7
Ο Γιάννης B. Τάτσης γεννήθηκε στο Χαροκόπι Ιωαννίνων την 01/01/1959.
Είναι παντρεμένος και έχει δυο παιδιά. Μένει μόνιμα στα Ιωάννινα.
Είναι πτυχιούχος της Εκκλησιαστικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Βελλάς και της Σχολής Επιστημών Αγωγής του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Κατέχει δίπλωμα διετούς Μετεκπαίδευσης στη Γενική Αγωγή από το Διδασκαλείο του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Υπηρέτησε στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση από το 1982 ως δάσκαλος σε διάφορες θέσεις.
Από το 2014 είναι συνταξιούχος.

Έχει εκδώσει δέκα (10) ποιητικές συλλογές:

Ποιήματα (2002)
Ποιήματα (2004)
Ταξίδι Ονείρου (2006)
Δυο Φτερούγες (2007)
Θέμις (2009)
Πριν το Ηλιοβασίλεμα (2011)
Ανήκω στον Αγωνιστή. (2014)
Γη των Ελλήνων. (2016)
Στα αγνάντια των λογισμών (2019)
Στα καλντερίμια των ανέμων (2022)

Τα συγγραφικά δικαιώματα του παρόντος ιστολογίου ανήκουν στον κ. Γιάννη Β. Τάτση. Σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τη διεθνή σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν. 100/1975, απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου της έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα.

 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 2002

Όλα αυτά τα ποιήματα ανήκουν στην ποιητική μου συλλογή με τίτλο: “ΠΟΙΗΜΑΤΑ”

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Πρώτη έκδοση: 2002

Πρώτη ποιητική συλλογή

ISBN 960-630-382-9

Copyright: Γιάννης Β. Τάτσης
Φιλιππιάδας 36, Ιωάννινα
45332 Ιωάννινα
Τηλέφ.: 26510 43532

E-mail: iotatsis@sch.gr

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Στην εποχή που ζούμε, ο άνεμος πολλές φορές μας ταλανίζει ανάλογα με τα φυσήματά του, σαν την καλαμιά στον κάμπο. Επιμένοντας, παρασέρνει τη σκέψη και την κρίση στον Καιάδα, ξεγυμνώνοντάς μας σαν τα φυλλοβόλα δέντρα από τα θεία μηνύματα, τις παραδόσεις, τις αξίες τα ήθη, τα έθιμα και τους νόμους. Ανάλαφρους πλέον σαν το πούπουλο μας μεταφέρει στα μονοπάτια της περιπλάνησης.
Στόχος αυτών των ποιημάτων είναι να μαγνητίσω την ύπαρξη της σκέψης και της κρίσης σε κάθε απόφασή μας.

Γιάννης Β. Τάτσης
Ιωάννινα 2002

ΕΣΥ ΚΑΙ ΕΓΩ

Νερό είναι τα στήθη σου
πηγάδι η υπομονή μου,
ιδέες είναι η σκέψη σου
σοφία η δική μου.
Το μείγμα των ονείρων μας
Θα γίνει ξακουστό,
αγώνα έχεις μέσα σου
και κρίση έχω εγώ.

ΧΟΡΟΣ ΑΝΘΕΩΝ

Κάμπος απλώνεται μπροστά
πράσινος, στολισμένος
με άνθη πολύχρωμα, ευωδιαστά
με αγκάθια κάπου, κάπου.
Μαγεύομαι απ’ τα άνθη του
στην πρωινή μου βόλτα,
παίζουν και χορεύουν ανέμελα
στο φύσημα του ανέμου.
Τρέχω, σαν άλογο που αφήνιασε,
να κόψω μια αγκαλιά,
στόλισμα να τα ’χω στη ζωή
να νιώθω το άρωμά τους.
Γλιστρώ πάνω στις χλωρασιές
και πέφτω μες στα αγκάθια,
με τσιμπούν και με τρυπούν,
ματώνω και πονάω.
Λάσπες που βρίσκονται εκεί,
στα χέρια με λερώνουν,
μουσκεύουν τ’ άσπρα ρούχα μου,
δε νιώθω τόσο ωραία.
Τα άνθη βρίσκονται εκεί
και ευωδιά σκορπίζουν,
μαγεύουν όλο το είναι μου,
κοντά τους με καλούν
με σύνεση και συλλογισμό
το χέρι μου να απλώσω
να κόψω εκείνα που μπορώ
και η αγκαλιά μου τα χωράει
να με γεμίζουν άρωμα
και ομορφιές στο χρόνο.

ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ

Στο συμπόσιο των Βαλκανίων,
που ο ήλιος είχε κρυφτεί από τους θεούς
στο τοπίο της καταχνιάς και της ομίχλης,
ασυλλόγιστος και θυμωμένος ο Δίας
με τους κεραυνούς του εντυπωσιάζει τους ομοίους του
σκορπίζοντας τη συμφορά,
η οποία σαν γλάρος σε τρικυμισμένη θάλασσα
πλανιέται στα αποκαΐδια της άνομης φωτιάς,
στα κορμιά που αποχαιρέτησαν τις ψυχές τους
μ’ ένα γιατί κρεμάμενο απ’ τα χείλη τους,
στις τρύπιες τσέπες των υπερασπιστών
και στον αέρα που μοιρολογεί στα ερείπια.
Μάτια υγρά και κόκκινα τους κοιτούν.
– Ποια συναισθήματα να κρύβουν;
Ξεγελάστηκαν για ένα πιάτο φακή, για μια αδυναμία τους,
παγιδεύτηκαν στο σύνδρομο των Βαλκανίων
και δεν ξέρουν πως να ελευθερωθούν.
– Νικητές ή νικημένοι;
Ίδια γεύση θα μου ’πεις το δώρο του πολέμου.
Ένα κρυφό χαμόγελο σκάει στα πικραμένα χείλη τους,
σαν σιγανό φτερούγισμα ακούστηκε:
« Τωρινή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα.»
Από το δέντρο της γνώσης, που αναζητεί τον ήλιο,
ακούστηκε το τραγούδι της ζωής.
Αδερφωμένοι και λογικοί,
με συμμάχους το παρελθόν και το παρόν,
διώχνοντας απ’ ανάμεσά σας το φάντασμα του σκότους
θα οικοδομήσετε το μέλλον.
Ενωθείτε κάτω από τη στέγη
της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών,
για να σηκώσετε ψηλά τον ήλιο
να ζεστάνει τις ψυχές και τους τόπο σας,
να προστατέψετε τις ρίζες σας,
το χόρτο που σκάει και ομορφαίνει τη ζωή σας.
Δέστε σφιχτά τα χέρια να κερδίσετε τη μάχη της ζωής,
η ζωή συνεχίζεται.»

ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ

Σ’ εποχή που η ζέστη ξεχειλίζει
μες στο καταπράσινο χαλί
και των λουλουδιών ο αέρας σου μεθάει τη λογική,
το τζιτζίκι διασκεδάζει δίχως να μοχθεί για τη ζωή.
«Το καλοκαίρι είναι η ζωή,
– φωνάζει απερίσκεπτα πάνω στο κλαδί –
ζήσε τώρα ό,τι μπορείς και τον ήλιο να χαρείς.»
Στον ίδιο χώρο πιο εκεί και με σκέψη κριτική
το μυρμήγκι σχεδιάζει και προβλέπει τη ζωή.
Προσπαθεί να δημιουργήσει μια καλύτερη ζωή,
ένα μέλλον με αξίες που να αντέχει κριτική.
Στην κακοκαιρία του χρόνου, όταν η ζέστη θα χαθεί
στου χειμώνα μας το κάτασπρο σεντόνι,
με τα κρούσταλλα σπαθιά την ανάσα ν’ απειλούν,
με τις συννεφιές, τις μπόρες, με τις νύχτες τις σκληρές
το τζιτζίκι σε μια φτέρη θα βιώνει
πίκρες, βάσανα και τύψεις.
Το μυρμήγκι – ο εργάτης της ζωής,
ο οργανωτής του χρόνου, της ζωής του και του χώρου –
τι στον ήλιο! τι στα κρύα! απολαμβάνει τις στιγμές.
Τον ιδρώτα του, την κρίση έχει όπλα στη ζωή.
Αγαπάει τη ζωή, γιατί έχει γνώσεις γι’ αυτή.
Διάλεγε κι εσύ, το μυρμήγκι ή το τζιτζίκι
κάν’ το πρότυπο και ζήσε.
Ονειρέψου τη ζωή, που θέλεις, απορίες να μην έχεις,
όταν θα βρεθείς σε μια από τις θέσεις
των προτύπων σου, που θα διαλέξεις.

ΔΟΝΗΣΗ ΨΥΧΩΝ

Στα βυζαντινά τα κάστρα
και στη θάλασσα του βασιλιά Αιγαία
οι προστάτες συμφερόντων,
που την κρίση είχαν στερέψει απ’ το πηγάδι της ζωής
μήλο έριδας έχουν ρίξει.
Οι λαοί που δε διακρίνουν,
την οφθαλμαπάτη αυτή που ζουν,
διεκδικούν αυτό το μήλο μ’ ένα πάθος δίχως κρίση
και οι προστάτες ας θερίζουν.
Μα η φύση που φροντίζει τα σκοτάδια να διαλύει
και τον ήλιο να ανατέλλει,
χέρια και καρδιές τους δένει μες στο δρόμο της ζωής.
Με τη δόνηση της φύσης
ξύπνησε η φωνή της δίκαιας κρίσης
και φωνάζοντας στων πηγαδιών τα χείλη
αντιλάλησε μες στην ψυχή του καθενός
κι έψαξαν στις άδειες τις ψυχές τους,
είδαν τα συντρίμμια της ζωής.
Συλλογίστηκαν, τι χάνουν! τι κερδίζουν!
όσο τους σκεπάζει το αντίχριστο το χέρι
και άναψε τη φλόγα της ζωής
κάρβουνο να κάνει το σατανικό το χέρι,
που τους ήθελε να είναι πάντοτε γονατιστοί.
Ένωσε όλους τους λαούς μες στης αρετής το δρόμο,
μίση, έχθρες και κακίες σπόρος που είχε πια ριζώσει,
μες στην μπόρα των παθών τους ξεράθηκαν και πάνε.
Έτσι ζουν αδερφωμένοι, ζηλευτοί κι αγαπημένοι
με τον ήλιο να φωτίζει τις αδυναμίες του σκότους.

