και η αφήγηση των διαλόγων και των αντιπαραθέσεων ανάμεσα στα πρόσωπα του έργου είναι φανερό ότι ο ποιητής δεν έχει στο νου του μόνο να εξιστορήσει τα γεγονότα, αλλά αναδημιουργεί, με γνήσιο λογοτεχνικό πνεύμα, μέσα στο έργο του ολόκληρο τον κόσμο στον οποίο διαδραματίζεται η τραγωδία γράφει ένα έμμετρο μυθιστόρημα.

Το 1978 ο αξέχαστος παπά Άγγελος Ψυλλάκης ηχογράφησε μεγάλο μέρος του τραγουδιού, σε παραδοσιακό σκοπό, στο δίσκο Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη (Calypso 80001).
Εμείς το παίρνομε από το εξαίρετο βιβλίο του Σφακιανού δημοσιογράφου, ερευνητή και συγγραφέα Πάρι Στ. Κελαϊδή Η Επανάσταση του Δασκαλογιάννη (εκδ. «Καράβι και Τόξο», Αθήνα 1978) σε μερική αντιπαραβολή με την έκδοση του Βασίλη Λαούρδα (Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη, εκδ. Μουρμέλ, Ηράκλειον Κρήτης 1947) και το μεταφέρομε στη σημερινή ορθογραφία. Για τις υποσημειώσεις συμβουλευτήκαμε αρκετές φορές το αναλυτικό γλωσσάρι του βιβλίου.

Στην πλήρως σχολιασμένη, ιστορικά και φιλολογικά, έκδοση του Βασίλη Λαούρδα (Το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη, εκδ. Μουρμέλ, Ηράκλειον Κρήτης 1947) επισημαίνονται τρεις ανακρίβειες στα ιστορικά στοιχεία που δίδει ο μπάρμπα Μπατζελιός:
Ότι οι Σφακιανοί δεν ήταν απαλλαγμένοι από φόρους, όπως αναφέρεται στο Τραγούδι, ότι ο Πρωτόπαπας, που ήταν θείος του Δασκαλογιάννη, συνελήφθη στα Σφακιά, σύμφωνα με τις τουρκικές αναφορές της εποχής, και όχι συνοδεύοντας το Δασκαλογιάννη, μαζί με τους άλλους, στο Ηράκλειο, ότι το μαρτύριο του Δασκαλογιάννη συνέβη όχι αμέσως, αλλά μετά από έναν ολόκληρο χρόνο αιχμαλωσίας (17 Ιουνίου 1771).
Κατά τον ίδιο το σχολιαστή, οι ανακρίβειες αυτές (παρόλο που πρέπει να κάνουν τον ιστορικό ερευνητή προσεκτικό στην αξιοποίηση του Τραγουδιού) καθόλου δε μειώνουν την αξία του ποιήματος· αντίθετα, «αναβαθμίζουν λογοτεχνικά την πραγματικότητα», εκφράζοντας καθαρότερα αυτά που όφειλε ο ποιητής να τονίσει.

Θε μου, και δώσ’ μου φώτιση, καρδιά σαν το καζάνι,
να κάτσω να συλλογιαστώ το Δάσκαλο το Γιάννη,
Θε μου, και δώσ’ μου λογισμό και μπόρεση ν’ αρχίξω,
το Δάσκαλο τον ξακουστό πρικιά να τραγουδήξω,
Θε μου, και δώσ’ μ’ απομονή και νουν εις το κεφάλι,
ν’ αναθιβάλω και να πω και τω Σφακιώ τα βάλη.

Ο Μπέης απού τη Βλαχιά κι ο Μπέης ’πού τη Μάνη
κρυφοκουβέντες είχασι με το Δασκαλογιάννη,
οπού ’τονε ξεχωριστός σε πλούτη κι αξιοσύνη,
με την καρδιά ντου ήθελε την Κρήτη Ρωμιοσύνη[1].
Κάθε Λαμπρή και Κυριακή έβανε το καπέλο
και του Πρωτόπαπά ’λεγε «Το Μόσκοβο[2] θα φέρω,
να τα συντράμει τα Σφακιά, τσι Τούρκους να ζιγώξου
και για την Κόκκινη Μηλιά δρόμο να τώνε δώσου.
Κι όσ’ απ’ αυτούς το θέλουσι στην Κρήτη ν’ απομείνου,
σταυρό να προσκυνήσουσι και χρισθιανοί να γίνου.»
Μά ’λεγε κι Πρωτόπαπας «Δάσκαλε, είντα λογιάζεις;
Θα τα σκλαβώσεις τα Σφακιά μ’ αυτά που λογαριάζεις.
Κι άνε ντο μάθ’ ο βασιλιάς[3], Τουρκιά θα μάσε φέρει,
να δίδομε δωσίματα[4] σαν κι εις τα κάτω μέρη,
να δίδομε δωσίματα, να δίδομε χαράτσια,
και θα μας πέψει μονομιάς τρακόσια μπαϊράκια,

Διαβάστε περισσότερα: http://www.pare-dose.net/?p=168#ixzz13gPcIthV

ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ

Tα πρώτα του βήματα.

Ο «Αρχάγγελος της Κρήτης» γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγια Ρεθύμνου. Ήταν μόλις πέντε ετών, όταν στις 13 Αυγούστου του 1941 οι γερμανοί κατακτητές εισέβαλαν στο χωριό του και το έκαψαν. Οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες στην κοιλάδα του Μυλοποτάμου, για να επιστρέψουν στον τόπο τους τρία χρόνια αργότερα, μετά την απελευθέρωση.

Νίκος Ξυλούρη

Τα πρώτα χρόνια στα κατεστραμμένα Ανώγια είναι φτωχικά και δύσκολα για την οικογένεια του Νίκου Ξυλούρη, όπως και για όλους τους συγχωριανούς του. Ο ίδιος φεύγει για το Ηράκλειο, για να μάθει γράμματα. Το σχολείο, όμως, του είναι μάλλον αγγαρεία και ήδη έχει δείξει την κλίση του στη μουσική.

Μια μέρα βλέπει έναν συγγενή του να παίζει λύρα κι από τότε του καρφώνεται η ιδέα να μάθει αυτό το όργανο. Οι αντιρρήσεις του πατέρα του κάμπτονται από τον δάσκαλό του, που αναγνώρισε από νωρίς το ταλέντο του. Έτσι, σε ηλικία μόλις 10 ετών, αποκτά την πρώτη του λύρα, σταματά το σχολείο στην Γ’ Δημοτικού και μετά από ενάμιση χρόνο μαθητείας δίπλα στον λυράρη Λεωνίδα Κλάδο, ξεκινά να βγάλει το ψωμί του παίζοντας σε γάμους, βαφτίσια και γιορτές, σ’ όλη την Κρήτη.

Το 1953 ο 17χρονος Νίκος αφήνει πίσω το χωριό του, για να εγκατασταθεί στο Ηράκλειο. Πιάνει δουλειά στο κέντρο «Κάστρο» και με τα λεφτά που παίρνει πληρώνει ίσα ίσα το ενοίκιο για την κάμαρά του. Έχει ν’ αντιμετωπίσει τη μουσική της εποχής (ταγκό, βαλς, ρούμπα, σάμπα κλπ), καθώς και τους μεγάλους λυράρηδες που δεν τον βλέπουν με καλό μάτι. Οι καλοί φίλοι που έχει αποκτήσει στο Ηράκλειο τον βοηθούν, οργανώνοντας γλέντια, και το όνομά του αρχίζει σιγά – σιγά να γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό.

Σε μια αποκριάτικη γιορτή βλέπει την Ουρανία Μελαμπιανάκη, γόνο αριστοκρατικής οικογενείας, και την ερωτεύεται. Για ένα χρόνο της κάνει καντάδα κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρό της, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν μιλήσει ποτέ. Η ταξική τους διαφορά θα τους αναγκάσει να κλεφτούν και να παντρευτούν κρυφά, στις 21 Μαΐου του 1958. Μαζί θα αποκτήσουν δύο παιδιά, τον Γιώργη και τη Ρηνιώ.

Στομεταξύ, η ανοδική πορεία του συνεχίζεται. Σκοπός του είναι να μάθει ο κόσμος τα τραγούδια της Κρήτης έξω από τα σύνορά της. Το Νοέμβριο του 1958 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο με την εταιρία «Odeon» υπό τον τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά», παίρνοντας ως αμοιβή 150 δραχμές! Ο δίσκος γνωρίζει επιτυχία και η εταιρία του τον βοηθάει να κάνει κι άλλους, βγάζοντάς τον από τις δύσκολες μέρες.

Το 1966 το κράτος επιλέγει και στέλνει τον Νίκο Ξυλούρη σ’ ένα διαγωνισμό δημοτικής μουσικής στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας, οπού ανάμεσα σε δεκάδες συγκροτήματα απ’ όλο τον κόσμο παίρνει το πρώτο βραβείο για την ερμηνεία του στο συρτάκι που έπαιξε με τη λύρα. Ο διάσημος για την Κρήτη λυράρης, ύστερα από πολύ κόπο και προσπάθεια, ανοίγει τα φτερά του και γίνεται γνωστός σ’ όλη την Ελλάδα.

Καριέρα στην Αθήνα

Τον Απρίλιο του 1969 ο Νίκος Ξυλούρης κάνει την πρώτη δοκιμαστική εμφάνισή του στην Αθήνα, στο κέντρο «Κονάκι», και ο κόσμος τον αποθεώνει. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου αποφασίζει να εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα. Ένα από εκείνα τα βράδια, επισκέπτεται το μαγαζί ο σκηνοθέτης και ποιητής Ερρίκος Θαλασσινός. Γνωρίζονται και γίνονται αχώριστοι φίλοι.

Ο Θαλασσινός μιλάει γι’ αυτόν στον μουσικοσυνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, με τον οποίο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο «Χρονικό», μία ενότητα τραγουδιών που θέτει σε νέα βάση τη σχέση της παράδοσης με το παρόν. Έξι μήνες αργότερα κυκλοφορεί ο δίσκος – αναφορά στα «Ριζίτικα» της Κρήτης, για τον οποίο βραβεύεται από τη Γαλλική Ακαδημία Σαρλ Κρος. Το Μάιο του 1971 ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στη μπουάτ «Λήδρα» στην πλάκα.

Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας, η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης… «Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια κι αγριμάκια μου». Ακολουθούν δύο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η «Ιθαγένεια» και ο «Στρατής ο θαλασσινός», αλλά και συνεργασίες με τον Σταύρο Ξαρχάκο («Διόνυσε, καλοκαίρι μας», «Συλλογή»), τον Χριστόδουλο Χάλαρη («Τροπικός της Παρθένου», «Ακολουθία») και τον Χρήστο Λεοντή («Καπνισμένο μου τσουκάλι»).

Το καλοκαίρι του 1973 ο Νίκος Ξυλούρης κάνει το ντεμπούτο του στο σανίδι. Κρατά τον καθοριστικό ρόλο του τραγουδιστή στην παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» που ανεβάζουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος στο θέατρο «Αθήναιον», με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Μέσα από τις αναφορές και τα τραγούδια του βρίσκει τρόπο έκφρασης το τεταμένο πολιτικό κλίμα, που οδηγεί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Είναι από τις ελάχιστες επίσημες παρουσίες στο χώρο, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας από τις εφημερίδες εκείνων των ημερών.

Στο Πολυτεχνείο 1974

Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παράλληλα, ηχογραφεί τα «Αντιπολεμικά» τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Με τον «Αργαλειό», το «Φιλεντέμ», τον «Πραματευτή», αλλά και το «Μεσοπέλαγα αρμενίζω», η φωνή του ακούγεται και πάλι έντονα. Τώρα λέει και πάλι «τραγούδια ζωής». Όμως, η ζωή του επιφυλάσσει μία δυσάρεστη έκπληξη…

Νίκος Ξυλουρής - Μελίνα Μερκούρη

Ο «αρχάγγελος», στη γειτονιά των αγγέλων


Το 1979 είναι μια δύσκολη χρονιά για τον Νίκο Ξυλούρη. Αν και η καριέρα του βρίσκεται στο απόγειό της, ο ίδιος υποφέρει από έντονους πόνους στο κεφάλι και στο θώρακα. Ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη και εισάγεται για εξετάσεις στο Memorial Hospital, όπου διαπιστώνεται ότι πάσχει από καρκίνο. Έπειτα από πολλαπλές εγχειρήσεις επιστρέφει στο σπίτι ενός φίλου του στο Πόρτο Ράφτη και προσπαθεί να νικήσει την επάρατο νόσο.

Την Τετάρτη, 6 Φεβρουαρίου του 1980, μπαίνει στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιώς για νέες εξετάσεις. Την επόμενη μέρα, όμως, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται και το βράδυ της Πέμπτης πέφτει σε κώμα. Οι γιατροί κάνουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να τον κρατήσουν στη ζωή, αλλά όλα είναι μάταια. Τα χαράματα της Παρασκευής 8 Φεβρουαρίου φεύγει για πάντα από κοντά μας. Το τραγούδι που κάποτε τραγούδησε βγήκε αληθινό…

«Μια μέρα, μια Παρασκευή
θα πέσω να πεθάνω
και μια Λαμπρή θ αναστηθώ
από το χώμα απάνω»

Στις 9 Φεβρουαρίου χιλιάδες κόσμου, επώνυμοι κι ανώνυμοι, αποχαιρετούν τον «Αρχάγγελο της Κρήτη» με δάκρια στα μάτια και τραγουδούν:

«Έβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά
και ο πατέρας του στον Άδη άκουσε μια τουφεκιά…»


Είπαν γι’ αυτόν

Μίκης Θεοδωράκης, μουσικοσυνθέτης
“Ο θάνατος του ήταν μεγάλη απώλεια για την ελληνική μουσική και την Κρήτη”.

Γιώργος Χατζηνάσιος, συνθέτης
“Για μένα ήταν η πιο αντιπροσωπευτική ελληνική φωνή. Η φωνή του χαρακτήριζε τη φυλή μας. Ήταν από τους πιο καλούς ανθρώπους στο επάγγελμα. Πιστεύω ότι θ’ αφήσει δυσαναπλήρωτο κενό και ότι θα περάσουν πολλές γενιές για να ξαναβγεί μια τέτοια φωνή”.

Μίμης Πλέσσας, συνθέτης
“Για μένα άνοιγε το στόμα του και τραγουδούσε η Ελλάδα. Ο χαμός του δεν είναι χαμός του τροβαδούρου, αλλά ενός συμβόλου”.

Γιώργος Θεοδοσιάδης, συνθέτης
” Ήταν η προσωποποίηση της αγνής έκφρασης στο τραγούδι. Η φωνή του ήταν ένα τραγούδι ακόμα κι όταν μιλούσε. Υπήρξε λεβέντης. Κρητικός και στην τέχνη του και στην καρδία και στο ήθος”.

Λινος Κοκοτος, συνθέτης
“Μέχρι τον τελευταίο χρόνο δουλεύαμε μαζί. Οι σχέσεις μας δεν ήταν εκείνες οι τυπικές των συνεργατών. Ο Νίκος ήθελε ν’ ανοίγει το σπίτι του και την αγκαλιά του σε φίλους και συνεργάτες σα γνήσιος Κρητικός. Ήταν πάνω απ’ όλα άνθρωπος, το σπιτικό του δεν θύμιζε ποτέ “σπίτι φιρμάδικο” , κάτι πολύ συνηθισμένο στις μέρες μας. Δεν είδε ποτέ τον εαυτό του σα βεντέτα, τον ενδιέφερε μόνο η σωστή δουλειά. Ο Νίκος Ξυλούρης δεν είχε μόνο μια σπουδαία φωνή, αλλά κι ένα μοναδικό ένστικτο για να δίνει την σωστότερη ερμηνεία. Πάντα έλεγε : “Πρέπει να κάνουμε ότι μπορούμε για να μη χαθεί το ελληνικό τραγούδι”. Χάνοντας τον Νίκο Ξυλούρη, χάσαμε τον πιο σημαντικό πρεσβευτή του ελληνικού τραγουδιού”.

Γιάννης Πάριος, τραγουδιστής
“Χάθηκε ένας πολύ μεγάλος τραγουδιστής κι ένας καταπληκτικός άνθρωπος. Ήταν λεβέντης σε όλα του ο Νίκος, ο φιλαράκος με την πιο γλυκιά καρδιά του κόσμου”.

Τόλης Βοσκόπουλος, τραγουδιστής
“Δεν τον γνώριζα προσωπικά, όμως έχω ακούσει ωραία λόγια γι’ αυτόν. Πάντως είναι ένας συνάδελφος που αφήνει κενό πίσω του”.

Δήμητρα Γαλάνη, τραγουδίστρια
“Δεν υπήρξα φίλη του Νίκου αλλά είχαμε συνεργαστεί αρκετές φορές. Είναι κάπως δύσκολο να μιλήσω με δυο λόγια για τον καλλιτέχνη και κυρίως για τον άνθρωπο Ξυλούρη. Ήταν ευθύς, γνήσιος , με λίγα λόγια αυτό που λέμε “λεβέντης”. Εκείνο που θα θυμάμαι πάντα από τον Νίκο είναι το μόνιμο χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και την έξυπνη ματιά του. Δεν νομίζω ότι το ελληνικό τραγούδι θα ξαναγεννήσει έναν Ξυλούρη”.

Τάνια Τσανακλίδου, τραγουδίστρια
“Ο θάνατος του μ’ έχει συγκλονίσει. Φίλος καλός κι ακόμα πιο καλός συνεργάτης ήταν ο Νίκος Ξυλούρης. Η εντελώς ιδιότυπη φωνή του άφησε τη σφραγίδα της στο ελληνικό τραγούδι. Σ’ όλες τις συνεργασίες που είχαμε, είτε στην Αθήνα είτε σε περιοδείες, ο Νίκος ήταν κάτι περισσότερο από καλός συνάδελφος, ήταν ένας λεβέντης. Θα τον έχω για πάντα στ’ αυτιά μου και στη καρδιά μου”.

Τζένη Καρέζη, ηθοποιός
“Ήταν από τα ωραιότερα και τα πιο αγνά πλάσματα που έχω συναντήσει . Όσο καθάρια και όσο συγκλονιστική ήταν η φωνή του, άλλο τόσο ήταν και στη ζωή του γνήσιος και καθάριος. Ήταν σαν αρχάγγελος. Κι ίσως γι’ αυτό πέθανε τόσο νέος. Κι εγώ κι ο Κώστας θυμόμαστε πάντα την συνεργασία μας και τώρα θα τη θυμόμαστε με περισσότερη συγκίνηση”.

Κώστας Καζάκος, ηθοποιός
“Ο θάνατος του Νίκου δεν μας βρήκε απροετοίμαστους, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι ο πόνος μας είναι μικρότερος. Όσοι το γνωρίσανε και περισσότερο όσοι δουλέψανε μαζί του ξέρουνε ότι σαν καλλιτέχνης και σαν άνθρωπος είναι αναντικατάστατος”.

Αλίκη Βουγιουκλάκη, ηθοποιός
“Χάθηκε το παλικάρι με τη φωνή, το ήθος και τη λεβεντιά. Κάτι τέτοιες στιγμές αναλογίζομαι πόσο άδικος είναι ο Θεός”.

Μάνος Κατράκης, ηθοποιός
“Όταν μιλάει κανείς για τον Ξυλούρη δεν μπορεί να μη θυμηθεί το χαμόγελο και τη μεγάλη του καρδιά. Είχε μια απλή λεβεντιά που δύσκολα πια συναντάς. Δίκαια οι Κρητικοί ένιωθαν περήφανοι γι’ αυτόν”.

Αλέξης Μινωτής, ηθοποιός
“Τον θαύμαζα γιατί ήταν ένας καλός κρητικός, ένας θαυμάσιος τραγουδιστής. Λυπάμαι βαθιά που χάθηκε”.

Λυκούργος Καλέργης, ηθοποιός
“Ήταν ο καλλιτέχνης που άφησε τη δική του σφραγίδα όχι μόνο σαν τραγουδιστής αλλά και σαν άνθρωπος”.

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, τότε υπουργός Εξωτερικών
“Τώρα που η φυσική και επιβλητική παρουσία του Ξυλούρη έφυγε από κοντά μας μπορούμε να εκτιμήσουμε την ανθρωπιά του. Σε μια εποχή που η “επιστροφή στις ρίζες” του δημοτικού και λαϊκού τραγουδιού χρησίμευε σαν άλλοθι για μια ύποπτη γραφικότητα και μια εύκολη λαϊκότητα, ο τραγουδιστής της Κρήτης μας δίδαξε την λιτότητα και την απλότητα του πραγματικού λαϊκού ανθρώπου. Ας τον χαιρετίσουμε λοιπόν απλά και λιτά όλοι εμείς που ξέρουμε ότι η φωνή του δεν θα πάψει ποτέ να μας συντροφέψει”.

Δισκογραφία


1967 Η ΚΡΗΤΗ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ
1969 ΧΡΟΝΙΚΟ
1970 Ο ΨΑΡΟΝΙΚΟΣ
1970 ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΚΑΙ ΧΟΡΟΙ
1971 ΡΙΖΙΤΙΚΑ
1972 ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
1972 ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ
1972 ΔΙΟΝΥΣΕ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΜΑΣ
1973 ΠΕΡΗΦΑΝΗ ΡΑΤΣΑ
1973 ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ 10 (Ο ΨΑΡΟΝΙΚΟΣ)
1973 Ο ΤΡΟΠΙΚΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ
1973 Ο ΞΥΛΟΥΡΗΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
1973 Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΓΑΠΑΝΘΟΥΣ
1974 ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ
1974 ΣΥΛΛΟΓΗ
1974 ΧΡΥΣΟΣ ΔΙΣΚΟΣ
1974 ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΤΣΙΡΚΟ
1975 ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
1975 ΚΟΜΕΝΤΙΑ
1975 ΤΑ ΠΟΥ ΘΥΜΟΥΜΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΩ
1975 ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ
1975 ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ
1976 ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
1976 Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑΛΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΙΚΡΗΣ ΑΓΑΠΗΣ (Συμμετοχή)
1976 ΚΥΚΛΟΣ ΣΕΦΕΡΗ (Συμμετοχή)
1977 ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ (Συμμετοχή)
1977 ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ
1978 ΤΑ ΞΥΛΟΥΡΕΙΚΑ
1978 ΣΑΛΠΙΣΜΑ
1978 ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΑ
1978 14 ΧΡΥΣΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ (Συλλογή)
1981 ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΩΡΑ ΚΡΗΤΗ (Συλλογή)
1982 ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ (Συλλογή)
1983 ΑΞΕΧΑΣΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ (Συλλογή)
1983 ΠΑΝΤΕΡΜΗ ΚΡΗΤΗ (Συλλογή)
1984 Ο ΔΕΙΠΝΟΣ Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ (Συμμετοχή)
1985 ΣΤΑΥΡΟΣ ΞΑΡΧΑΚΟΣ:ΘΕΑΤΡΙΚΑ (Συμμετοχή)
1987 ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ (Συλλογή)
1988 Ο Γ.ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΙΝ/ΦΟ (Συμμετοχή)
1990 ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ 2 (Συλλογή – Συμμετοχή)
1990 Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΣΤΟ ΗΡΩΔΕΙΟ 1976 (Συλλογή – Συμμετοχή)
1990 Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (1958-1968) (Συλλογή)
1995 ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΗΣ ΜΙΝΟΣ-ΕΜΙ 13 (Συλλογή)
1996 ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΞΥΛΟΥΡΗ 1962-65 (Συλλογή)
1996 ΤΑ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΑ (Συλλογή – Συμμετοχή)
1997 ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ (Συλλογή)
2000 ΠΑΛΗΚΑΡΙ ΑΠ’ ΤΑ ΠΑΛΙΑ (Συλλογή)
2000 ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ (Συλλογή)
2003 ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ – ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ (Συλλογή)

ΔΙΣΚΟΘΗΚΗ:
4 Νίκος Ξυλούρης – Μπήκαν στην Πόλη οι οχθροί
4 Νίκος Ξυλούρης – Ξαστεριά

Πηγή : http://www.sansimera.gr/biographies




ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

Μάνος Χατζιδάκις

Το 1971 ο Χατζιδάκις καθιερώνει τις «Μουσικές Γιορτές» στα Ανώγεια της Κρήτης, που περιλαμβάνουν τοπικούς λαϊκούς χορούς και τραγούδια. Τον επόμενο χρόνο εγκαινιάζει και τον «Μουσικό Αύγουστο» στο Ηράκλειο, ένα καλλιτεχνικό Φεστιβάλ με κύριο στόχο την παρουσίαση νέων ρευμάτων τόσο στη μουσική όσο και στο χορό, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική και το θέατρο.

Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1925 στην Ξάνθη, μια ακριτική καπνοπαραγωγική πόλη της Ελλάδας. Ο πατέρας του, Γεώργιος Χατζιδάκις, καταγόταν από τη Μύρθιο Ρεθύμνου και ήταν δικηγόρος. Η μητέρα του, Αλίκη (Βασιλική), το γένος Αρβανιτίδου καταγόταν από την Ανδριανούπολη. «Από την μητέρα μου», όπως έλεγε ο ίδιος, «κληρονόμησα όλους τους γρίφους που από παιδί μ` απασχολούν και μέχρι σήμερα κάνω προσπάθειες να τους λύσω. Χωρίς τους γρίφους της δεν θα `μουν ποιητής…». Από την ηλικία των τεσσάρων ετών αρχίζει τα πρώτα μαθήματα πιάνου, με δασκάλα την Αλτουνιάν, γνωστή μουσικό της Ξάνθης, αρμενικής καταγωγής. Μάθαινε επίσης, βιολί και ακορντεόν. Το 1932, η μητέρα και τα δύο παιδιά, ο Μάνος και η Μιράντα, εγκαθίστανται οριστικά στην Αθήνα και οι γονείς χωρίζουν. Το 1938 ο πατέρας του σκοτώνεται σε αεροπορικό δυστύχημα ενώ ταξίδευε για το Μιλάνο. Το γεγονός αυτό καθώς και η έναρξη του Β` Παγκοσμίου πολέμου, κατέστρεψαν οικονομικά την οικογένεια. Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της απελευθέρωσης, εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης, εργάτης στο εργοστάσιο ζυθοποιίας του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Συγχρόνως αρχίζει ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο, σημαντική μορφή της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής. Αρχίζει επίσης σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (σπουδές που ποτέ δεν ολοκλήρωσε), ενώ παράλληλα γαλουχείται από καλλιτέχνες και διανοούμενους (Γκάτσος, Σεφέρης, Ελύτης, Τσαρούχης, Σικελιανός) της γενιάς του μεσοπολέμου, οι οποίοι θα συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και της σκέψης του. Ο Νίκος Γκάτσος, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1943, θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, ο μεγάλος δάσκαλος και ο ακριβός του φίλος.
Η πρώτη του εμφάνιση ως συνθέτη στο μουσικό ορίζοντα της χώρας γίνεται το 1944 με τον Τελευταίο Ασπροκόρακα του Αλέξη Σολωμού, στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και μαθήματα υποκριτικής, θέλοντας να γίνει ηθοποιός, αλλά ο Κουν θα τον αποτρέψει. Μέσα από τη γόνιμη συνεργασία του, ως συνθέτη πια, με το Θέατρο Τέχνης που θα διαρκέσει δεκαπέντε χρόνια, θα γράψει μουσική για πολλά έργα του σύγχρονου θεατρικού ρεπερτορίου: Γυάλινος Κόσμος (Τ. Ουίλιαμς, 1946), Αντιγόνη (Ζ. Ανουίγ, 1947), Ματωμένος Γάμος (Φ. Γ. Λόρκα, 1948), Όλα τα Παιδιά του Θεού έχουν Φτερά (E. Ο` Νηλ, 1948), Λεωφορείον ο Πόθος (Τ. Ουίλλιαμς, 1948), Ο θάνατος του Εμποράκου (Α. Μίλερ, 1949) κ.ά.
Με το τέλος της γερμανικής κατοχής, η τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη τολμάει πρώτη να του αναθέσει να συνθέσει μουσική για τον Αγαμέμνονα και τις Χοηφόρες (1950) από την Ορέστεια του Αισχύλου. Μέχρι τότε την μουσική επένδυση των αρχαίων τραγωδιών την ανέθεταν σε ακαδημαϊκούς συνθέτες. Την ίδια περίοδο συνεργάζεται με τον μεγάλο ποιητή Άγγελο Σικελιανό για να συνθέσει τη μουσική στην τελευταία του τραγωδία Ιπποκράτης, ενώ η έγκυρη μουσικοκριτικός Σοφία Σπανούδη γράφει ήδη ένθερμα άρθρα για το έργο του.
Το 1945, στο θεατρικό έργο του Ευγένιου Ο` Νηλ Το Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα, γνωρίζει τη Μελίνα Μερκούρη που υποδύεται τη Λαβίνια, κατοπινή συνεργάτιδα και αγαπημένη του φίλη.
Η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο πραγματοποιείται το 1946 για την ταινία Αδούλωτοι Σκλάβοι, ενώ ένα χρόνο αργότερα αρχίζει να γράφει το έργο Για μια Μικρή Λευκή Αχιβάδα, op. 1 για πιάνο, το οποίο ο ίδιος ξεχωρίζει με ιδιαίτερη αρίθμηση στο σύνολο της εργασίας του. Το 1948 το ίδιο έργο θα παιχτεί από τον αμερικανό πιανίστα Julius Katchen.Το 1949 με μια διάλεξη του για το Ρεμπέτικο τραγούδι θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική Ελληνική αστική κοινωνία. Το ρεμπέτικο τραγούδι που εξέφραζε τα λαϊκά στρώματα, απαγορευμένο και παράνομο, ήταν για τον υπόλοιπο κόσμο – αστούς και διανόηση – είτε άγνωστο είτε περιφρονημένο. Η «μουσική του δρόμου» και η «λαϊκή μουσική» έκαναν τον Μάνο Χατζιδάκι να αναγνωρίσει στο ρεμπέτικο τραγούδι αυθεντικά στοιχεία της παράδοσης. Δύο χρόνια αργότερα (1951), παρουσιάζοντας και παίζοντας ο ίδιος στο πιάνο τις Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές, που ήταν μεταφορά στο πιάνο έξι ρεμπέτικων τραγουδιών, θα πείσει πια έμπρακτα το ελληνικό κοινό για την ομορφιά και τον πλούτο των ρεμπέτικων τραγουδιών και θα αναμορφώσει όλο το ελληνικό τραγούδι, δρομολογώντας το σε νέους μουσικούς ορίζοντες. Όταν όμως, το λαϊκό τραγούδι έγινε προϊόν τουριστικής αξιοποίησης και αντικείμενο εκμετάλλευσης, δεν δίστασε πρώτος να το καταγγείλει. Το 1951 ιδρύεται το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου – του οποίου ο Μάνος Χατζιδάκις υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικός διευθυντής – και εκεί παρουσιάζει τα τέσσερα μπαλέτα του: Μαρσύας (1950), Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές (1951), Το Καταραμένο Φίδι (1951) και Ερημιά (1958).
Από το 1950, αρχής γενομένης με την Ορέστεια του Αισχύλου, θα γράψει μουσική για πολλές αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες: Μήδεια (1956), Κύκλωπας (1959) και Βάκχες (1962) του Ευριπίδη, Εκκλησιάζουσες (1956), Λυσιστράτη (1957), Πλούτος (1956), Θεσμοφοριάζουσες (1958), Βάτραχοι (1959) και Όρνιθες (1959) του Αριστοφάνη. Το 1953, με μία σειρά διαλέξεών του με θέμα τους σύγχρονους αμερικανούς συνθέτες, θα «αποκαλύψει» τους A. Copland, G. Menotti, L. Bernstein κ.ά. στο ελληνικό ακροατήριο που είχε απομονωθεί από τον υπόλοιπο κόσμο εξ αιτίας του Β` Παγκοσμίου Πολέμου και των δύσκολων μεταπολεμικών συνθηκών. Την ίδια εποχή γράφει ένα από τα σημαντικότερα έργα του τον Κύκλο του C.N.S., op. 8 για βαρύτονο και πιάνο.
Εκτός από το Θέατρο Τέχνης, συνεργάζεται και με το Εθνικό Θέατρο. Μεταξύ άλλων (Όνειρο Kαλοκαιρινής Nύχτας 1952, Βασιλιάς Ληρ 1957, Οθέλλος 1958, Δόνια Ροζίτα 1959), γράφει μουσική για τη Μήδεια του Ευριπίδη, που ανεβαίνει στην Επίδαυρο με πρωταγωνίστρια την Κατίνα Παξινού (1956).
Το 1959 παρουσιάζει στο αθηναϊκό κοινό τον Μίκη Θεοδωράκη ενορχηστρώνοντας και ηχογραφώντας ο ίδιος το έργο του «Επιτάφιος», με την Νάνα Μούσχουρη.
Παράλληλα με το θέατρο, από το 1946 ο Μάνος Χατζιδάκις θα συνθέσει μουσική για πολλές ελληνικές και ξένες κινηματογραφικές ταινίες: Κάλπικη Λίρα (Γ. Τζαβέλλα 1954), Στέλλα (Μ. Κακογιάννη, 1955), Ο Δράκος (Ν. Κούνδουρου, 1956), Μανταλένα (Ντ. Δημόπουλου, 1960), In the Cool of the Day (R. Stevens 1962), America-America (E. Kazan, 1962), Blue (S. Narizzano, 1967), Sweet Movie (D. Makavejev, 1974), Το Ταξίδι του Μέλιτος (Γ. Πανουσόπουλου, 1978), Memed my Hawk (P. Oustinov, 1983), Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου (Π. Βούλγαρη, 1992), κ.ά. Το 1977 θα γράψει μουσική και για δύο ντοκιμαντέρ του J. Y. Cousteau (A la recherche de l` Atlantide-1, A la recherche de l` Atlantide-2).
Το 1959 και το 1960, στα δύο πρώτα Φεστιβάλ Τραγουδιού που διοργανώνει το Ε.Ι.Ρ., παίρνει το πρώτο βραβείο για δύο τραγούδια που ερμηνεύει η Νάνα Μούσχουρη. Το 1960 κερδίζει στη Θεσσαλονίκη το πρώτο βραβείο μουσικής της Α` Εβδομάδας Ελληνικού Κινηματογράφου (το τότε Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) για την μουσική του στην ταινία του Νίκου Κούνδουρου Το Ποτάμι.
Το 1960 του απονέμεται το βραβείο Oscar για το τραγούδι Τα παιδιά του Πειραιά -από την ταινία του Jules Dassin Ποτέ την Κυριακή- και ταυτόχρονα γίνεται ο πρώτος `Ελληνας συνθέτης που κάνει γνωστό το ελληνικό τραγούδι έξω από τα σύνορα της χώρας. Τα παιδιά του Πειραιά θα συμπεριληφθούν στα δέκα εμπορικότερα τραγούδια του 20ου αιώνα και θα βραβευθούν στο Αμβούργο το 1987. Η συνεργασία του με τον Jules Dassin θα συνεχισθεί και στο TOPKAPI (1963).
Όμως, εκτός από Τα Παιδιά του Πειραιά που γνώρισαν την διεθνή αναγνώριση, τα επόμενα χρόνια πολλά τραγούδια του είχαν την ίδια τύχη και τραγουδήθηκαν από τους: Lale Andersen, Brenda Lee, Nat King Cole, Johnny Mathis, Hary Belafonte, Seon Filips, Amalia Rodrigues, Michael Kamen και την Νάνα Μούσχουρη. Η μουσική του για τον ελληνικό κινηματογράφο και μια σειρά ελαφρών τραγουδιών του χαρίζει μια «λαϊκότητα ανεπιθύμητη», την οποία δεν θ` αποδεχθεί ποτέ και θα την μάχεται μέχρι το τέλος της ζωής του.

Σημαντικός σταθμός στο έργο του Χατζιδάκι για το θέατρο αποτελεί ακόμα η παράσταση Οδός Ονείρων (1962) σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού και πρωταγωνιστή το Δημήτρη Χορν.

Την περίοδο 19631966 διευθύνει την «Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών» – της οποίας είναι και ιδρυτής — και στο σύντομο χρονικό διάστημα της λειτουργίας της δίνει 20 συναυλίες με πρώτες παρουσιάσεις δεκαπέντε έργων ελλήνων συνθετών.

Περίοδος 1967 – 1971

Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις επισκέπτεται την Αμερική προκειμένου να ανεβάσει στο Broadway με τον Ζυλ Ντασέν και την Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του Ποτέ την Κυριακή με τον τίτλο Illya Darling. Κατά την παραμονή του στην Αμερική έρχεται σε επαφή με την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών Reflections σε συνεργασία με το συγκρότημα New York Rock and Roll Ensemble. Παράλληλα ξεκινά τη σύνθεση λιμπρέτων για τρία μουσικά έργα (Μεταμορφώσεις, Όπερα για Πέντε, Ντελικανής) ενώ ηχογραφεί και το Χαμόγελο της Τζοκόντας, ένα από τα περισσότερο γνωστά έργα του.

Περίοδος 1972 – 1989

Το 1972, επιστρέφει στην Αθήνα και τον επόμενο χρόνο ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο», το οποίο επιδιώκει, σύμφωνα με τον ίδιο, «μια τελετουργική παρουσίαση του τραγουδιού, μ’ όλα τα μέσα που μας παρέχει η σύγχρονη θεατρική εμπειρία». Η περίοδος αυτή, μέχρι το τέλος της ζωής του, θεωρείται η περισσότερο ώριμη στην μουσική του σταδιοδρομία και σηματοδοτείται με την ηχογράφηση του Μεγάλου Ερωτικού.

Με το πέρας της στρατιωτικής δικτατορίας διορίζεται «Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής» της Λυρικής Σκηνής για το διάστημα 19751977 ενώ την περίοδο 19751982 αναλαμβάνει καθήκοντα Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας καθώς και Διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα. Η παρουσία του στο Τρίτο Πρόγραμμα αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς και ίσως την ποιοτικότερη περίοδο του ραδιοσταθμού.

Την περίοδο 19811982 διοργανώνει επίσης τους «Μουσικούς Αγώνες» στην Κέρκυρα, ένα μουσικό διαγωνισμό για νέους Έλληνες συνθέτες.

Αξιοσημείωτη είναι και η συμμετοχή του στην έκδοση του πολιτιστικού περιοδικού Το Τέταρτο (19851986), το οποίο καταγράφει τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά δρώμενα μέσα από τις πολιτικές τους διαστάσεις. Παράλληλα, συστήνει το 1985, την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία «Σείριος», η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα.

Περίοδος 1990 – 1994

Στα τέλη του 1989 ο Χατζιδάκις ιδρύει την «Ορχήστρα των Χρωμάτων» με σκοπό να παρουσιάσει έργα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις διηύθυνε την ορχήστρα μέχρι το τέλος της ζωής του δίνοντας συνολικά είκοσι συναυλίες και δώδεκα ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου. Το 1991, σε συνεργασία με τον Δήμο Καλαμάτας διοργανώνει επίσης τους «Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας».

Τελευταία συναυλία που διηύθυνε ήταν στις 22 Φεβρουαρίου 1993 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, με τον τίτλο “Διαμαρτυρία κατά του Νεοναζισμού”.

Πέθανε στις 15 Ιουνίου του 1994 και ετάφη στην Παιανία.

ΝίΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ ΚΑΙ ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

Επιλεγμένη δισκογραφία

  • Έξι λαϊκές ζωγραφιές/Για μια μικρή, λευκή αχιβάδα (1954)
  • Το καταραμένο φίδι (1958)
  • Ο κύκλος με την κιμωλία (1959)
  • Ερημιά (1959)
  • Ο κύκλος του C.N.S (1959)
  • Έξι λαϊκές ζωγραφιές (1959)
  • Ραντεβού στην Κέρκυρα (1960)
  • Το κλωτσοσκούφι (1960)
  • Ποτέ την Κυριακή (1960)
  • Όρνιθες (1960)
  • La voleuse de Londres (Η κλέφτρα του Λονδίνου) (1961)
  • Ελλάς, η χώρα των ονείρων (1961)
  • Για μια μικρή λευκή αχιβάδα (1961)
  • Χαμένα όνειρα (1961)
  • Η Αλίκη στο ναυτικό (1961)
  • Απόψε αυτοσχεδιάζουμε (1961)
  • Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή Γη (1962)
  • Οδός Ονείρων (1962)
  • Καίσαρ και Κλεοπάτρα (1962)
  • Αμέρικα Αμέρικα (1963)
  • Συνέβη στην Αθήνα (1964)
  • Topkapi (1964)
  • Ματωμένος Γάμος/Παραμύθι χωρίς όνομα (1965)
  • Το χαμόγελο της Τζοκόντας (1965)
  • Μυθολογία (1966)
  • Ilya Darling (1967)
  • Blue (1968)
  • Reflections (1970)
  • Ο Μεγάλος Ερωτικός (1972)
  • Ο Οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης (1974)
  • Τα πέριξ (1974)
  • Sweet Movie (1974)
  • Ο σκληρός Απρίλης του ’45 (1974)
  • Αθανασία (1976)
  • Τα παράλογα (1976)
  • Οι γειτονιές του φεγγαριού/Χωρίον ο πόθος (1977)
  • Για την Ελένη (1978)
  • Η εποχή της Μελισσάνθης (1980)
  • Πορνογραφία (1982)
  • Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς (1983)
  • Memed My Hawk (1983)
  • Σκοτεινή μητέρα (1986)
  • Ο Μάνος Χατζιδάκις στη Ρωμαϊκή Αγορά (1986)
  • Η λαϊκή αγορά (1987)
  • Το ρεσιτάλ (1989)
  • Τα τραγούδια της αμαρτίας (1996)
  • Μουσική για το Θέατρο Τέχνης (2003)
  • Μουσική για το Ελληνικό Χορόδραμα (2003)

Γραπτά

  • Η διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο (1949)
  • Μυθολογία (1966)
  • Μυθολογία Δεύτερη (1982)
  • Ο καθρέφτης και το μαχαίρι (1988)
  • Τα σχόλια του Τρίτου (1980)

Πηγή: http://www.hadjidakis.gr/

Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι  κάποτε μου ‘δινες μόνο τη χαρά
μα τώρα πνίγεις τη χαρά στο δάκρυ  δε βρίσκω άκρη δε βρίσκω γιατρειά
Φωτιές ανάβουνε μες στα δυό του μάτια  τ’ αστέρια πέφτουνε όταν με θωρεί
σβήστε τα φώτα σβήστε το φεγγάρι σαν θα με πάρει το πόνο μου μη δεί.

……………………..

ΚΟΥΡΕΜΕΝΟΣ ΣΗΤΕΙΑΣ

Λίγο πιο νότια από το Βάι βρίσκονται οι μεγάλες αμμώδεις παραλίες του Κουρεμένου και της Χιόνας με ιδανικές συνθήκες για surfing.

Στην περιοχή του παραδοσιακού Κουρεμένου και σε απόσταση μόλις 350 μέτρα από το “GALINI Apartments” λειτουργεί εδώ και αρκετά χρόνια με μεγάλη επιτυχία ένα πλήρως οργανωμένο surfing club μιας και ο καιρός και η καθαρή θάλασσα της περιοχής ευνοούν τους λάτρεις του σπορ.

Στην Ανατολική Κρήτη φυσούν συχνά δυνατοί άνεμοι. Τα μελτέμια που έρχονται από το βορρά διαμέσου των λόφων με ταχύτητα ανέμων 7-8 μποφώρ δεν αποτελούν σπάνιο φαινόμενο για την περιοχή το καλοκαίρι. Η τοποθεδία που βρίσκεται ο Κουρεμένος είναι αυτή στην οποία το μελτέμι είναι πιο δυνατό.

Γι’ αυτό αν είστε λάτρεις του surfing, σας περιμένουμε σε ένα από τα πιο ιδανικά μέρη στην Ελλάδα για να απολαύσετε το αγαπημένο σας σπορ με ασφάλεια.


ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε την ικανότητα να αναδεικνύει τις μεγάλες αρετές του λαού μας, αλλά και το θάρρος να μας φέρει απέναντι στις αδυναμίες μας

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε νεαρή ηλικία

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τη δράση του στην αυγή του 20 ου αιώνα, σφράγισε τη μοίρα της Ελλάδας. Ως φλογερός επαναστάτης, καθόρισε την πορεία της υποδουλωμένης Κρήτης. Ως θαρραλέος ηγέτης, υπερδιπλασίασε την έκταση της Ελλάδας. Ως εμπνευσμένος πολιτικός, έκανε τους Έλληνες να αποκτήσουν ξανά την χαμένη τους εθνική υπερηφάνεια. Ως μεταρρυθμιστής πρωθυπουργός, άλλαξε τις δομές της χώρας στην διοίκηση, την οικονομία, την εκπαίδευση, το στράτευμα. Προπαντός ως ρεαλιστής, προσάρμοζε τις κατευθύνσεις του έθνους όποτε διέβλεπε ότι οι διεθνείς εξελίξεις το απαιτούσαν. Ως μεγάλος πολιτικός αναπόφευκτα έκανε και λάθη. Αλλά ως μεγάλος πολίτικός δεν δυσκολευόταν να τα παραδεχτεί. Ουδέποτε υπήρξε νάρκισσός, ουδέποτε θεώρησε τον ευατό του αναντικατάστατο. Από τις επιτυχίες αλλά τα σφάλματά του ειδικά εμείς οι νέοι πολιτικοί μπορούμε να διδαχθούμε και σήμερα πάρα πολλά. Διότι πάνω από όλα ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε την ικανότητα να αναδεικνύει τις μεγάλες αρετές του λαού μας, αλλά και το θάρρος να μας φέρει απέναντι στις αδυναμίες μας. Με τον τρόπο του, υπήρξε ο καθρέφτης της ψυχής του Έλληνα.

Ίσως το πρωταρχικότερο στοιχείο του πολιτικού χαρακτήρα του Ελευθερίου Βενιζέλου, που τον κάνει τόσο επίκαιρο και σήμερα, είναι η απέχθειά του προς τη δημαγωγία. Έλεγε ο Βενιζέλος «Η οδός δια της οποίας ημπορεί κανείς να αποκτήσει της λαϊκήν εμπιστοσύνη δεν είναι η οδός της κολακείας, των παθών ή των πλανών του λαού, αλλά η οδός της διηνεκούς αυτού διαπαιδαγωγήσεως δια της αλήθειας, την οποία πρέπει πάντοτε να του λέγει ο πολιτικός. Οσονδήποτε πικράν και αν είναι”. Η φράση ίσως αποτελεί και τη μεγαλύτερη πολιτική παρακαταθήκη του προς τις επόμενες γενεές

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπήρξε μια εξαιρετικά χαρισματική προσωπικότητα, γέννημα της Κρήτης και μιας εποχής πολυτάραχης. Από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους που γέννησε αυτός ο τόπος στα χιλιάδες χρόνια της ιστορίας του. Η ζωή του και το έργο του πιστεύω ότι ακόμη και σήμερα κοντά 150 χρόνια από τη γέννηση του δεν έχουν αξιολογηθεί πλήρως.

Αντί κάποιου σύντομου άρθρου που δύσκολα μπορεί να σκιαγραφήσει μια τόσο μεγάλη προσωπικότητα, παραθέτουμε ένα χρονολόγιο για τη ζωή και το έργο του και ελπίζω στο μέλλον να μου δωθεί η ευκαιρία να δημοσιεύσω άρθρα από ειδικούς στους τομείς της ιστορίας και της πολιτικής, που θα φωτίσουν πολύπλευρα αυτό που υπήρξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος για την Κρήτη και την Ελλάδα.

Ελευθέριος Βενιζέλος – Χρονολόγιο

1864

Γεννιέται ο Ελευθερίος Βενιζέλος στις Μουρνιές Κυδωνίας, στις 11/23 Αυγούστου. Πέμπτο παιδί του Κυριάκου και της Στυλιανής.

1866

Η οικογένεια Βενιζέλου καταφεύγει στα Κύθηρα διωκόμενη εξαιτίας της επανάστασης του 1866 και λίγο μετά στη Σύρο, όπου ο Ελευθέριος Βενιζέλος ράφεται στο δημοτικό σχολείο.

1872

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επιστρέφει για λίγο στα Χανιά. Συνεχίζει τις σπουδές του.

1876

ο Ελευθέριος Βενιζέλος γράφεται στο Λύκειο Αντωνιάδου στην Αθήνα.

1879

Εγγραφή στην Δ΄ τάξη του Γυμνασίου Ερμούπολης Σύρου και εγκατάστασή του στο σπίτι του καθηγητή Βασιλείου Ψιλάκη.

1880

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος παίρνει το απολυτήριο Γυμνασίου απο τη Σύρο και επιστρέφει στα Χανιά.

1881

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών

1883

Θάνατος του πατέρα του, Κυριάκου. Συνέχιση σπουδών και ενασχόληση με οικογενειακή επιχείρηση.

1884

Επαναστατικό βάπτισμα του Βενιζέλου. Συντάσσει τη διακήρυξη της συνάθροισης για την εφαρμογή διατάξεων της Σύμβασης της Χαλέπας υπέρ των Χριστιανών.

1886

Ε. βενιζέλος

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος παίρνει το πτυχίο του από τη Νομική Σχολή.

1887

Εγκατάσταση στα Χανιά και έναρξη ασκήσεως της δικηγορίας. Εκλέγεται αναπληρωτής προσθέτου εφέτου, θέση δικαστική, αλλά αμέσως παραιτείται. Αρχίζει να εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο του Σ.Μοάτσου.

1888

Εκδίδει την εφημερίδα “Λευκά Όρη” σε συνεργασία με τους Κ.Φούμη, Χ.Πωλογεωργάκη και Ι.Μοάτσο.

1889

Την άνοιξη ο Ελευθέριος Βενιζέλος εκλέγεται μέλος της κρητικής Βουλής και καθιερώνεται ως πολιτική προσωπικότητα. Η Βουλή αυτή θα διαλυθεί με φιρμάνι του Σουλτάνου, μετά την έκρηξη της επανάστασης του ίδιου χρόνου. Ο Βενιζέλος με τους Κ. Φούμη, Χ. Πωλογεωργάκη και Σ. Ψαρουδάκη διαφεύγουν στην Αθήνα με τη βοήθεια του Βρετανού προξένου Α. Biliotti. Μετά την επανάσταση οι Τούρκοι παίρνουν πίσω πολλές απ’ τις παραχωρήσεις της Σύμβασης της Χαλέπας.

1890

Οι Τούρκοι παρέχουν αμνηστία. Επάνοδος του Βενιζέλου στα Χανιά. Γάμος με τον έρωτα της ζωής του τη Μαρία, το γένος Σοφοκλή Κατελούζου ή Ελευθερίου.

1894

Γέννηση του δεύτερου γιου του Σοφοκλή, και θάνατος της γυναίκας του Μαρίας. Ο Βενιζέλος απαρηγόρητος θα μαυροφορεθεί -κατά τα έθιμα- και θα αφήσει, έκτοτε, τη χαρακτηριστική στην εμφάνισή του γενειάδα.

1895

Νέος διοικητής Κρήτης ο Καραθεοδωρής Πασάς.

1896

Μεταπολιτευτική επανάσταση – Πολιορκία Βάμου – Σφαγές στα Χανιά. Γενική Επαναστατική Συνέλευση των Κρητών στους Κάμπους (19 Αυγούστου), συμμετοχή του Βενιζέλου. Νέος διοικητής Κρήτης ο Βέροβιτς Πασάς.

1897

Σφαγές στο Ηράκλειο , στο Ρέθυμνο και στα Χανιά – Οι Τούρκοι πυρπολούν τα Χανιά – Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Μυλωνογιάννης με 100 επαναστάτες διεκπεραιώνονται από την Αλμυρίδα στο Μαράθι – Συγκρούσεις στο Ακρωτήρι – Η διοικητική Επιτροπή του Ακρωτηρίου με την ενθάρρυνση της ελληνικής κυβέρνησης κηρύσσει την Ένωση και κοινοποιεί τη Διακήρυξη προς τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων. Αποβίβαση Ελληνικών δυνάμεων στο Κολυμπάρι υπό τον Συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο – Διορισμός Αριστοτέλη Κόρακα ως διοικητή των δώδεκα ανατολικών επαρχιών – Μάχες στις Αρχάνες – Μάχη των Βουκολιών – Μάχη Λειβαδίων – Ο στόλος των Μεγάλων Δυνάμεων βομβαρδίζει το Ακρωτήρι. Η ελληνική σημαία επανυψώνεται – Η Διοικητική Επιτροπή του στρατοπέδου Ακρωτηρίου, με υπόμνημα που συντάσσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, διαμαρτύρεται προς τους Ναυάρχους για το βομβαρδισμό – Πολιορκία απ’ τους Χριστιανούς και Πτώση Κανδάνου. Κρίσιμη συνάντηση της Διοικητικής Επιτροπής Στρατοπέδου Ακρωτηρίου με τους Ναυάρχους στο ρωσικό θωρηκτό “Αλέξανδρος Β΄” – Κατάληψη Πύργου Μαλάξας – Η μεγάλη μάχη των Αρχανών – Οι Μεγάλες Δυνάμεις ανακοινώνουν την παραχώρηση αυτονομίας προς την Κρήτη – Αποκλεισμός της Κρήτης από το στόλο των Δυνάμεων. Έναρξη Ελληνοτουρκικού πολέμου . Μάχη Επισκοπής Πεδιάδος – Έναρξη επαναστατικής Συνέλευσης Κρητών στους Αρμένους Αποκορώνου (26 Ιουνίου – 8 Ιουλίου). Σύνοδος της Επαναστατικής Συνέλευσης στις Αρχάνες. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εκλέγεται πρόεδρος. Σύγκρουση “αυτονομιστών” και “ενωτικών”. Απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου . Η διαφωνία των δύο πλευρών που αφορούσε τον τρόπο και το χρόνο αποδοχής της αυτονομίας.

1898

Η Συνέλευση των Κρητών συνεδριάζει στις Πλακούρες Ακρωτηρίου. Εκλογή πενταμελούς Εκτελεστικής Επιτροπής, με πρόεδρο τον Ι. Σφακιανάκη και μέλος τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Μεγάλες σφαγές του χριστιανικού στοιχείου και Άγγλων στρατιωτών από τους Τούρκους στο Ηράκλειο. Σκληρά αντίποινα από τους Άγγλους. Αποχώρηση του τουρκικού στρατού από την Κρήτη μετά από τελεσίγραφο των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο πρίγκιπας Γεώργιος ορίζεται ύπατος αρμοστής των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κρήτη. Άφιξη του πρίγκιπα Γεωργίου στη Σούδα Ορίζεται επιτροπή για την κατάρτιση του Κρητικού Συντάγματος με συμμετοχή του Ελευθερίου Βενιζέλου.

1899

Εκλογές για την ανάδειξη της Α΄ Συντακτικής Συνέλευσης. Εκλογή Βενιζέλου – Ο Ελευθέριος Βενιζέλος διορίζεται σύμβουλος (υπουργός) επί της δικαιοσύνης.

1900

Σύνταξη από τον Βενιζέλο σημαντικών νόμων, όπως περί ζωοκλοπής, παράνομης οπλοφορίας και το νομοθέτημα της Κρητικής Πολιτικής Δικονομίας. Πρώτες προστριβές μεταξύ Βενιζέλου και πρίγκιπα Γεωργίου. Ο πρίγκιπας ταξιδεύει στην Ευρώπη για να υποστηρίξει την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος διαφωνεί με τους χειρισμούς του και τον προειδοποιεί για το άκαιρο του αιτήματος.

1901

Ο πρίγκιπας απολύει τον Βενιζέλο από υπουργό – Αρθρογραφία του Βενιζέλου στον “Κήρυκα” (1901-1902).

1903

Προκήρυξη εκλογών. Ο Βενιζέλος καταδικάζεται σε δεκαπενθήμερη φυλάκιση επί εξυβρίσει και εκτίει την ποινή του στις φυλακές του Ιτζεδίν, ύστερα από μήνυση του Μητροπολίτη Κρήτης Ευμενίου, που έχει συνταχθεί στο πλευρό του πρίγκιπα Γεωργίου.

1905

Κήρυξη της Επανάστασης του Θερίσου (10-23 Μαρτίου). Αντίδραση του πρίγκιπα Γεωργίου και των μεγάλων Δυνάμεων. Η αρμοστεία χρησιμοποιεί εναντίον τους ρωσικά αγήματα. Τον Οκτώβριο γενική αμνηστία.

1906

Ο πρίγκιπας αρθρογραφεί κατά του Βενιζέλου από την εφημερίδα “Πατρίς” – Εκλογές. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος λαμβάνει 33.279 ψήφους και οι πριγκιπικοί 38.127 ψήφους (Μάιος). Ο Γεώργιος φεύγει από την Κρήτη – Ο Αλέξανδρος Ζαΐμης ύπατος αρμοστής .

1908

Επανάσταση στην Κρήτη – Κήρυξη Ένωσης. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπουργός Δικαιοσύνης και Εξωτερικών, πείθει τις Μεγάλες Δυνάμεις να αναγνωρίσουν την επαναστατική κυβέρνηση.

1909

Αποχώρηση των διεθνών στρατευμάτων από την Κρήτη – Στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί. Πρόσκληση Βενιζέλου στην Αθήνα από το στρατιωτικό σύνδεσμο.

1910

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναλαμβάνει πρόεδρος της Συνέλευσης των Κρητών και στις 2 Μαΐου πρωθυπουργός της Κρητικής Πολιτείας. Εκλογή Βενιζέλου ως βουλευτή Αττικοβοιωτίας. Στις 6 Οκτωβρίου ορκίζεται πρωθυπουργός της Ελλάδος. Νέες εκλογές με αποχή των παλαιών κομμάτων και θρίαμβος των Φιλελευθέρων.

1911

Ψήφιση νέου Συντάγματος. Ευρείας κλίμακας νομοθετικό έργο. Οικονομική και στρατιωτική αναδιοργάνωση της χώρας.

1912

Νίκη των Φιλελευθέρων στις εκλογές του Μαρτίου. Οι Ιταλοί καταλαμβάνουν τη Ρόδο. Υπογραφή συνθήκης αμυντικής συνεργασίας με τη Βουλγαρία. Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία επιδίδουν τελεσίγραφο στην Τουρκία. Έναρξη 1ου Βαλκανικού Πολέμου (4-5 Οκτωβρίου). Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26.10/8.11). Ο ελληνικός στόλος νικά τον τουρκικό στη ναυμαχία της Έλλης.

1913

Νίκη των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων στη Ναυμαχία της Λήμνου. Απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Δολοφονία Βασιλιά Γεωργίου στη Θεσσαλονίκη. Υπογράφεται στο Λονδίνο η Συνθήκη Ειρήνης. Σύναψη συμμαχίας Ελλάδας-Σερβίας. Επίθεση Βουλγαρίας εναντίον Ελλάδας και Σερβίας. Η Βουλγαρία αναγκάζεται να ζητήσει ανακωχή. Υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου. Το ελληνικό κράτος διπλασιάζει τα εδάφη του και τον πληθυσμό του. Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα (1 Δεκεμβρίου).

1914

Έναρξη Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος διαβλέπει νίκη των δυνάμεων της Entente και υποστηρίζει την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο.

