ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΛΕΙΒΑΔΙΑΣ: το τρόπαιο του Θανάση Διάκου πριν απ’ την μεγάλη θυσία

4.jpgΌπως ξέρουμε, μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, η ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου γέμισαν από διάφορους ξεπεσμένους, συνήθως, άρχοντες και τυχοδιώχτες, που κρατούσανε από φραντσέζικες, σπανιόλικες και ιταλιάνικες γενιές, που φιλοδόξησαν να στεριώσουν τα φέουδά τους πάνω στα στρατηγικά σημεία της κλασσικής γης. Πολλοί, μάλιστα, απ’ αυτούς τους επιδρομείς ήταν οργανωμένοι σε στρατιωτικές εταιρίες, όπως λόγου χάρη, η Καταλάνικη εταιρία κ’ ή εταιρία των Ναβαρραίων.

Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει ή δράση των ιπποτών της Καταλάνικης εταιρίας, που απ’ το 1311 και για εκατό περίπου χρόνια είχαν ορίσει τη Λειβαδιά στρατιωτική τους πρωτεύουσα. Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτόν τον πυρετό των κατακτητικών επιχειρήσεων του μεσαίωνα, βλέπουμε τους Καταλάνους να ορμάνε σα μανιασμένη θύελλα στα ελληνικά χώματα, να κονταροχτυπιούνται με τους Φράγκους, να χτίζουνε καστέλια, να οχυρώνουνε πολιτείες.

Ένας παλιός Ισπανός ιστοριοδίφης, ο Αντώνιο Ρούβιο Λιούκ, γράφει πολύ παραστατικά, πως «… ? ?ξ ?ρώων ?κε?νος κα? δαιμόνων στρατός, ?σε? ?δηγούμενος ?π? το? πνεύματος τ?ς καταστροφ?ς κα? τ?ς ?κδικήσεως, ?στις μικρ?ν ?δέησε ν? καταπνίξη ?ν τ? κοιτίδι της τ?ν ?ρτιγέννητον ?θωμανικ?ν α?τοκρατορίαν, κατέστησε ράκος τ?ν ?δη κατακερματισθε?σαν πορφύραν τ?ν καισάρων το? Βυζαντίου κα? κατέστρεψεν ?γγύς τ?ν ?στορικ?ν πεδίων το? ?ρχομενο? κα? τ?ς Χαιρωνείας το?ς Φράγκους ?ππότας κα? ?δρυσεν ?π? τέλους ?ν ?ττικ? κα? Βοιωτία ? ?π? το? Κορινθιακο? ?σθμο? μέχρι τ?ν ?ρίων τ?ς Θεσσαλίας κα? ?π? Ε?βοίας μέχρι πέραν τ?ν ?ρέων τ?ς Φωκίδος ? στρατιωτικ?ν κράτος γνησίας τιμαριωτικ?ς κα? ?σοπολιτικ?ς ?ποστάσεως».

Φυσικά, περισσεύει ο έπαινος του Ισπανού ιστορικού για τους συμπατριώτες του που ήρθαν, ληστρικοί κουρσατόροι κι αυτοί, να πέσουν πάνω στο ματωμένο κορμί της Ρωμιοσύνης. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί πως οι Έλληνες μισούσαν τους Φράγκους και δεν ήταν λίγες οι φορές που ανέχτηκαν τους Καταλάνους, που κι αυτοί, σαν αντάλλαγμα, τους δίνανε ορισμένα προνόμια. Αυτό έγινε και στην περιοχή της Λειβαδιάς. Μα ο τύραννος είναι τύραννος. Μισητός κι αποτρόπαιος. Κουράγιο κάναν οι Ρωμιοί, κοίταζαν πώς θα διατηρηθούν στη ζωή, πως θα κρατήσουν το Ρωμαίικο. Γι’ αυτό κ’ η μοίρα του Ελληνισμού, στις δίσεχτες εκείνες χρονιές της Φραγκοκρατίας, ήταν φυσικό να σταθμίζεται κι από τις βαρύτερες ή ελαφρότερες καταπιέσεις που δεχόταν κι ανάλογα με τις ελευθερίες που του δίνανε οι ξένοι δυνάστες του.

Η Λειβαδιά, λοιπόν, από το 1311 κ’ υστέρα, έγινε, μετά την Αθήνα και τη Θήβα, σημαντικό καταλάνικο στρατιωτικό κέντρο. Τότε και το κάστρο, που μια ιστορική παράδοση μας λέει πως είναι κτίσμα των Καταλανών, γνώρισε μερικές απ’ τις πιο περιπετειώδεις στιγμές του.

