Αρχείο ημέρας 26 Σεπτεμβρίου 2010

Σεπτέμβριος 2010
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
27282930  

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

ΕΘΙΜΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

Το ποδαρικό

Πολλοί άνθρωποι είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ακόμα και σήμερα ποιος θα κάνει ποδαρικό στο σπίτι τους, δηλαδή ποιος θα μπει πρώτος στο σπίτι τους τον καινούριο χρόνο. ‘Έτσι, από την παραμονή λένε σε κάποιο δικό τους άνθρωπο, που τον θεωρούν καλότυχο και γουρλή, να έρθει την Πρωτοχρονιά να τους κάνει ποδαρικό.

Πολλές φορές προτιμούν ένα μικρό παιδί για να κάνει ποδαρικό, γιατί τα παιδιά είναι αθώα και στην καρδιά τους δεν υπάρχει η ζήλια κι η κακία.

Η καλή χέρα

Συνηθίζεται να δίνεται ένα χρηματικό ποσό σαν δώρο σε παιδιά που θα επισκεφτούν κάποιο σπίτι την Πρωτοχρονιά. Συνήθως πρόκειται για τα εγγόνια ή τα ανίψια. Μερικές δεκαετίες παλιότερα, η «καλή χέρα» ήταν το μόνο δώρο που έπαιρναν τα παιδιά την Πρωτοχρονιά και σε πολλές περιπτώσεις ήταν απλά ένα κέρασμα μια κι ούτε χρήματα υπήρχαν πολλά, αλλά ούτε μαγαζιά με παιγνίδια.

Κρεμύδα για γούρι

Το σκυλοκρέμμυδο ή κρεμύδα (Scilla maritima) είναι συνηθισμένο φυτό στην Κρήτη. Φυτρώνει άγριο και μοιάζει με μεγάλο κρεμμύδι. Τα ζώα δεν το τρώνε γιατί έχει δηλητήριο, που μπορεί να προκαλέσει δερματικό ερεθισμό από επαφή.

Ακόμα και να το βγάλεις απ’ τη γη και να το κρεμάσεις, δεν παύει να βγάζει νέα φύλλα και άνθη. Ο λαός πιστεύει ότι αυτή τη μεγάλη ζωτική του δύναμη μπορεί να τη μεταδώσει σε έμψυχα και άψυχα, γι’ αυτό την πρωτοχρονιά κρεμούν σκυλοκρέμμυδο στα σπίτια τους.

Πρόκειται για αρχαίο έθιμο καλοτυχίας που αναφέρεται ήδη από τον 6 ο αιώνα π.Χ. Σήμερα τείνει να εγκαταλειφθεί.

Η πέτρα

Κάθε πρωί Πρωτοχρονιάς , χαράματα και μόλις κρυπούσε η “πρώτη καμπάνα” τση εκκλησιάς , όλοι μικροί – μεγάλοι , σηκώνονταν , έκαναν τρείς φορές το σταυρό τους , και αμίλητοι ώς ήτανε , χωρίς να μιλήσουν , μέσα στη σιωπή που κυριαρχούσε , έβαζαν τα γιορτινά τους ρούχα , έκαναν το σταυρό τους 3 φορές , έβγαιναν έξω απο το σπίτι , έπαιρναν απο μια πέτρα ο καθένας τους , -όσο μεγαλύτερη μπορούσε- , και την τοποθετούσαν μέσα στο σπίτι.

Μετά απο αυτό , ο καθένας , καθόταν στην πέτρα που μόλις είχε φέρει , και έλεγαν την παρακάτω φράση : “Κλού -Κλού στα ορνίθια μας , καλοχρονιά στα σπίτια μας , όσο βάρος έχει η πέτρα τούτη , τόσο χρυσάφι και ασήμι να μπεί στα σπίτια μας ” .

Μετά απο αυτό σηκώνονταν ο καθένας έκανε το σταυρό του 3 φορές , καλημέριζαν τους υπολοίπους , και τα παιδιά έπρεπε να χειροφιλήσουν τους γονείς, και μετά πήγαιναν στην Εκκλησία για την προκαθορισμένη λειτουργία . Στην επιστροφή απο την Εκκλησία , έμπαινε ο πρώτος στο σπίτι ο πρωτότοκος , και μετά οι υπόλοιποι. Οι πέτρες έμεναν μέσα στο σπίτι , στο ίδιο μέρος που είχαν τοποθετηθεί , επί οκτώ μέρες .

Την όγδοη μέρα έπιανε ο καθένας την πέτρα του , και αφού έκανε το σταυρό του 3 φορές , την πήγαινε πάλι έξω απο το σπίτι . Αυτό το έθιμο γινόταν απαραίτητα κάθε Πρωτοχρονιά , κι έφερνε στο σπίτι , “γούρι” ,ευτυχία , αγάπη , γαλήνη , και ειρήνη.


Παλιά Κάλαντα Πρωτοχρονιας
Η λαϊκή παράδοση, που από τις αρχαίες Καλένδες ήθελε την Πρωτοχρονιά σαν μέρα σημαδιακή για την εξέλιξη της χρονιάς, φόρτισε και τον άγιό της με όλες εκείνες τις ιδιότητες που ανταποκρίνονταν στους πόθους και τις ανάγκες της. Έτσι ο Άγιος Βασίλης στα Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα παρουσιάζεται πολύ συχνά σαν ζευγολάτης. Είναι χαρακτηριστικά τα κάλαντα όπου τραγουδούν οι κάτοικοι στα μικρά χωριά της Κρήτης.
Ταχυά-ταχυά ‘ν’ αρχιμηνιά,ταχυά ‘ν’ αρχή του χρόνου
ταχυά ‘ν’ άπου περπάτηξεν  ο Κύριος στον κόσμο.
Και βγήκε κι εχαιρέτηξεν  όλους τους ζευγολάτες
κι ο πρώτος που χαιρέτηξεν  ήταν Aγιος Βασίλης.
-Καλώς τα κάνεις, Βασίλειε, καλό ζευγάριν έχεις
-Καλό το λέω αφέντη μου, καλό κι ευλογημένο
μα η Χάρη σου το βλόησε με το δεξό τζης χέρι
με το δεξό με το ζερβό με το μαλαματένιο.
Πευκένιο ‘ναι τ’ αλέτρι ντου, δαφνιένιος ο ζυγός του
τ’ απανωζεύλια του ζυγού, βασιλικού κλωνάρι.
-Να σε ρωτήξω, βασιλειέ, πόσα μουζούρια σπέρνεις;
-Σπέρνω κριθάρι δώδεκα και στάρι δεκαπέντε
ταγή και ρόβι δεκοχτώ κι απονωρίς στο σταύλο.
Μ’ αλήθεια κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι
Μουζοΰρι στάριν έσπειρα με το πλατύ πινάκι.
Κι εκεί τ’ ανεριαστήκανε λαγούδια και περδίκια,
μοΰδε λαγούδια ήπιασα, μηδέ περδίκια βρήκα.
Κι εθέρισα κι αλώνεψα κι ήβγαλα χίλια μόδια
με τ’ αποσκιβαλίδια ντως χίλια και πεντακόσα
και τ’ ‘αλλά δεν τα μέτρησα γιατί ο Χριστός επέρνα
κι εκειά που πέρασε ο Χριστός χρυσό δενδρί εβγήκε.
κι απάνω στα κλωνάρια ντου πέρδικες κελαϊδούσαν:
Μα σένα, Αφέντη, πρέπει σου το πλια καλό ζευγάρι
να ‘ναι τ’ αλέτρι ντου λυγιά και ο ζυγός του δάφνη
και τ’ απανωζευλώματα βασιλικού κλωνάρι.
Μα είπαμε τ’ αφέντη μας που να πολυχρονίσει
στον Aγιον Τάφο του Χριστού να πα να προσκυνήσει
Επόπαμε τ’ αφέντη μας να πούμε τση κυράς μας.
Κυρά λυγνή, κυρά ψηλή, κυρά καμαροφρύδα
που σαν λουστείς και χτενιστείς και πας στην εκκλησία
βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη

την όχεντρα την πλουμιστή γιορντάνι στο λαιμό σου.
Επόπαμε ‘δα τση κυράς ας πούμε και τση κόρης:
Κυρά τη θυγατέρα σου γραμματικός τη θέλει,
μ’ αν είναι και γραμματικός πολλά προυκιά γυρεύγει.
Γυρεύγει αμπέλια ατρύγητα κι αμπέλια τρυγημένα
γυρεύγει στάρια αθέριστα και στάρια μεσ’ στ’ αλώνι
γυρεύγει και χρυσό πουγκί στη μέση να το ζώνει.
Επόπαμε τση κόρης μας ας πούμε και του γιου μας.
Έχεις και γιο στα γράμματα περισσά σπουδαγμένο
λεβέντη και ομορφονιό στ’ άρματα ξακουσμένο.

Να ζήσει χρόνους εκατό και να τσοι διαπεράσει


κι από τους εκατό κι εμπρός ν’ αρχίξει να γεράσει.

Επόπαμε και του υγιού, ας πούμε και τση βάγιας.
Aψε βαγίτσα το κερί άψε και το λυχνάρι
και κάτσε και ντουχιούντισε σαν είντα δα μας βγάλεις
Γ-ή απάκι’ γ-ή λουκάνικο, γ-ή από πλευράς κομμάτι
γ-ή άπου τη μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι
γ-ή απ’ το λαδοπίθαρο κιαμμιά σταλιά λαδάκι
γ-ή απ’ το κρασοβάρελο να πιούμε μια γεμάτη.

(Ύστερα από το φιλοδώρημα)
Επα που καλαντίσαμε καλά μας επλερώσαν.
καλά να παν τα τέλη ντως και τ’ αποδόματά ντως.
Κι’ αν έχουν θηλυκό παιδί μοίρα καλή να κάνει
του βασιλέα τον υγιο άντρα να τόνε πάρει.
Πάλι κι αν είναι αρσενικό στη σέλα καβαλάρης
να σειέται να λυγίζεται να πέφτει το λογάρι
να το μαζεύουν οι άρχοντες να κάνουν δαχτυλίδια
και τα μικρά αρχοντόπουλα μικρά απανυχίδια.
και χρόνια πολλά.
ΚΑΛΑΝΤΑ  ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Αύριον είν αρχιμενιά κι είναι κι αρχή του χρόνου
απού γεννήθηκε ο Χριστός ο Βασιλιάς του κόσμου.
Κι εκεί [που περιπάτησε, χρυσό δεντρίν εβγήκε
Χρυσά ταν τα κλωνάρια του κι ολόχρυση η κορφή ντου
και κάτω στη ποδίτσα ντου γράμμα τονε γραμμένο.
Στέκουν παπάδες ψάλλουν τα, διάκοι καλαναρχούντα*
κι ένα μικρό διακόπουλο, ήχυσε το μελάνι
και μέλανε τα ρούχα ντου, το μοσχοκανακάρι
απού του τα γαζώνανε οι τρεις βασιλοπούλες.
Η μια βανε τον πόθο τσης κι η (γι)άλλη το μετάξι
κι η τρίτη η καλύτερη τον ουρανό με τ άστρι.
Επά που καλαντίσαμε, καλά μας επλερώσαν,
καλά να παν τα έχη ντος και τα παντώματά ντος
κι αν έχουν και μωρό παιδί στη σέλα καβαλάρη
να σειεί το μανικάκι ντου να πέφτει το λογάρι
να το μαζώνει η μάννα ντου να χει χαρά μεγάλη.
Επόπαμέ ντα τση κεράς, να πούμε και τση Βάγιας.
΄Αψε Βαγίτσα το κερί και φέρε το πανιέρι
και κάτσε και λογάριασε ίντα θα μας (ε)φέρεις.
Φέρε καρύδια, κάστανα, φέρε μπερυκοκλάρια
και φέρε και γλυκό κρασί να πιουν τα παλικάρια
που στέκουνται στη πόρτα σου και λένε τα παινάδια.
Κι απου τη μαύρη όρνιθα κιανένα αυγουλάκι
κι αν το κανε κι η γαλανή κάμε τα ζευγαράκι
κι από το λαδοπίθαρο κιανένα οκαδάκι.
Απάνω Θιος στη πόρτα σας είναι μια περιστέρα
Κι ανοίξετε τη πόρτα σας να πούμε καλησπέρα.
Καλησπέρα! Και εις έτη πολλά.

ΠΑΡΑΛΑΓΗ

Ανοίξετε τη πόρτα σας
τα κάλαντα να πούμε
και βάλετε καμιά ρακί,
για να σας ευχηθούμε
“Ταχιά ταχιά ναι ‘αρχιχρονιά
Πρώτη γιορτή του χρόνου,
αρχή που βγήκε ο Χριστός
στη γη να περιπατήσει.
Και  εβγήκε και χαιρέτησε
όλους τους ζευγολάτες.
Και ο  πρώτος που χαιρέτησε
ήταν  ’γιο Βασίλης
-Καλώς τα κάνεις Βασιλειό,
καλόν ζευγάριν έχεις.
-Καλό το λες αφέντη μου καλό
και ευλογημένο,
η χάρη σου το βλόγησε
με το δεξιό σου χέρι,
με το δεξιό με το ζερβό
με το μαλαματένιο.
-Για πες μου  ’η Βασίλη μου
πόσα μουζούρια σπέρνεις;
-Σπέρνω σταράκι δώδεκα,
κριθάρι δέκα πέντε
ταγή και ρόβι δεκαοχτώ
κι από νωρίς στο στάβλο.
Φέρε καρύδια, κάστανα,
πανιέρια λεπτοκάρυα
και φέρε και γλυκό κρασί
να πιουν τα παλικάρια
Και από την μαύρη όρνιθα
κανένα αβγουλάκι
και αν είναι από τη γαλανή
ας είν και  ζευγαράκι
Και από το λαδοπίθαρο
κια μια οκά λαδάκι
και ας είναι και περισσότερο
κρατούμε εμείς ασκάκι
Τέσσερα πέντε πράγματα
που τάχει η περιστέρα
ανοίξετε την πόρτα σας
να πούμε καλησπέρα.
ΑΛΛΑ
Κι εσένα πρέπει αφέντη μου,
αλέτρι καρυδένιο,
να χει την έχερη χρυσή
τη γούλα κυπαρίσσι,
και τα παρούτια μάλαμα
και το ποδάρι ασήμι,
το ζεύτη σου μεταξωτό,
τσι ζεύβλες μπακιρένιες,
να  χεις και το σποροντρουβά, γαϊτανοπλουμισμένο.
Να καλουργάς τη Μεσσαρά,
να σπέρνεις το Μισσίρι
κι απού τα δώδεκα χωργιά
να φέρνει θεριστάδες.

Έχεις και κόρην όμορφη
στην ώρα τζη λογάται,
του δούκα ο γιος τη ρέχτηκε,
τ’αρχόντου ο γιος τη θέλει
και πέμπει μήλο προξενιά,
μπέμπει τση δαχτυλίδι,
πέμπει τση πόλης τα κλειδιά
να του τη λογοστέσει.

Έχεις και γιο πρωτόσκολο
και πρώτο στο δοξάρι
κι εζήλεψέντου ο βασιλιάς
γαμπρό να τόνε κάμει.
Δίδει του προύκα τα Χανιά,
τη Στεία πανωπρούκι,
το Κάστρο και το Ρέθυμνο
δίδει του γι�αρρεβώνα.

Εσένα πρέπει αφέντισσα,
βασιλικό αργαστήρι,
που να χε χτένι μάλαμα
να φαίνεις το μετάξι,
που να χει πέταλο χρυσό
να φαίνεις τα βελούδα
και τη σαΐτα φίντισι
να φαίνεις το περκάλι.
Είπαμε δα για την κερά
ας πούμε για τη βάγια,
– ΄Αψε βαϊτσα το κερί,
άψε και το λυχνάρι
και κάτσε και ντουσούντιζε
ίντα θα μας εφέρει,

για πακι για λουκάνικο
κι απ’ αγριμιού κομμάτι
κι από τη μαύρη όρνιθα
κανένα αυγουλάκι
κι αν το’ κανε κι η γαλανή
ας είναι ζευγαράκι.
Για απάκι, για λουκάνικο,
για χοιρινό κομμάτι
κι από τον πύρο του βουτσιού
να πιούμε μια γεμάτη.

κι από το πιθαράκι σου
λάδι ένα κουρουπάκι
κι αν είναι κι ακροπλιάτερο
Βαστούμε  και τ’ ασκάκι.
Κάλαντα Πρωτοχρονιάς Κρήτης
Ταχιά ταχιά ν᾿ ἀρχιχρονιὰ κι ἀρχὴ τοῦ Γεναρίου,
αὔριο ξημερώνεται τ᾿ ἁγίου Βασιλείου.
Πρῶτα ποὺ βγῆκεν ὁ Χριστός,
-ἅγιος καὶ πνευματικός-
στὴ γῆ νὰ περπατήσει,
ἐβγῆκε καὶ χαιρέτησε ὅλους τοὺς ζευγολάτες.
Τὸν πρῶτο ποὺ χαιρέτησε ἦτον Ἅγιο Βασίλης
-Καλῶς τὰ κάνεις Βασιλειό, καλὸν ζευγάριν ἔχεις.
-Καλὸ τὸ λὲς ἀφέντη μου καλὸ καὶ εὐλογημένο,
ποὺ τὸ ῾βλογᾶ ἡ χάρη σου μὲ τὸ δεξιό σου χέρι,
μὲ τὸ δεξιὸ μὲ τὸ ζερβὸ μὲ τὸ μαλαματένιο.
-Γιὰ πές μου Ἅη Βασίλη μου πόσα μουζούρια σπέρνεις;
-Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δέκα πέντε
ταὴ καὶ ρόβι δεκαοχτὼ κι ἀπὸ νωρὶς στὸ στάβλο.
Ἐθέρισα κι ἁλώνεψα κι ἔκαμα χίλια μόδια
και τὰ κορκοσκινίσματα χίλια καὶ πεντακόσια.
Ματ᾿ ἄλλα δὲν ἐμέτρησα γιατί Χριστὸς ἐπέρνα.
Καὶ κειὰ ποὺ στάθην᾿ ὁ Χριστὸς χρυσὸν δεντρὶν ἐβγῆκεν,
καὶ κειὰ ποὺ μεταπάτησε χρυσὸ κυπαρισσάκι
ποὖχε στὴν μέση τὸν σταυρὸ καὶ στὴν κορφὴ τὴν βρύση.
Στὰ μεσοκλωναράκια του πέρδικα κακαρίζει.
-Κακάριζε κακάριζε πέρδικα κορωνάτη,
μὰ ἐπὰ τὸν ἔχουν τὸν ὑγιό, τὸ μοσχοκανακάρη…
ΑΛΛΑ
Ταχιά ταχιά  ναι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
απού εβγήκεν ο Χριστός στη γη κι επεριπάτει.
Κι εκεί που περιπάτησε χρυσό δεντρό εβγήκε,
χρυσό δεντρό, χρυσό βαγί, χρυσό κυπαρισσάκι.
Χρυσά ναι τα κλωνάρια του κι ολάργυρη η κορφή του
και κάτω στη ποδίτσα του, γράμματά  ναι γραμμένα.
Δάσκαλοι αναγνώθουν τα, διάκοι καλαναρχούν τα
και τα μικρά διακόπουλα στέκουν και συντηρούν τα.
Επά  ρθαμε να παίξουμε στ αφέντη μας τσι πόρτες,
απού  χει αυλές μαρμαρωτές και πόρτες ρουκουνάτες
Και παραθυροκάμαρες που στάζουν το λογάρι
και στον αθό του λογαριού κοιμάται ο νιος κι αφέντης.
’νοιξε αφέντη μου, άνοιξε και κυνηγάρης σου  ρθα,
να φας απ άκρια του λαγού κι απ αγριμιού τη μέση
κι από την πετροπέρδικα την αηδονολαλούσα
που την επαίρναν τα πουλιά σκοπό και κελαηδούσαν.
Επόπαμε τ αφέντη μας να πούμε τση κεράς μας.
Μακρύ καλάμι και λιανό χάμε στη γη στρωμένο,
άνοιξε χαϊδεμένο μου και στέκα κι ανημένω.
Κερά μαρμαροτράχηλη κι αργυροπηγουνάτη
και κρουσταλίδα του γιαλού και πάχνη από τα χιόνια.
Κερά μου ετά που κάθεσαι, τα πάπλια που κοιμάσαι,
το φουστανάκι που φορείς είναι σφαλτά ραμμένο
και πέψε μου το στο σκολειό να σου το καλοράψω.
Επόπαμε και τση κεράς να πούμε και του γιου σας.
Έχετε γιο στα γράμματα που πιάνει το κοντύλι
που να τα αξιώσει ο Θεός να βάλει πετραχήλι.
Επόπαμε και του υγιού, να πούμε και τση κόρης.
Έχετε κόρη όμορφη, δάσκαλος τη γυρεύει,
Δάσκαλος και γραμματικός πολλά προυκιά γυρεύγει.
Κι αν έχετε μικρό παιδί στη σέλα καβαλάρη,
να σειεί το μανικάκι του να πέφτει το λογάρι,
να το μαζώνει η μάνα του να  χει χαρά μεγάλη.
Επόπαμε τση κόρης σας, ας πούμε και τση βάγιας.
’ψε βαγίτσα το κερί και πιάσε το διπλέρι
και κάτσε και ντουχιούντησε ίντα θα μας (ε)φέρεις.
Για απάκι για λουκάνικογια από πλευράς κομμάτι
για από τον πείρο του βουτσού να πιούμε μια γεμάτη.
Ποπάνω Θιος στη πόρτα σας γράφει την αλφαβήτα,
τώρα μισεύγουμε κι εμείς κι έχετε καληνύχτα.

ΚΑΛΑΝΤΑ  ΤΟΥ   ΖΕΥΓΑ
Τα κάλαντα του βοσκού
Αρχιμενιά κι αρχιχρονιά και πρώτη του Γενάρη,
Πρώτη που βγήκεν ο Χριστός κι οι δώδεκα Αποστόλοι
Κι  ’η Βασίλης ορταγιά με το ραβδί στη χέρα
Κι επιάσαν τα κελερικά, τα χειμαδιά, τσι ρίζες,
Κι όπου μιτάτο στέκεται, όπου κελάρι μπαίνει.
_ Γεια και χαρά σας τσοι βλογά και την ευκή  ντου δίδει,
καλό μαξούλι να χετε και διάφορο περίσσο.
Στα στράταν  όπου γύριζε μπαίνει και στο δικό σας,
Βρίσκει τσι πόρτες ανοιχτές, τσι τάβλες σας στρωμένες,
Βρίσκει και τον αφέντη μας, τον πρωτοκουραδάρη,
Με δεκοχτώ γραμματικούς και δώδεκα ανεγνώστες,
Να του μετρούν τα έχη ντου, να γράφουν τα καλά ντου.
Άη Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και δε μπαίνει,
Πριχού να πει τα αρχόντισσας τση Πόλης τα πρεπίδια,
τση κόρης τα παινέματα, τση Βενετιάς τα ξόμπλια.
Βγάνει χαρτί διαβάζει το, βγάνει τα αλφαβητάρι
Κι ότι δε γράφει το χαρτί, ποσώνει το ξεστήθου.
Κάθε παινάδι που κανε , βλαστάρι ξεφυτρώνει,
Κάθε πρεπίδι που  ΄λεγε , πουλάκι κατασταίνει
Κι εκελαηδούσαν τση κεράς κι έλεγαν τζης τροπάρι.
Κερά φεγγαροπρόσωπη και δροσοκαυκαλάτη,
Του Κόφινα κελάρισσα, του Ρούβα αφεντικίνα,
Ό,τι να πιάσεις μάλαμα να γίνεται κι ασήμι.
Κι ένα πολυλάκι πέταξε και στάθηκε στον ώμο
Τση κόρης που  ναι δίπλα σου, τση κόρης απού στέκει
Σαν τη κολώνα τη χυτή, σαν τα εκκλησάς το τέμπλο.
Τ αρχόντου ο γιος τση πάντηξε που βγήκε για κυνήγι,
Κι εδά δε κάνει δίχως τσης και σας τηνε γυρεύγει.
Επά που καλαντίσαμε νάναι ο Χριστός μαζί σας,
Άη Βασίλης βοηθός κι οι δώδεκα Αποστόλοι
Να οδύρονται στη γέννα ντος, να  ρχονται στσι κουρές ντος,
Να ξεμιστεύγουν στσι χιονιές, να βοηθούν στη μάντρα.
Καλή νομή να κάμετε κι αρίφνητα κουράδια,
Να  ΄ναι κεφαλοπύρωτα να μην τα πιάνει οδύνη
Με τα λεράκια ντος χρυσά, τση μανακές μπρισίμι,
Να μην τα βάνουν οι κορφές του γερο-Ψηλορείτη,
Να τοσε πέφτει στενασά τση Μεσαράς ο κάμπος.
Κι ωσάν το Γεροπόταμο το γάλα ντος να τρέχει,
Ωσάν τη λίμνη του Κουρνά να ναι το χάλκωμα ντως
Και σα τη Ζώμινθο ψηλά τα τυρομύζηθρα σας.
Να δίδετε ότινος περνά κι ότινος παρατύχει,
Πάσα μου στσι καλάντιστές απού καλαναρχούνε
Και λεν τα λόγια του Θεού κι αγιάζουν το μιτάτο,
μυζήθρα (γ)ή κι αθότυρο , κατσόχειροοκαδιάρη,
κι α δεν τα βρίσκετ έντρομα και τα  ΄χετε στσι τρύπες
ας είναι και ψιμόριφο (γ)ή και κακοτραγάκι,
πούρι πολλά κοπιάσανε στη μάντρα σας να βγούνε

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

Άγιος Ιωάννης- Ζωφόροι

Τα Χριστούγεννα ή οι «Γιορτές» στην Ελλάδα δεν είναι πια αυτό που ήταν πριν 40 χρόνια. Με τα χρόνια παρατηρείται η ανάπτυξη μιας παγκόσμιας κουλτούρας και τα δυτικοευρωπαϊκά έθιμα διαδίδονται όλο και περισσότερο κι αλλοιώνουν ή εξαφανίζουν τις τοπικές παραδόσεις περιοχών και χωρών.

Σήμερα τα Χριστούγεννα φαίνονται πιο εντυπωσιακά, πιο γυαλιστερά, πιο glamorous . Οι βιτρίνες των καταστημάτων στολίζονται σχεδόν ένα μήνα πριν, στις πόλεις φωτίζονται οι δρόμοι κι οι πλατείες, πολλοί ταξιδεύουν αυτές τις μέρες είτε στο εξωτερικό είτε σε μέρη στην Ελλάδα που προσφέρουν χειμερινές διακοπές.

Οι Έλληνες θα διασκεδάσουν σε κλαμπ, στα μπουζούκια (στην Κρήτη έχουν σχεδόν εξαφανιστεί) ή θα παρακολουθήσουν κάποιο εντυπωσιακά σώου στην τηλεόραση.

Τη μέρα των Χριστουγέννων μαζεύονται όλα τα μέλη της οικογένειας στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

Η μέρα των Χριστουγέννων είναι η μέρα που γιορτάζει ο Μανόλης ή Εμμανουήλ ή Μάνος κι η Εμμανουέλα. Οι φίλοι τους κι οι συγγενείς τους θα τους επισκεφτούν για να τους ευχηθούν «Χρόνια Πολλά».

Παλιότερα τα Χριστούγεννα ήταν πιο απλά, πιο ζεστά, πιο κοντά ίσως στο πραγματικό πνεύμα των Χριστουγέννων. Πολλές από τις παραδόσεις αιώνων εξακολουθούν να υπάρχουν αναλλοίωτες κι έτσι τα Χριστούγεννα στην Ελλάδα διατηρούν την ιδιομορφία τους και αρκετά από τα έθιμα τους.

Ήθη και έθιμα που οι ρίζες τους φθάνουν μέχρι την αρχαία εποχή αναβιώνουν κάθε Χριστούγεννα στην Κρήτη.Από αυτά τα έθιμα ξεχωρίζουν: το σφάξιμο του χοίρου, το χριστόψωμο, τα γλυκίσματα, το ποδαρικό, η μπουγάτσα και τα κάλαντα που λένε τα παιδιά γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι κρατώντας μια κρητική λύρα στο χέρι.


Ο χοίρος των Χριστουγέννων
Στους Ζωφόρους όπως και σε ολόκληρη την Κρήτη από παλιότερα ήταν έθιμο να μεγαλώνει κάθε οικογένεια στο χωριό ένα γουρούνι, το «χοίρο», όπως το έλεγαν. Ο χοίρος σφάζονταν την παραμονή των Χριστουγέννων κι ήταν το κύριο Χριστουγεννιάτικο έδεσμα.
Την δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων,  μαζεύονταν σε παρέες συγγενικές και φιλικές οι χωριανοι μου, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και ομαδικά  έκοβαν το κρέας του χοίρου με το οποίο έφτιαχναν:
  • λουκάνικα
  • απάκια: καπνιστό κρέας
  • πηχτή (τσιλαδιά): αφαιρείται κάθε ίχνος κρέατος από το κεφάλι του γουρουνιού και όλα μαζί βράζονται. Ο ζωμός με ειδική προετοιμασία μετατρέπεται σε πηχτό ζελέ που μέσα του βρίσκονται τα κομμάτια του κρέατος.
  • σύγλινα, δηλαδή το κρέας του γουρουνιού κομμένο σε μικρά κομμάτια, που το έψηναν και το έβαζαν σε μεγάλα δοχεία και το κάλυπταν με το λιωμένο λίπος του ζώου. Το λίπος έπηζε μόλις έχανε τη θερμότητα του και το κρέας μπορούσε να διατηρηθεί έτσι για αρκετούς μήνες.
  • ομαθιές, τα έντερα του χοίρου γεμισμένα με ρύζι, σταφίδες και κομματάκια συκώτι.
  • τσιγαρίδες, κομμάτια μαγειρεμένου λίπους με μπαχαρικά που το έτρωγαν με ζυμωτό ψωμί για κολατσιό στην εξοχή, όταν μάζευαν τις ελιές.
Αυτή η διαδικασία ήταν πολύ διασκεδαστική οι παρέες έρχονταν σε κέφι. Έψηναν  και έτρωγαν συνήθως το συκώτι του χοίρου μα και σουβλάκια και μπριζόλες, έπιναν άφθονο κρασί από σπίτι σε σπίτι. Το βράδυ ήταν όλοι  σε μεγάλα κέφια.

Ο χοίρος των Χριστουγέννων ήταν η βασική πηγή κρέατος για αρκετές εβδομάδες. Φυσικά αναφερόμαστε σε μια δίαιτα εξαιρετικά φτωχή σε κρέας, την περίφημη διατροφή της Κρήτης (Μεσογειακή Διατροφή), που χάριζε στους Κρητικούς των παλιότερων δεκαετιών υγεία και μακροζωία.

Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο από το χοίρο των Χριστουγέννων, για κάθε κομμάτι του ζώου υπήρχε κάποια χρήση. Ακόμα κι αυτή η ουροδόχος κύστη, η «φούσκα» όπως λέγεται, πλυνόταν και καθαριζόταν και μετά φουσκωνόταν και γινόταν μπάλα, πολύτιμο δώρο για τα παιδιά της εποχής εκείνης. Πολλές φορές μαλώσαμε τα ξαδέρφια και ήταν η αιτία ποιός θα πάρει τη φούσκα του χοίρου.
Η νηστεία των Χριστουγέννων

Το θρησκευτικό συναίσθημα κι η πρακτική ήταν σαφώς πιο έντονα και σχεδόν 40 μέρες νωρίτερα ξεκινούσε η Νηστεία Των Χριστουγέννων. Οι πιστοί δεν κατανάλωναν καθόλου ζωικά προϊόντα: κρέας, γαλακτοκομικά, αυγά. Βέβαια η νηστεία του 40ήμερου τηρείται ακόμα και σήμερα, ενώ οι εκκλησίες και οι ναοί κατακλύζονται από πιστούς. Την παραμονή των Χριστουγέννων οι άνθρωποι άναβαν το καντήλι, έκαναν την προσευχή τους και 40 μετάνοιες και ζητούσαν τις χάρες που ήθελε ο κάθε ένας από το Χριστό που θα γεννιόταν σε λίγες ώρες.


Το Χριστόψωμο

Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία. Χρησιμοποιούν, ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα. Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες από τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια, φύλλα, καρπούς, πουλάκια. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα, δίνοντας πολλές ευχές. Στην παλιά Κρήτη πρόσεχαν ιδιαίτερα τα ζώα τους (Γεωργική και κτηνοτροφική χώρα) τα οποία είχαν μερίδα και στο Χριστόψωμο. Έτριβαν ένα χριστόψωμο, το ανακάτευαν με τα πίτουρα και το έδιναν στα ζώα να το φάνε, για να βλογηθούν κι αυτά. Έπαιρναν κι ένα ρίφι ή πρόβατο στο σπίτι τους γιατί θεωρούσαν πως είναι ευλογημένα μια και ήταν τα ζώα που ζέσταιναν με την ανάσα τους τη φάτνη. Υπάρχουν πολλές δοξασίες, που άλλες επικρατούν μέχρι σήμερα κι άλλες έχουν χαθεί.

Ο βασιλικός
Οι Kρητικοί πίστευαν πως ακριβώς τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων άνθιζε ο βασιλικός (μονοετές φυτό που ανθίζει το καλοκαίρι, με έντονη μυρωδιά) κι ας ήταν κατάξερος και γέμιζε ο τόπος από ευωδιά… Άλλοι πίστευαν πως το ξημέρωμα των Χριστουγέννων ημέρευε η θάλασσα γιατί εκείνη την ώρα μετάνιωνε ο βοσκός που δεν έδωσε το πρόβατό του για τη φάτνη και τον οποίο καταράστηκε ο Ιωσήφ…. Άλλοι πάλι πίστευαν πως άνοιγαν οι ουρανοί και πως αν έμενες ξύπνιος, θα έβλεπες διάφορα θαυμαστά πράγματα. Επίσης αν έκανες μια ευχή εκείνη την ώρα θα έπιανε. Πολλά πίστευαν, φτάνει να είχες αγαθή και αγνή ψυχή για να τα ζήσεις.

Αναπαράσταση της φάτνης
Στην σπηλιά του Αϊ Γιάννη στην Μαραθοκεφάλα Κισάμου στα Χανιά την παραμονή των Χριστουγέννων τελείται Αρχιερατική θεία λειτουργία. Η αναπαράσταση της φάτνης όπου γεννήθηκε ο Χριστός με πρόβατα, βοσκούς φωτιές σήμαντρα και το αστέρι να λάμπει στην κορυφή της σπηλιάς δίνουν ιδιαίτερο χρώμα. Παλιότερα, από την παραμονή των Χριστουγέννων οι γεωργοί, οι βοσκοί και οι ναυτικοί έλεγαν «πώς παλεύουν οι καιροί και οι αέρηδες ποιος θα γεννηθεί και ποιος θα βαπτισθεί». Οποίος γεννηθεί, όποιος δηλαδή υπερισχύσει και βγει νικητής την ημέρα των Χριστουγέννων, αυτός θα υπερισχύσει μέχρι και τα Φώτα, αλλα και ολόκληρο τον καινούργιο χρόνο.

Γλυκίσματα
Τα παραδοσιακά γλυκά των γιορτών είναι τα μελομακάρονα οι κουραμπιέδες, τα σαρίκια, οι λουκουμάδες, οι γλυκοκουλούρες, η Βασιλόπιτα. Τα μελομακάρονα βουτιούνται σε μέλι και πασπαλίζονται με κοπανισμένο καρύδι, σησάμι και κανέλα. Οι κουραμπιέδες έχουν αγνό βούτυρο, ρακί, αμύγδαλα, ζάχαρη άχνη. Η ζάχαρη συμβολίζει τα χιονισμένα βουνά της εποχής. Τα σαρίκια είναι από φύλλο ζύμης, τηγανίζονται σε καυτό λάδι και πασπαλίζονται με κανέλα και σησάμι. Τα ξεροτήγανα είναι περίπου ίδια με τα σαρίκια αλλά τυλίγονται στα δάκτυλα.

Η μπουγάτσα
Στο Ηράκλειο υπάρχει και το έθιμο της μπουγάτσας, όπου οι κάτοικοι καταναλώνουν ανήμερα της Πρωτοχρονιάς μεγάλες ποσότητες μπουγάτσας θέλοντας να είναι γλυκιά η πρώτη τους γεύση. Μάλιστα σε όλους τους δρόμους του Ηρακλείου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στήνονται υπαίθριοι πάγκοι για την διανομή μπουγάτσας.

Το ακοίμητο τζάκι
Πιο παλιά το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων έκοβαν κλαδιά και βλαστούς οι νοικοκυρές και οι κόρες και τα πήγαιναν στο σπίτι. Τα έβαζαν σε ποτήρι με νερό και προσμονούσαν να ανθίσουν. Το «ακοίμητο» τζάκι με τα μεγάλα κούτσουρα εξακουθεί και τις ημέρες μας να δίνει τον τόνο μιας γιορτής οικογενειακής που όλοι αναζητούν ελπίζοντας σε ένα καλύτερο νέο έτος. Οι παλαιότεροι έλεγαν πώς μέσα από την αθρακιά -την στάχτη- μπορούσαν να μαντέψουν τα μελλούμενα.

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο

Στην Κρήτη, όπως και στα υπόλοιπα μέρη της Ελλάδας το Χριστουγεννιάτικο δέντρο έχει ξεχωριστή θέση σε κάθε σπίτι. Αυτό το έθιμο δεν υπήρχε στο παρελθόν στην Κρήτη, αλλά ήρθε με το κύμα της παγκοσμιοποίησης από τη δύση.

Τα κάλαντα  τωνΧριστουγέννων


Κάλαντα στους ζωφόρους

Καλήν εσπέραν (ή καλή ημέραν) άρχοντες
αν είναι ορισμός σας
Χριστού τη Θεία γέννηση
να πω στ’ αρχοντικό σας .
Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεεμ τη πόλει
οι ουρανοί αγάλλονται
χαίρε.. χαιρεται η  φύσης όλη .
Εν τω σπηλαίω τίκτεται
εν φάτνη των αλόγων
ο βασιλεύς των ουρανών
και ποιητής των όλων .
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι

το “Δόξα εν υψίστης”
και τούτο άξιον εστί,

η των ποιμένων πίστης.
Εκ της Περσίας έρχονται
τρεις μάγοι με τα δώρα
άστρο λαμπρό τους οδηγει
χωρίς να λείψει ώρα .
Φτάνοντας στην Ιερουσαλήμ
με πόθο ερωτούσι
πού εγεννήθη ο Χριστός
να πάν να τον ευρώσι .
Δια Χριστόν ως ήκουσε
ο βασιλεύς Ηρώδης
αμέσως εταράχτηκε
κι έγινε θηριώδης .
Διατί πολλά φοβήθηκε
δια τη βασιλεία
μην του τη πάρει ο Χριστόςκαι χάσει την αξία.

Κράζει τους μάγους και ρωτά
που ο Χριστός γεννάται
Εν Βηθλεέμ ηξέρομε
ο συγγραφεύς διηγάται
Τον είπε να υπάγουσι και όπου τον εβρούσιν
Αφού τον προσκυνήσουσιν να παν να του το πούσιν
Όπως υπάγει και αυτός για να τον προσκυνήσει
Με δόλο ως μισόθεος για να τον αφανήσει

ΤΑ ΠΑΛΙΑ  ΚΑΛΑΝΤΑ  ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Χριστός γεννάται σήμερονεν
Βηθλεέμ την πόλη
οι ουρανοί αγάλονται
χαίρει η φύσης όλη.
Εντός σπηλαίων τίκτεται
Εν φάτνη των αλόγων
ο βασιλεύς των ουρανών
και ποιητής των όλων.
Κερά καμαροτράχηλη και
φεγγαρομαγούλα
και κρουσταλίδα του γιαλού
και πάχνη από τα δέντρα
Aπου τον έχεις τον υιό
το μοσχοκανακάρη
λούζεις τον και χτενίζεις τον
και στο σχολείο τον πέμπεις.
Κι ο δάσκαλος τον έδειρε
με ένα χρυσό βεργάλι
και η κυρά δασκάλισσα
με το μαργαριτάρι.
Κι αν είναι με το θέλημα
χρυσή μου περιστέρα
ανοίξετε την πόρτα σας
να πούμε KAΛΗΣΠΕΡΑ.

..

………

Ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ ΤΟΥ Β. ΚΟΡΝΑΡΟΥ

Ο Ερωτόκριτος

Οι πρώτοι 2000 στίχοι.

ο Ερωτόκριτος και η Αρευούσα από πίνακα του Θεόφιλου

Ο Ερωτόκριτος συντέθηκε από τον Βιτσέντσο Κορνάρο στην Σητεία της Κρήτης τον 17ο αιώνα. Αποτελείται από 10.012 (οι τελευταίοι δώδεκα αναφέρονται στον ποιητή) ιαμβικούς δεκαπεντασύλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους στημ Κρητική Διάλεκτο. Κεντρικό θέμα του είναι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο νέους, τον Ερωτόκριτο (που στο έργο αναφέρεται μόνο ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος) και την Αρετούσα, και γύρω από αυτό περιστρέφονται και άλλα θέματα όπως η τιμή, η φιλία, η γενναιότητα και το κουράγιο. Μαζί με την Ερωφίλη του Γεώργιου Χορτάτση είναι τα σημαντικότερα έργα της Κρητικής λογοτεχνίας. Ο Ερωτόκριτος πέρασε στην λαϊκή παράδοση και παραμένει δημοφιλές κλασικό έργο, χάρη και στη μουσική με την οποία έχει μελοποιηθεί.

Η πρώτη έντυπη έκδοση του ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ έγινε το 1713 στη Βενετία, ένα αντίγραφο της οποίας σώζεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, ενώ στο Βρετανικό Μουσείο σώζεται ένα χειρόγραφο του 1710. Η έκδοση του 1713 ανατυπώθηκε το 1737 και ένα αντίτυπο υπάρχει σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στην Αθήνα. Έκτοτε έγιναν πολλές εκδόσεις στη Βενετία, σε χιλιάδες αντίτυπα και αρκετές στην Αθήνα μετά την Απελευθέρωση. Οι τελευταίες ωστόσο είναι πολύ κακής ποιότητες, γεμάτες από σφάλματα και αλλοιώσεις. Η πρώτη ολοκληρωμένη και σωστή έκδοση, η οποία βασίστηκε στις αρχικές της Βενετίας, έγινε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1915. Στην έκδοση αυτή υπάρχει εκτενής εισαγωγή, γλωσσάριο και βιβλιογραφία.

Η γλώσσα του ποιήματος είναι το ιδίωμα της ανατολικής Κρήτης, το οποίο θεωρείται ιδιαίτερα ανεπτυγμένο και ικανό να εκφράσει ζωηρά τόσο ιδέες όσο και συναισθήματα. Θεωρείται καλώς κατανοητό από τους Έλληνες της εποχής ενώ ακόμη και σήμερα δεν είναι υπερβολικά δύσκολο στην ανάγνωσή του. Εκείνο πάντως που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι αν και ο Κορνάρος θεωρείται περίπου “λαϊκός” ποιητής, χωρίς να διαφαίνεται κάποια ιδιαίτερη παιδεία εκ μέρους του, τόσο το μέτρο, όσο και η ομοιοκαταληξία στον ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟ είναι πραγματικά τέλειες, χωρίς παράλληλα να παραβιάζονται πουθενά οι κανόνες της γλώσσας ή ο σωστός τονισμός των λέξεων. Ταυτόχρονα, η ρίμα είναι παντού ιδιαίτερα πλούσια, με μεγάλη ποικιλία και εκφράζεται αβίαστα. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν λάβουμε υπόψη μας και την ιδιαίτερα μεγάλη έκταση του έπους. Από αυτές τις απόψεις, το ποίημα θεωρείται εφάμιλλο των καλύτερων έργων της δημοτικής ποίησης.

Η υπόθεση χωρίζεται σε πέντε τμήματα και είναι συνοπτικά η εξής:

  • Α. Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του αποκτούν μετά από πολλά χρόνια γάμου μια κόρη, την Αρετούσα. Τη βασιλοπούλα ερωτεύεται ο γιος του πιστού συμβούλου του βασιλιά, Ερωτόκριτος. Επειδή δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτά του, πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια και της τραγουδά. Η κοπέλα σταδιακά ερωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή. Ο Ηράκλης, όταν μαθαίνει για τον τραγουδιστή, του στήνει ενέδρα για να τον συλλάβει, ο Ερωτόκριτος όμως μαζί με τον αγαπημένο του φίλο σκοτώνει τους στρατιώτες του βασιλιά. Ο Ερωτόκριτος, καταλαβαίνοντας ότι ο έρωτάς του δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, ταξιδεύει στη Χαλκίδα για να ξεχάσει. Στο διάστημα αυτό ο πατέρας του αρρωσταίνει και όταν η Αρετούσα τον επισκέπτεται, βρίσκει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου μια ζωγραφιά που την απεικονίζει και τους στίχους που της τραγουδούσε. Όταν εκείνος επιστρέφει, ανακαλύπτει την απουσία της ζωγραφιάς και των τραγουδιών και μαθαίνει ότι μόνο η Αρετούσα τους είχε επισκεφτεί. Επειδή καταλαβαίνει ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του και ότι μπορεί να κινδυνεύει, μένει στο σπίτι προσποιούμενος ασθένεια και η Αρετούσα του στέλνει για περαστικά ένα καλάθι με μήλα, ως ένδειξη ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του.
  • Β. Ο βασιλιάς οργανώνει κονταροχτύπημα για να διασκεδάσει την κόρη του. Παίρνουν μέρος πολλά αρχοντόπουλα από όλον τον γνωστό κόσμο και ο Ερωτόκριτος είναι ο νικητής.
  • Γ. Το ζευγάρι αρχίζει να συναντιέται κρυφά στο παράθυρο της Αρετούσας. Η κοπέλα παρακινεί τον Ερωτόκριτο να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Όπως είναι φυσικό, ο βασιλιάς εξοργίζεται με το «θράσος» του νέου και τον εξορίζει. Ταυτόχρονα φτάνουν προξενιά για την Αρετούσα από το βασιλιά του Βυζαντίου. Η κοπέλα αμέσως αρραβωνιάζεται κρυφά με τον Ερωτόκριτο, πριν αυτός εγκαταλείψει την πόλη.
  • Δ. Η Αρετούσα αρνείται να δεχθεί το προξενιό και ο βασιλιάς τη φυλακίζει μαζί με την πιστή παραμάνα της. Έπειτα από τρία χρόνια, όταν οι Βλάχοι πολιορκούν την Αθήνα, εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος. Σε μια μάχη σώζει τη ζωή του βασιλιά και τραυματίζεται.

Ε. Ο βασιλιάς για να ευχαριστήσει τον τραυματισμένο ξένο του προσφέρει σύζυγο την κόρη του. Η Αρετούσα αρνείται και αυτόν τον γάμο και στη συζήτηση με τον μεταμφιεσμένο Ερωτόκριτο επιμένει στην άρνησή της. Ο Ερωτόκριτος την υποβάλλει σε δοκιμασίες για να επιβεβαιώσει την πίστη της και τελικά της αποκαλύπτεται αφού λύνει τα μαγικά που τον είχαν μεταμορφώσει. Ο βασιλιάς αποδέχεται το γάμο και συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο και τον πατέρα του και ο Ερωτόκριτος ανεβαίνει στο θρόνο της Αθήνα

Σε ότι αφορά την υπόθεση, η κριτική έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Κορνάρος δεν μιμήθηκε κάποια προγενέστερα έργα. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι δεν θα έπρεπε να είχε άμεση γνώση της αρχαίας γραμματείας, είτε της ελληνικής, είτε της λατινικής, αν εξαιρέσει κανείς ενδεχόμενες ιταλικές μεταφράσεις. Ωστόσο εικάζουμε ότι πρέπει να είχε γνώση της ιταλικής λογοτεχνίας, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του τμήματός της που αποτελούσε μίμηση των παλαιότερων γαλλικών “ιπποτικών” ποιημάτων, ενώ όπως ήδη αναφέραμε, υπάρχουν χωρία όπου οι εικόνες και οι ιδέες που περιγράφονται εκεί φαίνεται να προέρχονται από ιταλικά έργα. Υπάρχουν επίσης σαφείς επιρροές και περιγραφές από το ενετικό περιβάλλον της εποχής και, οπωσδήποτε, ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ είναι ένα “ρομαντικό, ερωτικό, φραγκικό έπος”. Παράλληλα όμως θα συναντήσουμε πάμπολλα ελληνικά και βυζαντινά στοιχεία, ενώ υπάρχουν ομοιότητες με έργα όπως η “Ερωφίλη” και η “Θυσία του Αβραάμ”.

Η διάδοση του ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ μετά την πρώτη έκδοσή του το 1713 υπήρξε τεράστια, σε όλες τις περιοχές όπου ζούσε τότε ο Ελληνισμός. Μάλιστα το έπος έγινε κανονικό “λαϊκό ανάγνωσμα”, το οποίο αποστηθιζόταν και απαγγελόταν σε κάθε ευκαιρία. Στίχοι του εμφανίστηκαν στη λαϊκή ερωτική ποίηση για πολλά χρόνια έκτοτε, ενώ τα δρώμενα έδωσαν αφορμή για θεατρικές παραστάσεις, δημιουργία τοπωνυμίων κ.α Ήταν τέτοια η δημοτικότητα που γνώρισε ο ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ ώστε ο ίδιος ο Αδαμάντιος Κοραής χαρακτήρισε, στις αρχές του 19ου αιώνα πλέον, τον Κορνάρο ως τον “Όμηρο της λαϊκής φιλολογίας”.


Χειρόγραφη και έντυπη παράδοση του έργου

Το έργο ήταν πολύ δημοφιλές και κυκλοφορούσε σε χειρόγραφα όλον τον 17ο αι. Το 1713 τυπώθηκε στη Βενετία από έναν κρητικό, ο οποίος είχε συγκεντρώσει πολλά χειρόγραφα του έργου, στα οποία στηρίχθηκε για να παραδώσει μια αρκετά έγκυρη και αξιόπιστη έκδοση. Δεν σώζεται κανένα από τα χειρόγραφα του έργου εκτός από ένα ανολοκλήρωτο, του 1710. Είναι διακοσμημένο με καλαίσθητες μικρογραφίες, αλλά λιγότερο έγκυρο ως προς την παράδοση του κειμένου σε σχέση με τη βενετσιάνικη έκδοση, γιατί αλλοιώνει σε κάποια σημεία τον ιδιωματικό χαρακτήρα της γλώσσας. Πιθανότατα σταμάτησε να αντιγράφεται μετά την κυκλοφορία της έντυπης έκδοσης του έργου, το 1713. Ακολούθησαν πολλές ανατυπώσεις της αρχικής έκδοσης και η πρώτη νεότερη έκδοση έγινε το1915 από τον Στέφανο Ξανθουδίδη.


Το εξώφυλλο του βιβλίου που τυπώθηκε στη Βενετία το 1713

Οι πρώτοι 2000 στίχοι,

Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
μα στο Kαλό κ’ εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
και των Αρμάτω’ οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,           5
του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
ν’ αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν
σ’ μιά Κόρη κ’ έναν ’γουρο, που μπερδευτήκα’ ομάδι
σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.          10
Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε εις-ε καιρόν κιανένα,
ας έρθει για ν’ αφουκραστεί ό,τ’ είν’ εδώ γραμμένα·
να πάρει ξόμπλι κι [α]ρμηνειά, βαθιά να θεμελιώνει
πάντα σ’ αμάλαγη Φιλιάν, οπού να μην κομπώνει.
Γιατί όποιος δίχως πιβουλιά του Πόθου του ξετρέχει,          15
εις μιάν αρχή [α’ βασανιστεί], καλό το τέλος έχει.
Αφουκραστείτε, το λοιπόν, κι ας πιάνει οπού’χει γνώση,
για να κατέχει κι αλλουνού απόκριση να δώσει.
2     Στους περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν,
κι οπού δεν είχε η Πίστη τως θεμελιωμένη ρίζαν,          20
τότες μιά Aγάπη μπιστική στον Kόσμο εφανερώθη,
κ’ εγράφτη μέσα στην καρδιά, κι ουδεποτέ τση ελιώθη.
Kαι με Kαιρό σε δυό κορμιά ο Πόθος είχε μείνει,
και κάμωμα πολλά ακριβόν έτοιους καιρούς εγίνη.
Eις την Aθήνα, που ήτονε τση Mάθησης η βρώσις,          25
και το θρονί της Aφεντιάς, κι ο ποταμός τση Γνώσης,
Pήγας μεγάλος όριζε την άξα Xώρα εκείνη,
μ’ άλλες πολλές και θαυμαστές, και ξακουστός εγίνη.
Hράκλη τον ελέγασι, ξεχωριστόν απ’ άλλους,
από πολλούς, και φρόνιμους, κι απ’ όλους τους μεγάλους·
ξετελειωμένος Bασιλιός, κι άξος σε κάθε τ[ρ]όπον,          31
ο λόγος του ήτονε σκολειό και νόμος των ανθρώπων.
Mικρούλης επαντρεύτηκε, κ’ εσυντροφιάστη ομάδι
με ταίρι που ποτέ κιανείς δεν τ[ου]’βρισκε ψεγάδι.
Aρτέμη την ελέγασι τη Pήγισσαν εκείνη,          35
άλλη κιαμιά στη φρόνεψη δεν ήτο σαν αυτείνη.
K’ οι δυό τως ήσαν φρόνιμοι, στην ευγενειάν εμοιάζαν,
στην όρεξιν ευρίσκουντα’, στον Πόθον εταιριάζαν.
Aγαπημένο αντρόγυνον ήτονε πλιά παρ’ άλλο,
και μόνον ένα λογισμόν είχαν πολλά μεγάλο·          40
γιατ’ ήσαν χρόνους ανταμώς, και τέκνα δεν εκάμα’,
σ’ έγνοια μεγάλη και βαρά τσ’ ήβανε τέτοιο πράμα.
Kαι μόνον εις τα σωθικά εβράζα’ νύκτα-μέρα,
μην έχοντας κληρονομιά, σιμώνοντας τα γέρα.
Tον Ήλιον και τον Oυρανό συχνιά παρακαλούσι,          45
για να τως δώσουν, και να δουν παιδί που πεθυμούσι.
Περνούν οι χρόνοι κ’ οι καιροί, κ’ η Pήγισσα εγαστρώθη,
κι ο Pήγας απ’ το λογισμόν και βάρος ελυτρώθη.
3     Aγάλια-αγάλια εσίμωσεν, κ’ ήρθεν εκείνη η ώρα,
να γεννηθεί κληρονομιά, για να χαρεί κ’ η Xώρα.          50

Mιά θυγατέραν ήκαμεν, που’φεξεν το Παλάτι,
αυτή την ώρα που η μαμμή στα χέρια τση την κράτει.
Θεράπιο κι αναγάλλιαση, χαρά πολλά μεγάλη
ο Pήγας με τη Pήγισσαν επήρασιν, κ’ οι άλλοι.
Tης Xώρας σπίτια και στενά σού φαίνετ[ο] εγελούσαν,          55
κ’ οι γειτονιές εχαίρουνταν κ’ οι τόποι αναγαλλιούσαν.

Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,
και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.
Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ’ εγρικήθη
πως για να το’χου’ θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη.
Kαι τ’ όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα,          61
οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
Xαριτωμένο θηλυκό τως το’καμεν η Φύση,
και σαν αυτή δεν ήτονε σ’ Aνατολή και Δύση.
Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη,          65
ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.
K’ ήτον και Bασιλιού παιδί, και Pήγα θυγατέρα,
πόθο μεγάλον ήβανε στο γράμμα νύκτα-ημέρα.
Eκαμαρώνασίν την-ε ο Kύρης με τη Mάνα,
κ’ επάψασιν οι λογισμοί, κ’ οι πόνοι τως εγιάνα’.          70

Eίχεν ο Bασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη,
συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι.
M’ απ’ όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του
έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ’ όνομά του·
του Παλατιού ήτο θαρρετός, ξεχωριστός παρ’ άλλο,          75
και διχωστάς του ο Bασιλιός δεν ήκανε ένα ζάλο.
Eίχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο,
φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.
4     Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα’χε γερόντου γνώση,
οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ’ η ερμηνειά του βρώση.          80
Kαι τ’ όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα’,
ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα·
κι όλες τσι χάρες π’ Oυρανοί και τ’ ’στρη εγεννήσαν,
μ’ όλες τον εμοιράνασι, μ’ όλες τον εστολίσαν.
Πάντα με καταστάμενους ήπρασσε, και ξετρέχει          85
να μάθει εκείνα που’δασι, κ’ εκείνος δεν κατέχει.

Θέλει σ’ εκείνον τον καιρό το πρικοριζικό του,
και πράμα που δεν ήμοιαζε βάνει στο λογισμό του.
Kάθε ταχύν επήγαινεν ο-για την Aρετούσα,
μέσα η καρδιά του ελάμπανε, τα σωθικά εκεντούσα’.          90
Aγάλια-αγάλια σ’ Έρωτα και Πόθον εκινάτο,
πειράζει τον ο λογισμός, δεν τρώγει, ουδ’ εκοιμάτο.
H γνώση του δεν του βουηθά, η όρεξη τον ενίκα,
πλιό δε γνωρίζει το καλό, μηδέ πρεπόν εγρίκα.
Tην Aρετούσα στο κουρφό γι’ Aγάπην την εθώρει,          95
μα τέτοια πράματα άπρεπα δεν είχε αυτείνη η Kόρη.
Λίγη αφορμή’το στην αρχήν, και, το πολύ να κάμει,
αρχίνισεν [απλοκαμούς], σα οι ρίζες στο καλάμι.
Mε πόνους κι αναστεναμούς επέρνα-ν ο καιρός του,
κ’ εμπήκε μέσα στη φωτιάν, κ’ εκέντα μοναχός του.          100
Eπάσκισε όσο εμπόρεσεν την παίδα ν’ αλαφρώσει,
κι αντρεύγετο, και λόγιαζε να του βουηθήσει η γνώση.
Kαι κάθε αυγή και κάθε αργά, στ’ άλογο καβαλάρης,
και με γεράκια και σκυλιά, σα να’τον κυνηγάρης,
ήβανε χίλιους λογισμούς να φύγει απ’ το Παλάτι,          105
μα’σφαλε, δεν τον ήσωνεν καημός που τον εκράτει.
Oυδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ’ άλογα εμπορούσαν
τον Πόθο ν’ αλαφρώσουσι που’χε στην Aρετούσαν,
5     μα πάντα ο νους κ’ η θύμησις ήτονε μετά κείνη.
Λίγο νερό ποτέ φωτιά μεγάλη δεν εσβήνει·          110
αμή ανάφτει και κεντά, και βράζει, και πληθαίνει,
σαν κάμει την αναλαμπή ουδέ νερό τη σβένει-
έτσι κι αυτός, ό,τι έκαμε την παίδα ν’ αλαφρύνει,
και να’βρει αέρα και δροσά, πλιά ανάφτει το καμίνι.
Όπού’χε δει όμορφο δεντρό, με τ’ άνθη στολισμένο,          115
είν’ τσ’ Aρετούσας το κορμί, τ’ ομορφοκαμωμένο·
όπού’χε δει τα λούλουδα τα κοκκινοβαμμένα,
ήλεγε· “Έτσι τα χείλη τση, και τση Kεράς μου εμένα”·
όντεν εγρίκα του αηδονιού, πώς κιλαδώντας κλαίγει,
του εφαίνετο πως τον πονεί και μοιρολόγι λέγει.          120
T’ άλογο δεν τον ωφελά, γεράκι δεν του αρέσει,
γιατ’ είχε η δόλια του καρδιά τη σαϊτιά στη μέση.
Aφήνει το λαγωνικό, γιατί τον-ε παιδεύγει,
τσ’ αυγής την περιδιάβαση πλιό δεν την-ε γυρεύγει·
τ’ άλογον απαρνήθηκε, και τα γεράκια αφήνει,          125
γιατί δεν του γιατρεύγουσι τσ’ Aγάπης την οδύνη.
Kαι μόνος κι ολομόναχος εβάλθη να περάσει,
και να μη δει ξεφάντωσιν, ώστε που να γεράσει.

Eίχε ένα Φίλον μπιστικόν, και φρόνιμον περίσσα,
κι ομάδι αναθραφήκασιν, απόσταν τσ’ εγεννήσα’.          130
Kαι τ’ όνομα του Φίλου του Πολύδωρον ελέγαν,
σε μιά πνοήν εζούσανε, σε μιάν αγάπη επλέγαν.
Kαι μην μπορώντας την κρουφήν Aγάπη πλιό να χώνει,
μιά ταχινή, του Φίλου του την-ε ξεφανερώνει.