1915

Πρόταση Βενιζέλου στους Συμμάχους να συμμετάσχει η Ελλάδα στην εκστρατεία της Καλλίπολης. Βενιζέλος και Κωνσταντίνος διαφωνούν. Παραίτηση κυβέρνησης . Κυβέρνηση Γούναρη και προκήρυξη εκλογών , στις οποίες οι Φιλελεύθεροι κατήγαγαν σημαντική νίκη με 185 έδρες επί συνόλου 308. Σοβαρή διένεξη Στέμματος-Βενιζέλου που αφορά τις υποχρεώσεις της Ελλάδας έναντι της Σερβίας. Παραίτηση Βενιζέλου. Κυβέρνηση Ζαΐμη. Αποβίβαση Αγγλικών και Γαλλικών δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη. Προσφορά της Κύπρου από την Αγγλία στην Ελλάδα με όρο την έξοδο της χώρας μας στο πλευρό των συμμάχων. Απόρριψη της πρότασης από την κυβέρνηση. Εκλογές με αποχή των Φιλελευθέρων.

1916

Παράδοση των οχυρών Ρούπελ στους Βούλγαρους. Το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη. Στις 13/26 Αυγούστου το Δ΄ Σώμα Στρατού παραδίδεται στους Γερμανούς και μεταφέρεται στο Γκέρλιτς. Αποβιβάζεται στη Θεσσαλονίκη (26.9/9.10) η προσωρινή κυβέρνηση Βενιζέλου. Συγκρότηση “Εθνικής Τριανδρίας” με τη συμμετοχή του στρατηγού Π. Δαγκλή και του ναυάρχου Π.Κουντουριώτη. Δημιουργία αξιόμαχου στρατού. Τα “Νοεμβριανά” . Αποκλεισμός της Αθήνας από τους Συμμάχους.

1917

Παραίτηση Κωνσταντίνου . Νέος βασιλιάς ο γιός του Αλέξανδρος. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος φτάνει στην Αθήνα.

1918

Σημαντικές επιτυχίες του ελληνικού στρατού στη Μακεδονία. Συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας και της Τουρκίας. Υπογράφεται η Συμφωνία του Μούδρου.

1919

Διάσκεψη των Παρισιών.Αποστολή Ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Ουκρανία εναντίον της σοβιετικής επανάστασης. Αποβίβαση ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη. Υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγύ.

1920

Ο Ελληνικός Στρατός προωθείται στην ενδοχώρα της Μ. Ασίας και καταλαμβάνει σημαντικές θέσεις στην Προύσα και στην Ανατολική Θράκη. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπογράφει τη Συνθήκη των Σεβρών. Απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου στο Παρίσι από δύο απότακτους βασιλόφρονες αξιωματικούς. Δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη στην Αθήνα. Θάνατος του βασιλιά Αλέξανδρου. Εκλογές, μεγάλη ήττα του Βενιζέλου και αυτοεξορία στο Παρίσι.

1921 Έναρξη της μεγάλης επίθεσης του ελληνικού στρατού στο εσωτερικό της Τουρκίας που θα καταλήξει στη μάχη του ποταμού Σαγγάριου.

1922

Αντεπίθεση των τουρκικών δυνάμεων σε ολόκληρο το μέτωπο υπό την αρχηγία του Κεμάλ και κατάληψη της Σμύρνης. Εκδήλωση στρατιωτικής επανάστασης υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα και παραίτηση Κωνσταντίνου υπέρ του γιου του Γεωργίου Β΄. Έναρξη της “Δίκης των Έξ” πρωταιτίων της Καταστροφής σε κλίμα ιδιαίτερα φορτισμένο που θα καταλήξει στην εκτέλεσή τους παρά τις έντονες αντιδράσεις στο εξωτερικό.

1923

Ο Βενιζέλος στο γραφείο του.

Υπογραφή στη Λωζάνη της σύμβασης ανταλλαγής πληθυσμών Ελλάδας-Τουρκίας και της Συνθήκης της Λωζάνης, που ορίζει τα νέα σύνορα με την Τουρκία. Εκλογές για την ανάδειξη της Δ΄ Συντακτικής Συνέλευσης (16/12). Απομάκρυνση Γεωργίου Β΄ και ανάληψη αντιβασιλείας από τον Κουντουριώτη.

1924

Σχηματισμός κυβέρνησης υπό Βενιζέλου (11/1) και παραίτησή του (4/2) έπειτα από διαφωνία με μερίδα φιλελευθέρων όσον αφορά το πολίτευμα. Ανακήρυξη από την Εθνοσυνέλευση της Αβασίλευτης Δημοκρατίας (24/3). Ο Βενιζέλος στο Παρίσι. Ασχολείται με τη μετάφραση του Θουκυδίδη.

1925

Δικτατορία Πάγκαλου.

1926

Ανατροπή του Πάγκαλου. Εκλογές και “Οικουμενική” κυβέρνηση υπό τον Αλ.Ζαΐμη.

1927

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επιστρέφει από το Παρίσι και μένει στο σπίτι της Χαλέπας στα Χανιά.

Ο Βενιζέλος και μέλη της κυβέρνησης του 1928

1928

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επανέρχεται στη πολιτική. Νίκη στις εκλογές της 19ης Αυγούστου. Υπογραφή Ελληνοϊταλικού Συμφώνου Φιλίας. Η κυβέρνηση Βενιζέλου παραμένει επί τέσσερα χρόνια και επιτελεί σημαντικότατο έργο σε πολλούς τομείς. Ιδρύονται η Τράπεζα της Ελλάδας, η Αγροτική Τράπεζα, το Συμβούλιο της Επικρατείας, το Εθνικό Θέατρο. Επίσης, στα επόμενα χρόνια χτίζονται 3.000 σχολεία και εκτελούνται σημαντικά έργα υποδομής.

1929

Ανάπτυξη της οικονομίας, παρά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας. Υπογραφή του Συμφώνου Ελληνογιουγκοσλαβικής συνεργασίας και υποστηρίξεως, αφού προηγουμένως λύεται σύμφωνα με τις ελληνικές απόψεις το πρόβλημα της ελεύθερης Ζώνης Θεσσαλονίκης.

1930

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπογράφει στην Άγκυρα το Συμφώνο “φιλίας, ουδετερότητος και διαιτησίας” με την Τουρκία.

1932

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δηλώνει παραίτηση και γίνονται εκλογές με αποτέλεσμα την ήττα των Φιλελευθέρων. Σχηματισμός κυβέρνησης από το Λαϊκό Κόμμα και τον Π. Τσαλδάρη.

1933

Ελευθέριος Βενιζέλος σχηματίζει την τελευταία κυβέρνηση του.. Εκλογές και ξανά ήττα των Φιλελευθέρων. Κίνημα Πλαστήρα. Κυβέρνηση στρατηγού Οθωναίου και παράδοση εξουσίας σε κυβέρνηση υπό τον Π. Τσαλδάρη. Απόπειρα δολοφονίας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου στη λεωφόρο Κηφισίας.

1935

Στρατιωτικό κίνημα υπό τις ευλογίες του Βενιζέλου. Καταστολή του κινήματος και αναχώρηση Βενιζέλου από την Ελλάδα. Ο Γεώργιος Κονδύλης αντιβασιλέας. Δίκες και εκτελέσεις επιφανών Βενιζελικών. Κατάργηση της αβασίλευτης δημοκρατίας και επάνοδος του Γεωργίου Β΄ στο θρόνο έπειτα από νόθο δημοψήφισμα.

1936

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ζει εξόριστος στο Παρίσι, με κλονισμένη την υγεία του. Στις 18 Μαρτίου αφήνει την τελευταία του πνοή. Η κηδεία του δε θα γίνει στην Αθήνα για αποφυγή ταραχών. Το αντιτορπιλικό “Παύλος Κουντουριώτης” μεταφέρει τη σορό του στα Χανιά. Οι εκδηλώσεις πένθους σε ολόκληρη την Ελλάδα είναι πρωτοφανείς. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ενταφιάζεται στο Ακρωτήρι σε ατμόσφαιρα πανελλήνιας συγκίνησης.


Στη νεώτερη ελληνική ιστορία, η κυρίαρχη παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου αποτελεί σταθμό που δεν έχει όμοιο του. Εξέφρασε τους βαθύτερους πόθους του Ελληνισμού και με εκπληκτική δημιουργικότητα πραγματοποίησε τα οράματα.
Είχαν προϋπάρξει ο Ιωάννης Καποδίστριας και ο Χαρίλαος Τρικούπης, οι οποίοι με την πολιτική τους κατάφεραν να αλλάξουν την εικόνα μιας Ελλάδας φτωχού συγγενούς, που αρκείται στις εκκλήσεις του φιλελληνισμού των ξένων, και να την καταστηθούν αξιοπρόσεκτη και σεβαστή.
Ο Βενιζέλος, όμως, δεν σταματά εδώ. Αυτός θα κάνει τη μεγάλη εξόρμηση, Η Ελλάδα γίνεται διπλάσια. Ένα άλλο προτέρημα του Βενιζέλου είναι ότι, συγχρόνως με τις πολεμικές προετοιμασίες, αλλά και κατά τη διάρκεια των πολέμων, δεν παραμελεί κανέναν απολύτως τομέα, της δημόσιας διοίκησης, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της Παιδείας. Το έργο είναι τιτάνιο και απαιτούσε μεγάλα χαρίσματα, νοητικά, ψυχικά, σωματικά.
Ο Βενιζέλος τα είχε όλα. Ο Βενιζέλος δεν θέλησε ποτέ να αντιμετωπίσει το λαό δημαγωγικά. Δεν «χάιδευε» το λαό, ήθελε να τον εξυψώσει. Και ίσως ζήτησε περισσότερα… Επέλεξε τους πλέον ικανούς συνεργάτες, ένδειξη κι αυτή των αληθινά μεγάλων. Απόδειξη τούτου ότι στα μεγάλα διαστήματα που ήταν υποχρεωμένος να βρίσκεται στο εξωτερικό, δίνοντας τις πολύπλοκες διπλωματικές μάχες, οι συνεργάτες του εδώ επιτελούσαν με επιτυχία σημαντικότατο δημιουργικό έργο.
Κατηγορήθηκε ο Βενιζέλος (έως και σήμερα) ότι έκανε παραλείψεις, σφάλματα και δημιούργησε ιδίως την περίοδο του Διχασμού βαθύτατα μίση. Ουδείς αλάνθαστος. Ένα όμως, δεν πρέπει να λησμονείται, ότι χωρίς αυτόν θα είχαμε την Ελλάδα της Μελούνας. Σε αυτήν σήμερα θα ζούσαμε.
Παρέλαβε, το 1910. Μία χώρα παράλυτη, με το όνειδος του 1897. με κράτος και στράτευμα σε διάλυση.
Σε δύο χρόνια, η Ίδια χώρα είχε ανασυγκροτηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εξέλθει νικήτρια από τους Βαλκανικούς Πολέμους, να συμμε­τάσχει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη νικήτρια πλευρά και μετά να φθάσει στην Ιωνία. Η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών…
Αν ένας λαός κατόρθωσε τέτοια επιτεύγματα, είναι γιατί ένας ηγέ­της του έδειξε το δρόμο.
Τα χρόνια πέρασαν -εξήντα τώρα- τα τότε πάθη. οι έριδες, τα μίση, λησμονήθηκαν. Και όμως, κάθε φορά που η πατρίδα θα βρεθεί σε καιρούς χαλεπούς -ιδίως εθνικά- όταν το φιλότιμο θίγεται, ακόμα ακούγεται: “Αν είχαμε έναν Βενιζέλο».



………….

…………….

ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος σε νεαρή ηλικία

Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1541 στο Φόδελε του Ηρακλείου στην Κρήτη και πέθανε στο Τολέδο της Ισπανίας σε ηλικία 73 χρόνων, στις 7 Απριλίου 1614. Τα πρώτα του παιδικά χρόνια τα περνά μέσα σέ μια λαγκαδιά, μ’ ένα ποτάμι να τη διασχίζει κυλώντας μέσα απο ένα δάσος με πορτοκλιές και αιωνόβια πλατάνια.
Σ’ αυτό το ειδυλλιακό περιβάλον, δημιουργήθηκαν οι προυποθέσεις γιά τη διαμόρφωση του ιδιόμορφου χαρακτήρα του. Το βυζαντινό εκκλησάκι της Παναγιάς του δίνει το ερέθισμα να ασχοληθεί με την αγιογραφία και να εκφραστεί μ’ αυτήν.
Αργότερα στο Χάνδακα θα μαθητεύσει κοντά σε Σιναϊτες μοναχούς- δασκάλους στο Μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης, όπου θα τελειοποιείσει τεχνικά το ταλέντο του.

Βέβαια γύρω από το χρόνο και τον τόπο της γέννησης του ελληνικής καταγωγής μεγάλου ζωγράφου, Ελ Γκρέκο (Δομήνικου Θεοτοκόπουλου) υπάρχουν πολλές και ποικίλες εκδοχές. Αν κανένας ξεφυλλίσει βιβλία και εγκυκλοπαίδειες που ασχολούνται με τη ζωή και το έργο του, θα διαπιστώσει πως υπάρχουν βασικές διαφορές όχι μόνο ως προς το χρόνο γέννησης αλλά και ως προς το χρόνο του θανάτου του.

Το επικρατέστερο είναι πως γεννήθηκε στο Ηράκλειο (Χάνδακα) της Κρήτης (υποστηρίζεται από πολλούς πως γεννήθηκε στο χωριό Φόδελε του Μαλεβυζίου) στις 5 Νοεμβρίου του 1541 και πέθανε στο Τολέδο της Ισπανίας σε ηλικία 73 χρόνων, στις 7 Απριλίου 1614.

Στην πατρίδα του τον βάπτισαν Κυριάκο, αλλά όταν ξενιτεύτηκε, το Κυριάκος καθώς έμοιαζε με το «Κύριος», μεταφράστηκε στα λατινικά Dominus-και σε συνέχεια Dominico (Δομήνικος). Κι έτσι στη θετή του πατρίδα, την Ισπανία, έμεινε σαν Δομήνικος ο Έλληνας, Ντομένικο ελ Γκρέκο ή και μόνο Ελ Γκρέκο.

Όπως συμβαίνει για όλους τους μεγάλους δημιουργούς που ύστερα από τον θάνατό τους πληθύνονται σ’ όλο τον κόσμο οι θαυμαστές τους και οι βιογράφοι τους, έτσι και στο Θεοτοκόπουλο, έχουμε αμφισβητήσεις και κενά, που όσο περνούν τα χρόνια τόσο είναι δύσκολο να εξακριβωθούν.

Ακόμα και για το θρήσκευμά του υπάρχουν αμφισβητήσεις. Ορθόδοξος ή Καθολικός; Εξαιτίας μιας (αμφισβητούμενης) διαθήκης του υπάρχει η γνώμη πως ήταν Καθολικός. Όμως ο Γάλλος ακαδημαϊκός Μωρίς Μπαρρές ισχυρίζεται πως ο μεγάλος ζωγράφος δεν άφησε διαθήκη, ενώ άλλοι ισχυρίζονται το αντίθετο (μαζί με αυτούς και ο Παντελής Πρεβελάκης). Φυσικά η καταγωγή του Θεοτοκόπουλου από τη μια μεριά και από την άλλη η υποχρέωσή του να συντάξει τη διαθήκη του σύμφωνα με τα όσα όριζε η Ιερά Εξέταση («ήμουν καλός καθολικός»), κάνουν επικρατέστερη τη γνώμη πως ήταν και πέθανε ορθόδοξος.

Η καταγωγή της οικογένειας Θεοτοκόπουλου λένε πως ξεκινάει από παλιά και πως εγκαταστάθηκε στην Κρήτη πριν ακόμη την καταλάβουν οι Βενετοί.

Ο Θεοτοκόπουλος έφυγε από την Κρήτη, παλικάρι δεκαεννιά χρόνων και με πείρα στη ζωγραφική. Και αυτό γιατί είχε δημιουργηθεί μια ζωγραφική σχολή στον τόπο του. Αρκετό καιρό πριν (14ο αιώνα) η Κρητική σχολή ζωγραφικής (Θεοφάνης Τζώρτζης, Αντώνιος Κρης και άλλοι) είχε μεσουρανήσει. Αλλά πολλοί ζωγράφοι πήγαιναν στη Βενετία κι έτσι δημιουργήθηκε η Βενετοκρητική Σχολή. Όμως η «αφαίμαξη» έφερε κατάπτωση στην Κρητική σχολή, γι’ αυτό ο Θεοτοκόπουλος διψασμένος για κάτι πλατύτερο εγκατέλειψε την πατρίδα του.


Για την Κρήτη

Σε ποια κατάσταση βρισκόταν η Κρήτη όταν την εγκατέλειψε ο Θεοτοκόπουλος,  ύστερα από την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας; Οι Φράγκοι μοίρασαν τις διάφορες επαρχίες της: Ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός πήρε την Κρήτη που αργότερα (1204) την πούλησε στους Ενετούς για χίλια αργυρά μάρκα. Τα παζαρέματα για την πώληση της Κρήτης αργούσαν και οι Γενουάτες βρήκαν την ευκαιρία να την καταλάβουν αιφνιδιαστικά. Οι Ενετοί όμως είχαν δώσει «προκαταβολή» και αναγκάστηκαν να πολεμήσουν, για να πάρουν τη μεγαλόνησο (1210).

Η Κρήτη γίνεται Ενετική επαρχία και η ζωή της πια αρχίζει ν’ αλλάζει με τις μεταρρυθμίσεις που επιβάλλουν οι κατακτητές. Ο άρχοντας του βασιλείου της Κρήτης εγκαταστάθηκε στο Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) και όλα τα αξιώματα τα πήραν οι ξένοι. Έτσι ,για τα προσχήματα, άφησαν μερικά σκιώδη κατώτερα αξιώματα στους Κρητικούς.

Ήρθε Λατίνος αρχιεπίσκοπος, χωρίστηκε η περιοχή σε δέκα επισκοπές στις οποίες ορίστηκαν Λατίνοι επίσκοποι. Ωστόσο δεν έθιξαν ούτε τα μοναστήρια, ούτε τον ορθόδοξο κλήρο. Απεναντίας, αναγνώρισαν την Ορθόδοξη Θρησκεία των Κρητών. Διαίρεσαν όμως κοινωνικά τους Κρητικούς. Κι επειδή οι Λατίνοι είχαν κάπως ανθηρά οικονομικά μέσα, οι κρητικοί αγρότες θεωρούνταν ως κατώτεροι κοινωνική τάξη.

Η επαφή, όμως, της Κρήτης με τη Βενετία κι ο ερχομός πολλών μορφωμένων Βυζαντινών, ύστερα από την άλωση της Πόλης, δημιούργησαν ένα καλλιτεχνικό κλίμα. Έτσι, το θέατρο, η ζωγραφική, η μουσική και η τυπογραφία αναπτύχθηκαν αρκετά από τους Κρητικούς. Προπαντός η ζωγραφική, που ανθούσε πιο καλά στα πολλά μοναστήρια και επεκτεινόταν με τις αγιογραφίες και τις τοιχογραφίες των πάμπολλων Εκκλησιών.

Η ζωγραφική είχε περάσει σ’ όλο τον κόσμο. Και έδινε εκτός από τη δόξα και χρήματα.  Το γεγονός άλλωστε πως δεν υπήρχαν συγκροτημένα σχολεία συνετέλεσε στην άνθιση   της ζωγραφικής και στη δημιουργία της Κρητικής ζωγραφικής σχολής. Τα Κρητικόπουλα  μάθαιναν να διαβάζουν το ψαλτήρι, στα μοναστήρια. Ύστερα θα έπρεπε  να βγάλουν  το ψωμί τους στα χωράφια ή μαθαίνοντας κάποια τέχνη… Πώς να βγάλουν όμως το ψωμί τους αφού οι κατακτητές Ενετοί απομυζούσαν   τους  χωρικούς και τους επιβάρυναν με τεράστιους φόρους; Δούλευαν κι έμειναν   γι’ αυτό κι έφευγαν ή δεν καλλιεργούσαν τη γη τους.

Η φυγή  των τεχνιτών προς τη Δύση και κυρίως προς τη Βενετία,  η πλημμελής   καλλιέργεια των αγρών και -προπαντός- η ανακάλυψη της Αμερικής και του  θαλάσσιου δρόμου προς τις Ινδίες, συντέλεσαν στο να χάσει την οικονομική κυριαρχία και υπεροχή η  Βενετία και φυσικά η Κρήτη.

Αναχώρηση από την πατρίδα

Στα 1560 ο εικοσάχρονος Θεοτοκόπουλος αφήνει την Κρήτη. Καθώς διασχίζει το   από το όραμα της Βενετίας που θα πήγαινε, σκέφτεται την πατρίδα του και κλαίει. Ως την τελευταία του πνοή το όραμα της Κρήτης θα τον ακολουθεί. Μ’ ένα μικρό μπογαλάκι στο χέρι και απ’ την πρώτη στιγμή θαμπώνεται απ’ την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπεια της Βενετίας. Κάστρα, εκκλησίες, οικόσημα,  ανάκτορα, δρόμους, γεφύρια,  και τι να πρωτοθαυμάσει!

Περιπλανήθηκε στη μεγαλούπολη, βρήκε τους συμπατριώτες του που είχαν   ολάκερη παροικία. Πιάνει αμέσως δουλειά. Ζωγραφίζει ακατάπαυστα. Σιγά-σιγά   η επίδραση μεγάλων Βενετών ζωγράφων (Πάλμα, Βέκιο, Τιντορέττο,   κ.α.) δημιουργεί τη «Βελτιωμένη Βυζαντινή Σχολή», που είναι κράμα τεχνοτροπιών ή αν θελήσουμε να τη χαρακτηρίσουμε αλλιώς, η βυζαντινή   εμπλουτισμένη από την τολμηρότητα και τα φυτικά χρώματα των

Στα έργα του ο Κρητικός ζωγράφος δε μπορούσε ν’ απαλλαγεί απ’ τη βυζαντινή   αυτό κι όταν ζήτησε να μαθητεύσει στα εργαστήρια του Τιντορέττο και του Τιτσιάνο δεν έγινε δεκτός. Οι δύο αυτοί μεγάλοι καλλιτέχνες ήταν πολέμιοι της βυζαντινής σχολής.

Αναζητώντας ύστερα απ’ αυτόν τον αποκλεισμό τον πρώτο του δάσκαλο, πήγε στο διάσημο Ιάκωβο Δαπόντε που είχε το εργαστήριό του 80 χιλιόμετρα μακριά  από τη Βενετία, στο Bassano. Ο Δαπόντε δέχτηκε με στοργή το Θεοτοκόπουλο και τον κράτησε μαζί του δέκα ολόκληρα χρόνια. Εκεί διαμόρφωσε οριστικά το ταλέντο του, και έγινε Βενετός καλλιτέχνης. Εκτός από τις παραγγελίες που εκτελεί με το δάσκαλό του, ζωγραφίζει και έργα για τη δική του ευχαρίστηση.

Στα 1570 ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος- καθιερωμένος πια σαν Γκρέκο- εγκαταλείπει το Βασσάνο και γυρίζει στη Βενετία. Δεν έμεινε για πολύ. Αυτό το λίγο διάστημα, πολλοί βιογράφοι του λένε πως εργάστηκε κοντά στον Τιτσιάνο. Τη γνώμη τους αυτή τη στηρίζουν στο γεγονός πως υπάρχει κάποια συγγένεια ανάμεσα στα έργα των δύο ζωγράφων και ειδικότερα στο «Φλωρεντινό πατρίκιο», στον «Άγιο Δομήνικο», στην «Προσκύνηση των Ποιμένων» και τον «Ευαγγελισμό».

Φυσικά ο Γκρέκο θαύμαζε τον Τιτσιάνο και μελέτησε τα έργα του. όμως δεν αφήνει κανένα ίχνος από το πέρασμά του κοντά στο μεγάλο αυτό δημιουργό. Πρέπει να σημειωθεί ακόμα πως όταν ο Γκρέκο ανέβαινε τη σκάλα της καλλιτεχνικής του δημιουργίας, ο Τιστιάνο ήταν γέρος, ιδιότροπος, φτασμένος και ίσως τελειωμένος αφού τα χέρια του είχαν αρχίσει να τρέμουν.

Στη Ρώμη.

Το Νοέμβριο του 1570 ο Γκρέκο φεύγει για τη Ρώμη. Αυτό είναι βέβαιο αφού υπάρχει η συστατική επιστολή του Ντον Τζούλιο Κλόβιο προς τον Καρδινάλιο Φαρνέζε:

16 Νοεμβρίου 1570

Προς τον καρδινάλιο Φαρνέζε Βιτέρμπο.

«Στη Ρώμη έφτασε ένας νέος Κρητικός μαθητής του Τιτσιάνο, που κατά τη γνώμη μου είναι από τους λίγους που διακρίνονται στη ζωγραφική.

Εκτός από τα’ άλλα έργα του, μια προσωπογραφία του κατέπληξε όλους τους ζωγράφους της Ρώμης.

Επιθυμία μου είναι να τεθεί υπό την προστασία της Αγίας εκλαμπρότητος και  μακαριότητά σας. Δεν θέλει τίποτε άλλο παρά ένα δωμάτιο στο ανάκτορο  έως ότου μπορέσει να ταχτοποιηθεί καλύτερα. Γι’ αυτό σας ικετεύω να ευδοκήσετε να γράψετε στον οικονόμο σας κόμητα Λουδοβίκο να του παραχωρηθεί ένα από τα δωμάτια του ανακτόρου σας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Εξοχότητά σας θα κάνει έργο αντάξιό της και εμένα θα υποχρεώσει πολύ. Ασπαζόμενος τη χείρα της εκλαμπροτάτης και μακαριοτάτης εξοχότητός σας  ταπεινός δούλος σας».

Ντον Τζούλιο Κλόβιο.

Ο καρδινάλιος Φαρνέζε αγοράζει ένα πίνακά του και του παρέχει κάθε βοήθεια. Γίνεται γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους και εργάζεται ακατάπαυστα. Μιλάνε παντού γι’ αυτόν τον νέο Κρητικό  σπάνιο ταλέντο.

Ένα χειρόγραφο του ιδιαίτερου γιατρού του πάπα Ουρβανού του Η΄ αναφέρει τα  παρακάτω:

«Τον επιλεγόμενο Ιλ Γκρέκο.

Κατά την εποχή της αγίας μνήμης του πάπα Πίου του Ε΄ έφτασε στη έγινε διάσημος…

Προόδευσε στο επάγγελμά του και την τεχνοτροπία του. από τη Βενετία   την εποχή που δεν ζούσαν πολλοί ζωγράφοι και κανένας από όσους   είχε την τεχνοτροπία, τη σοβαρότητα και τη δροσερότητα του Γκρέκο. Η ζωγραφική  του έγινε διάσημη ύστερα από επιτυχίες μερικών ιδιωτικών παραγγελιών. Ορισμένα  από τα έργα αυτά βρίσκονται στου δικηγόρου Λαντσιλότι και πολλοί τα  θεωρούν έργο του Τιτσιάνο…

Τζούλιο Τσέζαρε Μαντσίνι».

Ο Δ. Θεοτοκόπουλος σε ώριμη ηλικία

Στην Ισπανία

Από το χειρόγραφο του Τζούλιο Τσέζαρε Μαντσίνι πληροφορούμαστε πως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ιταλία.

Εκείνη την εποχή ο Πάπας Πίος ο Ε΄ έδωσε διαταγή να σκεπάσουν μερικές μορφές από τη «Δευτέρα παρουσία» του Μιχαήλ Αγγέλου, γιατί θεωρήθηκαν ασυμβίβαστες με την ιερότητα του χώρου.

Ο Γκρέκο, δίχως κανένας να τον καλέσει, διακήρυξε πως αν κατέστρεφαν όλο το έργο του Μιχαήλ Αγγέλου μπορούσε να το αντικαταστήσει με άλλο σεμνό, κατάλληλο και όχι κατώτερο.

Η διακήρυξη αυτή θεωρήθηκε σαν πρόκληση προς τους άλλους ζωγράφους και πριν απ’ όλα ως έλλειψη σεβασμού προς τη μνήμη ενός μεγάλου καλλιτέχνη. Ξεσηκώθηκε τεράστιος θόρυβος ύστερα από αυτό και ο Γκρέκο- ξένος όπως ήταν- στάθηκε αδύνατο να αντιπαραταχθεί στην πολεμική και την συκοφαντία όχι μόνο των άλλων ζωγράφων αλλά και του πλήθους.

Αυτή η αναπάντεχη εχθρότητα που, για να είμαστε δίκαιοι, προήλθε από τις απερίσκεπτες και εγωιστικές διακηρύξεις του, τον ανάγκασε να αναζητήσει καταφύγιο σ’ άλλη χώρα.

Έτσι αποφάσισε να πάει στη Μαδρίτη (1580), όπου τότε βασίλευε ο Φίλιππος Β΄ , άνθρωπος που προστάτευε τους καλλιτέχνες και τους βοηθούσε. Στην αυλή του Φιλίππου εργάστηκε πολλά χρόνια. Η τέχνη του όμως δεν έμοιαζε με την τέχνη των αυλικών ζωγράφων. Έφερνε κάτι νέο και αναμφισβήτητα ήταν ο πρόδρομος της νεώτερης τέχνης. Οι άλλοι ζωγράφοι δεν είδαν με καλό μάτι το νέο συνάδελφό τους. Φοβήθηκαν κιόλας πως θα τους επισκίαζε γρήγορα. Μερικοί μάλιστα Φλαμανδοί μαζί με τον Πελεγκρίνι ντα Μπολόνια και το Φεντερίκο Τσούκκαρο έπεισαν το Φίλιππο πως δεν αξίζει τίποτα. Η γνώμη τους αυτή έγινε και γνώμη του βασιλιά. Και σε λίγο ο Γκρέκο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την αυλή αφού άλλωστε ποτέ δεν είχε προσκληθεί.