Με προδοσία

1380. Μια χρονιά δύσκολη για τους ταμπουρωμένους μέσ’ στο κάστρο της Λειβαδιάς Καταλάνους.

Ο ονομαστός για την αντρειοσύνη και τη σκληράδα του Καταλάνος φρούραρχος Γουλιέλμος Αλμενάρα φροντίζει ολονυχτίς την άμυνα του φρουρίου. Πολύτιμοι παραστάτες του, οι κλεισμένοι στο κάστρο Έλληνες.

Μια καινούργια μέρα πάει να γεννηθεί. Και, να, με το γλυκοχάραμα εκατοντάδες Ναβαρραίοι τζαγράτορες, καβαλλικεύοντας τα καλλίτερα βάσκικα φαριά, ξεμύτισαν πέρα στο βάθος του κάμπου και ξέφρενα καλπάζουν προς τη Λειβαδιά. Σκοπός τους: να πατήσουν το κάστρο…

Μεσ’ στο καστέλι, πλάι στον «πύργο των τιμών» ? εκεί οπού οργάνωναν φιέστες και γιορταστικές συγκεντρώσεις ? που σώζεται κουτσουρεμένος δίπλα στο εκκλησάκι της άγιας Σοφίας, ο Γουλιέλμος Αλμενάρα, φορώντας την πιο φανταχτερή στολή του, φανερά ανήσυχος μα συγκρατημένος, μιλάει στους στρατιώτες του και στους Έλληνες, που ήρθαν κι αυτοί ν’ ασφαλίσουν τα γυναικόπαιδά τους στις σκοτεινές γαλαρίες των πύργων…

11.jpg

? Γενναίοι Καταλάνοι, αδελφοί μου Έλληνες, νάτοι πάλι οι μισητοί Ναβαρραίοι! Επιμένουν να το πάρουν το καστέλι μας. Όμως, και τούτη τη φορά, θα τους δώσουμε ακόμα ένα μάθημα γερό…

Οι Καταλάνοι στρατιώτες και οι σκληροτράχηλοι ρογατόροι στ’ άκουσμα των λόγων του αρχηγού τους, κραυγάζουν:

? Ίσα με το θάνατο, δικοί σου!

Μονάχα ο Έλληνας προεστός, που σκεφτικός παράμερα στέκεται, πετάει μια φράση:

? Αλίμονο σε μας…

? Έχετε παράπονο; Τον κόβει απότομα ο Αλμενάρα. Όλα τα ‘χετε: θρησκευτικές ελευθερίες, πολιτική ισότητα και τόσα αλλά προνόμια και, το κυριότερο, διοικείσθε με τα έθιμα και τους δίκαιους νόμους της πατρίδας μου, της Βαρκελώνης.

? Ναι, αλλά μη ξεχνάς καστιλάνο πως πάντα εμείς, οι ταλαίπωροι Ρωμιοί, είμαστε τα θύματα της φράγκικης αλληλοφαγωμάρας. Και δεν έχω παρά να σου θυμίσω εκείνο που ‘γινε εδώ σ’ αυτήν τη χώρα, πριν σαρανταπέντε χρόνια…

? Όταν οι Ναβαρραίοι πατήσανε το κάστρο;

? Ναι, καστιλάνο, όταν οι Ναβαρραίοι πατήσανε το κάστρο κι όταν εκείνος ο αιμοβόρος αρχηγός τους, ο Γαλτιέρος Βρυέννιος, έδωκε διάτα και πετσοκόψανε όλον τον κόσμο της Λειβαδιάς. Θυμήσου, ποτάμια τότε χύθηκε το ρωμαίικο αίμα κι ακόμα δεν το πήραμε απάνω μας από κείνη τη συφορά.

? Με προδοσία, Έλληνα, το πήρανε το κάστρο. Το ξέχασες;

? Τι φελάει;

Κι αμέσως κακιά φωνή βγάζει ο Αλμενάρα:

? Και δε θα μας βοηθήσετε στην άμυνα, Έλληνες;

? Τ? μ? χε?ρον βέλτιστον, απαντάει ο δύστυχος Ρωμιός. Αφού, λοιπόν, τέλειωσε τούτη η στιχομυθία, ο Καταλάνος φρούραρχος διατάζει:

? Εμπρός, τώρα, τι περιμένετε; Τραβάτε στις επάλξεις. Και μη ξεχνάτε: ένας δικός μας κάνει για δέκα Ναβαρραίους. Και το καστέλι μας είναι γερά θεμελιωμένο και ποτισμένο με ίδρωτα και αίμα καταλανικό… Περήφανο καστέλι της Λειβαδιάς!…

