Το κείμενο σε pdf

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΕΚΦΩΝΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟ Κο ΣΩΤΗΡΗ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «Η ΜΝΗΜΕΙΑΚΗ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΛΟΚΡΙΔΟΣ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΝΕΩΤΕΡΕΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ» ,ΠΟΥ ΣΥΝΔΙΟΡΓΑΝΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΙΛΗΤΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΗΜΟ ΑMΦΙΣΣΗΣ [ΔΗΜΑΡΧΙΑ ΑΜΦΙΣΣΗΣ, 07.12.08]. ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΤΕΤΡΑΜΗΝΑ» ΤΟΥ 2009, ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ ΤΟΥ Κου ΔΡΟΣΟΥ ΚΡΑΒΑΡΤΟΓΙΑΝΟΥ

Copyright © Σωτήρης Γ.Ραπτόπουλος, «ΤΕΤΡΑΜΗΝΑ».

———————————————————

… «ΠΡΩΤΟΝ ΜΕΝ ΟΥΝ ΤΟΥΣ ΟΜΟΡΟΥΣ ΑΥΤΟΙΣ» …

Η θέση της αρχαίας Μεσσαπίας στην Οζολίδα Λοκρίδα

Σωτήρης Γ.Ραπτόπουλος

28.09.08

στον ? Νικόλαο Παππαδάκη

πρωτεργάτη της Λοκρικής Μνημειακής Τοπογραφίας

Ο Θουκυδίδης, στην αναφορά του στις πόλεις της Δυτικής Λοκρίδας που ?κατά την εκστρατεία του Ευρυλόχου? συνέπραξαν με τους Λακεδεμόνιους, αναφέρει πρώτους-πρώτους τους Αμφισσείς [που θα ήταν, από εκείνους ήδη τους χρόνους, οι ισχυρότεροι ανάμεσα στους ομοφύλους τους]. Ακολουθεί ο κατάλογος των πόλεων τις οποίες έπεισαν οι Αμφισσείς να παραδώσουν ομήρους στον Ευρύλοχο και να εξτρατεύσουν μαζί του: Αναφέρεται πρώτη η «όμορος» Μυωνία [Αγία Ευθυμία] ,η περιοχή της οποίας εθεωρείτο το δυσκολότερο πέρασμα.

Οι πόλεις που ακολουθούν την Μυωνία στον κατάλογο του Θουκυδίδη διακρίνονται σαφώς απ? αυτήν («πρώτον μεν ουν […] έπειτα […]») ?και παρατάσσονται μέχρι το τέλος της πρότασης συνδεόμενες απλώς με ένα «και»: Πρόκειται για την Ιπνία, την Μεσσαπία, την Τριτέα, το Χάλαιον, την Τολοφώνα, τους Ησσίους και την Οιάνθεια[1]. Ο λόγος για τον οποίον ο Θουκυδίδης διαχωρίζει την Μυωνία από τις υπόλοιπες πόλεις θα μπορούσε να είναι η σπουδαιότητα και το μέγεθός της: Πραγματικά, η Μυωνία παρουσιάζεται, μαζί με την Άμφισσα, ως η μία εκ των δύο όμορων πόλεων των Δελφών προς Δυσμάς _κατά τον 2ο αι.μ.Χ., την εποχή της αυτοκρατορικής διαιτησίας του Αβίδιου Νιγρίνου_ πράγμα που σημαίνει, δίχως άλλο, ότι είχε «απορροφήσει» τότε τα λιγότερο ισχυρά γειτονικά της πολίσματα.

Ένας άλλος λόγος θα μπορούσε να είναι η γεωγραφική θέση της Μυωνίας.

Η σημερινή Αγία Ευθυμία βρίσκεται στα Ν της Αμφίσσης ?από την οποία την χωρίζει (και με την οποία μοιράζεται) το υψίπεδο που ξεκινά από την θέση Πόρτες Σερνικακίου και καταλήγει στο εκκλησίδιο του Αγ. Κωνσταντίνου και στον εκεί ευρισκόμενο αρχαίο πύργο. Ως σημερινή κτηματική περιφέρεια ,κατέχει μέν εκτάσεις στην παράλια έκταση που διασχίζει η αμαξιτή οδός Ιτέας?Γαλαξιδίου _οι οποίες ,όμως, συνδέονται με την καθαυτό περιφέρειά της με μία λωρίδα γής [την περιοχή του Κακορρέματος] η οποία έχει μάλλον μικρό πλάτος -και δείχνει στον χάρτη ξεκομμένη από το χωριό. Δεν ισχύει το ίδιο, όμως, για το γειτονικό (της) Σερνικάκι (στα Α-ΝΑ της Αμφίσσης) ?στο οποίο υπάγεται η περιοχή περί την εκκλησία του Αγ. Πολυκάρπου και η παράλια ζώνη μεταξύ της Σκάλας Βωξιτών και της Αγκάλης (αμέσως προς Δ της Ιτέας). Η ζώνη αυτή ,στα ΝΑ του χωριού, είναι η φυσική γεωλογική απόληξη του υψίπεδου που ξεκινά από τις Πόρτες.

Η υπόθεση που κάνουμε είναι ότι ο Θουκυδίδης διαχωρίζει τις πόλεις από την Ιπνία ως την Οιάνθεια («..,έπειτα…») βάσει ενός γεωγραφικού κριτηρίου: Πρόκειται για πόλεις της Δυτικής Λοκρίδος που περιελάμβαναν κατά την εποχή του παράλιες εκτάσεις.

Ο Kiepert τοποθετούσε την Ιπνία στην θέση της σημερινής Βουνιχώρας. Βορειότερα την τοποθέτησε ο Lerat ?στην θέση της Καλοπετεινίτσας (αμφισβητώντας, παράλληλα, την απόδοση των ερειπίων αρχαίας πόλεως και κάστρου της Καλοπετεινίτσας στην Τριτέα)[2]. Εμείς έχουμε ήδη προτείνει μία ακόμη βορειότερη θέση για την αρχαία Ιπνία, την περιοχή του Σερνικακίου[3]. Προχωρήσαμε σ?αυτήν την πρόταση κυρίως εξ αιτίας της πρόσφατης ανακάλυψης του λαξευτού ρείθρου της οδού που ενώνει την περιοχή Πόρτες ,στα Δ του χωριού, με την περιοχή της Μυωνίας / Αγίας Ευθυμίας _δεδομένης και της ευθύνης που ανέλαβαν οι Ιπνείς με τους Μύωνες κατά τις αρχές του 2ου αι.π.Χ. να φυλάσσουν (εκτός από τις αποκλειστικά δικές τους περιοχές) και τα κοινά τους σύνορα «από κοινού»: Εάν ένα τμήμα του δικτύου των οδών την ύπαρξη των οποίων υπαινίσσεται η συνθήκη των αρχών του 2ου αι.π.Χ.[4] ,που ενώνει τις δύο πόλεις και εξυπηρετεί την φύλαξη των πόλεων, συνδέεται με την οδό αυτήν -που παρακάμπτει από τα ΒΑ τους μεγάλους βράχους στις Πόρτες Σερνικακίου, για να συναντήσει βορειότερα την σημερινή (αλλά και την αρχαία) οδό Αμφίσσης-Αγίας Ευθυμίας, τότε θα ήταν πολύ φυσικότερο να αποσυνδέσουμε την Ιπνία από την Καλοπετεινίτσα: Η Καλοπετεινίτσα βρίσκεται αμέσως στα ΝΑ της Αγίας Ευθυμίας ?και η μεταξύ τους επικοινωνία δεν απαιτεί ένα τέτοιο δίκτυο. Ακόμη, η περιοχή του Σερνικακίου βρίθει σπηλαίων που δίνουν από μακρυά την εικόνα καμίνων (αρκετά απ?αυτά βρίσκονται συγκεντρωμένα στην περιοχή Πόρτες) ?και ιπνός είναι ο φούρνος.