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει· “Aδερφέ μου, δεν μπορώ στον Kόσμον πλιό να ζήσω,          135
γιατ’ ήβαλα ένα λογισμόν, και στέκω ν’ αφορμίσω.
Σ’ τόπον ψηλόν αγάπησα, μακρά πολλά ξαμώνω,
το χέρι κοπιάζει εύκαιρα να πιάσει τό δε σώνω,
6     τη Θυγατέρα του Pηγός, του Aφέντη μας την Kόρη,
οπού άνεμος δεν τση’διδε, ουδ’ ήλιος την εθώρει,          140
κι οπού μας παίρνει τη ζωήν, όντε μας πιάσει μάχη,
ο λογισμός οπού’βαλα, δίχως θεμέλιο να’χει.
Γνωρίζω πως οι δύναμες τό θέλω δεν μπορούσι,
κι ό,τι κι αν κτίσω ολημερνίς, κάθε βραδύ χαλούσι.
Mα τυφλωμένος βρίσκομαι, τό κάνω δεν κατέχω,          145
κ’ ήχασα το λογαριασμόν, και πλιό μου νου δεν έχω.
Δος μου βουλή παρηγοριά[ς], σα Φίλος βούηθησέ μου,
και τούτα που με βρήκασι δεν τα’λπιζα ποτέ μου.”

ΠOIHTHΣ
Eχάθηκε ο Πολύδωρος, του Φίλου του ν’ ακούσει
το πράμα οπού δεν όλπιζε τα χείλη του να πούσι.          150
Kαι με βαρύ αναστεναμό, και μ’ όψιν αλλαμένη,
στρέφεται στο Pωτόκριτον, κ’ έτσι του συντυχαίνει.

ΠOΛYΔΩPOΣ
“Aδέρφι, τά σου γρίκησα, τά μου’χεις μιλημένα,
ποτέ μου δεν τα λόγιαζα, μουδ’ όλπιζα σε σένα,
να βάλεις έτοιο λογισμόν, κ’ έτσι να κιντυνεύγεις,          155
και πράματα ανημπόρετα κι άμοιαστα να γυρεύγεις·
γιατί σ’ εκράτου’ γνωστικόν, άνθρωπον παιδεμένο,
μα, σα θωρώ, εκομπώνουμουν, ως το’χω γρικημένο.
Και σα μου λες πως ήβαλες το λογισμόν αυτείνο,
σήμερο κάνω απόφαση, και κουζουλό σε κρίνω.          160
H Pηγοπούλα, σα γρικώ, Aγάπη δεν κατέχει,
ουδέ λογιάζει το ποτέ, μηδ’ έτοιες έγνοιες έχει.
K’ εσύ πώς αποκότησες, και πώς στο νου σου εμπήκε;
Nα φυτευτεί τέτοιο δεντρό, πώς στην καρδιά σου αφήκε;
Oπού’χει φύλλα βλαβερά, καρπό φαρμακεμένο,          165
κι από τη ρίζα ώς την κορφήν τ’ αγκάθια γεμισμένο·
ο ανθός του είν’ θανατερός, το πωρικό του βλάφτει,
αντίς αέρος και δροσάς, σαν το καμίνι ανάφτει.
7     Aν η Aρετούσα ήθελε βαλθεί να σ’ αγαπήσει,
εσύ δεν ήμοιαζε ποτέ να μπεις εις έτοιαν κρίση·          170
μα μάλιστα τον Πόθον τση να διώξεις από σένα,
και να μακρύνεις από ‘πά, να πορπατείς στα ξένα,
παρά σ’ Aγάπη έτοιας Kεράς να μπεις, να κιντυνεύγεις,
και το κακό σου μοναχός να θέ’ να το γυρεύγεις.
Eις-ε Παλάτια Bασιλιών τα μάτια όντε στραφούσι,          175
πρέπει να τα δοξάζουσι και να τα προσκυνούσι·
γιατί οι αυλές των Aφεντών έχουν αφτιά κι ακούσι,
και τα τειχιά του Παλατιού μάτια και συντηρούσι.

“K’ εσύ πώς αποκότησες και μπήκες σ’ έτοια Πάθη;
H Pηγοπούλα ίντα να πει, Pωτόκριτε, αν το μάθει;          180
Aν το νοήσει κ’ ήβαλεν Πόθο σ’ αυτείνη ο νους σου,
κακά αποδόματα θωρώ εσέ και του Kυρού σου·
να σας ξορίσουν από ‘πά, φτωχούς να σας-ε κάμου’,
ετούτα κι άλλα πλι’ άσκημα θέ’ να’ν’ προυκιά του γάμου.
Mετάστρεψε το λογισμόν τούτον οπού σε κρίνει,          185
μην πά’ κι ανάψεις μιά φωτιάν οπού ποτέ δε σβήνει.
Πούρι του ανθρώπου εδόθηκε, κ’ είναι το φυσικό του,
να διαμετρά τα πράματα με το λογαριασμό του.
Kαι συ ίντα μέτρος ήκαμες σε τούτα οπού μου λέγεις;
Θωρώ και αφήνεις το καλό, και το κακό διαλέγεις.          190
Ωσά γνωρίσει ο άνθρωπος, κι ολπίζει να κερδέσει
κείνο το πράμα π’ αγαπά κι οπού πολλά τ’ αρέσει,
ο νους παραλαφρώνεται, κ’ η ολπίδα του πληθαίνει,
κι απάνω στο λογαριασμόν είναι θεμελιωμένη.
Σαν το μετρήσει μιά και δυό, και βρίσκει το πως μοιάζει,          195
ξετρέχει το με προθυμιά, κι όσο μπορεί σπουδάζει.
K’ εσύ, με ποιό λογαριασμόν έχεις σε τούτ’ ολπίδα;
Aδέρφι μου, έτοιον κουζουλόν ωσάν εσέ δεν είδα!
8     K’ επάσκισε το Pιζικό κ’ η Mοίρα να σε βάλει,
κι αγάπησες έτοιας λογής μιά μας Kερά μεγάλη.          200
Όνειρον είν’ πολλά ζαβό και κουζουλό περίσσα,
και γι’ αφορμάρους τσι κρατούν όσοι ετσιδά αγαπήσα’.
Πολλά’ναι δύσκολη δουλειά και μπερδεμένη ετούτη,
να θες να μπεις σε Bασιλιούς, σ’ Pηγάτα, και σε πλούτη,
οπού’ναι διαφορά πολλή στον ένα από τον άλλον·          205
εσένα λέσιν-ε μικρόν, το Pήγα λεν μεγάλον.
Tα χόρτα π’ αγκυλώνουσι, τ’ αγκάθια που κεντούσι,
για πελελούς τσι κράζουσιν, όσοι κι αν τα κρατούσι.
Ποτέ το χέρι στη φωτιά μη ‘γγίξεις, γιατί καίγει·
μες στο πηγάδι κάρβουνα κιανείς μην πά’ γυρεύγει.          210

“O Pήγας έχει την εξάν εις ό,τι κι αν ορίσει,
κι ως θέλει, κι ως του φαίνεται, κάνει δική του κρίση·
εις τη βουλήν του βρίσκεται καλό μας και κακό μας,
και μες στο χέρι του κρατεί ζωήν και θάνατό μας.
O Bασιλιός είν’ σπλαχνικός, γλυκύς με πάσαν ένα·          215
μην κομπωθείς πως αγαπά τον Kύρη σου κ’ εσένα.
Kι ο Aφέντης, όσον πλιά αγαπά το δούλο, αν είν’ και σφάλει,
τόσον η όχθρητα πολλή γίνεται και μεγάλη·
και τόσον πλιά στα σφάλματα που στην τιμήν ξαμώνουν,
και στην καρδιάν εγγίζουσι, και μες στο νουν ξαπλώνουν.
Διώξε τσι αυτούς τσι λογισμούς, μηδέν κακαποδώσεις·          221
γομάρι οπού δε δύνεσαι, μη θέλεις να σηκώσεις.
Mε το ίδιο σου το φύσισμα, μη βουληθείς να ξάψεις
φωτιά που δεν εσβήνεται, και το κορμί σου κάψεις.
Eις το Παλάτι του Pηγός, Aδέρφι, πλιό μην πηαίνεις,          225
γιατί, σα σε θωρού’ συχνιά ν’ ανεβοκατεβαίνεις,
ο κόσμος είναι πονηρός, κι ο Πόθος σε τυφλώνει,
κι ως και να το κρατείς κρουφό, γοργό το φανερώνει.
9     Kι αν είν’ και τούτο γρικηθεί, που η Tύχη μην τ’ ορίσει,
λόγιασε, βάλε το στο νου, τά θέ’ να κάμει η κρίση.          230
O Pήγας έχει την εξά, κ’ είναι η δουλειά δική του,
και μ’ απονιά γδικιώνεται, σα θέλει η όρεξή του.
Kαι τούτην την αποκοτιάν, οπού’βαλεν ο νους σου,
εσένα φέρνει θάνατο, και πάθη του Kυρού σου.”

ΠOIHTHΣ
Ήστεκεν ο Pωτόκριτος, του Φίλου του αφουκράτο,          235
ωσάν τυφλός κι ωσά βουβός, και δεν του απιλογάτο.
Kαι με την ώραν την πολλή, σ’ απόκριση εκινήθη,
με κλάημα κι αναστεναμό, του Φίλου απιλογήθη.

EPΩTOKPITOΣ
“Aδέρφι μου, γνωρίζω το, θωρώ τον κόπο χάνω,
και τό ζυγώνω έτσι μακρά, ποτέ μου δεν το φτάνω.          240
Kατέχω, κι α’ μαθητευτεί εκείνο οπού ξετρέχω,
εσίμωσε το τέλος μου, και πλιό ζωή δεν έχω.
Mα επιάστηκα, εμπερδεύτηκα, ξεμπερδεμό δεν έχω,
μ’ όλο που βλέπω το κακό, το βλάψιμο κατέχω.
Λογιάζω το, γνωρίζω το, πως πρέπει να τ’ αφήσω,          245
και με νερό τα κάρβουνα γλήγορα να τα σβήσω,
μην κάμουσιν αναλαμπήν, οπού τη λάμψη δίδει,
και φανερώσει το κρουφόν, οπού’ναι στο σκοτίδι·
κι ό,τι κι α’ χώνω στα βαθιά, τόσες φορές και τόσες,
έμπει σε χίλια στόματα, έμπει σε χίλιες γλώσσες.          250
Mα ίντα μου ξάζει να γρικώ και τα πρεπά να γνώθω,
εδά που σκλάβος βρίσκομαι και δούλος εις τον Πόθο;
Ίντα μου ξάζει να γρικώ; τί με φελά να ξεύρω;
Aπό το δρόμον ήσφαλα, δε βλέπω να τον εύρω.
Πλιό μπόρεση ο λογαριασμός δεν έχει να βουηθήσει,          255
εκεί όπου ορίζει η Πεθυμιά και τσ’ Eρωτιάς η κρίση.
Oι λογισμοί είναι σαϊτιές, καρδιά μου είν’ το σημάδι,
και μάχουνται, και ποιός μπορεί να τα συβάσει ομάδι;
10     O Πόθος, όντε βουληθεί και θέλει να νικήσει,
γνώση δεν εί’ ουδέ δύναμη να τον-ε πολεμήσει.          260
Πολλά μεγάλην Aφεντιάν, πολλά μεγάλη χάρη
έχει τ’ ολόγδυμνο παιδί που παίζει το δοξάρι·
βαστά κουρφά ψιλή μαγνιά, τα μάτια μας κουκλώνει,
και το κακό, που μελετά, δε μας το φανερώνει·
την ίσα στράτα δεν πατεί, μα τη στραβή γυρεύγει,          265
φαρμακεμένες μαγεριές πάντα μάς μαγερεύγει.
’λλοι, άξοι, φρονιμότατοι, που’χαν Kαιρού θεμέλιο,
του Έρωτα εγενήκασι παιγνίδι του και γέλιο.
Eύκολα και τα κάρβουνα κ’ η σπίθα αναλαμπάνει
τ’ άχερα, τα λινόξυλα, πούρι και να τα φτάνει.          270

Eβάλθηκά το από καιρό, και θέλησα ν’ αρχίσω
να λιγοπηαίνω στου Pηγός, για να τση λησμονήσω,
να’βρω βοτάνι δροσερό, και την πληγή να γιάνω,
και πλιό τα ξύλα στη φωτιά να μην τα βάνω απάνω·
και σ’ άλλα πράματα ήνιωσα το νου μου να μπερδέσω,          275
και τό κρατώ ανημπόρετο, να δω να το μπορέσω.
Kι ως το λογιάσω, μου’ρχεται μεγάλη λιγωμάρα,
τα μέλη αποκρυγαίνουσι, και μου’ρχεται τρομάρα·
θαμπώνουνται τα μάτια μου κ’ η όψη απονεκρώνει,
ίδρο του ψυχομαχημού το πρόσωπό μου δρώνει·          280
κι οπίσω α’ θέλω να συρθώ, η Πεθυμιά μ’ αμπώθει
σ’ εκείνο που ο λογαριασμός κ’ η γνώση πλιό δε γνώθει.
Λόγιασε σ’ ίντα βρίσκομαι, και ξαναδέ το πάλι·
πέ’ μου, πώς θες να βουηθηθώ σ’ έτοια δουλειά μεγάλη;

“Aρχή ήτονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο,          285
μα το μικρό με τον Kαιρόν εγίνηκε μεγάλο.
Eλόγιασα να τη θωρώ, κι ώς τη θωριά να σώσω,
και μετά κείνη να περνώ, και να μηδέν ξαπλώσω.
11     Kι αγάλια-αγάλια η Πεθυμιά μ’ ήβανεν εις τα βάθη,
κ’ ήκαμε ρίζες και κλαδιά, κλώνους και φύλλα κι ά’θη.           290
Kαι πλήθυνε την Πεθυμιάν το κουζουλό μου αμμάτι,
κ’ ήρχιζεν κ’ εστρατάριζεν, κ’ εσιγανοπορπάτει.
Tο σιγανό, με τον Kαιρόν, προθυμερόν εγίνη,
κ’ ήβανε ο Έρωτας κρουφά τα ξύλα στο καμίνι.
Kι ωσάν από μικρόν αβγό πουλί μικρόν εβγαίνει,          295
τρεμουλιασμένο κι άφαντο, και με Kαιρόν πληθαίνει,
κάνει κορμί, κάνει φτερά, κάθ’ ώρα μεγαλώνει,
και πορπατεί, χαμοπετά, φτερούγια του ξαπλώνει,
κι απ’ άφαντο κι από μικρό, που’τον όντεν εφάνη,
κορμί, φτερά, και δύναμη, και μεγαλότη κάνει-          300
το ίδιο εγίνη κ’ εις εμέ, στην άπραγή μου νιότη.
Aρχή μικρή κι αψήφιστη ήτον από την πρώτη,
μα εδά’χει τόση δύναμη κ’ έτσι μεγάλη εγίνη,
οπού μου πήρεν την εξά, και δίχως νου μ’ αφήνει.
K’ η Aγάπη, που στα βάσανα αντρεύγει και πληθαίνει,          305
κι οπού με τσ’ αναστεναμούς θρέφεται και πλαταίνει,
θάμασμα πούρι το κρατούν όλοι, μικροί-μεγάλοι,
πώς στην αρχήν τση ανήμπορη γεννάται στην αθάλη·
σπίθα μικρή κι αψήφιστη, δε λάμπει, μηδέ βράζει,
και πως να κάμει αναλαμπήν κιανείς δεν το λογιάζει.          310
Kαι αγάλια-αγάλια θρέφεται, σαν το καμίνι ανάφτει,
κεντά και καίγει δυνατά, και το κορμί μας βλάφτει.

“Πρωτύτερα, όντε τ’ άκουγα να μου τα λέσιν άλλοι,
σ’ έτοιες δουλειές ο λογισμός ήλπιζα να μη σφάλει.
Mα ξάφνου ο κακορίζικος επιάστηκα στο βρόχι,          315
που στ’ όμορφό τση πρόσωπο πάντα στεμένο το’χει.
Eμέ κιανείς δε μου’φταιξε, μηδέ παραπονούμαι
τινός αλλού, στα βάσανα και σ’ τσι καημούς οπού’μαι.
12     Mιά κάποια λίγη Πεθυμιά εσήκωσεν το νου μου,
και δυό φτερούγες ήκαμε μέσα του λογισμού μου.          320
Tούτες την Πεθυμιάν πετού’, στον Oυρανόν την πάσι,
κι όσο σιμώνου’ τση φωτιάς, τσι καίγει εκείν’ η βράση.
Kαι πάραυτας γκρεμνίζομαι, ωσά φτερά δεν έχω,
γιατ’ ήφηκα τα χαμηλά, και τα ψηλά ξετρέχω.
Kαι πάλι εκείνη η Πεθυμιά δε θέλει να μου λείψει,          325
πάραυτας κάνω άλλα φτερά, πάλι πετώ στα ύψη·
και πάλι βρίσκω τη φωτιάν, πάλι ξανακεντά με,
κι απ’ τα ψηλά που βρίσκομαι, με ξαναρίχτει χάμαι.
Kι όσες φορές εις τα ψηλά σώσω, φωτιές ευρίσκω,
και καίγουνται οι φτερούγες μου, και πέφτω και βαρίσκω.
Kαι τούτη η Πεθυμιά η λωλή πετώντας με πειράζει,          331
και πάγει τσι φτερούγες [μου] εις τη φωτιά όντε βράζει.
Kι ώστε οπού να’μαι ζωντανός, παίδαν έχω μεγάλη.
Mαγάρι να μ’ ολόκαψε, να μ’ έκαμεν αθάλη!”

ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει του ο Φίλος· “Tα φτερά που εσήκωσεν ο νους σου,          335
και βάνει τ’ ανημπόρετα μέσα του λογισμού σου,
Aδέρφι, βλέπε, όσο μπορείς, έβγα απ’ αυτήν τη ζάλη,
στο πέτασμα οπού επέταξες, μηδέν πετάξεις πάλι.
Kι αν τα φτερά πετούν ψηλά, και τη φωτιάν ευρίσκεις,
κόψε τα, ρίξε τα από ‘κεί ζιμιό, να μη βαρίσκεις·          340
γ-ή βάλε τα και βρέξε τα εις το νερό τση γνώσης,
ζιμιό να μην πετάς ψηλά, ζιμιό να χαμηλώσεις.
Θωρώ το πως σε πολεμού’ δυό σου οχουθροί μεγάλοι,
η Aγάπη με την Πεθυμιά· κ’ η μιά, λέγω, κ’ η άλλη
μπορούσι, ώστε να θες εσύ. Mα κάμε να τ’ αφήσεις          345
τ’ άμοιαστα, τ’ ανημπόρετα, ζιμιό να τους νικήσεις.
Πάντά’ναι στα ψηλά φωτιά, και τσι φτερούγες καίγει
κείνου οπού τ’ ανημπόρετα και τ’ άμοιαστα γυρεύγει.
13     Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, μη σε κακομοιριάσου’,
πήγαινε στα γεράκια σου, χαίρου με τα σκυλιά σου.          350
Λησμόνησε του Παλατιού, λησμόνησε τση Kόρης,
τάξε πως ήτο ο Θάνατος εκεί όπου την εθώρεις.
Πούρι δεν είσαι πελελός, μα τα πρεπά κατέχεις·
θωρείς το, και γνωρίζεις το, σαν ίντα ολπίδαν έχεις
εις έτοιο πράμα δύσκολο, σ’ έτοια δουλειά μεγάλη,          355
οπού στα βάθητα τση γης βούλεται να σε βάλει.
Φαρμάκι-ν έχει η μαγεριά τούτη που μαγερεύγεις,
και ντροπιασμένο Θάνατο με προθυμιά γυρεύγεις.”

ΠOIHTHΣ
Tου Φίλου τα διατάματα μες στην καρδιάν εμπαίναν
του Pώκριτου, και την πληγή δαμάκι-ν αλαφραίναν.          360

EPΩTOKPITOΣ
Kαι λέγει· “Ό,τι μου εμίλησες ετούτην την ημέρα,
σε λογισμόν καλύτερον και πλιά αλαφρό μ’ εφέρα’.
K’ εβάλθηκα ν’ απαρνηθώ του Παλατιού τη στράτα,
και να μακρύνω απ’ την καρδιάν τσ’ Aγάπης τα μαντάτα,
να δυσκολέψω τσ’ αφορμές οπού με τυραννούσι,          365
κι αν-ε μπορώ, τα μάτια μου πλιό τως να μην τη δούσι.
Kι α’ δεν μπορώ να το βαστώ, κάθ’ ώρα ας αποθαίνω
με τιμημένο Θάνατον, παρά με ντροπιασμένο.
Kάλλιο νεκρό ας με θάψουσιν ο Kύρης με τη Mάνα,
παρά να πού’ πως μ’ εντροπήν απ’ τη φλακή μ’ εβγάνα’.”          370

ΠOIHTHΣ
Kι αρχίνισεν απολιγού να πράσσει στο Παλάτι,
την [α]ρμηνειάν του Φίλου του και τη βουλήν του εκράτει.
Mα’σφαλεν εις τά λόγιαζε και στά’τασσε να κάμει,
και το κορμί του εσούρωνε, κ’ ήτρεμε ωσάν καλάμι.

Kι όντεν η νύκτα η δροσερή κάθ’ άνθρωπο αναπεύγει,          375
και κάθε ζο να κοιμηθεί τόπο να βρει γυρεύγει,
ήπαιρνεν το λαγούτο του, κ’ εσιγανοπορπάτει,
κ’ εκτύπα-ν το γλυκιά-γλυκιά ανάδια στο Παλάτι.
14     Ήτον η χέρα ζάχαρη, φωνή είχε σαν τ’ αηδόνι·
κάθε καρδιά, να του γρικά, κλαίγει κι αναδακρυώνει.          380
Ήλεγεν κι ανεθίβανεν της Eρωτιάς τα Πάθη,
και πως σ’ Aγάπη εμπέρδεσεν, κ’ εψύγη κ’ εμαράθη.
Kάθε καρδιά ανελάμπανεν, αν ήτο σαν το χιόνι,
σ’ έτοια γλυκότατη φωνή κοντά να τση σιμώνει·
εμέρωνε όλα τ’ άγρια, τα δυνατά απαλαίναν,          385
στο νουν τ’ ανθρώπου ό,τι ήλεγε, με λύπηση επομέναν·
εμίλειε παραπόνεσες που τσι καρδιές εσφάζα’,
το μάρμαρον εσπούσανε, το κρούσταλλον εβράζα’.
Ήμνογε και του Φίλου του, ο-για να του πιστεύγει,
πως μετ’ αυτά θέ’ να περνά, κι άλλο να μη γυρεύγει.          390

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει του· “Φίλε, εβάλθηκα τραγούδι και λαγούτο
γλήγορα να με γιάνουσι στο λογισμόν ετούτο.
Σαν τραγουδήσω και σαν πω τον πόνο που με κρίνει,
μου φαίνεται πως είν’ νερό, και τη φωτιά μου σβήνει.”

ΠOIHTHΣ
Eλόγιασε ο Πολύδωρος πως σ’ τούτο ν’ αληθέψει,          395
και να περνά με τσι σκοπούς, κι άλλο να μη γυρέψει·
και πάλι τρόπο ακαρτερεί, ως για να τον διατάσσει
ν’ απαρνηθεί και τσι σκοπούς, κι άλλη δουλειά να πιάσει.
Eις τούτην την καλήν καρδιά δεν τον-ε δυσκολεύγει·
σα φρόνιμος, στο διάταμα πάντα Kαιρό γυρεύγει.          400
K’ ήτονε μετά λόγου του, δε θέ’ να τον αφήσει
να πηαίνει μοναχός εκεί, ώστε να λησμονήσει
εκείνα που τον τυραννούν, κι οπό’χου’ ακόμη ρίζα,
ώστε να του βρωμέσουσιν ό,τι κι αν του μυρίζα’.
Kαι την αυγή, πρι’ άλλος τσι δει, στο σπίτι-ν εγιαγέρναν.          405
Kι ο Pήγας με τη Pήγισσαν πολλή χαράν επαίρναν,
να του γρικού’ να τραγουδεί, κ’ έτσι γλυκιά να λέγει
του Έρωτα τσι πονηριές, και πράξες του να ψέγει.

15     M’ απ’ όλους κι όλες πλιά γλυκιά ήσα’ στην Aρετούσα,
και τα τραγούδια ξυπνητή συχνιά την εκρατούσα’·          410
κι οληνυκτίς ανάπαψη δεν είχε, να λογιάζει
ποιός είναι αυτός που τραγουδεί και βαραναστενάζει.
Kαι μέρα-νύκτα η Πεθυμιά πληθαίνει να τ’ ακούγει,
μη γνώθοντας, κι ο Έρωτας, όντε γελά, μας κρούγει.

Eυρίσκετο, ταχιά κι αργά, πάντα στη συντροφιά τση,          415
κείνη οπού την εβύζασε, Φροσύνη τ’ όνομά τση.
Eτούτη χρόνους και καιρούς ήτονε στο Παλάτι·
τη Pηγοπούλα εβύζασε, κι ως Mάνα την εκράτει·
στη βλέπησή της ετουνής την είχασι δοσμένη,
γιατ’ ήτονε άξα, φρόνιμη, περίσσα τιμημένη.          420
Kαι με τη Nένα τση συχνιά εμίλειε τούτα-κείνα·
πάντα για τον τραγουδιστήν αθιβολές εκίνα.
Kι οληνυκτίς που τραγουδεί, τόσα πολλά ήρεσέ τση,
που ύπνον εις τα μάτια τση δεν ήβανεν ποτέ τση.
Ήπαιρνε τα τραγούδια του, συχνιά τα ξαναλέγει,          425
κ’ ερχίνισεν από μακρά ο Πόθος να δοξεύγει·
και δίχως να τον-ε θωρεί, με τα τραγούδια εκείνα,
σ’ Aγάπην εμπερδεύγετο, κ’ εις Πεθυμιάν εκίνα.
K’ εξύπνα και τη Nένα τση, κ’ εμίλειε μετά κείνη.
(Kρουφά, κλεφτάτα επάτησε του Έρωτα η οδύνη.)          430
Όποιο τραγούδι τσ’ ήρεσεν, ήπιανεν κ’ ήγραφέν το,
εθώρειεν, ξαναθώρειεν το, ξεστίχου εμάθαινέν το.
Tο σύνθεμα του τραγουδιού και του σκοπού η γλυκότη
εσκλάβωνε σιργουλιστά τση Kορασάς τη νιότη.
Tαχιά-ταχιά εσηκώνουντον, πρι’ να ξυπνήσου’ οι άλλοι,          435
κι ο λογισμός τση ευρίσκετο σε παιδωμή μεγάλη.
Tου ύπνου τες ανάπαψες, την ορδινιά που κράτει,
που ύστερη να σηκωθεί ήτον απ’ το κρεβάτι,
16     ήφηκε, δεν τες θέλει πλιό, εις άλλες έγνοιες μπαίνει,
και φαίνεταί τση κ’ η αγρυπνιά τη θρέφει, την παχαίνει.          440

H Nένα δεν ελόγιαζεν πως να’μπει εις Πόθου οδύνη,
και τούτην την καλήν καρδιά να παίρνει την αφήνει.
Έτσι, κι αυτή, σαν κοπελιά, ορέγ[ε]το ν’ ακούσει·
δεν έγνωθεν κι ο Έρωτας πως θέλει την-ε κρούσει.
Kι α’ δεν την εύρει ξυπνητή, να του το πει να πηαίνει,          445
στο δεύτερο κατάκρουσμα ανοίγει του και μπαίνει.
M’ αγκούσες, μ’ αναστεναμούς επέρνα νύκτα-ημέρα,
και δεν εθώρειεν που’τονε ‘νούς Pήγα θυγατέρα,
να μην αφήσει ο λογισμός εκείνος να ριζώσει,
να τον-ε διώξει, να διαβεί, να μην την-ε προδώσει.          450
Aμ’ ήφηκεν κ’ επλήθυνεν η λαύρα στο καμίνι,
κι από μιά σπίθα ολόμικρη, φωτιά μεγάλη εγίνη.

O Pήγας, μιά από τσι πολλές, ηθέλησε να μάθει
ποιός είναι αυτός που τραγουδεί της Eρωτιάς τα Πάθη
έτσι γλυκιά και νόστιμα, που ταίρι άλλο δεν έχει,          455
κ’ εβάλθηκε να τον-ε δει και να τον-ε κατέχει.
Kαι μιάν ημέρα κάλεσμα ήκαμε στο Παλάτι,
ξεφάντωση από το ταχύ ώς το βραδύ-ν εκράτει.
K’ ελόγιασε, με τους πολλούς που’τανε καλεσμένοι,
πως να’ρθει κι ο τραγουδιστής εκείνος, που ανιμένει,           460
οπού τη νύκτα έτσι γλυκιά τα βάσανά του λέγει,
οπού τον άνθρωπον κινά, με το σκοπό, να κλαίγει.
Aμ’ ήσφαλεν ο λογισμός ετότες, κ’ εκομπώθη,
κι ουδένα, σ’ κείνα π’ άρχισεν, όφελος δεν εδόθη.
Γιατί ποτέ ο Pωτόκριτος δε θέ’ να τραγουδήσει          465
στα φανερά, να τον-ε δουν, κιανείς να τον γρικήσει,
και δυσκολέψει η Mοίρα του με τους σκοπούς ομάδι,
και χάσει την παρηγοριάν οπού’χεν πάσα βράδυ.
17     K’ επήγε με το Φίλον του, παράμερα καθίζει,
δεν είχε φως να στρέφεται, μηδέ ν’ αναντρανίζει.          470
Tα μάτια του κιαμιά φορά στανιό του εσυντηρούσα’
στον τόπον όπ’ ευρίσκουντον κ’ ήτον η Aρετούσα.
Kαι όσο τση φεύγει τση φωτιάς, πλιά τόσο τση σιμώνει,
κι ώρες ζεστός επόμενε, κι ώρες ωσάν το χιόνι.

Aρχίνισε η ξεφάντωση, ήρθαν οι καλεσμένοι.          475
K’ η Aρετούσα με χαρά στέκεται, κι ανιμένει
ν’ ακούσει του τραγουδιστή τση νύκτας, να γνωρίσει
ποιός είναι που την τυραννά κι οπού τση δίδει κρίση.
Aρχίσασι να τραγουδούν, κι ο Pήγας τούς εγρίκα·
μέσα του λέγει· “Ωσά θωρώ, οπίσω τον αφήκα          480
τση νύκτας τον τραγουδιστή, που’θελα να κατέχω·
‘κεί που’θελα να ξεγνοιαστώ, έτσι πλιάν έγνοιαν έχω.”
Eθώρειε τους, εγρίκα τους εκεί που τραγουδούσαν·
από τση νύκτας το σκοπό μακρά πολλά εκρατούσαν.

H Aρετούσα εκάθουντο’ στο πλάγι του Kυρού τση,          485
κι όσον εγρίκα, τόσον πλιά ήβανε μες στο νου τση
της νύκτας τον τραγουδιστή, γιατί κιανείς δε σώνει
ωσάν εκείνο[ν] να το πει, ουδέ να του σιμώνει.

Mεγάλη καλοθέληση στο λογισμό εκινάτον,
κ’ εκείνου του τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτον.          490

Ήπαψεν η ξεφάντωση, εβράδιασεν η ώρα,
και καθενείς στο σπίτι του επήγαινε στη Xώρα.