Αμέσως μπήκαν σ’ εφαρμογή τ’ αμυντικά σχέδια, βάρεσαν τα βούκινα κ’ οι τρουμπέτες, ακούστηκαν κοφτές οι διάτες του προβεούρη, υψώθηκαν τα καταλάνικα τα φλάμπουρα στο πιο ψηλό πυργί, κι αμέσως βουβαμάρα… Μονάχα οι βαλλεστιέροι κ’ οι βιγλιάνοι ξενύχτησαν τη νύχτα στα καραούλια, πασχίζοντας ν’ αφουγκραστούν τον επίβουλο θόρυβο.

Κοντεύει να φέξει. Ωστόσο, σ’ εκείνον τον πύργο, ξέπνοα δαυλιά φωτίζουν τα μαύρα υγρασμένα ντουβάρια της μεγάλης κυκλικής αίθουσας. Εκεί, τα συζητάνε ακόμα ο Γουλιέλμος Αλμενάρα κι ο γκαρδιακός του φίλος, ο Κόμης της Βαρκελώνης, που ‘τυχε κείνον τον καιρό να βρίσκεται στη Λειβαδιά. Το χαμηλόφωνο κουβεντολόι τους, γεμάτο ανησυχία, το κόβει η απελπισμένη κραυγή του βιγλιάνου που πρώτος βλέπει το θέαμα, κάτω, σύριζα στο κάστρο:

? Οι Ναβαρραίοι, οι Ναβαρραίοι…

Κ’ ενώ το πρωινό αεράκι έκανε ν’ ανεμίζουν στους προμαχώνες τα χρώματα των Καταλάνων, με μιας αρχίζει ο καστροπόλεμος, φονικός, αδυσώπητος.

Ο Γουλιέλμος Αλμενάρα, με την επιβλητική του κορμοστασιά, που την έκανε ακόμα πιο εντυπωσιακή η ολόσωμη αστραφτερή του πανοπλία, βρίσκεται ανάμεσα στους μαχητές του. Βλέπει τον κίνδυνο, μα δεν πτοείται. Από τη μια πασχίζει να ψυχώσει τους στρατιώτες του κι από την άλλη επικαλείται τη μεσιτεία του αγίου Γεώργιου, που την κάρα του λένε πως φυλάγανε μέσα στο καστέλι…

? Είμαστε ιππότες του Τάγματος του αγίου Γεωργίου. Μη το λησμονάτε αυτό! Και μόνο εμείς φοράμε τον τιμημένο λευκό μαντύα του Τάγματος, με τον κόκκινο σταυρό, θα κρατήσουμε ψηλά το φλάμπουρο της περηφάνιας μας. Το κάστρο δεν θα πέσει!

Δεκάδες σπάθες και κοντάρια υψώθηκαν στον αέρα κι όλοι φώναξαν :

? Ίσα με το θάνατο, μαζί σου!

Παρέκει, οι Ρωμιοί ρίχνουν με σβελτοσύνη τα βιρετόνια καταπάνου στους Ναβαρραίους, που λαχανιασμένοι και μ’ άγρια ξεφωνητά, φτάσαν κιόλας σιμά στους πύργους.

Μπρος βαθύ και πίσω ρέμα… Κι ο Ρωμιός προεστός:

? Ο Θεός να βοηθήσει κ’ η Παναγιά, να κρατηθούμε…

? Άσε το Θεό, Έλληνα! Από μας κρεμιέται η ζωή και η τιμή μας, απαντάει ο Αλμενάρα. Και συνέχισε με τούτα τα λόγια:

? Δε φοβάμαι τίποτα, μα τον άγιο Γεώργιο. Ένα φοβάμαι, τον προδότη!

Και μεσ’ στην ταραχή της μάχης, που αμέσως γιγαντώθηκε ανάμεσα σ’ επιτιθέμενους κι αμυνόμενους, κρότος ακούστηκε μεγάλος, λες και ξεσύρθηκε η μεγάλη αμπάρα, βγήκαν τα χοντρά βιδόνια κ’ έσκασε χάμω με γδούπο βαρύ ή σιδερένια καστρόπορτα της κάτω πύλης.

Ναι, αυτό ήταν! Κ’ οι στριγγλιές ήρθαν απανωτές.

? Προδοσία… προδοσία… Ρίξανε την πόρτα!