Ένας τρίτος λόγος να αποσυνδέσουμε την Ιπνία από την Καλοπετεινίτσα (την σημερινή Τριτ<αί>α) είναι το γεγονός ότι η Καλοπετεινίτσα βρίσκεται αμέσως προς τα ΝΑ της Αγίας Ευθυμίας: Στον κατάλογο του Θουκυδίδη ,μεταξύ της Ιπνίας και της Τριτέας μεσολαβεί η Μεσσαπία. Και οι τρείς αυτές πόλεις, κατά την υπόθεση που διατυπώσαμε, είναι παραλιακές πόλεις της Λοκρίδος ?η Ιπνία και η Μεσσαπία θα περιελάμβαναν ,επομένως, εκτάσεις στα Α της Αγίας Ευθυμίας / Μυωνίας, βορειοανατολικά της Καλοπετεινίτσας.

Πρόσφατα επιχειρήσαμε να ταυτίσουμε την Τριτέα με ολόκληρη την περιοχή που καλύπτουν τα σημερινά χωριά Καλοπετεινίτσα, Βουνιχώρα και Πέντε Όρια: Μία τέτοια ταύτιση θα συνδύαζε την άποψη του Lerat (που ήθελε την αρχαία Τριταία στα Πέντε Όρια) με την μετονομασία της Καλοπετεινίτσας σε Τριτ<αί>α (που έλαβε χώρα στα τέλη της δεκαετίας του 1940). Έτσι, θα ερμηνευόταν καλύτερα και η παρουσία των Αμφισσέων, Μυανέων (Αηθυμνιωτών), Φυσκέων(Μαλανδρινιωτών), Τολοφώνειων(Βιδαβιτών), Χαλειέων(Γαλαξειδιωτών) στα απελευθερωτικά ψηφίσματα των Δελφών όπου εμφανίζονται και οι Τριτείς[5] _αφού μόνον κατ?αυτόν τον τρόπο οι Τριτείς θα ήταν «όμοροι» όλων των παραπάνω πόλεων και οι επαφές και συγγένειές τους με όλους αυτούς τους γείτονες θα ήταν τόσο ανεπτυγμένες ,ώστε να παρουσιάζονται μαζί τους σε δημόσιες πράξεις. Έτσι, ακόμη, θα είχαμε μία ερμηνεία του λόγου για τον οποίο δόθηκε στην πόλιν αυτή η ονομασία Τριτέα: Συμπεριελάμβανε τρείς χωριστές κώμες ?τα Πέντε Όρια (με το μικρό κάστρο που κυττούσε ΝΑ στο Χάλαιον και ΝΔ στην Τολοφώνα), την Βουνιχώρα (που περιβάλλεται από αρχαίους πύργους ?ενώ, προς Ν του σημερινού χωριού, υπάρχει ένα σύμπλεγμα πέντε αρχαίων πηγαδιών, που θα εξυπηρετούσαν έναν μεγάλο πληθυσμό) και την Καλοπετεινίτσα (όπου θα βρισκόταν και ο μεγαλύτερος οικισμός ?ίχνη του οποίου βρίσκονται δίπλα και μέσα στο σημερινό χωριό? ενώ το κάστρο της με τον τριπλό περίβολο είναι το σημαντικότερο κάστρο μεταξύ Αμφίσσης και Γαλαξειδίου). Ο Πλίνιος, τον 1ο αι.μ.Χ., τοποθετεί τα όρια του Χάλαιου-Γαλαξειδίου προς Δ της Κίρρας[6] _πράγμα που σημαίνει ότι όλες οι παραλιακές πόλεις της «Ανατολικής ομάδος» της Δ Λοκρίδας είχαν περιέλθει ,τότε, στο Χάλαιον.

Φαίνεται, κατ?αυτόν τον τρόπο, να ολοκληρώνεται η εικόνα: Τόσο η Ιπνία-Σερνικάκι όσο και η Τριτέα (Καλοπετεινίτσα-Βουνιχώρα-Πέντε Όρια) κατείχαν ένα μέρος της παραλιακής ζώνης την οποία διασχίζει σήμερα η παραλιακή αμαξιτή οδός Ιτέας ? Γαλαξειδίου. Στην παραλιακή ζώνη μετά την Τολοφώνα-Βίδαβη βρίσκονταν οι Ήσσιοι (ο Lerat τούς τοποθετούσε στην ευρύτερη περιοχή της Ερατεινής΄ θα μπορούσαν να βρίσκονται αμέσως προς Δ της Κίσσελης, όπου πρόσφατα εντοπίσαμε θεμέλια αρχαίων οικοδομημάτων) _ ενώ η Οιάνθεια θα πρέπει (σύμφωνα και με τις νεώτερες έρευνες[7]) να τοποθετηθεί στην Γλύφα.

Μένει μία σημαντική εκκρεμότητα σ?αυτό το γεωγραφικό puzzle ?η εύρεση της θέσης της αρχαίας Μεσσαπίας.

Είδαμε ότι η σειρά με την οποία αναφέρεται η Μεσσαπία στον Θουκυδίδη είναι δεύτερη μετά την Ιπνία ?ενώ ακολουθεί ,τρίτη, η Τριτέα (σε μία διάταξη Βορρά προς Νότον και με δεδομένο ότι όλες αυτές οι πόλεις θα περιελάμβαναν παράλιες εκτάσεις). Εάν η Ιπνία βρίσκεται στην περιοχή του σημερινού Σερνικακίου και η Τριτέα ξεκινά από την θέση της σημερινής Καλοπετεινίτσας τότε η Μεσσαπία θα έπρεπε να βρίσκεται μεταξύ των δύο, σε κάποιον χώρο μικρό ?ανάμεσα στα ρέματα που εκβάλλουν στον Κρισσαϊκό κόλπο στην περιοχή της Καμνιώτισσας.