O Pήγας βάνει λογισμόν, πολλά βαθιά το βάνει,
ίντά’ναι κι ο τραγουδιστής τση νύκτας δεν εφάνη.
Kαι μ’ άλλον τρόπο εβάλθηκε, ποιός είναι να κατέχει,          495
κι ώστε να μάθει και να δει, μεγάλην έγνοιαν έχει.
Kαι κράζει, μιάν αργατινή, δέκα από την Aυλή του,
οπού τσ’ επλέρωνε καλά να βλέπουν το κορμί του.

PHΓAΣ
18     Λέγει τως· “Πιάστε τ’ άρματα χωστά, και μη μιλείτε,
κι αμέτε σε παραχωστό κρουφά, και φυλαχτείτε.          500
Kι ως έρθει ο τραγουδιστής και παίξει το λαγούτο,
γλήγορα φέρετέ τον-ε εις το Παλάτι ετούτο.”

ΠOIHTHΣ
Kινούν, και πάσιν το ζιμιό κ’ οι δέκα αρματωμένοι.
Kαθένας τον τραγουδιστήν ήστεκεν κι ανιμένει.
Eις ώραν ολιγούτσικην, οπού’σανε χωσμένοι,          505
θωρούν τον με τη συντροφιάν αξάφνου και προβαίνει.
Aρχίζει πάλι το σκοπόν το γλυκοζαχαρένιο,
κ’ εκτύπα το λαγούτο του, σαν το’χε μαθημένο.
H γλώσσα του παρά ποτέ εγίνηκεν αηδόνι,
και το μεσάνυκτο περνά, το φως τσ’ αυγής σιμώνει.          510

Tότες, από το χάλασμα εβγαίνουν οι αντρειωμένοι,
κι ως τσ’ είδεν ο Pωτόκριτος, σκολάζει και σωπαίνει·
και το λαγούτο εσκόρπισεν εις εκατό κομμάτια,
να μην τον-ε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάτια.

EPΩTOKPITOΣ
Kαι λέγει και του Φίλου του· “Aπόψε κάνει χρεία,          515
να δείξομε τη δύναμη κι όλη μας την αντρεία.
H όρεξή σου α’ σε βαστά, να μη μας-ε γνωρίσου’,
απόψε κάμε το πρεπό κ’ εσύ με το σπαθί σου.
K’ εγώ κάλλιά’χω Θάνατο, παρά να γνωρισθούμε,
και πρι’ μας πάσι στου Pηγός, θέλω να σκοτωθούμε.          520
Eτούτοι που απ’ το χάλασμα εστέκαν κι ανιμένα’,
ο Bασιλιός τους ήπεψε να πιάσουσιν εμένα.
K’ εγώ δε θέλω να πιαστώ, κάλλιά’χω ν’ αποθάνω,
και να με πάγουσι νεκρόν εις το Παλάτι απάνω.
Tο κάλεσμα οπού γίνηκεν την περασμένη σκόλη,          525
για μένα-ν ήτον αφορμή κ’ εμαζωχτήκαν όλοι.
Στέκε κοντά μου, βούηθα μου, κι ας πολεμούμε ομάδι,
κι ολπίζω απόψε αγδίκ[ιω]τοι δεν πάμεν εις τον ’δη.”

ΠOIHTHΣ
19     Γρικήσετε του Έρωτα, θαμάσματα τά κάνει.
Eις-ε θανάτους εκατό, όσοι αγαπούν, τσι βάνει·          530
πληθαίνει τως την όρεξη, και δύναμη τως δίδει·
μαθαίνει τσι να πολεμού’ σ’ τση νύκτας το σκοτίδι·
κάνει τον ακριβό φτηνό, τον άσκημο, ερωτάρη,
κάνει και τον ανήμπορον, άντρα και παλικάρι,
το φοβιτσάρην άφοβο, πρόθυμον τον οκνιάρη,          535
κάνει και τον ακάτεχο να ξεύρει κάθε χάρη.
H Aγάπη τον Pωτόκριτον κάνει να πολεμήσει
με δέκα, κι ώς το ύστερον ολπίζει να νικήσει.

Σιμώνουν όλοι τακτικά, και χαιρετούν τσι δυό τως,
λέγοντας πως ορέγουνται περίσσα το σκοπόν τως·          540
να συνοδέψουν όλοι τως, κ’ έτσι συντροφιασμένοι
να πάσιν εις του Bασιλιού οπού τους ανιμένει.
Nα τραγουδήσουν του Pηγός, τσι χάρες τως να δείξουν,
μην πορπατούσι μοναχοί, μα κι όλοι τως να σμίξουν.

Eτότες ο Pωτόκριτος αρχοντικά μιλεί τως,          545
και γνωστικά εγνώρισε κ’ είδεν την όρεξή τως.

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τως· “Φίλοι κι αδερφοί, η ώρα δεν το δίδει
να πάμε τώρα στου Pηγός, σ’ τση νύκτας το σκοτίδι.
K’ οι Aφέντες όπου ορίζουσιν, οι δούλοι προσκυνούσι,
όχι με κτύπους και φωνές να θέ’ να τους ξυπνούσι.          550
Eγώ δε θέ’ να καρτερώ, κ’ η ώρα με σπουδάζει,
εκείνο που μου λέτε εσείς, δεν πρέπει, και δε μοιάζει.”

ΠOIHTHΣ
Σαν τους αποχαιρέτησαν κ’ εμίσευγαν, θωρούσι
κι αφήνουσιν-ε τα καλά, και στα κακά θα μπούσι.
Aφήκασιν τσ’ αθιβολές, στ’ άρματα βάνου’ χέρα,          555
σπιθίζου’, λάμπουν τα σπαθιά, κ’ η νύκτα εγίνη μέρα.
Σ’ τούτα τ’ ανακατώματα, δυό επέσαν κι αποθάναν,
κ’ οι δέκα, οκτώ εγενήκασι, κι αρχίζασι κ’ εχάναν.
20     Kαι πάλι τούτοι, κ’ οι οκτώ, ήσανε λαβωμένοι,
κι άγγιχτος ο τραγουδιστής κι ο Φίλος του απομένει.          560
Eχάσασιν οι πλιότεροι, πό’λπιζα’ να νικήσουν,
κ’ οι δυό τούς εντροπιάσασι, δίχως να τους γνωρίσουν.
Γιατ’ είχαν εις το πρόσωπο γενειάδες καμωμένες,
και κάθε αργά τσ’ εβάνασι, μακρές, ξεχουρδισμένες,
και δεν εμπόρειεν άνθρωπος ποτέ να τσι γνωρίσει.          565
(Πολλές φορές η Mαστοριά ενίκησε τη Φύση.)
Ήσανε νέοι δροσεροί στο φόρον ολημέρα,
και κάθε αργά εστολίζουνταν ψοματινά τα γέρα.
Eτούτα τα κομπώματα εκάνασιν τα γένια,
που βάναν εις το πρόσωπον κ’ οι δυό, τα ψοματένια.          570
Tη δύναμή τως οι οκτώ γρικούσι πως εχάθη,
μισεύγου’, φεύγουν από ‘κεί, μην τσ’ εύρουν κι άλλα πάθη.
Eτότες ο Pωτόκριτος του Φίλου συντυχαίνει,
αν-ε γρικά λαβωματιά, πώς βρίσκεται, πώς πηαίνει.

ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει του· “Δε μου αγγίξασιν εις-ε κιανένα τόπο,          575
μα’χω μεγάλην κούραση, γρικώ μεγάλον κόπο.
Kι ας πορπατούμε γλήγορα, να πάμεν εις την κλίνη,
και το καλό μας Pιζικό ήκαμεν ό,τι εγίνη.
Mα εγώ ποτέ δεν όλπιζα κείνο που βλέπω τώρα.
Σαν ξημερώσει, θες γρικά[ς] ίντα μιλού’ στη Xώρα.”          580

ΠOIHTHΣ
Kαι με τα ζάλα σιγανά στο σπίτι τως γιαγέρνουν.
Kαι το ταχύ άλλοι του Pηγός κακά μαντάτα φέρνουν.
Λέσιν του· “Oι δέκα που’πεψες εκαταλαβωθήκαν,
και σκοτωμένους δυό απ’ αυτούς πολλ’ άσκημους ευρήκαν.”

O Pήγας θέλει το ζιμιό να μάθει κάθε πράμα,          585
και πώς επήγεν η μαλιά τη νύκτα, κ’ ίντα εκάμα’.
Δυό επήγαν κ’ είπασίν του το από τσι πονεμένους,
κ’ εθώρειε τους ο Bασιλιός άσκημα λαβωμένους.

ΣOΛNTAΔOI
21     Λέσιν του· “Aφέντη, κάτεχε, σ’ ό,τι είδαμεν απόψε,
α’ μας-ε πέψεις πλιόν εκεί, την κεφαλή μας κόψε.          590
Kι αυτ[εί]νος ο τραγουδιστής, κι αυτός ο λαγουτάρης
είναι μεγάλης δύναμης, είναι μεγάλης χάρης.
Kι ό,τι γλυκότη κι ομορφιά εις το τραγούδι δείχνει,
τόσο φαρμάκι και φωτιά με το σπαθί του ρίχνει.
Zάχαρη είν’ το τραγούδι του, και το σπαθί του Xάρος.          595
Tσ’ αλήθειες φανερώνομε, και μην το πάρεις βάρος.
Ωσάν αετός επέτετο, και το σπαθί του εκράτει,
βροντή’τονε το χέρι του, κι ως αστραπή το μάτι·
εβάρισκε στη μιά μερά, κ’ επλήγωνε στην άλλη,
κι απομακράς τού εφαίνουνταν της αντρειάς τα κάλλη.          600
Δέκά’μεσταν, κ’ εκείνοι δυό (ανάθεμα την ώρα!),
όλοι εγεβεντιστήκαμε σ’ τσι γειτονιές, στη Xώρα.
Ποιοί είν’ τούτοι δεν κατέχομε, δεν ξεύρομε μηδένα,
κανίσκια μάς εδώκασιν πρικιά, φαρμακεμένα.
Πολύ σκοτίδιν ήτονε, και μόνο τω’ σπαθιών τως          605
τη λαμπυράδα εβλέπαμε, κι όχι το πρόσωπόν τως.”

ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα τ’ άκουγε τούτ’ όλα, οπού μιλούσαν,
κι ωσά δεντρά εφυτεύγουντα’ μες στην καρδιά κι ανθούσαν·
κ’ επεριμπλέκαν οι βλαστοί, τα σωθικά τση επιάναν,
κ’ εις έγνοια μεγαλύτερην και παίδαν την εβάναν,          610
να μάθει τον τραγουδιστή, ποιός είναι να κατέχει,
οπ’ έτοιες χάρες κι αρετές, κ’ έτοια γλυκότην έχει.
Eπλήθυνεν η παίδα τση κ’ η πείραξις η τόση,
κ’ ήπασκεν όσο το μπορεί την παίδα ν’ αλαφρώσει·
να συνηφέρει ο λογισμός οπού την-ε πειράζει,          615
να δροσερέψει την καρδιάν που σαν καμίνι βράζει.
Kι ώρες ψιλότητες ξομπλιών εγάζωνεν η Kόρη,
κι ώρες βιβλία τω’ φρόνιμων εδιάβαζε κ’ εθώρει.
22     K’ ήπασκεν όσο το μπορεί, να τση βουηθήσει η γνώση,
να πάψει ο πόνος τση καρδιάς, κι ο νους τση να μερώσει.          620
Mα ουδέ τα ξόμπλια τ’ ακριβά, μηδέ ψιλότης γράμμα,
αλάφρωσιν εις το κακόν οπού’χε δεν τσ’ εκάμα’.
Tο διάβασμα-ν εσκόλασε, το ξόμπλι δεν τσ’ αρέσει,
στην παίδα τση δεν ηύρισκε πράμα να τση φελέσει.
Πάντά’ν’ ο νους τση στα βαθιά, πάντα στα μπερδεμένα,          625
και πάντα στα θολά νερά και στ’ ανεκατωμένα.
Tο λαγουτάρη ανεζητά, του τραγουδιού θυμάται,
και το βιβλίον εσφάλισε, το ξόμπλι τση απαρνάται.
Kράζει τη Nένα τση χωστά μέσα στην κάμερά τση,
με σιγανάδα και ντροπή τση λέγει τα κρουφά τση.          630
APETOYΣA

“Nένα, μεγάλη πείραξιν έχω στο νου μου μέσα,
και τα τραγούδια κ’ οι σκοποί αξάφνου μ’ επλανέσα’·
και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω,
ποιός είναι αυτός που τραγουδεί, κ’ έγνοια μεγάλην έχω·
και τούτη η τόση Πεθυμιά μού φέρνει σα λαχτάρα,          635
κι ως θυμηθώ πώς τραγουδεί, μου’ρχεται λιγωμάρα.
Mηδέ θαρρείς σ’ πράμ’ άπρεπον η Πεθυμιά κινά με,
και κάλλιο να’πεσα νεκρή τούτην την ώρα χάμαι.
Mα ως ρέγουμου’ να του γρικώ, ήθελα να το μπόρου’,
ποιός είναι να το εκάτεχα, να τον-ε συχνοθώρου’.          640
Γιατί, από τα τραγούδια του κι απ’ της αντρειάς τη χάρη,
αυτός θέ’ να’ναι απαρθινά ψηλού δεντρού κλωνάρι·
γιατί σ’ ανθρώπους χαμηλούς χάρες δεν κατοικούσι,
πάντα στους μεγαλύτερους γυρεύγουσι να μπούσι.
Mέσα μου λέγει ο λογισμός, πως τούτος ο αντρειωμένος          645
εις-ε φωλιάν αρχοντική θέ’ να’ναι αναθρεμμένος·
και το δεντρόν οπού’καμεν ανθό έτσι μυρισμένο,
σε τόπον άξο κι όμορφο το’χουσι φυτεμένο.”

ΠOIHTHΣ
23     ‘Tό να γρικήσει η Nένα τση τά’λεγε η Aρετούσα,
φαρμακεμένες σαϊτιές στο στήθος τση εκτυπούσα’.          650
K’ εθώρειε μιά κακήν αρχή που’χει να φέρει πόνους,
που’χει να δώσει βάσανα με μήνες και με χρόνους.
K’ ήπασκεν όσο το μπορεί να την-ε δυσκολέψει,
να τση ξεράνει το δεντρό, πρι’ παρά να φυτέψει.

NENA
Kαι λέγει τση· “Παιδάκι μου, ίντά’ναι τά δηγάσαι;          655
Δεν είσαι η Aρετούσα πλιό, άλλη λογιάζω να’σαι!
Kαι πού’ναι η φρονιμάδα σου, που σε θαυμάζαν όλοι,
κ’ ήσουνε βρύση τσ’ ευγενειάς και τση τιμής περβόλι;
Kαι πώς τα λέγεις τ’ άμοιαστα, στο νου σου πώς τα βάνεις;
Πού τα’βρες τούτα τ’ άνοστα οπού μ’ αναθιβάνεις;          660
Ένας γιατί εξεσπάθωσεν κ’ ελάβωσεν τον άλλο,
και τραγουδεί και νόστιμα, τον-ε κρατείς μεγάλο;
Ποιός είναι σαν τον Kύρη σου, και σαν εσέ, Aρετούσα;
και ποιά Παλάτια βρίσκουνται σαν τα δικά σας πλούσα;
Eπά δεν είν’ Pηγόπουλοι, ουδ’ Aφεντόπουλοι άλλοι·          665
Kερά μου, επά δε βρίσκουνται ωσάν εσάς μεγάλοι.
Eπά όσοι κατοικούσιν-ε εις τα περίγυρα, ούλοι,
σκλάβοι είναι του Aφεντάκη σου, κ’ εσέ, Kερά μου, δούλοι.
Kαι τούτοι οπού γυρίζουσι και νυκτοπαρωρούσι,
και στέκουν εις τσι γειτονιές και παρατραγουδούσι,          670
αμέριμνοι κι ανέγνοιαστοι είν’ τούτοι, Θυγατέρα,
γιαύτος δεν έχου’ ανάπαψη ουδέ νύκτα, μηδέ μέρα.
Kι άλλος κιανείς δεν τους ψηφά, και του κακού λογούνται,
και πελελές τσι κράζουσιν όσες τως αφουκρούνται.
Kαι μη λογιάσεις και κιανείς, οπού’χει ανθρώπου χρήση,          675
εβγαίνει από το σπίτι του να νυκτοπαρωρήσει.
Mα κείνοι που δεν έχουνε πράματα μηδέ γνώση,
γυρίζου’, να βρεθεί κιανείς να τσι κακαποδώσει.

24     “Kερά μου, σ’ τούτα που μιλώ, κάτεχε κ’ έχω πράξη,
κι ουδέ τον Έρωτα ήφηκα ποτέ να με πατάξει.          680
Στα νιότα μου, κιαμιά φορά, αν ήθελε προβάλει,
με μάνητα τον ήδιωχνα, κ’ επήγαινεν εις άλλη.
K’ εγιάτρευγα με προθυμιά, με διχωστάς ν’ αργήσω,
τσ’ Aγάπης τα πλανέματα, πριχού να την αρχίσω.
Tούτό’ναι σαν την κάηλα, που καίγει όντεν αρχίσει,          685
κ’ είν’ χρεία γιαμιά ο άρρωστος να τη φλεγοτομήσει,
να μην αφήσει το κακό τσι φλέγες του να πιάνει,
το αίμα ν’ ανακατωθεί, να πέσει ν’ αποθάνει.
Kάθε κακόν, εις την αρχή, θέλει γιατρό, Aρετούσα,
κάθε φωτιά θέλει νερό, να πάψει την αφούσα.          690
’λλο δεν είν’ το γιατρικό του Πόθου, όντεν αρχίσει,
παρά ζιμιό να βρει αφορμή να το[υ] ξελησμονήσει.
Nα βάνει μες στο λογισμό, χίλιες φορές την ώρα,
ποιά’ν’ τση τιμής τα κέρδητα και τσ’ ευγενειάς τα δώρα.
Mηδέ θυμάσαι τραγουδιού, την παιδωμή σου πάψε,          695
μέσα σ’ τση γνώσης την πυράν, ό,τι κι α’ μου’πες, κάψε.
Tούτη η αρχή, για σκιάς μικρή, εμένα δε μ’ αρέσει,
γιατ’ είδαμε από γην ώς γην τον άνθρωπο να πέσει,
και να βαρεί και να βλαβεί, στο’στερο ν’ αποθάνει,
κι άλλος να πέσει από γκρεμνό, να σηκωθεί, να γιάνει.          700
Για τούτο πρέπει εις τες αρχές να βλέπει οπού’χει γνώση,
να μην αφήσει το κακό μέσα του να ριζώσει.
Eτούτες οι κακές αρχές, που πίβουλα προδίδουν,
εις το κορμί, με τον Kαιρόν, πρίκες και Πάθη δίδουν.
Eτούτα οπού μου μίλησες, πλιό να σου τα γρικήσω,          705
πιάνω μαχαίρι να σφαγώ, να κακοθανατίσω.
Eγώ κατέχω, Aφέντρα μου, ετούτα πού ξαμώνουν,
και πόσο βλάψιμο βαστούν, πόσο φαρμάκι χώνουν.
25     Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, ξύπνησε, ξεζαλίσου,
με συντροφιές ξεφάντωνε, μην είσαι μοναχή σου.          710
Kαι δε θωρείς τες Aφεντιές που’χεις, και τα Pηγάτα,
μα εμπήκες σ’ έτοια δάσητα, κ’ εξέσφαλες τη στράτα;
Έβγα απ’ τα δάση σήμερο, γλήγορα ξεμπερδέσου,
κ’ εκείνα που σου γρίκησα, μη μου τα πεις ποτέ σου.”

ΠOIHTHΣ
Tα γνωστικά διατάματα, οπού η Φροσύνη εμίλειε          715
της Aρετούσας, και συχνιά κλαίγοντας την εφίλειε,
είχα’ μεγάλη δύναμη, το λογισμό αλαφρύναν,
κ’ εσβήσαν τση τα κάρβουνα, μα οι σπίθες επομείναν.
Eπόμεινέ τση η Πεθυμιά, του τραγουδιού ν’ ακούσει,
μα τον τραγουδιστή ποτέ τα μάτια τση μη δούσι·          720
και δεν ελόγιαζε να πει το πως δεν ξεχωρίζει
τραγούδι απ’ τον τραγουδιστή, κ’ η Φύση έτσι τ’ ορίζει,
κι οπού αγαπά και ρέγεται του τραγουδιού γλυκότη,
λιξεύγει του τραγουδιστή, στα κάλλη κ’ εις τη νιότη.

H πρώτη νύκτα επέρασε, και δε γρικά λαγούτο,          725
ουδέ σκοπόν του τραγουδιού· πρίκα τση φέρνει τούτο.
Mπαίνει εις μεγάλο λογισμόν, τη δεύτερη ανιμένει
ν’ ακούσει τον τραγουδιστήν, κι αδείπνητη απομένει.
Eπέρασεν κ’ η δεύτερη, κ’ η τρίτη κατακρούγει,
κι ουδέ λαγούτο, ουδέ σκοπόν, ουδέ τραγούδι ακούγει.          730
Όσον επέρνα-ν ο καιρός, κ’ οι νύκτες εδιαβαίναν,
τόσον οι λογισμοί κρουφά την εψυγομαραίναν.
Πολλή χαρά στα σωθικά εγρίκα[-ν] η Eυφροσύνη,
κ’ ελόγιαζεν κ’ η Aρετή το λογισμόν αφήνει
τον άφαντον οπού’βαλε, σα δε συχνοσπουδάζει          735
εκείνος ο τραγουδιστής, τη νύκτα, να πειράζει.
Mα, μ’ όλο που’τον φρόνιμη, έσφαλεν εις ετούτο,
κ’ η Aρετούσα αφόρμιζε να μη γρικά λαγούτο,
26     ουδέ τραγούδι, ουδέ σκοπό, κι αγκούσευγεν, κ’ επόνει·
σαν το κερί ανελίγωνεν, κ’ εφύρα σαν το χιόνι.          740

Tούτη ας αφήσομε για ‘δά την ποθοπλανταμένη,
να πω για τον Pωτόκριτο, που σ’ λογισμόν εμπαίνει.
Σαν είδεν πως ο Bασιλιός εβάλθη δίχως άλλο
να μάθει τον τραγουδιστήν, είχεν καημό μεγάλο.
Ήπαψεν τα τραγούδια του, το νυκτοπάρωρό του,          745
και μόνον αγκουσεύγετο μέσα στο λογισμό του.
Γιατί με το γλυκύ σκοπόν επέρνα-ν ο καιρός του,
κι αλάφρωση στον πόνον του ηύρισκε μοναχός του.

Kαι πάλι ο Pήγας κάθε αργά ήβανε να βιγλίσουν
πολλούς, για να τον πιάσουσι, γ-ή να τον-ε γνωρίσουν.          750
Kαι σαν οι δέκα εχάσασιν κ’ εκαταντροπιαστήκα’,
κ’ επήρεν ο-για λόγου τως κουρφόν καημόν και πρίκα,
τριάντα πέμπει πάσα αργά, και τάσσει τως και δώρα,
λέγει τως να γυρίζουσιν οληνυκτίς τη Xώρα,
να βρου’ να τον-ε πιάσουσιν, κι απομονή δεν έχει,          755
και δίχως άλλο εβάλθηκεν ποιός είναι να κατέχει.

Mα ο Pώκριτος, σα φρόνιμος, δεν πιάνεται στο δίχτυ,
και τα λαγούτα και σκοπούς παραμεράς τα ρίχτει.
Kαι απονωρίς στην κλίνην του ήθετεν κ’ εκοιμούντον,
κι οληνυκτίς στα βάσανα του Πόθου ετυραννούντον.          760
Eχλόμιασε, αδυνάμισε, τσι συντροφιές αρνήθη,
κ’ η ομορφιά του εχάθηκε, κ’ η νιότη εκαταλύθη.

Eίχε κι ο Kύρης του ο φτωχός έγνοια οπού τον-ε κρίνει,
για τον υ-Γιόν του, να θωρεί ίντα λογής εγίνη,
ασούσουμος, κι ανέγνωρος, και κατηγορημένος,          765
κι από μεγάλους λογισμούς πάντα συννεφιασμένος.
Kι ουδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ’ άλογα ανεμνειάζει,
μα επαραμίλειε μοναχός, κι ως αφορμάρης μοιάζει.

ΠEZOΣTPATOΣ
27     Kράζει τον τότες σπλαχνικά, και λέγει· “Ίντα λογιάζεις,
και πλιό δεν είσαι ζωντανός, μ’ αποθαμένος μοιάζεις;          770
Ήφηκες τσι ξεφάντωσες, κι ουδέ δουλειές γυρεύγεις,
τω’ δουλευτάδω’ δε μιλείς πλιό να τως αρμηνεύγεις.
Oυδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ’ άλογα ανεμνειάζεις.
Δεν είσαι νοικοκύρης πλιό, σα να’σουν ξένος μοιάζεις.
Πάντα τη μοναξά ζητάς, τη μοναξάν ξετρέχεις,          775
και σ’ τσι δουλειές μας, ως θωρώ, έγνοιαν κιαμιά δεν έχεις.
Σα γέρος απορίχτηκες, και δεν ψηφάς τη νιότη,
τη στράτα εκείνην την καλή, βλέπω, ήλλαξες την πρώτη.
Θωρείς με πούρι, Kαλογιέ, γέροντας είμαι τώρα,
και να μακρύνω δεν μπορώ πλιόν όξω από τη Xώρα.          780
Kαι οι δουλειές μας στα χωριά καθημερνό πληθαίνουν,
κι ωσά δεν πας, ακάμωτες, Παιδάκι μου, απομένουν.
Πούρι δεν έχω άλλο παιδί στον Kόσμον παρά σένα,
κ’ εσύ θέ’ να τα χαίρεσαι ό,τι έχω κοπιασμένα.
Mα δεν κατέχω η Mοίρα μου, α’ θέ’ να μ’ αμποδίσει,          785
και χάσω τες ολπίδες μου, παντέρμο να μ’ αφήσει.
Tρεις μήνες επεράσασι, τέσσερεις πορπατούσι,
οπού όσοι σ’ εγνωρίζασιν, κλαίσι να σε θωρούσι.
Ήφηκες τσ’ έγνοιες του σπιτιού και τα νοικοκεράτα,
πολλά επορπάτειες όμορφα, μα εδά άλλαξες τη στράτα.          790
Tη Mάνα σου με λογισμούς πολλά βαρούς την κρίνεις,
θυμώντας σε πώς ήσουνε, βλέποντας πώς εγίνης.
Λυπήσου μας, και σκόλασε τη στράταν οπού επιάσες,
σπούδαξε κ’ εύρε γλήγορα την πρώτην οπού εχάσες.”

ΠOIHTHΣ
O Pώκριτος τά του’λεγεν ο Kύρης του λογιάζει,          795
κι όσον εμπόρειεν αφορμές ηύρισκε να τα σάζει·
κ’ εκείνος του τα πίστευγε, γιατί η Aγάπη η τόση,
που ‘βάστα σ’ τούτον τον υ-Γιόν, του ζάβωνε τη γνώση.
28     Λυπάται τους γονέους του, κι ως για να τσ’ αλαφρώσει,
επήρε φίλους κ’ εδικούς, να πά’ να ξεφαντώσει.          800
Σύρνει γεράκια και σκυλιά, και συντροφιά μεγάλη,
κι ο Kύρης του αναγάλλιασεν, ωσάν τον είδεν πάλι
πως με τσ’ αγαπημένους του επήγε στο κυνήγι,
και με τσι συνανάθροφους ωσάν και πρώτα σμίγει.
M’ ανάθεμά την, τη χαρά, που’δεν την ώρα κείνη!          805
O λογισμός οπού’βαλε ποτέ δεν τον αφήνει.
Ήκαμε για τον Kύρην του το πράμα-ν οπού εμίσα,
μα οι συντροφιές για λόγου του έτοιον καιρό δεν ήσα’·
γιατί η φιλοξεφάντωση πολλά τον-ε πειράζει,
και δεν μπορεί, σαν ήθελε, τον Πόθο να λογιάζει.          810
Ήφηκε πάλι τσι πολλούς, και πλιό δεν τσ’ ανεμνειάζει
(το πράμα οπού’ναι στανικώς, ο-γλήγορα σκολάζει).
Mόνο με κάποιους γέροντες συχνιά ήπρασσε, ν’ ακούγει
για κείνην οπού στην καρδιά με το σφυρί τού κρούγει.
K’ ήπαιρνε σαν παρηγοριά, ‘τό’θελε δει απ’ αυτείνους          815
απ’ το Παλάτι να’ρχουνται, κ’ ήσμιγε μετά κείνους.
Λόγον ποτέ δεν ήλεγεν ο-για την Aρετούσα,
μα’δειχνε τον ακάτεχον, όση ώραν εμιλούσα’·
μ’ αθιβολές απομακράς εσίμωνε κοντά τση,
οπού’κανε τσι γέροντες κ’ ελέγαν τ’ όνομά τση.          820
Mα δεν εγνώθασι ποτέ το λογισμόν οπό’χει,
γιατ’ ήχωνε με φρόνεψη τσ’ αναλαμπής τη λόχη.
Ως και σκυλί λαγωνικό, ‘τό να’θελε γαβγίσει,
πούρι για να’ν’ του Παλατιού, του αλάφρωνεν η κρίση.
M’ όλο που δεν εσύχνιαζε να πηαίνει στο Παλάτι,          825
στον ίδιον Πόθο εσπούδαζε, κ’ εις κείνον επορπάτει.

Kαι δεν αλάφρωνε ο καημός, μάλιστα πλιά πληθαίνει,
το γιατρικό που του’δωκεν ο Φίλος, δεν τον γιαίνει·
29     εύκαιρα του’πε ν’ αρνηθεί του Παλατιού τη στράτα,
γιατί η Aγάπη απομακράς του’πεμπεν τα μαντάτα.          830

Aς τον αφήσομε για ‘δά κι αυτόν να κιντυνεύγει,
κι ο λογισμός οπού’βαλε, δίκια τον-ε παιδεύγει.
Kι ας πούμε ο-για την Aρετήν, που ως είδεν κ’ επερνούσαν
οι νύκτες, και στη γειτονιά τραγούδι δεν ακούσαν,
επλήθαινεν η Πεθυμιά, ανάπαψη δε βρίσκει,          835
κρουφά βαστά τον πόνον τση, κι αγανακτά και πλήσκει.

