ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ*
( η εργασία αυτή βρίσκεται στα πρακτικά του 1ου Εκπ/κού Συνεδρίου “Επιστήμες της εκπαίδευσης- Το σχολείο το σχεδιάζει η κοινωνία” , Χαλκίδα 2018. Συμπεριλαμβάνονται και τα γραφήματα με την επεξεργασία του ερωτηματολογίου)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
H αυτοαξιολόγηση του Εκπαιδευτικού έργου της Σχολικής Μονάδας-Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης, η οποία θεσπίστηκε με το ΦΕΚ614/15Μαρτίου 2013, εισήχθη ως επιδίωξη διαμόρφωσης της σχετικής κουλτούρας στα σχολεία με πολλαπλούς στόχους. Από την ενίσχυση της συμμετοχικότητας και συνεργατικότητας των εκπαιδευτικών, την αποτελεσματικότερη διοίκηση , την αναβάθμιση του διδακτικού και παιδαγωγικού έργου, την εισαγωγή και προώθηση τόσο της καινοτομίας όσο και των αντισταθμιστικών πρακτικών, η αξιολόγηση φιλοδοξούσε να αποτελέσει « μία διαδικασία κινητοποίησης όλων των παραγόντων της εκπαιδευτικής κοινότητας για την ανάπτυξη δράσεων» με στόχους την βελτίωση της ποιότητας διδασκαλίας και μάθησης, την ισόρροπη-πνευματο-ψυχική και κοινωνική – ανάπτυξη των μαθητών και το άνοιγμα εν τέλει του σχολείου στην κοινωνία.
Η εφαρμογή του, σε κλίμα μάλλον αρκούντως φοβικό, συνάντησε πλείστες όσες αντιδράσεις ανακόπηκε από τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, αφήνοντας σε εκκρεμότητα την ολοκλήρωση των αναληφθεισών δράσεων και το ερώτημα να πλανάται: ήταν μια χαμένη ευκαιρία για την ανάπτυξη της σχολικής αποτελεσματικότητας στο δημόσιο ελληνικό σχολείο;
ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: Αυτοαξιολόγηση – σχολική αποτελεσματικότατα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σκοπός της εργασίας αυτής είναι να παρουσιαστεί η σημασία της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας και η αξιολόγησή της ως διαδικασία και κουλτούρα της σχολικής μονάδας. Ειδικότερα , θα κινηθούμε με βάση την βιβλιογραφία και τη μικρή εμπειρία που αποκτήθηκε από την πρόσκαιρη εφαρμογή της στην αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου.
Όσον αφορά τον όρο « εκπαιδευτικό έργο» δεν υπάρχει ομοφωνία στον ορισμό του περιεχομένου. Αποδελτιώνοντας την ελληνική βιβλιογραφία οι Μαντάς- Ταβουλάρη-∆αλαβίκας (2009) καταγράφουν τον ορισμό του εκπαιδευτικού έργου «ως το αποτέλεσµα της δράσης του εκπαιδευτικού ή ως την ίδια τη δράση που εκδηλώνεται στο πλαίσιο της παιδαγωγικής αλληλεπίδρασης»( άποψη Γκότοβου,1984) , ή «ως το σύνολο των ενεργειών που καταβάλλουν η πολιτεία, οι τοπικοί παράγοντες και όλοι οι εργαζόµενοι στη σχολική µονάδα, προκειµένου ν’ αναβαθµιστεί η εκπαιδευτική διαδικασία» (Μπαλάσκας ,1992) με σκοπό την συνυπευθυνότητα στην παραγωγή του. Ο Κασσωτάκης (1992) διευρύνει σε πλάτος και βάθος τον όρο , περιέχοντας σε αυτόν « όλα τα προϊόντα του εκπαιδευτικού συστήµατος, ώστε οι πολίτες να καθίστανται ικανοί να κατανοούν τη συνέχεια, το νόηµα και τις αξίες του ανθρώπινου πολιτισµού και να συνεργάζονται µε τους άλλους για τη δηµιουργία µιας κοινωνίας δικαίου και αρµονικής συµβίωσης». Τέλος επικαλούνται την άποψη του Παπακωνσταντίνου (1993) η οποία «ορίζει ότι ως εκπαιδευτικό έργο µπορεί να νοηθεί το σύνολο ενεργειών και προσπαθειών, προκειµένου να εκτελεστεί, να επιτευχθεί ορισµένη εργασία στο χώρο του σχολείου και το αποτέλεσµα, το προϊόν της λειτουργίας συνολικά, του εκπαιδευτικού συστήµατος ή οποιασδήποτε εκπαιδευτικής διαδικασίας και ενασχόλησης των εκπαιδευτικών καθώς και της εκπαίδευσης ως θεσµού».(ο.π σ196).
Με τις όποιες θεωρητικές προσεγγίσεις ο όρος καθιερώθηκε επίσηµα από την Πολιτεία με τον Νόµο 1566/85 περί εκσυγχρονισµού της δοµής και λειτουργίας της Πρωτοβάθµιας και ∆ευτεροβάθµιας Εκπαίδευσης , αν και είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται από την δεκαετία του ΄80 προκειμένου να επαναπροσδιοριστεί το περιεχόµενο και η διαδικασία της αξιολόγησης στην εκπαίδευση , η οποία μέχρι τότε εκφραζόταν με τον θεσμό του Επιθεωρητή.
ΕΝΟΤΗΤΑ Α : ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΟΡΩΝ
Η όλη κινητοποίηση στο θέμα της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου δεν είναι «αυτόφωτη» για τη χώρα μας. Αποτυπώνεται ως ευρωπαϊκή επιλογή στην Σύσταση / Recommendation of the European Parliament and of the Council (12 February 2001) on European Cooperation in Quality Evaluation in School Education (page 60/53 of the Recommendation). « Οι βελτιώσεις στην αξιολόγηση της ποιότητας στην εκπαίδευση τελικά εξαρτώνται από τις εξελίξεις σε επίπεδο σχολείου. Η σύσταση υπογραμμίζει τη σχέση μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής αξιολόγησης και καλεί τα κράτη μέλη να «ενθαρρύνουν τη σχολική αυτοαξιολόγηση ως μέθοδο δημιουργίας της μάθησης και βελτίωσης των σχολείων, μέσα σε ένα ισορροπημένο πλαίσιο αυτοαξιολόγησης σχολείων και οποιωνδήποτε εξωτερικών αξιολογήσεων».
Η αυτό-αξιολόγηση χαρακτηρίζεται ως είδος της εσωτερικής αξιολόγησης, η οποία διακρίνεται σε ιεραρχική εσωτερική αξιολόγηση, σε συλλογική εσωτερική αξιολόγηση και σε αυτοαξιολόγηση (Μαντάς, Ταβουλάρη, ∆αλαβίκας, 2009). Σημειώνεται πως « παρά το ότι η αυτοαξιολόγηση μπορεί να γίνεται και από ένα αυτό-αξιολογούμενο άτομο ενώ η συλλογική εσωτερική αξιολόγηση από πολλούς, στη βιβλιογραφία συχνά οι δυο έννοιες φαίνονται ταυτισμένες. Αυτό επειδή η συλλογική εσωτερική αξιολόγηση συχνά αφορά στην αξιολόγηση του έργου των σχολικών μονάδων άρα αποτελεί αυτοαξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου.» (Φώκιαλη- Ράπτης, 2017-18,σ.5 )
Η εσωτερική αξιολόγηση (Αυτοξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου -ΑΕΕ) φιλοδοξεί να είναι «ένα καινοτόμο εγχείρημα υποστήριξης της αλλαγής δομών, διαδικασιών, σχέσεων και κουλτούρας προς την κατεύθυνση της σταδιακής αποσυγκέντρωσης, την αναγνώριση της σχετικής αυτονομίας των σχολείων και την ενίσχυση των βαθμών ελευθερίας των εκπαιδευτικών στην υλοποίηση του έργου τους» ως σημειώνεται στην εισαγωγή του πρώτου τόμου των εγχειριδίων του ΙΕΠ για την Αυτοαξιολόγηση.
Να αποδεχτούμε ότι πράγματι αποτελεί η αυτοαξιολόγηση καινοτομία, καθώς « ως εκπαιδευτική καινοτομία ορίζεται μία δέσμη ενεργειών που εμπεριέχουν και προωθούν νέες αντιλήψεις για την εκπαίδευση αναφορικά με την αλλαγή αρχών και πεποιθήσεων, την εφαρμογή νέων διδακτικών προσεγγίσεων και τη χρήση νέων διδακτικών μέσων» (Βότση, 2016) και πράγματι στοχεύει στην αλλαγή της κουλτούρας του σχολείου και αυτή με η σειρά της θα οδηγήσει στην ανανέωση διδακτικών στόχων και μέσων.
Ανακύπτουν όμως νέα ζητήματα ορολογίας που θα πρέπει να διερευνηθούν, όπως «αποσυγκέντρωση», « σχετική αυτονομία των σχολείων» και «βαθμοί ελευθερίας των εκπαιδευτικών». Είναι όροι- προσδοκίες ,που πιθανόν για κάποιους ακούγονται ελκυστικές στην ασάφειά τους και σε άλλους αγχωτικές. Καταρχάς είναι ευθέως αντίθετες στην πραγματικότητα της δομής του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος στην Δευτεροβάθμια και την Πρωτοβάθμια εκπαίδευση που έχει έντονα συγκεντρωτικό χαρακτήρα. Η σχολική μονάδα εφαρμόζει -όσο κι αν λειτουργεί το παρα-πρόγραμμα- την εκάστοτε κεντρική εκπαιδευτική πολιτική. « Καθώς η εκπαιδευτική μονάδα δεν συμμετέχει στη διαδικασία διαμόρφωσης της πολιτικής αυτής, οι εκπαιδευτικοί καλούνται στην περίπτωση εισαγωγής εκπαιδευτικών αλλαγών, που σχεδιάζονται και νομοθετούνται κεντρικά, να τις εφαρμόσουν υιοθετώντας τες σε μεγάλο βαθμό άκριτα (Δακοπούλου, 2008·Everard & Morris, 1999) και να τις κατανοήσουν μέσα από την ανάγνωση εγκυκλίων και την παρακολούθηση επιμορφωτικών σεμιναρίων (Μαυρογιώργος, 2008).» (Βότση, 2016) Άρα ο βαθμός ελευθερίας των εκπαιδευτικών είναι χαμηλός.
Επίσης υποστηρίζεται πως «πολλές φορές η αποκέντρωση (ως οργάνωση της δηµόσιας διοίκησης που επηρεάζεται σηµαντικά από τις επιστηµονικές αρχές της οργανωτικής επιστήµης, αλλά και αντανακλά το ιδεολογικό πλαίσιο της εξουσίας και τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του κοινωνικού, οικονοµικού και πολιτισµικού περιβάλλοντος καθώς σχετίζεται σε τελική ανάλυση με τους τρόπους µεταβίβασης εξουσίας και ευθύνης), έχει τη μορφή της αποσυγκέντρωσης, δηλαδή της μεταβίβασης μόνο διοικητικών ευθυνών και όχι της αρμοδιότητας για ουσιαστικές αποφάσεις που χρειάζεται να συνοδεύεται και από οικονομικούς πόρους. Με τον τρόπο αυτό και με το πρόσχημα της αποκέντρωσης μετατοπίζεται η ευθύνη χωρίς να μεταφέρονται και τα ουσιαστικά μέσα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων.»(Μπάκας,2007)
Η εκπαίδευση αντιμετωπίζεται ως μια δημόσια διοίκηση. «Στις µέρες µας σε διεθνές επίπεδο οι προσπάθειες που καταβάλλονται για την ενδυνάµωση και τη βελτίωση του σχολικού θεσµού συχνά συνδέονται µε πολιτικές αποκεντρωτικού χαρακτήρα Η ανάγκη αυτή εκφράζεται την τελευταία εικοσαετία στο λόγο που εκπορεύεται κυρίως από υπερεθνικά κέντρα λήψης αποφάσεων, τα οποία στην ενίσχυση της περιφέρειας αναζητούν τον πόλο εξισορρόπησης στις πιέσεις και τα προβλήµατα που δηµιουργεί η παγκοσµιοποίηση» (Κατσαρός, σ.96)
Στην τάση επικράτησης της αποκεντρωµένης σχολικής διοίκησης , η οποία συνδέθηκε με τη θεώρηση της εκπαίδευσης περισσότερο ως προϊόντος ( η αγορά του οποίου πρέπει να ρυθµίζεται από την ιδιωτική επιλογή και φροντίδα και από παραµέτρους της αγοράς, για την οικονοµία της γνώσης ή την κοινωνία της πληροφορίας, όπου η οικονοµία βασίζεται πιο ισχυρά και πιο άµεσα στην παραγωγή, διαχείριση και χρήση της γνώσης από ποτέ άλλοτε-) αντέδρασαν µε σκεπτικισµό χώρες στις οποίες παραδοσιακά η εκπαίδευση θεωρείται δηµό- σιο αγαθό και µια από τις προϋποθέσεις για µια κοινωνία δικαιοσύνης και ισότητας. «Επικέντρωσαν στον αναδιανεµητικό και αντισταθµιστικό χαρακτήρα που πρέπει να έχει η δηµόσια χρηµατοδότηση της παιδείας. Προσπάθησαν να αξιοποιήσουν θετικές πλευρές, όπως η ενίσχυση της δηµοκρατικής αρχής και της αντιπροσώπευσης και η διάχυση της πολιτικής εξουσίας, και να αποφύγουν όψεις της που σχετίζονται µε την ενίσχυση του ανταγωνισµού µεταξύ σχολικών µονάδων (∆ανία), την εµφάνιση ανισοτήτων και την καταστρατήγηση της αρχής της ισότητας των ευκαιριών στην πρόσβαση στην εκπαίδευση (Ιταλία)» (ό.π. σ.101-102).
Σκεπτικισµός επικράτησε και στην επιστηµονική κοινότητα, αφού τα αποτελέσµατα των σχετικών ερευνών δεν υπήρξαν πάντοτε ενθαρρυντικά. Αντίθετα, φάνηκε, για παράδειγµα, ότι η συµµετοχή δεν αφορά όλους και ιδιαίτερα τα κατώτερα κοινωνικο-οικονοµικά στρώµατα, σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι ουσιαστική, µπορεί να συνδέεται µε τη νοµιµοποίηση αποφάσεων οι οποίες έχουν ληφθεί σε ανώτερο επίπεδο και δεν σηµαίνει οπωσδήποτε ενδυνάµωση των εµπλεκοµένων.
ΕΝΟΤΗΤΑ Β: ΣΧΟΛΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟ-ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Είτε όμως πρόκειται για την στόχευση παιδείας με όρους αγοράς είτε για παιδεία κοινωνικού προσανατολισμού απαιτείται έλεγχος της αποτελεσματικότητας. Η δημουργία μηχανισμών αυτοαξιολόγησης και η έννοια της αποτελεσματικότητας του σχολείου θεωρείται πολύ στενή. Συμπεριλαμβάνεται στην πολιτική που βελτιστοποιεί την διδακτική πρακτική , με την ποσότητα και ποιότητα της διδασκαλίας, και τις ευκαιρίες μάθησης, που παρέχονται από τη σχολική μονάδα. Μέσα στα βασικά χαρακτηριστικά του επικρατούντος Δυναμικού Μοντέλου Εκπαιδευτικής Αποτελεσματικότητας (ΔΜΕΑ) όταν εξετάζονται οι παράγοντες αποτελεσματικότητας στο επίπεδο σχολείου,προβάλλονται δύο πτυχές, αυτή της διδασκαλίας και αυτής του μαθησιακού περιβάλλοντος του σχολείου όπου οι παρεμβάσεις θα στοχεύουν. Το ΔΜΕΑ αναφέρεται :
1/ στην πολιτική για δημιουργία υποστηρικτικού περιβάλλοντος μάθησης – στις ενέργειες που αποφασίζονται και στην αξιολόγησή τους
2/ στην πολιτική για τον τρόπο διδασκαλίας- ενέργειες που γίνονται για την βελτίωση της διδακτικής πρακτικής και την αξιολόγησή τους
Η ανάπτυξη μηχανισμών αυτο-αξιολόγησης για να μετρούνται « τα αποτελέσματα των στρατηγικών και των δράσεων ως προς την μεγιστοποίηση της μαθησιακής προόδου των μαθητών στο σύνολό τους (ποιότητα) και ως προς την παροχή ίσων εκπαιδευτικών ευκαιριών (ισότητα)» (Δάρρα, 2017-18, σ. 25) είναι επιβεβλημένη. Η διαμορφωτική καταρχάς αξιολόγηση που στρέφει το ενδιαφέρον στην αναγνώριση αναγκών και προτεραιοτήτων, και στη συνέχεια η αξιολόγηση των στρατηγικών και αναλαμβανομένων δράσεων, ώστε να γίνεται αναπροσαρμογή της πολιτικής του σχολείου , προβλέπονται στο μοντέλο ΔΜΕΑ όσο και στις διαδικασίες αυτοαξιολόγησης σχολικής μονάδας με το σχήμα Π-Ε-Α-Ε-Α ( Προγραμματισμός, Εφαρμογή, Αξιολόγηση/ Ανατροφοδότηση, Εφαρμογή, Αξιολόγηση/Αξιοποίηση)(Γιαννακόπουλος κ.ά, 2012)
Στην ανάλυση του μοντέλου ΔΜΕΑ και στην περιγραφή των σκοπών και στόχων της Αυτοαξιολόγησης μπορεί να υποστηριχτεί ότι υπάρχει σχεδόν ταυτότητα :
-Η αναγνώριση της σχετικής αυτονομίας του πλαισίου λειτουργίας της σχολικής μονάδας με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε σχολείου βρίσκει ανταπόκριση στον στόχο της ΑΕΕ για την «ανάδειξη της σχολικής μονάδας ως βασικού φορέα προγραμματισμού και αξιολόγησης,… ανατροφοδότησης και καθορισμού επιμορφωτικών και άλλων παρεμβάσεων»
– Η έμφαση στην ενεργό εμπλοκή όλων των μελών της σχολικής μονάδας στις διαδικασίες λήψης απόφασης-υλοποίησης και λογοδοσίας με σκοπό την ανατροφοδότηση βρίσκει το ανάλογό της στην «ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των μελών της σχολικής κοινότητας ,την διαμόρφωση ανάληψης πρωτοβουλιών»
-η μετατροπή των σχολείων σε οργανισμούς και κοινότητες μάθησης, με « την συνεχή ανατροφοδότηση για τον σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πολιτικής και την αναβάθμιση των διδακτικών και παιδαγωγικών πρακτικών, την προώθηση καινοτομίας και αντισταθμιστικών πρακτικών» Και τέλος
– Η αναπόφευκτη αλλαγή του μοντέλου διοίκησης αναφέρεται ως « αρτιότερη διοίκηση και λειτουργία των σχολικών μονάδων , αποτελεσματική αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, και ενίσχυση της αυτογνωσίας και επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών».
Εντέλει φαίνεται στενότατη η σχέση διαδικασίας αυτό-αξιολόγησης και του ζητούμενου της αποτελεσματικότητας της σχολικής μονάδας.
ΕΝΟΤΗΤΑ Γ: ΣΤΑΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Η αυτοαξιολόγηση επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί το 2013-14 ( ΥΑ αρ.πρωτ. 1900089/Γ1/10-12-2013 ) και οι ΣΔ σε συνεδριάσεις τους , όπου ακούστηκαν και πολλές αντιρρήσεις και φόβοι, έκαναν «Γενική Εκτίμηση της εικόνας του σχολείου» , επέλεξαν και διαμόρφωσαν σχέδια δράσης, που θα υλοποιούνταν το σχολ. Έτος 2014-2015.
Η κυβερνητική αλλαγή «πάγωσε τις διαδικασίες». Θεωρήθηκε ενδιαφέρον να εξεταστεί κάπως η εμπειρία αυτής της «πρώτης φοράς» και συγκεκριμένα το πώς την εκτίμησαν οι εκπαιδευτικοί. Επιχειρήθηκε μια μικρο-ερευνα , σε περιορισμένο δείγμα(20 εκπαιδευτικοί που υπηρετούν το 2017-18 στη σχολική μας μονάδα/ΓΕΛ , χωρίς απαραίτητα να υπηρετούσαν και εκείνο το διάστημα στο ίδιο σχολείο). Δομήθηκε ερωτηματολόγιο με την κλίμακα Likert με σκοπό να μετρηθεί η συμφωνία των εκπαιδευτικών με όσα ορίζονται ως πλεοεκτήματα και μειονεκτήματα της αυτοαξιολόγησης (σύμφωνα με το βασικό πλαίσιο του 2013) . Επίσης να καταγραφεί η στάση των εκπαιδευτικών στην εφαρμογή και αδρανοποίησή της όπως και να μετρηθεί η εφαρμογή της. Έτσι λοιπόν όσον αφορά τα πλεονεκτήματα τα αποτελέσματα έχουν ως εξής:
*Οι εκπαιδευτικοί περισσότερο κλίνουν προς την συμφωνία της ανάπτυξης σχέσεων αμοιβαιότητας και εμπιστοσύνης.
*Στην πλειοψηφία τους συμφωνούν ότι βοηθά στην προσέγγιση της πραγματικότητας του χώρου όπου εργάζονται και δρουν.
*Οι εκπαιδευτικοί συμφωνούν ότι προωθείται η καινοτομία.
*Οι εκπαιδευτικοί φαίνεται να συμφωνούν ότι προωθείται η συνευθύνη , αλλά θα μπορούσε το ποσοστό αποστασιοποίησής τους από την συμφωνία και την διαφωνία να είναι και δείκτης αμηχανίας τους.
*Οι εκπαιδευτικοί περισσότερο συμφωνούν με τον ρόλο της αυτοαξιολόγησης και των διαδικασιών της στη διάχυση των καλών πρακτικών, χωρίς όμως και πάλι να παραβλέπεται μια κάποια αμηχανία.
* Είναι εμφανής η συμφωνία των εκπαιδευτικών με το αποτέλεσμα προφανώς της γενικής εκτίμησης της εικόνας του σχολείου και της ετήσιας έκθεσης αξιολόγησής του.
*Οι εκπαιδευτικοί συμφωνούν ότι η αυτοαξιολόγηση ανατροφοδοτεί την εκπαιδευτική ηγεσία ώστε να προσαρμοστεί στις ανάγκες της σχολικής κοινότητας και να ασκηθεί αποτελεσματική διοίκηση.
* Με τις όποιες επιφυλάξεις οι εκπαιδευτικοί συμφωνούν στην συμβολή στην αλλαγή της σχολικής κουλτούρας, προφανώς προς τις αξίες και πρακτικές που αναφέρονται στις προηγούμενες θέσεις.
Όσον πάλι αφορά τα μειονεκτήματα , οι εκπαιδευτικοί συμφωνούν με τον κίνδυνο της τυποποίησης της όλης διαδικασίας, της δημιουργίας εσωτερικών συγκρούσεων-πιθανόν από την ασυμφωνία των στόχων , του σχεδιασμού των δράσεων αλλά , κατά τη γνώμη μου, κυρίως για την απροθυμία ανάληψης συνευθύνης . Στο θέμα της επικέντρωσης σε ανώδυνα ζητήματα , αν και παρατηρείται συμφωνία, το μεγάλο ποσοστό του «ούτε συμφωνώ- ούτε διαφωνώ» είναι πιθανόν αποτέλεσμα μη σαφούς εικόνας περί των « ανώδυνων ζητημάτων». Τέλος η συμφωνία των εκπαιδευτικών μετριάζεται στον φόβο εσωστρέφειας της σχολικής μονάδας, και παρατηρείται σε σχέση με τα άλλα αναφερόμενα ως μειονεκτήματα αρκετά υψηλά ποσοστά απόλυτης ή σχετικής διαφωνίας .
Όσον αφορά για τους λόγους συμμετοχής των εκπαιδευτικών στην ΑΕΕ τα ποσοστά συμφωνίας με τα δεδομένα ήταν συντριπτικά μεγαλύτερα με τα της διαφωνίας και η επεξεργασία έγινε σε σύγκριση μεταξύ τους. Έτσι:
Οι εκπαιδευτικοί συμμετείχαν κυρίως από διάθεση συμμόρφωσης στις εγκυκλίους και νομιμότητας, με αρκετή δόση φόβου για πιθανές κυρώσεις. Αξιοσημείωτη, κατά τη γνώμη μου , είναι και η συμμετοχή για την προσδοκία παρεμβατική αλλαγής του εργασιακού χώρου, ένδειξη της επιθυμίας των εκπαιδευτικών να γίνουν πιο ενεργοί .Η αίσθηση της υποχρεωτικότητας φαίνεται και από τις απαντήσεις στην ερώτηση που αφορούσε την ποιότητα της συμμετοχής τους, αλλά ταυτόχρονα διεκδικούν την αναγνώριση των κόπου τους στην όλη διαδικασία, πράγμα λογικό αφού χωρίς την ουσιαστική συμμετοχή τους τίποτε δεν θα διεκπεραιωνόταν.
Παρά την αναστολή της εφαρμογής είτε γιατί είχε ξεκινήσει η εφαρμογή των όποιων σχεδίων δράσης, είτε γιατί τους πρώτους μήνες δεν ήταν ξεκάθαρο το τοπίο , οι εκπαιδευτικοί καταθέτουν ότι τα σχέδια δράσης στα σχολεία τους ολοκληρώθηκαν . πλήρως ή κατά μέρος τους, ενώ μικρό ποσοστό δηλώνει την εγκατάλειψή τους. Αν και επιφυλάσσονται να δηλώσουν ευθαρσώς τα συναισθήματά τους, κυριαρχεί η ανακούφιση.
Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το εκπαιδευτικό έργο είναι ένα ιδιότυπο προϊόν, κοινωνικής σημασίας και οικονομικής αξίας. Σε διεθνές επίπεδο είναι επιθυμητή η μέτρησή του κυρίως στον πρωταρχικό χώρο ανάπτυξής του, τη σχολική μονάδα, μέσω της αυτο-αξιολόγησης. Αυτή συνδέεται με τις σύγχρονες έννοιες της καινοτομίας και της σχολικής αποτελεσματικότητας. Επιχειρεί να δημιουργήσει μιαν άλλη σχολική κουλτούρα, που η περιορισμένου χρόνου εφαρμογή της έδειξε ότι είναι αποδεκτή από την πλευρά των εκπαιδευτικών καταρχάς ως παράγοντας της επαγγελματικής και προσωπικής ωριμότητάς τους. Έπειτα ως παράγοντας αποτελεσματικότερης διοίκησης και εν γένει της μεταβολής αξιών και ήθους της σχολικής κοινότητας. Παρόλα αυτά οι εκπαιδευτικοί δεν απογοητεύτηκαν όταν αναστάλθηκε η εφαρμογή της. Δεν βίωσαν το γεγονός ως μία « χαμένη ευκαιρία» για την εκπαίδευση. Αυτή η αντίφαση είναι , θεωρούμε, θέμα περαιτέρω διερεύνησης ως προς τις αιτίες της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1/ Βότση, Ελ. , Η εκπαιδευτική καινοτομία στην ελληνική σχολική πραγματικότητα και η αυτονομία της σχολικής μονάδας, ανακτήθηκε από https://eproceedings.epublishing.ekt.gr/index.php/inoek/issue/view/70
2/ Κατσαρός, Ι., (2008). Αποκέντρωση και αποσυγκέντρωση: κριτική θεώρηση του γενικού πλαισίου και των σχετικών τάσεων στο χώρο της εκπαίδευσης, Επιστημονικό Βήμα, τ.9
3/ Μπάκας, Θ ,. Το περιφερειακό επίπεδο διοίκησης της εκπαίδευσης. Αδυναμίες-ελλείψεις-προοπτικές, Παν. Ιωαννίνων
ανακτήθηκε από http://conf2007.edu.uoi.gr/Praktika/49-97.pdf (11-6-2018)
4/ Γιαννικόπουλος και άλλοι, (2012). Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού έργου στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση- Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα, τόμος Ι: Βασικό πλαίσιο,ΙΕΠ
5/ Δάρρα, Μαρ., (2017-18). Εισαγωγή στην έννοια της σχολικής αποτελεσματικότητας- βασικό κείμενο μελέτης συνεδρίας-Παν/μιο Αιγαίου- Προγράμματα Δ.Β.Μ
6/ Φώκιαλη , Περσεφ. , Ράπτης, Νικ., (2017-18). Εσωτερική Αξιολόγηση, Βασικό κείμενο Μελέτης Συνεδρίας Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Προγράμματα ΔΒΜ
7/ Μαντάς, Παν. Ταβουλάρη Ζαχ. ∆αλαβίκας Θεοδ.(2009), Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο , Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών Θεμάτων,σ. 196
8/Eurydice (2004). Evaluation of schools providing compulsory education in Europe. Brussels: Eurydice European Unit in: http://www.eurydice.org ERIC Number: ED54082