Στη Μαδρίτη ο Γκρέκο έκανε πολλές προσωπογραφίες διασήμων ανθρώπων   τα καθώς και το εικονοστάσι του Σαν Ντομίγκο ελ Αντίγου. Αφού διέπρεψε σε λίγο διάστημα ως σχεδιαστής κοντά στον αρχιτέκτονα Ερρέρε, φεύγει για το Τολέδο. Εκεί μαθαίνουμε  πως ασχολήθηκε και με την αρχιτεκτονική γιατί πεθαίνοντας άφησε   και βιβλία αρχιτεκτονικά.

Στο Τολέδο

Από τη Μαδρίτη (1584) αποφάσισε την οριστική του εγκατάσταση στο Τολέδο  όπου έγινε κιόλας δημότης του. Η πόλη αυτή με το αριστοκρατικό της παρουσιαστικό  είχε μια παράδοση καλλιτεχνική και κυρίως στη ζωγραφική την εμπνευσμένη από   θρησκευτικά θέματα. Εδώ ο Γκρέκο δημιουργεί τραγικές μορφές γεμάτες μυστικισμό. Προσπαθεί να δείξει τη θρησκευτική, ψυχική θλίψη του ανθρώπου   αρνήθηκε τις επίγειες χαρές.  Σε λίγο η φήμη του εξαπλώνεται σ’ όλη την Ισπανία. Εδώ ζωγραφίζει το έργο του «Η ταφή του κόμητα Οργκάθ». Ο Γκρέκο, επίσης αναδεικνύεται ως θαυμάσιος προσωπογράφος.

Ο Δ. Θεοτοκόπουλος σε γεροντική ηλικία

Τα τελευταία του χρόνια

Ο Γκρέκο έμεινε στο Τολέδο ως το τέλος της ζωής του. Από μια ανάκρισή του στα   της Ιεράς Εξέτασης μαθαίνουμε αρκετές λεπτομέρειες της ιδιωτικής του ζωής. Πριν απ’ όλα έμεινε πάντα του Έλληνας  και Κρητικός. Σε μια συνομιλία του με ένα μορφωμένο θρησκευτικό ηγέτη (Κοβαρούμπιας) λέει απερίφραστα: «για μένα, δε θα ήθελα να είμαι παρά μονάχα Έλληνας. Στην Κρήτη ονειρευόμουν την Ιταλία, στην Ιταλία ονειρευόμουν την Ισπανία, αλλά τώρα    μου φαίνεται πως πρέπει να εύχομαι να γυρίσω πίσω στην Κρήτη».

Όταν ανακρινόταν ο Γκρέκο, ο αιδεσιμώτατος Ιεροεξεταστής του είπε:

-Διαβάζω εδώ εκτός από τα’ όνομα του θείου σας Μανούσου Θεοτοκόπουλου, πολλές φορές το όνομα Θεοτοκόπουλος. Ώστε λοιπόν Θεοτοκόπουλος και όχι Θεοτοκόπουλι καθώς σας λένε οι Ισπανοί…

Ο ζωγράφος τά’ χασε μπροστά στο «μέγεθος» της κατηγορίας, που ήρθε να προστεθεί και σε μια άλλη επίσης βαριά κατηγορία: Στο ότι έφαγε κρέας ημέρα νηστείας. Αλλά  ο Ιεροεξεταστής, ήξερε τα οικογενειακά του Γκρέκο:

-Λοιπόν Δομήνικε Θεοτοκόπουλι, εκτός από το θείο σας που μένετε μαζί υπάρχει σπίτι σας η Χερόνιμα δε λας Κονέβα, «μεθ’ ής συμβιείτε εν παλλακεία», η θεία της Ευφροσύνη δε λας Κονέβας και το αγοράκι σας, που αναγνωρίσατε καθώς διαβάζω εδώ, μετά τη γέννηση του Χόρχε-Μανουέλ Θεοτοκόπουλος λοιπόν…

Οι πληροφορίες οι σχετικές με το θάνατό του είναι συγκεχυμένες. Το βέβαιο είναι πως στα αρχεία του Αγίου Βαρθολομαίου του Τολέδου, γράφονται τα παρακάτω:

«Στις 7 Απριλίου 1614 πέθανε ο Δομήνικος Γκρέκο, χωρίς διαθήκη. Ενταφιάστηκε στον Άγιο Ντομίγκο Ελ Αντίγονο. Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του».

Τα κυριότερα Έργα του Θεοτοκόπουλου

Έργα της νεανικής ηλικίας του Γκρέκο, δηλαδή πριν την εποχή της μετάβασής του στη Βενετία θεωρούνται: «Η Προσκύνησις των Μάγων» του Μουσείου Μπενάκη στην Αθήνα, ένα τρίπτυχο στην Gabria Estense της Μοδένας με την παράσταση της προσκύνησης των Ποιμένων, τη βάπτιση και στο μέσο το Χριστό να στέφεται σε δόξα μάρτυρας της πίστεως του Όρους Σινά κ.ά. Παρά τις αμφισβητήσεις περί αυτών, φαίνεται ότι αυτά είναι μάλλον γνήσια έργα του, ενώ αντιθέτως «ο Ευαγγελιστής Λουκάς ζωγραφίζων την Θεοτόκον», παρά την υπογραφή του Δομήνικου, δεν πρέπει να θεωρείται έργο του. Άλλα νεανικά έργα του ζωγράφου που ανήκουν σ’ αυτήν την περίοδο της παραμονής του στη Βενετία θεωρούνται: «Η Δευτέρα Παρουσία», «Η προσκύνησις των Ποιμένων» της συλλογής Willumsen. Πίνακες της ίδιας περιόδου θεωρούνται: «Η θεραπεία του Τυφλού» της Πινακοθήκης της Δρέσδης, «Ο λεγόμενος Στέφανος» της Βιέννης, «Η Βάπτιση του Χριστού» της συλλογής Κούκ στην Αγγλία, «Το Παιδίον με το κάρβουνο» στην Πινακοθήκη Νεαπόλεως Ιταλίας, «Η αρπαγή της Περσεφόνης» της Πινακοθήκης Ντόρια στη Ρώμη και η λεγόμενη «προσωπογραφία μιας Κρητικιάς». Η προσωπογραφία αυτή η λεγόμενη αλλιώς «Κυρία με την ερμίνα» είναι έργο μάλλον του 1580-82. Επίδραση του Τιτσιάνο αναγνωρίζουν οι κριτικοί στα έργα του Δομήνικου: «Ευαγγελισμός» του Πράδο (Μαδρίτη), «ο Άγιος Φραγκίσκος δεχόμενος τα στίγματα» της συλλογής Θουλοάγκα, «Προσωπογραφία του Κλόβιο» στο Μουσείο Νεαπόλεως και την προσωπογραφία του «Αναστάτζι» (Συλλογή Frick Ν. Υόρκη). Κατά την παραμονή του στη Ρώμη, με την ανάμνηση όμως του Τιντορρέτο, ο Γκρέκο θα ζωγραφίσει την «Θεραπεία του Τυφλού», της Πινακοθήκης της Πάρμας και την «Εκδίωξη των εμπόρων εκ του ναού» του Ινστιτούτου Τέχνης στη Μινεάπολη (Η.Π.Α.).

Αλλά τα καλύτερα έργα του Θεοτοκόπουλου ανήκουν στη Ισπανική περίοδο, που ήρθε και η πλήρης ωρίμανσή του. Από τα πρώτα του έργα στη χώρα αυτή είναι οι  εικόνες του εικονοστασίου του Αγ. Δομίγκου του Παλαιού Τολέδο, καθώς και η Κοίμησης της Θεοτόκου, η Αγία Τριάς, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής κ.ά. Ακολουθούν κατόπιν οι πίνακες: «Pieta», της συλλογής Χούντικτον στη Ν. Υόρκη, «ο Άγιος Σεβαστιανός» της μητρόπολης της Βαλένθια (Ισπανία), η προσωπογραφία του Ντον Κοβαρρούμπας» στο μουσείο Τολέδου, η «Προσωπογραφία του γλύπτου Λεόνη», στη συλλογή Μάξγουελ Σκωτίας, «ο Άγιος Ιερώνυμος ως καρδινάλιος» της Πινακοθήκης του Λονδίνου, «ο Ιππότης με το χέρι εις το στήθος» της συλλογής του Βερολίνου.

Με τη ζωή του Θεοτοκόπουλου στο Τολέδο συνδέονται σπουδαιότατοι πίνακες. Μεταξύ αυτών: «Πέτρου και Παύλου», «Χριστόν αίροντα τον Σταυρόν» (περί το 1594) στο Πράδο της Μαδρίτης, «επί νεφελών Θεοτόκον» (περί το 1597) στη Βαρκελώνη, «Ανάστασιν του Χριστού» (περί το 1598), στο Πράδο,  «Προσωπογραφία του καρδιναλίου Nino de Guevarass (περί το 1600) αρχιεπισκόπου Σεβίλλης και μεγάλου Ιεροεξεταστή, «η εκδίωξη των εμπόρων» (περί το 1604) στο Gabridge Mass των Η.Π.Α., «Προσωπογραφία του Don Diego Covarrubias» (περί το 1604) του μουσείου Καλών τεχνών Βουδαπέστης, «Άγιον Ανδρέαν» (περί το 1604) στη μητρόπολη του Τολέδο, «Άγιον Ιλδεφόνσον γράφοντα καθ’ υπαγόρευσιν της Θεοτόκου» (1608 περίπου) στην εκκλησία του νοσοκομείου de la Caridad του Illescas, «Δείπνον του Ιησού εις την οικίαν του Σίμωνος» (περι το 1608) στην Κούβα,  και ο ανάλογος πίνακας της συλλογής Winterborthom των Η.Π.Α.

Πολύ γνωστός είναι ο πίνακας «Άποψη του Τολέδου» (περί το 1608). Κατάπληξη προκαλεί η δεκαεπτάστιχη επιγραφή σε αυτό τον πίνακα. Νομίζει κανείς ότι ακούει τον Θεοτοκόπουλο να συλλογίζεται:

«Έπρεπε να βάλω το νοσοκομείο
του Δον Ζουάν Ταβέρα σε ξεχωριστό μέρος
γιατί όχι μόνο έκρυβε την πόρτα του Βιζάρα,
αλλά και ο θόλος του ανέβαινε με τέτοιο τρόπο
ώστε ξεπερνούσε την πόλη και έτσι
αν το βάλω εδώ θα δείξει καλύτερα
την πρόσοψη από το άλλο μέρος
…………………………………………….».

Τελειώνουν οι στίχοι του με τις σκέψεις του, κάπως μυστικιστικές πάνω στο φως και τις επιδράσεις του.

Άλλοι πίνακες της ίδιας περιόδου είναι: η «Μετάσταση της Θεοτόκου»(περί το 1606) του Μουσείου San Vicenie στο Τολέδο, το «Χριστόν εις το όρος των Ελαιών»(περί το1610) της συλλογής A. Sachs στη Ν. Υόρκη, την «Πεντηκοστή» (περί το 1610) στο Πράδο, την «Προσκύνηση των ποιμένων» (περί το 1610) στο Μητροπολιτικό Μουσείο Ν. Υόρκης και την «Βάπτιση του Χριστού» (περί το 1610-1614) στο νοσοκομείο του Αγίου Ιωάννη του Τολέδου.

Στην τελευταία αυτή περίοδο του Γκρέκο ανήκουν και τα μεγάλα και ονομαστότερα έργα του. Αυτά είναι : το «Espolio» ή αλλιώς ο διαμερισμός των ιματίων του Χριστού (περί το 1579) της Μητρόπολης του Τολέδου, το «Μαρτύριον του Άγίου Μαυρικίου και των σύν αυτώ» 91580) στη συνοδική αίθουσα του Εσκοριάλ. Η «Προσκύνηση του Αγίου ονόματος του Ιησού Χριστού» στο Εσκοριάλ (1580). Η «ταφή του κόμητος Όργκαθ», πίνακας αποκείμενος στο ναό του αγίου Θωμά στο Τολέδο με χρονολογία του ζωγράφου το 1586. Ο «Θάνατος του Λαοκόοντος» (1610-1614) της Εθνικής Πινακοθήκης της Ουάσιγκτον. Η «Πέμπτη σφραγίς της Αποκαλύψεως» (1610-1614) στο Μουσείο Θουλοάγκα της Zumaya στην   ανία. Το «Τολέδο εν καιρώ καταιγίδος» (περί το 1610) στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Ν. Υόρκης, κ.ά.

Στο «Τολέδο εν καιρώ καταιγίδος» ο Γκρέκο πραγματοποιεί ένα απ’ τα τελευταία ρωμαλέα έργα του. Μπροστά πράσινοι θάμνοι και ποταμός, πίσω το Τολέδο την ώρα κατά την οποία αστραπές διασχίζουν το μελανό ουρανό φωτίζοντας τις οικοδομές του και ξεσπά η καταιγίδα στο βάθος. Και εδώ ο ζωγράφος εργάστηκε με πολλή ελευθερία, δηλαδή, δεν αντέγραψε πιστά το τοπίο του, αλλά αυτό υπήρξε απλά αφορμή για να εκφράσει το όραμα το οποίο είχε συλλάβει η καλλιτεχνική του φύση. Το έργο διακρίνεται για τον ονειροπόλο χαρακτήρα του, την υπέροχη πνευματικότητά του και την έκφραση των σπασμών της ψυχής με τρόπο ρεαλιστικό.

Ο χαρακτήρας της τέχνης του Θεοτοκόπουλου

Η τέχνη του Θεοτοκόπουλου είναι καρπός των ιστορικών συνθηκών και της όλης προπαιδείας της μεγαλοφυΐας του. Κρήτη, Βενετία, Ρώμη, Μαδρίτη, Τολέδο, αποτελούν τα ιστορικά του πλαίσια. Τα καλλιτεχνικά των χωρών, οι πολιτικές και θρησκευτικές συνθήκες της εποχής του, επέδρασαν στη διαμόρφωσή του. και άλλοι ασφαλώς έζησαν την ίδια εποχή υπό αυτές τις συνθήκες. Αλλά μόνο του Γκρέκο το πνεύμα βρέθηκε κατάλληλο για να δώσει την καλλιτεχνική έκφραση της περιόδου και να την ερμηνεύσει με τον δικό του, τον βαθύτατα προσωπικό, αλλά και απαράμιλλο τρόπο. Ο ορθολογισμός της Αναγέννησης επέφερε ήδη κόπωση στην τέχνη, η οποία τώρα, από αντίδραση, ζητά στα εξωκόσμια οράματα της θρησκείας, την αντιρρεαλιστική πραγματικότητα. Η τεχνική του ιμπρεσσιονισμού με την έντονη αντίθεση του φωτός και της σκιάς, η ανήσυχη στάση των σωμάτων και η αδιαφορία προς τη φυσικότητα του χώρου, δημιουργούν την ατμόσφαιρα της νέας τέχνης. Αυτή φέρει το όνομα του Μανιερισμού και η ζωηρότερή της εκδήλωση πληρεί κυρίως το β΄ ήμισυ του 16ου αιώνα και τις αρχές του 17ου, όταν αρχίζει η πληθωρική περίοδος του Μπαρόκ. Στη Βενετία ο Τιτσιάνο, ο Τιντορέττο, ο Ντα Πόντε (Μπασσάνο), ο Βερονέζε και προηγουμένως στη Ρώμη ο Βαζάρι, στην Τοσκάνη ο Pantormo, στην Φλωρεντία ο Rosso και άλλοι καλλιτέχνες, γίνονται δημιουργοί του μανιεριστικού κινήματος. Ο Θεοτοκόπουλος εντάσσεται σ’ αυτό το κλίμα αλλά εννοείται ότι η τέχνη του φέρει κάποια χαρακτηριστικά από τα στάδια που διήλθε στα τρία, κυρίως, ευρωπαϊκά κέντρα. Στη Βενετία, στη Ρώμη, στο Τολέδο. Τα έργα του δηλαδή της βενετικής περιόδου έχουν ακόμη τα χαρακτηριστικά της Αναγέννησης και της ιμπρεσσιονιστικής τεχνικής, με τις αντιθέσεις του φωτός και της σκιάς στα νέφη και τα χρώματα στα ενδύματα δηλώνουν το βενετικό μανιερισμό.

Στην Ισπανία κατόπιν η τέχνη του Θεοτοκόπουλου βρίσκει την τέλειά της έκφραση. Στο αυστηρό καθολικό της περιβάλλον με τον φανατικό Φίλιππο τον Β΄ η μεταρρύθμιση τότε θριάμβευε. Οι Ιησουΐτες με αρχηγό τον Ιγνάτιο Λογιόλα   το θάνατο για την καθολική πίστη, εξαίρουν το μαρτύριο και την εκ τούτου   ωση» των ηρώων της πίστης. Τοιουτοτρόπως, η μυστική φύση του ανατολίτη   τα καλλιτεχνικά του βιώματα βρήκαν το κατάλληλο κλίμα στην Ισπανία, εξάλλου έμεινε κατ’ ουσία μακριά από την κλασσική Αναγέννηση. Για  τον μυημένο  άνθρωπο στους πίνακές του οι μορφές φαίνονται ως οπτασίες, ως οράματα της στιγμής,   καλείται ο θεατής να τις απομαντεύσει συλλαμβάνοντας τον υπερβατικό τους  χαρακτήρα. Οι άγιοί του καθώς και οι προσωπογραφίες του έχουν βλέμμα πέρα των γήινων.  Στη μυστική σύλληψη του περιβάλλοντος και του όλου χώρου εντάσσεται ο ίδιος, οι φίλοι του, οι θρησκευτικές και κοσμικές μορφές  και τα διάφορα γεγονότα. Μορφές ελλειπτικές και μετεωριζόμενες, σώματα μακρύτερα από το φυσικό, με το «γραφικό» ρυθμό, με τα ακαθόριστα περιγράμματα, με τις ιριδιάζουσες ευρείες πτυχές των ενδυμάτων και την έντονη φωτοσκίαση, συνιστούν τη δύναμη  του καλλιτέχνη, τη «μυστική μαγεία» της συνθέσεως, ανάλογο προς την έκσταση  της αγίας Θηρεσίας για το όραμα του κόσμου. Ακριβώς το όραμα μιας άλλης πραγματικότητας ενδυναμώνει και ο απροσδιόριστος παλμός του χρωστήρα του ο οποίος πλαισιώνει το όλο του σχέδιο και την αξιοθαύμαστη ανατομία του. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς λεπτομέρειες στα πρόσωπα των έργων του για να αντιληφθεί την σημασία που έχει γι’ αυτόν η κίνηση του χρωστήρα. Έπειτα πρέπει να κάνει λόγο για τις ευρείες πτυχώσεις του. Η πλούσια, η πληθωρική πτύχωση, η οποία δεν χωρίζεται σε πολλές μικρότερες, αλλά διατηρεί την ενότητά της με το άφθονο φως το οποίο την διαγράφει στην αντίθεσή του προς τη σκιά, είναι όμως ιδιάζον χαρακτηριστικό του Γκρέκο. Ο Γκρέκο αδιαφορεί τελείως για την πραγματικότητα και συγκεντρώνει την προσοχή του αποκλειστικά σε ό,τι είναι απαραίτητο για να μεταδώσει το πνευματικό του μήνυμα. Καθετί περιττό το εγκαταλείπει. Τα σώματα που ζωγραφίζει δεν είναι πια ανθρώπινα κορμιά, αλλά μοιάζουν περισσότερο με φλόγες που υψώνονται προς τον ουρανό. Παραμορφώνει τα μέλη, επιμηκύνει υπερβολικά τα σώματα, εξαϋλώνει τα ρούχα και τα χρώματα και γενικά υποτάσσει τα πάντα και τα αναγκάζει να υποβάλλουν την αίσθηση της τέλειας μεταρσιώσεως.

Είναι κατόπιν και η ουσία του φωτός στο Θεοτοκόπουλο. Βεβαίως συναντάμε και σ’ αυτό τη βασική αρχή της βενετικής ζωγραφικής δηλαδή την απότομη μετάβαση από το φως στη σκιά. Αλλά στη θυελλώδη ιδιοσυγκρασία του Θεοτοκόπουλου το φως καθίσταται αυτόνομο στοιχείο της συνθέσεως. Διαμορφώνει σε σχήματα που παρακολουθούν τα διαγράμματα των εικονιζόμενων ή εικονιζόμενο στο κέντρο ή σε ορισμένο σημείο μιας παράστασης, διαμορφώνει τα πρόσωπα και τα πράγματα ανάλογα προς την υφή του. Γνωρίζει να δημιουργεί ζωηρή την εντύπωση του ανάγλυφου στις μορφές του ή και ως γλώσσα φωτός να εμφανίζει τις φυσιογνωμίες του. ο Γκρέκο εξάλλου, δεν δέχεται αντικειμενικά το φως στα έργα του, αλλά σ’ αυτό δίνει τη δικιά του αξία και το καθιστά στοιχείο ουσιαστικής διαπλάσεως του πίνακα. Δεν ακολουθεί αυτό τη φυσική πορεία στον πίνακα, δε φωτίζει ως φυσική πηγή φωτός τα αντικείμενα. Άρα είναι φως αφύσικο και η ουσία του κείται έξω της πραγματικότητας. «Το φως του Γκρέκο, λέει σωστά ο Π. Πρεβελάκης, δεν είναι μια ιδιότητα της ατμόσφαιρας που δημιουργεί τις φόρμες στο χώρο… Η πηγή του δε βρίσκεται ούτε στον ήλιο, ούτε σ’ άλλη τεχνητή εστία παρά μέσα στην παλέτα του ζωγράφου». Εκείνο το φως μορφοποιεί τα πρόσωπα, τα στοιχεία του περιβάλλοντος. Εκείνο με τις ζωηρές κηλίδες του στα σώματα, με τη ρευστότητα του στις πτυχώσεις, με την διάλυσή του στις ακμές των κυβικών οικιών ή πολυγωνικών πύργων, ή με την κυρίαρχη παρουσία  του δια μέσου των μελανών ουρανών στα τοπία, γίνεται στοιχείο άλλοτε τραγικότητας και άλλοτε δημιουργίας της υψηλής και μεγαλειώδους μεταφυσικής ατμόσφαιρας των πινάκων. Αυτός τώρα ο κατ’ ουσία υποκειμενικός φωτισμός, είναι σύμφωνος προς τα μυστικά οράματα του καλλιτέχνη, συνιστά δηλαδή το δικό του, το «εσωτερικό του φως» περί του οποίου μιλά επιστολή του μικρογράφου Κλόβιο: «Χθες επισκέφτηκα τον Γκρέκο για να περπατήσουμε μαζί στην πόλη. Ο καιρός ήταν πολύ ωραίος, ο δε γλυκύτατος ήλιος του Απριλίου χάριζε σε όλο τον κόσμο χαρά. Εξεπλάγην όταν εισήλθα στο εργαστήριο του Γκρέκο και είδα τα παραπετάσματα των παραθύρων κατεβασμένα εντελώς, ώστε μόλις να διακρίνεις τα αντικείμενα…Ο Γκρέκο δεν θέλησε να μου ανοίξει επειδή το φως της ημέρας ενοχλούσε το εσωτερικό φως». Δεν θα ήταν υπερβολικό να λέγαμε πως τα κορμιά του Γκρέκο   ασήμαντα περιβλήματα που φωτίζονται από ένα εσωτερικό φως και θαρρείς πως έχουν  ήδη αρχίσει να εγκαταλείπουν τη γη εξορμώντας προς τον επουράνιο κόσμο του Θεού.

«Με το φως, βεβαίως, σχετίζονται και τα χρώματα του Δομήνικου. Διότι εκείνο   ανταύγειες των χρωμάτων, των προσώπων και των αντικειμένων. Και προσφιλή του χρώματα, το ερυθρό στις αποχρώσεις του, το κυανό, το κίτρινο (θείο), το λευκό, το χαλκοπράσινο, το πορτοκαλί (μίνιο), το ιώδες, όλα τα χρώματά του έχουν την σκληρότητα του υαλώδους, κατά κάποιο τρόπο θυμίζουν τα βυζαντινά ψηφιδωτά». Αλλά αυτό είναι μάλλον σύμφωνο στην ιμπρεσσιονιστική τέχνη του ζωγράφου μας και την όλη αντιρρεαλιστική του προσέγγιση. Ο Γκρέκο θέλει να πλάσει τη φόρμα με το χρώμα, αλλά συνάμα να δείξει τη δύναμη της χρωματικής σαγήνης, να φτάσει σε όσο γίνεται μεγαλύτερη πλαστικότητα». (Πρεβελάκης). Την διάθεση του αυτή εκφράζουν οι κινήσεις και οι χειρονομίες των προσώπων. Πόσο π.χ. εξαίρει τη φυγή από την πραγματικότητα η κυρτή κίνηση των σωμάτων. Με πόση πάλι μεταφυσική διάθεση διαγράφονται οι παλάμες τους. Σωστά, λοιπόν, ο Unamuno χαρακτήρισε τα δάχτυλα του Γκρέκο ως τα πιο αποκαλυπτικά όργανά του.

Το γνωστότερο ή τουλάχιστον το εντυπωσιακότερο χαρακτηριστικό είναι τα ,υπέρ το δέον, επιμήκη σώματα. Αυτά συναντώνται κυρίως στα έργα της   ισπανικής περιόδου. Υπολογίζεται ότι μήκος έντεκα κεφαλών έχουν τα βυζαντινά ανθρώπινα μορφώματα.   (Ο βυζαντινός «κανόνας» εν προκειμένω είναι εννέα και μισό περίπου κεφάλια. Ο κανόνας του Πολυκλείτου είναι επτά κεφάλια , του δε Λυσίππου περίπου εννιά. Επιμήκη ζωγραφίζει και τα πρόσωπα με τα ιδιαζόντως μεγάλα βλέφαρα και τις μεγάλες μύτες. Τα κεφάλια κρατούν μεγάλοι λαιμοί με τονισμένο καμιά φορά το τρίγωνο των τενόντων. Η ραδινότητα, μάλιστα, αυτή των σωμάτων είναι μεγαλύτερη στα πρόσωπα του ουρανίου κόσμου. Αυτές οι αφύσικες επιμηκύνσεις των σωμάτων στο έργο του Γκρέκο έγιναν αφορμή να γίνει λόγος περί -τάχα- αλλοφροσύνης και ανισορροπίας του (Ricardo Jorge) από τους εγκεφαλικούς Γερμανούς, -πρώτων πάντοτε στο σχολαστικό επιστημονισμό- και να υποστηριχθεί ότι έπασχε από αστιγματισμό και στα δύο μάτια του. αλλά, εάν το πρώτο είναι αφελές και πρόχειρό, το δεύτερο είναι και επιστημονικά απαράδεκτο γιατί υπάρχουν πίνακες του ζωγράφου, ακριβώς της ιδίας περιόδου, με κανονικές τις αναλογίες των εικονιζόμενων. Είναι ηθελημένες οι επιμηκύνσεις και παραμορφώσεις του ζωγράφου και η αιτία αυτών πρέπει αλλού να αναζητούνται. Και βρίσκεται αυτή-η αιτία- στην πρόθεση και τη δύναμη του να εξαϋλώνει τις μορφές για να εκφράζει μέσω του χρωστήρα του το φυσικό μεταφυσικό πάθος το οποίο τον συνέπαιρνε. Και ακριβώς η εξαΰλωση αυτή των μορφών και η δημιουργία μιας υπερβατικής ατμόσφαιρας χαρακτηρίζει το έργο του Θεοτοκόπουλου.

Αλλά που διδάχθηκε και πότε ο Θεοτοκόπουλος την τέχνη αυτή; Ποια διδάγματα τροφοδότησαν και καλλιέργησαν την ευαισθησία της ιδιοσυγκρασίας του στην παράσταση της εξαϋλώσεως των μορφών του, στην ανύψωση αυτών σ’ έναν κόσμο ονείρου, μέσω της τεχνοτροπίας των επιμηκύνσεων και των παραμορφώσεων; Αυτά τα γνωρίζει και ο μανιερισμός αλλά και η βυζαντινή τέχνη, οπότε και το πρόβλημα της σχέσης της τέχνης του Γκρέκο προς τη βυζαντινή παράδοση και γενικότερα της ανασκόπησης των χαρακτηριστικών της τέχνης του σε σύγκριση με την εικονογραφία και μορφολογία της βυζαντινής ζωγραφικής.

Ο Θεοτοκόπουλος και η Βυζαντινή παράδοση

Απ’ τους κριτικούς της τέχνης, τους ιστορικούς, τους καλλιτέχνες και τους ειδικούς υποστηρίχθηκε ή αμφισβητήθηκε η σχέση του Θεοτοκόπουλου με την βυζαντινή ζωγραφική παράδοση. Συγκεκριμένα, άλλοι τον ήθελαν να έχει εκπαιδευτεί στην Κρήτη στη βυζαντινή τέχνη και να διατηρεί κατόπιν την ανάμνησή της στο έργο του, άλλοι στοιχειωδώς ίσως να τη γνώρισε και, τέλος, άλλοι να έχει μια εικονογραφική και μορφολογική συγγένεια με την τέχνη αυτή της Ορθοδοξίας. Άλλωστε, κατά την άποψη των περισσότερων μελετητών: «η ψυχή του Θεοτοκόπουλου είναι βυζαντινή». Επίσης ο ενθουσιώδης αρχειοθέτης και ερευνητής στη  Βενετία Κ. Μέρτζιος θεωρεί αυτόν «συνεχιστή της βυζαντινής εικονογραφίας» και ότι «ήρθε στη Βενετία περιβεβλημένος την πανοπλία της βυζαντινής  μαεστρίας».