Ο Lerat συνοψίζει αυτά που γνωρίζουμε για την Μεσσαπία, πέρα από την αναφορά του Θουκυδίδη: Ένας Μεσσάπιος θησαυρούχος, εκπρόσωπος των Εσπερίων Λοκρών στην Αμφικτυονία, εμφανίζεται σε μία επιγραφή του 4ου αι.π.Χ. από τους Δελφούς: Πρόκειται ?εξαιρουμένων των Αμφισσέων- για τον μόνο Λοκρό που εμφανίζεται με το εθνικό του όνομα στα όργανα της Αμφικτυονίας κατά τον 4ο αι. ?πράγμα που έκανε τόσο τον Bauer όσο και τον Lerat να υποθέτουν ότι οι Μεσσάπιοι είχαν κάποια σχέση με τους Φυσκείς (το σημερινό Μαλανδρίνο, πρωτεύουσα των Δ Λοκρών από τον 4ο αι. και εξής) και την περιοχή του. Μια τέτοια τοποθέτηση των Μεσσαπίων ,όμως, θα έκανε το κείμενο του Θουκυδίδη και τις γεωγραφικές του παρατηρήσεις ακατανόητες. Όπως παρατηρεί πάλι ο Lerat ,οι Μεσσάπιοι εξαφανίζονται από τις πηγές μετά τον 4ο αι. ?μάλιστα, «σχεδόν μόνοι από όλους τους λαούς που αναφέρει <ο Θουκυδίδης> δεν εμφανίζονται σε καμμία δελφική επιγραφή του 2ου αι.π.Χ.»[8]. Γνωρίζουμε, βέβαια, από την επιγραφή της αυτοκρατορικής διαιτησίας του 2ου αι.μ.Χ. ότι η Μυωνία / Αγία Ευθυμία θα είχε απορροφήσει την περιοχή της Ιπνίας [πώς αλλιώς θα παρουσίαζε, μαζί με την Άμφισσα, σύνορα προς την Δελφική Επικράτεια]; Εδώ, όμως, έχουμε μία πρωϊμότερη εξαφάνιση ενός λαού ?κάποια στιγμή ανάμεσα στον 4ο και στον 2ο αι.π.Χ.? του οποίου η προγενέστερη θέση στο Λοκρικό Κοινό μόνον αμελητέα δεν ήταν, αφού παρείχε εκπροσώπους στα όργανα της Αμφικτυονίας δίπλα στους Αμφισσείς ?τους ισχυρότερους Λοκρούς.

Από όλη την διαπραγμάτευση που προηγήθηκε, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Μεσσαπία κατελάμβανε έναν χώρο μικρό ?αλλά σημαντικό για την άμυνα της «ανατολικής ομάδος» των Δ Λοκρών.

Αφού η κτηματική περιφέρεια ?και τα βοσκήματα των τσοπάνων- του Σερικακίου-Ιπνίας φθάνουν μέχρι την περιοχή Αγίου Πολυκάρπου ? Αγκάλης ,τότε η παράλια ζώνη της Μεσσαπίας θα έπρεπε να τοποθετηθεί νοτιώτερα, προς την Καμνιώτισσα. Στην περιοχή αυτή [και μεταξύ της σημερινής αμαξιτής οδού που συδέει την εθνική οδό Ιτέας-Γαλαξειδίου με την Τριταία _και των εκβολών του Κακορρέματος] οι Lerat και Rousset έχουν περιγράψει τα θεμέλια ενός παράκτιου πύργου των Ελληνιστικών χρόνων, που ελέγχει το πέρασμα προς την Τριταία-Καλοπετεινίτσα, αλλά και το πέρασμα προς Ιπνία, Μυωνία και Άμφισσα ?δια της κοιλάδας του Κακορρέματος[9]. Όπως είδαμε παραπάνω ,σήμερα η περιοχή αυτή αποτελεί τμήμα της κτηματικής περιφέρειας Αγίας Ευθυμίας ?δεν φαίνεται, όμως, να ίσχυε κάτι τέτοιο κατά τους χρόνους του Θουκυδίδη.

Την θέση αυτή επισκεφθήκαμε τέσσερεις φορές τα τελευταία χρόνια μαζί με τον Ιτιώτη φίλο Γιάννη Πιλάλα. Παρακινηθήκαμε από την αναφορά του Μελισσάρη σε «αρχαία οικοδομήματα» ,αλλά και από την περιγραφή του Lerat _ που εξακρίβωσε την ύπαρξη ενός αρχαίου πύργου -αλλά δεν είχε τον χρόνο να διαπιστώσει την αναφερθείσα σ?αυτόν ύπαρξη και «ενός άλλου πύργου» ,στα Δ του πρώτου[10].

Αρχικός μας στόχος ήταν να επισκευθούμε την ακριβή θέση του πύργου της Καμνιώτισσας ,στον οποίο αποδόθηκε μία λειτουργία φύλαξης των ακτών ΄ φαίνεται ότι ο Lerat και ο Rousset μιλούν για δύο διαφορετικά κτίρια: Η βάση του πύργου που επεσήμαναν οι Lerat και Chamoux ?διαστ. 7,30 χ 6 μέτρα? σώζεται ακόμη στην ίδια καλή κατάσταση _και ο Rousset περιγράφει πιθανώς κάποιο από τα όρια αγρών λίγο νοτιώτερα, στην τοιχοδομία των οποίων βρίσκονται εντοιχισμένοι λίθοι αρχαίων δόμων.

Οι αγροί που βρίσκονται στην ομαλή πλαγιά που εκτείνεται μεταξύ του δρόμου προς την Τριτέα-Καλοπετεινίτσα και το Κακόρρεμα φαίνεται ότι καλλιεργούνταν από την Αρχαιότητα: Αυτό το επιβεβαιώνουν τόσο η παρουσία αρχαίων ειργασμένων λίθων στα αναλήμματα των καλλιεργήσιμων αγρών (στο κέντρο των οποίων βρίσκεται ο πύργος της Καμνιώτισσας) ?όσο και η επιφανειακή διασπορά μεγάλων ποσοτήτων θραυσμάτων αμφορέων και χρηστικής κεραμικής. Ο πύργος της Καμνιώτισσας ,επομένως, έπαιζε και κάποιον ρόλο στον έλεγχο της γεωργικής παραγωγής. Ένας αρχαίος δρόμος, εν μέρει λαξευτός στον βράχο, που βαίνει παράλληλα με την αμαξιτή οδό προς Καλοπετεινίτσα, παρακάμπτει από Ν την ομαλή πλαγιά ,στρέφει στα ΒΔ και προσεγγίζει ένα βαθύπεδο που δεν είναι ορατό από την μεριά της θάλασσας: Ανάμεσα στις ρύμες δύο χειμάρρων, που απέχουν μεταξύ τους εικοσιεπτά (27) μέτρα και αποτελούν τις μόνες φυσικές διόδους από [και προς] το βαθύπεδο ?και επάνω σε έναν τειχισμένο με πολυγωνική τοιχοποιΐα πυργοειδή αναβαθμό, διαστ. 19,5(Α-Δ) χ 27(Β-Ν)μ.? εκτείνεται ένα οικοδομικό σύγκρότημα πέντε δωματίων. Σε αρκετά σημεία τα δωμάτια σώζουν την ανωδομή τους σε ύψος έως και τεσσάρων δόμων (η πτωχότερα διατηρημένη πλευρά του συνόλου είναι η δυτική-βορειοδυτική, όπου οι γραμμές των θεμελίων γίνονται δυσδιάκριτες μέσα στον πυκνό ερειπιώνα). Η τύπος της δόμησης είναι εκείνος της ψευδοϊσόδομης τοιχοποιϊας με εμβόλιμες άνισες επιφάνειες έδρασης ?και με χρήση μεγάλων τραπεζοειδών λίθων μαζί με τους ορθογώνιους: Η όψη των τοίχων, που παρουσιάζουν καλή μεταξύ τους αρμογή και ομαλές επιφάνειες, πλησιάζει την όψη εκείνων του πύργου της Κοκκοβίστας από την περιοχή της Μακρινής Τολοφώνος, ενός οικοδομήματος στρατιωτικού χαρακτήρα -που χρησίμευε ,σε καιρό ειρήνης, στην αποθήκευση της παραγωγής ενός κοντινού οικισμού[11]. Στην βάση της ομοιότητός του με τον πύργο της Κοκκοβίστας θα χρονολογούσα το συγκρότημα της Καμνιώτισσας (που, δίχως αμφιβολία, είναι ο «πύργος» για τον οποίον μίλησαν στον Lerat) στα τέλη του 4ου αι.π.Χ.