Ποιος; Άγνωστο. Κι ο Γουλιέλμος Αλμενάρα, μη μπορώντας τίποτ’ άλλο να πράξει, διατάζει πάλη σώμα με σώμα με τους Ναβαρραίους, που ορμητικά τρέχουν μέσα στον περίβολο. Μεγάλο κακό. Μάχη με κάμες κι ακόντια! Άναψε τ’ ατσάλι…

Βλέποντας ο Αλμενάρα πως χάνει το παιχνίδι διατάζει:

? Φωτιά! Βάλτε φωτιά! Ερημώστε τα όλα!…

Κι ο Έλληνας προεστός, που ακόμα βαστάει στο ταμπούρι του, φωνάζει στους Ρωμιούς:

? Στα μπουντρούμια! Τα γυναικόπαιδα στα μπουντρούμια. Κι αν ζήσουμε, Θεέ μου, θα πάμε αλάργα από τούτο το καστέλι…

Το κάστρο πατήθηκε. Και οι σημαίες με τα εμβλήματα των Ναβαρραίων ξεδιπλώθηκαν και στήθηκαν ψηλά στις επάλξεις. Ο Καταλάνος φρούραρχος, ο περήφανος Γουλιέλμος Αλμενάρα, σφάχτηκε σαν τραγί μπροστά στα μάτια των δικών του κ’ οι δύστυχοι Ρωμιοί, αφήνοντας ερείπια τα σπίτια τους και το φτωχικό τους βιός στο έλεος του επιδρομέα, παίρνουν των ομματιών τους, φεύγουν απ’ τον έρημο τον τόπο τους και ζητάνε καταφύγιο στο Νεγροπόντε.

Ως το 1392, που κράτησαν το κάστρο οι Φράγκοι της εταιρίας των Ναβαρραίων, ουσιαστικά χάθηκαν από τη Λειβαδιά κ’ οι Καταλάνοι.

2.jpgΣτα χρόνια που ακολούθησαν, το κάστρο πέρασε στα χέρια των Τούρκων και των Φράγκων και το 1394 ο ονομαστός Τούρκος σερασκέρης Βαγιατζήτ, υστέρα από μια φονική πολιορκία, κατάφερε να το εκπορθήσει και να στεριώσει την τούρκικη παρουσία σ’ όλη τη Στερεά Ελλάδα. Ωστόσο, οι Φράγκοι δεν το βάλανε κάτω. Έτσι, βλέπουμε σε λίγο να καταφτάνει ένας Φλωρεντίνος ιππότης, ο Αντώνιος Ατζαγιόλι, που διώχνει τους Τούρκους και κρατάει γι’ αρκετά χρόνια το κάστρο στην κατοχή του. Μα κ’ οι τελευταίες προσπάθειες των Φράγκων να κρατηθούν πάνω στα κάστρα της ελληνικής γης ήταν καταδικασμένες από την Ιστορική πορεία των πραγμάτων: το 1460 οι Τούρκοι καρφώνουν γερά πάνω στους πύργους του φρουρίου τα μπαϊράκια του Ισλάμ, που εξακολουθούν να κυματίζουν νωχελικά ως τα πρώτα επαναστατικά χρόνια.

H θέα του φρουρίου

Μιλάμε για τη μοίρα του κάστρου σε κάποιες σημαντικές στιγμές της ιστορίας του και δεν είπαμε δυο λόγια για το ίδιο το κάστρο. Να, λοιπόν, πως περιγράφει το κάστρο ένας παλιός Ισπανός περιηγητής:

«…? θέα το? φρουρίου της Λεβαδίας ?μποιε? ?ντύπωσιν α?στηρο? μεγαλείου, ε?ς ? συμβάλλει κα? ? ?ποψις τ?ν ?ρέων, ?τινα χρησιμεύουν α?τ? ?ς μεγαλοπρεπ?ς πλαίσιον. Κα? τ? μ?ν φρούριον δεσπόζει τ?ς γραφικ?ς πόλεως, ?ς α? λευκα? ο?κίαι, ?ναρριχώμεναι ?π? το? γειτονικο? λόφου, ?πικρέμανται το? χειμάρρου τ?ς ?ρκύνης, τ? δ? τείχη του ?ψο?νται καθέτως ?κ τ?ς βαραθρώδους χαράδρας τ?ς ?ρκύνης, τ?ς ?ποχθονίου ταύτης στυγ?ς τ?ν Βοιωτών. Τ? φρούριον κε?ται ?π? του βουνο? ?γίου ?λία ε?ς 402 μέτρων ?ψος, διατηρε?ται δ? τ? μεγαλύτερον μέρος τ?ν τειχ?ν του, ?ν τ? ?νωμάλων γραμμ?ν σύνολον ?μποιε? ?ραίαν ?ντύπωσιν, καθ?ς κα? α? ?νεωγμέναι θύραι κα? ο? πύργοι ο? ?ψούμενοι ?π? τ?ν ξηρ?ν ?κείνων βράχων, ο?τινες ?χρησίμευον ?ς περίβολος ε?ς τ? περ? τ? ?ντρον ε?ρισκόμενον ?ρχα?ον ?ερόν ?λσος. ?πισθεν το? τελευταίου περιβόλου το? φρουρίου κα? ?νωθεν το? πύργου ?ψο?ται τ? ?ξυκόρυφον Λειβήθριον ?ρος ?κτεινόμενον μεσημβριν?ς τ?ς Λεβαδίας κα? ?ποτελο?ν μετά το? λόφου το? φρουρίου μέρος τ?ς ?ροσειρ?ς το? Ελικώνος…».