Αντίθετα προς τους παραπάνω, την ανεξαρτησία του Θεοτοκόπουλου από τη βυζαντινή παράδοση και την επίδραση στο έργο του των καλλιτεχνικών ευρωπαϊκών ρευμάτων των χρόνων του, υποστήριξαν άλλοι αξιόλογοι μελετητές. Μεταξύ αυτών ο A.Mayer π.χ. θεωρεί το έργο του αποτέλεσμα των επιδράσεων των Ιταλών ζωγράφων (Τιντορέττο, Τιτσιάνο κ.λ.π.) και ότι τελικά διαμορφώθηκε στο κλίμα του ισπανικού μανιερισμού. Ο Dworak, διαβλέπει στον Θεοτοκόπουλο το λαμπρότερο παράδειγμα ευρωπαϊκού μανιερισμού, ενώ ο Kehrer τον θεωρεί, ομοίως, ως μορφή του μανιερισμού-όπως χαρακτηριστικά δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου του «Greco, als des manierismus, Munchen 1939» -και μάλιστα ως τον τελευταίο των μανιεριστών.

Σε πείσμα αυτών των αντίθετων απόψεων, τι έχει άραγε να πει η επανεξέταση του έργου του Γκρέκο, τόσο σε σχέση με την ουσία της βυζαντινής ζωγραφικής όσο μάλιστα και με τις τελευταίες αρχειακές έρευνες;

Κατ’ αρχάς , παρόλο που υπάρχουν ομοιότητες, πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να ταυτίσει εικονογραφικά τον Γκρέκο προς τη βυζαντινή τέχνη. Πρέπει πολύ προσεχτικά να μελετήσουμε τα πράγματα για να παραδεχτούμε εικονογραφική εξάρτησή του από τη βυζαντινή ζωγραφική. Βέβαια πολλές ομοιότητες εντυπωσιάζουν, αλλά η νηφαλιώτερη έρευνα δεν θα συμφωνήσει στο ότι αυτός ακολουθεί πιστά τη βυζαντινή εικονογραφία.

Απ’ την άλλη πλευρά δεν πρέπει να είμαστε απόλυτοι στις εικονογραφικές μας κρίσεις , γιατί υπάρχουν και πίνακες του Γκρέκο οι οποίοι ανακαλούν τη βυζαντινή εικονογραφία. Όπως π.χ. «Η ταφή του κόμη Οργκάθ». Ο Γκρέκο ζωγράφισε το έργο αυτό κατά παραγγελία του πρωθιερέα της εκκλησίας του Αγίου Θωμά. Η εκκλησία αυτή είχε κερδίσει μια σπουδαία δίκη και θέλησαν να γιορτάσουν το γεγονός με ένα μεγάλο έργο που θα απαθανάτιζε ένα θρύλο του 14ου αιώνα. Σύμφωνα με το θρύλο αυτό, όταν το 1323 πέθανε ο ευλαβικός Δον Γκονζάλο Ρουίθ, κόμης του Οργκάθ, κατέβηκαν από τον ουρανό ο Άγιος Αυγουστίνος και ο πρωτομάρτυρας Στέφανος και μετέφεραν με τα χέρια τους το πτώμα στον τάφο του. Ο Γκρέκο ζωγράφισε για το θέμα αυτό ένα καταπληκτικό αριστούργημα. Την αρχική του έμπνευση πρέπει να την οφείλει σε κάποια ανάμνηση από τις βυζαντινές αγιογραφίες, που παρίσταναν την «Κοίμηση της Θεοτόκου». Όπως στις βυζαντινές αγιογραφίες που Απόστολοι κρατούν οριζόντιο το σώμα της Παναγίας, ενώ την περιστοιχίζουν οι άλλοι Απόστολοι και ο Χριστός παραλαμβάνει την ψυχή της μητέρας του που μοιάζει με μικρό βρέφος, έτσι και στο έργο του Γκρέκο ο Άγιος Αυγουστίνος και ο πρωτομάρτυρας Στέφανος σηκώνουν τον νεκρό Οργκάθ για να τον βάλουν στον τάφο, ενώ γύρω στέκουν πλήθος οι Ισπανοί ευγενείς. Το πάνω μισό του πίνακα εικονίζει ένα θρόνο, όπου ο Χριστός κάθεται με όλη την μεγαλοπρέπεια και μπροστά του δεξιά και αριστερά έχει την Παναγία, τον Άγιο Ιωάννη και άλλους σε στάση δεητική. Ο πίνακας δείχνει πως για μια στιγμή τα ουράνια άνοιξαν για να δεχτούν την ψυχή του Οργκάθ που μοιάζει με ένα μικρό μωρό και ανεβαίνει μέσα σε φωτεινό στρόβιλο προς το θρόνο του Θεού. Κάτω στη γη κανείς δε φαίνεται  να παραξενεύεται γι’ αυτό το θαύμα. Όλη η έμφαση της ευλαβικότητάς του βρίσκεται σε αυτή ακριβώς την ηρεμία που επικρατεί κατά την ώρα της ταφής. Ήταν τόσο αγαπητός στο Χριστό ο Οργκάθ, ώστε όλοι το βρίσκουν φυσικό να ανοίγουν οι ουρανοί κατά την ώρα της κηδείας. Ακόμη και τα μικρά δονούμενα   των μεγιστάνων που παρευρίσκονται στην κηδεία μοιάζουν σαν να υπογραμμίζουν την ηρεμία αυτή. Σε αντίθεση προς την ηρεμία της γης, όλα στον ουρανό έχουν δυναμισμό, ένταση και δραστηριότητα. Η ψυχή του Οργκάθ φαίνεται να περνάει την Παναγία και τους άλλους αγίους για να φθάσει στο Χριστό, ενώ ένας άνεμος χαράς μοιάζει να ανεμίζει τα φορέματα των Αγίων, να φυσάει στα πρόσωπά τους. Ο Χριστός ανοίγει τους κόλπους του και μικρά αγγελούδια πετούν ολόγυρα. Ό,τι λείπει από τη γη βρίσκει την έκφρασή του στον ουρανό. Αλλά εάν η εικονογραφία του Θεοτοκόπουλου δεν έχει επηρεαστεί, ως  κατά το μεγαλύτερο μέρος της από τη βυζαντινή παράδοση, δεν ισχύει όπως πιστεύουμε και για το καλλιτεχνικό ύφος του και την όλη μορφολογία των έργων του. Η βαθιά πνευματικότητα της βυζαντινής ζωγραφικής, η χρωματική κλίμακα, η αρχιτεκτονική διάταξη των εικόνων, ακόμα και οι συνθέσεις των μορφών σε ένα πίνακα ή οι πτυχές των ρούχων, γίνονται (ασυναίσθητα, αλλά πάντως αποτελεσματικότατα), οδηγοί του στο μεγάλο του έργο. Ο Γκρέκο είναι ο μεγαλύτερος βυζαντινός ζωγράφος, γιατί απέδωσε όσο κανένας άλλος τη θρησκευτική υψηλοφροσύνη της βυζαντινής ζωγραφικής, ενώ, ταυτόχρονα, έχει απαλλάξει τη ζωγραφική αυτή από όλα τα περιοριστικά βάρη των τεχνικών κανόνων και κρατώντας μόνο ό,τι ήταν αληθινά ουσιαστικό την ανανέωσε από τις ρίζες της. Η ανανέωση αυτή φαίνεται καθαρότερα στα έργα που ζωγράφισε ο Γκρέκο κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του γιατί τότε και η επιστροφή του στις βυζαντινές πηγές γίνεται ολοκληρωτική.

Πρώτα απ’ όλα, οι υπέρ το δέον επιμηκύνσεις των σωμάτων του και οι λοιπές παραμορφώσεις τους, προϋπόθεταν καθαρά τη βυζαντινή επίδραση στον καλλιτέχνη. Στον Θεοτοκόπουλο βρίσκουμε ακριβώς την αφύσικη, την άμετρη επιμήκυνση. Οι δάσκαλοί του και το όλο καλλιτεχνικό κλίμα του μανιερισμού καλλιέργησε ό,τι προϋπήρχε σ’ αυτόν, με άλλες λέξεις έγιναν η αιτία να εκδηλωθεί η εκρηκτική ιδιοσυγκρασία του χωρίς ποτέ να είναι η αφορμή την ιδιοσυγκρασίας αυτής. Αλλά βλέπουμε ότι και στο μανιερισμό και στον Γκρέκο παρατηρείται η υπερβολή αντί της αρμονίας των αναλογιών και του μέτρου, η ανησυχία αντί της γαλήνης. Σωστά παρατηρεί ο Ισπανός καθηγητής  Jose Gamon Aznar, οι επιμηκύνσεις στα σώματα του Δομήνικου δεν έχουν το χαρακτήρα των έργων των Ιταλών μανιεριστών, διότι εκφράζουν το εκτάκτως ανήσυχο, το φρενιώδες και εμψυχώνονται από την ιδιάζουσα σε παλμό τεχνική του ιμπρεσσιονισμού. Αλλά αυτό δε σημαίνει πάλι ότι ο Θεοτοκόπουλος ανήκει στο Baroque όπως υπέθεσε παλιότερα ο Wulff. Διότι στις συνθέσεις του δεν υπάρχουν οι αντιθέσεις φωτός και σκιάς, του είδους εκείνου το οποίου παρατηρείται στα έργα του Μπαρόκ. Εκεί το φως είναι άλλης ποιότητας, έντονα φυσικό. Στο Δομήνικο ,όμως, το φως δεν είναι το φυσικό, αλλά είναι φως ιδιαζόντως μεταφυσικό. Έπειτα ο παροξυσμός των κινήσεων χαρακτηρίζει βεβαίως το Μπαρόκ και τις μορφές του Γκρέκο. Αλλά στο Μπαρόκ η κίνηση επιβάλλεται έξωθεν, η επιφάνεια πάλλεται με το διακοσμητικό φόρτο της. Η ανησυχία είναι για την εντύπωση χωρίς λογισμό και μέτρο. Ενώ στο Γκρέκο «ο δυναμισμός των μορφών είναι εσωτερικός και ουσιώδης στην πραγματικότητά τους» (Aznar).

Αλλά αυτή η εσωτερική εντελέχεια η οποία εμψυχώνει και εκτείνει τις «υπέρ τα κοινά μέτρα», είναι χαρακτηριστικό της βυζαντινής τέχνης μα ιδιαίτερα ορισμένων περιόδων της (Αναγεννήσεων). –Ραδινά π.χ. είναι τα σώματα κατά την περίοδο των Παλαιολόγων.

Έτσι όπως έχουν τα πράγματα νομίζω ότι, ούτε ο μανιερισμός, ούτε το μπαρόκ μπορούν να ερμηνεύσουν τη μορφολογία της τέχνης του Γκρέκο, δηλαδή τη μοναδική έκφραση του ύφους του (styl), το μεταφυσικό του φως, τις ασύμμετρες αναλογίες, τη διάπλαση των φυσιογνωμιών, με μια λέξη την τεχνοτροπία του. Μια κοινή ζωγραφική όμως, την οποία γνώρισε ασφαλέστατα στην Κρήτη, παρέχει  την απόδειξη και δικαιολόγηση όλων αυτών. Εκείνη δίδαξε σ’ αυτόν την αισθητική της, το βαθύτερο νόημά της. Και το νόημά της βρέθηκε σύμφωνο προς την καλλιτεχνική του αφόρμηση, αυτό άλλωστε είναι και το υπόστρωμα της τέχνης του που παρέμεινε πάντοτε η παράδοσή του απ’ τον καιρό που στη Βενετία, και μάλιστα στη Ρώμη, επηρεάζεται (είναι νέος εξάλλου) απ’  την τεχνοτροπία των ρευμάτων της τέχνης των εκεί σχολών, αλλά κατόπιν στην Ισπανία,  ώριμος, επανέρχεται στη μορφολογία της βυζαντινής ζωγραφικής την οποία, εκφράζει κατά δικό του τρόπο. Μίλησαν περί «επαναβυζαντινισμού» του, κατά την περίοδο αυτή, περί «κελεύσματος του ελληνικού αίματος». Αυτά είναι ίσως άνευ σημασίας όταν δεν περιορίζονται σε χρονικά όρια. Στην Ισπανία   πάντων, ο ώριμος καλλιτέχνης εμψυχώνει το έργο του με την παράδοση της   ης ζωγραφικής, της οποίας προσαρμόζει τη μορφή προς την τέχνη των χρόνων  επιμήκη σώματα, οι μεγάλοι οφθαλμοί, οι μεγάλες μύτες και οι αντιπραγματικές αναλογίες, είναι βεβαίως βυζαντινά. Η ασυμμετρία στις αναλογίες των σωμάτων με μικρές  κεφαλές σε σχέση με τα υπέρμετρα επιμήκη σώματα είναι γνήσια.  Τα χρώματά του κατόπιν με τη φωτεινή λάμψη τους και την κρυστάλλινη υφή τους, απηχούν βυζαντινές αναμνήσεις. Το φως του στα πρόσωπα και τα σώματα,   όπως πέφτει όλως ιδιόρρυθμο, υποκειμενικό, αφύσικο, υπενθυμίζει το φως των αγίων της βυζαντινής αγιογραφίας («και οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως φωστήρες»), του οποίου η παράθεση κατά σχηματικό τρόπο στη σκιά, συμβάλλει στη δημιουργία της υπερβατικής ατμόσφαιρας. Έπειτα, προς την αδιαφορία του για τις κανονικές αναλογίες, η αδιαφορία του για την Τρίτη διάσταση και αντίθετα η φροντίδα του για την οργάνωση των συνθέσεών του κατά τρόπο μνημειώδη και ρυθμικό, απηχεί βέβαια τη βυζαντινή αγιογραφία. Αλλά και η μέθοδός του «να περνά και να ξαναπερνά (με το χρώμα) τις ζωγραφιές του- όπως λέει ο Pacheco- φέρνει στη μνήμη τη βυζαντινή τεχνική που δουλεύει το χρώμα σε απανωτά στρώματα, ξεκινώντας από το σκοτεινό προπλασμό για να φτάσει, ολοένα ανοίγοντας τον τόνο, στα φώτα», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Π. Πρεβελάκης. Ο χώρος ειδικότερα στους πίνακες του δεν είναι ο πραγματικός, αλλά ο συμβατικός της βυζαντινής ζωγραφικής, αδιάφορα βεβαίως εάν αποδίδεται κατά τον τρόπο της συλλήψεως του οράματός του από τον ζωγράφο. Και ως συνισταμένη όλων αυτών έρχεται κατόπιν η εξαΰλωση των μορφών, πάλι κατά τη βυζαντινή παράδοση. Επομένως, στο έργο του Θεοτοκόπουλου έχουμε κρητικούς καρπούς οι οποίοι αναπτύχθηκαν και ωρίμασαν στην ξένη γη, φέρουν τις επιδράσεις του περιβάλλοντος, ενώ στην ουσία τους παρέμειναν αναλλοίωτοι. Βρίσκουμε δηλαδή, υπέρ την τεχνική και την εικονογραφία έναν «βυζαντινισμό του πνεύματος», ο οποίος “ολίγον κατ’ ολίγον, ως υπόγειος καταρράκτης διαποτίζει το υπέδαφος του έργου του Γκρέκο”, κατά τη σωστή παρατήρηση του P.Guinard. Δικαίως λοιπόν ο Π. Πρεβελάκης σημείωσε ότι η βυζαντινή τέχνη είναι η «αρχική ρίζα» του Θεοτοκόπουλου, δικαίως ο L. Reau θεωρεί ότι η πρωτοτυπία του «βρίσκεται στην έντονη πνευματικότητα των μορφών του που είχε κληρονομιά απ’ τη ζωγραφική των βυζαντινών εικόνων.

Δεύτερος λόγος που βεβαιώνει τη βαθύτερη βυζαντινή επίδραση στην τεχνοτροπία του Θεοτοκόπουλου και ο οποίος ατυχώς δεν εξετάστηκε από κανέναν είναι ο «συμπυκνωτικός λειτουργικός» τρόπος παράστασης των σκηνών του. Η βυζαντινή λατρεία δηλαδή και η ζωγραφική υψώνουν τα γεγονότα της ιερής Ιστορίας υπεράνω της χρονικής στιγμής, λαμβάνουν χώρα σήμερα, διότι σ’ αυτά δεν υφίσταται η διάκριση παρελθόντος και μέλλοντος. Ο χρόνος δηλαδή παύει να εννοείται, σε ένα μυστικό βίωμα του παρόντος. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο αγιογράφος και ζωγράφος δεν  αναμιμνήσκεται απλά αλλά ζει και μετέχει ο ίδιος πραγματικά των ιερών λαμβανόντων χώρα γεγονότων». Η βυζαντινή αγιογραφία απαλλάσσεται από περιττά εικονογραφικά στοιχεία, προσπαθεί όσο είναι δυνατό να τα «ωθήσει»  προς εμάς ιστάμενα και επομένως προσωπικά με εμάς συνδεόμενα.

Ο θεατής νομίζει ότι τώρα λαμβάνει χώρα αυτό που εικονίζεται καθώς ο  ίδιος μετέχει στο γεγονός. Αυτό έχει την έννοια ότι ο ζωγράφος «λειτουργεί   το γεγονός που λαμβάνει χώρα επί των ημερών του.

Το βυζαντινό αυτό πνεύμα «συμπυκνώσεως» γεγονότων δημιουργεί και ο Γκρέκο στο Espolio. Το παρομοίασαν με τη σκηνή της προδοσίας. Αυτό όμως είναι η θεια ταπείνωση. Το Espolio είναι Δημιουργία του Γκρέκο εντελώς άσχετο προς την προδοσία του Ιούδα. Δεν εικονίζει μια σκηνή (τη σύλληψη, ή απλά τον διαμερισμό των ιματίων του, όπως κοινώς λέγεται), αλλά συναιρεί σ’ αυτόν τον πίνακα. Τα επεισόδια των τελευταίων στιγμών του Κυρίου κατά τις διηγήσεις των   Ευαγγελίων. Το Χριστό στο μέσο της σκηνής παριστάνει τη στιγμή που «οι στρατιώτες  του ηγεμόνος» αφού «ενέπαιξαν, εξέδυσαν αυτόν την χλαμύδα την πορφυρήν και απήγαγον εις το σταυρώσαι αυτόν». (Ματθ. κζ΄ 27-31, Μαρκ. ιε΄,20). «Ανοίγει εις τον χαμαί σταυρόν τας οπάς διά τους ήλους του και εκατέρωθεν του Χριστού κατόπιν προβάλουν οι δύο κακούργοι, διότι κατήγοντο… σύν αυτώ αναιρεθήναι» (κγ΄,32). «Αι γυναίκες, αι  μακρόθεν θεωρούσαι» (Μαρκ. ιε΄, 40) βρέθηκαν εμπρός στο πρώτο επίπεδο και  δεν παρακολουθούν τον απογυμνωμένο Χριστό, ούτε το χυδαίο όχλο. Κατά την όψιν και των τριών στρέφονται προς τον ετοιμαζόμενο σταυρό- η σταύρωση  δημιουργεί οδύνη στα πρόσωπα τους». Αυτό έγινε από τον Γκρέκο για να     να εξαρθεί ο βαθύτατος πόνος, ο οποίος ζωγραφίζεται στα πρόσωπα στη θέα του μαρτυρίου της Σταυρώσεως. Είναι έργο με ανώτερο στυλ,   συγκεντρωμένο γύρω από την ευγενική θλίψη του Χριστού.

Το «Espolio» πρώτ’ απ’ όλα (Expolium) είναι πίνακας στον οποίο ο Γκρέκο απέδωσε ελεύθερα τη δραματικότητα της ευαγγελικής διηγήσεως. Το κέντρο κατέχει ο Χριστός, φυσιογνωμία με πολλή γαλήνη και ευγένεια, ενώ γύρω από αυτόν συνωθούνται οι βάναυσες μορφές των λογχοφόρων στρατιωτών και του όχλου. Πίσω ακριβώς απ’ τους ώμους του Χριστού προβάλλουν ημίγυμνοι και οι δύο ληστές οι οποίοι «ήγοντο σύν αυτώ αναιρεθήναι» (Λουκά κγ΄ 32). Κάτω αριστερά ο καλλιτέχνης ιστόρησε τις τρεις Μαρίες, την Θεοτόκο, την μητέρα των υιών Ζεβεδαίου και τη Μαγδαληνή. Και οι τρεις παρακολουθούν έναν υπηρέτη ο οποίος ανοίγει οπή στον κατά γης Σταυρό για την προσήλωση του Κυρίου. Ο πόνος και η οδύνη έχουν αποτυπωθεί και ευγενικά τους πρόσωπα. Το φως όπως πέφτει άφθονο στο ερυθρό ένδυμα του Χριστού με την αντίθεση της σκιάς των πλαισίων και των ωραίων πτυχώσεων, εξαίρει τη φυσιογνωμία του, η οποία κατέχει τον κεντρικό άξονα της συνθέσεως, δεσπόζει αμέσως και επιβάλλεται. Ανίκανοι οι επίτροποι της Μητροπόλεως του Τολέδου να εννοήσουν τον πίνακα, δημιούργησαν ζητήματα στην πληρωμή του, με αποτέλεσμα ο καλλιτέχνης να καταφύγει στα δικαστήρια και να εξοφληθεί η αμοιβή του μετά από δύο χρόνια περίπου. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ήταν οι παπικοί θεολόγοι, οι οποίοι δεν ενέκριναν τη θέση  του Ιησού και τη σ’ αυτό το ύψος στάση στις μορφές των δύο κακούργων, τρεις γυναίκες στο πρώτο επίπεδο εφόσον αναφέρονται στο Ευαγγέλιο από μακρόθεν εστώσαι». Το προσφιλές του Espolio επανέλαβε κατόπιν ο Θεοτοκόπουλος και τα έξοχα αντίγραφά του κοσμούν σήμερα την Πινακοθήκη του Μονάχου.

Πρέπει να σημειώσω στο τέλος της παραγράφου αυτής ότι άλλο χαρακτηριστικό   βυζαντινισμού του ζωγράφου είναι οι υπογραφές του στα ελληνικά. Τον τίτλο ορισμένων πινάκων (επιγραφή) μπορούσε ίσως να την έθετε σε ισπανικά γράμματα, γιατί αυτή αφορούσε αυτούς που παράγγελναν, ενώ την υπογραφή του, η οποία ενδιέφερε μόνο αυτόν, την έθετε πάντα στα ελληνικά, δηλαδή όπως ακριβώς και οι Έλληνες αγιογράφοι.

Πηγή : Αμαλία Κ. Ηλιάδη.

Ο Ελ Γρέκο του Γιάννη Σμαραγδή

Γιάννης Σμαραγδής

Ο Γιάννης Σμαραγδής γεννήθηκε στην Κρήτη το 1946. Σπούδασε σκηνοθεσία και επικοινωνία στο Παρίσι. Εχει διδάξει σενάριο και επικοινωνία σε σχολές κινηματογράφου και στο πανεπιστήμιο και είναι συγγραφέας ενός βιβλίου. Έχει σκηνοθετήσει κινηματογραφικές σειρές και πολλά ντοκιμαντέρ για τα οποία έχει βραβευτεί.

ο Ηρακλειώτης σκηνοθέτης Γιάννης Σμαραγδής, βάζει πλώρη για μία ακόμη βιογραφική ταινία. Και αυτή την φορά η Κρήτη, ο γενέθλιος τόπος του, δεν θα έχει μόνο την χαρά να απολαύσει την πρώτη κινηματογραφική προβολή της νέας δημιουργίας του Σμαραγδή, αλλά θα έχει και την ευκαιρία να … πρωταγωνιστήσει. Θέμα της νέας ταινίας είναι μία προσωπικότητα, διεθνούς φήμης, που έλκει την καταγωγή της από την Κρήτη: ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος.
Ενδεικτικά της άποψης που έχει για την νέα του δουλειά αλλά και της σπουδαιότητας που της προσδίδει είναι η σύγκριση που κάνει ο Γιάννης Σμαραγδής μεταξύ «Καβάφη» και «Γκρέκο». «Ο Καβάφης, λέει, ήταν μία ταινία που έκανα εγώ. Ο Γκρέκο είναι μία ταινία εθνικής σημασίας, που θα μπορούσε να μην έχει το όνομα κανενός από κάτω. Είναι κάτι σαν χρέος. Είναι κάτι τελείως διαφορετικό».
Ο σκηνοθέτης οραματίζεται μία υπερπαραγωγή, τα γυρίσματα της οποίας θα ξεκινήσουν από την Κρήτη και συγκεκριμένα από το Ηράκλειο. Θα συνεχιστούν στο Τολέδο, την Μαδρίτη, την Βενετία και την Ρώμη. Οι ηθοποιοί, που θα πλαισιώσουν την ταινία, παραμένουν το «επτασφράγιστο μυστικό» του Γιάννη Σμαραγδή. Κριτήριο πάντως, θα αποτελέσει η διεθνής ακτινοβολία της καριέρας τους, ακριβώς επειδή στόχος του δημιουργού είναι να χρησιμοποιήσει κάθε δυνατό μέσο για να εξασφαλιστεί η επιτυχία και η παγκοσμιότητα του κινηματογραφικού του «Γκρέκο».
Η ιδέα για την δημιουργία της νέας αυτής ταινίας ξεπερνά τα στενά πλαίσια μίας καλλιτεχνικής φιλοδοξίας. «Γεννήθηκε» μέσα από τις παραινέσεις κρητικών επιχειρηματιών, που προσέγγισαν τον Γιάννη Σμαραγδή και του ζήτησαν να «σκιαγραφήσει» το πολιτισμικό προφίλ της Κρήτης. Εκείνος αποδέχτηκε την πρόκληση και δίνοντας «σάρκα και οστά» στην ιδέα, την επικέντρωσε σε έναν «οικουμενικής ακτινοβολίας» συμπατριώτη μας. Τον Γκρέκο. Θέμα της νέας ταινίας είναι η Κρητική «ματιά» του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου. Οι επιχειρηματίες του νησιού έθεσαν στην διάθεση του σκηνοθέτη κεφάλαια, προκειμένου η ταινία να αποτελέσει μία ζωντανή διαφήμιση της Κρήτης και του πολιτισμού της. Μιλώντας για το μεγαλόπνοο αυτό σχέδιο και τους στόχους του ο Γιάννης Σμαραγδής λέει: «Η όλη «σύλληψη» της ιδέας τιμά ιδιαιτέρως τους συντοπίτες μας. Η προτροπή ουσιαστικά, για να γίνει ο Γκρέκο, έγινε από Ηρακλειώτες και κυρίως από επιχειρηματίες. Αυτό το θεωρώ πάρα πολύ σπουδαίο, γιατί εάν οι επιχειρηματίες αρχίζουν να ωθούν, δηλαδή, να φυσάνε αεράκι στα πανιά των καλλιτεχνών, ο τόπος αυτός δεν κινδυνεύει. Γιατί η Ελλάδα υπήρξε ισχυρή και η Κρήτη ακόμη περισσότερο, όταν το χρήμα και το πνεύμα συνυπήρχαν αρμονικά και το ένα συμπλήρωνε το άλλο. Λοιπόν, είναι παγκόσμια πρωτοτυπία να φωνάξουν ένα καλλιτέχνη, άνθρωποι του χρήματος και των επιχειρήσεων και να τον ωθήσουν να κάνει μία ταινία, που θα ενισχύσει την υπόθεση της Κρήτης, της Κρητικής ματιάς και της εθνικής μας υπόστασης στην διεθνή κοινότητα. Αυτό είναι πολύ σπουδαίο. Βέβαια οι επιχειρηματίες της Κρήτης είναι η βάση μου, γιατί η ταινία είναι πολύ ακριβή και πρέπει να μπουν και ξένα κεφάλαια.
Πάντως, σε όλη αυτή την υπόθεση, είναι για μένα άκρως σημαντικό το γεγονός, ότι οι άνθρωποι που με βοήθησαν και με ώθησαν είναι Κρητικοί και ειδικότερα Ηρακλειώτες. Ανάμεσά τους, ο παιδικός μου φίλος και επιχειρηματίας Μηνάς Χαλκιαδάκης, ο Κώστας Κληρονόμος και οι Μινωικές Γραμμές, ο Ανδρέας Μεταξάς που δραστηριοποιείται στον χώρο των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων και ο Κώστας Μπαντουβάς, ένας ατόφιος κρητικός, που θα έλεγα ότι έχει μέσα του ένα κομμάτι από τα στέρεα μας βουνά. Το θεωρώ, λοιπόν, πολύ σημαντικό ότι αυτοί οι άνθρωποι με στήριξαν και με ώθησαν να φτιάξω το Γκρέκο. Και θεωρώ επίσης ότι η όποια επιτυχία θα αντανακλά στο πρόσωπό τους».
Η πλέον κατάλληλη προσωπικότητα για να στηρίξει μία τέτοια προσπάθεια προβολής του νησιού μας κρίθηκε πως ήταν ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Ο κορυφαίος ζωγράφος, που γεννήθηκε στο Ηράκλειο και η τέχνη του γοήτευσε την Ιταλία, την Ισπανία και τον κόσμο ολόκληρο. Ο σκηνοθέτης θεωρεί ότι δεν επέλεξε ο ίδιος το θέμα της ταινίας του.
«Τα πράγματα που κάνουμε μας επιλέγουν και δεν τα επιλέγουμε, λέει ο Γιάννης Σμαραγδής αναφερόμενος στην επιλογή του νέου του θέματος. Φαίνεται -συνεχίζει- ότι κάτι τέτοιο συνέβη και με τον Γκρέκο. Η καλλιτεχνική δημιουργία δεν έχει σχέση με ό,τι συμβαίνει στην ζωή, όπως την βιώνουμε καθημερινά. Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι σε άμεση συνάρτηση με το τι κουβαλάει ο καθένας στο κύτταρό του και τι αποφάσεις έχει πάρει ο κάθε δημιουργός ή καλλιτέχνης και πώς σκοπεύει να χρησιμοποιήσει την κυτταρική του μνήμη. Έτσι λοιπόν, προετοιμάζεσαι, πιστεύω, στην ζωή για να υπηρετήσεις πράγματα. Όταν έχεις αποσαφηνίσει τον ρόλο σου σε αυτόν τον κόσμο, εκείνα τα πράγματα που έχουν την ανάγκη σου σε καλούν να τα υπηρετήσεις. Υποθέτω, ότι κάπως έτσι έγινε και με τον Γκρέκο, επειδή ακριβώς έχω την αγωνία ότι αυτός ο τόπος όλο και χάνεται, όλο και ακρωτηριάζεται. Ο Γκρέκο είναι μία μορφή που υπερασπίστηκε την Ελλάδα σε μία κρίσιμή της στιγμή. Και κυρίως υπερασπίστηκε την Κρήτη, που υποταγμένη καθώς ήταν τότε και σκλαβωμένη, ο Γκρέκο την άφησε και πήγε στο κέντρο των κατακτητών και τους …. κατάκτησε. Αυτό θεωρώ ότι δεν είναι τελείως άσχετο με αυτό που συμβαίνει στους καιρούς μας, όπου πολλοί και με πολλούς τρόπους επιδιώκουν να μας κατακτήσουν και πρέπει και ‘μείς με την σειρά μας να βρούμε τρόπους να τους κατακτήσουμε. Ο Γκρέκο, λοιπόν, ξαναδίνει μέσα από το παράδειγμα της ζωής του τον δρόμο, για το πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε τους υποθετικούς ή τους αυριανούς κατακτητές μας. Και επειδή το κύτταρό μου και εμένα με σπρώχνει προς αυτή την κατεύθυνση, μάλλον οι δρόμοι μας συναντήθηκαν».