ΕΙΡΗΝΗ

Κάτω από τη στέγη της αγάπης, της φιλίας,
που ο νόμος καθορίζει η παλάντζα να μη γέρνει,
νιώθει ύπαρξη και μέλλον η αγάπη των λαών,
που Ειρήνη τη φωνάζουν.
Δωροθέτης κι εργάτης του αόρατου του κάστρου
που έχει ολάνοιχτες τις πύλες
να δεχτεί όλη την πλάση των χρωμάτων, των εθνών
των φτωχών και των πλουσίων.
Αρμονία να τους χαρίζει τον παράδεισο το θείο.
Τα φτερά τους ν’ ανοίγει να πετούν πάντα ψηλά
για να φέρνουν στους λαούς πρόοδο και σιγουριά.
Τα παιδιά της συμφοράς μίσος, έχθρα και κακία
στο αόρατο το κάστρο να χτυπούν τα προσωπεία
και ανάσκελα να πέφτουν,
λείψανα να παραμένουν μες στης φύσης τα λουλούδια,
συμφορές για να θυμίζουν στα γυρίσματα του χρόνου.
Όλους μας να μας διδάσκουν πως ο δρόμος της Ειρήνης,
είναι δρόμος προς Ιθάκες, Θερμοπύλες να φυλάμε,
τον Ιούδα ν’ απαρνιόμαστε, το Χριστό ν’ αναζητάμε.
Τα δε όπλα της φωτιάς, οι φονιάδες της Ειρήνης,
στα μουσεία να διδάσκουν το κακό το παρελθόν μας
και ο ήλιος της αγάπης
ξέχειλος πάντα να ρέει απ’ το πηγάδι της ψυχής.
Τραγουδώντας στη ζωή, με σημαιοφόρο την Ειρήνη,
κάτω από το φως του δίκαιου ήλιου
ν’ ανεβούμε όλοι μαζί της ζωής το Γολγοθά.

ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ

Τα αγάλματα κοιτάζουν με το αγέρωχο βλέμμα τους,
αναστενάζουν.
Η δάφνη της δόξας βρίσκεται στα πόδια τους,
διαμαρτύρονται:
«Η ιστορία δε σας δίδαξε, δε σας διδάσκει.
Δε θέλουμε άλλους πέτρινους συντρόφους,
δε θέλουμε δάφνες και μυρτιές, περιστέρια θέλουμε
περιστέρια να συντροφεύουν των καιρών τα γυρίσματα.
Χαρές και γέλια να ακούγονται παντού.
Ο βοριάς φυσάει και κύματα σηκώνει,
τη ζωή σας παγώνει, δεν το νιώθετε ;
Ανοίξτε τις πόρτες να ζεσταθείτε από τον ανατέλλοντα ήλιο.
Η μνήμη της ημέρας δεν είναι για επίδειξη,
είναι ημέρα προβληματισμού, ύπαρξης, κρίσεων
ημέρα ελευθερίας, ισότητας, δημοκρατίας.
Αφήστε τα περιστέρια να πετάξουν στους ορίζοντες,
πάψτε να τα τρομάζετε με τους οδυρμούς των τανκς
και τους κρότους των αεροπλάνων.
Η λύση του πάζλ βρίσκετε στο μείγμα
του άσπρου, του μαύρου και του κίτρινου χρώματος.
Δέστε τα χέρια για να μείνει άδυτος ο ήλιος
να φωτίζει τους δρόμους σας και τα σκότη.
Ακουμπήστε στο θείο μήνυμα της αγάπης.
Το φως και η αγάπη είναι η ζωή
το σκοτάδι και το μίσος αδιέξοδος.»

ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ

Μερόνυχτα περνούν κάτω από τις ζεστές φτερούγες,
ωσότου ήρθε το ξημέρωμα, που ανοίγω τα φτερά μου,
ελεύθερος να αφεθώ μέσα στους δρόμους της ζωής.
Φυσάει μαΐστρο δροσερό, ροδίζει η αυγή,
λάμπει ο ήλιος κι έδειξε την καθαρή ημέρα,
ομίχλη πέφτει, σκοτεινιά, χάνονται οι ηλιαχτίδες,
ουρλιάζουν οι λύκοι και σκορπούν φόβο και ανησυχία,
πολλά τα τιτιβίσματα στο δρόμο της ζωής.
Αβέβαια τα βήματα μου δυσκολεύουν τη διαδρομή,
αλλά με σκέψη και με κρίση το δρόμο αυτό θα συνεχίσω.
Σε κάθε σταυροδρόμι όπου θα βρεθώ,
την Αρετή θα έχω οδηγό
και πάντα θα έχω στο μυαλό το θείο νόμο το σοφό:
«Αγάπη είναι το παν.»
Πανάρχαιες αξίες, ηθικές, ιδέες πανανθρώπινες, ειρηνικές
άστρο μου θα είναι φωτεινό, στο δρόμο αυτό το σκοτεινό.
Στο τέρμα του να φτάσω δίχως την καταφρόνια,
την κατακραυγή, το μίσος των συνοδοιπόρων
κι άξιος αγωνιστής μες στη ζωή το νήμα για να κόψω.
Στεφάνι επάθλού στον τερματισμό,
μέσα στα χρώματα του δειλινού,
η αγάπη των συνοδοιπόρων .

ΖΩΟΓΟΝΕ, ΗΛΙΕ ΜΑΣ

Ήλιε, που αργοξυπνάς απ’ της ανατολής τα μέρη,
άπλετο φως και ζεστασιά ζωής
εσύ πάντα απλόχερα μας προσφέρεις.
Τα χάδια σου τα τρυφερά γλυκοξυπνούν την πλάση,
ευχαριστίες για να πει στο Δημιουργό των όλων.
Με τιτιβισμούς, κελαηδισμούς, φιγούρες των ανθέων,
η πλάση σε υποδέχεται ως μαχητή του σκότους.
Στο φως σου, που σφύζει από ζωή,
χορεύουν ερωτοτροπώντας πεταλούδες,
μέλισσες βουίζοντας γλυκοφιλούν τα άνθη.
Ανέμελα πουλιά πετούν στον ουρανό,
στα πράσινα λιβάδια τρέχουν ζώα,
άνθρωποι πηγαινοέρχονται σε δρόμους κι ακρογιάλια.
Όλη η πλάση πρόσχαρη βρίσκεται στο πόδι,
για να απολαύσει ό,τι μπορεί,
που, ήλιε, της προσφέρεις.
Ζωογόνε, ήλιε μας, που πας να βασιλέψεις,
σε αναμένουμε την αυγή, ελπίδες να μας δώσεις.

ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ

Αόρατα, ανοιξιάτικα μηνύματα την πλάση διεγείρουν.
Τιτιβίζουν τα πουλιά κι αναζητούν το ταίρι στη ζωή.
Των λουλουδιών τα χρώματα,
με τα μεθυστικά αρώματα
τα έντομα καλούν μες το χορό για τη ζωή.
Στο πανηγύρι της ζωής
αχόρταγο το βλέμμα μου περιπλανιέται …
ενώ μέσα μου χοροπηδούν πρωτόγονα ένστικτα ζωής,
που με οδηγούν στης πλάσης το ομορφότερο λουλούδι.
Το βλέμμα μου επίμονα την περιλούζει,
το παπαρουνί χρώμα του προσώπου της
ανέλπιδα μηνύματα μου στέλνει.
Σαν τον επίμονο σπουργίτη στο φράχτη
που ανοιγοκλείνει τα φτερά του
κι επίμονα τιτιβίζει διεκδικώντας μια θέση στη ζωή,
της άνοιξης μηνύματα τα χείλη μου της τιτιβίζουν.
Οι κελαηδισμοί των μηνυμάτων μας
απλώνονται μέσα στο πυρακτωμένο κορμί μας,
σαν τα πρωτοβρόχια στο ξερό τοπίο
κι αντηχούν στις φλέβες μας
ανεβάζοντας τον πόθο για ζωή.
Ο ανοιξιάτικος αέρας, με τα μηνύματα ζωής
μας φέρνει όλο και πιο κοντά,
μεθυσμένοι απ’ το άρωμα της νιότης μας
φτερουγίζουμε χέρι, χέρι πιασμένοι
στα αρώματα της ζωής.

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Η φύση όρια δεν έχει, – πατρίδα και θρησκεία –
Θείο δώρο, πανάκριβο, σε όλη την πλάση ανήκει.
Αμόλυντος, διαυγής και γαλανός ο ουρανός!
Ζωογόνες πνοές φτερουγίζουν στην πλάση.
Πράσινο, απέραντο το δάσος!
Πηγές χαράς, ζωής και κάλλους
αναβλύζουν στη διψασμένη φύση.
Αμόλυντη, γαλάζια η θάλασσα!
Δροσιά, ξεγνοιασιά στο ηλιοκαμένο καλοκαίρι,
με τα πλάσματά της υπαρκτά στα γυρίσματα του χρόνου.
Ο ήλιος – μια πύρινη σφαίρα –
όλη την πλάση φωτίζει, όλη την πλάση θερμαίνει.
Φλογοβόλο της να μη γίνει!
Το όζον ξεψυχίζοντας στο δήμιό του λέγει:
«Η φύση δεν ελέγχεται, τον κύκλο της θα κάνει,
τις αλυσίδες της μη σπας, τους κρίκους της θα χάσεις
και τότε θα συμβούν πολλά ενάντια σε σένα.
Ζήσε τα ζώα, τα φυτά, την πλάση όλη ζήσε,
δώσε δύναμη στα αδύναμα, θα νιώσεις τη χαρά της.
Τη σκέψη σου να έχεις οδηγό, στις ζωγραφιές που κάνεις,
τις πινελιές να σκέφτεσαι και τις ζωές του τόπου,
γιατί θα έρθουν χρώματα απροσδόκητα,
στη φύση που σχεδιάζεις.»