Η μεγάλη ώρα

Τα καριοφίλια των επαναστατημένων ραγιάδων νικητήρια βροντούν στη Ρούμελη και στο Μοριά. Η μεγάλη ώρα έφτασε. Και το κάστρο της Λειβαδιάς έχει κι αυτό να παίξει τον ιστορικό του ρόλο μέσα στο γενικό σηκωμό, θα γίνει το σύμβολο της λευτεριάς σ’ όλη τη Χώρα της Λειβαδιάς!

Τότε, η Λειβαδιά ήταν ξεχωριστό «βοϊβοδλίκι», δηλαδή ανεξάρτητη, ανάμεσα στ’ άλλα κατεχόμενα απ’ τους Τούρκους εδάφη, περιοχή, που τη διαφέντευε ο Τούρκος διοικητής, ο βοεβόδας. Η πολιτεία, στις παραμονές του Εικοσιένα, είχε πάνω κάτω δέκα χιλιάδες ψυχές, χωρίς τους Τούρκους, που διατηρούσανε και ισχυρή φρουρά στο κάστρο.

Το ξεκίνημα, λοιπόν, της επανάστασης στη Λειβαδιά είναι στενά δεμένο με το φρούριο, που ο θρυλικός ήρωας και μάρτυρας Θανάσης Διάκος αυτό αποφάσισε πρώτα να χτυπήσει.

Ας δούμε, πως εξελιχτήκανε τα γεγονότα…

Ο Διάκος είναι στο μυστικό του κονάκι, στη Λειβαδιά και κουβεντιάζει με τους πρόκριτους Γιάννη Λογοθέτη, Νίκο Νάκο και Γιάννη Φίλωνα.

? Λοιπόν, αδέρφια, τέλεψε το πράμα. Στον Όσιο Λουκά ψηφίσαμε την επανάσταση κι ο Δεσπότης Σαλώνου Ησαίας ‘βλόγησε τ’ άρματα. Κι ο Αντρούτσος, ο Σκαλτσάς, ο Δυοβουνιώτης, ο Πανουργίας, το βρόντηξαν το ντουφέκι στη Ρούμελη. Οι μέρες δε μας παίρνουν. Πρέπει να ξεκινήσουμε την επανάσταση στη Λειβαδιά.

? Να την ξεκινήσουμε, Θανάση, απαντάει ο Λογοθέτης.

? Και τ’ άλλο το μάθετε; Το πρώτο παλληκάρι μου, ο Βασίλης ο Μπούσγος μας έφερε τα συχαρίκια: κάτου απ’ τ’ αυλάκι άναψε το πελεκούδι!

? Και τι καρτερούμε, καπετάνιο;

? Να μονοιάσουμε.

? Εγώ, συμφωνώ!

? Καλά του λόγου σου, Λογοθέτη, μα ‘σεις οι άλλοι;

? Θα ‘λεγα ν’ αναβάλουμε λίγο, καπτα – Θανάση, λέει ο Νάκος.

? Δεν έχει αναβολή, τους κόβει νευρικά κι απότομα ο Διάκος, δείχνοντας καθαρά πως οι κοτζαμπάσηδες δεν έχουν να διαλέξουν άλλο δρόμο.

? Όπως διατάξεις, καπετάνιο, απάντησαν υποταγμένοι οι προεστοί, κ’ η Παναγιά μαζί μας…

? Άιντε, το λοιπόν, μυστικά ‘τοιμάστε τους Λειβαδιώτες. Είναι εικοσιοχτώ του Μάρτη. Τούτη τη νύχτα, με τη βοήθεια του Θεού, θα λευτερώσουμε τη Λειβαδιά και θα πάρουμε το κάστρο!