Σκηνές από την ταινία του Γιάννη Σμαραγδή.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

Ο Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957) ) Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης και σπούδασε Νομικά στην Αθήνα. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι και ήταν από τους πιο πολυταξιδεμένους ‘Ελληνες πνευματικούς ανθρώπους. Το έργο του είναι πλούσιο και απλώνεται σε πολλούς τομείς: θέατρο, ποίηση, δοκίμιο, ταξιδιωτικά, μυθιστόρημα, μεταφράσεις, φιλοσοφία. Ανέπτυξε πλούσια πνευματική δράση και απέκτησε φήμη. Τα κυριότερα έργα του: Αναφορά στον Γκρέκο, Ασκητική, Οδύσσεια (έπος, αποτελούμενο από 3333 στίχους), Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Ο Καπετάν Μιχάλης, Ο Φτωχούλης του Θεού, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Ο Τελευταίος Πειρασμός, Ταξιδεύοντας κ.ά. Επίσης μετέφρασε τη Θεία Κωμωδία του Δάντη και σε συνεργασία με τον Ι. Θ. Κακριδή την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου. Σε αυτήν εδώ λοιπόν τη σελίδα, μικρό φόρο τιμής στον Μέγα Βάρδο της ανθρώπινης αλλά κι’ ελληνικής σκέψης και λογοτεχνίας, θα βάλουμε σιγά σιγά, μικρά κομμάτια – ανθολογήματα, κομμάτια που μας άρεσαν ίσως περσότερο γιατί μας φαίνονται περσότερο «σημαδιακά» στο έργο του συγγραφέα.

Ν


Νίκος Καζαντζάκης. Ένας Ιερός Μεταξοσκώληκας.

Του Roit Hammer
Ο Καζαντζάκης είναι ένας οδοιπόρος της Αβύσσου. Ένας οδοιπόρος της ανθρώπινης σκέψης. Σπούδασε, μετέφρασε, έγραψε, ταξίδεψε στις περισσότερες φιλοσοφίες, θρησκείες και ρεύματα της εποχής. Σε ιδεολογίες αντικρουόμενες. Στον υπαρξισμό, στον Δαρβινισμό, στον Μαρξισμό, στον Χριστιανισμό, στον Βουδισμό, στον Ιδεαλισμό, στον Αθεϊσμό. Ένας διεθνιστής, θετικιστής, Σοφιστής, Νιτσεϊκός, Ελληνοκεντρικός, Μακιαβελικός, Μπερξονικός. Ένας Μηδενιστής Αρχαιοέλληνας, που σε όλη του την ζωή προσπάθησε να ανακαλύψει, να συνθέσει και να αποσυνθέσει την ανθρώπινη μοίρα. Ο Καζαντζάκης έζησε και έγραψε τον πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Με τους δύο παγκοσμίους πολέμους, τις εθνικές καταστροφές, τον εμφύλιο, την Ρωσική επανάσταση, τις μεγάλες ανατροπές, τις επιστημονικές ανακαλύψεις και θεωρίες, τις πτώσεις, τον νέο κόσμο.

Ζούσε και έτρεχε, έγραφε και έσχιζε για να προλάβει όλα τα ανθρώπινα τραύματα. Είχε δασκάλους και δεν το έκρυβε. «Εκείνους που άφηκαν βαθύτερα τ’ αχνάρια τους στην Ψυχή μου. Τους αθάνατους νεκρούς. Τις Μεγάλες Σειρήνες. Ο Βούδας, ο Λένιν, ο Όμηρος, ο Νίτσε, ο Μπέρξονας, ο Ζορμπάς, ο Οδυσσέας. Αυτοί ήταν τα αποφασιστικά σκαλοπάτια στο ανηφόρισμά μου.»

Έψαχνε την κάθαρση. Ήταν σε μόνιμη διαμάχη με τον εαυτό του, τις ιδέες του, το περιβάλλον του. Προσπαθεί να συλλάβει με τον Λόγο την Αθάνατη ουσία, που ζει μέσα στον άνθρωπο.

Τον ενδιαφέρουν οι δυνατοί, οι διαρκώς έτοιμοι για δράση. Η πράξη η ίδια. Δεν τον ενδιαφέρουν οι παραδομένοι, οι υποταχτικοί. Όλοι οι ήρωές του ενεργούν, παλεύουν, προσπαθούν. Στους Μύθους οι Ήρωές του είναι ελεύθεροι, παγανιστές, συμβολιστές, μεθυστικοί, πρωτόγονοι, εσωτερικοί, γήινοι, σταυρωμένοι, τραγικοί, υποχθόνιοι, πολεμιστές, προφήτες, δαιμονισμένοι, φιλόσοφοι, διχασμένοι, σύγχρονοι, Οδύσσειοι, θεολόγοι, παγκόσμιοι, ιστορικοί, ανατολίτες, δυτικοί, αποκρυφιστές, μεσσιανιστές, μυστικιστές, εξόριστοι, στοχαστές, κήρυκες.

Το ιερό ζευγάρι που γεννάει την τραγωδία, ο Απόλλωνας και ο Διόνυσος, αυτή η αρχαιοελληνική διδασκαλία του Νίτσε καθόρισε το έργο του.

Ο Καζαντζάκης μυρίζει τις λέξεις και αν έχουν αυτό το παλιό μελωδικό άρωμα της Γης, μόνο τότε τις χρησιμοποιεί, «μετουσιώνοντας την πραγματικότητα.» Είχε λατρεία με τις λέξεις και την Ελληνική γλώσσα. «Οι λέξεις μας μυρίζουν ακόμα γη, χόρτο και ανθρώπινο ιδρώτα, η γλώσσα μας έχει μια έντονη μυρωδιά, είναι ζωντανή σαν ένα ζώο.»

Ο Καζαντζάκης για να δημοσιοποιήσει τον εσωτερικό του λόγο έπλασε λέξεις καινούργιες, νέες, Ελληνικές, Κρητικές, ατομικές, Καζαντζάκιες. Για να υπάρξει η σκέψη του έπρεπε να βρει μια καινούργια γλώσσα, με νέες λέξεις και όσο έπλαθε αυτές τις λέξεις τόσο προωθούσε τη σκέψη του. Οι λέξεις του Καζαντζάκη είναι αυτόνομα φιλοσοφήματα. Κάθε λέξη είναι ενεργή σκέψη. Το γλωσσάρι είναι η υφάντρα του. Λέξεις με σεισμικά αποτελέσματα. Χωρίς αυτή την Καζαντζάκια γλώσσα δεν θα υπήρχε ο Καζαντζάκης. Λέξεις χειρώνακτες, βασανισμένες, εξορυγμένες μία μία με ιδρώτα και αίμα, γιατί είναι λέξεις μεγάλες με ρίζες βαθιές που φτάνουν στο κέντρο της γης. Λέξεις θερμοδυναμικές. Είναι ο μοναδικός σύγχρονος Έλληνας που γέννησε τόσες νέες λέξεις. Λέξεις πιθανολογούμενες, περιπλανώμενες, μετέωρες. Κι όμως λέξεις βόλια, σαϊτεμένες, να βρίσκουν κατευθείαν το στόχο. Λέξεις εθιμικές που παράγουν το νέο, το επόμενο. Λέξεις-Λόγος. Κάθε λέξη και ένας τόμος. Λέξεις που τις δέχεσαι ως κτήμα σου, πως τις νιώθεις έστω και αν δεν τις εννοείς. Γιατί τον Καζαντζάκη δεν τον ενδιαφέρει το λούστρο μιας λέξης, τον ενδιαφέρει μόνο η φλόγα που την λαμπαδιάζει.

Το γλωσσάρι του Καζαντζάκη είναι ένας επιταχυντής σκέψης. Λέξεις ιδιοχρώματα. Λέξεις Βάμμα Ιωδίου. Λέξεις επαναστατημένες. Όλα μπορεί να έχουν λεχθεί. Όμως ο Καζαντζάκης όταν τα ξαναλέει είναι σαν να τα ξαναγεννάει, να τα επανακαθορίζει. Τα νοήματά του είναι αυτογενή. Αυτόνομα. Είναι η δικιά του Οδύσσεια.

Τα έργα του είναι ένα οδοιπορικό στα άκρα της ύπαρξης. Ένας Red Line Driver. Ένας Στάλκερ. Είναι ένας στοχαστής με ποιητικό λόγο. Ένας ποιητής φιλόσοφος. Όπως έλεγε «η νέα σκέψη πρέπει να ξεχυθεί λυρικά και όχι ως σύστημα φιλοσοφικό.»

Ο Καζαντζάκης είναι Οδυσσεϊστής. Ο Οδυσσέας είναι το ισοδύναμο του ταξιδιώτη. Έτσι και ο Καζαντζάκης σ’ όλη του τη ζωή, ένας διαρκής ταξιδευτής από την Ισπανία μέχρι την Ρωσία, από την Αγγλία μέχρι την Αίγυπτο, από το ’γιο Όρος μέχρι την Κίνα και την Ιαπωνία, για να βρει, να δει, να νιώσει, να αρπάξει τα όνειρα και το μεσοδιάστημα. Γιατί ήξερε πως Ιθάκη δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο η θάλασσα κι ένα καράβι το κορμί κι ο καπετάνιος Νους».

Ο Καζαντζάκης έχει εμμονές. Τον βασιλιά τον σκούληκα που γίνεται πεταλούδα. Τον Ιερό Ανήφορο. Τον Θεό Μεταξοσκώληκα που κάνει το σπλάχνο του μετάξι. Έτσι και το χρέος των ανθρώπων. «Να γίνει όλο το σκουλήκι μετάξι, όλη η σάρκα πνεύμα». Όλο το έργο του είναι μεταμορφώσεις, για να φτάσουν οι Ήρωες του το Θεϊκό. Γιατί «δεν είναι ο Θεός πρόγονος, είναι απόγονος του ανθρώπου».

Η Αιώνια Κραυγή του Καζαντζάκη είναι Ασκητική.
-Ένα πολυεπίπεδο αποκαλυπτικό μαγικό κουτί.
-Ένα ερμητικό κείμενο.
-Θεολογικό, καβαλιστικό, αποκρυφιστικό, ψυχαναλυτικό, ιδεολογικό, εσχατολογικό, πολιτικό.
-Ένα ευαγγέλιο για μη ευαγγελιστές.
-Ένα ενορατικό πανκείμενο. Άχρονο και απροσδιόριστο.
-Ένα εκστατικό εσωτερικό ποίημα.
-Ένα λυρικό ανακρυπτογράφητο φιλοσοφικό δοκίμιο.
-Ένα ουράνιο τόξο στα βάθη της ερήμου.
-Ένα καθαρτήριο. Ένα θυσιαστήριο.
-Από τα ελάχιστα νεοελληνικά κείμενα που σε έλκει σε επανάγνωση, σε πολλαπλές και διαφορετικές αναγνώσεις.
-Ένα ξόρκι. Το πιστεύω του Διγενή Ακρίτα.
-Μια προετοιμασία. Ένα καράβι. Το χρέος.
-Ένα ξεγύμνωμα ψυχής. Ένα όραμα.
-Ένα από τα πιο συμπαγή και εμπνευσμένα κείμενα της Ελληνικής γλώσσας. Μια παγκόσμια αποκάλυψη.
-Ένα φιλοσοφικό ποίημα. Ένα υπαρξιακό δοκίμιο.

Ο Καζαντζάκης δεν είναι μεταφραστής. Είναι Δημιουργός. Η προσφορά του είναι οι μύθοι του, οι Ήρωές του, οι Ζορμπάδες του, οι Στοχασμοί του. Είναι η αναφορά του στον Γκρέκο. Αυτό το οδοιπορικό ζωής. Η εισαγωγή μας στην Καζαντζάκια γνώση.

Η Αναφορά Του. Είναι ο καπετάν Μιχάλης. Το χρέος του απέναντι στην Κρήτη, τον πατέρα, τη γενιά του. Είναι ο Αλέξης Ζορμπάς. Αυτός ο ψυχικός οδηγός, ο Γκουρού, ο Γέροντας, ο Χορευτής, ο Πολεμιστής. Είναι ο τελευταίος πειρασμός. Είναι η Οδύσσειά του. Είναι τα μυθιστορήματά του, τα ποιήματά του, τα Ταξίδια του.

Αν κρίνουμε τον Καζαντζάκη ως μεταφραστή χάνουμε την ουσία, τον κεντρικό στόχο, την Καζαντζάκια Λαλιά, εθελοτυφλούμε.

Στην Ελλάδα ως συνήθως οι λογοτεχνίζοντες τον κρίνουν ως φιλόσοφο, οι φιλοσοφίζοντες ως λογοτέχνη, οι παπάδες ως άθεο, οι αριστεροί ως δεξιό, οι γλωσσολόγοι ως μεταφραστή, οι άθεοι ως χριστιανό, όλοι ως Κρητικό.

Είναι ίδιον της φυλής μας να μη δεχόμαστε τους μέγιστους και ιδιαίτερα τους σύγχρονους.

Ευτυχώς που δέχτηκαν οι Ευρώπες της Αναγέννησης τους Αρχαιοέλληνες, αλλιώς κι αυτούς θα τους είχαμε στο μαυροπίνακα, στο εθνικό μας index.

Νίκος Καζαντζάκης.

Ένας ιδιόμορφος υπαρξιστής.
Ένας μάχιμος μηδενιστής.
Ένας πανθεϊστής άθεος.
Ένας Ψηλορείτης.

«Τριών λογιών είναι οι ψυχές, τριών λογιών οι προσευχές: α’ Δοξάρι είμαι στα χέρια σου Κύριε, τέντωσέ με να μη σαπίσω β’ Μη με παρατεντώσεις, θα σπάσω γ’ Παρατέντωσέ με, κι ας σπάσω. Διάλεξε.»
Αναφορά στον Γκρέκο

Roit Hammer

«ΤΡΕΙΣ ΨΥΧΕΣ, ΤΡΕΙΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ» :
( ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ )

(Απόσπασμα απ’ την Εισαγωγή του συγγραφέα σελ. 15) «…Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό του κι ανεβαίνει το Γολγοθά του. Πολλοί, οι πιο πολλοί, φτάνουν στο πρώτο, στο δεύτερο σκαλοπάτι, λαχανιάζουν, σωριάζονται στη μέση της πορείας και δε φτάνουν στην κορφή του Γολγοθά -θέλω να πω στην κορφή του χρέους τους- να σταυρωθούν, ν’ αναστηθούν, και να σώσουν την ψυχή τους. Λιποψυχούν, φοβούνται να σταυρωθούν, και δεν ξέρουν πως η σταύρωση είναι ο μόνος δρόμος της ανάστασης.
‘Αλλον δεν έχει. ….»

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ

ο Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ (Ολόκληρος)
El Greco



1957. Στη Γαλλία.

«Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. ‘Οχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.
Ο ήλιος βασίλεψε, θάμπωσαν τα βουνά, οι οροσειρές του μυαλού μου κρατούν ακόμα λίγο φως στην κορφή τους, μα η άγια νύχτα πλακώνει, ανεβαίνει από τη γης, κατεβαίνει από τον ουρανό, και το φως ορκίστηκε να μην παραδοθεί, μα το ξέρει, σωτηρία δεν υπάρχει, δεν θα παραδοθεί, μα θα σβήσει.
Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου, ποιον ν’ αποχαιρετήσω; τι ν’ αποχαιρετήσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό; Μάταια, μάταια, κατεβαίνουν όλα ετούτα μαζί μου στο χώμα.
Σε ποιον να εμπιστευθώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχώτικες λαχτάρες της νιότης, την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους, και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγουνται μα αρνιούνται, ως το θάνατο, να γίνουν στάχτη; Σε ποιον να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν’ ανηφορίζω; Που να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
Σφίγγω ήσυχα, πονετικά, ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου, το κρατούσα το χώμα τούτο πάντα μαζί μου, σε όλες μου τις περιπλάνησες, και στις μεγάλες μου αγωνίες το ‘σφιγγα μέσα στη φούχτα μου κι έπαιρνα δύναμη, δύναμη μεγάλη, σα να ‘σφιγγα το χέρι φίλου αγαπημένου. Μα τώρα που βασίλεψε ο ήλιος και το μεροκάματο τέλεψε, τι να την κάμω τη δύναμη; Δεν την έχω ανάγκη πια, κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με άφραστη γλύκα, τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη, σα να σφίγγω μέσα στη φούχτα μου και ν’ αποχαιρετώ το στήθος γυναίκας αγαπημένης. Αυτό ήμουν αιώνια, αυτό θα είμαι αιώνια, πέρασε αστραπή η στιγμή που στροβιλίστηκες, άγριο χώμα της Κρήτης, κι έγινες αγωνιζόμενος άνθρωπος.
Τι αγώνας, τι αγωνία, τι κυνηγητό του ανθρωποφάγου αόρατου θεριού, τι επικίντυνες ουρανικές και σατανικές δυνάμες η φούχτα τούτη το χώμα ! Ζυμώθηκε μ’ αίμα, δάκρυο και ιδρώτα, γίνηκε λάσπη, γίνηκε άνθρωπος, πήρε τον ανήφορο, να φτάσει -που να φτάσει; Σκαρφάλωνε αγκομαχώντας το σκοτεινό όγκο του Θεού, ‘απλωνε τα χέρια, έψαχνε, έψαχνε και μάχουνταν να βρει το πρόσωπό του.
Κι όταν, τα ολόστερνά ετούτα χρόνια, απελπισμένος πια, ένιωσε πως ο σκοτεινός αυτός όγκος δεν έχει πρόσωπο, τι καινούριος, όλο αναίδεια και τρόμο, αγώνας να πελεκήσει την ακατέργαστη κορφή και να της δώσει πρόσωπο -το πρόσωπό του !
Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε, μαζεύω τα σύνεργά μου. Ας έρθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα. Είμαστε, εμείς οι θνητοί, το τάγμα των αθανάτων, κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και κτίζουμε απάνω στην άβυσσο ένα νησί.
Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.
Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γης, ν’ ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκουμαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο. δύσκολο, πολύ, να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ’ αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα του κόσμου. λες: Είμαι χορτάτος, είμαι ήσυχος, δε θέλω πια τίποτα, τέλεψα το χρέος και φεύγω. μα η καρδιά πιάνεται από τις πέτρες κι από τα χόρτα, αντιστέκεται, παρακαλάει: «Στάσου ακόμα!»
Μάχουμαι να παρηγορήσω την καρδιά μου, να τη συβάσω να πει λεύτερα το ναι. Να μη φύγουμε σα σκλάβοι, δαρμένοι, κλαμένοι, από τη γης, παρά σα βασιλιάδες που έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν, δε θέλουν πια, και σηκώνουνται από το τραπέζι. Μα η καρδιά χτυπάει ακόμα μέσα στα στήθια, αντιστέκεται, φωνάζει: «Στάσου ακόμα!»
Στέκουμαι, ρίχνω στερνή ματιά στο φως, που αντιστεκεται κι αυτό, σαν την καρδιά του ανθρώπου, και παλεύει. Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, έπεσε απάνω στα χείλια μου μια χλιαρή ψιχάλα, η γης μύρισε. γλυκιά φωνή, μαυλιστικιά, ανεβαίνει από τα χώματα: «’Ελα.. έλα.. έλα…»
Πλήθυνάν οι ψιχάλες. το πρώτο νυχτοπούλι αναστέναξε, κι ο πόνος του κύλησε από τις νυχτομένες φυλλωσιές, γλυκός πολύ, μέσα στο βρεμένο αέρα. Ησυχία, γλύκα μεγάλη, κανένας στο σπίτι. κο έξω τα χωράφια διψούσαν κι έπιναν μ’ ευγνωμοσύνη, με βουβήν ευδαιμονία, το πρωτοβρόχι. ανασηκώνουντανη γης σα μωρό, κατά τον ουρανό, να βυζάξει.
‘Εκλεισα τα μάτια. κρατούσα πάντα το σβώλο το χώμα της Κρήτης κι ο ύπνος με πήρε. Ο ύπνος με πήρε κι είδα όνειρο: Ξημέρωνε, λέει, ζυγαριάζουνταν αποπάνω μου ο Αυγερινός, έτρεμε, έλεγα τώρα θα πέσει. κι έτρεχα, έτρεχα ανάμεσα στα έρημα άνυδρα βουνά, ολομόναχος. Πέρα στην ανατολή πρόβαλε ο ήλιος. δεν ήταν ήλιος, ήταν ένα προύντζινο ταψί γεμάτο κάρβουνα αναμμένα. Ο αέρας χοχλάκιζε. Κάπου κάπου μια σταχτιά πετροπέρδικα πετούσε από το βράχο, χτυπούσε τα φτερά της και κακάριζε, χαχάριζε και με περγελούσε. ένα κοράκι, σ’ ένα αναγύρισμα του βουνού, τινάχτηκε ως με είδε. σίγουρα θα με περίμενε, και με πήρε ξωπίσω σκώντας τα γέλια. Θύμωσα, έσκυψα, πήρα μιαν πέτρα να του την πετάξω. μα το κοράκι είχε αλλάξει κορμί, είχε γίνει ένα γεροντάκι και μου χαμογελούσε.
Τρόμος με κυρίεψε κι άρχισα πάλι να τρέχω. Στρούφιζαν τα βουνά, στρουφίζουμουν κι εγώ μαζί τους. ολοένα οι κύκλοι στένευαν, μ’ έπιασε ζάλη. Χοροπηδούσαν γύρα μου τα βούνα, ένοιωσα ξαφνικά δεν ήταν ετούτα βουνά ήταν τ’ απολιθώματα προκατακλυσμιαίου εγκέφαλου και μαύρος θεόρατος σταυρός ήταν καρφωμένος δεξιά μου, αψηλά, σε μιαν πέτρα, κι απάνω του ένα θεριακωμένο προύντζινο φίδι σταυρωμένο.
Αστραπή έσκισε το μυαλό μου, φώτισε γύρα μου τα βουνά, είδα: Είχα μπει στο φοβερό στροφιχτό φαράγγι που ‘χαν πάρει, τώρα και χιλιάδες χρόνια, οι Εβραίοι, με το Γεχωβά μπροστάρι, φεύγοντας την ευτυχισμένη παχιά γη του Φαραώ. Το φαράγγι ετούτο στάθηκε το πύρινο αργαστήρι όπου, πεινώντας. διψώντας, βλαστημώντας, σφυροκοπήθηκε η ράτσα του Ισραήλ.
Τρόμος με κυρίεψε, τρόμος και χαρά μεγάλη. ακούμπησα σ’ ένα βράχο να καταλαγιάσει το στροβίλισμα του μυαλού μου, ‘εκλεισα τα μάτια, κι ολομεμιάς τα πάντα γύρα μου αφανίστηκαν. ένα ελληνικό ακρογιάλι απλώθηκε μπροστά μου, θάλασσα σκούρα λουλακιά, κόκκινοι βράχοι, κι ανάμεσα στους βράχους η χαμηλή μπασιά κατασκότεινης σπηλιάς. ‘Ενα χέρι τινάχτηκε μέσα από τον αέρα και σφήνωσε στη φούχτα μου ένα δαδί αναμμένο. Κατάλαβα την προσταγή. έκαμα το σταυρό μου, τρύπωξα μέσα στη σπηλιά.
Γύριζα, γύριζα, τσαλαβουτούσα σε μαύρα παγωμένα νερά, κρέμουνταν απάνω από το κεφάλι μου ογροί, γαλάζοι σταλαχτίτες, ασκώνουνταν από τη γης γιγάντιοι πέτρινοι φαλλοί που στραφτάλιζαν και γελούσαν στη δαδίσια αναλαμπή. ‘Ηταν η σπηλιά ετούτη το θηκάρι μεγάλου ποταμού και το ‘χε παρατήσει αδειανό, γιατί άλλαξε, μέσα στους αιώνες πορεία…
Σούριξε το προύντζινο φίδι θυμομένο. άνοιξα τα μάτια, είδα πάλι τα βουνά, το φαράγγι, τους γκρεμούς. η ζάλη είχε κατασταλάξει. τα πάντα ακινήτησαν, φωτίστηκα, κατάλαβα: όμια και τις πυρπολούμενες γύρα μου οροσειρές τις είχε καταστρέψει ο Γεχωβάς για να περάσει. Είχα μπει μέσα στο φοβερό θηκάρι του θεού, ακολουθούσα, πατούσα τ’ αχνάρια του.
-Αυτός είναι ο δρόμος, φώναξα μέσα στ’ όνειρό μου, αυτός είναι ο δρόμος του ανθρώπου, άλλον δεν έχει!
Κι ως τινάχτηκε από τα χείλια μου ο αυθάδης ετούτος λόγος, ανεμοσίφουνας με τύλιξε, φτερούγες άγριες με σήκωσαν, κι ολομεμιάς βρέθηκα στην κορφή του θεοβάδιστου Σινά. Μύριζε ο αγέρας θειάφι, τα χείλια μου μερμήδιζαν, σα να τ’ αγκύλωσαν αρίφνητες, αόρατες σπίθες. Σήκωσα τα βλέφαρα. ποτέ τα μάτια μου, ποτέ τα σπλάχνα μου δε είχαν χαρεί τόσο απάνθρωπο, τόσο αρμονισμένο με την καρδιά μου όραμα, χωρίς νερό, χωρίς δεντρό, χωρίς ανθρώπους. Χωρίς ελπίδα. Εδώ η ψυχή ενός απελπισμένου ή περήφανου ανθρώπου βρίσκει την άκρα ευδαιμονία.
Κοίταξα το βράχο όπου στεκόμουν . δυο βαθιές γούβες σκαμμένες στο γρανίτη θα ‘ταν οι πατημασιές του προφήτη με τα κέρατα που περίμενε τον πεινασμένο Λιόντα να προβάλει. Εδώ, στην κορφή του Σινά, δεν του ‘χε δώσει προσταγή να περιμένει; Περίμενε.
Περίμενα κι εγώ. ‘Εσκυβα απάνω από τον γκρεμό, αφουκράζουμουν. άξαφνα, μακριά, μακριά πολύ, κουφοβρόντηξαν πατημασιές. Κάποιος ζύγωνε, και τα βουνά κουνιούνταν. έπαιζαν τα ρουθούνια μου -όλος ο αγέρας μύριζε μπροσταρότραγος. «’Ερχεται! ‘Ερχεται!» μουρμούριζα κι έζωνα σφιχτά τη μέση μου. συντάζουμουν να παλέψω.
Αχ, πόσο την είχα λαχταρίσει τη στιγμή ετούτη! Χωρίς να μπαίνει στη μέση και να με παραπλανάει ο αδιάντροπος ορατός κόσμος, ν’ αντικρίσω, πρόσωπο με πρόσωπο, το λιμασμένο θεριό της ζούγκλας τ’ ουρανού. Τον Αόρατο. Τον Ανερχόταγο. Τον αγαθό Πατέρα που τρώει τα παιδιά του και στάζουν τα χείλια του, τα γένια του, τα νύχια του αίματα.
Θα του μιλήσω θερρετά, θα του πω τον πόνο του ανθρώπου, τον πόνο του πουλιού, του δεντρού και της πέτρας, όλοι πήραμε απόφαση, δε θέμε να πεθάνουμε, κρατώ μιαν αναφορά, την υπόγραψαν όλα τα δέντρα, τα πουλιά, τα θεριά, οι ανθρώποι, δε θέμε, Πατέρα, να μας φας, και δε θα φοβηθώ, θα του τη δώσω.
Μιλούσα, παρακαλούσα, έσφιγγα τη μέση μου κι έτρεμα.