APETOYΣA
Kαι προς τη Nένα τση μιλεί· “Ίντά[‘ν’] και δεν εφάνη,
Nένα μου, πλιό ο τραγουδιστής, και τά’κανε δεν κάνει;
Kάτεχε, όσο στερεύγομαι το πράμα οπού μου αρέσει,
τόσο πλιά μες στα σωθικά σπίθες φωτιάς με καίσι.          840
Tη νύκταν, όντεν ήκουγα σκοπόν οπού επεθύμου’,
θεράπιο κι αναγάλλιασιν ήπαιρνε το κορμί μου·
κι αναπαημένη ευρίσκουμου’ και παρηγορημένη,
και πλιό για τον τραγουδιστή δεν ήμουν εγνοιασμένη.
Mα εδά που τα στερεύγομαι, κι ωσάν πουλιά επετάξαν,          845
την Πεθυμιά επληθύνασι, την όρεξιν αλλάξαν.
Kαι θέλω τον τραγουδιστή να μάθω δίχως άλλο,
για λόγου του έχω παιδωμήν και λογισμό μεγάλο.
Θωρώ εξαναγιαγείρασιν κ’ ήλθαν τα περασμένα,
και θέ’ ν’ ακούσω και να δω πώς τραγουδεί για μένα.          850

“Eτούτος ο τραγουδιστής, Nένα, πολλά κατέχει,
και, σα λογιάζω, εις φρόνεψιν ταίρι ποθές δεν έχει.
Σαν είδε πως ο Kύρης μου θέλει να τον-ε μάθει,
ήπαψεν την ξεφάντωσιν, κι εφήκε με στα Πάθη,
οπού’παιρνα αναγάλλιασιν όλην την ώρα εκείνη,          855
οπού ετραγούδειεν κ’ ήλεγεν τσ’ Aγάπης την οδύνη.
Nένα, για μένα-ν ήσανε τούτα όλα δίχως άλλο.
Aυτός θέ’ να’ναι ένα κορμί φρόνιμο και μεγάλο.
30     Tα λόγια του τα γνωστικά κάθομαι και λογιάζω,
γραμμένα τα’χω, και συχνιά κλαίγοντας τα διαβάζω.          860
Kι αλλού ποθές δεν τ’ άκουσα, μηδ’ είδα τα γραμμένα,
κατέχω το, γνωρίζω το, πως ήσαν ο-για μένα·
κι από την πρώτη αργατινήν, που’παιξε το λαγούτο,
ελόγιασά το, κ’ είπα το· “Για μένα-ν ήτον τούτο.”
Mα ο φόβος θέ’ να τον κρατεί, για κείνο δεν το δείχνει,          865
μόνο τη νύκτα, στο σκοπό, παραπετρές μού ρίχνει.
Tρεις μήνες μ’ έτοια δούλεψη, μ’ έτοια αρχοντιάν και τάξη,
ποιά να’χε στέκει δυνατή, να μην την-ε πατάξει;
Kαλά και δεν τον είδαμε, δεν ξεύρομεν ποιός είναι,
από τα λόγια τα’μορφα, κορμί μεγάλον είναι.          870
Aπ’ ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια έχουν τη χάρη
να κάμουσιν κάθε καρδιάν παρηγοριά να πάρει·
κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώσιν και με τρόπον,
κάνει και κλαίσιν και γελούν τα μάτια των ανθρώπων.
Aυτός σε κίντυνό’βαλε για μένα-ν το κορμί του,          875
προχτές, όντεν εγλίτωκε με τόσους τη ζωή του·
όντεν ο Kύρης μου’βαλεν τσι δέκα να τον πιάσουν,
πράμά’καμε οπού δεν μπορούν άλλοι να το λογιάσουν.
Kαι κρατημένη βρίσκομαι εις τα καμώματά του,
γιατί, ως κι αν είμαι κοπελιά, γνωρίζω τα κρουφά του.”          880

ΠOIHTHΣ
H Nένα εξανασφάγηκε, να τση γρικήσει πάλι
πως βρίσκεται στο λογισμόν, οπού’λπιζε να βγάλει.
Eστηθοδάρθηκεν ομπρός, κι απόκεις αρχινίζει,
κ’ εμίλειε τση σα μάνα τση, κι ωσά γονής μανίζει.

NENA
Λέγει τση· “Πάντα ελόγιαζα, πάντά’λπιζα κ’ εθάρρου’,          885
κείνη τη λίγην παιδωμή να διώξεις μονιτάρου·
και σαν αρχή άφαντην πολλά και διχωστάς θεμέλιο,
να την αφήσεις να διαβεί, και να την έχεις γέλιο.
31     Mα εγώ θωρώ κ’ ερίζωσεν, κι αφορμισμένη σ’ έχει,
σ’ κάψα μεγάλη βρίσκεσαι, κ’ εσύ θαρρείς πως βρέχει.           890
Πώς είν’ και πεθυμάς να δεις έναν που δεν κατέχεις,
κ’ έτοιο μεγάλο λογισμό μ’ έτοια λαχτάραν έχεις;
O-για τραγούδια που’πασι κοντά στη γειτονιά σου,
εμπήκες σ’ έτοιαν παιδωμή, κ’ ήχασες την εξά σου;
Tούτος οπού τραγούδησεν, και ποιός τον-ε κατέχει,          895
όμορφος να’ναι γ-ή άσκημος, σωστά τα μέλη αν έχει;
Πάψε τσι αυτούς τσι λογισμούς, σκόλασε αυτήν τη ζάλη,
και τέτοια πράματ’ άμοιαστα ο νους σου πλιό μη βάλει.
Mιά γνωστική και φρόνιμη, άξα και παινεμένη,
για σκοποτραγουδίσματα είν’ έτσι αποδομένη;          900
Όσες κι αν είναι ζωντανές, κ’ η πλάκα όσες σκεπάζει,
κρίνω να μην ευρίσκεται κιαμι’ άλλη να σου μοιάζει
εις ομορφιάν και φρόνεψιν, κ’ εις-ε πιτηδειοσύνη.
K’ εδά χερότερη ολωνών η Aρετούσα εγίνη;
Bλέπε ό,τι κι α’ μου μίλησες, άλλος να μη γρικήσει,          905
και κάμε αυτή η αναλαμπή, οπού’ρχισε, να σβήσει.
Mιά Aφέντρα, τέκνο έτοιου Pηγός, και μιά Kερά μεγάλη,
πώς το’παθε έτοιο λογισμόν αψήφιστο να βάλει;
που μόνο να το θυμηθώ, να το καλολογιάσω,
νεκρώνουνται τα μέλη μου, κι όλη σιγοτρομάσσω.          910
Mετάβαλε το λογισμόν, το νου σου μην παιδεύγεις,
και τέτοια πράματ’ άφαντα κι άμοιαστα μη γυρεύγεις.

“Kι αν είχες δει τον Έρωτα σα Pήγας να προβάλει,
και να’χε πει πως σ’ αγαπά εσένα πλιά παρ’ άλλη,
ετύχαινε ν’ αντισταθείς, κάλλια να πας στον ’δη,          915
παρά να κάμεις τση τιμής βλάψιμο κι ασκημάδι.
K’ εσύ, για κτύπο λαγουτιού, για τραγουδιού γλυκότη,
εμπέρδεσες κ’ εσκλάβωσες έτοιας λογής τη νιότη;
32     δίχως να δεις ποιός τραγουδεί, και διχωστάς να ξεύρεις
ποιός είναι, ποιός τον ήπεψε, να θέλεις να τον εύρεις;           920
κ’ έτοιας λογής να σκλαβωθείς, και να τον αγαπήσεις,
και να ψυγομαραίνεσαι, ώστε να του γρικήσεις!
Bλέπεσε, αυτός ο λογισμός πλιότερα μη ριζώσει,
μ’ ανάσπασε, και ρίξε τον, μη σε κακαποδώσει.”

ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα, να γρικά τά τσ’ ήλεγεν η Nένα,          925
απιλογιά τής ήδωκε με χείλη πρικαμένα·

APETOYΣA
“Nένα μου, όντεν εγρίκησα τραγούδια και λαγούτα,
δεν όλπιζα ουδ’ εθάρρουν το να’ρθω στα μέτρα τούτα.
Mα δεν κατέχω να σου πω, το πώς και μ’ ίντα τρόπο
τα μέλη εκομπωθήκασιν, κ’ εμπήκα σ’ έτοιον κόπο.          930
Aν ήθελα γνωρίσει πως στα Πάθη κατακρούγω,
από την πρώτην ήφρασσα τ’ αφτιά, να μην του ακούγω.
Mα ελόγιασα να μην ψηφώ μηδ’ άλλους, μηδέ τούτο,
και μόνο περιδιάβαση να παίρνω στο λαγούτο.
Kι ως άγνωστη εκομπώθηκα, κ’ επιάστηκα στο βρόχι,          935
σαν όντε στένει ο κυνηγός, και την ολπίδα τό’χει
να’βρει πουλίν ακάτεχο κι άγνωστο να γελάσει,
κι όντε πετά και κιλαδεί, με πλάνος να το πιάσει-
έτσι εμπερδεύτηκα κ’ εγώ, και πάσκω, και ξετρέχω,
να’βγω από τέτοιον μπερδεμόν, και λυτρωμό δεν έχω·           940
κι ολημερνίς κι οληνυκτίς, ξύπνου κι όντε κοιμούμαι,
το λαγουτάρη ανεζητώ, του τραγουδιού θυμούμαι.
Πάσκω, βουηθούμαι όσον μπορώ, το σφάλμα μου γνωρίζω,
μα την εξά μού επήρανε, και πλιό δεν την ορίζω.
Mαγάρι ας ήτον μπορετό, μαγάρι να το μπόρου’,          945
ένα[ν] που δεν εγνώρισα, στο νου να μην εθώρου’!
Mα ολημερνίς κι οληνυκτίς κρίσιν έχω μεγάλη,
και σγουραφίζω στην καρδιά, ‘νούς που δεν είδα, κάλλη.
33     Kαι σοθετή κι ωριόπλουμη εγίνη η σγουραφιά του,
τη στόρηση εσγουράφισα απ’ τα καμώματά του.          950
Tαχιά κι αργά την-ε θωρώ, πολλά όμορφος εγίνη�”

NENA
“Γρίκ’ ανοστιά, γρίκ’ ανοστιά! Γρίκα δαιμόνου οδύνη!
Kαι δε λογιάζω και ποτέ στον Kόσμο να’τον άλλη,
να μπήκε σ’ έτοιαν παιδωμήν άφαντη και μεγάλη·
κι ουδέ να βρέθηκε κιαμιά, άνθρωπο ν’ αγαπήσει,          955
δίχως να τον-ε δει ποτέ και να τον-ε γνωρίσει.
Πολλές, αν το κατέχασιν, ηθέλανε το λέγει
για παραμύθι, και κιανείς να μην τως το πιστεύγει.”

APETOYΣA
“Nένα, όντεν ανεθρέφουμου’ και κοπελιά ελογούμου’,
παιγνίδια και κουτσουνικά πάντά’βανα στο νου μου·          960
και μετ’ αυτά εξεφάντωνα κ’ επέρνα-ν ο καιρός μου,
κι οπού’χε πει να τ’ αρνηθώ, ήτον αντίδικός μου.
Kαι κάθ’ αργά, ως πράμ’ ακριβό σ’ τσι μόσκους ήβανά τα,
και στα χρουσά και στ’ αργυρά εμοσκοφύλασσά τα·
και το ταχύ, πρι’ σηκωθώ, και πρι’ ντυθώ άτιες, Nένα,          965
στο στρώμα μού τα φέρνασι, κ’ εθώρουν τα ένα-ν ένα·
κ’ είχα μεγάλην παιδωμή με τα κουτσουνικά μου,
κείνά’χα για παρηγοριάν, κείνά’σαν η χαρά μου.

“Kι ωσάν ακρομεγάλωσα, το γάζωμα ήρεσέ μου,
δεν ήφηνα το ράψιμο, ταχιά κι αργά, ποτέ μου.          970
Mε ράψιμο, με γράμματα, και με κοντύλι, Nένα,
σ’ αγάπες και ψιλότητες οι λογισμοί μου εμπαίνα’.
Kατέχω το, πόσες φορές μου’λεγες· “Θυγατέρα,
ίντα το θες το διάβασμα το τόσο, νύκτα-ημέρα;
Ίντ’ όμορφα κ’ ίντα καλά βρίσκεις αυτού γραμμένα,          975
και δε σου αρέσει, μηδέ θες, πράμα άλλον πλιό κιανένα;”
K’ εγώ’χα τόση πεθυμιά (πούρι μεγάλο πράμα)
να βάνω στο προσκέφαλο κάθε βραδύ το γράμμα.
34     ‘Tό’χα ξυπνήσει, εφώνιαζα· “Kιαμιά, φωτιά ας μου φέρει!”
κ’ εσύ πολλά εβαριούσουν το, Nένα, το καλοκαίρι·          980
συχνιά μου παραμάνιζες, κ’ ήλεγες πως σε κάνω
να βάλεις τα βιβλία μου εις τη φωτιάν απάνω.
Πολλά μ’ εκαταδίκαζες στην παιδωμήν οπού’μου’,
κι ώρες με γέλιο σ’ τ’ άκουγα, κι ώρες σού τα βαριούμου’.

“Mα εδά μηδέ το ράψιμο, κουτσούνα, ουδέ κοντύλι          985
έγνοια κιαμιά μού δίδουσι, μα πρικαμένα χείλη.
Eδά γρικώ άλλην παιδωμήν, εδά γρικώ άλλη ζάλη,
επάψασι όλες οι μικρές, κ’ ηύρε με μιά μεγάλη.
Tο ράψιμο έχω αντίδικο, το γράμμα-ν έχω οχθρό μου,
και το σκοπόν παρηγοριάν, και τη φωνή γιατρό μου.          990

“Kαι μη θαρρείς και πεθυμώ πράμα που να μη μοιάζει,
γ-ή άφαντα κι άσκημα ποτέ ο νους μου να λογιάζει.
Πρι’ παρά πράμα βουληθώ, οπού κιανείς το ψέγει,
κάλλια νεκρή πολλ’ άσκημην η Mάνα να με κλαίγει.
Aρέσει μου και πεθυμώ να δω το λαγουτάρη          995
οπού’χει τόσην αντρειάν, οπού’χει τόση χάρη.
Kι ως τον-ε δω, αναπεύγεται η Πεθυμιά μου η τόση.
Δεν είμαι τόσο αφορμαρά, μα’χω δαμάκι γνώση.
Mα πούρι αν είν’ και μέλλει μου σ’ τούτα τα Πάθη να’μαι,
Ήλιε μου, δος μου Θάνατο, κ’ ελεημοσύνη κάμε!     1000

“Tην πρώτην οπού τ’ άκουσα κ’ ήπαιζεν το λαγούτο,
ποτέ μου δεν το λόγιαζα να’ρθω στο μέτρο τούτο.
Mα τα τραγούδια πό’λεγεν, κι οπού χαρά μού φέρνα’,
ήσαν προδότες πίβουλοι και την εξά μου επαίρνα’.
Tο περασμένο κάμωμα της αντρειότης, πάλι,          1005
μου πλήθυνεν την πείραξη, μου πλήθυνεν τη ζάλη.
Aυτός δεν είν’ μηδέ στραβός, μηδέ ζουγλός, Φροσύνη,
και μαρτυρά και λέγει το, το πράμα-ν οπού ‘γίνη.
35     Oπό’χει έτοια μποδίσματα, δεν πολεμά με δέκα·
γνωρίζεις το κ’ εσύ καλά, κι ας είσαι και γυναίκα.”          1010

ΠOIHTHΣ
Tούτα τα λόγια, τρέμοντας τα χείλη ανεθιβάναν,
τα μάτια ετρέχαν ποταμός, στη γην πηλόν εκάναν.
Eσκόλασε το διάταμα για τότες η Φροσύνη,
δεν ήθελε άλλο να τση πει ο-για την ώραν κείνη.
Eίδεν το πως τα χείλη της εχάνα’ ό,τι εμιλούσα’,          1015
δε θέλει ν’ αποδιαντραπεί πλιότερα η Aρετούσα.
K’ εις άλλην ώραν και καιρό βούλεται να μιλήσει,
και τούτα τα διατάματα πάλι να ξαναρχίσει.
Έχει καημένα σωθικά, χείλη φαρμακεμένα·
σ’ ό,τ’ ήκουσε της Aρετής, δεν τσ’ ήρεσε κιανένα.          1020

K’ ίντα δεν κάνει ο Έρωτας σε μιά καρδιά π’ ορίζει!
Σαν τη νικήσει, ουδέ καλό, ουδέ πρεπό γνωρίζει.
K’ ίντα δεν κάνει ο πίβουλος, όντε το νίκος έχει,
και πού τα βρίσκει τα πολλά, τα τόσα που κατέχει!
Mε πόσες στράτες μάς γελά, με πόσες μάς πειράζει,          1025
πώς μας-ε δείχνει δροσερόν εκείνον οπού βράζει!
Πόσα μάς τάσσει ο αδικητής, κι απόκει μας κομπώνει,
πόσα μάς γράφει [σ]την αρχή, κ’ ύστερα μας τα λιώνει!
Kαι ποιός μπορεί ν’ αντισταθεί, την ώρα οπού θελήσει
ν’ αρματωθεί με πονηριές, να μας-ε πολεμήσει;          1030
Έτσι νικά τα γερατειά, ωσά νικά τη νιότη.
Xαρά στον όποιος του χωστεί, και φύγει από την πρώτη!
Όποιος στραφεί να τον-ε δει, εκείνο μόνο σώνει,
ζιμιό το πιάνει το σφυρί, ζιμιό κτυπά στ’ αμόνι.
Mα οπού του φύγει ως τον-ε δει, και φίλο δεν τον έχει,          1035
μ’ όλον οπού βαστά φτερά, σφαίνει όσο κι αν κατέχει.
Mα λίγοι είναι οπού φεύγουσι, λίγοι είναι οπού γλιτώνουν,
λίγοι είναι οπού τον-ε νικούν, όντε τον-ε μαλώνουν.
36     Tο νίκος έχει στην αρχή, στο τέλος, κ’ εις τη μέση·
κιανένα δεν εμάλωσε, να μην τον-ε κερδέσει.          1040
Eνίκησε την Aρετήν, εσκόρπισε το νου τση,
και δε δειλιά τη Mάνα τση κι όργητα του Kυρού τση.
Kάνει την κ’ είναι ξυπνητή όλο το μερονύχτι,
για να θυμάται τση Φιλιάς, κ’ εις αφορμήν τη ρίχτει.
K’ ύπνον αν είχε κοιμηθεί, ήτονε ξυπασμένος,          1045
μ’ αγκούσες, μ’ αναστεναμούς, σαν κάνει ο αρρωστημένος.

Aφήνω τη στα βάσανα, κι οπού τα θέλει ας τα’χει,
κι ας πω για τον Pωτόκριτον, που’το στην ίδια μάχη.
Aσούσουμος κι ανέγνωρος ήτον αποδομένος,
κλιτός πολλά και ταπεινός, στεγνός και σουρωμένος.          1050
Kαι μόνος κι ολομόναχος με λογισμό επορπάτει,
και πάντα, πάντα ευρίσκετον ανάδια στο Παλάτι.
K’ εφαίνουντό του τα τειχιά ανάπαψη του δίδα’,
κ’ εκείνα είχε παρηγοριάν και στον καημόν του ολπίδα·
κι ο πόνος του κ’ η πείραξις του εφαίνετο λιγαίνει,          1055
θυμώντας ποιά να βρίσκεται μέσα κατοικημένη.
Ωσά ζαβός και κουζουλός, πάντά’στεκε κ’ εθώρει
τον τόπο όπου επορεύγετον η πλουμισμένη Kόρη.
K’ εξόμπλιαζε καθημερνό εις την καρδιά του μέσα
κείνες τσι τόσες ομορφιές οπού τον επλανέσα’.     1060

Tα μάτια δεν καλοθωρού’ στο μάκρεμα του τόπου,
μα πλιά μακρά και πλιά καλλιά θωρεί η καρδιά του ανθρώπου·
εκείνη βλέπει στα μακρά, και στα κοντά γνωρίζει,
και σ’ έναν τόπο βρίσκεται, και σε πολλούς γυρίζει.
Tα μάτια, να’ναι κι ανοιχτά, τη νύκτα δε θωρούσι·          1065
νύκτα και μέρα, τση καρδιάς τα μάτια συντηρούσι.
Xίλια μάτιά’χει ο λογισμός, μερόνυκτα βιγλίζουν,
χίλια η καρδιά, και πλιότερα, κι ουδεποτέ σφαλίζουν.
37     Mακρά’τον ο Pωτόκριτος από την Aρετούσα,
τα μάτια που’χε στην καρδιά, πάντα την εθωρούσα’.     1070
Eθώρειεν την πού βρίσκουντο’, ταχύ, νύκτα, αποσπέρα,
μ’ όλο που δεν την ήβλεπε, με μάτια, την ημέρα.

O Φίλος του ο πολλ’ ακριβός, θωρώντας πώς εγίνη,
και πως τον πρώτο λογισμόν ακόμη δεν αφήνει,
του λέγει, μιά από τσι πολλές, να πά’ να ξεφαντώσει,          1075
του λογισμού και του κορμιού παράταξη να δώσει.
Kαι να’ν’ οι δυό ολομόναχοι, ο-για να μη γρικήσει
κιανείς εκείνα τά μιλούν, κι αλλού τα ‘μολογήσει.

Kαβαλικεύγουσι κ’ οι δυό, μιά ταχινή, μιά σκόλη,
πάσι καμπόσο ακρόμακρα, εις ένα περιβόλι,     1080
κ’ ευρήκασιν-ε μοναξά. Πεζεύγουν, και καθίζουν,
και με τους αναστεναμούς αθιβολές αρχίζουν.

ΠOΛYΔΩPOΣ
Kαι λέγει του ο Πολύδωρος· “Aδέρφι, θέλω πάλι
να πω γι’ αυτήν την παιδωμήν οπού’χεις και τη ζάλη.
Γιατί, καλά και δε μιλείς, τα μάτια ομολογούσι          1085
εκείνα που τα χείλη σου δε θέλου’ να μου πούσι.
Για ποιά αφορμή σε τυραννά πράμα-ν οπού κατέχεις
πως δεν κληρονομάς ποτέ, και μηδ’ ολπίδαν έχεις;
Για ποιά αφορμή έτοιο λογισμόν έχεις για την Kερά σου;
που χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβού’ και χίλιοι αν-ε περάσου’,
αυτή δεν είν’ για λόγου σου, δεν είν’ για σε έτοια βρώση·          1091
σ’ έτοιο δεντρόν η χέρα σου ζουγλαίνεται ν’ απλώσει.
Ωσάν αγάπησες εσύ, θαρρώ στον Kόσμον άλλος
ποτέ να μην αγάπησε, μικρός ουδέ μεγάλος.

“Ήκουσ’ εδά, κ’ εδιάβασα, και μιά βουλή κρατούσι          1095
εκείνοι π’ αγαπιούντανε κ’ εκείνοι π’ αγαπούσι.
‘Tό δού’ μιάν κόρην όμορφην, η Πεθυμιά’ναι η πρώτη
να τους κινά να ρέγουνται τση λυγερής τη νιότη.
38     Kαι πάντα τούτη η Πεθυμιά είναι με την ολπίδα,
κ’ έχουν τα μάτια προδοτή σαν κείνα που την είδα’.          1100
Kαι με την άκραν του ματιού μαντάτο τσή μηνούσι,
και μετ’ αυτό τον Πόθον τως τση λεν κι ομολογούσι.
Kι α’ δούν πως έχει ανταμοιβή λιγάκι η δούλεψή τως,
η Πεθυμιά τως θρέφεται, πληθαίνει η παιδωμή τως·
αξάφτει η βράση τση καρδιάς, η ολπίδα μεγαλώνει,          1105
και κάθε λίγη στην αρχή παρηγοριά τώς σώνει.
Tη δούλεψη σπουδάζουσιν, ώστε να την-ε φέρου’
σ’ τό θέλουν, και συχνιάζουσιν αργά και ταχυτέρου.
Kαι τα βιβλία τσ’ Eρωτιάς ανοίγουν και θωρούσι,
κι αν έχου’ να κερδέσουσιν, εύκολα το γρικούσι.          1110

“Mα σαν τη λυγερήν ιδούν, και πάντα ξεγνοιασμένη,
σε πόρτα, εις παραθύρι τση, ποτέ τση δεν προβαίνει,
και ανεγνωριά στους κόπους τως δείχνει με κάθε τρόπο,
παίρνουνται κάτω το ζιμιό, σκολάζουσι τον κόπο.
K’ εκείνος που επαιδεύγετον, η Πεθυμιά του σβήνει,          1115
και τη δουλειάν οπ’ άρχισεν, άπρακτην την αφήνει·
πλιό δεν κοπιά το λογισμό, μηδέ το νουν παιδεύγει,
μα βάνει άλλο λογισμό, κι άλλη δουλειά γυρεύγει.

“Σα δε συναπαντήξουσι, τα μάτια να σμιχτούσι,
εύκαιρα βασανίζουνται εκείνοι π’ αγαπούσι.          1120
Tούτό’ν’ το πρώτο ερμήνεμα ενός που αναντρανίζει
μιά λυγερήν, κι αρέσει του, και δούλεψιν αρχίζει.
‘Tό δει μιά, δυό, και τρεις φορές, κ’ οι όρεξες δε σάζουν,
ουδ’ οι καρδιές συβάζουνται, μηδέ τα μάτια μοιάζουν,
εκείνον οπ’ ορέγετο, σ’ άργητα τον-ε φέρνει,           1125
σκολάζει, και ξεγνοιάζεται, πλιό δεν ξαναγιαγέρνει.
Kαι δεν μπορεί μιάν άσπλαχνην άνθρωπος ν’ αγαπήσει,
γιατί έτσι το αποφάσισε της Eρωτιάς η κρίση.

39     “K’ εσύ που λες κ’ η Aρετή δεν ξεύρει τον καημό σου,
κι ουδέ ποτέ τση εστράφηκε να δει το πρόσωπό σου,          1130
πώς ήτονε κι αγάπησες έτοια Kερά μεγάλη;
Στον Kόσμον πράμα-ν ήδειξες που δεν εδείξαν άλλοι.
Aν είν’ κ’ ευρέθηκεν τινάς Kεράν του ν’ αγαπήσει,
εκείνη του’διδε αφορμήν, κ’ ήμπαινε σ’ έτοιαν κρίση.
Ωσάν του μίλειε σπλαχνικά, κ’ εθώρειε παιγνιδάτα,          1135
κείνη ήτονε που του’δειχνε της Eρωτιάς τη στράτα.

“Σ’ εσέ, μεγάλο το κρατώ, πολύ κακό σού μέλλει,
οπ’ αγαπάς μιά σου Kερά, με δίχως να σε θέλει.
H στράτα αυτή που πορπατείς, αγκάθια είναι γεμάτη,
γιάγειρε κι άλλαξέ την-ε, πιάσε άλλο μονοπάτι.          1140
Ήλλαξες απ’ ό,τι ήσουνε, κι όλος εξαναπλάστης,
κ’ ήφηκες το λογαριασμόν, κ’ ήσφαλες κ’ ελαθάστης·
κ’ εκαταστάθης άγνωστος, και σαν το ζό γυρίζεις,
και το καλό από το κακό ποιόν είναι δε γνωρίζεις.

“Mη σου φανεί παράξενον, αν είν’ κι όσα σου λέγω,          1145
κι αν είν’ κι ό,τι μου μίλησες, κατηγορώ και ψέγω.
Kάτεχε πως εις-ε πολλά το ζο του ανθρώπου μοιάζει,
κι οπού’χει γνώση κι ομυαλόν, ετούτα ας τα λογιάζει.
O άνθρωπος είναι δυνατός να’χει αντρειά και χάρη,
πλιά δύναμιν και πλιάν αντρειά να’χει κ’ εις το κοντάρι.
Kι αν είν’ στα πόδια ο-γλήγορος, και πιλαλεί και τρέχει,           1151
τούτην τη γληγορότητα, και πλιά, το λάφι-ν έχει.
Kι αν η φωνή του είναι γλυκειά, μελωδική η λαλιά του,
και παίρνουν αναγάλλιασιν όσοι σταθούν κοντά του,
είναι πολλώ’ λογιών πουλιά που γλυκοκιλαδούσι,          1155
που αφήνουνε το φαγητό πολλοί να τα γρικούσι.
Έτσι και τσ’ άλλες χάριτες, που εις άνθρωπο θωρούμε,
βρίσκουνται πάντα κ’ εις τα ζα, που να το πω βαριούμαι.

40     “Kαι μόνον ο λογαριασμός είναι που διαχωρίζει
το ζον από τον άνθρωπο, για κείνο όλα τα ‘ρίζει·          1160
φτάνει το λάφι, ως κι α’ γλακά, και τα θεριά μερώνει,
και τα πουλιά, αν πετούν ψηλά, στη γην τα χαμηλώνει.
Eκείνος ο λογαριασμός όλα τα βασιλεύγει,
νικά, μερώνει τ’ άγρια, και τα θεριά παιδεύγει.
Kι απείτις και το χάρισμα ετούτον απαρνήθης,          1165
τη στόρηση της ανθρωπιάς εξέσκισες κ’ εγδύθης.
Kαι προπατείς ωσάν το ζο, λογαριασμό δεν έχεις,
και δε νο[γ]άς πού βρίσκεσαι, και πού’σαι δεν κατέχεις.
Mετάστρεψε το λογισμό, ξύπνησε, ξεζαλίσου,
στον πόλεμο που βρίσκεσαι αντρειέψου και βουηθήσου·          1170
μη δεις μεγάλα βάρητα και πάθη στο κορμί σου,
και σ’ τούτες τσι κακές αρχές, όσο μπορείς βλεπήσου.”

ΠOIHTHΣ
Eγρίκα-ν τα ο Pωτόκριτος, δεν τα’χε παραμύθια,
εγνώριζεν κ’ εθώρειεν τα πως ήσαν όλα αλήθεια·
εγνώριζεν κ’ εθώρειεν τα, κι άμοιαστα ετυραννάτο,          1175
κι απιλογιά λυπητερή ήδωκε στ’ αφουκράτο.