ΤΑΞΙΔΙ ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ

Φυσά μαΐστρο δροσερό στην πύρα του καλοκαιριού,
στον πεύκο της ακρογιαλιάς ταξίδι αρχίζει μακρινό.
Ταξίδι επιθυμιών με βάρκα την ελπίδα
επιθυμία της νιότης μου τον ισοϋψή τον κόσμο να γνωρίσω.
Δεν σκέφτομαι τα απαίσια τέρατα,
ούτε το θυμό του Ποσειδώνα.
Δεν τα χωράει η λογική, δεν τα ποθεί η ψυχή μου.
Με πρίμο αεράκι ταξιδεύοντας στο πέλαγος που σε μαγεύει,
συνάντησα του μύθου την κακιά, τη μάγισσα την Κίρκη.
Ποτάμια οι γνώσεις που με δίδαξε,
χριστιανική η φιλοξενία που μου προσέφερε,
το μίσος του ραβδιού της δεν το ένιωσα.
Στη νύφη Καλυψώ ένιωσα την ομορφιά της φύσης,
στους Λωτοφάγους τους αγνούς έκανα φίλους μου μελαχρινούς.
Στους Κίκονες τους πολεμοχαρείς,
τριγύρω απ’ την αχόρταγη φωτιά,
κάπνισα την πίπα της ειρήνης,
για τη φιλοξενία των Φαιάκων μιλήσαμε
και στην ειρήνη καταλήξαμε.
Την αφρισμένη θάλασσα που γνώσεις σε γεμίζει
με κρίσεις την προσπέρασα
και στις γλυκόφωνες Σειρήνες τα βάσανα φτερούγισαν
κι ελεύθερος ανέπνευσα αέρα αισιοδοξίας.
Α! μια πιτσιλιά της θάλασσας στον πεύκο μ’ έχει φέρει,
κι ο αέρας του συλλογισμού σε περιπλάνηση μ’ έχει βγάλει
στης στρόγγυλης της σφαίρας το λαό,
όπου αναπνέω και πατώ
και η πολυχρωμία τον χαρακτηρίζει.
Προβλήματά του συναντώ, όπου βρεθώ κι όπου σταθώ,
που όλα τις λύσεις τους γυρεύουν.
Λύσεις, που στις φουρτούνες δε βουλιάζουν,
μ’ εμβάθυνση και υιοθεσία του τρόπου ζωής και σκέψης
των κατοικούντων στο «Ταξίδι επιθυμιών» θα βρούμε
και στο ολάνοιχτο βιβλίο των ματιών μας,
όταν κατανοήσουμε τη γλώσσα του.
Αποβιβασμένοι από το πλοίο της επικυριαρχίας,
ενωμένοι και αισιόδοξοι, κάτω απ’ τα φτερά της αγάπης
ας ταξιδέψουμε με τον ελπιδοφόρο άνεμο
για να χτίσουμε έναν κόσμο
γεμάτο γνώσεις και ζωή, ειρηνικό και δίκαιο.

ΤΗΣ ΚΟΡΥΦΗΣ ΤΟ ΠΑΤΗΜΑ

Όμορφα, αγριωπά, δύσκολα, απάτητα βουνά
ατέλειωτες κορφές, των επιθυμιών μας κρίνα,
που μας γεμίζετε άρωμα και μαγικά ταξίδια
με γοργοτάξιδο καράβι χωρίς πανιά και κωπηλάτες
κι ευαγγελίζεστε χαρά, σ’ αυτόν που θα σας κόψει.
Οι δρόμοι σας οι ανηφορικοί και οι δύσβατοι
μονόδρομοι είναι γι’ αυτά τα ύψη,
αλλά ο ούριος αέρας, που φυσά, δροσίζει την ψυχή μας,
τα κελαηδήματα στις φυλλωσιές τα βήματά μας ελαφρύνουν,
για να ανεβούμε εκεί ψηλά στων αετών τα στέκια.
Αγώνα έχει η αναρρίχηση αλλά ο καρπός της μέλι,
γιατί στους δρόμους για την κορυφή
πρωτόγνωρα θα μάθεις, θα αντικρίσεις.
Κόσμους των βουνών θα ζήσεις,
καθώς στα ύψη σιγά-σιγά θα ανηφορίζεις
και στην κορυφή σαν φθάσεις
κι από εκεί τον κόσμο θα ατενίζεις,
τον αέρα της θα νιώσεις, που αυτή θα σου προσφέρει.

ΔΙΧΩΣ ΗΛΙΟ

Μαύρη καταχνιά και συννεφιά
τον ήλιο έχει κρύψει,
οι δρόμοι συσκοτίστηκαν
κι ένα μικρό πουλί φοβάται.
Φτεροκοπώντας με αναφιλητά
τρέχει στη μάνα του γοργά.
– Μάνα, δεν αντέχω αυτή τη συννεφιά,
δίχως ήλιο έχω μείνει πια.
– Ξεπεταρούδι είσαι στη ζωή
και δεν γνωρίζεις τα συμβάντα
των καιρών μας πάνω στη γη.
Αισιόδοξο να είσαι στη ζωή.
Η καταχνιά θα φύγει μακριά
και ο ήλιος πάλι θα φανεί
να σου ζεστάνει την ψυχή,
το δρόμο σου να συνεχίσεις.

ΑΓΑΠΗ – ΕΡΩΤΑΣ

Η αγάπη κρύβει δύναμη, ο έρωτας μεθύσι.
Η αγάπη είναι ξεχείλισμα ψυχής,
ανάσα για κάποιον άλλον,
δίδαγμα χριστιανικό με πρότυπο το Χριστό μας.
Λουλούδι είναι ο έρωτας, έλλειμμα στη ζω η μας,
συμπλήρωμα της άνοιξης, ολοκλήρωση δική μας.
Ο έρωτας είναι τρελός, οδηγητής της χρείας,
η χρεία τέχνες σοφίζεται,
γι’ αυτό και πρόσεξέ τον.
Ταξίδι έχει ο έρωτας με πρίμο αεράκι,
καράβι γοργοτάξιδο γεμάτο απολαύσεις.
Το λιμανάκι πρόσεξε, που πρόκειται να αράξεις,
το γυρισμό να σκέφτεσαι, για να το απολαύσεις.
Λιμάνια υπάρχουν αρκετά αντίκρυ στους ανέμους
και γυρισμοί που οδηγούν σε θύελλες με ανέμους.
Τα βέλη του είναι εύστοχα και προκαλούν τη μέθη,
μα ο θεός μας προστάτευσε και μας χάρισε τη σκέψη,
μια σκέψη που είναι κριτική κι απόρθητη στα βέλη.
Ο έρωτας είναι τρελός,
η αγάπη είναι θρησκεία,
η σκέψη είναι συσχετισμός,
στο περιβόλι της ζωής
μύριζε το άρωμα των λουλουδιών τους,
για να γυρίζεις ξακουστός μέσα στην κοινωνία.

ΟΙ ΣΦΗΚΕΣ

Οι σφήκες γυροφέρνουν κι όλους μας απειλούν,
σε στέκια είναι κρυμμένες απ’ όπου εξορμούν.
Με ζουζουνίσματα πετούν,
από λουλούδι σε λουλούδι τριγυρνούν,
το μυστικό που κουβαλούν να τους αφήσουν
και στη φωλιά τους σαν το μαχαραγιά να ζουν.
Η μια φέρνει την άλλη με κεντρίσματα πιο φαρμακερά,
το δηλητήριό τους δεν γιατρεύει έναν πόνο αληθινό,
με του ονείρου τα φτερά μας ταξιδεύει
σ’ έναν κόσμο παραμυθένιο, εξωπραγματικό,
όραμα μας πλάθει, που είναι απατηλό.
Ζήσε μακριά από τις σφήκες,
τσιμπούν και πόνο προκαλούν,
το δηλητήριό τους
όταν στις φλέβες μας κυλά,
το δέντρο της ζωής σιγά-σιγά μας πριονίζει
και στην πύλη του σκελετωμένου κοσαδόρου
με τον τρικέφαλο κέρβερο,
κωπηλατώντας αργά μας οδηγεί.
Οι σφήκες θα ’χεις καταλάβει,
στον κόσμο μας τι συμβολίζουν.
Με το κεντρί της γνώσης προσπαθώ
στην κρίση σου όλα επί τάπητος να τεθούν,
ώστε η λογική σου να ελέγχει τα βήματά σου στη ζωή
και υπεύθυνα και ελεύθερα το άρωμά της να διαλέγεις.

ΘΕΪΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ

Σε φύση ανοιξιάτικη με ήλιο και τρεχούμενα νερά
συνομιλεί ο άνθρωπος με το Δημιουργό του.
Πουλιά πετούν στον ουρανό με φτέρωμα ωραίο,
ζώα όμορφα και δυνατά βρίσκονται κοντά τους.
Μάγεμα η φύση γύρω του μυστήρια γεμάτη
γυμνό ένιωσε το σώμα του κι αδύναμος αισθάνθηκε.
Σηκώνοντας το βλέμμα του με ευσέβεια Του λέγει:
– Γιατί από μένα στέρησες τα θεϊκά χαρίσματα;
Θείο φως τον περιέλουσε και η φωνή του λέγει.
– Είσαι ο πρώτος μου εσύ και χάρισμα έχεις μέγα.
Το λογικό σου χάρισα, βασίλευε στην πλάση,
λύνε τους γόρδιους δεσμούς με σκέψη και με κρίση.
Αυτό να έχεις οδηγό σε κάθε απόφασή σου,
δύναμη, δόξα και τιμή τότε θα αποκτήσεις.
Αισθάνθηκε ο άνθρωπος τη δύναμη του δώρου,
προσκύνησε ευλαβικά δοξάζοντας τον Κτίστη.

ΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ

Ο ήλιος που ανατέλλει την αυγή τον κόσμο να αγκαλιάσει,
θα βρει και πάλι στη γωνιά ένα λουλούδι της αυγής.
Χέρια μικρά κι αδύναμα, κλαδιά ενός νεόφυτου πλατάνου,
τεντώνονται αδιάκοπα τον ήλιο για να συναντήσουν.
Παιδί του ανέμου, παρασυρμένο σαν το άχυρο στο αλώνι
σήμερα εδώ, αύριο εκεί:
– Ποια τύχη σε προσμένει;
– Ποιο χέρι σε έσπρωξε εδώ;
– Την εκμετάλλευση την ξέρεις;
Πλάτες μικρές και ανήμπορες για να σηκώσουν το σταυρό στο Γολγοθά.
Σε σένα ταιριάζουν τα πουλιά, μαζί τους για να τιτιβίζεις,
λουλούδια να είναι στα χέρια σου,
με άρωμα να μοσχοβολάει η αγκαλιά σου.
Είσαι μικρό κι ανήμπορο με τα φτερά σου να πετάξεις
να κελαηδήσεις στα κλαδιά με τ’ άλλα τα πουλιά
να παίξεις το κυνηγητό, κρυφτό στις φυλλωσιές.
Σε βλέπω πάντα να χαμογελάς
κι ένας φωτοστέφανος γεμίζει τη μορφή σου.
– Είσαι αγγέλου όραμα που όλα τα υποφέρεις
ή την αγγελική σου τη μορφή σκεπάζουν οι φτερούγες,
που δεν εκπέμπουν ζεστασιά, τα χάδια δε γνωρίζουν;
Τα ροζιασμένα πόδια σου στ’ αγκάθια δε ματώνουν,
μα την αγνή σου την ψυχή η αδικία την κακοφορμίζει,
ώστε το αίμα απ’ την πληγή τους λογικούς να βασανίζει.
Πού είστε νόμοι ανθρώπινοι, περήφανα διαγγελμένοι,
που ασπίδα θα γινόσαστε στ’ ανήλικα του κόσμου,
σαν του Φθινοπώρου μανιτάρια ξεφυτρώνουν,
τους δρόμους έχουν γεμίσει.
Συρτάρια, που τους έχετε, ανοίξτε για να φτερουγίσουν
με τα φτερά τους να σκεπάσουν τα λουλούδια όλων των δρόμων,
θα μαραθούν στη βαρυχειμωνιά και η άνοιξη δε θα τα προλάβει
να ζήσουν τα χρώματα, τις μυρουδιές,
τα κρίνα που θα τους προσφέρει.

ΚΡΙΣΗ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

Αηδόνι γλυκομίλητο, στις φυλλωσιές του δάσους,
που γλυκοτραγουδάς στα πλάσματα
με πλείστα φίλτρα λησμονιάς,
πέταξε και φλυάρησε στους άκριτους ανθρώπους,
και ξύπνησε την κρίση τους
απ ’της σπηλιάς τα μαύρα βάθη,
βαραίνει η πλάκα του σκοταδισμού,
που έχει οικοδομήσει,
τυλίγοντας και την ψυχή στο μαύρο πέπλο της ζωής
κι ανέραστους τους άφησε με της ζωής το γέλιο.
Οδήγησε τις σκέψεις τους στην ηρεμία του δάσους,
όπου η γαλήνη της σιωπής
βοηθάει την κρίση να μιλήσει
να ξαστερώσει ο ουρανός,
τους κεραυνούς να διώξουν
να ελευθερωθούν από την κόλαση
και αισιόδοξοι στο περιβόλι της ζωής να ζήσουν.
Να νιώσουν ότι στο φθαρτό,
η δυστυχία παραμονεύει,
όταν η κρίση έχει αφεθεί στο σπίτι των ανέμων.
Μετά ανοίξτε τα φτερά κι ελεύθερα πετάξτε,
μαζί να κελαηδήσετε στης γης το περιβόλι
να ξαναγεννηθούν μες στη ζωή
να ζήσουν τις αλήθειες
να μάθουν πως στ’ αδιέξοδα,
η κρίση
είναι το κλειδί του παραδείσου.

Ο ΑΕΡΑΣ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ

Δυο ισχυροί της φύσης, ο αέρας και ο ήλιος,
φιλονικώντας για τη δύναμη
που ο καθένας τους ορίζει,
κατέληξαν σε διαμάχη.
Τα λόγια που ξεστόμιζαν, σαν πειστήρια δεν αρκούσαν,
γι’ αυτό και αποφάσισαν οι πράξεις να αποδείξουν
τη δύναμη του καθενός τους.
Όλες τις δυνάμεις τους στον άνθρωπο θα ρίξουν,
ώστε να πεισθεί το παλτό του για να βγάλει.
Φύσηξε ο αέρας, οργίστηκε,
μανιασμένος ξαναφύσησε,
ο άνθρωπος πείσμωσε και κούμπωσε το παλτό του.
Ο ήλιος εμφανίστηκε, αγάπης χαμόγελο άπλωσε,
χάιδεψε τον άνθρωπο με το ζεστό του χνότο.
Ένιωσε ο άνθρωπος τη ζεστασιά του ήλιου
και το παλτό του έριξε στης φύσης τα λουλούδια.
Ο ήλιος βγήκε νικητής.
Η αγάπη κέρδισε το μίσος,
γιατί πάει με το καλό, εμπιστοσύνη μας γεμίζει
κρίνοντας ελεύθερα το σωστό ν’ αποδεχτούμε.
Το μίσος και η οργή διώχνουν μακριά το δίκαιο,
αποτέλεσμα δεν έχουν και τις σχέσεις καταστρέφουν.
Πρότυπό μας στη ζωή το χαμόγελο του ήλιου
ν’ αντικρούομε τη συμφορά, που το μίσος προοιωνίζει.
Είναι όπλο σιγουριάς, κρίσεων, δικαιοσύνης,
συμμαχίας, συνεργασίας
μες στην κοινωνία την πολυεθνική, που ζούμε.

ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ

Πού είναι το πρόσωπο το γελαστό,
που έλαμπε από ευτυχία;
Γιατί ο ήλιος έδυσε και σκόρπισε σκοτάδι;
Πού είναι ο βράχος του γιαλού,
που έσπαζε το κύμα
κι αντίκριζε το πέλαγος πάντα με αισιοδοξία;
Στο πρώτο παραπάτημα εγκατέλειψες το κάρο!
Κράτα τα ηνία του γερά και φέρ’ το μες στο δρόμο.
Θάρρεψε κι αγρίεψε τ’ άλογα, που έχεις,
οδήγησέ τα, εκεί που θέλεις,
με σκέψη και με κρίση
Πίστευε πως το μέλλον σου η αισιοδοξία το κτίζει,
με δύναμη που πηγάζει απ’ την ψυχή
και θέληση για αγώνα.
Ανθόσπαρτο ή αγκαθωτό εσύ το επιλέγεις.
Προσπέρασε τα εμπόδια της ζωής
με σκέψη και με κρίση,
ζήσε στο περιβόλι της, που έχει κι αγκάθια.
Απέφευγε τα αγκάθια της χωρίς να σε πονέσουν
και κόψε τα ροδοπέταλα μ’ ευωδιά να σε γεμίζουν.

ΑΠΡΟΣΜΕΝΟ

Εκεί που περίμενες ηλιόλουστη, ημέρα φωτισμένη,
ο ουρανός συννέφιασε κι έριξε χαλάζι.
Δε θέρισες ό,τι έσπειρες, τα χάλασε η μπόρα,
μια μπόρα που ήρθε ξαφνικά κι απρόσμενα μια μέρα.
Η σοδιά σου χάλασε, τα όνειρα έχουν μείνει,
οι κόποι σου απλήρωτοι χαμένοι να μην πάνε.
Το έδαφος που καλλιέργησες, μικρή φροντίδα θέλει,
ρίξε σπορά και σπείρε αυτό, προσπάθησε και πάλι.
Να εύχεσαι η μέρα της σοδειάς ηλιόλουστη να είναι,
για να χαρείς τους κόπους σου
και τη σοδειά να συγκεντρώσεις.

ΖΗΣΕ

Η ζωή είναι αγώνες, χαρές και λύπες,
είναι εμπειρίες, γνώσεις και γνώσεις,
ένας ατελείωτος δρόμος.
Δρόμοι υπάρχουν αρκετοί, που οδηγούν στο μέλλον,
της αρετής είναι τραχύς, μα σιγουριά σου δίνει.
Μη βιάζεσαι, μην τρέχεις, απόλαυσε ό,τι έχεις,
κάθε κομμάτι της ζωής έχει και τα δικά του.
Πηδήματα δεν κάνει η ζωή και πίσω δε γυρίζει.
Ταξίδεψε με το καράβι της, ζήσε τις τρικυμίες,
διδάξου από τα λάθη σου και πρόσεξε τους φάρους.
Πολέμησε το άδικο και δίκαια να ζεις,
δημοκρατίας πρότυπο να είναι η ζωή σου.

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Νερό του καταρράχτη,
αφρισμένε παραλογισμέ,
στο διάβα σου σαν το σβηστήρι
θέλεις να μας εξαφανίσεις,
εμπόδιο μας νιώθει
η αχαλίνωτη ροή σου.
Μα είμαστε βράχοι του γιαλού
στο άγριο κύμα αντρειωμένοι
και η άδικη ορμή σου γίνετε
αντίσταση μεγάλη,
για δίκαιο και φως που ακτινοβολεί
ο ήλιος στον καθένα,
έως έρθει το γλυκοχάραμα
και ο ήλιος μας τα προσφέρει..
Μα αν το γλυκοχάραμα
αργήσει να φανεί
και η άνομη ορμή σου,
σφυροκοπώντας μας από παντού,
βότσαλο μας κάνει στο γιαλό,
σ’ εσένα θα αντιστεκόμαστε,
γιατί ακόμα θα υπάρχουμε.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ

Μη φοβάσαι τη σύγκριση, μην υπολογίζεις την κρίση,
το πνεύμα σου ελευθέρωσε, εκφράσου και πρωτοτύπησε.
Δημιουργία και κρίση δεν πάνε αυτά μαζί,
δημιούργησε αυτά που θέλεις, μετά θα έρθει η κριτική.
Ο δημιουργός θέλει ερέθισμα κι αυθόρμητα να εκφραστεί,
τη λογική ν’ απαρνηθεί και πάντα να πρωτοτυπεί.
Ταλέντα υπάρχουν αρκετά, αλλά η λογική τα πνίγει,
η σύγκριση τα καταπατά, αυτή τα φοβερίζει.
Τη φαντασία αποδέσμευσε
στα μονοπάτια της να σ’ οδηγήσει,
το χαλινό της μην κρατάς, ζωγράφισε μαζί της.
Τη σκέψη σου ελευθέρωσε να γράψει αυτά που θέλει,
έργα θα φτιάξει πρότυπα κι εφεύρεση θα φέρει
Η δημιουργία είναι ορόσημο, είναι ηλιαχτίδα,
που κάποτε θα λάμψει δυνατά, θα δείξει την αξία.