Τα δύο νοτιώτερα δωμάτια έχουν διαστάσεις περίπου 6 χ 7 μ. (κάθε ένα τους είναι, λοιπόν, ισομέγεθες με τον πύργο της Καμνιώτισσας) -ενώ τα τρία βορειότερα, περίπου 6 χ 6 μ. (βλ. σχέδιο 1). Τα ίχνη αναδιατεταγμένης τοιχοποιϊας στο ΒΑ δωμάτιο ,πέρα απ?το γεγονός ότι γενούν την υποψία ότι το δωμάτιο αυτό είναι υστερότερης κατασκευής από υπόλοιπο συγκρότημα (τα τέσσερα άλλα δωμάτια δημιουργούν έναν χώρο περίπου τετράγωνης κάτοψης, διαστάσεων περ. 12 χ 13 μ.), δείχνουν ότι το σύνολο του συγκροτήματος θα παρέμεινε σε χρήση για αρκετό καιρό μετά την κατασκευή του. Η ακανόνιστη πολυγωνική τοιχοδομία του πυργοειδούς αναβαθμού (η παρουσία του οποίου προσδίδει «μνημειακό» χαρακτήρα στο σύνολο) υποδηλώνει, ίσως, την ύπαρξη και οικοδομικής φάσης προγενέστερης εκείνης του ύστερου 4ου αι.π.Χ. (και εδώ, όμως, έχει τοποθετηθεί σε δεύτερη χρήση οικοδομικό υλικό που προέρχεται από την οικοδομική φάση του 4ου αι. ?ίσως κατά την διάρκεια επισκευών). Στο ΒΑ δωμάτιο διακρίνεται το άνοιγμα μίας θύρας (που κυττά στα Α, προς τον δρόμο που οδηγεί στο συγκρότητημα).

Θα έπρεπε να αναφέρουμε ότι ο Β όχτος του προς νότον χειμάρρου, μαζί με τον νότιο τομέα του πυργοειδούς αναβαθμού, έχουν διαμορφωθεί σε μικρότερους αναβαθμούς -με την χρήση κτιστών εγκάρσιων ζευγμάτων, που ακουμπούν στο κτιριακό συγκρότημα. Παρ?όλο που το βόρειο τμήμα του συγκροτήματος είναι πτωχότερης διατήρησης από το νότιο, διαπιστώνεται και εδώ η διευθέτηση της κοίτης του προς Β χειμάρρου με κτιστούς όχτους: Η κοίτη αυτή είναι η φυσική απόληξη του αρχαίου δρόμου που παρακάμπτει από Ν την ομαλή πλαγιά. Ακόμη, προς τα Α του πυργοειδούς αναβαθμού βρίσκονται και άλλα άνδηρα που υποστηρίζονται από αρχαία αναλήμματα ακανόνιστης τοιχοποιΐας, δίνοντας στο φυσικό ανάγλυφο μία αίσθηση πυραμιδοειδούς διαμόρφωσης ?η οποία κορυφώνεται στο κτιριακό συγκρότημα.

Η περιοχή βρίθει οστράκων χρηστικών αγγείων (αμφορέων, λοπάδων, μεγάλων πιθοειδών) ?ενώ το πλήθος των κεράμων από το εσωτερικό του ΒΑ δωματίου προέρχεται από την κατάρρευση της στέγης του. Πολλά όστρακα βρίσκονται και στον χώρο των προς Α ανδήρων.

Η απάντηση στο ποιά ήταν η χρήση αυτού του κτιριακού συγκροτήματος (που, απ?ό,τι ανακάλυψε ο Γ.Πιλάλας, είναι γνωστό στους ποιμένες της περιοχής με την ονομασία Χαλαίσπιτα (=χαλασμένα, γκρεμισμένα σπίτια))[12] ?μπορεί να δοθεί μόνον μετά από την εξέταση του κυκλικού βαθυπέδου, διαμέτρου περ. τριακοσίων μέτρων, που ανοίγεται στα Δ.

Το φυσικό πέρασμα στο βαθύπεδο βρίσκεται στα ανατολικά του, στην θέση του κτιριακού συγκροτήματος των Χαλαίσπιτων: Η διαμόρφωση των χειμάρρων και η διαμόρφωση των ανδήρων γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η ροή των πλεοναζόντων ομβρίων υδάτων ?και να μην πλημμυρίζει το βαθύπεδο από τις βροχοπτώσεις ,που είναι συχνότατες στην περιοχή κατά την χειμερινή και την πρώϊμη εαρινή περίοδο. Ακόμη, τα Χαλαίσπιτα είναι η μόνη δυνατή δίοδος από ?και προς? το βαθύπεδο για τους ποιμένες και τα κοπάδια τους: Η Β και η Δ πλευρά του βαθυπέδου αποκλείονται από πανύψηλους βράχους ?ενώ στην (ομαλότερη) Ν-ΝΑ πλευρά ένα διατείχισμα στην λογάδην τοιχοποιΐα (ξερολιθιά), που κλείνει καταλήγοντας στα Χαλαίσπιτα, ελέγχει το πέρασμα. Η ξερολιθιά αυτή περιτρέχει το σύνολο της εσωτερικής βραχώδους κλιτύος του βαθυπέδου _όχι, όμως, ως διατείχισμα πλέον – αλλά ως ανάλημμα δρόμου. Ο δρόμος αυτός καταλήγει, στην ΒΔ πλευρά του βαθυπέδου, σε ερείπια και θεμέλια κτιρίων που «φωλιάζουν» στον φυσικό βράχο ?πιθανότατα εγκαταστάσεις κτηνοτρόφων. Δεν εντοπίσαμε κεραμική αρχαίων χρόνων ?αρκετά, όμως, από τα θεμέλια αυτά έχουν την εμφάνιση αρχαίων κατασκευών.