? Αμήν, καπετάνιο… και με την ευκή της πατρίδας.

Κ’ ενώ αυτά, σ’ ένα χαμόσπιτο της Λειβαδιάς, διαδραματίζονταν μια νύχτα σκοτεινή του Μάρτη του 1821, στο κέντρο της πόλης, στο σαράι, ο βοεβόδας Χασάν αγάς κατεβάζει μονοκοπανιάς το ρακί του, τραβάει μια γερή ρουφηξιά απ’ το ναργιλέ του κι αργόσυρτα λέει στα τσιράκια του, που κάθουνται αντικρυστά πάνω στ’ αφράτα στρωσίδια και στα μαλακά μαξιλάρια τα φτιαγμένα από κόκκινο κιλίμι:

? Κάτι γένεται, καπλάνια μου. Κάτι μας φκιάνουν οι γκιαούρηδες.

? Ν’ ανέβουμε στο κάστρο, εφέντη, απαντάει ο υπασπιστής του.

? Ναι, μπε ? σήκωσε τη φωνή του ο αγάς ? και με μπόλικα γεμεκλίκια. Και να πάρουμε κοντά μας, ρεέμια, τους μπαμπέσηδες τους κοτζαμπάσηδες, το Λογοθέτη και το Νάκο.

Δε χάνουν χρόνο οι αρκαντάσηδες του Χασάν και, με τρόπο γλυκερό, καλούν στο σαράι το Λογοθέτη και το Νάκο. Τους υποδέχεται μ’ εγκαρδιότητα ο βοεβόδας:

? Χος γκελντίν! Μη φοβάστε, μπε. Λέω να μπούμε να κλειστούμε όλοι στο κάστρο…

? Γιατί στο κάστρο, αγά μου; Απαντάει ο Λογοθέτης.

? Δεν το πήρατε χαμπάρι, ωρέ; Να, το βρωμόσκυλο ο Διάκος ξεσηκώνει το ντοβλέτι. Κ’ είπαμε να μπούμε στο κάστρο. Για καλλίτερα, μπε! Άιντε, και μη σκιάζεστε. Οι καταβόθρες του κάστρου χωρούνε ούλη την Τουρκιά της Λεβαδιάς.

Κ’ ενώ ο Χασάν αγάς κλείνεται στο κάστρο, ο Διάκος με τα παλληκάρια του πιάνει τα γύρω υψώματα.

…Όμορφη πουν’ η Λειβαδιά

που κείται μεσ’ στο ρέμα.

Παν’ τα κορίτσια για νερό

κ’ έρχουνται φιλημένα…

3.jpgΤο σιγοτραγούδαγαν τα παλληκαρόπουλα του Διάκου, καθώς ξημέρωνε τ’ ανοιξιάτικο εκείνο πρωινό. Κ’ οι τούρκικες σκοπιές του κάστρου τηράνε κάτου και τρίβουνε τα μάτια. Ξυπνάει κι ο Χασάν αγάς, ορμάει ρουθουνιάζοντας κατά την πιο κοντινή ντάπια κι αληθωρίζει…

? Μπάϊ, μπάϊ… Είμαι ξύπνος, ωρέ, ή ακόμα κοιμούμαι;

? Οι ραγιάδες, μπέη μου, οι ραγιάδες! Απαντάει ο βιγλάτορας.

? Γκιαούρ Λεβαδιά, γκιαούρ – κεραταλάρ! Βρυχιέται ο αγάς.

? Μας στένεψαν, οι ασίδες…

? Ναι, μπε ? απαντάει σαρκαστικά ο Χασάν ? μα βαστάω τους εδικούς τους, το Λογοθέτη και το Νάκο.

? Σσσσσ….

? Τ’ είναι, ωρέ;

? Μας κραίνουνε, αγά μου. Άκου…

Και βροντερή ακούστηκε απ’ αντίπερα η φωνή του Διάκου:

? Έι, Χασάν αγά. Τέλεψαν τα ψέματα. Παρατάτε το καστέλι και φεβγάτε. Κι ωμόνω: κανένας σας δε θα πειραχτεί.

? Τι λες, μωρέ γκιαούρη, μούγκρισε με το ξεδοντιασμένο του στόμα ο αγάς.

? Άιντε, κι άστε να ‘βγουν όξω ο Νάκος κι ο Λογοθέτης.

? Ποτές!

? Άστούς, Χασάν, κ’ εγώ, σου στέλνω ρεέμι τ’ αδέρφι μου.

? Αν ειν’ έτσι, πάει καλά, τους αμολέρνω ? απαντάει υστερόβουλα ο βοεβόδας.

Μόλις λευτερώθηκαν οι δυο Λειβαδιώτες προεστοί, αρχίζει η στενότερη πολιορκία του φρουρίου. Το ‘ζωσαν απ’ όλες τις πάντες. Στο μεταξύ, στις τριανταμία του Μάρτη του 1821, αφήνει για λίγο ο Διάκος τα γύρω υψώματα και μπαίνει στην πόλη της Λειβαδιάς. Οι μπαταριές που, τη μια πάνω στην άλλη, ρίχνουν τα παλληκάρια κ’ οι νικητήριες ιαχές, δημιούργησαν ένα γιορτάσι λευτεριάς, που απ’ τη μια μεριά ψύχωσε τους Χριστιανούς κι από την άλλη έσπειρε τον τρόμο στους κλεισμένους μεσ’ στο κάστρο Τούρκους. Σα θεριό ο Διάκος αλωνίζει με τον ταϊφά του τα σοκάκια και τα μεϊντάνια της Λειβαδιάς, ξεκαθαρίζοντας την αντίσταση που προβάλλουν οι Τούρκοι που ‘μειναν στην πόλη. Τη μεγαλύτερη, όμως, αντίσταση τη βρίσκουν στο σαράι του Μιρ αγά, όπου οι ταμπουρωμένοι Τούρκοι δε λένε να παραδοθούν. Κι ο Διάκος δε χάνει καιρό και διατάζει να φέρουν φρύγανα και μπαρούτι να βάλουνε φωτιά. Λαμπάδα γίνηκε το σαράι κ’ οι λάμψεις απ’ τις φλόγες καταύγασαν την πλατεία. Ύστερ’ απ’ το ξεκαθάρισμα της πόλης απ’ τους Τούρκους, γιουρούσι διατάζει ο Διάκος καταπάνου στο κάστρο. Γιουρούσι και κόντρα γιουρούσι, κ’ οι γκιουλέδες μπουμπουνίζουν χωρίς σταμάτημα. Και, να, φτάσαν τα παλληκαρόπουλα, με μπροστέλλα το Διάκο και τον οπλαρχηγό Γιάννη Ρούκη, στο πρώτο τειχί.

Δώδεκα του Απρίλη. Μεσονύχτι. Το ψυχρό αγέρι, φέρνει τ’ αγιάζι το παγωμένο απ’ τις χιονισμένες μακρινές βουνοκορφές, εκεί στα ριζά του πρώτου τείχους, όπου κούρνιασαν οι λεβέντες να ξαποστάσουν. Σούρσιμο ακούγεται σιγανό.. Ειν’ ο Λογοθέτης, που έρχεται στο γιατάκι του Διάκου…

? Έχω μια πρόταση να κάνω, καπετάν Θανάση.

? Λέγε.

Το πρώτο τειχί του κάστρου το φυσάνε Αρβανίτες. Κι όπως το ξέρουμε, καπετάνιο, οι Αρβανιτάδες δεν τα πάνε καλά με τους Τούρκους. Ειν’ από τότε που σφάξανε τον αρχηγό τους, τον Κασήμ. Κι ο δολοφόνος, ο Ντεμήρ Μπέης, λουφάζει μεσ’ στον πύργο της Ώρας…

? Λέγε, το λοιπόν, τον κόβει ο Διάκος, που βιάζεται ν’ ακούσει.

? Θέλουν να πάρουν γδικιωμό οι Αρβανίτες. Να κόψουν το κεφάλι του Ντεμήρ…

? Κατάλαβα! Άντε, πήγαινε και πράξε όπως νομίζεις…

Παίρνει προσεχτικά το κακότροπο ανηφόρι ο Λογοθέτης και φτάνει στη ντάπια. Τον αγροικάνε οι σκοπιές των Αρβανιτάδων, τον μπάζουν σιωπηλά μέσα και τα συζητάνε. Ο Λογοθέτης τους προτείνει ν’ αφήσουν αφύλαχτο το πόστο τους και γι’ αντάλλαγμα να βγουν με τ’ άρματα τους και να μείνουν ανεμπόδιστοι στη Λειβαδιά όσο θέλουνε. Οι Αρβανίτες δέχουνται.