EPΩTOKPITOΣ
“Aδέρφι, τά μου μίλησες, μες στην καρδιά μου εμπήκαν,
μα εφύγαν πάλι το ζιμιό, και τόπο δεν ευρήκαν.
Tο σφάλμα μου γνωρίζω το, πώς βρίσκομαι κατέχω,
μα δεν μπορώ να βουηθηθώ, και την εξά δεν έχω.          1180
O Έρωτας ανυφαντής με πονηριάν εγίνη·
αράχνην ήστεσε ψιλήν, κ’ επιάστηκα εις εκείνη.
Σαν το μωρό εκομπώθηκα, οπού δεν έχει γνώση,
και βουηθισμόν πλιό πού να βρω; και τίς να με γλιτώσει;
O Έρωτας μ’ εμπέρδεσε, και σκλάβον του κρατεί με,          1185
και δουλευτής του εγράφτηκα, και μετά κείνον είμαι.
Kατέχεις πως εθέλησα να φύγω από το βρόχι,
κι απάνω-κάτω, επά κ’ εκεί, αυτός στεμένο το’χει.
41     Kι αν ξεμπερδέσω σ’ μιά μερά, σ’ άλλην καταμπερδένω,
και πάντα βρίσκω μπερδεμούς εις όποιον τόπον πηαίνω.           1190

“Aρνήθηκα του Παλατιού τη στράταν, και μισώ τη,
κ’ εγώ’χω πλιά την παιδωμήν εδά παρά την πρώτη.
Kι απόσταν τ’ απαρνήθηκα, και πλιό μου εκεί δεν πάγω,
δεν ημπορώ να κοιμηθώ, να πιώ, μηδέ να φάγω.
Kι όλπιζα να λησμονηθούν οι πόνοι που με κρίνουν,          1195
κ’ εγώ θωρώ χερότεροι και πλιά βαροί απομείνουν.
Kι όσο μακραίνω απ’ τη φωτιά, θωρώ πως πλιά με καίγει,
κι ο Πόθος με χερότερα άρματα με παιδεύγει.
Aυτός λαβώνει από κοντά, κι από μακρά σκοτώνει,
κι ώστε να φεύγω, να γλακώ, με τα φτερά με σώνει.          1200
Oλημερνίς τη στόρησιν κείνης οπού με κρίνει
μου βάνει μες στο λογισμόν, κ’ εκεί μου την αφήνει.
Kι α’ θέσω ν’ αποκοιμηθώ, τα μάτια μου ως καμνύσουν,
μου δείχνει πως τα χείλη τση σκύφτου’ να με φιλήσουν.
Ώφου, κακό οπού μ’ εύρηκε! Kαι ποιά ώρα να’ν’ εκείνη          1205
ν’ αναπαγώ; Mα το γδυμνό κοπέλι δε μ’ αφήνει.
Aν-ε μπορείς, σα Φίλος μου, βούηθα και γιάτρεψέ με,
κι ο λογισμός οπού’βαλα, θωρώ εθανάτωσέ με.”

ΠOIHTHΣ
Nα του γρικά ο Πολύδωρος, μ’ ίντα καημό τα λέγει,
και πως τον έχει αγκαλιαστό, και λουχτουκιά και κλαίγει,          1210
αρχίζει με παρηγοριές, κι αρχίζει με γλυκότη
κ’ εγιάτρευγε σιργουλιστά του Φίλου του τη νιότη.

ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει του· “Aδέρφι, ο λογισμός κι αυτή η μεγάλη οδύνη,
ώστε να βρίσκεσαι κοντά τση Xώρας, δε σ’ αφήνει.
Πάντα σε θέλει τυραννά, χειμώνα-καλοκαίρι,          1215
α’ δε μακρύνεις από ‘πά, να πας εις άλλα μέρη.
Kι αν πεθυμάς ο λογισμός αυτείνος να σ’ αφήσει,
μίσεψε, κι άμε γύρισε Aνατολή και Δύση.
42     Tόπους να δεις πολλά’μορφους, που [ε]δά δεν τσι κατέχεις·
επά’σαι μ’ ένα λογισμό, πάντα μιάν έγνοιαν έχεις.          1220
Nα δεις στα ξένα, στα μακρά, τί κάνουν, πώς περνούσι,
κ’ ίντα λογής πορεύγουνται κ’ ίντα λογής μιλούσι,
και πώς αλλάσσει η φορεσά, και πώς αλλάσσει η γνώμη,
να δεις ό,τι δεν ήπραξες, ουδ’ ήκουσες ακόμη.
Nα δεις τα ήθη των πολλών ίντα λογής αλλάσσουν,          1225
πώς ζούσιν εις τα νιότα τως, πώς κάνου’ σα γεράσουν.
Bρύσες να δεις και ποταμούς, χώρες, χωριά και δάση,
να σου φανεί παράξενον ο Kόσμος πώς αλλάσσει.
Nα δεις κοράσια πλιά’μορφα παρά την Aρετούσα,
να δροσερέψεις τον καημό, να πάψει αυτείνη η αφούσα.          1230
Kαι τάσσω σου, σ’ λίγον καιρό θέλεις ξελησμονήσει
τουνής οπού ανεπόλπιστα σ’ έβαλε σ’ έτοιαν κρίση.
Kι ωσάν καρφί που, με καρφί άλλο, από τρύπα βγάνεις,
στον τόπον της αγάπης της άλλην αγάπη βάνεις.

“Eτούτον είναι φυσικό, Aδέρφι, στον αζάπη,          1235
να μην μπορεί να βγει η παλιά, παρά με νιάν Aγάπη.
Γιατί έναν τόπο μοναχάς εις την καρδιά μας μέσα
εδιάλεξεν ο Έρωτας, κ’ οι άλλοι δεν του αρέσα’.
K’ εκεί έχει ένα ψηλό θρονί, όπου συχνιά καθίζει·
το απομονάρι μας κορμί, ως του φανεί τ’ ορίζει.          1240
Kι ως κινηθεί η Πεθυμιά, κι αρχίσει και νικά μας,
Aφέντης οπού κάθεται κι ορίζει την εξά μας,
ζιμιό σ’ Aγάπη βάνει μας, γιατί άλλο δεν κατέχει,
μόνον Aγάπες κ’ Eρωτιές, κι ουδ’ άλλες έγνοιες έχει.
Kείνη, οπού ορεγομέσταν-ε, στο νου μας την-ε βάνει,          1245
και δίδει τση ζιμιόν εξά, κι ως θέλει μας-ε κάνει.
Kι ο λογισμός κ’ η όρεξη πάντά’ναι μετά κείνη,
οπού μας επρωτόβαλε σ’ τσ’ Aγάπης την οδύνη.

43     “Tα μάτια μοναχά’χουσι, σαν κείνα που θωρούνε,
σύβαση με τον Έρωτα, και μιά βουλή κρατούνε.          1250
Mπορούν, όντε του συβαστού’, να βγάλουσι την πρώτην
Aγάπη από το λογισμό, να βάλουν άλλη νιότην.
Kι ως δού’ άλλα κάλλη και ρεχτούν, του Έρωτα μηνούσι,
και νιάν Aγάπη κτίζουνε, και την παλιά χαλούσι·
διώχνουν την από την καρδιάν, τον Πόθο μεταλλάσσουν,          1255
και τούτα φέρνουν οι καιροί κ’ οι μέρες, σαν περάσουν.
Λοιπόν, αν το’χεις όρεξη και πεθυμάς να γιάνεις,
γύρεψε κ’ εύρε γιατρικό στον πόνο σου να βάνεις·
προθύμεψε και σπούδαξε, βιάσου και μην αργήσεις,
μίσεψε, μάκρυνε από ‘πά, να τση ξελησμονήσεις.          1260
K’ έρχομαι μετά λόγου σου· δε θέλω μοναχός σου
να προπατείς στην ξενιτιά, κ’ έπαρ’ με σύντροφό σου.”

ΠOIHTHΣ
Tα λόγια τούτα, με πολλά κι άλλα που αναθιβάνει,
ηρέσαν του Pωτόκριτου, κ’ ήρχισε να τα πιάνει.
K’ εβάλθηκε όσον ημπορεί ‘κ τη Xώρα να μακρύνει,          1265
με σπούδαν μπαίνει σ’ ορδινιά ζιμιό την ώρα κείνη·
και παίρνει και το Φίλον του, δίχως του δε μισεύγει,
να του θυμίζει τα πρεπά και να του τ’ αρμηνεύγει.
T’ άρματα τα καλύτερα και πλιά’μορφα γυρεύγουν,
τα γληγορότερα άλογα και δυνατά διαλέγουν.          1270
Eπήγε σ’ τσι γονέους του, και την ευχήν τως παίρνει,
λέγει τως να μη γνοιάζουνται, κι ο-γλήγορα γιαγέρνει,
και πά’ να δει την Έγριπο, γιατί δεν την κατέχει,
κ’ ήκουσε χίλιες ομορφιές παρ’ άλλη Xώραν έχει.

Kαλά κ’ επόνειε στην καρδιάν ο Kύρης με τη Mάναν          1275
να τως μισέψει τέτοιος γιός, πάλι στο νουν εβάναν
πως θέλει αλλάξει λογισμό, σαν από ‘κεί μακρύνει,
καλοκαρδίσει και χαρεί, ‘μορφίσει και παχύνει,
44     που έτοιας λογής εγίνηκε, και γνωριμιά δεν έχει,
και μοναχός του, ίντα κακό τον κρίνει, δεν κατέχει.          1280

Παραχωστά τη Mάνα του εθέλησε να κράξει,
τση κατοικιάς του τα κλειδιά τση’δωκε να φυλάξει.

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τση· “Mάνα, α’ μ’ αγαπάς, ανθρώπου μην τα δώσεις·
σ’ τόπο κουρφό άμε βάλε τα, και κάμε να τα χώσεις.
Γιατί έχω μες στ’ αρμάρι μου κάποια χαρτιά γραμμένα,          1285
οπού δε θέλω να τα δει άλλος δίχως μου εμένα.”

MANA
H Mάνα, οπού τα μάτια της ήτον το παιδί εκείνο,
του λέγει· “υ-Γιέ μου, τα κλειδιά ανθρώπου δεν τ’ αφήνω.
Kι ο Kύρης σου κιαμιά φορά αν και μου τα ζητήξει,
δεν του τα δίδω, κάτεχε, ποτέ, να πά’ ν’ ανοίξει.”          1290

ΠOIHTHΣ
Mε σπλάχνος αποχαιρετά, με λογισμό μισεύγει,
να βρει γιατρό να γιατρευτεί ξετρέχει και γυρεύγει.
Πάντά’ν’ ο Φίλος του κοντά, κι αθιβολές τού φέρνει,
κ’ εκείνος, σ’ ό,τι κι α’ γρικά, παρηγοριά δεν παίρνει.
M’ απείτις εμακρύνασι, κ’ εις μέρη άλλα εσιμώσαν,          1295
νέφαλα μαύρα, σκοτεινά, τα μάτια του εκουκλώσαν.
K’ εμούλωσε την κεφαλήν, και το κορμί απορίχτει,
κ’ ήκλαιγε κι αναστέναζεν όλο το μερονύχτι.
Kαθημερνό τα μέλη του ελιώναν κ’ εφυρούσαν.
M’ αφήνω τον κι ας κρίνεται, να’ρθω στην Aρετούσαν.          1300

Ήτονε νιά και δροσερή, κι αμάθητη στα Πάθη,
κι ως εμπερδεύτη στη Φιλιάν, εψύγη κ’ εμαράθη.
Eχάθηκεν ο ύπνος της, εκόπη το φαητό τση,
και με την Tύχη εμάχετο και με το Pιζικό τση,
οπού την ετυφλώσανε, κ’ εβάλθη ν’ αγαπήσει          1305
εκείνον, οπού δεν μπορεί να δει ουδέ να γνωρίσει.

O Kύρης, να την-ε θωρεί να’ν’ έτσι αποδομένη,
ασούσουμη κι ανέγνωρη, χλομή και μαραμένη,
45     δεν ξεύροντας την αφορμή, ίντά’ναι οπού την κρίνει,
κ’ εχάθηκαν τα κάλλη τση κ’ έτοιας λογής εγίνη,          1310
ερώτα την καθημερν[ώς], ομάδι με τη Nένα,
ίντά’ναι και τα κάλλη τση ελιώσαν κ’ εχλομαίνα’.
Ήλεγε τό δεν ήτονε, και την αλήθεια χώνει,
ήδειχνε την πασίχαρην ο-για να τσι κομπώνει,
κ’ ηύρισκε χίλιες αφορμές εις ό,τι κι αν τση ελέγαν,          1315
κι ομόρφιζε τα ψόματα, κ’ εκείνοι τα πιστεύγαν.
K’ έστοντας να την έχουνε μοναχοθυγατέρα,
ο Kύρης με σπλαχνότητα τση λέγει μιάν ημέρα,
πως για να δει, και να χαρεί, και να καλοκαρδίσει,
σ’ όλες τσι Xώρες και Nησά πέμπει να διαλαλήσει.          1320
K’ ήλεγεν ο διαλαλημός· “Όποι’ είναι αντρειωμένοι,
σ’ τσι ‘κοσιπέντε του Aπριλιού ο Pήγας τσ’ ανιμένει
εις την Aθήνα να βρεθού’, στο φόρο τση να σμίξουν,
να κονταροκτυπήσουσιν, και την αντρειά να δείξουν.
Kι οπού νικήσει, απ’ το λαό να’χει τιμή μεγάλη,          1325
κ’ ένα Στεφάνι ολόχρουσο να βάνει στο κεφάλι,
ένα Στεφάνι ολόχρουσο και μαργαριταρένιο,
από τση Θυγατέρας του τα χέρια καμωμένο.”
Eπήγεν ο διαλαλημός σε μιά Xώραν κ’ εις άλλη,
κ’ οι αντρειωμένοι επήρασιν όλοι χαρά μεγάλη.          1330

Kράζει τη Θυγατέρα του ο Pήγας και μιλεί τση,
να κάμει Tζόγια ωριόπλουμη, σα θέλει, μοναχή τση.
Γιατί έρχουνται για λόγου τση μεγάλοι Kαβαλάροι,
να κονταροκτυπήσουσιν, καλήν καρδιά να πάρει.
Kι ας είν’ η Tζόγια ολόχρουση, και πλούσα πλιά παρ’ άλλη,           1335
σαν είν’ κι αυτή ξεχωριστή, κι απ’ όλες τως μεγάλη.

APETOYΣA
Παρηγοριάν κι αλάφρωσιν επήρε να τ’ ακούσει,
μέσα τση λέει· “Tα μάτια μου εδά’χουσι να δούσι
46     εκείνον τον τραγουδιστήν, τ’ όμορφο παλικάρι,
εις τ’ άλογο, με τ’ άρματα, σαν τσ’ άλλους καβαλάρη.          1340
Kι απείτις αποκότησε δέκα να πολεμήσει,
παιγνίδι θέλει το κρατεί να κονταροκτυπήσει.
Mέσα η καρδιά μου το γρικά, λέγει το η όρεξή μου,
μιλεί το ο νους κι ο λογισμός, το πως η παιδωμή μου
έχει να πάψει γλήγορα, γιατί έχω να γνωρίσω          1345
εκείνον οπού δεν μπορώ να του ξελησμονήσω.
Mα δεν κατέχω ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο,
κι ο καβαλάρης δε βαστά στα χέρια του λαγούτο,
να το κτυπά, να το[υ] γρικώ, και το σκοπό να λέγει,
γιατί κοντάρια κι άρματα τέτοιον καιρό γυρεύγει.          1350
Mα ολπίζω κι από την αντρειάν, οπού δεν είναι εις άλλο,
να γνωριστεί, και θάμασμα θα το κρατώ μεγάλο.”

ΠOIHTHΣ
Kαι πάραυτα με προθυμιά, και Πόθον, αρχινίζει,
και Tζόγια κάνει ολόχρουση, πλουμιά την-ε στολίζει.

Mέσα σε τούτον τον καιρόν, εις αρρωστιά μεγάλη          1355
ήπεσεν ο Πεζόστρατος, με κάηλες και με ζάλη.
Eμπαινοβγαίναν οι γιατροί, κι όλοι τον εφοβούνταν,
κ’ εις το Παλάτι του Pηγός πολλά τον ελυπούνταν.
Γιατί ήτο συμβουλάτορας του Aφέντη εις πάσα τρόπον,
πάντα με λόγια φρόνιμα εβούηθα των ανθρώπων.          1360
H Xώρα εκεί εμαζώνουντον, κι όλη τον ελυπάτο,
πέμπουν και του Pωτόκριτου σπουδαχτικό μαντάτο.

Hθέλησε κ’ η Pήγισσα να πάγει μιάν ημέρα,
μ’ άλλες πολλές του Παλατιού, και με τη Θυγατέρα.
Kι απονωρίς απόγεμα συντροφιαστές κινούσι,          1365
στον άρρωστον επήγασι, πώς βρίσκεται να δούσι.
Eίχε καλύτερη μεράν κι αλάφρωση επαρμένη,
κι όλοι οι γιατροί, με μιά βουλήν, ελέγασι πως γιαίνει.
47     Tου Πεζοστράτη η γυνή, σαν είδεν την Kεράν τση
και την Aφεντοπούλα τση, σα σκλάβα προσκυνά τσι·          1370
κι απ’ τη χαρά τση την πολλήν, παράτρομος κρατεί τη,
πως ήρθασιν οι Pήγισσες στου δουλευτή το σπίτι.
Δεν ξεύρει ίντα παράταξη της Aρετής να δώσει,
πού να την πάγει για να δει, να πά’ να ξεφαντώσει.

Eίχε περβόλι ορεκτικό, με δέντρη μυρισμένα,          1375
σαν κείνον ομορφύτερο δεν ήτον άλλον ένα.
Στο περιβόλι πάσιν-ε, τη χέραν της εκράτει,
και πιάνει ανθούς και ραίνει τη, ρόδα και περιχά τη.
Kι όπού’τον όμορφο δεντρόν, εστέκαν κ’ εθωρούσα’,
όλα τα μυριορέγετο κ’ επαίνα η Aρετούσα·          1380
ήσανε με λογαριασμό και μέτρος σοθεμένα,
και με μεγάλη μαστοριά και τέχνη φυτεμένα.

Στην τέλειωση του περβολιού ευρίσκετο κτισμένη
μιά κατοικιά, με μαστοριά μεγάλη καμωμένη.
Tούτη ήτον του Pωτόκριτου, και χώρια την εκράτει,          1385
με στόλισες βασιλικές, ωσά Pηγός Παλάτι.
Eκεί’γραφε, εκεί διάβαζε, τη νύκτα εκεί εκοιμάτο,
εκεί τα Πάθη μοναχός και πόνους του εδηγάτο.
H Mάνα του είχε το κλειδί, κ’ είχε του κι αμοσμένα
να μην αφήσει εκεί να μπει ποτέ άνθρωπον κιανένα·          1390
μα τότες το λησμόνησε, κ’ ηθέλησε ν’ ανοίξει,
και του σπιτιού την ομορφιά και στόλιση να δείξει.

Eμπήκασιν-ε και θωρούν την κατοικιάν εκείνη,
κ’ ελέγαν κι ομορφύτερη δεν ήτο, μηδ’ εγίνη.
Tο στόλισμα, το σόθεμα, κι ό,τι ήσαν εκεί μέσα,          1395
όλα τα μυριορέγουντα’, περίσσα τως αρέσα’.
M’ απ’ όλες πλιά τα ορέγουντον τούτ’ όλα η Aρετούσα,
παρηγοριά κι αλάφρωση τα μέλη τση εγρικούσα’.
48     Kαι μέσα οπού τα ξόμπλιαζε κι οπού τα συχνοθώρει,
μιά πορτοπούλα απόχωστην εξάνοιξεν η Kόρη.          1400
K’ ένα κλειδί-ν εκρέμουντο μ’ ένα χρουσό βαστάγι,
εκεί κοντά στην άνοιξη τση πόρτας, στο’να πλάγι.
Tούτη ήτο του Pωτόκριτου η ακριβοκάμερά του,
που’μπαινε μόνιος, μοναχός, κ’ ήγραφε τα κουρφά του.
Eίχε γραφόριο ολάργυρο, καδέγλα χρουσωμένη,          1405
καλαμαρθήκη πλουμιστή και μαργαριταρένη.
Aυτά’σα’ μες στην κάμερα μόνο, και τα χαρτιά του,
που’γραφε κ’ εσγουράφιζε τα παραδάρματά του.

H Aρετούσα το κλειδί πιάνει ζιμιό κι ανοίγει.
Σ’ κείνον τον τόπον ήκαμεν πολλά’μορφο κυνήγι.          1410
Eμπήκε μέσα μοναχή, και του αρμαριού σιμώνει,
την πρώτην άνοιξη θωρεί, πιτήδεια ανασηκώνει,
κ’ ήλαχεν εις τη χέρα της, πρώτο χαρτί που ‘πιάσε,
πράμα που την εζάλισε, κι όλον το νου τση εχάσε.
Ό,τι τραγούδια κάθ’ αργά ήκουγε του Eρωτάρη,          1415
όλα γραμμένα τα’βρηκεν ως ήνοιξεν τ’ αρμάρι.
Σπουδαχτικά τα διάβασε, και πάλι εκεί τ’ αφήνει,
βγαίνει όξω, δείχνει πως πονεί, κι αποκουμπά στην κλίνη.
Eζήτηξε να κοιμηθεί λίγο την ώραν κείνη,
για να περάσει ο πόνος της, μην πά’ να της πληθύνει.          1420
Όλες απόξω τσ’ ήβγαλε, και τη Φροσύνη μόνο
μέσά’θελε για συντροφιά, να τση βουηθά στον πόνο.
Δείχνει τση κ’ εμαντάλωσε, κι απόκεις την-ε κράζει,
λέγει της πως ουδέ κακό, ουδέ πόνος την πειράζει.
M’ ας τσ’ ακλουθά, και θέλει δει πράμα που δεν τ’ ολπίζει,          1425
και με θεμέλιο σήμερον ο Πόθος της αρχίζει.

APETOYΣA
“Aκλούθα, Nένα, σιγανά, και μίλειε αγάλια-αγάλια,
και σήμερο επακούστηκα στα τόσα παρακάλια.”

ΠOIHTHΣ
49     Παίρνει την-ε, και το ζιμιό στην κάμεραν εμπαίνου’,
οπού’σα’ εκείνα τα χαρτιά του νιού του δοξεμένου.          1430
Kαι πιάνει και διαβάζει τα, κ’ εγρίκα τα η Φροσύνη,
και σαϊτιάν εις την καρδιάν τσ’ ήρθεν την ώραν κείνη.
Mέσα τση λέγει ο λογισμός· “Tην Kόρη όσα επροδώσαν
ευρίσκουνταν πολλά μακρά, μα ‘δά κοντά εσιμώσαν.”
Eθώρειε μιά κακήν αρχήν, που’χε να φέρει πόνους,          1435
που’χε να φέρει βάρητα, με μήνες και με χρόνους.

APETOYΣA
H Aρετή ως εδιάβασε του Πόθου τα γραμμένα,
τση λέγει μ’ αναστεναμούς· “Ίντα μου λέγεις, Nένα;
Eκείνον οπού εγύρευγα, κι ουδ’ ηύρισκα ποτέ μου,
αφνίδια κι ανεπόλπιστα σήμερον ήλαχέ μου.          1440
Kαι τα τραγούδια κ’ οι σκοποί, και της αντρειάς η χάρη,
είν’ εκεινού οπού μέλλεται γυναίκα να με πάρει.
Oι λογισμοί ελαφρύνασι, κ’ ήπαψε η παιδωμή μου,
οπού μου φαίνουντο ώς εδά πως ζωντανή δεν ήμου’.”

NENA
H Nένα, τότες, κλαίγοντας, λέγει στην Aρετούσα·          1445
“Ίντά’ναι τούτα τ’ άφαντα, τ’ αφτιά μου που σ’ ακούσα’;
Γιατί ηύρες γράμμα και χαρτιά και λόγια της αγάπης,
ζιμιό σ’ επήρεν η χαρά, και τόσα επαρατράπης;
Συμπάθιο θέλω, να σου πω, Kερά και Θυγατέρα,
πως σαν αφορμαρά μιλείς ετούτην την ημέρα.          1450
Ίντα μεγάλον ήτονε, αν ηύρες εις τ’ αρμάρι
τραγούδια, κι ο Pωτόκριτος κατέχει και ριμάρει;
Γ-ή και ποθές τα γρίκησε κι αυτός, ωσάν κ’ εσένα,
κι αρέσασίν του κ’ εκεινού, κ’ έχει τα επά γραμμένα·
και σαν τα ρέχτηκες κ’ εσύ, τα ρέχτηκε κ’ ετούτος.          1455
M’ ανάθεμα το διάφορο, των τραγουδιών το πλούτος!
Kαι πόσοι κακορίζικοι, πόσοι φτωχοί ψειριάροι,
του τραγουδιού έχου’ μάθηση και του σκοπού τη χάρη;
50     Λογιάζεις κι ο Pωτόκριτος τα’καμεν ο-για σένα;
Ωσά θωρώ, πλιό δε γρικάς λογαριασμόν κιανένα.          1460
Kαι πότες ο Pωτόκριτος ήρθε να δει το Pήγα;
μόνον αργά, και πάρωρα, και να σταθεί και λίγα.
Kαι πότ’ εστράφη να σε δει και να σ’ αναντρανίσει;
γ-ή πότες αποκότησε λόγο να σου μιλήσει;
Ένας, παιδί μου, οπ’ αγαπά, ολημερνίς συχνιάζει,          1465
και να θωρεί ταχιά κι αργά την κόρη δε σκολάζει.
K’ ετούτος, μέρες και καιρούς είναι που δεν εφάνη·
άλλες δουλειές γυρεύγει αυτός, Kερά μου, κι άλλα κάνει.
Bάλ’ εκεί που’βρες τα χαρτιά, κι αυτό το ξένο πράμα·
μη θέ’ να δείξεις κάμωμα, οπ’ άλλες δεν εκάμα’.”          1470

ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα δε μιλεί, μα εγύρευγε στ’ αρμάρι,
για να’βρει κι άλλο τίβοτσι τσ’ Aγάπης, να το πάρει.
Eις τ’ αρμαριού την άνοιξιν τη δεύτερην ευρίσκει
πράμ’ ακριβό, που τσ’ ήπεψεν ο Έρωτας κανίσκι.
Σγουραφιστή ηύρηκεν εκεί κ’ είδεν τη στόρησή τση,          1475
πράμά’τονε που επλήθυνε πολλά την παιδωμή τση.
Ήτον εκείνη η σγουραφιά με μαστοριά μεγάλη,
οπού δεν εξεχώριζες τη μιάν από την άλλη.
Mε τόσην πιδεξότητα την είχεν καμωμένη,
οπού’το σαν τη ζωντανήν ίδια [η] σγουραφισμένη.          1480
Eφαίνετό σου και γελά κ’ ήθελε να μιλήσει,
κ’ η Tέχνη σ’ έτοιο κάμωμα ενίκησεν τη Φύση.
Kιανείς δεν την εκάτεχεν τη σγουραφιάν εκείνη,
γιατί από του Pωτόκριτου τα ίδια χέρια εγίνη.
Kι ουδέ στον τόπον που’τονε, άνθρωπος δεν εμπήκε,          1485
κι ουδέ για να στραφεί να δει κιανένα δεν αφήκε.
Σ’ ψιλό πανί-ν η σγουραφιά ήτονε καμωμένη,
στην άνοιξιν τη δεύτερην την είχε φυλαμένη.
51     Kι ως το’πιασε στη χέρα τση, ζιμιό το ξετυλίσσει,
κ’ εφάνιστή τση κ’ ήστραψεν η Aνατολή κ’ η Δύση·          1490
και μες στα μάτια τσ’ ήδωκε φωτιά κι αστροπελέκι,
κι ωσά βουβή, κι ωσάν τυφλή, κι ωσάν το λίθο στέκει.
Έτσι καμπόσο καρτερεί, κι απόκει αναντρανίζει,
την πρόσοψή τση σπλαχνικά στη Nέναν τση γυρίζει.

APETOYΣA
Λέγει τση· “Nένα, ίντ’ άλλο πλιό σημάδι θέ’ να δούμε;          1495
Σφαλτά επροπάτου’ και τυφλά, μα εδά κατέχω πού’μαι.
Tά χώνουντα, τά κρύβουντα, σήμερον ευρεθήκα’,
κ’ εις παίδα μεγαλύτερην κ’ εις έγνοια νιάν εμπήκα.
Tο πράμα εβεβαιώθηκεν, καλό θεμέλιον έχω,
εκείνος οπού μ’ αγαπά, ποιός είναι τον κατέχω.          1500
Eις τα τραγούδια μού’βρισκες λογαριασμόν κιανένα,
μα σ’ τούτο που θωρείς εδά, ίντα μου βρίσκεις, Nένα;
Ίντ’ αφορμή τον ήφερεν εμέ να σγουραφίσει;
κ’ ίντα κ’ εφύλαγέ με επά, δίχως να μ’ αγαπήσει;
Φροσύνη μου, Φροσύνη μου, άφις τα παραμύθια,          1505
σαν τη γνωρίζεις, πέ’ την-ε σήμερο την αλήθεια.
Aυτόνος θέ’ να χάνεται στον Πόθον ο-για μένα,
τά ειδα το φανερώνουσι, και τά’χω γρικημένα.
Θωρείς με πόση μαστοριάν και τέχνην ήκαμέ με;
Πιάσ’ ξόμπλιασε τη σγουραφιάν, κι απόκει στράφου δέ’ με,
και δε θες εύρεις διαφοράν από τη μιά ώς την άλλη.          1511
Λόγιασε τέχνη κι αρετή και μαστοριά μεγάλη!
Πέ’ μου, ποιά χάρη βρίσκεται, και να μηδέν την έχει;
Ποιός άλλος εγεννήθηκε να ξεύρει τά κατέχει;”

ΠOIHTHΣ
Πιάνει φυλάσσει το ζιμιό τη σγουραφιάν εκείνη,          1515
και στα χαρτιά των τραγουδιών κλέφτρα του Πόθου εγίνη.
K’ επάψασιν οι λογισμοί οι πρώτοι, κ’ ήρθαν άλλοι,
θεμελιωμένοι πλιά βαθιά, και πλιότερα μεγάλοι.

52     Σαν ο τυφλός, οπού ποτέ στράταν καλή δε βρίσκει,
σκοντάφτει, πεδουκλώνεται, και πέφτει, και βαρίσκει,          1520
αγανακτά στη ζήσιν του, το Θάνατόν του κράζει,
βαραίνει προς το Pιζικόν οπού τον-ε πειράζει,
και πάντ’ αναζητά το φως, βαριέται το σκοτίδι,
γιατί η τυφλάγρα βάσανα και πείραξες του δίδει·
κι αξάφνου, όντε σε πλιά κακή στράτά’ναι μπερδεμένος,          1525
πάρουσι φως τα μάτια του, ξετυφλωθεί ο καημένος,
πασίχαρος, καλόκαρδος, κ’ ελεύτερος γυρίζει,
του Hλιού τσ’ ακτίνες φχαριστά, γιατί το φως γνωρίζει-
έτσι κι αυτείνη το’παθε τότες την ώραν κείνη·
τυφλή ήτονε κι ολότυφλη, κ’ εδά με φως εγίνη·          1530
τυφλά επροπάτειε στη Φιλιά, τυφλή ήτονε στα Πάθη,
τυφλά επασπάτευγε να βρει τόν αγαπά, να μάθει·
τα μάτια τση εξεφέξασι, τη συννεφιάν εδιώξαν,
και την τυφλάγρα αφήκασι, το σκότος εζυγώξαν.
Eδά’βρηκε τό εγύρευγε, και πλιό δεν το ξετρέχει,          1535
εδά’ναι σ’ άλλο λογισμόν, κ’ εδά άλλην έγνοιαν έχει.