Προτείνουμε την απόδοση του βαθυπέδου σε έναν από τους χώρους αυλισμού των προβάτων των αρχαίων κτηνοτρόφων ,κατά την εαρινή περίοδο ?και αμέσως μετά την κουρά, όταν (κατά τον Ιτιώτη κτηνοτρόφο Δημήτριο Τσεκούρα) τα ζώα κερδίζουν από την βόσκηση μεγαλύτερο βάρος απ?ό,τι κατά την διάρκεια άλλων περιόδων βόσκησης: Τα κοπάδια περνούσαν στον χώρο βόσκησης (το βαθύπεδο) μέσωι των Χαλαίσπιτων ?όπου θα ελάμβανε χώρα η κουρά ?και η παρακράτηση μίας ποσότητας του κειρόμενου μαλλιού ,εν είδει φορολογίας, όπως και η προσωρινή του φύλαξη στους χώρους των Χαλαίσπιτων. Αμέσως μετά, θα επιτρεπόταν από τις αρχές η είσοδος (και ο σταυλισμός) του κοπαδιού στο ?γεμάτο πλούσια βλάστηση? βαθύπεδο, όταν και η βόσκηση θα ήταν πλέον αποδοτική. Μετά από είκοσι ημέρες, κατά την εκτίμηση του Δημήτριου Τσεκούρα, το λιβάδι καθίσταται εκ νέου βοσκήσιμο ?οπότε μπορεί να δεχθεί ένα νέο κοπάδι: Αυτή θα ήταν κάποια ρυθμιστική κρατική πρόνοια ?και θα έπρεπε να αναζητήσουμε την π ό λ ι ν που ελάμβανε αυτήν την πρόνοια και μερίμνησε γι?αυτές τις υποδομές:

Ανεβαίνοντας την ομαλή πλαγιά όπου βρίσκεται ο πύργος της Καμνιώτισσας -από την άλλη, την Β πλευρά- φθάνουμε σε ένα βραχώδες επίμηκες υψίπεδο που ελέγχει το πέρασμα του Κακορρέματος Καμνιώτισσας.

Το Κακόρρεμα δημιουργεί ένα βαθύ λαγκάδι που οδηγεί τόσο στον Άγιο Πολύκαρπο Σερνικακίου ?όσο και στην περιοχή ΝΑ της Αγίας Ευθυμίας: Αυτό το πέρασμα θα ήταν ένα από τα πιο επικίνδυνα περάσματα για την άμυνα της Δ Λοκρίδας ΄ ένας στρατός που θα εισερχόταν από τις εκβολές του Κακορρέματος στον Κρισσαϊκό κόλπο -με κατεύθυνση την Μυωνία και την Άμφισσα, και δεν γινόταν αμέσως αντιληπτός, θα βρισκόταν πια σε κοινή θέα όταν θα ήταν πολύ αργά για την άμυνα των ισχυρότερων Λοκρικών πόλεων.

Αμέσως επάνω από τον Ν όχτο των εκβολών ?και στο ανατολικότερο μέρος του επιμήκους υψιπέδου– βρίσκεται ένα ημικυκλικό άνδηρο από μεγάλους λίθους, διαμέτρου 13,5 μ. Οι λίθοι της τοιχοδομίας του (που αποτελείται από έναν μόνο δόμο ?που στέφεται, σε ένα-δύο σημεία, από οριζόντιους λίθους-ζεύγματα) είναι κυκλώπειοι, με στρογγυλεμένα άκρα. Εμπήγνυνται στο έδαφος με τον τρόπο των «άντηρων», των λίθων των αλωνιών. Στο Α άκρο του διακρίνεται η μία πλευρά του ανοίγματος μίας εισόδου.

Η λειτουργία του κτίσματος που θα εδραζόταν επάνω στο άνδηρο θα ήταν οπωσδήποτε εκείνη της στρατιωτικής σκοπιάς των Κλασσικών και των Ελληνιστικών χρόνων ?και ο ρόλος της, η προστασία του περάσματος του Κακορρέματος. Οι λίθοι όμως του ανδήρου δείχνουν να προέρχονται από παλαιότερο κτίσμα ?ίσως των Μυκηναϊκών χρόνων.

Στο βάθος του Κακορρέματος ?στους βράχους της περιοχής που υπόκειται της θέσης Πιλικίνος Σερνικακίου– εντοπίσθηκε ένα μεγάλο σπήλαιο, που αποτελείται από δύο συγκοινωνούντες ευρύχωρους θαλάμους. Κοντά σ?αυτό βρέθηκε ένα όστρακο «πρωτοβερνικωτού» αγγείου των Προϊστορικών χρόνων (της Νεολιθικής ή της Πρωτοελλαδικής περιόδου): Οι σπηλιές του Κακορρέματος φιλοξένησαν τα ποίμνια τόσο των προϊστορικών όσο και των ιστορικών περιόδων, μέχρι και σήμερα ?δεν θα έπρεπε, επομένως, να ξενίζει η ενδεχόμενη παρουσία Υστεροελλαδικών κτισμάτων στην περιοχή. Όλοι οι πληθυσμοί της περιοχής είχαν για κύρια ενασχόληση την κτηνοτροφία ?και μία δυνατή μετάφραση της λέξης «ίπνια» (που σχετίζεται με το όνομα της Ιπνίας), ?πέρα από τα «αποκαθάρματα των καμίνων»- είναι η «κόπρος των ζώων»[13].

Που υπαγόταν, όμως, η σκοπιά αυτή; Λίγο δυτικότερα ?και στο σημείο που υπέρκειται προς Β του βαθυπέδου που μελετήσαμε- βρίσκεται η απόδειξη ότι τόσο η σκοπιά ?όσο και τα Χαλαίσπιτα με το βαθύπεδό τους δεν ανήκαν σε κάποιο μακρυνό κέντρο εξουσίας, αλλά σε μία τοπική π ό λ ι ν (πιθανότατα, την αρχαία Μεσσαπία): Συνεχή άνδηρα εξομαλύνουν την πρόσβαση σε μία μικρή, επιμήκη ακρόπολη (βλ. σχέδιο 2), μήκους (Α-Δ) περ.70 και πλάτους (Β-Ν) περ. 20 μ. Στο ΝΑ της άκρο σώζεται ,σε ύψος τριών-τεσσάρων δόμων, τετράγωνος πύργος διαστ. 5 χ 5 μ. ?ενώ η είσοδος στην ακρόπολη ανοίγεται στα Β του πύργου, στην Α πλευρά του τείχους, το οποίο σώζεται στο σημείο εκείνο σε ύψος τριών δόμων. Μπροστά ακριβώς από την ανατολική είσοδο βρίσκεται κυκλικό φρέαρ-ποτίστρα, λαξευμένο στον βράχο. Τμήματα τείχισης σώζονται και στην Β πλευρά ?ενώ το εσωτερικό της ακρόπολης χωρίζεται από εγκάρσια άνδηρα σε τρείς τομείς που υπέρκεινται ο ένας του άλλου, και κλιμακώνονται από Α προς Δ. Από το Ν τείχος είναι ορατές μόνον οι λαξευμένες στον φυσικό βράχο υποδοχές των θεμέλιων λίθων. Προς Δ (όπου τα λείψανα τείχους είναι ελάχιστα) είναι ορατή, μέσα σε μία σύγχρονη ξερολιθιά, η βάση της παραστάδας μίας ακόμη εισόδου.

Ένα (αβέβαιο) τμήμα τείχους ίσως εκτεινόταν και στα Α του ΝΑ πύργου.

Η τοιχοδομία του πύργου (που είναι και η πληρέστερα σωζόμενη ?και επιτρέπει την διατύπωση παρατηρήσεων) αποτελείται από πολυγωνικούς λίθους άνισων μεγεθών και πρόχειρα ειργασμένης όψης ?που, όμως, έχουν μεταξύ τους καλή αρμογή και χαρακτηρίζονται από την εκμετάλλευση των επιφανειών έδρασης που προσφέρει το φυσικό ανάγλυφο. Ορισμένοι είναι τοποθετημένοι λοξά, ώστε να ενισχύεται η σταθερότητα του συνόλου. Στην βάση της ομοιότητας αυτού του συστήματος με τοίχους από τους Δελφούς ?αλλά και με το παλαιότερο τμήμα του τείχους της Άμφισσας[14]? θα χρονολογούσα την ακρόπολη στο χρονικό διάστημα από τον 5ο μέχρι τα μέσα του 4ου αι.π.Χ.

Τα στοιχεία της γραπτής παράδοσης μοιάζουν να συμφωνούν με τα ευρήματά μας: Κατά τον 5ο – 4ο αι.π.Χ. στην περιοχή αυτή βρισκόταν μία πόλις με τριπλή λειτουργία: Την προστασία των Δ. Λοκρών από μία ναυτική απόβαση ΄ την εκμετάλλευση των καλλιεργήσιμων γαιών της παράλιας ζώνης ΄ κυριώτατα, δε, την εκμετάλλευση των βοσκημάτων για την παραγωγή κρέατος και μαλλιού. Κατείχε την μακρόστενη λωρίδα γής που ενώνει, σήμερα, τις παράλιες εκτάσεις της Αγίας Ευθυμίας με την κύρια περιφέρειά της. Η ονομασία της (Μεσσαπία) φαίνεται ότι οφειλόταν σ?αυτήν, ακριβώς, την γεωγραφική της μορφή.

Η σημασία που έχει η Μεσσαπία (μία πολύ μικρή πόλις, σχεδόν στο μέγεθος κώμης -ακόμη και εάν της αποδώσουμε ,επιπλέον, ένα μέρος της έκτασης στα ΒΑ της ακρόπολης της Τριταίας-Καλοπετεινίτσας) για την άμυνα της Αμφίσσης και όλης της Δυτικής Λοκρίδας ,φαίνεται από την παρουσία του Μεσσάπιου θησαυροφύλακα στα όργανα της Δελφικής Αμφικτυονίας, ως εκπροσώπου των Δ. Λοκρών.

Τί συνέβη, στο μεταξύ του 4ου και 2ου αι.π.Χ. διάστημα, και οι Μεσσάπιοι εξαφανίζονται από τις γραπτές πηγές; Απορροφήθηκαν από κάποια κοντινή πόλιν; Εάν είχαν, πραγματικά, τόσο μικρή έκταση ?τότε και ο πληθυσμός τους δεν θα ήταν πολύ σημαντικός. Κατά την διάρκεια των ποικίλλων μεταβολών της τοπικής ιστορίας κατά τους χρόνους της Αιτωλικής κυριαρχίας (και με δεδομένη την επισφαλή θέση τους επάνω σε ένα στρατηγικής σημασίας τόπο), ίσως λιγόστεψαν ακόμη -και πέρασαν το κατώφλι της λήθης. Κάτι ανάλογο (για να θυμηθούμε και την Νεώτερη Ιστορία) συνέβη κατά τον 19ο-20ο αιώνα με το Παλαιοχώρι Δωρίδος ?ο πληθυσμός του οποίου απορροφήθηκε από την γειτονική Σεργούλα[15].

Νομίζω, όμως, ότι οι Μεσσάπιοι ?έστω, ως αποτέλεσμα μιας οριακής μείωσης του πληθυσμού τους? θα μετοίκισαν μαζικά (σε άγνωστο, σ?εμάς, τόπο) κατά τα τέλη του τρίτου ή τις αρχές του δεύτερου προχριστιανικού αιώνα. Διαφορετικά ,θα μάς ήταν δύσκολο να ερμηνεύσουμε την συνθήκη μεταξύ Μυωνίας/Αγίας Ευθυμίας και Ιπνίας/Σερνικακίου, των αρχών του 2ου αι.π.Χ. ?που, υπό το φώς των νέων ευρημάτων, δείχνει να μην αφορά το σύνολο των υποθέσεων των δύο πόλεων, αλλά αυτόν καθ΄αυτόν τον μερισμό της Μεσσαπίας, των κτηνοτροφικών της υποδομών και του ρόλου της ως προστάτιδος μίας θέσης στρατηγικής σημασίας.[Η σημερινή υπαγωγή της περιοχής αυτής στην κτηματική περιφέρεια της Αγίας Ευθυμίας είναι ένας απόηχος των γαιοπολιτικών συνθηκών που επεκράτησαν με την εφαρμογή της συνθήκης αυτής].

Η «κατάργηση» ενός πολίσματος με συγκεκριμένο ρόλο και η απομάκρυνση των κατοίκων του, άφησαν οπωσδήποτε ένα πληθυσμιακό και πολιτειακό κενό ?και η συνθήκη αυτή, της δεκαετίας του 190 π.Χ., προσπαθεί να καλύψει αυτό ακριβώς το κενό (κατά την γνώμη μου, όχι πολύ αργότερα από την εποχή που προέκυψε).

Η συνθήκη μεταξύ Μυωνίας και Ιπνίας εκτείνεται σε δύο θραύσματα ασβεστολιθικής πλάκας, που περιλαμβάνουν τρείς στήλες κειμένου: Το κείμενο δεν σώζεται σε καλή κατάσταση ?και οι Lemerle[16] και Daux[17] απλώς τονίζουν μερικά σημεία του. Η πληρέστερη εργασία ανήκει στον Bousquet[18], o οποίος εξάγει συμπεράσματα για την πολιτειακή δομή των εμπλεκομένων πόλεων ?της ισχυρότερης Μυωνίας και της λιγότερο ισχυρής Ιπνίας? και τον επ?αλλήλων έλεγχο μέσωι πολιτειακών οργάνων. Η πιο πρόσφατη έκδοση βρίσκεται στο Inscriptiones Graecae (I.G. IX, III, 748), όπου θα βρεί κανείς μία καλή σύνοψη και κριτική των συμπερασμάτων του Bousquet.

O Bousquet δέχεται την θεωρία του Lerat, ότι η Καλοπετεινίτσα είναι η Ιπνία, δίχως ενδοιασμούς[19]. Για το θέμα αυτό μιλήσαμε αρκετά παραπάνω ?εδώ, απλώς, θα τονίσουμε ότι η άποψη αυτή εξαλείφει από την οπτική του Bousquet την δυνατότητα να δει την συνθήκη ως συνθήκη μερισμού μιας ενδιάμεσης περιοχής: Η Καλοπετεινίτσα βρίσκεται αμέσως στα ΝΑ της Αγίας Ευθυμίας ?επομένως, κατ?αυτόν, ο λόγος γινόταν για ένα νέο πολιτειακό μόρφωμα ,μία «συμπολιτεία» που θα περιελάμβανε και τις δύο πόλεις.