ΟΛΟΤΗΤΑ

Ολότητα, ενιαία και αδιαίρετη,
με πνεύμα, ψυχή και σώμα ο άνθρωπος δημιουργήθηκε
και η ολότητα μας κρίνει.
Η λάμψη από το σώμα μας αχτίδες δεν εκπέμπει,
όταν το πνεύμα έχει αφεθεί μες στα βαθιά σκοτάδια
και της ψυχής ο άνεμος ανεμοθύελλα σηκώνει.
Ο χρόνος στον καθένα μας
γλύπτης και ζωγράφος μας θα γίνει,
με σμιλεύματα και χρώματα
διάφορες μορφές μας δίνει
αφήνοντάς μας τριαντάφυλλα χωρίς το άρωμά μας.
Η αρμονική ανάπτυξη της όλης ύπαρξής μας,
ακτινοβολία διαχρονική το πρόσωπό μας θα φωτίζει.
Τον οίστρο της ψυχής σου έλεγξε,
το πνεύμα καλλιέργησε,
το σώμα καλλιγράμμησε,
ήλιος για να φωτίζεις.
Χτίζε με τα προσόντα σου την όλη ύπαρξή σου,
για να εκπέμπεις πάντα φως και στα βαθιά σκοτάδια.
Όταν τη λάμψη της ζωής ο χρόνος θα την παίρνει,
να φέγγει την ολότητα το ψυχικό το φως σου.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΑΤΗΜΑ

Η σκάλα που αποφάσισες ψηλά για να ανέβεις,
είναι ψηλή και πρόσεξε, εμπόδια θα συναντήσεις.
Τα σκαλοπάτια της πολλά μη βιάζεσαι να ανέβεις,
η κούραση στα πόδια σου εμπόδιο θα σου γίνει.
Το πρώτο σου το πάτημα να είναι γερό και στέρεο,
τα πόδια που πατούν γερά, ελπίδες σε γεμίζουν.
Το δεύτερο μη φοβηθείς, δύσκολο είναι το πρώτο,
το τρίτο και το τέταρτο θ’ ανέβεις με άλλο θάρρος.
Ανέβαινε και πίστευε, πως γρήγορα θα φτάσεις,
στο πιο ψηλό της το σκαλί που θέλεις να ανέβεις.
Όταν θα ανέβεις στα ψηλά, θα νιώσεις την αξία,
γι’ αυτή σου την προσπάθεια που στόχο έχεις βάλει.

Η ΠΛΑΝΗ

Σε θάλασσα μαγευτική, άγνωστη, ομιχλώδη
ταξιδεύοντας ανήσυχος, ψάχνω γι’ αγκυροβόλι.
Στο βάθος του ορίζοντα νησάκι αρμενίζει
ελπιδοφόρο μήνυμα στη μέση του πελάγους.
Άνεμος ούριος, που φυσά, ελπίδες με γεμίζει.
Πλησιάζω και μαγεύομαι απ’ την εξωτική του θέα.
Μουσικές που έρχονται από παντού,
μαγεύουν την ψυχή μου…
μα άρπας αόρατης η μουσική
μου φέρνει στο μυαλό μου,
την πλάνη που σχημάτισαν στον Οδυσσέα οι Σειρήνες
και ήθελαν να τον κρατούν παντοτινά δικό τους.
Ως Οδυσσέας άλλοτε δεμένος απ’ τη σκέψη
δεν στέκομαι στη θέα του, ψάχνω για αγκυροβόλι.
Η θάλασσα είναι πολυπρόσωπη, δεν ξέρεις τι θα φέρει,
τα λάθη μας δε συγχωρεί, σε περιπλάνηση μας βάζει.
Αφήνω αυτά τα θέλγητρα που η τρικυμία τα σβήνει,
βάζω πλώρη γι’ αλλού, άλλου να πάω ν’ αράξω.
Να βρω λιμάνι απάνεμο να δέσω το άρμενο μου,
να μου χαρίζει σιγουριά στης θάλασσας τα κύματα.

ΞΥΠΝΗΜΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΝ

Σαν φύσημα αέρα ήρθα κοντά σου απόψε,
ανέκφραστη και υπαρκτή, μητέρα Ελευθερία,
για να σου πω τις σκέψεις μου,
που την ψυχή μου βασανίζουν.
Άρπας αόρατης η μουσική μου γέννησε τις σκέψεις
που φτερουγίζοντας στο νου
μου έδειξαν -στης ιστορίας τον καθρέφτη- τις ουλές,
που τα σημάδια τους δεν έχουν σβήσει
κι εμπόδιο μας στέκονται στο δρόμο της ζωής.
Με λάμψεις απ’ το παρελθόν
με θάρρεψες και φώναξα να ανοίξεις τα φτερά σου
κι όπου περνάς και όπου πατάς
στις σκέψεις να κραυγάζεις,
για να ξυπνήσεις απ’ το όνειρο,
όσους τις ψυχές τους έχει συνεπάρει
να δουν τον κόσμο αλλιώτικα να ζήσουν τις αλήθειες.
Τα αρπαχτικά πουλιά στον ουρανό
κύκλους περίσσιους κάνουν
μήπως περιμένουν τη στιγμή επάνω μας να ορμήσουν;
Αδιάφοροι και ανεύθυνοι δεν ταιριάζουν στην Ελλάδα,
θύμισε σ’ αυτούς το παρελθόν, ανατριχίλα να τους έρθει.
Όταν θα δεις τον κόσμο σου άγρυπνο,
συνειδητοποιημένο,
οδήγησέ τον στη ζωή, στο δρόμο της προόδου.
Έχε τα μάτια ανοιχτά και πάντα να θυμάσαι,
είσαι ο ήλιος μας εσύ, στα σκοτεινά μη μας αφήνεις.

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ

Καράβι ταξιδεύει με ολάνοιχτα πανιά,
τ’ αμπάρια έχει γεμάτα με αθάνατη σοδειά.
Σαν του Προμηθέα τα σπλάχνα έχει το σκαρί
και αχάλαστο ξεπηδάει μέσα από τους καιρούς.
Τις συμπληγάδες πέρασε κι ένιωσε το σκοτάδι,
που απλώθηκε και γέμισε τ’ αγέραστο σκαρί του.
Αετούς έχει για ναύτες του
με χέρια ροζιασμένα από τα σκοινιά
και πρόσωπα αρμυροψημένα και ηλιοκαμένα.
Σαν βράχοι αντιστέκονται στου ανέμου τα χτυπήματα,
στις θύελλες του θυμωμένου Ποσειδώνα
και με καραβοκύρηδες σαν το στοχαστή Οδυσσέα,
που ποθούν να βλέπουν τους καπνούς από τα τζάκι τους,
διώχνοντας απ’ ανάμεσά τους τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη,
το έκαναν γοργοτάξιδο με το φλάμπουρό του υψωμένο,
που έχει το χρώμα τ’ ουρανού,
της αφρισμένης θάλασσας
και το σταυρό να μαρτυρεί την πίστη των ναυτών του.
Καλόδεχτο σκορπάει πραμάτεια στους λαούς
και φέρνει στα σκοτάδια το φως που κουβαλάει,
για να φωτίσει το χορό, που άρχισαν πολλοί,
πιασμένοι χέρι-χέρι να ζώσουν όλη τη γη.
Αθάνατο θα μείνει, για ότι κουβαλάει
κι οι χρόνοι αν το σημάδεψαν,
διαχρονικό θα ταξιδεύει σε γη και ουρανό.

ΑΝΘΟΣ ΑΝΘΕΩΝ

Άνθος είναι ευωδιαστό στον κόσμο το δικό του,
βλαστάρι είναι τρυφερό στο δρόμο της ανόδου.
Χαρίσματα έχει ατομικά, που προσοχή προσμένουν,
δυνάμεις κρύβει μέσα του, που ξύπνημα γυρεύουν,
καραβοκύρης να γίνει στη ζωή,
στης θάλασσας το κύμα.
Φωλιά ποθεί με πούπουλα, που ζεστασιά σκορπάει,
έως έρθει το ξημέρωμα κι ανοίξει τα φτερά του,
ελεύθερο να αφεθεί στις φύσης τα μονοπάτια.
Φως θέλει στο δρόμο του από γνώσεις στυλοβάτες,
τις πλάκες να του δώσουμε των δέκα εντολών,
για ν’ αποφεύγει τους γκρεμούς, τ’ αρπαχτικά της φύσης
κι αγαπητός να περπατάει στους δρόμους της ζωής.
Το χαλινό ν’ αφήσουμε οι κανόνες να το οδηγούν,
ελεύθερο και υπεύθυνο να νιώσει στα βήματά του,
δημοκρατίας πρότυπο να γίνει η ζωή του.
Την κρίση να του αναπτύξουμε και θα μας ευγνωμονεί,
γι’ αυτά που του προσφέραμε
κι αυτά που του προσφέρουμε.

ΑΧΝΟΦΕΓΓΕΙ

Βυθισμένος στα μονοπάτια της σκέψης
αφήνω μια πεταλούδα να πετάξει από τα στήθη,
που σαν της θάλασσας το κύμα ποτέ δεν ησυχάζουν.
Σηκώνοντας το κεφάλι, που υποκλίνεται μόνο στο θεό,
αναδύομαι στο τρικυμισμένο πέλαγος.
Το κύμα ατάραχο ζητάει επιμόνως τον κόπο της γης.
Τραμπαλίζουν οι βάρκες, χορεύουν οι ψαράδες
στη μουσική των κυμάτων.
Ο ήλιος αχνοφέγγει, μονομάχος με τα σύννεφα παλεύει.
Της άνοιξης τον ερχομό ένας κούκος δεν τον φέρνει.
Από τα βάθη της ψυχής, με οδηγό την σκέψη,
στο στόμα αστράφτει η φωνή και συγχορδία έχει γίνει.
«Σύννεφα και καταχνιά, της γης φαινόμενα αβάσταχτα
τον ήλιο μας κρύβετε, τυφλούς μας οδηγείτε,
τον ιδρώτα μας στύβετε, γυμνούς μας κρατάτε.»
Η φωνή αντήχησε στης γης τους αδικημένους,
σμήνος έχουν γίνει ορατό με σθένος για αγώνα,
απλώνονται δυναμικά τρομάζοντας το άδικο,
σκορπίζουν τα συνθήματα με αλήθειες περιχυμένα:
«Υψωθείτε αντρειωμένοι πύργοι στηθών,
που στο αίμα σας λαρυγγίζουν οι εσωτερικοί άνεμοι
και τις τύχες σας καθορίζουν,
γίνετε ανεμοστρόβιλος και θύελλα
να διώξουμε την ομίχλη, ο ήλιος να λάμψει.
Σηκώστε γροθιές ενωμένες,
σπάσετε τους πάγους της βαρυχειμωνιάς
για να νιώσουμε τη ζεστασιά σ’ αυτό το περιβόλι
να φέρουμε μια άνοιξη με άνθη για όλους,
αγάπης λουλούδια ο κόσμος ν’ αλλάζει.
Το περιβόλι να φτιάξουμε γεμάτο ομορφιές
κι όλοι αδιακρίτως να γεύονται της φύσης τα δώρα.
Άδυτο να έχουμε τον ήλιο, μπροστάρη,
αδέρφια να ζήσουμε στων αστεριών τον κύκλο.»