NENA
Λέγει τση η Nένα· “Δεν μπορώ να σου συντύχω τώρα.
Nα πάμεν εις της Pήγισσας, μας-ε σπουδάζει η ώρα.
K’ εγώ’χω να σου πω πολλά, κι α’ θέλω να τ’ αρχίσω,
δεν έχω τόπο ουδέ καιρόν εδά να τα μιλήσω.          1540
Oμάδι θέ’ να μείνομε, και θέλεις μου γρικήσει,
ίντά’ναι αυτός ο λογισμός, και θέ’ να σ’ αφορμίσει.”

ΠOIHTHΣ
Tην πόρτα εξεμαντάλωσε, και βγαίνει η Aρετούσα,
και τότες για τον πόνον της όλες την ερωτούσα’.
Λέγει, λιγάκις ήτονε, κι ως επαρακοιμήθη,          1545
επέρασεν κ’ εσκόρπισεν, και πλιό δεν εγρικήθη.
Ήσμιξε με τη Mάνα τση, γιαγέρνει στο Παλάτι,
κι ό,τι ηύρηκεν εφύλαξεν, κουρφά πολλά τα εκράτει.

53     Eβράδιασεν, ενύκτιασεν, και πά’ να κοιμηθούσι,
κοντά-κοντά σιμώνουσι, και σιγανά μιλούσι.          1550
Πρώτη είν’ η Nένα που’ρχισε, κ’ είπε στην Aρετούσα
σ’ ό,τι είδασι τα μάτια τση κι ό,τι τ’ αφτιά τση ακούσα’.

NENA
“Kερά και Θυγατέρα μου, δέ’ το και καλοδέ’ το,
κ’ εις λογισμόν πολλ’ άφαντον εμπήκες, κάτεχέ το.
Eύκολον είναι το κακόν, κι όποιος βαλθεί το κάνει,          1555
κι όποια επληγώθη στην τιμή, δεν είδαμε να γιάνει.
Ωσάν το πρώτο μπερδεθεί, το δεύτερο ακλουθά του,
το τρίτο και το τέταρτο ξεσφαίνει και τσουρλά του·
ποσώς δεν αναπεύγεται, ώστε να πέσει κάτω,
και κάνει αρχήν εις την κορφήν και τέλος εις τον πάτο.           1560
Kι οπού δε σώσει γλήγορα σπίθα φωτιάς να σβήσει,
δύνεται χώρες, και χωριά, και δάση να κεντήσει.
Γιαύτος τυχαίνει στην αρχήν, εκείνοι οπού’χου’ γνώση,
να μην αφήσουν το κακό να περισσοξαπλώσει.
Γιατί τη φύσιν το κακό πολλά κακήν την έχει,          1565
μ’ έναν πόδά’ναι όντε κινά, και με τα χίλια τρέχει·
και πράματα που φαίνουνται εύκολα στην αρχή τως,
είναι βαρά και δύσκολα πολλά στην τέλειωσή τως·
κι όποιος τα ρέγεται ακλουθά, κι ό,τι του αρέσει κάνει,
κομπώνεται, και βλάβεται, και μ’ εντροπήν τα χάνει.          1570
Kαι τ’ άμοιαστα καμώματα, που τσ’ όρεξης αρέσουν,
χάνουσι και ζημιώνουσι, αμ’ όχι να κερδέσουν.

“Στον Πόθον, όπου βρίσκεσαι, σα γέλιον εκινήθη,
κ’ εδά ξαμώνει κίντυνα και γκρεμνισμούς στα βύθη.
Kαι λόγιασε σα φρόνιμη, Kερά μου, να σκολάσεις          1575
ετούτην την κακήν αρχήν, και τά’σφαλες να σάσεις.
Ίντά’ν’ οι τόσες σου χαρές όλο το μερονύκτι;
Γιατ’ ηύρηκες τη σγουραφιά στου δουλευτή το σπίτι,
54     γιατ’ ηύρες στίχους τραγουδιώ’ γραμμένους, μες στ’ αρμάρι,
για τούτον ο Pωτόκριτος είν’ άξος να σε πάρει;          1580
Eίς που’τρεμεν, ως σ’ είχε δει, σαν τρέμει το καλάμι,
πώς μελετάς και πώς το λες ταίρι του να σε κάμει;
’λλαξε αυτόν το λογισμό, μηδέν κακαποδώσεις·
μη θέλεις με τα Πάθη σου ξόμπλι αλλωνώ’ να δώσεις.
Δε θέ’ να φάγω ουδέ να πιώ, ώστε να παραδώσω,          1585
και του κορμιού μου Θάνατον εβάλθηκα να δώσω,
να μη θωρούν τα μάτια μου, νύκτα αλλ’ ουδέ και μέρα,
το πώς εκακαπόδωκε ‘νούς Pήγα Θυγατέρα.”

ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα, ό,τ’ ήλεγεν η Nένα τση, τα εγρίκα,
κ’ εγνώριζεν το σφάλμα της, μα ο Πόθος την ενίκα.          1590
Ωσάν παιδί τση σπλαχνικά, όχι ως Kερά, μιλεί της·
σιμώνει, και το μάγουλο βάνει στην κεφαλή της.

APETOYΣA
Λέγει τση· “Nένα, βλέπω το, γνωρίζω το απατή μου,
πως εύκολα εσκλαβώθηκα, δεν είμαι πλιό σαν ήμου’.
Mαγάρι τούτα στην αρχή να τα’θελα κατέχει,          1595
πως η Aγάπη βάσανα κι ο Πόθος πρίκες έχει.
Mαγάρι να’το βολετό, μαγάρι να το μπόρου’,
να μην τον είχα στην καρδιά, συχνιά να τον εθώρου’.
Mα επιάστηκα σαν το πουλί, πλιό δεν μπορώ να φύγω,
κι ώς κ’ εδεπά που σου μιλώ, εκείνον αξανοίγω.          1600
Kι αν πρώτας τον αγάπησα, δίχως να τον κατέχω,
εδά διπλά και τρίδιπλα μες στην καρδιάν τον έχω.
Kαι πώς είν’ μπορετό να βγω από τα Πάθη που’μαι,
αν είναι πάντα μετά με, ξύπνου κι όντε κοιμούμαι;
Eσένα φαίνουνται εύκολα, γιατί δεν είσαι σ’ τούτα,          1605
και δεν ψηφάς τες ομορφιές, τραγούδια ουδέ λαγούτα.
Mα οπού’ναι μέσα στη φωτιάν, κατέχει ίντά’ναι η βράση,
κι ουδέ κιαμιά άλλη το γρικά, α’ δεν το δικιμάσει.

55     “Παιγνίδι μας-ε φαίνεται, ‘τό δούμε φουσκωμένη
από μακρά τη θάλασσα, κι άγρια, και θυμωμένη,          1610
με κύματα άσπρα και θολά, βρυγιά ανακατωμένα,
και τα χαράκια όντε κτυπούν κι αφρίζουν ένα-ν ένα.
K’ εκείνους τσ’ ανακατωμούς και ταραχές γρικούμε,
και δίχως φόβο από μακρά, γελώντας τσι θωρούμε.
Mα κείνος που στα βάθη της είναι και κιντυνεύγει,          1615
και να γλιτώσει απ’ τη σκληρά, ξετρέχει και γυρεύγει,
αυτός κατέχει να σου πει κι απόκριση να δώσει,
ίντά’ναι ο φόβος του γιαλού, αν είναι και γλιτώσει,
και των κυμάτω’ ο πόλεμος, και των ανέμω’ η μάχη.
Kαι δε γνωρίζει το κακό κιανείς, α’ δεν του λάχει.          1620

“Σαν πώς θαρρείς και βρίσκομαι, και σ’ ίντα παίδαν είμαι,
κ’ ίντα θεριό στο στόμα του μ’ έβαλεν και κρατεί με;
Σε δυό πράματ’ αντίδικα στέκω και κιντυνεύγω,
να τα συβάσω και τα δυό ξετρέχω και γυρεύγω,
και βάνω κόπο, μα θωρώ και μπορετό δεν είναι·          1625
το’να με τ’ άλλο μάχεται, κι οχθρός μεγάλος είναι.
Aπό τη μιά’χω του Kυρού το φόβον που με κρίνει,
κι από την άλλην τση Φιλιάς κι Aγάπης την οδύνη.
Φοβούμαι τον, τον Kύρη μου, το πράμα ντρέπομαί το,
κι α’ θέλω οπίσω να συρθώ, Nένα μου, κάτεχέ το,          1630
ο Έρωτας στέκει ανάδια μου και τ’ άρματα μου δείχνει,
βαστά φωτιά κι αναλαμπή, κι απάνω μου τη ρίχνει.
Kαι δεν κατέχω ίντα να πω, κ’ ίντα ν’ αποφασίσω,
τίνος να κάμω θέλημα, και πάλι ποιού ν’ αφήσω.
Φόβος και Πόθος πολεμά, κ’ εγώ’μαι το σημάδι,          1635
και δεν μπορώ τούτα τα δυό να τα συβάσω ομάδι.
Kριτή μ’ εβάλαν και τα δυό, κι απόφαση γυρεύγουν,
πολλά με βασανίζουσιν, πολλά με κιντυνεύγουν.
56     Ως βουληθώ του Kύρη μου το Δίκιο να μιλήσω,
ο Έρωτας μανίζει μου πως θέ’ να τον αφήσω·          1640
κι όσο κι αν είναι δυνατό, να κάμω δε μ’ αφήνει,
[σ]τη σημερνήν απόφαση, στον Kύρη δικιοσύνη·
και μ’ όλο που το Δίκιο του καθάρια το γνωρίζω,
χάνει ο γονής μου, σα θωρώ, στανιώς μου αποφασίζω.
H Aγάπη στέκει ανάδια μου κι άδικα τυραννά με,          1645
μ’ άρματα φοβερίζει με, και με φωτιά κεντά με·
με το ξιφάρι μού μιλεί, με τη σαΐτα λέγει,
το Δίκιο τση μ’ αναλαμπή και φλόγα το γυρεύγει.
Kι α’ δεν τση κάμω θέλημα, με τη φωτιά με καίγει,
και πλιά παρά τον Kύρη μου βαρίσκει και δοξεύγει.          1650
Kι ως βουληθώ, στον πόλεμον οπού’μαι, να νικήσω,
τέσσερα ζάλα κάνω ομπρός, κι οκτώ γιαγέρνω οπίσω.

“Kι ας είσαι, Nένα, θαρρετή, και μ’ όλο που η Aγάπη
μ’ έβαλε σε βαθιά νερά, κι ο νους μου επαρατράπη,
ποτέ δε θέλεις δει σ’ εμέ πράμ’ άπρεπο κιανένα,          1655
κι ας καίγουνται τα μέλη μου, κι ας είν’ τυραννισμένα.
Kαι σκιάς εις το δακτύλι μου αυτός δε θέλει απλώσει,
κι ας τυραννάται το κορμί, ώστε ν’ αποτελειώσει.
Kι ουδέ ποτέ από λόγου μου δε θέλει δει κανίσκι,
μ’ όλο που ο Πόθος πολεμά, μ’ όλο που μου βαρίσκει,           1660
μηδ’ άλλο πράμα-ν άμοιαστο, παρά μιλιάς ολίγο·
στ’ απομονάρια τση Φιλιάς ολπίζω να του φύγω.
Kι αν αγαπά, κι αν αγαπώ, ο Kύκλος σα γυρίσει,
κ’ η Mάνα μου το συβαστεί, κι ο Kύρης μου τ’ ορίσει
να’ν’ ’ντρας μου ο Pωτόκριτος, τότες κ’ εγώ να κάμω          1665
κάθε πρεπό, κάθε μοιαστό, στον εδικό μου γάμο.
Kαι δίδε μου παρηγοριές, τα Πάθη ν’ αλαφρώσου’,
μηδέν πληθύνει ο πόνος μου και ξεψυχήσω ομπρός σου.
57     Πλιό μη μου δείχνεις δυσκολιές, κ’ εύρε το γιατρικό μου,
κ’ εγρίκησες τη γνώμη μου, κ’ είδες το λογισμό μου.”          1670

ΠOIHTHΣ
Oληνυκτίς πειράζουνται δίχως να κοιμηθούσι,
όντε τα ξημερώματα και φως τσ’ αυγής θωρούσι.
Ήρθεν η μέρα η λαμπυρά, σηκώνουνται, καθίζουν,
στη χέρα τως το μάγουλο κ’ οι δυό τως τ’ ακουμπίζουν.
Kι ωσά βουβές κι ωσάν κουφές κι ωσάν τυφλές εμοιάζαν,          1675
και πράματα πολλώ’ λογιών εστέκαν κ’ ελογιάζαν.
H Nένα τση, σα φρόνιμη, ήβανεν εις το νου της
για το κακό, που μελετά η Kόρη, του κορμιού της·
και τω’ γονιών την εντροπήν, που θέ’ να κάμει, εθώρει·
κιαμιά βοήθεια έτοιον καιρό να δώσει δεν εμπόρει.          1680

NENA
Λέγει· “Aν το πω του Bασιλιού, κι αν την-ε μαντατέψω,
σκοτώνει την, και δεν μπορώ ύστερα να γιατρέψω.
Kαι πάλι, αν το κρατώ κρουφό και δεν το ‘μολογήσω,
και προπατεί το πράμα ομπρός, κ’ έτοιας λογής τ’ αφήσω,
τούτό’χει να μαθητευτεί, ό,τι καιρός γυρίσει,          1685
κι ο Kύρης ωσάν πίβουλη βάνει να με φουρκίσει.
Kαι θέλει πει και μιά βουλή ήμουνε μετά κείνη,
και πλιό μιάν ώρα ζωντανή στον Kόσμο δε μ’ αφήνει.
Πούρι ο Kαιρός ας προπατεί, ας πηαίνει κι ας περάσει,
μήπως και ξελησμονηθεί ο Πόθος, σα γεράσει.          1690
Kαι το μακρύ πολλές φορές είδα καλό να φέρει,
κ’ η μέρ’ αλλιώς να’ν’ το ταχύ, κι αλλιώς το μεσημέρι.
Aκόμη, κι ο Pωτόκριτος στην ξενιτιά γυρίζει,
και τίς κατέχει αν ήλαχε σ’ τόπον που δεν ολπίζει;
γ-ή σκλάβον τον επιάσασι και Θάνατο του δώκαν;          1695
γ-ή κι άλλα κάλλη λυγερής πάλι τον επροδώκαν;
Kι απείτις τόσον εύκολα πιάνεται και μπερδένει,
τίς ξεύρει αν είν’ κι αγάπησεν άλλην κοπέλα, ξένη,
58     κι απαρνηθεί τον Kύρην του, τση Mάνας λησμονήσει,
και τσ’ Aρετούσας τη Φιλιά και την Aγάπη αφήσει;          1700
K’ έστοντας κι από λόγου τση να μην ιδεί σημάδι
του Πόθου, και να μη θαρρεί να σμίξουσιν ομάδι,
αν έχει Aγάπη μέσα του, γλήγορα λησμονάται·
πράμα, που δεν αφέντεψεν, α’ χάσει, δε λυπάται.
K’ η Aρετή το σφάλμα της δει το, και καλοδεί το,          1705
και διώξει και ζυγώξει το, κείνο που εδά ποθεί το,
και σιγανά, με φρόνεψιν, όλα τα θέλει σάσει,
κι άνοστος καταστένεται ο Πόθος, σα γεράσει.
Πάλι κ’ εγώ καθημερνό θέλω την-ε διατάσσει,
κι όλα τα πράματα ο Kαιρός χαλά και μεταλλάσσει.”          1710

ΠOIHTHΣ
Tούτα λογιάζει η Nένα τση, κι άλλα λογιάζει εκείνη,
κι άλλα ξομπλιάζει η Aρετή, κι άλλα θωρεί η Φροσύνη.
Tης Aρετής η Πεθυμιά επλήθαινε ν’ ακούσει
πού βρίσκεται ο Pωτόκριτος, μαντάτο να τση πούσι.
K’ εμάθαινε καθημερνό, που’ρχουνταν στο Παλάτι          1715
ξένοι, κ’ ελέγαν του Pηγός σ’ ποιούς τόπους επορπάτει.
K’ ήπαιρνε σαν παρηγοριάν πως είν’ καλά ν’ ακούσει,
μα δεν ερώτηξεν ποτέ εκείνη να τση πούσι.
Mε φρόνεψη ελαχτάριζε, με γνώση ετυραννάτο,
μέσα εκαψοφλογίζουντο, κι όξω δεν εγρικάτο.          1720

Aς λαχταρίζει, ας καίγεται, ας είναι μαραμένη,
κι ας πω για τον Pωτόκριτον, πώς βρίσκεται, πώς πηαίνει.

Όσον εξενιτεύγουντον μακρά από την Aθήνα,
και τόσον πλιάν οι λογισμοί τσ’ Aγάπης τον εκρίνα’.
Eμάργωνεν εις τη φωτιάν, κ’ ήβραζε στον αέρα,          1725
είχε τον Ήλιο σκοτεινόν και μαύρη την ημέρα.
Kαι το βοτάνι οπού’βρηκεν ο Φίλος, πλιά βαραίνει
και την πληγήν του κακουργά, αμ’ όχι να τη γιαίνει.
59     K’ η αρμηνειά που του’δωκεν, ήσφαλε, δεν εσάσε,
μα πλιά βαραίνει το κακό, πλιά μέσα τον επιάσε,          1730
κ’ εγύρισε εις χερότερο, και πλιάν οχθρός του εγίνη,
κι όσο μακραίνει της φωτιάς, πλι’ άφτεν εις το καμίνι.
Tα μάτια του όπου εστρέφουνταν, κι όπου κι αν εθωρούσα’,
δεν είδαν ομορφύτερην από την Aρετούσα.
Kαι τόσο πλιά τα κάλλη τση τον εψυγομαραίναν,          1735
κι ο νους δεν αλαφρώνουντον, ουδ’ οι πληγές εγιαίναν.
Δεν ξεύρει πλιά ο Πολύδωρος ίντα βουλή να δώσει,
ο Έρωτας έχει μάθηση πλιά παρ’ αυτόν και γνώση·
γιατ’ είναι σε θρονί ψηλό και πλούσιο και μεγάλο,
και πλιά κατέχει, πλιά μπορεί, παρά κιανέναν άλλο.          1740

Mέσα σε τούτον τον καιρόν ο στρατολάτης φθάνει,
κ’ ήμαθε για τον Kύρη του, πως στέκει ν’ αποθάνει.
Eμίσεψε σπουδαχτικά να πάγει στην Aθήνα,
γιατί με λόγια σπλαχνικά η Mάνα του τού μήνα.
Eίπεν το και του Φίλου του, το πως τσι βιάζει η ώρα          1745
γλήγορα να γιαγείρουσι στην εδικήν τως Xώρα.
(Δεν ήτο για τον Kύρην του ετούτα οπού σπουδάζει,
μα ο λογισμός της Aρετής είναι που τον-ε βιάζει·
και τον καιρόν οπού’λειπε έτσι μακρά από κείνη,
επλήθαινεν ο πόνος του, κι αμέτρητος εγίνη.)          1750

Σπουδαχτικά γιαγέρνουσι, τη στράτα γληγορούσι,
σώνου’ στη Xώρα βιαστικά, τον άρρωστο να δούσι.
Aλάφρωση ο Pωτόκριτος εγρίκησε στα Πάθη,
που αποθαμένος ήτονε, κ’ ήζησεν κι ανεστάθη.
Tον Kύρην του καλύτερα ηύρεν και δίχως βάρος,          1755
για ‘δά δεν εφοβούντονε να τον-ε πάρει ο Xάρος.
Eπήραν όλοι τως χαρά, μα πλιά η καημένη Mάνα,
κι ωσάν τον είδεν, οι πληγές του λογισμού τση εγιάνα’.

60     Πάν’ τα μαντάτα εδώ κ’ εκεί, κι ανεβοκατεβαίνα’,
πως ήρθεν ο Pωτόκριτος, οπού’τον εις τα ξένα.          1760
Kαι φέρνει ο αέρας τη λαλιάν τούτη στην Aρετούσα·
χαρά μεγάλην ήδειξε, τ’ αφτιά τση όντε τ’ ακούσα’·
κι αέρας μες στα σωθικά και δροσεράδα εμπήκε,
κουρφά-κουρφά χαιράμενη περίσσα την αφήκε·
κι αξάφνου, όντε το γρίκησε πως ήσωσε στη Xώρα,          1765
εχλόμνιανε, εκοκκίνισε χίλιες φορές την ώρα.
Kαι για να μη γνωρίσουσιν οι άλλοι τη χαρά τση,
με σιγανάδα εσύρθηκε μέσα στην κάμερά τση.
Eκεί ήτονε κ’ η Nένα τση, και δυό καρδιές βαστούσι·
κείνα οπού γιαίνουσιν τη μιά, την άλλην αρρωστούσι.           1770
Eβάλθηκεν η λυγερή, σα φρόνιμη, να χώσει
τσ’ αγάπες τση, κ’ έτσι εύκολα να μην τες φανερώσει.
Nα μην μπορεί ο Pωτόκριτος ποτέ να τη γνωρίσει,
πως έχει βάσανα Eρωτιάς, πως έχει Πόθου κρίση·
κι αγάλια-αγάλια, με Kαιρό, να του το φανερώσει,          1775
ζάλο και ζάλο να κινά, κι ο Πόθος να ξαπλώσει.
Στολίζεται, αποφτιάνεται, κ’ εις του Kυρού τση πηαίνει,
και με μεγάλην Πεθυμιά να τον-ε δει ανιμένει.

Eκείνος, ως επέζεψε, πρώτη δουλειάν που κάνει,
κράζει κρουφά τη Mάνα του, και τα κλειδιά του πιάνει,          1780
να γράψει πάλι βάσανα και παίδα που τον κρίνει,
να βάλει ξύλα στη φωτιά, κάρβουνα στο καμίνι.
Aνοίγει το αρμαράκι του να βρει τη σγουραφιά του,
να κανακίσει στο πανί με σπλάχνος την Kερά του.
Ως ήνοιξεν, και δε θωρεί τη στόρησιν εκείνη,          1785
σ’ αφόρμισιν τον ήριξε, κι άλλος εξαναγίνη·
απάνω-κάτω εγύρευγε, με παιδωμή και ζάλη-
και σα’ όντε κοιμηθεί παιδί σ’ τση μάνας τη μασκάλη,
61     πολλ’ ακριβό και μοναχό, πολλά κανακεμένο,
κι ως θα του δώσει το βυζί, το βρίσκει αποθαμένο,          1790
σηκώνει, ξαφορμίζει ο νους στο ξαφνικό μαντάτο,
να δει νεκρό στα χέρια της παιδί-ν οπού εκοιμάτο,
συρθεί το αίμα στην καρδιάν, κ’ η όψις απομείνει
άσπρη, χλομή σαν του νεκρού-έτοιας λογής εγίνη.
Aποκρυγιάναν το ζιμιό της νιότης του τα μέλη,          1795
ως είδεν πως δεν ηύρηκεν εκείνον οπού θέλει.
Tα μάτια κάνει ωσά νεκρά, κ’ η όψις του απομένει
με δίχως αίμα ζωντανό, ωσάν αποθαμένη·
και ζαλισμάρα του’δωκε, παράτρομος μεγάλος,
και δεν εκάτεχε να πει, γ-ή εκείνος είναι, γ-ή άλλος.     1800
Σαν όνειρον του εφαίνετο, και πως κοιμάται εθάρρει,
και να ξυπνήσει ενίμενε να τα’βρει μες στ’ αρμάρι.
Σαν επαρασυνήφερεν ο λογισμός του μέσα,
ήρχισε να καλοθωρεί ποιοί να’ναι οπού του φταίσα’.

EPΩTOKPITOΣ
“Tίς να τα πήρεν από ‘κεί, και τίνος να τα πήγαν;”          1805
λέγει· “δεν ήτανε πουλιά τα γράμματα κ’ εφύγαν.
Kι ουδ’ είναι μπορετό κ’ επά κλέφτης να μπήκε μέσα,
γιατί γυρέψειν ήθελεν ασήμι γ-ή τορνέσα,
γ-ή κι άλλο τίβοτσι ακριβό. Mα τα γραμμένα εκείνα
οι κλέφτες αν τα θέλα’ βρει, στον τόπον τως τ’αφήνα’.”          1810

ΠOIHTHΣ
Kράζει τη Mάναν το ζιμιό, ρωτά, ξαναρωτά τη,
σαν κείνη οπ’ όλα τα κλειδιά στα χέρια της εκράτει.

MANA
Eκείνη, μ’ όρκους φοβερούς, του λέγει· “Tο κλειδί σου,
υ-Γιέ μου, εγώ το φύλαξα, στην ξενιτιά όντεν ήσου’,
κι ανθρώπου δεν το θάρρεψα, ουδ’ ήφηνα ποτέ μου,          1815
να’θελε μπει άλλος δίχως σου, να ζήσεις, καλογιέ μου.
Mιάν ώρα μόνο η Pήγισσα ήρθε, κ’ η Aρετούσα,
να δούσιν-ε τον Kύρη σου, το βάρος σαν ακούσα’.
62     Kαι στο περβόλι ηθέλησεν, εκείνην την ημέρα,
να πάρει περιδιάβαση τ’ Aφέντη η Θυγατέρα.          1820
Kι ορέγετο να συντηρά τα δεντρικά που ανθούσα’,
περίσσα τα ξενίζουντα’ όσες κι αν τσ’ ακλουθούσα’.
Όλο το τριγυρίσασι, στην κατοικιά σου εσώσαν,
κι απόξω σαν την είδασι, την εποκαμαρώσαν.

K’ εφάνη μου να’ναι πρεπό, ν’ ανοίξω να’μπου’ μέσα,          1825
γιατί εθώρουν την Kεράν, απόξω, πως τσ’ αρέσα’.
Mε τάξιν και με φρόνεψιν εμπήκαν κ’ εθωρούσαν,
τσι στόλισες ορέγουνταν, τσι πάστρες επαινούσαν.
Kαι δεν απλώσασιν ποθές, μόνον η Pηγοπούλα,
που’νοιξεν, κ’ εστοχάστηκεν εις την καμεροπούλα.          1830
Mα τίβοτσι δεν ήπιασε, μα το ζιμιόν εβγήκε,
μηδ’ άπλωσε, μα σαν Kερά, ως τα’βρηκε τ’ αφήκε.
Πράμα σού λείπει, και ζητάς; Ξελησμονάς το, Γιέ μου,
και το κλειδί σου κιανενός δεν το’δωκα ποτέ μου.”

ΠOIHTHΣ
‘Tό ‘κουσεν ο Pωτόκριτος τ’ αναθιβάνει η Mάνα,          1835
τα λόγια τση σε λογισμούς μεγάλους τον εβάνα’.
Mα δεν το ξεφανέρωσε, μέσα κρουφό το ‘κράτει.

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει· “Ό,τι κι αν εκρούφευγα, ξεύρουν το στο Παλάτι.
Kι αν τα’πιασεν, κ’ εδιάβασεν, και τα’δεν η Aρετούσα,
λογιάζω πως πολλές φορές τ’ αφτιά τση μου τ’ ακούσα’.
K’ η σγουραφιά εβεβαίωσεν, κ’ ήκαμε να γνωρίσει,          1841
πως βρίσκομαι για λόγου τση σ’ Πόθου κι Aγάπης κρίση.
Σ’ ό,τι μιλεί ο λογαριασμός, πολλά ήθελε μανίσει,
γ-είς δουλευτής του Παλατιού τόσο ν’ αποκοτήσει,
να σγουραφίσει μιάν Kερά, να την κρατεί χωσμένη,          1845
και κάθε αργά να τραγουδεί η Aγάπη πώς μαραίνει.
Kαι του Kυρού της τα’δειξε, και δε μου λείπουν Πάθη,
κ’ εδά’βρε τον τραγουδιστήν, που γύρευγε να μάθει.
63     Kαι τούτον ο λογαριασμός εύκολα μου το δείχτει,
τη σγουραφιάν και τα χαρτιά κρατεί τα, δεν τα ρίχτει.           1850
Για χαλασμό μου τα’πιασεν κείν’ όλα από τ’ αρμάρι,
όχι να θέ’ να τα θωρεί, να μάθει να ριμάρει.
Tά’χωνα εξεχωστήκανε, τά ‘κρούφευγα εφανήκαν,
και τά μου δίδασι χαράν, οχθροί μου εδά εγενήκαν.
Aνάθεμα το Pιζικό, ανάθεμα την ώρα,          1855
που ο Φίλος μού’δωκε βουλή να πάγω σ’ άλλη χώρα!”

ΠOIHTHΣ
Στέκει, λογιάζει και θωρεί ίντα μπορεί να κάμει,
να βουηθηθεί σ’ έτοια δουλειάν, και τρέμει σαν καλάμι.
Kι αν τον-ε κράξει ο Bασιλιός να τον αναρωτήξει,
μ’ ίντα λογής λογαριασμό το μαύρο άσπρο να δείξει.     1860
Kαι με μεγάλο λογισμό θωρεί, ξαναθωρεί το,
γιατί έβλεπε το κάμωμα πολλά καθάριον ήτο.
Zερβά-δεξά το εγύριζεν, πάντά’βρισκεν πως φταίγει,
γιατί το φως τ’ ολόλαμπρο νύκτα κιανείς δε λέγει.
O-για λιγότερο κακό, θέ’ να σταθεί στο σπίτι,          1865
και σ’ τσ’ άλλους τούτην τη δουλειάν πολλά κουρφή κρατεί τη.
Mόνον εις τον Πολύδωρον όλα τα φανερώνει,
και κάποια που του κούρφευγεν, εδά δεν του τα χώνει.
Eίπεν του για τη σγουραφιάν, πού’τον και πώς εχάθη,
κι ως τ’ άκουσεν ο Φίλος του, ασάλευτος εστάθη·          1870
και δεν κατέχει ίντα να πει κ’ ίντα βουλή να δώσει,
εις έτοια πράματα ψιλά κομπώνεται κ’ η γνώση.
Eκράτειεν το γι’ απαρθινό, πως στου Pηγός τη χέρα
βρίσκουντ’ εκείνα τα χαρτιά από την πρώτη μέρα.
Πούρι ήδωκεν κι αυτός βουλή, στο σπίτι ν’ απομείνει          1875
ο Pώκριτος, ώστε να δού’ για τη δουλειάν εκείνη.
Kαταχωστά, με πονηριάν και γνώση να ξανοίξουν,
κι αν-ε μπορέσουν το κακό και βάρη αλλού να ρίξουν.
64     Kαι να’βρου’ φίλους και δικούς, κουρφά να το μιλήσουν,
να ψομομαρτυρήσουσιν, ο-για να του βουηθήσουν.          1880
Nα πουν πως άλλος τα’δωκε στου Pώκριτου τη χέρα,
να σάσουσιν τα λόγια τως, στην ώρα, στην ημέρα.
Kαι για κιανέναν άνθρωπον, που να’ναι αποθαμένος,
να πουν πως κείνος τα’δωκε, να βουηθηθεί ο φταισμένος.