Κι εκεί που περίμενα, σα να μετακουνήθηκαν οι πέτρες κι άκουσα μεγάλη αναπνοή.
«Νά τος… νά τος έφτασε ! ». μουρμούρισα και στράφηκα ανατριχιάζοντας.
Μα δεν ήταν ο Γεχωβάς, δεν ήταν ο Γεχωβάς, ήσουν εσύ Παππού, από το αγαπημένο χώμα της Κρήτης, και στέκοσουν μπροστά μου, άρχοντας αυστηρός, με το σφηνωτό γενάκι το κάτασπρο, με τα στεγνά χείλια τα σφιγμένα, με το εκστατικό μάτι, το γεμάτο φλόγες και φτερούγες, και στα μαλλιά σου περιπλέκουνταν ρίζες από θυμάρι.
Με κοίταξες, κι ως με κοίταξες ένοιωσα πως ο κόσμος ετούτος είναι ένα σύννεφο φορτωμένο αστροπελέκι κι άνεμο, σύνεφο κι η ψυχή του ανθρώπου φορτωμένη αστροπελέκι κι άνεμο, κι από πάνω φυσάει ο θεός και σωτηρία δεν υπάρχει.
Σήκωσα τα μάτια, σε κοίταξα. ‘Eκαμα να σου πω: «Παππού, αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία;» μα η γλώσσα μου είχε κολλήσει στο λαρύγγι μου, έκαμα να σε ζυγώσω, μα τα γόνατά μου λύγισαν.
‘Aπλωσες τότε το χέρι, σα να πνίγομουν κι ήθελες να με σώσεις.
Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το χέρι σου, πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς ζωγράφιζε ακόμα, έκαιγε. ‘Aγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να μιλήσω.
-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’ μου μιαν προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου. δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά. ως τις ρίζεςτου μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου μπορείς παιδί μου…
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σα νάβγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.
‘Εφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ μου μιαν πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να τα πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεγμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-Φτάσε όπου δεν μπορείς !…

Πετάχτηκα τρομαγμένος από τον ύπνο. είχε πια ξυμερώσει. Σηκώθηκα, ζύγωσα στο παράθυρο, βγήκα στο μπαλκόνι με την καρπισμένη κληματαριά. Η βροχή είχε τώρα κοπάσει, έλαμπαν οι πέτρες, γελούσαν. τα φύλλα των δέντρων ήταν φορτωμένα δάκρυα.
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
‘Ηταν η φωνή σου. κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορούσε ένα τέτοιο αρσενικό λόγο να ξεστομίσει, μονάχα εσύ, Παππού ανεχόρταγε! Δεν είσαι εσύ ο αρχηγός ο απροσκύνητος, ο ανέλπιδος, της στρατευόμενης γενιάς μου; Δεν είμαστε εμείς οι λαβωμένοι, οι πεινασμένοι, οι μπουμπουνοκέφαλοι, οι σιδεροκέφαλοι, που αφήσαμε πίσω μας την καλοπέραση και τη βεβαιότητα και πας εσύ μπροστά και κάνουμε γιουρούσι να σπάσουμε τα σύνορα;
Το λαμπρότερο πρόσωπο της απελπισίας είναι ο θεός. το λαμπρότερο πρόσωπο της ελπίδας είναι ο θεός. πέρα από την ελπίδα και την απελπισία, πέρα από τα παμπάλαια σύνορα, με σπρώχνεις, Παππού. Πού με σπρώχνεις; Κοιτάζω γύρα μου, κοιτάζω μέσα μου. η αρετή τρελάθηκε, η γεωμετρία τρελάθηκε, η ύλη τρελάθηκε . πρέπει να ‘ρθει πάλι ο Νους ο νομοθέτης, να βάλει καινούρια τάξη, καινούριους νόμους. πιο πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος.
Αυτό θες, κατά κει με σπρώχνεις, κατά κει μ’ εσπρωχνες πάντα. άκουγα μέρα νύχτα την προσταγή σου. μάχουμουν, όσο μπορούσα, να φτάσω όπου δεν μπορούσα, αυτό είχα βάλει χρέος μου. αν έφτασα ή δεν έφτασα, εσύ θα μου πεις. ‘Ορθιος στέκουμαι μπροστά σου και περιμένω.
Στρατηγέ μου, τελεύει η μάχη, κάνω την αναφορά μου. να που πολέμησα, να πως πολέμησα, λαβώθηκα, δείλιασα, μα δε λοποτάχτησα. τα δόντια μου καταχτυπούσαν από το φόβο, μα τύλιγα σφιχτά το κούτελό μου μ’ ένα κόκκινο μαντίλι, να μην ξεκρίνουνται τα αίματα, κι έκανα γιουρούσι.
‘Ενα ένα μπροστά σου τα φτερά της καλιακούδας μου ψυχής θα τα μαδήσω, ωσότου ν’ απομείνει ένα σβωλαράκι χώμα κι αυτή, ζυμωμένο με δάκρυο, αίμα κι ιδρώτα. Θα σου πω τον αγώνα μου, ν αλαφρώσω. θα πετάξω από πάνω μου την αρετή, την ντροπή, την αλήθεια, ν’ αλαφρώσω. Πως έπλασες εσύ το «Τολέδο στην καταιγίδα»; ‘Ομοια, με βαριά μαύρα σύννεφα, ζωσμένη κίτρινες αστραπές, ανέλπιδα κι ανένδοτα παλεύοντας με το φως και με το σκοτάδι, η ψυχή μου. Θα τη δεις, θα τη ζυγιάσεις ανάμεσα στα σπαθωτά φρύδια σου και θα τα κρίνεις. Θυμάσαι το βαρύ λόγο που λέμε εμείς οι Κρητικοί: «’Οπου αστοχήσεις, γύρισε. κι όπου πετύχεις φύγε!» Αναστόχησα, και μια ώρα ζωή ακόμα να μου απομένει, θα ξαναγυρίσω στην έφοδο. αν πέτυχα θ’ ανοίξω τη γης, να ρθω να ξαπλώσω στο πλάι σου.
‘Ακουσε το λοιπόν Στρατηγέ, την αναφορά μου και κάμε κρίση. άκουσε, Παππού, τη ζωή μου, κι αν πολέμησα κι εγώ μαζί σου, αν λαβώθηκα χωρίς κανένας να μάθει πως πόνεσα, αν δε γύρισα ποτέ την πλάτη μου στον οχτρό,
δώσε μου την ευκή σου!

“Αν ήταν στη ζωή μου να διάλεγα”
( ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ ) :

«Αν ήταν στη ζωή μου
να διάλεγα ένα ψυχικό οδηγό,
ένα Γκουρού, όπως λένε οι Ιντοί,
ένα Γέροντα, όπως λένε οι καλόγεροι στο ‘Αγιον’Ορος,
σίγουρα θα διάλεγα το Ζορμπά»

…Γιατί αυτός είχε ό,τι χρειάζεται ένας καλαμαράς για να σωθεί: την πρωτόγονη ματιά που αδράχνει ψηλάθε σαϊτευτά τη θροφή της, τη δημιουργικιά, κάθε πρωί ανανεούμενη αφέλεια να βλέπει ακατάπαυτα για πρώτη φορά τα πάντα και να δίνει παρθενιά στα αιώνια καθημερινά στοιχεία -αγέρα, θάλασσα, φωτιά, γυναίκα, ψωμί, τη σιγουράδα του χεριού, τη δροσεράδα της καρδιάς, την παλικαριά να κοροϊδεύει την ίδια του την ψυχή, σα νά’χε μέσα του μια δύναμη ανώτερη από την ψυχή, και τέλος το άγριο γάργαρο γέλιο, από βαθιά πηγή, βαθύτερο από το σπλάχνο του ανθρώπου, που ανατινάζουνταν απολυτρωτικό στις κρίσιμες στιγμές από το γέρικο στήθος του Ζορμπά, ανατινάζουνταν και μπορούσε να γκρεμίσει -και γκρέμιζε- όλους τους φράχτες -ηθική, θρησκεία, πατρίδα- που άσκωσε γύρα του ο κακομοίρης ο φοβητσιάρης ο άνθρωπος, για να κουτσοπορέψει ασφαλισμένα τη ζωούλα του.


1901. Τελειόφοιτος του Γυμνασίου Ηρακλείου.

‘Οταν συλλογίζουμαι με τι θροφή τόσα χρόνια με τάιζαν τα βιβλία κι οι δασκάλοι, για να χορτάσουν μια λιμασμένη ψυχή, και τι λιονταρίσιο μυαλό για θροφή με τάισε ο Ζορμπάς σε λίγους μήνες, δύσκολα μπορώ να βαστάξω την πίκρα μου και την αγανάκτηση.

Πως να θυμηθώ και να μη θεριέψει η καρδιά μου τις κουβέντες που μου ‘κανε, τους χορούς που μου χόρευε, το σαντούρι που μου έπαιζε, σ’ ένα ακρογιάλι της Κρήτης όπου ζήσαμε έξη μήνες, με πλήθος εργάτες, σκάβοντας για να βρούμε τάχα λιγνίτη. Ξέραμε καλά κι οι δυο μας πως ο πραχτικός αυτός σκοπός ήτανε στάχτη για τα μάτια του κόσμου, εμείς βιαζόμαστε πότε να βασιλέψει ο ήλιος, να σκολάσουν οι εργάτες, να στρωθούμε οι δυο μας στην αμμουδιά, να φάμε το χωριάτικο νόστιμο φαΐ μας, να πιούμε το μπρούσκο κρητικό κρασί μας και να κινήσουμε την κουβέντα.

Εγώ σπάνια μιλούσα, τι να πει ένας “διανοούμενος” σ’ ένα Δράκο; Τον άκουγα να μου μιλάει για το χωριό του στον ‘Ολυμπο, για τα χιόνια, τους λύκους, τους κομιτατζήδες, την ‘Αγια-Σοφιά, το λιγνίτη, τις γυναίκες, το Θεό, την πατρίδα και το θάνατο -και ξάφνου, όταν πλαντούσε και πια δεν τον χωρούσαν τα λόγια, τινάζουνταν απάνω στα χοντρά χαλίκια του γιαλού κι άρχιζε να χορεύει. Γερός, ορθόκορμος, κοκαλιάρης, με αναγερτό το κεφάλι, με καταστρόγγυλα μικρά μάτια σαν πουλιού, χόρευε και σκλήριζε και χτυπούσε τις αδρές πατούσες στο γιαλό και πιτσίλιζε με θάλασσα το πρόπωπό μου.

Αν άκουγα τη φωνή του, την κραυγή του, η ζωή μου θα είχε πάρει αξία. θα ζούσα μ’ αίμα και σάρκα και κόκαλα ό,τι τώρα χασισοπότικα στοχάζουμαι κι ενεργώ με χαρτί και καλαμάρι. Μα δεν τόλμησα, έβλεπα το Ζορμπά μεσάνυχτα να χορεύει χλιμιντρίζοντας και να μου κράζει να τιναχτώ κι εγώ από το βολικό καβούκι της φρονιμάδας και της συνήθειας και να φύγω για τα μεγάλα, τ’ αγύριστα ταξίδια μαζί του, κι έμενα ασάλευτος, τουρτουρίζοντας.


1915

Πολλές φορές έχω ντραπεί στη ζωή μου, γιατί έπιασα την ψυχή μου να μην τολμάει να κάνει ό,τι η ανώτατη παραφροσύνη -η ουσία της ζωής- μου φώναζε να κάμω, μα ποτέ δεν ντράπηκα για την ψυχή μου όσο μπροστά στο Ζορμπά.

Η επιχείρηση του λιγνίτη πήγε κατά διαβόλου. Ο Ζορμπάς κι εγώ κάμαμε ό,τι μπορούσαμε για να φτάσουμε, γελώντας, παίζοντας, κουβεντιάζοντας, στην καταστροφή. Δε σκάβαμε να βρούμε λιγνίτη, αυτό ήταν μια αφορμή για τους απλοϊκούς φρόνιμους ανθρώπους, “για να μη μας πάρουν με τις λεμονόκουπες” έλεγε ο Ζορμπάς και σκούσε στα γέλια. «Μα εμείς, αφεντικό” (μ’ έλεγε αφεντικό και γελούσε) “εμείς αφεντικό, έχουμε άλλους, μεγάλους σκοπούς. -Ποιους, μωρέ Ζορμπά;» τον ρωτούσα. « Σκάβουμε για να δούμε, λέει, τι δαιμόνους έχουμε μέσα μας.»

Γρήγορα είχαμε φάει ό,τι μου’ χε δώσει ο κακόμοιρος ο θειος μου, για ν’ ανοίξω, λέει, γραφείο, απολύσαμε τους εργάτες, ψήσαμε ένα αρνί, γεμίσαμε ένα βαρελάκι κρασί, στρωθήκαμε στο ακροθαλάσσι, όπου βρίσκουνταν τ’ ορυχείο, αρχίσαμε να τρώμε και να πίνουμε, πήρε ο Ζορμπάς το σαντούρι του, σήκωσε το γέρικο λαιμό, άρχισε τον αμανέ. Τρώγαμε, πίναμε, ποτέ δε θυμούμαι να’ χα τόσο κέφι, ο Θεός συχωρέσει την επιχείρηση, φωνάζαμε, ο Θεός συχωρέσει τη μακαρίτισσα, ζωή σε λόγου μας, πάει στο διάολο ο λιγνίτης.

Τα ξημερώματα χωρίσαμε. Εγώ τράβηξα πάλι για τα χαρτιά και τα μελάνια, αγιάτρευτα λαβωμένος από την αιματωμένη σαΐτα που δεν ξέρουμε πως να την πούμε και τη λέμε πνεύμα. Αυτός πήρε καταβορρά και καταστάλαξε στη Σερβία, σ’ ένα βουνό κοντά στα Σκόπια, όπου ξετόπωσε, λέει, πλούσια φλέβα λευκόλιθο, τύλιξε μερικούς παραλήδες, αγόρασε σύνεργα, στρατολόγησε εργάτες κι άρχισε πάλι ν’ ανοίγει μέσα στη γης γαλαρίες. Τίναξε βράχους, έφτιαξε δρόμους, έφερε νερό, έχτισε σπίτι, παντρεύτηκε, γέρος κοτσονάτος, μιαν όμορφη γλεντοχήρα, τη Λιούμπα, κι έκαμε κι ένα παιδί μαζί της.

“Εύρον πρασίνην πέτραν”
( ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ )

‘Οπου μια μέρα έλαβα ένα τηλεγράφημα:
“Εύρον πρασίνην πέτραν ωραιοτάτην,
ελθέ αμέσως. Ζορμπάς”


Αλέξης Ζορμπάς

1954. Στην Antibes.

‘Ηταν η εποχή που ακούγουνταν οι πρώτες μακρινές βροντές της καταιγίδας που είχε κιόλα κινήσει καταπάνω στη γης. Ο παγκόσμιος πόλεμος. Εκατομμύρια άνθρωποι έτρεμαν, θωρώντας την πείνα, τη σφαγή, την παραφροσύνη νά’ ρχουνται. ‘Ολοι οι δαιμόνοι του ανθρώπου είχαν ξυπνήσει και διψούσαν για αίμα.

Μέσα σε τέτοιες φαρμακερές μέρες έλαβα το τηλεγράφημα του Ζορμπά. Στην αρχή θύμωσα, ο κόσμος χάνεται, κιντυνεύει η ζωή κι η τιμή κι η ψυχή του ανθρώπου, κι ορίστε τώρα ένα τηλεγράφημα να κινήσεις, να κάμεις χίλια μίλια για να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρα! Ανάθεμα είπα στην ομορφιά, γιατί ‘ναι άκαρδη και δεν νοιάζεται για τον πόνο του ανθρώπου.

Μα ξαφνικά τρόμαξα, ο θυμός είχε κιόλας ξεθυμάνει κι ένιωθα με φρίκη πως η απάνθρωπη αυτή κραυγή του Ζορμπά αποκρίνουνταν σε άλλη απάνθρωπη μέσα μου κραυγή. ‘Ενα άγριο όρνιο μέσα μου τίναξε τα φτερά του να φύγει. ‘Ομως δεν έφυγα. δεν τόλμησα πάλι, δεν κίνησα να πάω, δεν ακολούθησα τη θεϊκιά θηριώδη μέσα μου κραυγή, δεν έκαμα μια γεναία παράλογη πράξη. Ακολούθησα την κρύα ανθρώπινη φωνή του λογικού, πήρα την πένα κι έγραψα του Ζορμπά και του εξηγούσα…

Κι’ αυτός μου αποκρίθηκε: «Είσαι, και να με συμπαθάς, αφεντικό, καλαμαράς. Μπορούσες κι εσύ, κακομοίρη, μια φορά στη ζωή σου να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρα και δεν την είδες. Μα το Θεό, κάθουμαι κάποτε, όταν δεν έχω δουλειά, και λέω με το νου μου: «Υπάρχει, δεν υπάρχει Κόλαση;» μα χτες που έλαβα το γράμμα σου, είπα: « Σίγουρα πρέπει να υπάρχει Κόλαση για μερικούς καλαμαράδες».

«Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο»
( ΑΣΚΗΤΙΚΗ )

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο,
καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο,
το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε ζωή.


1956.

Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή, ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός, κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.

Μα ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάνουμε την ύλη ζωή, κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.

Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα, τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία. β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.

Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει, σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές, μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του σύμπαντου.

Αλλιώς πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας εγκαρδιώνει -φυτά, ζώα, ανθρώπους- στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια.

Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ’ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες ορμές, και με τ’ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.

«Σταυρώθηκε ο Χριστός, κι από τότε νικήθηκε ο θάνατος»
( Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ )

Ο Χριστός πόνεσε, κι από τότε ο πόνος άγιασε,
πολέμησε ως την τελευταία στιγμή, ο Πειρασμός να τον πλανέψει,
κι ο Πειρασμός νικήθηκε, σταυρώθηκε ο Χριστός,
κι από τότε νικήθηκε ο θάνατος.


1931. Στην Αίγινα.

Η δυαδική υπόσταση του Χριστού στάθηκε για μένα πάντα βαθύ, ανεξερεύνητο μυστήριο, η λαχτάρα, η τόσο ανθρώπινη, η τόσο υπερανθρώπινη, να φτάση ο άνθρωπος ως το Θεό -η πιο σωστά: να επιστρέψει ο άνθρωπος στο Θεό και να ταυτιστεί μαζί του, η νοσταλγία αυτή, η τόσο μυστική και συνάμα τόσο πραγματική, άνοιγε μέσα μου πληγές και πηγές μεγάλες.

Από τη νεοτητά μου η πρωταρχική αγωνία μου, από όπου πήγαζαν όλες μου οι χαρές κι όλες μου οι πίκρες, ήταν ετούτη: η ακατάπαυτη, ανήλεη πάλη ανάμεσα στο πνεύμα και στη σάρκα.

Μέσα μου παμπάλαιες ανθρώπινες και προανθρώπινες σκοτεινές δυνάμες του Πονηρού. Μέσα μου παμπάλαιες ανθρώπινες και προανθρώπινες φωτερές δυνάμες του Θεού, κι η ψυχή μου ήταν η παλαίστρα όπου οι δυο τούτοι στρατοί χτυπιούνταν κι έσμιγαν.

Αγωνία μεγάλη. Αγαπούσα το σώμα μου, και δεν ήθελα να χαθεί. Αγαπούσα την ψυχή μου, και δεν ήθελα να ξεπέσει. Μάχομουν να φιλιώσω τις δυο αυτές αντίδρομες κοσμογονικές δυνάμες, να νιώσουν πως δει είναι οχτροί, είναι συνεργάτες, και να χαρούν, να χαρώ κι εγώ μαζί τους, την αρμονία.

Κάθε άνθρωπος είναι θεάνθρωπος, σάρκα και πνέμα, να γιατί το μυστήριο μιας ορισμένης θρησκείας, είναι πανανθρώπινο. Σε κάθε άνθρωπο ξεσπάει η πάλη Θεού κι ανθρώπου, και συνάμα η λαχτάρα της φίλιωσης. Τις πρισσότερες φορές η πάλη αυτή είναι ασύνειδη, βαστάει λίγο, δεν αντέχει μια αδύνατη ψυχή ν’ αντιστέκεται καιρό πολύ στη σάρκα, βαραίνει, γίνεται κι αυτή σάρκα, κι ο αγώνας παίρνει τέλος. Μα στους υπεύθυνους ανθρώπους, που έχουν μερόνυχτα καρφωμένα τα μάτια τους στο ανώτατο Χρέος, η πάλη ανάμεσα στη σάρκα και στο πνέμα ξεσπάει χωρίς έλεος και μπορεί να βαστάξει ως το θάνατο.

‘Οσο πιο δυνατή η ψυχή κι η σάρκα, τόσο κι η πάλη πιο γόνιμη κι η τελική αρμονία πιο πλούσια. Δεν αγαπάει ο Θεός τις αδύνατες ψυχές και τις πλαδαρές σάρκες. Το πνέμα θέλει νά’ χει να παλέψει με δυνατή, γεμάτη αντίσταση σάρκα, είναι πουλί σαρκοβόρο, που ακατάπαυτα πεινάει, τρώει σάρκα και την εξαφανίζει αφομοιώνοντάς τη.

Πάλη ανάμεσα στη σάρκα και στο πνέμα, ανταρσία κι αντίσταση, φίλιωση κι υποταγή, και τέλος, ανώτατος σκοπός της πάλης, η ένωση με το Θεό -να ο ανήφορος που πήρε ο Χριστός και μας καλεί να πάρουμε κι εμείς ακολουθώντας τα αιματωμένα του αχνάρια.

Πώς να κινήσουμε κι εμείς για την ανώτατη αυτή κορφή, όπου, πρωτότοκος υιός της σωτηρίας, έφτασε ο Χριστός -να το ανώτατο Χρέος του αγωνιζόμενου ανθρώπου.

Ανάγκη λοιπόν, για να μπορούμε να τον ακολουθήσουμε, βαθιά να ξέρουμε τον αγώνα, να ζήσουμε την αγωνία του, πως νίκησε τις ανθισμένες παγίδες της γης, πως θυσίασε τις μεγάλες και τις μικρές χαρές του ανθρώπου κι ανέβηκε από θυσία σε θυσία, από άθλο σε άθλο, στην κορυφή της άθλησης, στο Σταυρό.

Γράφοντας την εξομολόγηση ετούτη της αγωνίας και της μεγάλης ελπίδας του ανθρώπου ήμουν συγκινημένος τόσο που τα μάτια μου βούρκωναν, δεν είχα νιώσει ποτέ με τόση γλύκα, με τόσι πόνο να πέφτει στάλα στάλα το αίμα του Χριστού στην καρδιά ου.

Γιατί ο Χριστός, για ν’ ανέβει στην κορυφή της θυσίας, στο Σταυρό, στην κορυφή της εξαϋλωσης, στο Θεό, πέρασε όλα τα στάδια του αγωνιζόμενου ανθρώπου. ‘Ολα, και γι’ αυτό κι ο πόνος του μας είναι τόσο γνώριμος και τον πονούμε, κι η τελική νίκη του μας φαίνεται τόσο και δικιά μας μελλούμενη νίκη. ‘Ο,τι είχε βαθιά ανθρώπινο ο Χριστός μας βοηθάει να τον καταλάβουμε και να τον αγαπήσουμε και να παρακολουθούμε τα Πάθη του σαν νά ‘ταν δικά μας πάθη. Αν δεν είχε μέσα του το ζεστό ανθρώπινο στοιχείο, δε θα μπορούσε ποτέ με τόση σιγουράδα και τρυφερότητα να αγγίξει την καρδιά μας, και δε θα μπορούσε να γίνει πρότυπο στη ζωή μας. Αγωνιζόμαστε κι εμείς, τον βλέπουμε κι αυτόν να αγωνίζεται και παίρνουμε κουράγιο. Βλέπουμε δεν είμαστε ολομόναχοι στον κόσμο, αγωνίζεται κι αυτός μαζί μας.


1912. Εθελοντής στους βαλκανικούς πολέμους

Η κάθε στιγμή του Χριστού είναι αγώνας και νίκη. Νίκησε την ακαταμάχητη γοητεία της απλής ανθρώπινης χαράς, νικήσε τους πειρασμούς, μετουσίωνε ολοένα τη σάρκα σε πνέμα κι ανηφόριζε, έφτασε στην κορυφή του Γολγοθά, ανέβηκε στο Σταυρό.

Μα κι εκεί ο αγώνας του δεν τελείωσε, επάνω στο Σταυρό τον περίμενε ο Πειρασμός, ο Τελευταίος Πειρασμός, σε μια βίαιη αστραπή άπλωσε το πνεμα του Πονηρού μπροστά από τα λιποθυμισμένα μάτια του Σταυρωμένου το πλανερό όραμα μιας γαλήνιας, ευτυχισμένης ζωής: είχε πάρει, λέει, έτσι του φάνηκε, τον εύκολο στρωτό δρόμο του ανθρώπου, είχε παντρευτεί, είχε κάμει παιδιά, τον αγαπούσαν και τον τιμούσαν οι άνθρωποι. Και τώρα γέροςπια, κάθουνταν στο κατώφλι του σπιτιού του, θυμόταν τις λαχτάρες της νιότης του και χαμογελούσε ευχαριστημένος. Τι καλά, τι φρόνιμα που έκαμε και πήρε το δρόμο του ανθρώπου, και τι παραφροσύνη ήταν εκείνη να θέλει, λέει, να σώσει τον κόσμο ! Τι χαρά που γλίτωσε από τις κακουχίες, το μαρτύρι και το Σταυρό.

Να ποιος ήταν ο τελευταίος πειρασμός που ήρθε, σε μιαν αστραπή, να ταράξει τις στερνές στιγμές του Σωτήρα.

Μα ολομεμιάς τίναξε ο Χριστός το κεφάλι, άνοιξε τα μάτια, είδε, όχι, όχι, δεν πρόδωκε, δόξα σοι ο Θεός, δεν λιποτάχτησε, εξετέλεσε την αποστολή που του εμπιστεύτηκε ο Θεός, δεν παντρεύτηκε, δεν έζησε ευτυχισμένος, έφτασε στην κορυφή της θυσίας, βρίσκεται καρφωμένος απάνω στο Σταυρό.

‘Εκλεισε τα μάτια του ευτυχισμένος, και τότε ακούστηκε θριαμβευτικιά η κραυγή: “Τετέλεσται !” Δηλαδή τέλεψα το χρέος μου, σταυρώθηκα, δεν έπεσα στον πειρασμό.

Για να δώσω ένα ανώτατο πρότυπο στον αγωνιζόμενο άνθρωπο, για να δείξω πως δεν πρέπει να φοβάται τον πόνο, τον πειρασμό και το θάνατο, γιατί όλα αυτά μπορεί να νικηθούν, νικήθηκαν κιόλα, γράφτηκε το βιβλίο ετούτο. Ο Χριστός πόνεσε, κι από τότε ο πόνος άγιασε, πολέμησε, ως την τελευταία στιγμή, ο Πειρασμός να τον πλανέψει, κι ο Πειρασμός νικήθηκε, σταυρώθηκε ο Χριστός, κι από τότε νικήθηκε ο θάνατος.

Κάθε εμπόδιο στην πορεία του γίνουνταν αφορμή κι ορόσημο νίκης, έχουμε πια ένα πρότυπο μπροστά μας, που μας ανοίγει το δρόμο και μας δίνει κουράγιο

Το βιβλίο ετούτο δεν είναι βιογραφία, είναι εξομολόγηση του αγωνιζόμενου ανθρώπου. Δημοσιεύοντάς το έκαμα το χρέος μου, το χρέος ενός ανθρώπου που πολύ αγωνίστηκε, πολύ πικράθηκε στη ζωή του και πολύ έλπισε. Είμαι βέβαιος πως κάθε λεύτερος άνθρωπος που θα διαβάσει το βιβλίο ετούτο, το γεμάτο αγάπη, θ’ αγαπήσει περισσότερο παρά ποτέ, καλύτερα παρά ποτέ; το Χριστό.

“Είμαστε σκουληκάκια μικρά”
( Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ )

Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά,
αποκρίθηκα, απάνω σ’ ένα φυλλαράκι γιγάντιου
δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας. τ’ αλλα
φύλλα είναι τ’ αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα.

(Στο παρακάτω απόσπασμα: Η μαντάμ Ορτάνς -που είναι ένα από τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος επειδή ήταν συνδεδεμένη με τον Ζορμά- έχει πεθάνει και ο συγγραφέας με τον Ζορμπά επιστρέφουν από την κηδεία της.)


Προχωρούσαμε αμίλητοι μέσα από τα στενά δρομάκια του χωριού. Τα σπίτια μαυρολογούσαν ολοσκότεινα, κάπου ένα σκυλί γάβγιζε, κάποιο βόδι αναστέναζε. Κάποτε μας έρχουνταν στο φύσημα του αγέρα εύθυμα, αναβρυτά, σαν παιγνιδιάρικα νερά, τα κουδουνάκια της λύρας.
Βγήκαμε από το χωριό, πήραμε το δρόμο κατά το ακρογιάλι μας.
-Ζορμπά, είπα, για να κόψω τη βαριά σιωπή, τι αγέρας είναι ετούτος; Νοτιάς;
Μα ο ζορμπάς πήγαινε μπροστά, κρατώντας σα φανάρι το κλουβί με το παπαγάλο* και δεν αποκρίθηκε.
‘Οταν φτάσαμε στο ακρογιάλι μας, ο Ζορμπάς στράφηκε:
-Πεινάς, αφεντικό; ρώτησε.
-‘Οχι, δεν πεινώ, Ζορμπά.
-Νυστάζεις;
-‘Οχι.
-Μήτε εγώ. Ας καθήσουμε στα χοχλάδια, έχω κάτι να σε ρωτήσω.
‘Ημασταν και οι δυο κουρασμένοι, μα δε θέλαμε να κοιμηθούμε. Δε θέλαμε να χάσουμε το φαρμάκι της μέρας ετούτης, ο ύπνος μας φαίνουνταν σα μια φυγή σε ώρα κιντύνου και ντρεπόμασταν να κοιμηθούμε.
Καθίσαμε στην άκρα της θάλασσας, έβαλε ο Ζορμπάς το κλουβί ανάμεσα στα γόνατά του και κάμπωση ώρα σώπαινε. ‘Ενας φοβερός αστερισμός ανέβηκε από το βουνό, πολυόματο τέρας με στρουφιχτήν ουρά, κάπου κάπου ένα αστέρι ξεκολλούσε κι έπεφτε.
Ο Ζορμπάς κοίταξε τ’ αστέρια, με το στώμα ανοιχτό, σα να τά ‘βλεπε για πρώτη φορά.
-Τι γίνεται εκεί απάνω! μουρμούρισε.
Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε.
-Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκηνιμένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα έκαμε; Γιατί τα έκαμε; Και πάνω απ’ όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε;
-Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκριθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορουσα να το εξηγήσω.
-Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν.
‘Ομοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό.


