Καλοκαιράκι 2024
Γλυκιά μου Άνοιξη, πού βασίλεψε η ομορφιά σου;
Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.
Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας, εν τάφω Σε κηδεύει.
Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη.
Ούς έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου.
Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην.
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.
Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους.
Η εκκλησιαστική ποίηση στη δύση του βίου της μας χάρισε μερικές ωραίες αναλαμπές. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς γράφτηκαν τα τρία ποιήματα του Επιτάφιου θρήνου που ψέλνονται το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής στις εκκλησίες. Η απουσία τους όμως από παλιότερα λειτουργικά βιβλία, μας πείθει πως είναι γέννημα των τελευταίων χρόνων του Βυζαντίου. Ο άγνωστος ή οι άγνωστοι ποιητές τους συνεχίζουν μ’ αυτά τις καλύτερες παραδόσεις των παλιών μεγάλων υμνωδών.
Ο Επιτάφιος Θρήνος, με τις έξοχες ποιητικές του εικόνες, τον παλμό και το πάθος του, προκαλεί ακόμα ρίγη συγκίνησης στους ακροατές.
(Η ελληνική ποίηση ανθολογημένη, β’ τόμος μεσαίωνας, Μάρκου Αυγέρη, Β. Ρώτα, Θρ. Σταύρου, Μ. Μ. Παπαϊωάννου, εκδ. ΚΥΨΕΛΗ, Αθήνα 1958)
Μουσική πασχαλινή επένδυση
Πάσχα των Ελλήνων
Primavera
Τι είναι η Ιστορία;
Απρίλης ξανθός!
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
Έστησ‘ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα,
και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια καί γλυκά, νερά χαριτωμένα,
χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ αναβρύζει κι η ζωή σ‘ γή, σ‘ ουρανό, σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π‘ ακίνητό ‚ναι κι άσπρο,
ακίνητ‘ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ‘ ως τον πάτο,
με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
που ‚χ‘ ευωδίσει τσ‘ ύπνους της μεσα στον άγριο κρίνο.“
„O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».
Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.