Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.
Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας, εν τάφω Σε κηδεύει.
Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη.
Ούς έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου.
Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην.
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.
Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους.
Η εκκλησιαστική ποίηση στη δύση του βίου της μας χάρισε μερικές ωραίες αναλαμπές. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς γράφτηκαν τα τρία ποιήματα του Επιτάφιου θρήνου που ψέλνονται το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής στις εκκλησίες. Η απουσία τους όμως από παλιότερα λειτουργικά βιβλία, μας πείθει πως είναι γέννημα των τελευταίων χρόνων του Βυζαντίου. Ο άγνωστος ή οι άγνωστοι ποιητές τους συνεχίζουν μ’ αυτά τις καλύτερες παραδόσεις των παλιών μεγάλων υμνωδών.
Ο Επιτάφιος Θρήνος, με τις έξοχες ποιητικές του εικόνες, τον παλμό και το πάθος του, προκαλεί ακόμα ρίγη συγκίνησης στους ακροατές.
(Η ελληνική ποίηση ανθολογημένη, β’ τόμος μεσαίωνας, Μάρκου Αυγέρη, Β. Ρώτα, Θρ. Σταύρου, Μ. Μ. Παπαϊωάννου, εκδ. ΚΥΨΕΛΗ, Αθήνα 1958)