 

ΘΕΜΙΣ

Πρώτη έκδοση: 2009
Πέμπτη ποιητική συλλογή.

ISBN: 978-960-931058-1

Copyright: Γιάννης Β. Τάτσης
Φιλιππιάδας 36, Ιωάννινα
Τ.Κ. 45332 Ιωάννινα
Τηλέφωνο: 26510 43532

E-mail: iotatsis@sch.gr.

Πρόλογος

Η δυναμική και ο αέρας της ποίησης ανεβάζοντάς με σαν αερόστατο στο γαλάζιο, ροδίζουν τον ηθικό μου ορίζοντα και μου δίνουν θάρρος και δύναμη να εκφράσω με ποιητικά λόγια και ποιητικές εικόνες τις διαστάσεις του θαύματος της πλάσης, που δημιουργήθηκε στη γη.
Σ’ όλο αυτό το οικοδόμημα, που εξελίχτηκε μέσω των αιώνων, κυρίαρχη ύπαρξη και ρυθμιστής αναδείχθηκε ο άνθρωπος, ο οποίος καταπατώντας πολλές φορές αξίες, στάσεις και νόμους για τη ζωή και το περιβάλλον αμαυρώνει την εικόνα της δημιουργίας.
Οι ποιητικές εικόνες και σκέψεις, όσο και να βγαίνουν μέσα από όνειρα και αισθήματα, δεν είναι μακριά απ’ την πραγματικότητα που όλοι μας θέλουμε να ζούμε και να βιώνουμε κάθε ημέρα.
Με την ποιητική γλώσσα και τα εκφραστικά μέσα προσπαθώ, είτε κοιτάζοντάς τη ζωή κατάματα, είτε μέσα από σύμβολα και αλληγορίες να χτυπήσω την πόρτα των συναισθημάτων σας και να αφυπνίσω τη συγκίνηση για το ωραίο, την αγάπη, το δίκαιο σε κάθε βήμα μας και να σας χαρίσω τα ποιητικά φτερά να ταξιδέψετε στο καθημερινό σας όνειρό.

Γιάννης Β. Τάτσης
Ιωάννινα 2009

Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ

Θαλασσοδαρμένος Άτλαντας ο τόπος μας
αντιστέκεται με πένες και σπαθιά
στις επιδρομές των ανέμων κατακτητών,
σηκώνοντας στους ηλιοφώτιστους ώμους του
την ακτινοβόλο σφαίρα του πολιτισμού μας.
Φάρος μαχητής
των σκοτεινών πανεριών του κόσμου,
μαγιά ζυμώματος του παγκόσμιου πολιτισμού,
για μια ζωή λαμπερό αστέρι
στους ανθόκηπους της λαϊκής βούλησης.
Ραχοκοκαλιά του η ανεμοδαρμένη Πίνδος,
παλάτι ολύμπιων θεών και ημιθέων
απλώνει χέρι σιγουριάς στα παιδιά του,
κολυμβητές στην αφρογάλανη Μεσόγειο,
πλάι στις γοργόνες που ρωτούν:
«Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος;».
Στη μικρή ειρηνοφόρα αγκαλιά του
με τη φήμη του άνεμο στους ορίζοντες,
με τις πέτρες του βουλιάζοντας στο χρόνο
ανοιχτό βιβλίο ιστορίας,
πανάρχαιοι καλλιεργητές του οι Έλληνες,
υπερασπίζοντάς τον με το κόκκινο δάκρυ
της καρδιάς των, ανεμίζουν στους αιθέρες
του θυμαριού και της ρίγανης
το γαλανόλευκο σύμβολο της ύπαρξής του
και υφαίνουν τη μακροχρόνια ιστορία του
καβάλα στα φτερωτά τους όνειρα,
με κουπιά τον πόθο ενός καλύτερου αύριου,
σαν δέντρα του δάσους,
σαν ναύτες σε καράβι εν πλω,
με κυβερνήτες της αρεσκείας τους.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΟΛΩΝ

Νύχτα ταξιδεύτρα στο φως του φεγγαριού,
αηδονοκελάηδητος ο αέρας της φωνής σου.
Πόσα μυστήρια κρυφά, δακροβρεγμένα όνειρα
το μαύρο σάλι σου σκεπάζει!
Αράχνες ανθρωπόμορφες
τυλίγουν στον αραχνοΰφαντο ιστό τους
αγνές ψυχές, μαρκαρισμένες στην ανέχεια,
που προδοθήκανε απ’ το άρωμα
του γυναικείου ανθού της νιότης
και καταλήξανε πραμάτεια φτηνή
στα σκλαβοπάζαρα της σύγχρονης ζωής.
Και ακούγεται το κέρμα του φιλάργυρου
στο ανήθικο, της απληστίας το τραπέζι
και ο πόνος της εκμετάλλευσης λυπητερός,
φωνή διαμαρτυρίας στην άναρχη κοινωνία.
-Δεν γεννήθηκα γι’ αυτή τη ζωή,
άλλα σχέδια είχα στο μυαλό μου
ένα σπίτι, μια οικογένεια, ένα τίμιο ψωμί.
Πικρό του μετανάστη το ψωμί
και κάθε γηγενή ανθρώπου
σε κοινωνίες που το άδικο χέρι,
φορώντας το μανδύα της τιμιότητας
σπρώχνει μία – μία αξίες και στάσεις ζωής,
σαν τις γυναίκες του Ζαλόγγου, στο γκρεμό.
Να σας θυμίσω την άναρχη κοινωνία
των απρόσωπων κουκουλοφόρων,
αργοσαλεύοντας τη φτερούγα του τρόμου,
πόσο αβέβαιη κάνουν τη ζωή,
να σας θυμίσω τα αφανισμένα παιδία
αρπαγμένα απ’ τα γεράκια της κοινωνίας
στο βωμό της εκμετάλλευσης,
να σας θυμίσω τον άμοιρο ναρκομανή,
που καθημερινά η κοινωνία τον καρφώνει
με βελόνες μαρτυρικού θανάτου.
Να σας θυμίσω…να σας θυμίσω…
Πόσος πόνος και απελπισία αιωρείται γύρω μας!
Στις δύσκολες στιγμές, σαν τα μικρά παιδιά
προστρέχουμε στον Πατέρα μας,
ας συλλογιστούμε το λόγο της αγάπης του,
όχι από θεολογική άποψη,
ίσως δεν σου ακούγεται καλά,
από προσφορά στον άνθρωπο και στην κοινωνία.
– Η ζωή θα είχε αυτή την εικόνα,
αν φώλιαζε μέσα μας ο λόγος του;
Όλοι παιδιά του είμαστε
και ο πόνος δεν έχει σύνορα και διακρίσεις.
Προχτές το άδικο χέρι
χτύπησε την πιο πέρα πόρτα,
κλείσαμε τα παντζούρια και δεν είδαμε τίποτε.
Χτες χτύπησε την πόρτα του γείτονα
δεν είδαμε και δεν ακούσαμε τίποτε.
Μήπως όταν χτυπήσει τη δική μας πόρτα,
νιώσουμε στην κραυγή αγωνίας μας,
πόσο μόνοι μείναμε;
Το άδικο πρέπει να χτυπιέται στη ρίζα του,
πριν γίνει δέντρο και μας σκιάσει.
Είναι υπόθεση όλων μας.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΙ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ

Μελωδικά και φλύαρα τ’ αηδόνια
αντιστέκονται στης νύχτας το νανούρισμα.
Με ανεπαίσθητους κυματισμούς
το ουράνιο καράβι του μεσονυκτίου
διασχίζοντας την καρδιά του Σκορπιού,
θαμπώνει τη λάμψη των διαμαντιών της νύχτας.
Μαγικά παιχνίδια της φύσης
ή το φως ξεγυμνώνει το ψέμα!
Καθισμένος στον καναπέ, σε στιγμές ηρεμίας,
με τον κινηματογραφικό φακό της μνήμης
ξαναβλέπω το θεατρικό της ημέρας.
Στο πλημμυρισμένο από φως αγάπης
βασίλειο των δίκαιων κριτών,
όπου τα άνθη πλέκονται στεφάνια ειρήνης
και το ρυάκι τρέχει κελαρύζοντας
χωρίς να διεκδικεί παραλογισμούς από τη γη,
οι χαρούμενες φωνές, χορδές μελωδικής άρπας,
αντηχούν στις χαράδρες των λογισμών
και ένα τόξο ευτυχίας των χειλιών
στέλνει μηνύματα αισιοδοξίας στη ζωή.
Στα μέρη όπου ο σπόρος του Καλού Σπορέα
αποδυναμώνεται από τα ζιζάνια
και ο ήλιος της δικαιοσύνης, όλο και βασιλεύει
στις τρικλοποδιές του ψεύδους
και στο άνομο της προδοσίας το φιλί
και λέξεις απελπισίας, σαν τις επίμονες ψιχάλες
της βροχής, απαιτούν την κοινωνική αλληλεγγύη
στα καλντερίμια της ανέχειας,
μια ανατριχίλα αυλακώνει το κορμί
στο αργοσάλεμα της μελανόμορφης φτερούγας.
Αστροφεγγιά απόψε, παντού διάχυτο φως,
τα δείχνει όλα πιο διαυγή.
Φωνάζοντας στου πηγαδιού τα χείλη
ο αντίλαλος των ήχων βγαίνει πιο καθαρός
τον αισθάνομαι, τον ακούω, με παρασέρνει
σ’ ένα μετέωρο βλέμμα καρφώνοντας το άπειρο.
Αδύναμο ων ο άνθρωπος, εύκολα τραμπαλίζεται
σαν το αρρίζωτο δέντρο, στον άνεμο του κέρδους,
σπρώχνοντας αξίες και νόμους στην άβυσσο.
Αστροφεγγιά, πολύ φως απόψε,
πολύ διαυγές το τρεχούμενο νερό των λογισμών.
– Ίσως, γιατί προέρχεται από τα βάθη του πηγαδιού. –
Οι άνθρωποι πολύ εύκολα παραπατούν,
ενώ αντικρίζουν το χείλος του γκρεμού.
Τους σπρώχνει η απόγνωση των τσαλαπατημένων
αξιών, αφαιρώντας τα ηνία της λογικής!
Τους σπρώχνει το άπληστο χέρι της άναρχης κοινωνίας,
αρπάζοντας την μπουκιά από το στόμα τους!
Φαύλος κύκλος σηκώνει ανεμοστρόβιλους.
Η Θέμις που εξαφανίστηκε; Σε ποιο ναό βρίσκεται;
Αφήνιασαν τ’ αχαλίνωτα άλογά της.
Θεέ μου, Θεέ μου,
φάρε προστασίας στα πελάγη της ζωής,
πόσο μακριά μας φέγγεις;
Κακές οι θάλασσες, άπληστη η σάρκα,
ακυβέρνητο καράβι ο άνθρωπος
χωρίς της λογικής το πηδάλιο,
παρασέρνει σε οδύσσειες τη ζωή.
Αστροφεγγιά απόψε, πολύ φως, διάχυτο παντού
μέσα από τους δρόμους των συλλογισμών
μου δείχνει αξιοθέατά της ζωής,
που συχνά όλοι πρέπει να επισκεπτόμαστε.
Το ξημέρωμα δεν ξέρουμε τι φέρνει.

ΧΑΡΑΜΑΔΕΣ

Σκοτεινές σκιές στους δρόμους της ζωής,
ορθώνοντας συμπληγάδες πέτρες
εμποδίζουν το κόψιμο τσαμπιών
απ’ τη ρώγα του κοινωνικού κλίματος.
Ταχυδακτυλουργοί της εποχής τους,
έχουν τον τρόπο τους οι αθεόφοβοι
να περνούν καμήλα σε βελόνι
και χωρίς την απώλεια ουραίου φτερού,
σαν άλλοτε αργοναύτες
απολαμβάνουν τα κοινωνικά εδέσματα,
αφήνοντας τις φωτεινές μέρες των συνοδοιπόρων
να ηλιοβασιλεύουν στο στήθος τους.
Άδικοι και σκληροί
πετροβολώντας τις φτερούγες των ονείρων
γεύονται σαν τους κουρσάρους της Καραϊβικής
τους καρπούς ξένων χωραφιών.
-Οι νόμοι;
-Θηρία που δαμάζονται,
αφήνοντας την ορμή των κυμάτων της απληστίας
και τους κεραυνούς των άναρχων πόθων
να δονούν τα αξιακά κτίρια της πολιτείας
και τη χίμαιρα διώκτη των αδικημένων
να δυναμώνει τη βουή αδικίας των σπλάχνων.
Στην άλλη όψη του νομίσματος, αετοί της ζωής,
λουλούδια που ευωδιάζουν αγάπη,
γυμνασμένοι στους στίβους της πολιτείας,
όχι αναλώσιμα πιάτα στο τραπέζι της,
όχι παθητικοί δέκτες του γίγνεσθαι,
με την ψυχή τους φουρτουνιασμένο καράβι
να ανεμοδέρνεται στα πελάγη της ζωής
και τους ανέμους της οργής και της πίκρας
να μη σβήνουν τη φλόγα της ελπίδας,
πιστοί στα ιδανικά,
αναμένοντας στην οδό δικαιοσύνης,
χτυπούν πόρτες συνειδήσεων
για τα πισώπλατα μαχαιρώματα της αδικίας
και καλούν τους συνοδοιπόρους της ζωής
σπρώχνοντας να ξεκολλήσουν απ’ τις λάσπες
το κάρο του ήλιου της δικαιοσύνης,
ώστε μέσα απ’ τις οροσειρές του χρόνου
να ανατείλει νέα αυγή στης κοινωνίας το περιβόλι,
όπου ο δίκαιος καιρός, ξάστερος και λαμπερός
γαληνεύοντας τις κακές θάλασσες,
που καλπάζουν αφηνιασμένες στους αφρούς
με τους μονόφθαλμους ναύτες του καραβιού,
να φωτίζει ισοϋψείς ανθρώπους
και να επιβληθεί στον κλειδούχο της κοινωνίας
να αλλάζει το συρμό της μοίρας των.
Διεκδικητές του τίμιου ιδρώτα
και των ονείρων στη ζωή, αγωνίζονται
υψώνοντας φωνή και πανό διαμαρτυρίας.

– Ως πότε οι χαραμάδες στη ζωή
θα καθορίζουν το φως των άστρων μας.

ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

Η μέρα συλλαβίζοντας το αλφαβητάρι
ξεθηλυκώνει τη μάσκα της νύχτας
και διαλευκαίνοντας τις κακοδαιμονίες
των σκιών, υποδέχεται τον άρχοντα του φωτός,
άρπαγα των ρόδων του κήπου της αυγής
και ακούραστο τοξοβόλο
των φωτεινών σαϊτιών της φαρέτρας του.
Ξεμυτίζοντας η λεπτομέρεια στον ορίζοντα
σαν ζωγράφος τονίζει τα κάλλη της φύσης.
Οι γλάροι από νωρίς ακροβατώντας
πάνω στα γαλήνια όνειρα του Ποσειδώνα
συνοδεύουν ψαροκάικα
διασχίζοντας την άσπρη χαίτη του νερού.
Γλύπτες μελωδικών ήχων τα πουλιά
στον άμβωνα της φύσης,
με ριπές στον ατρικύμιστο αέρα
καλημερίζουν το δημιουργό τους
πεταρίζοντας ως τα παραθυρόφυλλά του.
Βράχοι πελώριοι, σαν ρόδια σχισμένα,
δροσίζοντας τα πόδια τους, καθρεφτίζονται
στη μπουνάτσα της ακροθαλασσιάς,
χτυπώντας την οι φωτεινές σαΐτες
τους κρεμούν διαμαντικά
και στο σκιερό θόλο της βαθιανασαίνουσας
θαλασσοσπηλιάς στήνουν τρελό χορό
διώχνοντας μακριά τ’ αγριοπερίστερα.
Ανάταση ψυχής στην αγκαλιά της φύσης,
με το απαλό χάιδεμα της πρωινής αύρας
να βλεφαρίζει τα φύλλα των δέντρων,
κλέβοντάς κάθε συλλογισμό
σαν αερόστατο σε ανεβάζει στο γαλάζιο,
λιμάνι αναχώρησης αισιόδοξων ονείρων.
Αθέατος ο βιολιστής των δέντρων
παίρνοντας την παραγγελιά της ημέρας
ζεσταίνει από νωρίς το βιολί του.
Ημέρα ηλιόχαρη, καλοκαιρινή,
η πλάση μεθυσμένη αισθημάτων σε κίνηση.
Οι άνθρωποι τρέχουν βιαστικοί
να γεμίσουν το πανέρι τους
με τ’ ανθισμένα της νύχτας όνειρα.

ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΠΑΜΒΩΤΙΔΑΣ

Μέσα από το αραχνοΰφαντο,
λευκό πέπλο του υγρού τάφου
των μαρτυρικών γυναικών της Παμβώτιδας
προβάλλει σαν Αφροδίτη
το καταπράσινο νησί της λίμνης.
Ασπιδοφόρος τοξότης ο άρχοντας του φωτός
ξεθωριάζοντας το κροκάτο σεντόνι της αυγής
ξεδιαλύνει το θολό τοπίο.
Τώρα ταξιδεύει σαν καράβι εν πλω
διασχίζοντας τα νερά του μέλλοντος,
με σημαία το ιστορικό παρελθόν του
και επιβάτες τα πέτρινα κτίρια,
με τα γιγάντια πλατάνια και πεύκα
ξεναγοί της ιστορίας του.
Βιολιά του ανέμου οι νεροκαλαμιές
κρατούν ίσο στο κακάρισμα των υδροβίων
και το κράξιμο των βατράχων.
Απέναντι στη φημισμένη πόλη,
των γραμμάτων και των τεχνών,
των παραδόσεων και των θρύλων
το σύμβολο του Οθωμανισμού
μεταφέρει στης μνήμης τα γιγάντια φτερά
τον ακέφαλο Αλή πασά
και ανοίγοντας το βιβλίο της ιστορίας
ζωντανεύει μπροστά μας το παρελθόν του.

ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ

Φως εκτυφλωτικό, απόκοσμο
τ’ ανθρώπινο το σώμα καθαγίασες
κι αφήνοντας μια αχτίδα σου μικρή,
όση το μάτι να υποφέρει,
ζέστανες την κρύα του ψυχή.
Διαλύοντας τα σκότη της ζωής,
Ήλιε, αστείρευτη Πηγή Ζωής
το φως σου ανέτειλες στη γη
και απλόχερα την έστρωσες
με της αγάπης τα λουλούδια.
Ο λόγος σου σαν κεραυνός
στέλνει αισιόδοξα χελιδονίσματα
στην κάθε μέρα που ανατέλλει.
Με οράματα και θαύματα
πρόσκληση ανοιχτή μας έκανες
στον κόσμο του ουράνιου βασιλείου σου,
όπου ο ήλιος της αγάπης μένει άδυτος
φωτίζοντας της ύλης την ανυπαρξία,
που βασανίζει αδιάκοπα,
σαν μασκοφόρος δήμιος τη ζωή
του αιματοβαμμένου, γήινου βασιλείου.

ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΤΣΟΥΚΑΣ

Αιωρούμενοι στης Τσούκας το μπαλκόνι
απογειωνόμαστε με τους αγγέλους της Παναγίας
στην άγρια ομορφιά του φυσικού τοπίου.
Μελωδικό νανούρισμα σε άλλη αίσθηση
το αχολόγημα του φιδίσιου Αράχθου
σκαρφαλώνοντας τους γκρεμούς της χαράδρας
χτυπάει κατάστηθα τους αετούς,
που ακροβατούν καβάλα στον άνεμο.
Αόρατα κουδουνίσματα ζώων
απ’ τα σκιερά φρύδια των βράχων
κρατούν ίσο στη μελωδική αρμονία
του άγριου τοπίου, που ριγεί τη λογική.
Στο αντικρινό χείλος της χαράδρας
αετοφωλιές τα χωριά των Τζουμέρκων
αγναντεύουν μαζί μας τα χωριά του κάμπου
και την πόλη των παραδόσεων και των θρύλων,
των γραμμάτων και των τεχνών
βαθιά χωμένη στο αραχνοΰφαντο πούσι.
Άγρια ομορφιά, σε λιτό καμβά, σε εκστασιάζει
και συνεπαίρνοντας τη φαντασία
σε ανεβάζει σε άλλες διαστάσεις
με τις προσευχές στην Παναγία.

ΔΡΟΣΟΣΤΑΛΙΔΑ

Στης νιότης τον ανήφορο
δροσοσταλίδα στάλαξε
στ’ απάνεμα και ήρεμα νερά
της υπαρξιακής γαλήνης.
Άσπρισε το γαλανό το πέλαγος
και ψάχνω το λιμάνι.
Η διαμαντένια λάμψη της
σαν φάρος μες την καταιγίδα
μου φώτισε ακύμαντα νερά
και σαν τον ήλιο της ανατολής
ροδίζοντας τα πελάγη της ζωής,
σε μπουνάτσες και φουρτούνες,
ένιωσα αέρα ανακούφισης
κρατώντας μου το χέρι.

ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

Άχρωμο σκοτάδι της φραγής,
μάγε, της καθημερινής ζωής
αόρατα τα πάντα κάνεις
και στο άγνωστο τα πλάσματα,
άμοιρα, σε περιπλάνηση αφήνεις.
Ίδιο μαύρο και ακυβέρνητο
και της αγνωσίας το σκοτάδι
τους μελλοντικούς ορίζοντες σκιάζει
και όποιος στη σκιά του μένει,
μη βλέποντας της κρίσης του τα ίχνη
δεν ξέρει, που πατάει και που πηγαίνει.

Ήλιος, φως διαύγειας,
λαμπρότητα την κτίση λούζει
και όλα στην ομπρέλα του τα κρίνεις.
Ίδιο και το φως της γνώσης,
άδυτος ήλιος πάντα φωτίζει
και όποιος τα παραθυρόφυλλα ανοίγει,
φωτίζοντας της λογικής του το βιβλίο
με πλούσια δώρα
της κρίσης το έλατο στολίζει,
ώστε στους δρόμους της ζωής
της τύχης του τα βήματα
να μην τρέχουν ακυβέρνητα
και η μοίρα να τον ραίνει ροδοπέταλα.

ΑΛΛΟΙΩΣΗ ΕΝΝΟΙΩΝ

Με τα τόσα ψεύτικα φορέματα
που οι άνθρωποι ντύνουν τις λέξεις,
ξεριζώνουν τις έννοιές τους
και τις σκαλώνουν στα κλαδιά
του δέντρου της αμφιβολίας.

ΗΛΙΟΣ ΑΓΑΠΗΣ

Ήλιος αγάπης, καλοκαιρινός,
ροδίζοντας στο περιβόλι της ζωής
τα κρούσταλλα των πάγων μας εξαερώνει,
που σαν τσουλήθρα μας γλιστρούν
στους αγκαθένιους δρόμους.
Στον καταγάλανο ουρανό
σπαθίζοντας της άνοιξης το χελιδόνι,
άγγελος εξ ουρανού
ο δίκαιος ήλιος της αισιοδοξίας
προσφέροντας τον κρίνο στη ζωή,
με λουλούδια και βότανα για τις πληγές
θα γεμίζει τις αυλές μας
και ανθίζοντας σαν τις αμυγδαλιές
τα όνειρά μας στους δρόμους της ζωής,
με χρώματα χαράς και αρώματα
θα λούζουν τις ψυχές
και της ελπίδας οι γλυκοί καρποί
τα διψασμένα χείλη μας θα βάφουν.

ΖΩΗ ΜΟΥ Η ΖΩΗ ΣΟΥ

Στην φεγγαρόφωτη την κάμαρα
με του ονείρου σου το καράβι
πάλι θα ’ρθω απόψε
άγκυρα κοντά σου για να ρίξω,
ταράζοντας τα ήρεμα νερά σου.
Τραγούδι φλόγινο μες στην ψυχή
του πόθου σου η φλογέρα
τον πυροσβέστη χρόνο τον τρομάζει.
Σε κάθε φτερούγισμα του νου
η μνήμη σου την όψη μου κεντάει
και σαν μαγνήτης σε κρατάει
σ’ ένα χαμόγελό μου.
Κρυφοί δεν είναι οι λογισμοί
και δώσε μου το χέρι
πανί να σηκώσουμε στα όνειρα
να αράξουμε στο νησί μας
και πίνοντας απ’ της αγάπης την πηγή
να σβήσουμε του πόθου μας τη φλόγα
και της όψης σου το φεγγοβόλο άστρο
φως να πλημμυρίζει τη ζωή μου.

ΜΕΘΥΣΤΕ

Μεθύστε από ποίηση
το φως των λογισμών της να γευτούμε
και διαλογισμένοι στα μονοπάτια της
την πόρτα της αγάπης να διαβούμε.
Αδιέξοδος ο δρόμος της οργής
τον γέμισαν με αγκάθια που πονούν.
Μεθύστε από ποίηση
της μοναξιάς μας τα δεσμά να σπάσουν,
σε ελπιδοφόρα όνειρα μας ταξιδεύει
και τινάζοντας από πάνω μας
τη στάχτη του θλιμμένου φθινοπώρου,
τους ανθώνες της ψυχής μας μη σκεπάσει
σαν τα κίτρινα του φθινοπώρου φύλλα,
τονώνει την ξεθωριασμένη μας ψυχή,
χαρίζοντάς μας ένα ουράνιο τόξο,
ηλιόφωτη ακτίνα αισιοδοξίας
στις σκοτεινιές της κοινωνίας το δάσος.
Μεθύστε…
να μεθύσουμε τα νέα μας βλαστάρια
Ηρακλήδες στην κοινωνία ν’ ανδρωθούν
τους κόπρους του Αυγεία να ξεπλύνουν
και λούζοντας με αγάπης φως τη γη
τη δίκαια οδό να διανοίξουν,
όπου κάθε αστέρι του επίγειου ουρανού
θα λαμπιρίζει στο δρόμο της το φως του.

Η ΑΥΛΑΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Τα βλέφαρά μου ανοίγοντας
στο θόλο της ζωής,
διάσπαρτοι εδώ και εκεί,
λογής – λογής οι σκηνοθέτες
στήνουν την αυλαία της ζωής.
Δρόμοι γεμάτοι σήματα,
λουλούδια του κόκκινου και μπλε
για του ήλιου το φως και της ζωής
και κάπου – κάπου σύννεφα σκιές.
Άνθρωποι με αγγελικά χαμόγελα,
μια νότα αισιοδοξίας στη σκηνή,
σφίγγοντας παλάμες της αγάπης
προσφέρουν έναν κρίνο στη ζωή.
Πρόσωπα σκιές της ανομίας,
Ιούδες της σύγχρονης ζωής,
σαν τα ποντίκια αθόρυβα γλιστρούν
μες στο σκοτάδι της σιωπής.
Δάκρυα, βροχή του φθινοπώρου
στ’ άνυδρα τοπία της ζωής
και γέλια με χορούς και άσματα
στα πανηγύρια της ζωής.
Σκηνές με ανάμεικτα αισθήματα
σε ηθοποιούς και θεατές.
Πέφτοντας η αυλαία της ζωής
άγρυπνα τα μάτια της ψυχής
σκηνοθετούν τον κόσμο,
που ονειρεύομαι και θέλω
με της αγάπης το χαμόγελο,
δίκαιο δρομέα και σύντροφό μου
στο σύντομο ταξίδι της ζωής.

ΟΣΟ ΖΩ ΕΛΠΙΖΩ

Όσο απάνεμη και αν είναι η ζωή μας,
πάντα τα ήρεμα νερά της
μια πνοή ανέμου ανασαλεύει.
Είναι ο ελπιδοφόρος άνεμος,
που μας χαρίζει φτερά στο αύριο
και αναμένοντας ένα σπαθάτο
πέταγμα χελιδονιού
στο γαλάζιο, ανοιξιάτικο ουρανό,
δίνει νόημα στη ζωή μας.
Είναι η άσβεστη φλόγα,
που χοχλάζει τα όνειρά μας
και δώρα εκπλήξεων μας χαρίζει
στο γέλιο και στο θυμό.
Είναι το ανήσυχο ανθρώπινο πνεύμα,
έως ότου έρθει το ηλιοβασίλεμα
και το άρωμα της ύπαρξής μας
μεταφέρουν τα γιγάντια φτερά της μνήμης
χαρίζοντας στης κοινωνίας το περιβόλι
την αιώνια αίσθηση της ύπαρξης μας
ή το πέρασμα σαν μια ηλιαχτίδα
στο σκοτάδι της σιωπής.

ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ

Να και η Καθαρή Δευτέρα
ανοιξιάτικέ μου, κρύε αγέρα,
πάρε τους χαρταετούς σου
στο παιχνίδι του ουρανού.
Σκουλαρίκια, ουρά, κεφάλι
πινελιές μες στο γαλάζιο και
στο πράσινο χαρούμενες φωνές.
Παίξε, γέλασε μαζί τους,
ψήλωσε την ύπαρξή τους.
Σκλάβοι παιδικών ψυχών
αγωνίζονται στο άθλημα του ύψους,
φορεσιά πολύχρωμη ντυμένοι
την αναπνοή σου αναζητούν,
στο ελεύθερο το συννεφάκι
τον καημό τους να του πουν.