1957, Στιγμιότυπο από την κηδεία του Νίκου Καζαντζάκη στο Ηράκλειο.


Σώπασε λίγο, άξαφνα ξέσπασε:
-Τότε τι ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; ‘Αμα δεν λένε αυτό τι λένε;
-Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί ν’ απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.
-Να τη βράσω τη στενοχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες.
Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω:
-Καναβάρο*! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια.
-Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί. Στράφηκε πάλι σε μένα
-Εγώ θέλω να μου πεις από που ερχώμαστε και που πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές* θάχεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί, τι ζουμί έβγαλες;
Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε, αχ, να μπορούσα να του δινα μια απόκριση!
‘Ενιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη, μά κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι ‘ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.
-Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία.
Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:
-Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ’ ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας. τ’ αλλα φύλλα είναι τ’ αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα τ’ οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει, το γευόμαστε, τρώγεται, το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου. Από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν’ ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει…
Σταμάτησα. ‘Ηθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.
-Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;
-…Αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. ‘Αλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρούν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: “Θεός”. ‘Αλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: «Μου αρέσει».
Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα. Βασανίζουνταν να καταλάβει.
-Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο, τον κοιτάζω και δεν φοβούμαι. ‘Ομως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσι. ‘Οχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!
Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι:
-‘Οχι, δε θ’ απλώσω εγώ στο χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: «σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω!»


1957, 6 Νοεμβρίου. Ο τάφος του Νίκου Καζαντζάκη στον προμαχώνα Martinego του ενετικού τείχους του Ηρακλείου


Δε μιλούσα. στράφηκε, με κοίταξε ο Ζορμπάς θυμωμένος.
-Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφώναξε.
Δε μιλούσα. Να λες «Ναι»! στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου ελέφτερη βούληση -αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το ‘ξερα, και γι αυτό δε μιλούσα.
Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε.
-Καλήνύχτα, αφεντικό, είπε φτάνει.
Ζεστός νοτιάς φυσούσε πέρα από το Μισίρι και μέστωνε τα τζερτζεβατικά και τα φρούτα και τα στήθια της Κρήτης. Τον δέχουμουν να περιχύνεται στο μέτωπο, στα χείλια μου και στο λαιμό, κι έτριζε και μεγάλωνε, σα να ‘ταν πωρικό, το μυαλό μου.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν ήθελα. Δε συλλογίζουμουν τίποτα. Ενιωθα μονάχα, στη ζεστή ετούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, να μεστώνει. ‘Εβλεπα, ζούσα καθαρά το καταπληχτικό ετούτο θέαμα: ν’ αλλάζω. ‘Ο,τι γίνεται πάντα στα πιο σκοτεινά υπόγεια του στήθους μας, γίνουνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα, μπροστά μου. Κουκουβιστός στην άκρα της θάλασσας, παρακολουθούσα το θάμα.
Τ’ αστέρια θάμπωσαν, ο ουρανός φωτίστηκε, κι απάνω στο φως χαράχτηκαν με ψιλό κοντύλι τα βουνά, τα δέντρα, οι γλάροι. Ξυμέρωνε.

* Ο παπαγάλος ανήκε στη μαντάμ Ορτάνς που τον αγαπούσε ιδιέτερα.

«Χάθηκα… χάθηκα… συλλογίζουνταν. Θα ‘ναι λέπρα!»
( Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ Σελ. 116)
ΕΙΧΕ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΣΕΙ ΠΙΑ, ΤΑ ΝΥΧΤΟΠΟΥΛΙΑ, Ερωτεμένα και πεινασμένα, άρχισαν να φωνάζουν. Πάνω στον ουρανό τα πρώτα άστρα, τα πιο μεγάλα, κρεμάστηκαν.
«Να σκοτεινιάσει ακόμα πιο πολύ, να μην με δούνε στο χωριό» συλλογίζουνταν ο Μανολιός και κατέβαινε αργά το γαγλωτό μονοπάτι. Κατέβαινε, κι’ έκλωθε στο νου του τι λόγια να βρει και πως να της μιλήσει, για να μπορέσει να φτάσει ίσαμε την καρδιά της ο λόγος του θεού. «Θα χτυπήσω την πόρτα, ανάδευε στο νου του, θα’ρθει να μου ανοίξει… Θα ξαφνιστεί ως θα με δει, θα σφαλήξει την πόρτα και θα μπούμε μέσα…» Την αυλή την είχε δει, δεν τη φοβόταν, τις γαρουφαλιές, τα βασιλικά, το πηγάδι… Μα μέσα; Ο Μανολιός τρόμαξε. Στάθηκε να πάρει ανάσα. “Εκεί μέσα θα’ναι το κρεβάτι…» συλλογίστηκε.
Ο νους του θόλωσε. Δεν ήξερε πια τι να της πει, μήτε γιατί κατέβηκε τέτοια ώρα, νύχτα, από το βουνό και χτύπησε την πόρτα της. Και αυτή θα τον έβλεπε να κοκκινίζει και να τα χάνει και θα την έπαιρναν τα γέλια. «Βρε Μανολιό, θα του’λεγε, ήρθες και δεν κατέχεις κι’ ο ίδιος γιατί ήρθες. Μην είδες κανένα όνειρο και συ; Σε ονείρεψε ο πειρασμός, Μανολιό μου, για μπας η Παρθένα Μαρία; Για μπας και σ’ ονείρεψαν κι οι δυο -γίνεται κι αυτό, Μανολιό μου- κι ήρθες, και στην αρχή θα μου μιλάς για το Θεό και την Παράδεισο, κι ύστερα, αγάλια αγάλια, χωρίς και συ να το καταλάβεις, Μανολιό μου, χωρίς κι εγώ η κακομοίρα να το καταλάβω , θα βρεθούμε σφιχταγκαλιασμένοι κι οι δυο στο κρεβάτι… ‘Αντρας είσαι, μαθές, γυναίκα είμαι, έτσι μας έκαμε ο Θεός, τι φταίμε εμείς; σαν είμαστε ο ένας κοντά στον άλλο, να μας πιάνει ζάλη, να τα χάνουμε και ν’ανοίγουμε τα χέρια και τα πόδια και να σμίγουμε…»
Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του Μανολιού. Βούιξαν στο νου του τα λόγια αυτά τα ξεδιάντροπα, τα’κουγε κατακάθαρα να του τα λέει η χήρα και να γελάει και να ζυγώνει… ‘Ενοιωθε κιόλα την αναπνοή της, μύριζε μαστίχα και γαρούφαλο, κι από το ανοιγμένο μπολκάκι της ανέβαινε η μυρουδιά του κορμιού της ζεστή, ανακατεμένη με ιδρώτα και μοσκοκάρυδο…
Κουράστηκε απότομα, τα γόνατά του λύγισαν, κουκούβισε σε μια πέτρα.
«Ποιος μίλησε μέσα μου; αναρωτήθηκε τρομαγμένος. Ποιος γέλασε; Ποιο’ταν το γόνατο που με άγγιξε και κόπηκαν τα γόνατά μου;» Είχε αληθινά ακούσει μέσα του τα λόγια αυτά και τα γέλια της χήρας -και τ’αρθούνια του ήταν ακόμα ζεστά από τη μυρωδιά της.
-Θεέ μου, βοήθεια! έσυρε φωνή και σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό.
Μα του φάνηκε πολύ ψηλά απόψε ο ουρανός, πολύ μακριά από τον άνθρωπο, βουβός, αδιάφορος, μήτε φίλος μήτε εχτρός, και τρόμαξε. Τ’άστρα τον κοίταζαν, κι η καρδιά του Μανολιού πάγωσε. Κάποτε, στις χειμωνιάτικες νύχτες, έβλεπε γύρα από το μαντρί, ανάμεσα από τα χιονισμένα κλαριά, τα μάτια του λύκου, ασάλευτα, κίτρινα. όλο μίσος. Τέτοια του φάνηκαν απόψε τ’ αστέρια.
Κι η θύμηση της χήρας χύθηκε πάλι στο νου του σα μέλι. Μέσα στην παγωνιά και την έχτρητα του κόσμου, παρηγοριά μεγάλη. Τώρα πια δε μιλούσε, δε γελούσε, σπαρτάριζε ξαπλωμένη στο φαρδύ της κρεβάτι και γουργούριζε, όλο ευγνωμοσύνη και παράπονο, σαν περιστέρα.
‘Εφραξε τ’ αυτιά του ο Μανολιός να μην ακούει, σβούριξε το μυαλό του, οι φλέβες του λαιμού του φούσκωσαν. ‘Ενιωσε πάλι το αίμα του ν’ ανεβαίνει, αγριεμένο, στο κεφάλι του. Τα μελίγγια του χτυπούσαν δυνατά, τα ματόφυλλά του βάρυναν, κι όλο το πρόσωπό του μερμίδισε. Θαρρείς και πέσαν στα μάγουλά του, στο πηγούνι, στο μέτωπο, και τσιμπούσαν κι έτρωγαν τη σάρκα του χιλιάδες μερμήγκια.
Κρύος ιδρώτας τον περίλουσε. Σήκωσε το χέρι, έψαξε αρπαχτά το πρόσωπο, τινάχτηκε απάνω.
«Θεέ μου!» έκαμε να φωνάξει, μα δε μπόρεσε.
‘Εβαλε πάλι το χέρι, ‘εψαξε τα μάγουλά του, τα χείλια του, το πηγούνι, είχαν πρηστεί, και το στόμα είχε ολούθε στριμωχτεί και δεν μπορούσε ν’ ανοίξει.
«Τι έπαθα; τι έχω; γιατί κουράστηκα;» συλλογίζουνταν και πασπάτευε απελπισμένος το πρόσωπό του αλάκερο ως το λαιμό. ‘Ολο του το μούτρο ήταν τούμπανο, μα δεν πονούσε. Μονάχα τα μάτια του τον έτσουζαν κι είχαν αρχίσει τα δάκρυα να τρέχουν.
«Πρέπει να δω, να δω, θέλω να ξέρω!» λόγιαζε. ‘Εβγαλε από το ζωνάρι του το καθρεφτάκι, χαμήλωσε, άναψε μιαν αστοιβίδα, κοίταξε… Μέσα στις φλόγες που πηδούσαν είδε το πρόσωπό του κι έσυρε φωνή. ‘Ολο του το πρόσωπο είχε ξαφρίσει, τα μάτια του είχαν γίνει δυο μικρές χάντρες, η μύτη του είχε χωθεί μέσα στα τουμπανισμένα μάγουλα και το στόμα του είχε γίνει μια τρύπα.
Δεν ήταν τούτο ανθρώπου πρόσωπο, ήταν μια σάρκινη μουτσούνα, απάνθρωπη, αναγουλιαστικιά. Σα να μην ήταν δικό του κρέας. Είχε κολλήσει απάνω του ένα ξένο κρέας, το πρόσωπό του αφανίστηκε.
«Θεέ μου, μην είναι λέπρα;» μπήκε στο νου του ξαφνικά και σωριάστηκε χάμω.
‘Επιασε πάλι το καθρεφτάκι, μα αναγύρισε ευτύς το κεφάλι μα αηδία. ‘Ανθρωπος ήταν τούτος; δαίμονας; Τινάχτηκε απάνω: «Δεν μπορώ πια να πάω… Πως να με δει; Πως να της μιλήσω; Σιχαίνουμαι. Θα γυρίσω πίσω!»
Στράφηκε κι άρχισε ν’ ανηφορίζει τρεχάτος το μονοπάτι, σα να τον κυνηγούσαν.
Σαν έφτασε στο μαντρί, στάθηκε. Μπήκε κλεφτάτα μέσα, έτρεμε μην ξυπνήσει τον Νικολιό, ν’ ανάψει φως και να τον δει… «Αύριο το πρωί, με τη δύναμη του Θεού, μπορεί να’μαι καλά…» συλλογίστηκε και γαλήνεψε λίγο.
Ανακάθισε στο αχερένιο στρωσίδι του, έκαμε το σταυρό του, παρακάλεσε το Θεό να τον λυπηθεί. «Θεέ μου, σκότωσέ με καλύτερα, του ‘λεγε, μα μην με ντροπιάζεις μπροστά στους ανθρώπους… Γιατί μου κόλλησες αυτό το κρέας απάνω στο πρόσωπο; Βγάλ’ το, Θεέ μου, πέταξέ το από πάνω μου. Αύριο το πρωί δώσε να ‘ναι το πρόσωπό μου καθαρό, ανθρώπινό, σαν και πρώτα!»
‘Εβαλε τα θάρρη του στο Θεό, παρηγορήθηκε λίγο. ‘Εκλεισε τα μάτια κι είδε όνειρο, πως ήρθε, λέει, μια μαυροφόρα, θα ‘ταν η Παναγία, κι έσκυψε απάνω του και του χάδεψε αργά, απαλά, το πρόσωπο. Κι ευτύς το πρόσωπο δροσίστηκε, αλάφρωσε, κι ο Μανολιός άπλωσε τα χέρια, άρπαξε το θαυματουργό χέρι κι ήθελε να το φιλήσει. Μα ένα γάργαρο περιπαιχτικό γέλιο ακούστηκε, έπεσε ο μαύρος πέπλος, κι ο Μανολιός έσυρε φωνή και ξύπνησε. Δεν ήταν η Παναγία, ήταν η χήρα…
‘Ακουσε τη φωνή, ξύπνησε και στην άλλη γωνιά το Νικολιό. Ανασηκώθηκε, είδε γυρισμένο κατά τον τοίχο το αφεντικό του. Γέλασε φουρκισμένο.
-Μωρέ, γύρισες, Μανολιό; ‘Εκαμες κιόλα τη δουλειά σου;
Μα ο Μανολιός, γυρισμένος κατά τον τοίχο, έψαχνε, έψαχνε το πρόσωπό του, και θα ‘χε ανοίξει και πληγές, γιατί ογραίνουνταν τώρα τ ‘ακροδάκτυλά του κι έσταζαν πηχτό, γλοιτσιασμένο νερό.
«Χάθηκα… χάθηκα… συλλογίζουνταν. Θα ‘ναι λέπρα!»
“‘Επεσε μπρούμυτα στο στρωσίδι κι΄ έχωσε το πρόσωπό του στο μαξιλάρι.
-Καλά πέρασες, αφεντικό; έκαμε πεισματωμένο το Νικολιό. Πήγαν καλά οι δουλειές σου; Κουράστηκες, κακομοίρη, κοιμήσου.
«Χάθηκα… χάθηκα… μουρμούριζε ο Μανολιός ανέλπιδος. Θα ‘ναι λέπρα!»
Ξημέρωνε πια, το Νικολιό πετάχτηκε απάνω να βγάλει τα πρόβατα στη βοσκή. Ετοιμάζουνταν να δρασκελίσει την πόρτα, οι πρώτες αχτίδες είχαν μπει από το φεγγίτη, το χαμώι φωτίστηκε, το βοσκόπουλο στράφηκε:
-Μανολιό, έκαμε, καλό βράδυ!
Αποξεχάστηκε ο Μανολιός, γύρισε το πρόσωπό του ν’ απαντήσει. Το Νικολιό τον είδε, έδωκε ένα σάλτο, πετάχτηκε έξω από την πόρτα.
-Παναγιά μου, φώναξε, ένας καλικάντζαρος!
Τα μάτια του Μανολιού έτρεχαν, ολούθε είχε ραΐσει το πρόσωπό του, έτρεχε. Μόχτησε να μιλήσει, να δώσει κουράγιο στο βοσκόπουλο, μα δεν μπορούσε να βγάλει άχνα. Του κούνησε μονάχα το χέρι, να το ησυχάσει.
Το Νικολιό ακούμπησε το πρόσωπό του στο παραστάτη της πορτούλας, με το κορμί πίσω, έτοιμο να πάρει δρόμο. Κοίταζε, κοίταζε, με γουρλωμένα τα μάτια… Σιγά σιγά συνήθιζε, έρχουνταν η καρδιά στον τόπο της.
-Για όνομα του Θεού, εσύ ‘ σαι, Μανολιό; του κάνει. Κάμε το σταυρό σου να καταλάβω.
Ο Μανολιός έκαμε το σταυρό του, το Νικολιό αναθαρρεύτηκε, δρασκέλισε το κατώφλι, μπήκε μέσα, μα δε ζύγωσε.
-Τι έπαθες, κακομοίρη; τον ρώτησε με συμπόνια. Ο διάολος θα χίμηξε απάνω σου και θα σου κόλλησε αυτή τη μουτσούνα, Θεός να φυλάει! Ο διάολος σου λέω, σίγουρα! Το ίδιο έπαθε κι ο παππούς μου.
Ο Μανολιός κούνησε το κεφάλι, στράφηκε πάλι κατά τον τοίχο να μην τρομάζει τον παραγιό του, του ‘καμε νόημα να φύγει.
-Καλό βράδυ, ξανάπε δειλά το Νικολιό και τινάχτηκε έξω σα να τον κυνηγούσαν.


Πηγή :http://douridasliterature.com/











Αποφθέγματα του Νίκου Καζαντζάκη

Και ποια είναι η πιο αψηλή εντολή; Ν’ αρνηθείς όλες τις παρηγοριές-θεούς, πατρίδες, ηθικές, αλήθειες – ν’ απομείνεις μόνος και ν’ αρχίσεις να πλάθεις εσύ, με μοναχά τη δύναμή σου, έναν κόσμο που να μην ντροπιάζει την καρδιά σου… Ποια ‘ναι η πιο αντρίκια χαρά; Ν’ αναλαβαίνεις την πάσα ευθύνη.

Δεν υπάρχουν ιδέες – υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες – κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τους κουβαλάει.

Ελευτεριά θα πει να μάχεσαι στη γης χωρίς ελπίδα!

Ερχόμαστε απο μία σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μία σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευθύς ως γεννηθούμε, αρχίζει και η επιστροφή, ταυτόχρονα το ξεκίνημα και ο γυρισμός. Κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν. Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.

Η λευτεριά δεν έχει σκοπό. Μήτε βρίσκεται στη γης ετούτη – στη γης ετούτη βρίσκεται μονάχα ο αγώνας για τη λευτεριά.

Αγωνιζόμαστε για τα άφταστα, και γι’ αυτό ο άνθρωπος έπαψε να είναι ζώο.

Καλή ‘ναι η δικαιοσύνη, μα για τους αγγέλους – ο άνθρωπος ο κακομοίρης δεν αντέχει, θέλει έλεος… Μπας και βρίσκεται στον πάτο της Κόλασης, Κύριε, η πόρτα της Παράδεισος;

Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, ειμαι λεύτερος.

Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ότι δεν ποθήσαμε αρκετά.

Ζούμε μόνοι, πεθαίνουμε μόνοι, το ενδιάμεσο φωτεινό σημείο το λέμε ζωή.

Ποιος είναι ο δρόμος για την εκπλήρωση του δικού μου του νόμου; Να διαταράξω την τάξη, να συντρίψω το πρωτόκολλο, να ξεστρατίσω από τους προγόνους. Να αλητεύσω στ’ απαγορευμένα, στις αγέρωχες κι επικίντυνες περιοχές του αβέβαιου. Να δέχουμαι ατάραχος ακόμη περισσότερο: σαν ευλογία την κατάρα του πατέρα και της μάνας. Να έχω το θάρρος να είμαι μόνος…

Ο Νίτσε με δίδαξε…πως δεν πρέπει ποτέ να ‘χεις μια αντίληψη για τη ζωή που να σου επιτρέπει ελπίδες και ανταμοιβές. Είσαι ελεύθερος άνθρωπος, όχι μισθοφόρος…Να παλεύεις χωρίς να καταδέχεσαι να ζητάς ανταμοιβή, [αυτό] είναι η αληθινή ελευθερία

Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει, μα η καρδιά αγριεύει, δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.

Πέρα από το νου, στον ιερό γκρεμό της καρδιάς, ακροποδίζω τρέμοντας. Το ένα μου πόδι αδράχνεται από το σίγουρο χώμα, το άλλο ψάχνει στα σκοτεινά απάνω από την άβυσσο.

Ποιο είναι το χρέος μου; Να συντρίψω το σώμα, να χυθώ να σμίξω με τον Αόρατο. Να σωπάσει ο νους, ν΄ ακούσω τον Αόρατο να φωνάζει.

Περπατώ στ΄ αφρόχειλα της άβυσσος και τρέμω. Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν. O νους: “Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν΄ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.”

Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ως την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει: “Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν΄ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!” …;.

Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι …;.

http://douridasliterature.com/kazanzakis

ΑΛΦΑΒΙΤΑΡΙΑ – ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΑ

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΑΣ ΒΙΒΛΙΑ

HTAN –ή μήπως είναι ακόμη;– η πρώτη επαφή του παιδιού με τον κόσμο του βιβλίου. Hταν η πρώτη εικονα της κοινωνίας σκιτσαρισμένη με εικονες και λέξεις. Hταν οι πρώτοι μας φίλοι η Λόλα, ο Mίμης, η Eλλη, η Aννα… Kαι είναι η ακριβότερη ανάμνηση των παιδικών μας χρόνων τα αλφαβητάρια μας, τα πρώτα μας βιβλία. Tι κι αν σήμερα το βιβλίο κυκλοφορεί σε μεγάλες «ποσότητες» γύρω μας, τι κι αν τα βιβλία καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος των ραφιών στα σπίτια μας και αποτελούν το μεγαλύτερο άγχος των μετακομίσεων; Tα αλφαβητάρια και τα αναγνωστικά μας, έχουν διασωθεί από το χρόνο με τα σημάδια της «κακοποίησης» των πρώτων σχολικών χρόνων στα εσώφυλλα και στα εξώφυλλα. Πέρα από τη νοσταλγία που επισύρουν για τον καθένα απο μας τα πρώτα σχολικά βιβλία, τα αναγνωστικά και τα αλφαβητάρια έχουν και ιστορία. Kαι μάλιστα ιστορία που περιείχε συγκρούσεις, διαμάχες, απειλές, ακολουθώντας τις περιπέτειες της γλώσσας στο σύγχρονο ελληνικό κράτος. Kαι όπως παντού, έτσι και στο χώρο των αλφαβηταρίων και των αναγνωστικών υπήρχαν και οι άνθρωποι που πρώτοι κοπίασαν, πρώτοι άνοιξαν δρόμους, είτε καταθέτοντας τα χρήματά τους είτε την τέχνη τους είτε τις γνώσεις και τα οράματά τους στο πεδίο της εκπαίδευσης.


Δυό παλιά αλφαβητάρια της πρώτης δημοτικού,
χρυσά αναγνωστικά -αναμνηστικά-
σημαντικά βιβλία που άντεξαν στο χρόνο,
με τα οποία έμαθαν να συλλαβίζουν χιλιάδες Νεοέλληνες.
Αλβαβητάριο τα καλά παιδιά

“Ιδέτε, ιδέτε!” έλεγε η Αννα με χαρά.
“Δύο μεγάλα ρόδια. Τώρα τα έκοψα από τη ροδιά.”
“Δώσε να φάω ένα, γιατί τ΄αγαπώ πολύ” έλεγε η Νίνα.
“Πάρε συ το ένα Νίνα. Τ΄άλλο το έχω για το Ρήγα”.
Το 1949, η πρώτη τάξη του δημοτικού απέκτησε καινούργιο αναγνωστικό.
Λεγόταν “Τα καλά παιδιά” με ήρωες τον Ρήγα, την Νίνα, την Άννα.
Τα κείμενα είχε εκπονήσει ο δάσκαλος Επαμεινώνδας Γεραντώνης
και την εικονογράφηση ο ζωγράφος και χαράκτης
Κωνσταντίνος Γραμματόπουλος.

Το 1956, το βιβλίο αντικαταστάθηκε.
Τη θέση του πήρε το “Αλφαβητάριο”,
τα κείμενα του οποίου είχαν γράψει 3 δάσκαλοι ,
οι: Ι.Κ. Γιαννέλης, Γ. Σακκάς και Ι. Συκώκης

Την εικονογράφηση την είχε κάνει πάλι ο
Κωνσταντίνος Γραμματόπουλος.
Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου :
η Άννα, ο Μίμης, η Έλλη , η Λόλα.

“Έλλη, να ένα μήλο.
Λόλα, να ένα άλλο.”

“Ββ… έκανε ο Βοριάς.
Ββ… έκανε με βοή”

Μ΄αυτό το βιβλίο έμαθαν γράμματα 18 φουρνιές “πρωτάκια”.

Σταμάτησε να διδάσκεται το 1974.
Η σβούρα, τα μολυβένια ευζωνάκια,
ο πλανόδιος ψαράς με το καλάθι γεμάτο ψάρια,
ο μανάβης με το ζώο φορτωμένο φρούτα και λαχανικά,
η σκάφη της γιαγιάς με το ζυμάρι και η φουφού,
είχαν εξοριστεί σιγά σιγά από την ελληνική καθημερινότητα.

Εντυπωμένο στην μνήμη πολλών, επίσης,
παραμένει και το Αναγνωστικό της Β΄τάξης του Δημοτικού,
γραμμένο από τον Βασίλη Οικονομίδη,
σε εικονογράφιση Γεωργίου Μανουσάκη
που κυκλοφόρησε το 1954 και παρέμεινε μέχρι το 1973.
Τα κείμενά του γραμμένα με ευαισθησία
και οι ωραίες ζωγραφιές του,
καλύπτουν τις 4 εποχές του χρόνου
μέσα από την καθημερινή ζωή μιας οικογένειας,
ασχολίες όπως τον τρύγο, το μάζεμα της ελιάς, το όργωμα ή τη δενδροφύτευση,
επαγγέλματα όπως του καστανά, του τσαγκάρη, του σιδερά,
και πρωταγωνιστή το μικρό Θανασάκη που παίζει με βόλους,
ανεμόμυλους και χάρτινα καραβάκια.

Ίσως κάποιοι από σας να θυμούνται τα ποιηματάκια:

*Το εκκλησάκι*
“Εις το βουνό ψηλά εκεί, είν’ εκκλησιά ερημική
Το σήμαντρό της δε χτυπά, δεν έχει ψάλτη ουδέ παπά”

*Τσιριτρό*
“Σε μια ρώγα από σταφύλι έπεσαν οκτώ σπουργίτες….
…. τσιριτρί, τσιριτρό”

Πηγή: http://voltastoneiro.blogspot.com/

ΑΛΛΑ ΒΙΒΛΙΑ.

Τα κρινολούλουδα

Το βιβλίο αυτό είναι ένα από τα πιο παλιά αναγνωστικά δημοτικού που έχουν εκδοθεί ποτέ.


………

….

Ένας μικρός Σεπτέμβρης…

Ένας μικρός Σεπτέμβρης βάζει τα κλάμματα

Ενας μικρος Σεπτέμβρης βάζει τα κλάμματα

που στο σχολειό τον πάνε να μάθει γράμματα
θέλει να παίξει ακόμα με τ’άστρα τ’ ουρανού
πριν έρθουν πρωτοβρόχια και συννεφιές στο νου
πρωτάκι, σχολιαρούδι, του κλέβουν το τραγούδι,
του κλέβουν το τραγούδι…

Ένας γλυκός Σεπτέμβρης στάζει το μέλι του
σωστό παληκαράκι τρυγάει τ’ αμπέλι του
στα Σπάτα λινοβάτης, στο Κορωπί γαμπρός
να τρέμουν τα κορίτσια στα βλέφαρά του μπρος
φυσάει ο απηλιώτης, ο ζέφυρος της νιότης
φυσάει ο απηλιώτης…

Ένας παλιός Σεπτέμβρης φίλος αχώριστος
καθώς περνούν τα χρόνια γίνεται αγνώριστος
το κόκκινο ραγίζει στα μήλα της Ροδιάς
κίτρινα πέφτουν φύλλα στον κήπο της καρδιάς
Η νύχτα μεγαλώνει, δίχτυα στο φως απλώνει,
η νύχτα μεγαλώνει…

στίχοι: Ηλίας Κατσούλης

Αφιερωμένο σε όλα τα πρωτάκια του Δημοτικού.

Αλφαβητάριον

Η Άννα κι ο Μίμης  συνεχίζουν την πορεία τους και παραμένουν αιώνια σχολιαρούδια του 1960, κλειδωμένα εκεί πίσω απ’ το τζάμι, με το τόπι, τα μήλα και τα κεφτεδάκια τους, με τις κούκλες και τις σβούρες τους, με την αγαπημένη γιαγιά και τους ευσεβείς γονείς τους. Ο κόσμος έχει σβουρίσει άπειρες φορές από τότε που γεννήθηκαν, όμως εκείνα δεν αλλάζουν. Μήπως ένα κομμάτι μας τη χρειάζεται αυτή τη σχολική – μήπως να λέγαμε καλύτερα κοινωνική; – μυθολογία; Βιβλία ήρθαν και πέρασαν, αναγνωστικά, γλωσσάρια κ.λπ., πρωταγωνιστές όμως δεν κατάφεραν να φτιάξουν ποτέ. Μόνο η Άννα και ο Μίμης ήταν από στόφα “σταρ” κι ας μην το ‘ξεραν. Γι’ αυτό άντεξαν, καλώς ή κακώς, στο χρόνο. Στο χρόνο που κυλά σαν το νερό και που τώρα μας ανακοινώνει πως μπήκε ο Σεπτέμβρης.

…………

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση