ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΑ

 

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΙΚΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΟΜΗΡΙΚΗ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

  1. Το θέμα του ναυαγίου και η πάλη του Οδυσσέα και του Κρητικού με τα αγριεμένα κύματα είναι και το βασικό μοτίβο της υπόθεσης.
  2. Η αφήγηση ξεκινά in media res και στα δύο έργα: ο Οδυσσέας βρίσκεται αποκλεισμένος στο νησί της Καλυψούς ενώ η θεά Αθηνα θέτει στην ομήγυρι των θεών το ζήτημα της επιστροφής του , και ο Κρητικός ξεκινά την αφήγηση από τη νύχτα του ναυαγίου.
  3. Οι δύο ήρωες δέχονται βοήθεια από δύο υπερφυσικά όντα, τη νύμφη Λευκοθέα και το μαντήλι της το μαγικό που λειτουργεί ως πανί για τον θαλασσοδαρμένο άντρα, και τη Φεγγαροντυμένη με τη ραντίδα του δάκρυού της με την τριπλή θαυμαστή επενέργεια.
  4. Η Φεγγαροντυμένη λειτουργεί και ως εκμαυλιστική δύναμη,που γητεύει με την θεσπέσια παρουσία της τον Κρητικό λειτουργώντας ως άλλη Κίρκη.
  5. Ο αγώνας του Κρητικού γίνεται με την προσδοκία ευτυχούς και ήρεμης ζωής στο πλευρό της αρραβωνιαστικιάς όπως και του Οδυσσέα για να βρει αραξοβόλι στην αγκαλιά της Πηνελόπης.
  6. Ταυτόχρονα μπαίνει και το θέμα της πατριδολατρείας : ο Οδυσσέας επιδιώκει το «νόστιμον ήμαρ» και το να δει καπνό να βγαίνει από τις εστίες της Ιθάκης .Ο Κρητικός , φυγάς αντίθετα από την Κρήτη, με τις ανάδρομες αφηγήσεις δίνει τα δικά του δείγματα πατριωτισμού.
  7. Με ανάδρομες αφηγήσεις και στα δύο έργα πληροφορούμαστε τα ανδραγαθήματα των ηρώων :ο Κρητικός τα διηγείται σε ένα υποθετικό κοινό ως ζητιάνος-ραψωδός, ενώ ο Οδυσσέας στον βασιλιά Αλκίνοο ως ικέτης-ξένος.
  8. Η μοναχικότητα των πρωταγωνιστών: μόνος θα βγει στο ακρογιάλι τελικά ο Κρητικός, μόνο θα εναποθέσουν στην ακρογιαλιά της Ιθάκης οι κερκυραίοι ναύτες τον Οδυσσέα.
  9. Η εικόνα της ροδοδάκτυλης Ηώς ως προσωποποίηση της ανατολής και οι εκτεταμένες παρομοιώσεις παρμένες από τη φύση κυρίως παραπέμπουν στον Όμηρο.
  10. Το μαγευτικό τραγούδι των σειρήνων που εκτρέπει τους ταξιδιώτες από την πορεία τους βρίσκει το ομόζυγό του στο μοτίβο του ανεκλάλητου ήχου που κάνει τον ναυαγό να θέλει να τον ακολουθήσει.
  11. Η έννοια της «Αίσας» ως κοσμικής ομηρικής δύναμης που εγγυάται την ισορροπία του κόσμου συναντάται στη διαπίστωση του Κρητικού στο στίχο «Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε (εξανάγκασε ) τη φύση».

Το παιδί στον Παπαδιαμάντη

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΤΟΝ ΑΛ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ 
Της Ματθαίου Μαρίας, φιλολόγου 

Η θεματογραφία του Αλ. Παπαδιαμάντη αντλείται από τα βιώματα, την εμπειρία και γνώση της ζωής στη Σκιάθο και τις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας και επενδύεται με την ευαισθησία του, την βαθύτατη θεοσοφική θέαση της ζωής και την ιδιότυπη γλώσσα του που σφύζει γεμάτη χυμούς. 

Ένας ολόκληρος κόσμος απλών ανθρώπων , ανδρών –γυναικών, απλοϊκών-διεφθαρμένων/ πονηρών, αστών –χωρικών, αμόρφωτων-λόγιων, πιστών-άπιστων, ο καθένας με το ειδικό του βάρος κινείται μέσα στο πλήθος των διηγημάτων του. Δίπλα και ανάμεσα σε όλους αυτούς , και τα παιδιά. Δηλαδή υφίσταται μία κοινωνία στο σύνολό της με τους ενήλικες και τα παιδιά που έχουν τη θέση που τα ήθη και οι αντιλήψεις της εποχής επέβαλαν . Δεν απαξιώνονται, είναι πάντα παιδιά με τις σκανταλιές και τις χάρες τους, τους καθορισμένους ρόλους για τα αρσενικά και τα θηλυκά. Βασανίζονται από τον αντίκτυπο της ευτέλειας της ζωής των μεγάλων. 

Ας αρχίσουμε από τα πιο ευχάριστα. 

Τα παιδιά που χαίρονται συμμετέχοντας στις θρησκευτικές γιορτές, που είναι φορείς των εθίμων, που δέχονται δώρα και τη φροντίδα των μεγάλων. Η θρησκευτικότητά τους είναι απολύτως φυσική , μέρος της ζωής Έτσι το Πάσχα: « Τινές είπον γνώμην να παραλάβωσι τας γυναίκας και τα τέκνα των και να κατέλθωσιν εις την πολίχνην , όπως ακούωσι την Ανάστασιν και λειτουργηθώσιν (Εξοχική Λαμπρή) και « Μετά τα μεσάνυχτα , αφού έγινεν η Ανάστασις , και ήστραψεν ο ναός όλος, ήστραψε και η πλατεία από το φως των κηρίων , τα παιδία ήρχισαν να καίουν μετά κρότου σπίρτα και μικρά πυροκρόταλα έξω εις τον πρόναον και τινες παίδες δεκαετείς επυροβόλουν με μικρά πιστόλια, άλλοι έρριπτον εντός του ναού επί των πλακών του εδάφους τα βαρέα καρφία με τα καψύλια, καταπτοούντες και σκανδαλίζοντες τας πτωχάς γραίας» (Παιδική Πασχαλιά). 

Ή τα Χριστούγεννα βγαίνουν για τα κάλαντα: « Την εσπέραν εκείνην , παραμονήν των Χριστουγέννων του έτους 185.., δύο παιδία κατήρχοντο με ζωηρά βήματα το λιθόστρωτον και οι πόδες των , ασυνήθιστοι εις τα πέδιλα τα οποία είχον φορέσει την εσπέραν εκείνην ν έκαμνον μέγαν κρότον επί των πλακών του εδάφους » (Της Κοκκώνας το σπίτι).  Στις αφηγήσεις που συμπλέκονται με περιγραφές και διαλόγους, η αφέλεια και το πείσμα των παιδιών που μαλώνουν για ασήμαντα θέματα όπως για ποιανού είναι καλύτερη η λαμπάδα και στη λαμπαδομαχία που ακολουθεί με θύματα τις λαμπάδες είναι παρουσιασμένα με ενάργεια. 

Δε λείπει όμως η πονηρία και ο κίνδυνος : οι καλαντιστές υποπτεύονται ο ένας τον άλλον για ιδιοτέλεια: « Δια μιας ο Νάσος άφησε το φανάρι κατά γης και ητοιμάζετο να ψάξη τον Αγγελήν. Είχον λάβει το μέτρον , επειδή δεν ενεπιστεύοντο αλλήλους (ήσαν δεκαετείς την ηλικίαν) ευθύς άμα κατήρχοντο από εκάστην των οικιών, όπου ανέβαινον κι ετραγουδούσαν τα Χριστούγεννα, να κάμνωσιν ευθύς μερίδιον πεντάρα και πεντάρα και κανείς εκ των δύο να μην είναι « κάσσα μέχρι τέλους της επιχειρήσεως» ( Της κοκκώνας το σπίτι) 

Βέβαια τα παιδιά είναι συνώνυμα του παιχνιδιού. Ομαδικά και ατομικά παιχνίδια, ακίνδυνα και επικίνδυνα, στον οικείο και στον ύπαιθρο χώρο. Στο «ενιαύσιον θύμα » ο Μπαμπούκας κυνηγά τον Παναγιώτην «που αγαπούσε πολύ να τρέχη, να χαζεύη,και να μην υπακούη. Όταν δεν ευρίσκετο εις τους αιγιαλούς , κυνηγών καβούρια εις τα θαλάμια ή μικρά χταποδάκια εν καιρώ γαλήνης εις τα ρηχά, έτρεχεν εις τα Κοτρώνια, άνωθεν της συνοικίας, επί του βραχώδους λόφου… Εκυνηγούσε τας φωλεάς. Δεν αφήνε μικράν κουκουβάγιαν να μεγαλώση … Αν έπεφτε μικρός γλάρος εις τα χέρια του του έκοφτε τα φτερά…» Και η μικρή Μοσχούλα επήδα από βράχο σε βράχο και κυνηγούσε καβουράκια. Η τελευταία βαφτιστικιά θέλει να παίξει με τα άλλα τα παιδιά το “κλυφτάκι¨.          

Απολαμβάνουν τη φύση καθώς μεγαλώνουν μέσα σε αυτή. ” Η σχέση του Παπαδιαμάντη με τη φύση δεν είναι μόνο αισθητική  αλλά κυρίως ηθική. Φύση και άνθρωπος αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται…ο άνθρωπος όσο μένει μέσα στη φύση κι όσο ανοίγει διάλογο μαζί της μένει φυσικός , πιο νήπιος , πιο αθώος.Χωρίς αυτήν την αθωότητα η επικοινωνία του με το Θεό γίνεται δρόμος μετ΄εμποδίων. Έτσι η φύση γίνεται καταλύτης που βοηθά τον άνθρωπο να συνδιαλλαγεί με τον Κτίστη και της φύσης και του ανθρώπου” γράφει ο Κυριάκος Πλησής. Ο έφηβος βοσκός (Όνειρο στο κύμα) αισθάνεται στενή σωματική και συναισθηματική επαφή με τη φύση κιόταν κολυμπά , κι όταν διατείνεται πως “Εφαινόμην κιεγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου και τα  έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ΄οι αγριελαίαι τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημά των , με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον”. Το δεκαετές παπαδοπαίδι στο διήγημα ” Τα δαιμόνια στο ρέμα”  ομολογεί :             « ησθάνθην τόσην χαράν και δρόσον από της εκλάμπρου ωραιότητος εκείνης τοποθεσίας ώστε εξεκλέφθην παρευθύς από την άγρυπνον επίβλεψιν του πατρός μου κ’ επήγα τρελλά να τρέξω, να χαζέψω, να περιπλανηθώ μαζί με άλλα παιδία στου Χαιρημονά το ρέμα.» Η φύση αποκτά ψυχή και τα παιδιά επικοινωνούν μυστικά μαζί της. « Και η δρύς η μαγική , καθώς εξηκολούθουν να την βλέπω ικανήν ώραν, με εγοήτευε και με εκάλει, ως να ήτο πλάσμα έμψυχον, κόρη παρθενική του βουνού….Εκ πλαγίου και μακρόθεν είχεν όψιν λυγηράς χάριτος εγγύθεν και κατά μέτωπον προέκυπτεν όλη μεστή και αμφιλαφής, βαθύχλωρος, επιβάλλουσα ως νύμφη.» 

Οι φόβοι και οι δαιμονοληψίες έχουν κι αυτές το χώρο τους στις παιδικές ψυχές: Ο μικρός δεκάχρονος πρωταγωνιστής του « Τα δαιμόνια στο ρέμα ομολογεί: « Ησθανόμην μέγαν φόβον. Προσεπάθουν να εύρω διέξοδον. Ενθυμούμην τα κρούσματα , τα άλλως στοιχειά, τα οποία μου ηπείλησαν τα φεύγοντα παιδιά. Και επόμενον ήτο να ευρίσκοντο πολλά εις το άγριον εκείνο ρεύμα.» Και ο μικρός Φάλκος ,παιδίον δεκατριών ετών, γοητεύεται από τις διηγήσεις για φαντάσματα και νεράιδες αλλά φιλέρευνος και τολμηρός εξετάζει κάθε περίεργο που συμβαίνει τη νύχτα της διανυχτέρευσης του στο Έρημο Χωριό(Τα κρούσματα) ενώ ο συνομήλικος ξάδελφός του Σταμάτης , ορθολογιστής , δηλώνει « Δεν τα φοβούμαι τα στοιχειά εγώ, θεια Μαχώ» καθότι έχει ανακαλύψει «το αγυιόπαιδο» τα «δύο βοσκόπουλα , τα οποία είχαν σχεδιάσει να τον σκιάξουν και ματαιώσας τα σχέδιά των , τα έσκιαξεν αυτός, αντί να τον σκιάξουν εκείνα»! 

Η τόλμη και η γενναιότητα δεν εξαντλείται μόνον σε αυτό. Τα παιδιά που πέφτουν θύματα ληστείας από τον Γιάννη τον Παλούκα κατά την έξοδό τους για τα κάλαντα συνασπίζονται και τον πετροβολούν αλύπητα με την ιαχή « Να κι άλλη ζυγιά!» Κι όταν βρίσκονται σε κίνδυνο , δεν εκτιμούν την κατάσταση ως τέτοια. Ο μικρός που καβαλικεύει το αφηνιασμένο άλογο βρίσκει πως ο φόβος τον οποίον εδοκίμαζε μετείχε θελγήτρου τινός και δεν τον παρέλυε και ξεβαλικεύει θριαμβευτής! Ο ζωηρός Παναγιώτης ή Πάπος στο «ενιαύσιον θύμα » αγωνιά για την τύχη του θαλασσόδαρτου πατέρα του , επιθυμεί να ριφθεί στα κύματα να τον σώσει και ωριμάζει απότομα μετά τον πνιγμό εκείνου: « ΄Οταν μετά την συμφοράν επανείδε τον Πάπον , εφαίνετο τόσον σύννους και σοβαρός ώστε εφάνη ότι δια της συμφοράς είχεν γίνει δια μιας ανήρ». Και δεν είναι το μόνο παιδί που αναγκάζεται να ενηλικιωθεί πρόωρα και δραματικά…» 
Συνυπάρχει με τη γλυκύτητα της ζωής και η σκοτεινή όψη της με τα βάσανα ή και την κατάργησή της. Πολλά διηγήματα αφορούν στην παιδική θνησιμότητα που αφορά νεογέννητα που δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν ή και ατυχήματα. Η Ακριβούλα πνίγεται στη θάλασσα καθώς πηγαίνει να βρει τη γιαγιά της και η τελευταία βαφτιστική ξεφεύγει την προσοχή των μεγάλων και πέφτει στο πηγάδι. Δεν απουσιάζουν ούτε οι εγκληματικές ενέργειες σε βάρος παιδιών. Όλοι γνωρίζουμε τα κατά συρροή και επιλεκτικά σε βάρος κοριτσιών εγκλήματα της « Φόνισσας Φραγκογιαννούς» ενώ στη « Στοιχειωμένη κάμαρα» η ορφάνια της Αρετής συνοδεύεται από την κακοπάθηση στα χέρια της μητριάς, την απόπειρα του φόνου της από τον ίδιο τον πατέρα της και τέλος την από μέρους του εγκατάλειψη. 

Η απουσία του ενός ή και των δύο γονέων συναντάται αρκετά συχνά και αποτυπώνει κοινωνικά ζητήματα της εποχής. Η υψηλή θνησιμότητα από την έλλειψη υγειονομικών μέσων ή την κακοπάθεια και τη φτώχεια είναι γεγονός και η ορφάνια πάντα πικρή. « Το βέβαιον είναι , ότι εκ των δύο ορφανών, η Μόρφω , ήτις είχεν ήδη αίσθησιν, ενεθυμείτο κ’ ελυπείτο την μητέρα της. Ο Ευαγγελινός , νήπιον τριετίζον εν καιρώ της συμφοράς, ούτε ήξευρε τίποτε , ούτε ενεθυμείτο. Έκλαιε μόνον όταν η μάμμη τον εβίαζε να φορέση τον κατάμαυρον σάκκον του. Η Μόρφω , λευκή και ωχρά , με τα μαύρα φουστανάκια της … ήτο κατηφής κ’ ενθυμείτο το περυσινόν Πάσχα ,όταν έζη η μήτηρ της. Η ατυχής γυνή είχεν αποθάνη από την γέννα της , το παρελθόν θέρος , και το βρέφος μετ’ αυτής.»( Παιδική Πασχαλιά) 

Υπάρχει όμως και η εγκατάλειψη εν ζωή που σβήνει τη χαρά και την ανεμελιά των παιδιών. Ο Παπαδιαμάντης , ηθογράφος με την κυριολεκτική κι όχι την υφολογική σημασία της λέξης, καταγγέλει την επιπολαιότητα και τη σκαιότητα ανεύθυνων γονιών. Έτσι στο “Πατέρα στο σπίτι ” τα παιδιά υποφέρουν στην ανέχεια γιατί ο πατέρας , τεμπέλης και μπεκρής, ζηλιάρης για να καλύψει την ανικανότητά του ,εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία για παλιά ερωμένη και αφήνει το σπίτι του να δυστυχεί. 

Κάποιες σπάνιες φορές οι γονείς γίνονται οδηγοί στην κακία και την παρανομία . Στο  “Πνίξιμο του παιδιού” η γριά Φράγκα , που ως νέα εξηκολούθει να φορή συχνά κόκκινον φουστάνι , παρά τα έθιμα του τόπου , όπου οι γυναίκες των απόντων ναυτικών δεν νομίζεται πρέπον να στολίζονται , συστηματικά μαθαίνει την κόρη της να κλέπτουν αντάμα το ξένο βιός: « Η κόρη εγέμιζε με βίαν το καλάθι κ’ έτρεχεν. Η μήτηρ της έλεγε να μη βιάζεται , αλλά να σιάζη λιγάκι το σωρό , εννοούσα ν’ αραιώνει τοιουτοτρόπως τα στέμφυλα , ώστε να φαίνεται κάπως άθικτος ο σωρός.»! 

_Να κοίταξέ μ’ εμένα! Είπεν. 

Η γραία έλαβεν το κοφίνιον επήδησε τον φράκτην….την ίδιαν στιγμήν η νεωτέρα επωφεληθείσα από την απομάκρυνσιν της μητρός , έλαβε ποτήριον, κ’ εδοκίμαζε το πρωτόβγαλτο ρακί , την σούμαν , ίσως διά να ιδή πόσα γράδα είναι!

Είναι σίγουρα γραφική η εικόνα και οικεία για τους ανθρώπους της υπαίθρου . 
Το κακό όμως δεν έχει παντοδυναμία και η κοινωνία έχει τους ρυθμιστικούς της παράγοντες . Το κενό των γονιών έρχονται να καλύψουν γιαγιάδες που παλεύουν ως τα βαθιά γεράματα να προσφέρουν έστω το ελάχιστο. « Η γραία Αχτίτσα , η Σταχομαζώχτρα, επανήλθε μετ’ ολίγον φέρουσα πράγμα τι τυλιγμένον εις τον κόλπον της. Ο Γέρος , όστις εγνώριζεν εκ της παιδικής του πείρας , ότι ποτέ άνευ αιτίας δεν εφούσκωναν οι κόλποι της μάμμης του, αναπηδήσας έτρεξεν εις το στήθος της, ενέβαλε την χείρα, και αφήκε κραυγήν χαράς. Τεμάχιον άρτου είχεν οικονομήσει και την εσπέραν εκείνην η καλή, καίτοι ολίγον αυστηρά, μάμμη, τις οίδεν αντί ποίων εξευτελισμών, και δια ποίων εκλιπαρήσεων!». 

Γείτονες ,αν δεν είναι στον άλλο ρόλο αυτό του διαβολέα και κουτσομπόλη που κάνει χάζι με τα μαλλιοτραβήγματα του ζευγαριού, πονόψυχοι μικροεπαγγελματίες που εξυπηρετούν τη γειτονιά, κουμπάροι, αν και όχι πάντα ανιδιοτελώς, ο ιερέας αλλά και εντεταλμένοι από την κοινότητα , όπως ο παιδονόμος ( Επί δύο ή τρία έτη,περί τας αρχάς της εβδόμης δεκάδος, ο Κωνσταντής ο Τσιτσούκας,ήτο διωρισμένος παιδονόμος εις το σχολείον. Ποτέ ο αιγιαλός , από μίαν άκρην εις την άλλην , δεν ήτο ελευθερώτερος από μικρά παιδιά, και οι βράχοι και οι κολπίσκοι της ακρογιαλιάς δεν ήσαν ερημώτεροι από φυγάδας του δημοτικού και του ελληνικού σχολείου. Εις κανέναν μοσχόμαγκαν δεν επέτρεπεν να κολυμβά οκτώ ή δέκας φοράς την ημέραν. Αλλά και κανέν παιδίον δεν συνέβη να πνιγή επί Τσιτσούκα παιδονόμου…) συντρέχουν όλοι την οικογένεια και τα παιδιά. Σ ε πολλά διηγήματα αναφέρεται ρητώς  η άγρυπνη γονεϊκή επιτήρηση , που μπορεί να είναι και αγωνιώδης προτροπή του ίδιου του Παπαδιαμάντη για το σωστό γονεϊκό πρότυπο. 

Μια ιδιαίτερη αναφορά ας γίνει για το παιδί – μαθητή. Ως τέτοιο το παιδί απολαμβάνει τις εκδρομές με το δάσκαλο, τις σκανταλιές και τα μεταξύ τους πειράγματα, μαθαίνει την ιερή ιστορία, γεωγραφία , γραμματική με στεγνή απομνημόνευση κανόνων σε αρχαϊκή γλώσσα( Τυφλοσύρτης) και τιμωρείται με ξυλιές γονάτισμα με το βιβλίο στο χέρι, νηστεία και εγκλεισμό στο σωφρονιστήριο, εκεί “όπου έβοσκαν εν πάσει ανέσει πολυάριθμοι ψαλίδες, βλατούδες και ποντικοί” ( Η Δασκαλομάννα). Έχει ενδιαφέρον να δούμε τι προσδοκούν στην πλειοψηφία τους οι γονείς από τη φοίτηση στο σχολείο: « Το σκολειό …δεν έγινε για να μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα , δηλαδή. Έγινε για να μαζώνουνται οι κλήρες, τα παλιόπαιδα , τα διαβολόπουλα. Πώς μπορεί , το λοιπόν, ένας γονιός να τα έχη μπελά από το πρωί ως το βράδι; Και πού συφτάνεται ένας φτωχός να τα θρέψη;… Και είναι ικανή μια χήρα γυναίκα να τρέχη από γιαλό σε γιαλό , από βράχο σε βράχο να τα συμμαζώνει; Γιατί πληρώνεται ο δάσκαλος; Για να έχη το βάρος αυτό , να είναι οι γονιοί ήσυχοι.» 

Και με τέτοια λογική και σύστημα δεν είναι περίεργο που ο Γιαννιός Βρυκολακάκης που έφτά χρόνια μαθητής και μόλις είχε μάθει να συλλαβίζει, αγορεύει προς θορυβώδη όμιλον δεκαετών και δωδεκαετών παιδίων : Ακούστε εμέ να σας πω! Να μην ανοίγετε χαρτί! Να μην ακούτε το δάσκαλο!.. Να μη φοβάστε τσ΄ πατεράδες σας!..Να δέρνετε τσ’ μανάδες σας!». Βέβαια υπάρχουν και οι φιλομαθείς που θα κατορθώσουν να φτάσουν στην ανώτατη εκπαίδευση, όπως και ο ίδιος άλλωστε ο συγγραφέας με την συνδρομή των καλογήρων της Μονής της Ευαγγελίστριας. 

Υπάρχει αλληλεγγύη, θαλπωρή, αντίδοτο στο κακό, ώστε να υπάρχει παρηγορία για τους πονεμένους της ζωής. Και δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς στον Παπαδιαμάντη, που με τη βαθιά θρησκευτικότητα βλέπει τον κόσμο, ακόμα και διαταραγμένο από την αμαρτία, έργο του Θεού , και τον άνθρωπο ταπεινό και μεγαλειώδες κτίσμα του. 

Δεν είναι πρωτότυπη παρατήρηση αν ειπωθεί ότι στα διηγήματα του παπαδιαμάντη υπάρχει η Ελλάδα του 19ου 

αιώνα και ότι « έδωσε στον Έλληνα την πιο απροποίητη έκφρασή του. Και το έργο του …έχει και την αξία ιστορικής μαρτυρίας..Διαβάζεις Παπαδιαμάντη και γνωρίζεις την Ελλάδα ως τους Βαλκανικούς πολέμους.(Πέτρος Χάρης) . Με διεισδυτική ματιά , λεπτές παρατηρήσεις ,ακριβολογία, ο Παπαδιαμάντης δίνει μια συνολική εικόνα της κοινωνίας του και τοποθετεί τα παιδιά , αν και δεν υπάρχουν σε μια παιδοκεντρική με τον δικό μας τρόπο κοινωνία , στο επίκεντρο της κοινωνίας. Τα βάζει στο προσκήνιο είτε παρουσιάζοντά τα ως θύματα της αναλγησίας των ενηλίκων, που και οι ίδιοι εξάλλου είναι θύματα των κοινωνικών συνθηκών, είτε γεμίζοντας τις σελίδες του με τη δροσιά , τη ζαβολιά ,την αφέλεια ή την πονηρία τους, τους ανταγωνισμούς και τα πείσματα, ακόμη και τον υποφώσκοντα ερωτισμό τους. Σε μια κοινωνία φτωχή , αγροτική, με θεσμούς και δεσμούς που επιτρέπουν την αυτορρύθμισή της . Το κεντρικό κράτος είναι απόν στον τομέα της πρόνοιας και της προστασίας για τα παιδιά. Η τοπική κοινωνία ρυθμίζει τα ζητήματά της με τις δικές της δυνάμεις και προβάλλει σαν ψηφιδωτό με την ιδιαίτερη ευαισθησία του μοναχικού κοσμοκαλόγερου και την αφηγηματική του δεινότητα ,όχι στο να φτιάχνει περίπλοκες ιστορίες, αλλά για να διηγείται την ίδια τη ζωή εμπλουτισμένη από τα βιώματά του. Οι επιταγές της ηθογραφίας την οποία θα υπηρετήσει με δεξιοτεχνία θα τον οδηγήσουν σε ένα πρώτο επίπεδο να καταγράψει τον τρόπο ζωής και σε ένα δεύτερο , το ήθος των ανθρώπων της εποχής δηλαδή το πώς σκέφτονται , το πώς αισθάνονται, από ποιο αξιακό σύστημα εμφορούνται. Κι όλα αυτά , ακόμη κι όταν φτάνει στα όρια του νατουραλισμού, με μια τέτοια φυσικότητα που ούτε η ιδιότυπη γλώσσα του τα βαραίνει. 

Είναι όμως θέμα τεχνικής ή αισθητικής η ευαίσθητη προσέγγισή του στα παιδιά; ΄Η η ανάγκη του μέσα από αυτοβιογραφικά κείμενα το παπαδοπαίδι που χλευαζόταν από τα άλλα παιδιά γιατί οι δικοί τους πατεράδες σε αντίθεση με το δικό του, ήταν γεωργοί ή ναυτικοί και κόπιαζαν πολύ για να βγάλουν το ψωμί και οι γιοί το είχαν για καύχημα, να ξορκίσει τα παιδικά τραύματα και να εκφράσει με λεπτότητα τα παράπονά του; 

Έχω την εντύπωση πως για την απάντηση θα πρέπει να μετακινηθούμε προς τον θρησκευτικό ουμανισμό του κυρ Αλέξανδρου. Βαθιά θρησκευόμενος, με ουσιαστικό τρόπο, θα δει τα πλάσματα του Θεού με συμπάθεια ,ειδικά τα πιο αθώα. Δεν θα παραλείψει να προσθέσει στα αγγελούδια της γης και τα επουράνια: « Γείτων της τρομακτικής ταύτης σκηνής παρίσταται γλυκεία και συμπαθεστάτη εικών, ο Άγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδίον, κρατούμενον εκ της χειρός υπό της μητρός του, της Αγίας Ιουλίττης. Δια δώρων και θυσιών εζήτει ο διώκτης να ελκύσει το παιδίον… Αλλ’ ο παις …υποψελλίζων του Χριστού το όνομα, έπτυσε τον τύραννον κατά πρόσωπον, κ’ εκείνος εξαγριωθείς εκρήμνισε το παιδίον από της μαρμαρίνης κλίμακος, ‘οπου συνέτριψε το τρυφερόν και δια στεφάνους πλασθέν κρανίον»

 
Δια στεφάνους ρόδων κι όχι ακάνθων είναι πλασμένα τα κεφάλια των παιδιών. Δυστυχώς αυτό ανατρέπεται από τη σκληρή πραγματικότητα , όχι μόνον της εποχής του Παπαδιαμάντη, αλλά και της απορρυθμισμένης δικής μας. 

Και για να κλείσουμε επιλέγω την κρίση του Οδ. Ελύτη για τον κυρ Αλέξανδρο: « Ο Παπαδιαμάντης είναι από τους τελευταίους που πρόφτασανε να γεράσουν με αυτά που πρωταγάπησαν . Τα κρατεί μέσα του στερεά , διαρκή…Και στην επαναστροφή του μικρού του ιδιωτικού κόσμου, αναπτύσσει όλη του την παραστατική δύναμη, ώστε να διατηρήσει την άλω γύρω από τις σεπτές εικόνες που δεν είναι -δε θέλει να είναι- σκέτες αναμνήσεις. Αυτή την άλω που δίνει στα πράγματα η παιδική ηλικία είναι που κυνηγάμε κατα βάθος κι εμείς σ’ όλη μας τη ζωή. Ποτέ τα περιστατικά της που , κατά κανόνα είναι ασήμαντα. Πρόκειται για την ικανότητα να μεταβάλεις τα ελάχιστα σε θησαυρούς χάρη στον τρόπο που τα χειρίζεσαι και το μεγάλο της αντίκρισμα είναι η αθωότητα.» Αγάπησε λοιπόν ο Παπαδιαμάντηςτα παιδιά, κράτησε μέσα στα διηγήματά του τους καημούς και το σφρίγος τους, τις ασήμαντες στιγμές τους και τους μεγάλους τους κινδύνους. Και κάθε φορά που ο αναγνώστης πλησιάζει για να αναγνώσει ακούει τις χρωματιστές φωνές τους με την άλω, την άχνα της αθωότητας. 

Για το Φωτόδενδρο, Ιστιαία,3-12-2011