Όμως, το κείμενο μιλά για αξιώματα («άρχοντας» και «βουλάρχους») και για πολιτειακές δομές που διατηρούνται σε κάθε μία πόλη ξεχωριστά ?ενώ την ευθύνη της επιτήρησης των σκοπιών και των ορίων που έχουν «κοινήι» (που τα χρησιμοποιούν από κοινού) την διενεργούν «αμφότεροι»[20]. Που βρίσκονται αυτά τα κοινά όρια και οι σκοπιές ?αν όχι σε κάποιον χώρο όπου τα μεταξύ Μυωνίας και Ιπνίας σύνορα δεν εντοπίζονται επάνω σε μία γραμμή, αλλά σε μία εκτεταμένη επιφάνεια; Θα αποκαθιστούσα την δεύτερη γραμμή της πρώτης στήλης της επιγραφής ( ]ΑΝΑΠΟΔ[ ), ως ΜΕΣΣΑΠΙ]ΑΝ ΑΠΟΔ[ΩΣΑΜΕΝΟΥΣ ?αφού καθαρά μιλά για δικαστική πράξη απόδοσης γαιών: Οι στρατιώται και οι χωροφυλακέοντες της επιγραφής[21] (που διασφάλιζαν την άμυνα και τον έλεγχο των οδών ?αλλά θα είχαν και καθήκοντα αγροφυλάκων) συμπορεύονται με τους προβατέους (τους ποιμένες), που θα κατευθύνονταν στους χώρους κουράς (της λώτιος) και της βόσκησης (της νομής)[22]. Το μέρισμά τους στις γαίες και στις κρατικές παροχές σχετίζεται με την συμμετοχή τους στις θυσίες[23] _στις κοινές εορτές με σφάγια, δηλαδή, όπως είναι και σήμερα η τριήμερος εορτή των τσοπάνηδων της ευρύτερης περιοχής ?η οποία σχετίζεται με την κουρά. Ο όρος χώρα[24] ,που δηλώνει τις εκτάσεις που επιδικάζονται στους νέους νομείς της Μεσσαπίας, πιθανώς περιλαμβάνει εκτάσεις τριών κατηγοριών: Τις «σπορίμους» (όπως είναι οι περί τον πύργο της Καμνιώτισσας εκτάσεις), τις «ασπόρους» (όπου βοσκούν, συνήθως, τα κοπάδια) και τις «αυλάς» (όπως προκύπτει από την χρήση του ρήματος αυλίζω[25] -όπου οδηγούν τα πρόβατα για εντατική βόσκηση μετά την κουρά. Ένας τέτοιος χώρος ήταν το βαθύπεδο στα Δ των Χαλαίσπιτων). Στον χώρο αυλισμού δεν επιτρεπόταν η είσοδος πριν να πραγματοποιηθεί η κουρά ?και παρακρατηθεί το δικαίωμα της πολιτείας (ο στατήρας)[26]: Ει δε τις των προβατέων τ[ων χ]ρησαμένων τα πρόβατα ποτάγοι προ τα[ς λ]ώτιος, λωτίξας απαγάτω. Όσοι προβατέοι εμφανίζονται να έχουν κουρέψει τα πρόβατα σε μή ελεγχόμενο χώρο, πριν τα οδηγήσουν στα «καλά» λιβάδια (τας χώρας) ?προσπαθώντας ενδεχομένως να αποκρύψουν μέρος της παραγωγής μαλλιού (τας πόκας) και να γλυτώσουν την ακριβή καταβολή του δικαιώματος της πολιτείας- θα είχαν δικαίωμα χρήσης των «καλών» λιβαδιών μόνον για δέκα ημέρες: Όσοι δε κα τω[ν πρ]οβατέων μη χρήσ[ω]νται ται χώραι, λω[τίζ]οντες τας πόκας νέμοντες, εν ται χώραι [α]υλιζόντω αμέρας δέκα. Ο «εκ Μυανίας και Υπνίας βούλαρχος»[27] θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ένα νέο αξίωμα ?που, όμως, αποδίδεται σε κάποιον που έχει αρμοδιότητα στις πρόσφατα προσκτηθείσες εκτάσεις, τις οποίες οι δύο πόλεις ελέγχουν από κοινού. Φράσεις όπως «των αυτών μισσθών καθώς και πρότερον» και «Ει δε τι κα των δι[ο]ρθωμάτων…αμφίλλογον γίνηται»[28], είναι ενδείξεις της ύπαρξης ενός μεταβατικού καθεστώτος, που θα ίσχυσε πριν από την συνθήκη ,κατά το διάστημα αμέσως μετά την εξαφάνιση των Μεσσαπίων: Κριτές από τρεις γειτονικές πόλεις ?την Τριτέα, το Χάλαιο και τους Φυσκείς– θα ανελάμβαναν να επιδικάσουν μελλοντικές διαφορές που θα προέκυπταν από διαφορετικές εκτιμήσεις για τα «διορθώματα» αυτά[29].

Είναι βέβαιο ότι η συνθήκη επηρέασε τον τρόπο λειτουργίας των πολιτευμάτων των δύο πόλεων ?αλλά δεν πρόκειται για μία καθαρά πολιτειακή μεταβολή δίχως «εξωτερικό» αντικείμενο, αφού το κείμενό της παρέχει πολλά στοιχεία για την ύπαρξη εκτάσεων γής προς μερισμό.

Ο Bousquet ευφυώς παρατηρεί ότι η χρονολόγηση της επιγραφής στα προ του 188 π.Χ. έτη την εντάσσει σε μία εποχή κενού εξουσίας που άφησε η κατάληψη της Άμφισσας από τον Μάνιο Ακίλιο και η χαλάρωση της ισχύος της Αιτωλικής Συμπολιτείας[30]: Αυτή ακριβώς η χαλάρωση θα έδωσε και το θάρρος στις δύο πόλεις να επεκταθούν από κοινού (και, κυρίως, να επεκτείνουν τα κοπάδια τους ,στην αρχή μάλλον άτυπα ?και στην συνέχεια δίνοντας επίσημη μορφή στις διεκδικήσεις τους), προς εδάφη που είχαν μείνει ακατοίκητα, δίχως να ζητήσουν την παρέμβαση ανώτερης αρχής.

Ο Bousquet υπαινίσσεται ότι η συνθήκη Μυωνίας-Ιπνίας αποτυπώνει ένα, μόνον, στιγμιότυπο της κοινής τους Ιστορίας[31]. Ο σημερινός χάρτης των κτηματικών περιφερειών της περιοχής, που αποδίδει την περιοχή του Κακορρέματος στην Αγία Ευθυμία, μιλά για το αντίθετο. Επί Πλίνιου και Παυσανία, η Μυωνία θα αφομοίωσε πλήρως την Ιπνία, αποκτώντας σύνορα με τους Δελφούς[32] ?ενώ το Γαλαξείδι / Χάλαιον θα επεκτάθηκε σε όλη την παραλιακή ζώνη της Τριτέας-Μεσσαπίας-Ιπνίας, φθάνοντας μέχρι τα Δ της Ιτέας, κάνοντας τον Παπαδάκη να τοποθετήσει το αρχαίο Χάλαιον στην θέση Αγκάλη Ιτέας.

Η Μεσσαπία θα περιελάμβανε και ολόκληρη την έκταση προς τα Δ., μέχρι την τοποθεσία Καναπίτσα Τριτ<αί>ας, μέχρι τον σημερινό δημόσιο δρόμο [λίγο πριν τον δρόμο σώζονται τα ερείπια μικρού τετράγωνου πύργου, που μού υπέδειξε ο Γ.Πιλάλας].Το σύνορό της προς την Αγία Ευθυμία θα ήταν η κοίτη του Κακορρέματος σε όλο της το μήκος. Την κοίτη αυτή διασχίζει ,στο χαμηλότερο σημείο της, το Κακό Μονοπάτι ?που συνδέεται με την αρχαία οδό Αγίας Ευθυμίας ? Πιλίκινου [στο σημείο της σύνδεσης των οδών, κάτω από τα ερείπια αγροικίας των Νεώτερων Χρόνων, βρίσκονται τα θεμέλια «χωρίου» των Ελληνιστικών χρόνων -που περιελάμβανε ελαιοπιεστήριο και πηγάδι-δεξαμενή].Η δυτική πλευρά της Μεσσαπίας χαρακτηρίζεται επίσης από την ύπαρξη βαθυπέδων: Ένα από αυτά ονομάζεται Γαλατάτ<ι>κο, ονομασία που αποδεικνύει την διαχρονική χρήση του από τους κτηνοτρόφους. Ένα άλλο, το Στρογγυλό, οριοθετείται προς Β. από μεγάλο πολυγωνικό τείχισμα σε λογάδην τοιχοποιϊα.

Οι Μεσσάπιοι θα κατοικούσαν στα άκρα του γεωγραφικού τους χώρου [στην Β. και την Ν. κλιτύ της επιμήκους λοφοσειράς που καταλήγει στην Καμνιώτισσα ,στις θέσεις Κακό Μονοπάτι (προς Αγ. Ευθυμία) και Λιακό (προς Τριτ<έ>α) ?όπου εντοπίζονται πλήθος θραυσμάτων κεράμων]. Στο Λιακό θα ήταν και το Ιερό τους, όπως αποδεικνύει η λαξευτή κόγχη προσφορών στα ριζά μεγάλου βράχου ?ένα Βραχώδες Ιερό ,στα πρότυπα εκείνου της Κεφαλής Αντικύρας[33].

Στο κεντρικό τμήμα της λοφοσειράς θα εντοπίζονταν οι καλλιέργειες και οι κτηνοτροφικές τους δραστηριότητες:Ένα μεγάλο μονοπάτι-ρείθρο κατευθύνει τα όμβρια ύδατα προς την Καμνιώτισσα ?όπου και καταλήγουν, μέσα στο βαθύπεδο των Χαλαίσπιτων.

Οι Μεσσάπιοι αποτελούν ?όπως και οι γείτονές τους- μία συνένωση των τοπικών πατριών, που δρούσαν στα ίδια εδάφη από τους Πρωτοελλαδικούς ή τους Μεσοελλαδικούς χρόνους: Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ακκιδογραφία σε βράχο της περιοχής Ροδιά Τριτ<αί>ας ,με παράσταση πλοίου και ψαριού.

Εμείς θα κλείσουμε ,εδώ, ένα ζήτημα για το οποίο προς το παρόν δεν έχουμε παραπάνω στοιχεία[34]. Ας πούμε απλώς ότι οι Μεσσάπιοι μοιάζουν ,πια, να έχουν αφήσει στην Ιστορία κάτι παραπάνω από ένα απλό όνομα…

raptopoulos1.png

raptopoulos2.png

raptopoulos3.png


[1] ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ Γ?, 101[2] LERAT 2008, σελ 312[3] ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ 2008, αρ 30[4] ROUSSET 1998, σελ 348[5] LERAT 2008, σελ 313

[6] Η.Ν. IV, 3 / ΠΑΠΠΑΔΑΚΙΣ 1921, σελ 148

[7] Βλ εφημ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ, φ. 274 / 01.2008

[8] LERAT 2008, σελ 84-85

[9] LERAT 2008, σελ 254-255 / ROUSSET 1998, σελ 30

[10] LERAT 2008, supra

[11] Βλ εφημ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ, φ 290 / 05.2008

[12] Bλ και ΚΟΛΟΒΟΣ 1995, σελ 39

[13] BOUSQUET 1965, σελ 669

[14] ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΣΑΡΟΥΧΑ 2001

[15] ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ 1989, εν λ.

[16] B.C.H. 62, 1938, σελ 463

[17] DAUX 1939, σελ 167

[18] BOUSQUET 1965

[19] ό.π., σελ 681

[20]΄Ι.G. ΙΧ, ΙΙΙ, 748, στήλη 2, στίχ 26

[21] ό.π., στήλη 2, στίχ 15, 27

[22] ό.π., στήλη 3, στίχ. 1-7

[23] ό.π., στήλη 2, στίχ. 18

[24] ό.π., στήλη 1, στίχ. 5 / στήλη 2, στίχ. 4-5 / στήλη 3, στίχ. 5-6

[25] ό.π., στήλη 3, στίχ. 6-7

[26] ό.π., στήλη 2, στίχ. 26

[27] ό.π., στήλη 3, στίχ. 18-19, 22-23

[28] ό.π.,στήλη 2, στίχ. 21-22 / στήλη 3, στίχ. 7-10

[29] ό.π., στήλη 3, στίχ. 11-13

[30] BOUSQUET 1965, σελ 671

[31] ό.π., σελ 681

[32] WESCHER 1865

[33] ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ 2005.

[34] Επί παραδείγματι, που βρισκόταν το νεκροταφείο της πόλεως αυτής ; Σε κάποιο σημείο της παραλιακής ζώνης ?ή δυτικότερα της ακρόπολης ;

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

B.C.H. Bulletin de Correspondance Hellenique

BOUSQUET 1965 J.BOUSQUET, Convention entre Myania et Hypnia, BCH 89-II, 1965

DAUX 1939 G.DAUX, Inscriptions de Delphes, B.C.H. 63-II, 1939

H.N. Plinius, Historia Naturalis

I.G. Incriptiones Graecae

ΚΟΛΟΒΟΣ 1995 Δ.Ι.ΚΟΛΟΒΟΣ, Η Ιτέα Παρνασσίδος, Αθήνα 1995

LERAT 2008 L.LERAT, Οι Εσπέριοι Λοκροί, μτφρ. Β.Β.Καραμπέτσου, Δ.Δ.Χατζηβασιλείου, Άμφισσα 2008

ΠΑΠΠΑΔΑΚΙΣ 1921 Ν.ΠΑΠΠΑΔΑΚΙΣ, Παράρτημα Αρχαιολογικού Δελτίου 1920-1921.

ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ 2005 Σ.ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ, Το Βραχώδες Ιερό στην Φωκική Αντίκυρα, Δελφοί 2005

ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ 2008 Σ.ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ, Χρονικά αρχαιολογικών ερευνών, Δελφοί 2008

ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΣΑΡΟΥΧΑ 2001 Σ.ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ, Α.ΤΣΑΡΟΥΧΑ, Άμφισσα τοιχόεσσα, εκπαιδευτικό φυλλάδιο Μουσείου Δελφών, Δελφοί 2001

ROUSSET 1998 D.ROUSSET, Territoires et frontieres en Locride et en Phocide, THESE DE DOCTORAT, Unv. Paris-I, 1998

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ 1989 Γ.ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Ιστορικός οδηγός Σεργούλας, Πάτρα 1989

WESCHER 1865 C.WESCHER, Etyde sur le monument bilinque de Delphes, MAIBL 1865