Με, μια, όμως, συμφωνία: μετά την εκπόρθηση του κάστρου, να τους παραδώσουνε το Ντεμήρ Μπέη, το φονιά του αρχηγού τους. Ο Λογοθέτης δέχτηκε…

Σε λίγο, νύχτα βαθειά ακόμα, πανικός μεσ’ στο κάστρο. Κι ο Χασάν σαν τρελλός χτυπάει με τα χέρια το κεφάλι του, ενώ βροχή πέφτουν τα βόλια.

? Ογλήγορα, μπε! Ογλήγορα. Το σκάσαν οι Σκιπιτάρηδες οι τζασούτηδες. Ωχού! Κ’ ήτουνε διακόσια καριοφίλια… Αντέστε, ωρέ, πιάστε τ’ αφύλαχτο τειχί.

? Δε γλυτώνεις, Χασάν. Παραδώσου! φωνάζει το παλληκάρι ο Ρούκης, που κραδαίνοντας την πάλα μπουκάρει πρώτος.

Το ‘νιωσε κι ο αγάς και παίρνει τη μεγάλη απόφαση…

? Νισάφι. Δε βαστιέται το κάστρο!

Κ’ έτσι, στις δεκατρείς του Απρίλη του 1821, το κάστρο παραδίνεται κ’ η επαναστατική σημαία του Διάκου ? «χρ?μα μ?ν φέρουσα λευκόν, σύμβολον δ? τ?ν ?γιον Γεώργιον κ’ ?πιγραφήν μεγάλοις γράμμασι ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ? ΘΑΝΑΤΟΣ» ? κυματίζει στον παλιό εκείνο «πύργο των τιμών».

Για την αστραπιαία εκπόρθηση του φρουρίου, ο αγωνιστής του Εικοσιένα Λάμπρος Κουτσονίκας γράφει, ανάμεσα στ’ άλλα, κι αυτά στ’ απομνημονεύματα του:

«Ε?ς τ?ν ?κπόρθησιν το? φρουρίου διεκρίθη ? ?πλαρχηγός ?ωάννης Ρούκης, ?στις ?ναβ?ς τ? τείχη κα? ε?σελθ?ν ?ντ?ς α?το? κα? πάλιν πηδήσας ?ξ?λθε σ?ος, ?στε ο? ?θωμανο? ?δόντες τ? τοια?τα τ?ν ?λλήνων τολμήματα, ?ναγκασθέντες δ? κα? ?κ τ?ς ?λλείψεως τροφ?ν, παρεδόθησαν…».

Σε λίγες μέρες ακολουθεί η μάχη της Αλαμάνας κι ο ημίθεος του Εικοσιένα, ο Θανάσης Διάκος, περνάει στην αθανασία… Το τρόπαιο, όμως, του Διάκου, με το πάρσιμο του κάστρου, καθώς κ’ η τραγική του θυσία στο βωμό της λευτεριάς, γιόμισαν τις καρδιές των ραγιάδων με κρυφό ενθουσιασμό και πίστη στη νίκη.

Μετά την Αλαμάνα, τα στίφη του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσέ Μεχμέτ, σαρώνοντας κάθε αντίσταση, μπαίνουν στη Λειβαδιά, σφάζουν, ατιμάζουν, πυρπολούν. Και δυο χιλιάδες Λειβαδιώτες, άντρες, γυναίκες και παιδιά, ύστερα από ένα τρομερό αποκλεισμό, μια νύχτα αφέγγαρη, σπάνε το φράγμα των πολιορκητών και βγαίνουν απ’ το κάστρο με τα γιαταγάνια στο χέρι.

Το κάψιμο της Λειβαδιάς το εκδικήθηκε στις τριάντα του Ιούνη ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, που σα δαίμονας μπήκε με τ’ ασκέρι του στη Λειβαδιά κ’ έκανε μεγάλη σφαγή στους Τούρκους. Στη συνέχεια, το κάστρο της Λειβαδιάς, ακολουθώντας τη μεταβλητή πορεία του εθνικού αγώνα, έμεινε στα χέρια του εχθρού ως το 1829, που εγκαταλείψανε οι Τούρκοι οριστικά τη Βοιωτία. Κι από τότε, το παλιό φρούριο με τις απότομες και τραχιές του πλαγιές, στέκετ’ εκεί, στο ψήλωμά του, πλάι στη Λειβαδιά, να μας διηγιέται τα περασμένα, που, ίδιες σκιές, πλανιούνται στις έρημες επάλξεις και στα ερειπωμένα του πυργιά.

Από το βιβλίο του Γιάννη Π. Γκίκα ?Κάστρα του θρύλου και της ιστορίας? τ. Α?