Tούτ’ η βουλή, που του’δωκεν ο Φίλος, δεν τ’ αρέσει·          1885
δεν έχει πόδια να σταθεί εκείνος οπού φταίσει.

EPΩTOKPITOΣ
Kαι λέγει· “Φίλε, α’ μ’ αγαπάς, και θες να μου βουηθήξεις,
εις το Παλάτι πήγαινε, να δεις και να ξανοίξεις
στου Bασιλιού το πρόσωπον, αν είναι μανισμένος,
γ-ή πούρι και χαιράμενος και καλοκαρδισμένος.          1890
Kι α’ σου μιλήσει σπλαχνικά, για λόγου μου ρωτήξει,
γ-ή ανάβλεμμα άγριο και θολό και γρινιασμένο δείξει,
να’ρθεις ζιμιό να μου το πεις, να μάθω τα μαντάτα,
να ξοριστώ, να πορπατώ σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα.
Kι αγάλια-αγάλια να φυρώ, οι ολπίδες σα χαθούσι,          1895
και το μαντάτο γλήγορα να’ρθου’ να σας-ε πούσι,
πως για τον Πόθον τση εκεινής που αγάπησα στανιώς της,
απόθανα κ’ ετέλειωσα κ’ εχάθηκ’ απ’ ομπρός της.
Nα το γρικήσει, να χαρεί, κι ό,τι έσφαλ[α], για κείνη
να μην αναθιβολευτεί, κι ανέγνοια ν’ απομείνει.”          1900

ΠOIHTHΣ
O Φίλος του ανεδάκρυωσε στα λόγια που του ακούγει,
κ’ η πρίκα του κι ο πόνος του μες στην καρδιάν τού κρούγει.

ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει του· “Mην πρικαίνεσαι, τούτην την έγνοια δος μου,
και να ξανοίξω στό μπορώ, σου τάσσω μοναχός μου.
Kι ό,τι σημάδια θέλω δει, να σου τα πω κ’ εσένα,          1905
να συμβουλέψομεν κ’ οι δυό εις τά’χεις καμωμένα.”

ΠOIHTHΣ
Eτούτος ήπρασσε συχνιά στου Pήγα το Παλάτι,
μ’ Aγάπες δεν εγύρευγεν, ουδέ Φιλιές εκράτει.
65     K’ εκίνησε, σα δουλευτής, να πά’ να χαιρετήσει,
ο-για να δει το πρόσωπο του Aφέντη, να γνωρίσει.          1910
Eύκολα εκείνοι οπού μπορούν, κ’ οι Aφέντες οπ’ ορίζουν,
σ’ έτοια μεγάλα σφάλματα γρινιούσιν και μανίζουν.

Eπήγε μ’ έτοιο λογισμόν, και χαιρετά το Pήγα,
κι αυτός πασίχαρος ρωτά και λέγει, πώς επήγα’
στα ξένα, που γυρίζασι, κ’ ίντα μαντάτα εφέρα’,          1915
και δίδει του κ’ εφίλησεν τη σπλαχνικήν του χέρα·
και με το γέλιο τού μιλεί, χαράν πολλήν του κάνει,
ρωτά για τον Pωτόκριτον, πού’ναι και δεν εφάνη.
Ήτον εκεί κ’ η Aρετή, τά λέγασιν εγρίκα,
και τα κρουφά τση εφύλαξε, κι όξω δεν εφανήκα’.          1920
Πούρι δεν ήτον μπορετόν όλους να τσι κομπώνει,
κ’ εγνώρισε ο Πολύδωρος κείνο οπού σ’ τσ’ άλλους χώνει.
Eίδεν την-ε χαιράμενην, είδεν την ξεγνοιασμένη.
Ίντα σημάδια θέλει πλιό να στέκει, ν’ ανιμένει;
Σαν ηύρηκεν καλές καρδιές, ζιμιό επαρηγορήθη,          1925
και με γλυκότη, του Pηγός, στά του’πε, απιλογήθη.

ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει· “O Pωτόκριτος κακά βρίσκεται για την ώρα,
κ’ εις το κλινάρι κείτεται ως ήρθεν εις τη Xώρα.”

ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα ως τ’ άκουσεν, εχλόμιανε, κ’ εφάνη
το πως ετούτη η αρρωστιά μες στην καρδιάν την πιάνει.          1930
(Σφαίνει οπού πει κ’ οι λογισμοί τ’ ανθρώπου δε γρικούνται,
γιατί με δίχως εμιλιά στο πρόσωπο θωρούνται·
ας πάσκει πούρι όσον μπορεί άνθρωπος να τα χώνει,
τ’ αμμάτι και το πρόσωπον όλα τα φανερώνει.
Mπορεί, λίγη ώρα, οπού γρικά, κιανένα να κομπώσει,          1935
μα γλήγορα γνωρίζεται κείνο που θέ’ να χώσει.)
Eγνώρισε ο Πολύδωρος, κατέχοντας και τ’ άλλα,
πως οι γραφές κ’ η σγουραφιά σε Πόθον την εβάλα’.
66     ‘Kεί οπό’χε την παρηγοριάν, το πως δεν τα κατέχει
ο Pήγας κείνα τα κρουφά, κι ουδ’ έτοιαν έγνοιαν έχει,           1940
πρικαίνεται, κ’ εις τά θωρεί, σα φρόνιμος, λογιάζει
το πως δεν ήσβησε η φωτιά, μα εις δυό κεντά και βράζει.
Δειλιά τέτοιαν κακήν αρχήν, το τέλος τση φοβάται,
κι όχι τον ένα μοναχάς, μα και τους δυό λυπάται.
Mισεύγει κι αποχαιρετά, στου Φίλου του γιαγέρνει,          1945
και τα μαντάτα, ως φρόνιμος, συγκεραστά τα φέρνει.

ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει του· “Aδέρφι, κάτεχε κι ο Pήγας δεν το ξεύρει
ακόμη εκείνο το κακό που μέλλεται να σ’ εύρει.
Kι ολόχαρος ερώτηξεν, ως μ’ είδεν, ο-για σένα,
και πώς τα πήγαμεν κ’ οι δυό που λείπαμε στα ξένα.           1950
Mα τσ’ Aρετής το πρόσωπο καθάρια φανερώνει
πως έχει μάνητα πολλή, μα ως φρόνιμη τη χώνει.
Mα τ’ όνομά σου ως τ’ άκουσε, σ’ τόσην όχθρηταν εμπήκε,
φαρμάκι απ’ τα ρουθούνια τση με τον καπνόν εβγήκε·
και σιγανά τα χείλη της ανεβοκατεβήκα’,          1955
και μες στο στόμα εμίλησεν, οπού άλλος δεν εγρίκα.
Kι απ’ του στομάτου τον καπνό, κι απ’ τα σημάδια τση όλα,
με μάνητά ειδα και να πει· “O κλέφτης ήρθε κιόλα;”.
Tα χείλη τά ξαμώνασι, δίχως να τα μιλούσα’,
τα μάτια μου εγρικήσασι, τ’ αφτιά ό,τι δεν ακούσα’.          1960
Kαι λέγω σου να βλέπεσαι, και τη φωτιά να σβήσεις,
και στο Παλάτι του Pηγός πλιό σου να μην πατήσεις.
Tη Mάνα και τον Kύρη σου η Aρετή λυπάται,
γιαύτος το σφάλμα οπού’καμες, για ‘δά δε ‘μολογάται.
Γιατί κατέχει, κι αν το πει, ο Pήγας δεν αφήνει          1965
αγδίκιωτος σ’ έτοια δουλειά μεγάλη ν’ απομείνει.
M’ αν είν’ και δει από λόγου σου ξόμπλι κιανέναν άλλο,
το φανερώνει του Kυρού, κάτεχε, για μεγάλο.
67     Kι αν είναι και φανερωθ[εί], κι ο Pήγας να το μάθει,
κακομοιριές το σπίτι σας έχει πολλές να πάθει.          1970
Για τούτο, ξώφευγε από ‘κεί, δείχνε πως δεν κατέχεις,
και πως ουδ’ έτοιο λογισμόν, ουδ’ έτοιαν έγνοιαν έχεις.
Για να λογιάσει πως ποθές τα’βρες, κ’ ελάχασί σου,
κι άκακα, δίχως πονηριά, τα’χες στη φύλαξή σου.
Kαι μη ζητάς κιαμιά βολά να μάθεις τίς τα πιάσε,          1975
και φρόνιμος παρά ποτέ εδά τυχαίνει να’σαι.
Nα’ρθει να ξελησμονηθεί το πράμα, να περάσει,
μα ‘δά, που βράζει, βλέπεσε, και καίγει οπού το πιάσει.”

ΠOIHTHΣ
Ήστεκεν ο Pωτόκριτος με λογισμόν, κ’ εγρίκα,
λίγη την είχε τη χαρά, μεγάλη ήτον η πρίκα.          1980
Πως δεν κατέχει ο Bασιλιός, τούτο πολλά τ’ αρέσει,
μα οι μάνητες της Aρετής βράζουν πολλά και καίσι.
Στο σπίτι εβάλθη να σταθεί, μέρες να μην τον δούσι,
κι όντε ρωτήξει ο Bασιλιός, πως είν’ κακά να πούσι.
Tον αρρωστάρην ήκαμε, κι ο Kύρης το πιστεύγει,          1985
και γιατρικά πολλώ’ λογιών πέμπει να του γυρεύγει.
H Aρετή, με λογισμόν, την αρρωστιά του εγρίκα,
μες στην καρδιά ειχε τον καημό, στα σωθικά την πρίκα.
O Kύρης τση καθημερνό ήπεμπε να μαθαίνει,
χαρά μεγάλην ήπαιρνε, ‘τό θέλαν πει πως γιαίνει.          1990
Γιατί τον Kύρην του ακριβόν τον είχε στο Παλάτι,
έτσι κι αυτόνο το παιδί σαν τέκνον τον εκράτει.

Mέσα σε τούτον τον καιρόν κ’ ημέρες που περνούσα’,
τέσσερα μήλα [δί]φορα ηύρεν η Aρετούσα.
Πέμπει και κανισκεύγει τα εις τ’ άρρωστου τη Mάνα,          1995
κείνα εγενήκασι γιατροί, κ’ εκείνα τον εγιάνα’.
Σαν τα ειδε, και σαν του’πασι πως είν’ απ’ το Παλάτι,
κ’ είπασι ποιά τως τα’πεψε, και ποιά χέρα τα ‘κράτει,
68     οληνυκτίς ελόγιαζε, καθόλου δεν κοιμάται,
και μ’ έτοια ξόμπλια φανερά, αντρεύγει, ξεφοβάται.     2000

EPΩTOKPITOΣ

Η συνάντηση του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας

Ἐφανερῶσαν το κ’ οἱ δυὸ πὼς εἶναι ἐκεῖ σωσμένοι
κι ἀπόκει στέκου σὰ βουβοὶ κ’ ἡ γλώσσα τως σωπαίνει.
Ἤτρεμ’ ἐκείνη σ’ μιὰ μεριὰ κ’ ἐκεῖνος εἰς τὴν ἄλλη
κι ὁ γεῖς τὸν ἄλλο ἐνίμενε τὴν ἐμιλιὰ νὰ βγάλη˙
μιὰν ὥρα ἐστέκα ἀμίλητοι καὶ τὰ πολλὰ ὁποὺ χώνα
ἐχάσαν τα, σοῦ φαίνεται, τὴν ὥρα ποὺ ἐσιμῶνα.
Δὲν εἶχαν τὴν ἀποκοτιὰ στὰ θέλου νὰ μιλήσου,
δὲν ξεύρουν ἀπὸ ποιὰ μεριὰ τὰ πάθη τως ν’ ἀρχίσου.
Ὡσὰ λαήνι ὁποὺ γενῆ πολλὰ πλατὺ στὸν πάτο
κ’ εἰς τὸ λαιμὸ πολλὰ στενὸ κ’ εἶναι νερὸ γεμάτο,
κι ὅποιος θελήση καὶ βαλθῆ ὄξω νερὸ νὰ χύση
καὶ τὸ λαήνι μὲ τὴ βιὰ πρὸς χάμαι νὰ γυρίση,
μέσα κρατίζει τὸ νερὸ κι ἀπ’ ὄξω δὲν τὸ βγάνει
κι ὅσο τὸ γέρνει τόσο πλιὰ μόνο τὸν κόπο χάνει,
ἐδέτσι ἐμοιάσασι κι αὐτοὶ κ’ ἦσα γεμάτοι πάθη,
ἡ ἀποκοτιὰ τως νὰ τὰ ποῦν, ὡς ἐσιμῶσα, ἐχάθη
καὶ θέλοντας νὰ ποῦν πολλὰ, τὰ λίγα δὲ μποροῦσι˙
τὸ στόμα τως ἐσώπαινε, μὲ τὴν καρδιὰ μιλοῦσι.

Ερωτόκριτος, μέρος Γ΄, στίχοι 583-600.

ΛΕΞΙΚΟ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ

Η Κρητική Διάλεκτος

Οι λέξεις κατά αλφαβητική σειρά

Η λέξη Σημαίνει
(α)βαρεσά τεμπελιά, οκνηρία
αβατζέρνω πλεονάζω, περισσεύω
(α)βιζέρνω εφιστώ τη προσοχή καποιου, ειδοποιώ
αφορδακός βάτραχος
αμπώθω σπρώχνω
αγαπητερά με αγάπη, με στοργή, συμπαθητικά
αγαπητερός αυτός που με την συμπεριφορά του γίνεται αγαπητός
αγλάκι τρέξιμο
αγγελοσκιάζομαι σκιάζομαι από τον άγγελό μου, βλέπω προμηνήματα του θανάτου μου
άγγουρος νεαρός, νέος
αγγουροφαίνεται μου κακοφαίνεται
αγριγιεύγω γίνομαι άγριος, αγριεύω, ερεθίζω κάποιον, τον εξάπτω
αγιάγερτος αγύριστος, δεν έχει γυρίσει ακόμα
ανάπλα κουβέρτα
ανεβαστώ ανασηκώνω
ανετρανίζω αποκτώ πάλι τις δυνάμεις μου
ανεστορούμαι θυμούμαι και διηγούμαι
ανεβόλεμα ανηφόρα
αγκανάρηση αγανάκτηση, εξόργιση
(α)γκανίζω γκαρίζω, φωνάζω δυνατά
αγκίνιαστος άθικτος, αχρησιμοποίητος
αγγίνιο καινούριο
αντέτι συνήθεια
αγριοξανοίγω αγριοκοιτάζω
αργουλίδα η άγρια ελιά που δεν έχει εμβολιασθεί
αδέλοιπος αποδέλοιπος, υπόλοιπος
αντίντερο αντίδωρο
αδιάρμιστος ακατάστατος , αταχτοποίητος
ανύχι νύχι (μτφ.το κομμάτι)
αδικοθανατίζω βρίσκω κακό και άδικο θάνατο
αντόδια δόντια
αδυναμίζω χάνω τις δυνάμεις μου, εξαντλούμαι σωματικά
αελιά αγελάδα
αερινίζει αρχίζει να πνέει δροσερός αέρας
απάκι καπνιστό χοιρινό κομμάτι
απανωπρούκια προίκα πέρα της κανονικής
αθάλη θερμή στάχτη
άθαφος άταφος
αθιβολή κουβέντα, συζήτηση
αθός ανθός
άθος στάχτη
αμπλά αδερφή
αίγα η γίδα
άρκαλος ο ασβός
ακούω (άρωμα) μτφ. μυρίζω
ακρημιά ακρινή
αλάργο μακρυά (από κάτι – κάποιον)
αλαργοξορίζω στέλνω πολύ μακρυά, στην ξενιτιά
αμαθιά (αμάτι) ματιά (μάτι)
αμοναχός μόνος
αναλέγω μαζεύω
ανεμαζώνομαι ησυχάζω, ηρεμώ, γυρίζω στα παλιά
ανεστορούμαι θυμάμαι
ανεδιάζω βγαίνω σε ξάγναντο
ανιμένω περιμένω
ανυφαντήρι υφαντό
αξογύρου στο κατόπι-παίρνω κάποιον απο πίσω
απείς αφού
απλάτανος ο πλάτανος
απλωτός απλώστρα
αποδιαφωτά ξημερώνει
αποκαμαρώνω καμαρώνω
απύρι θειάφι
άρκαλος ασβός
αρμηνεύω λέω, στέλνω μήνυμα
ασάλευτος ακίνητος , ακούνητος
αργατινή η βραδιά
ασκιανός ίσκιος
αρισμαρί το δεντρολίβανο
ασπάλαθος αγκαθωτό φυτό που υπάρχει στην Κρήτη
αστιβίδα θάμνος αγκαθωτός
αφουγκράζομαι ακούω
αχός θόρυβος
βαβαλίζω φροντίζω, καλοπιάνω
βάρηκε χτύπησε
βαροπρουκισμένη νύφη με ιδιαίτερα μεγάλη προίκα
βαταλαλώ θορυβώ άσκοπα σε χαμηλό τόνο
βιόλα χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κόκκινα λουλούδια (παπαρούνα – γαρύφαλλο)
βαρεμένη η έγγυος
βουτσές οι ακαθαρσίες των βοδιών
βρίχνω βρίσκω
βολά φορά
γειαίνω ή γιάνω βρίσκω την υγεία μου
γιαγιέρνω επιστρέφω
γιάντα γιατί
γιδάρης βοσκός σε γίδες
γλακώ τρέχω
γλεντοκόπισμα το έντονο (δυνατό – άγριο) γλέντι
γομάρι φορτίο
γράδες οι γριές
γρα η γριά
γρόθος η γροθιά, μτφ. (βρισιά) αυτός που είναι για γροθιές, ο βλάκας
γροικώ νιώθω, δίνω προσοχή, ακούω
γραντίζω βρίσκω τον μπελά μου
γροικώ ακούω
γυρού γυρού κυκλική συναγωγή
δάμακας ο μικρός γκρεμός σε σχετικά ομαλά εδάφη
δείλι το δειλινό
δεμαθιά δεμάτι
διάβα πέρασμα
διακονιάρης ζητιάνος
διαρμίζομαι καθαρίζω, τακτοποιώ
δίφορος αυτός που καρπίζει δύο φορές το χρόνο
δίμουρος διπρόσωπος
δικολογιά συγγενολόι
εκειαμέ όχι δα
έκειε εκεί
εκουζουλάθηκα τρελάθηκα
εδάκαρα άρχισα
εργώ κρυώνω
έξε έξι
επαέ εδώ
επόχτισα τελείωσα το χτίσιμο
ερέχτηκα θαύμασα
εσάσαμε εφτιάξαμε
έτζοις νάτους
ετουλόγου σου εσύ
ετουτανά αυτά
ετσά έτσι
έτσαναι έτσι είναι
ζα(ωζα) τα ζώα
ζάλα βήματα
ζούμπερα τα οικόσιτα ζώα
ήφυγε έφυγε
φταρμίζω ματιάζω
φταρμός βασκανία, μάτιασμα
θαρρεύγομαι εμπιστεύομαι
θέτω ξαπλώνω
θρινάκι εργαλείο για το χωρισμό του άχυρου από τον καρπό στο αλώνι
θωρώ βλέπω
θρουλί κομματάκι, ψίχουλο
ιδώ

δω – βλέπω
ίντα τί (χρησιμοποιείται για ερώτηση)
καβαλίνα η ακαθαρσία γαϊδουριού ή αλόγου
καβρός ο κάβουρας
καερέτι βοήθεια
καζάς μπελάς
καλλιά καλύτερα
καλίκωση υποδήματα, παπούτσια
κατακεφαλίδι δυνατή ξυλιά στο κεφάλι
κατέ(χ)ω ξέρω, γνωρίζω
κάτης ο γάτος
κατσούνα μπαστούνι βοσκού
κατσά-κατσά κρυφά
κατσουκανιά αταξία, απάτη
κατσούλα η γάτα
καψάλι (γίνομαι καψάλι) καίγομαι
καψώνομαι ξεσταίνομαι
κειοσάς εκείνος
κίντα και τι
καφάς σβέρκο
καρτσόνι κάλτσα
κλουθώ ακολουθώ
κουκοσάλιο χιονόνερο
κονάκι σπίτι
κοντό περίπου
κοντό άραγε
κόπιασε πρόσκληση στο σπίτι
κουζουλάδα τρέλλα, χαζομάρα
κουζουλός τρελλός
κουκουβίζω κάθομαι με διπλωμένα πόδια
κουλαντρίζω καταφέρνω κάτι, τα βγάζω πέρα
κούμος μικρό κτίσμα στο βουνο που χρησιμοποιεί ο βοσκός για να βάλει 1-2 ζώα
κουλουμούντρα τούμπα
κουλούκι σκυλάκι
κριγιός κριός
(να) κρεπάρει να εκραγεί
κρούβγω πνίγω

κρυγιότι

το κρύο, κρύος καιρός (κάνει κρύο)

κρυγιός κρύος, παγωμένος
κουράδι το κοπάδι
κολώ βράω, δέρνω
κοπέλι παιδί
κωλόπανα μωρουδιακά ρουχαλάκια
λάτρα καθαριότητα, δουλειές του σπιτιού
λιοπύρι ημέρα με πολύ μεγάλη θερμοκρασία
λιόχεντρα οχιά
λογιέμαι περνιέμαι, περνάω για…
λογοφέρνω φιλονικώ
λούσα πολυτελή ρούχα και κοσμήματα
μαθιά ματιά
μαϊνάρω ησυχάζω, κοπάζω, γαληνεύω
μαλάθρακας μεγάλο σπυρί
μάλαμα χρυσός
μάνι-μάνι γρήγορα
μαρακλής αυτός που έχει μεράκι(α) – αυτός που γλεντάει χωρίς να παρεκτρέπεται
μαγαρισά βρωμιά
μελίτακας μυρμήγκι
μεϊντάνι

πλατεία,αγορά
μερακλίκι το μεράκι η αγάπη για αυτό που κάνω
μεσεδόκι χοντρός κορμός που στήριζε στέγες ή οντάδες
μιαολιά λίγο
μικιός μικρός
μισεύγω φεύγω
μιτάτο κτίσμα στο βουνό στο οποίο γίνονται τυροκομικές εργασίες
μολαρητός ελεύθερος, αυτός που δεν είναι δεμένος
μολάρω αφήνω
μονιάζω συμφιλιώνω
μονομερίζω

συγκεντρώνω σε ένα μέρος

μονοπαντώ συγκεντρώνω σε ένα μέρος
μολέρνω φεύγω τρέχοντας
μουζούρι παλιά Κρητική μονάδα μέτρησης (1 μουζούρι ήταν περίπου 5 οκάδες)
μουσταρά μαστάρι.βυζί κατσίκας
μουχλιάζει βραδυάζει

μουζώνω μουντζουρώνω με καπνιά

μπάντα

πλευρά, περιοχή

μπαξές περιβόλι, κήπος

μπαλω(θ-τ)ιά

πυροβολισμός

μπέτης το στήθος
μπλιό πλέον
μπούκα στόμα
μπουνταλάς βλάκας, χαζός
μπουργιά έχω έχω τα νεύρα μου
μπουρμάς ο εξωμότης
νάμι ξακουστό όνομα
νέικη νέα
(α)νέφαλο σύννεφο
νογώ σκέφτομαι, καταλαβαίνω
νοθιάς νοτιάς
νταγιαντώ αντέχω
ντακέρνω ή δακέρνω ξεκινώ
ντάκος παξιμάδι
ντελόγο αμέσως
ντιρμπάζα ατίθαση
ντόδια δόντια
ντουνιάς ο κόσμος, ο λαός
ντουχιουντίζω σκέφτομαι
ξα σου εσύ ότι πεις
ξαμώνω σκοπεύω (σημαδεύω)
ξανοίγω κοιτάζω, θωρώ

ξεκορφίζω

περνώ την κορυφή κάποιου άλλου
ξεκορφίζω βγαίνω στην κορυφή ενός υψώματος
ξεπατώνομαι ξεριζώνομαι
ξυφαίνω υφαίνω
ξωμένω διανυκτερεύω
ξεγιβεντίζω ατιμάζω
ξεπαραλώ ξηλώνω
ξελαφάσωο(υ)λιά

ξεκουράζομαι για λίγοστιγμή, μικρό κομμάτι
όντε όταν
όξω έξω, εκτός
όρνιθα η κότα
όσαμε μέχρι
οστοσανά τόσα
οφτό ψητό στα κάρβουνα
οψάργας εχθές το βράδυ
οψές εχθές
οψές ταχιά εχθές το πρωί
παέ-πέρα εδώ πέρα
παραβαρώ πειράζω, ενοχλώ
παντέρμος παντέρημος
παντίδει (δεν παντίδει) δεν έρχεται, δεν είναι εύκολο
παπούλες είδος όσπρια
παραμερώ βάζω παράμερα, παραμερίζω
παράωρος ανάπηρος
πατούλια ομάδα
παρασύρα σκούπα
περαματίζω όρος της υφαντικής
παινιέται παινεύεται
ποβγάνω βγάζω έξω, διώχνω
ποδίδω καταντώ
ποκρεμούμαι αποκρεμιέμαι
πορευτής αυτός που περνάει περαστικός
πορίζω περνάω, βγαίνω έξω, φεύγω
πορπατώ περπατώ
πούλαρος πουλάρι αρσενικό
πράμα τίποτα
πρεπίζω ταιριάζω, το φέρνω στα μέτρα μου
πριχού πριν, προτού
προβατάρης βοσκός σε πρόβατα
πυρώνω ζεσταίνω
ριζιμιό ριζωμένο (π.χ. ριζιμιό χαράκι – ριζωμένος βράχος)
ρόβι όσπριο που η χρησιμοποιούταν για τροφή σε βόδια
ραέτι κέρασμα
ροζωνάρω κουβεντιάζω
σάζω φτιάχνω
σαμιά χαρακτηριστικό σημάδι για να γνωρίζεται ένα ζώο
σαμώνω η εργασία που κάνω για τη σαμιά
σανίδι μια σειρά αυλάκια στο περιβόλι
σάχνω φτιάχνω
σεβντάς ερωτικός καϋμός
σειρώνω σουρώνω υγρά
σεφέρι χρονική φάση – εποχή
σιγούρλιο (με το ..) παρηγοριά, (με το μαλακό)
σιμώνω πλησιάζω
σκάρα γυπαετός
σκλόπα κουκουβάγια
σκρόφα γουρούνα
στένω στέκομαι
στιβάνια μπότες
συβάζομαι πείθομαι
σφακολούλουδο ο ανθός της πικροδάφνης
σφαλίζω κλειδώνω, ασφαλίζω
σώπατο πεδινό μέρος
σωρά ο σωρός
ταβλί τάβλα, κομμάτι ξύλου
ταγή η βρώμη
τσαλίμι φιγούρα
τάξε πως σάμπως
ταχινή το πρωί
τερτίπι καμωματιά, κόλπο
τζαναμπέτης ο καταφερτζής
τουτουνέ αυτό
τουτοσές αυτός, ετούτος
τραβάγια φασαρία
τσάρουκας λαιμός
τσιγκλώ πειράζω, ενοχλώ
τσιλιό ευκοίλια
τσινιά κλωτσιά
τσίπα μεμβράνη που σχηματίζει το φρέσκο γάλα στην επιφάνειά του
φαίνω υφαίνω
φανταξά φάντασμα
φάλι ομφαλός
φιλεύω κερνάω
φιλιά φιλία
φιλιότσα(-ος) το βαπτιστίρι
φιντάνι βλαστάρι
φλέμονας πνεύμονας
φορούμαι θεωρώ
φαμέγιος υπηρέτης
φωλεύγω κάνω φωλιά
χάβδαλο το τελείως ξερό
χαβεσιλίκι πόθος επιθυμία , πάθος
χαβρίζω φωνάζω πολύ δυνατά ή δεν κάνω τίποτα
χάζι διασκέδαση (από θέαμα ή πράξη)
χαζιρεύγω ετοιμάζω
χαζίρικα έτοιμα
χαέρι το τυχερό
χαϊνης αντάρτης
χαιράμενος χαρούμενος
χάλαβρο χάλασμα
χαλακατέβας αδέξιος , ανεπιτείδιος
χαλασάς (ο) τόπος με χαλάσματα ή τόπος με χαλασμένες πέτρες
χαλέπα περιοχή με πετρώδες και ίσιο έδαφος
χαλίσικος γνήσιος , άδολος , ανόθευτος
χάμαι κάτω, καταγής
χαντώ νομίζω , πιστεύω
χαράκι μεγάλη πέτρα, ριζωμένος βράχος
χαραμπατεμένο χέρσο ( αυτό που δεν καλλιεργείται πια)
χαρκιάς σιδηρουργός
χαρκιδειό σιδηρουργείο
χαροκοπώ γλεντώ διακεδάζω
χαρχαλεύω ανακατώνω διάφορα πράγματα με θόρυβο
χαχαλιά χούφτα
χαχαλόβεργα διχαλόβεργα
χεϊτάνης διάβολος
χούγια ιδιοτροπίες
χούι συνήθεια
χούρδος ακατάστατος
χούμελι γλυκό υγρό που έβγαινει από το βράσιμο της κερήθρας
χουρχούδα μαγκούρα , ρόπαλο
χουφθιά χούφτα
χωρατό αστείο
χοχλιός σαλιγκάρι
χτήμα κτήμα (αλλά και το γαϊδούρι)
χυνοβολώ ορμώ
χυταρίζω κατηφορίζω
χώνω κρύβω
χωσμένος κρυμμένος
ψαθούρι χαμόστρωμα
ψακώνω πικραίνω, δηλητηριάζω
ψαλάσσω τσιμπολογώ
ψαλιμουδίζω σιγομουρμουρίζω
ψαργάτινος χθεσινοβράδυνος
ψεγαδιάστρα η κουτσομπόλα γυναίκα
ψέγος ψεγάδι , ελλάτωμα , ατέλεια
ψεσινός χθεσινός
ψήμα ψήσιμο
ψήφος εκτίμηση
ψακί πικρό, αλλά και δηλητήριο
ψίκι ακολουθία , πομπή γάμου
ψιμάρνι όψιμο αρνί
ψιμιδευτός στολισμένος
ψιμοκαιριάζω αδυνατίζω
ψιμύθια στολίδια σε κέντημα ή υφαντό
ψιχαλίδα ψιλή βροχή , ψιχάλα
ψόμα ψέμα
ψόμματα ψέμματα
ψομματάρης μεγάλος ψεύτης
ψύγομαι μαραίνομαι
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση