Γιάννης Ρίτσος – Σούρουπο στη συνοικία

Άνοιξη. Λαχανιάζει το φως γύρω και μέσα μας. Μια βαθιά ανάσα. Λιγάκι πιότερος αγέρας. Λαχταρίζει ένα φτερό πάνου μας, σκουντάει τους τοίχους. Μια πασχαλιά σκύβει πάνου απ’ τη μάντρα. Σε κοιτάει καλά. Την ξέρεις. Ξέρεις τη μυρουδιά της, φυλαγμένη κατάβαθα, εκεί πλάι-πλάι με την εικόνα της μητέρας, με το χαμόγελό της το βραδινό που σάλευε στη μορφή της σαν ένα μικρό, καρτερικό άστρο… Τότες που γυρνούσαμε σκονισμένοι, παιδιά, με γδαρμένα γόνατα, απ’ τις τάπιες του νησιού, πέρα στη Μονοβάσια, με την πίκρα του σύθαμπου πάνω στην ψυχή, σαν ένα στεγνό βότσαλο πάνω στην παλιά εταζέρα, σαν ένα ξεροκόμματο ψωμί πάνου στο εργατικό τραπέζι μετά το δείπνο. Η πασχαλιά, η μαβιά μυρωδιά της στη συνοικία της Αθήνας. Λες: ευχαριστώ. Ένας κόμπος στο λαρύγγι. Είναι όμορφα… Η μάντρα, τα δεντράκια, οι πέτρες εδώ. Η λάμψη του δειλινού πάνου στις καλτσοβελόνες καθώς πλέκει στο παράθυρο η κοπέλα τού μπαρμπα-Στάθη. Η φωνή του εφημεριδοπώλη «τελευταίο παράρτημα…» Είναι όμορφα… Το ξέρεις, και πικραίνεσαι γιατί το ξέρεις. Προχτές ακόμη, πότε; -να, ένα-δυο μέρες πριν, Νοέμβρης-Δεκέμβρης, α, ναι, δεν ήξερες: ήταν δεν ήταν όμορφα. Μονάχα ήταν. Κι όλα βρισκόνταν μέσα του. Τα σπίτια κι οι άνθρωποι και τα δέντρα, όλο το φως, η λευτεριά…

Τώρα λιγόστεψε ο αγέρας, χωρίστηκαν πάλι τα πράματα, καθένα με τ’ όνομά του: το σπίτι, το δέντρο, ο μπαρμπα-Στάθης, η Μαρία, ο εφημεριδοπώλης, το δειλινό, η μνήμη, το παρόν… Ζητάς να πάρεις μια βαθιά ανάσα. Κάτι μποδάει. Μα, κει πιο μέσα, πιο βαθιά, το σμίξιμο, η λαχτάρα μια: λευτεριά… Το δειλινό στη συνοικία της Αθήνας μας. Ένα μελαχρινό παλικάρι στέκεται μπροστά στο μουτζουρωμένο τοίχο. Έχει τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού σφιγμένα σε γροθιές. Κοιτάει τον τοίχο με τα κόκκινα σβησμένα γράμματα.

Μια γριά περνάει δίπλα του. Κοντοστέκει. Κοιτάζει σα μάννα:

— Μας τα σβήσανε, γιε μου, έτσι λέει. Μας τα σβήσανε.

Το μελαχρινό παλικάρι δε μιλάει. Μόνο που σφίγγει λίγο τα χείλια του. Η γριούλα πηγαίνει πιο σιμά του:

— Μη χολοσκάς, μάτια μου. Κι αν σβήσανε, μαθές, τα γράμματα απ’ τους τοίχους, μη δα σβηστήκανε κι απ’ την καρδιά μας;

Χαμογελάει το παλικάρι, χαμογελάει κι η γριούλα μπροστά στον τοίχο, εκεί, με τα σβησμένα γράμματα. Όλα σμίγουν ξανά: το δειλινό, τα σπίτια, η πασχαλιά, οι καρδιές… Ένα όνομα…

Κι η φωνή του εφημεριδοπώλη μέσα στη συνοικία της Αθήνας, στο τριανταφυλλένιο σούρουπο. Η φωνή του: «Οι Ρώσοι στο Βερολίνο».

 

Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 2 του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (12.5.1945)

53c4f58e79f0fd9145172b4ddbb1208d

Γιώργος Σεφέρης – «Μυθιστόρημα»

Γιώργος Σεφέρης – «Μυθιστόρημα»

(ἀπὸ τὴν ἔκδοση «Γιῶργος Σεφέρης, Ποιήματα», Ἴκαρος, 1989)

Si j᾿ ai du gout, ce n᾿ est guère
Que pour la terre et les pierres.
ARTHUR RIMBAUD

Α´

Τὸν ἄγγελο
τὸν περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολὺ κοντὰ
τὰ πεῦκα τὸ γιαλὸ καὶ τ᾿ ἄστρα.
Σμίγοντας τὴν κόψη τ᾿ ἀλετριοῦ
ἢ τοῦ καραβιοῦ τὴν καρένα
ψάχναμε νὰ βροῦμε πάλι τὸ πρῶτο σπέρμα
γιὰ νὰ ξαναρχίσει τὸ πανάρχαιο δράμα.

Γυρίσαμε στὰ σπίτια μας τσακισμένοι
μ᾿ ἀνήμπορα μέλη, μὲ τὸ στόμα ρημαγμένο
ἀπὸ τὴ γέψη τῆς σκουριᾶς καὶ τῆς ἁρμύρας.
Ὅταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατὰ τὸ βοριά, ξένοι
βυθισμένοι μέσα σὲ καταχνιὲς ἀπὸ τ᾿ ἄσπιλα φτερὰ τῶν κύκνων ποὺ μᾶς πληγώναν.
Τὶς χειμωνιάτικες νύχτες μᾶς τρέλαινε ὁ δυνατὸς ἀγέρας τῆς ἀνατολῆς
τὰ καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στὴν ἀγωνία τῆς μέρας ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ξεψυχήσει.

Φέραμε πίσω
αὐτὰ τ᾿ ἀνάγλυφα μιᾶς τέχνης ταπεινῆς.

Β´

Ἀκόμη ἕνα πηγάδι μέσα σὲ μιὰ σπηλιά.
Ἄλλοτε μᾶς ἦταν εὔκολο ν᾿ ἀντλήσουμε εἴδωλα καὶ στολίδια
γιὰ νὰ χαροῦν οἱ φίλοι ποὺ μᾶς ἔμεναν ἀκόμη πιστοί.
Ἔσπασαν τὰ σκοινιὰ μονάχα οἱ χαρακιὲς στοῦ πηγαδιοῦ τὸ στόμα
μᾶς θυμίζουν τὴν περασμένη μας εὐτυχία:
τὰ δάχτυλα στὸ φιλιατρό, καθὼς ἔλεγε ὁ ποιητής.
Τὰ δάχτυλα νιώθουν τὴ δροσιὰ τῆς πέτρας λίγο
κι ἡ θέρμη τοῦ κορμιοῦ τὴν κυριεύει
κι ἡ σπηλιὰ παίζει τὴν ψυχή της καὶ τὴ χάνει
κάθε στιγμή, γεμάτη σιωπή, χωρὶς μία στάλα.

Γ´

Μέμνησο λουτρῶν οἷς ἐνοσφίσθης

Ξύπνησα μὲ τὸ μαρμάρινο τοῦτο κεφάλι στὰ χέρια
ποὺ μοῦ ἐξαντλεῖ τοὺς ἀγκῶνες καὶ δὲν ξέρω ποῦ νὰ
τ᾿ ἀκουμπήσω.
Ἔπεφτε τὸ ὄνειρο καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ ὄνειρο
ἔτσι ἑνώθηκε ἡ ζωή μας καὶ θὰ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ξαναχωρίσει.

Κοιτάζω τὰ μάτια. Μήτε ἀνοιχτὰ μήτε κλειστὰ
μιλῶ στὸ στόμα ποὺ ὅλο γυρεύει νὰ μιλήσει
κρατῶ τὰ μάγουλα ποὺ ξεπέρασαν τὸ δέρμα.

Δὲν ἔχω ἄλλη δύναμη
τὰ χέρια μου χάνουνται καὶ μὲ πλησιάζουν
ἀκρωτηριασμένα.

Δ´
ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ

Καὶ ψυχὴ
εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτὴν
εἰς ψυχὴν
αὐτὴ βλεπτέον:
τὸν ξένο καὶ τὸν ἐχθρὸ τὸν εἴδαμε στὸν καθρέφτη.

Ἤτανε καλὰ παιδιὰ οἱ σύντροφοι, δὲ φωνάζαν
οὔτε ἀπὸ τὸν κάματο οὔτε ἀπὸ τὴ δίψα οὔτε ἀπὸ τὴν παγωνιά,
εἴχανε τὸ φέρσιμο τῶν δέντρων καὶ τῶν κυμάτων
ποὺ δέχουνται τὸν ἄνεμο καὶ τὴ βροχὴ
δέχουνται τὴ νύχτα καὶ τὸν ἥλιο
χωρὶς ν᾿ ἀλλάζουν μέσα στὴν ἀλλαγή.
Ἤτανε καλὰ παιδιά, μέρες ὁλόκληρες
ἵδρωναν στὸ κουπὶ μὲ χαμηλωμένα μάτια
ἀνασαίνοντας μὲ ρυθμὸ
καὶ τὸ αἷμα τοὺς κοκκίνιζε ἕνα δέρμα ὑποταγμένο.
Κάποτε τραγούδησαν, μὲ χαμηλωμένα μάτια
ὅταν περάσαμε τὸ ἐρημόνησο μὲ τὶς ἀραποσυκιὲς
κατὰ τὴ δύση, πέρα ἀπὸ τὸν κάβο τῶν σκύλων
ποὺ γαβγίζουν.
Εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτήν, ἔλεγαν
εἰς ψυχὴν βλεπτέον, ἔλεγαν
καὶ τὰ κουπιὰ χτυποῦσαν τὸ χρυσάφι τοῦ πελάγου
μέσα στὸ ἡλιόγερμα.
Περάσαμε κάβους πολλοὺς πολλὰ νησιὰ τὴ θάλασσα
ποὺ φέρνει τὴν ἄλλη θάλασσα, γλάρους καὶ φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναῖκες κάποτε μὲ ὀλολυγμοὺς
κλαίγανε τὰ χαμένα τους παιδιὰ
κι ἄλλες ἀγριεμένες γύρευαν τὸ Μεγαλέξαντρο
καὶ δόξες βυθισμένες στὰ βάθη τῆς Ἀσίας.
Ἀράξαμε σ᾿ ἀκρογιαλιὲς γεμάτες ἀρώματα νυχτερινὰ
μὲ κελαηδίσματα πουλιῶν, νερὰ ποὺ ἀφήνανε στὰ χέρια
τὴ μνήμη μιᾶς μεγάλης εὐτυχίας.
Μὰ δὲν τελειῶναν τὰ ταξίδια.
Οἱ ψυχές τους ἔγιναν ἕνα με τὰ κουπιὰ καὶ τοὺς σκαρμοὺς
μὲ τὸ σοβαρὸ πρόσωπο τῆς πλώρης
μὲ τ᾿ αὐλάκι τοῦ τιμονιοῦ
μὲ τὸ νερὸ ποὺ ἔσπαζε τὴ μορφή τους.
Οἱ σύντροφοι τέλειωσαν μὲ τὴ σειρά,
μὲ χαμηλωμένα μάτια. Τὰ κουπιά τους
δείχνουν τὸ μέρος ποὺ κοιμοῦνται στ᾿ ἀκρογιάλι.
Κανεὶς δὲν τοὺς θυμᾶται. Δικαιοσύνη.

Ε´

Δὲν τοὺς γνωρίσαμε ἦταν ἡ ἐλπίδα στὸ βάθος ποὺ ἔλεγε
πὼς τοὺς εἴχαμε γνωρίσει ἀπὸ μικρὰ παιδιά.
Τοὺς εἴδαμε ἴσως δυὸ φορὲς κι ἔπειτα πῆραν τὰ καράβια,
φορτία κάρβουνο, φορτία γεννήματα, κι οἱ φίλοι μας
χαμένοι πίσω ἀπὸ τὸν ὠκεανὸ παντοτινά.
Ἡ αὐγὴ μᾶς βρίσκει πλάι στὴν κουρασμένη λάμπα
νὰ γράφουμε ἀδέξια καὶ μὲ προσπάθεια στὸ χαρτὶ
πλεούμενα γοργόνες ἢ κοχύλια
τὸ ἀπόβραδο κατεβαίνουμε στὸ ποτάμι
γιατὶ μᾶς δείχνει τὸ δρόμο πρὸς τὴ θάλασσα,
καὶ περνοῦμε τὶς νύχτες σὲ ὑπόγεια ποὺ μυρίζουν κατράμι.
Οἱ φίλοι μας ἔφυγαν ἴσως νὰ μὴν τοὺς εἴδαμε ποτές, ἴσως
νὰ τοὺς συναπαντήσαμε ὅταν ἀκόμη ὁ ὕπνος
μᾶς ἔφερνε πολὺ κοντὰ στὸ κύμα ποὺ ἀνασαίνει
ἴσως νὰ τοὺς γυρεύουμε γιατὶ γυρεύουμε τὴν ἄλλη ζωή,
πέρα ἀπὸ τ᾿ ἀγάλματα.

ΣΤ´

Μ. Ρ.

Τὸ περιβόλι μὲ τὰ συντριβάνια του στὴ βροχὴ
θὰ τὸ βλέπεις μόνο ἀπὸ τὸ χαμηλὸ παράθυρο
πίσω ἀπὸ τὸ θολὸ τζάμι. Ἡ κάμαρά σου
θὰ φωτίζεται μόνο ἀπὸ τὴ φλόγα τοῦ τζακιοῦ
καὶ κάποτε, στὶς μακρινὲς ἀστραπὲς θὰ φαίνουνται
οἱ ρυτίδες τοῦ μετώπου σου, παλιέ μου φίλε.
Τὸ περιβόλι μὲ τὰ συντριβάνια ποὺ ἦταν στὸ χέρι σου
ρυθμὸς τῆς ἄλλης ζωῆς, ἔξω ἀπὸ τὰ σπασμένα
μάρμαρα καὶ τὶς κολόνες τὶς τραγικὲς
κι ἕνας χορὸς μέσα στὶς πικροδάφνες
κοντὰ στὰ καινούργια λατομεῖα,
ἕνα γυαλὶ θαμπὸ θὰ τὄ ῾χει κόψει ἀπὸ τὶς ὦρες σου.
Δὲ θ᾿ ἀνασάνεις, τὸ χῶμα κι ὁ χυμὸς τῶν δέντρων
θὰ ὁρμοῦν ἀπὸ τὴ μνήμη σου γιὰ νὰ χτυπήσουν
πάνω στὸ τζάμι αὐτὸ ποὺ τὸ χτυπᾶ ἡ βροχὴ
ἀπὸ τὸν ἔξω κόσμο.

Ζ´
ΝΟΤΙΑΣ

Τὸ πέλαγο σμίγει κατὰ τὴ δύση μία βουνοσειρά.
Ζερβά μας ὁ νοτιᾶς φυσάει καὶ μᾶς τρελαίνει,
αὐτὸς ὁ ἀγέρας ποὺ γυμνώνει τὰ κόκαλα ἀπ᾿ τὴ σάρκα.
Τὸ σπίτι μας μέσα στὰ πεῦκα καὶ στὶς χαρουπιές.
Μεγάλα παράθυρα. Μεγάλα τραπέζια
γιὰ νὰ γράφουμε τὰ γράμματα ποὺ σοῦ γράφουμε
τόσους μῆνες καὶ τὰ ρίχνουμε
μέσα στὸν ἀποχωρισμὸ γιὰ νὰ γεμίσει.

Ἄστρο τῆς αὐγῆς, ὅταν χαμήλωνες τὰ μάτια
οἱ ὦρες μας ἦταν πιὸ γλυκιὲς ἀπὸ τὸ λάδι
πάνω στὴν πληγή, πιὸ πρόσχαρες ἀπὸ τὸ κρύο νερὸ
στὸν οὐρανίσκο, πιὸ γαλήνιες ἀπὸ τὰ φτερὰ τοῦ κύκνου.
Κρατοῦσες τὴ ζωή μας στὴν παλάμη σου.
Ὕστερα ἀπὸ τὸ πικρὸ ψωμὶ τῆς ξενιτιᾶς
τὴ νύχτα ἂν μείνουμε μπροστὰ στὸν ἄσπρο τοῖχο
ἡ φωνή σου μᾶς πλησιάζει σὰν ἔλπιση φωτιᾶς
καὶ πάλι αὐτὸς ὁ ἀγέρας ἀκονίζει
πάνω στὰ νεῦρα μας ἕνα ξυράφι.

Σοῦ γράφουμε ὁ καθένας τὰ ἴδια πράματα
καὶ σωπαίνει ὁ καθένας μπρὸς στὸν ἄλλον
κοιτάζοντας, ὁ καθένας, τὸν ἴδιο κόσμο χωριστὰ
τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι στὴ βουνοσειρὰ
κι ἐσένα.

Ποιὸς θὰ σηκώσει τὴ θλίψη τούτη ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας;
Χτὲς βράδυ μία νεροποντὴ καὶ σήμερα
βαραίνει πάλι ὁ σκεπασμένος οὐρανός. Οἱ στοχασμοί μας
σὰν τὶς πευκοβελόνες τῆς χτεσινῆς νεροποντῆς
στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μας μαζεμένοι κι ἄχρηστοι
θέλουν νὰ χτίσουν ἕναν πύργο ποὺ γκρεμίζει.

Μέσα σὲ τοῦτα τὰ χωριὰ τ᾿ ἀποδεκατισμένα
πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸν κάβο, ξέσκεπο στὸ νοτιὰ
μὲ τὴ βουνοσειρὰ μπροστά μας ποὺ σὲ κρύβει,
ποιὸς θὰ μᾶς λογαριάσει τὴν ἀπόφαση τῆς λησμονιᾶς;
Ποιὸς θὰ δεχτεῖ τὴν προσφορά μας, στὸ τέλος αὐτὸ τοῦ φθινοπώρου.

H´

Μὰ τί γυρεύουν οἱ ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω σὲ καταστρώματα κατελυμένων καραβιῶν
στριμωγμένες μὲ γυναῖκες κίτρινες καὶ μωρὰ ποὺ κλαῖνε
χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ξεχαστοῦν οὔτε μὲ τὰ χελιδονόψαρα
οὔτε μὲ τ᾿ ἄστρα ποὺ δηλώνουν στὴν ἄκρη τὰ κατάρτια.
Τριμμένες ἀπὸ τοὺς δίσκους τῶν φωνογράφων
δεμένες ἄθελα μ᾿ ἀνύπαρχτα προσκυνήματα
μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις ἀπὸ ξένες γλῶσσες.

Μὰ τί γυρεύουν οἱ ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στὰ σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
ἀπὸ λιμάνι σὲ λιμάνι;

Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες, ἀνασαίνοντας
τὴ δροσιὰ τοῦ πεύκου πιὸ δύσκολα κάθε μέρα,
κολυμπώντας στὰ νερὰ τούτης τῆς θάλασσας
κι ἐκείνης τῆς θάλασσας,
χωρὶς ἁφὴ
χωρὶς ἀνθρώπους
μέσα σε μία πατρίδα ποὺ δὲν εἶναι πιὰ δική μας
οὔτε δική σας.

Τὸ ξέραμε πὼς ἦταν ὡραῖα τὰ νησιὰ
κάπου ἐδῶ τριγύρω ποὺ ψηλαφοῦμε
λίγο πιὸ χαμηλὰ ἢ λίγο πιὸ ψηλὰ
ἕνα ἐλάχιστο διάστημα.

Θ´

Εἶναι παλιὸ τὸ λιμάνι, δὲν μπορῶ πιὰ νὰ περιμένω
οὔτε τὸ φίλο ποὺ ἔφυγε στὸ νησὶ μὲ τὰ πεῦκα
οὔτε τὸ φίλο ποὺ ἔφυγε στὸ νησὶ μὲ τὰ πλατάνια
οὔτε τὸ φίλο ποὺ ἔφυγε γιὰ τ᾿ ἀνοιχτά.
Χαϊδεύω τὰ σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τὰ κουπιὰ
νὰ ζωντανέψει τὸ κορμί μου καὶ ν᾿ ἀποφασίσει.
Τὰ καραβόπανα δίνουν μόνο τὴ μυρωδιὰ
τοῦ ἁλατιοῦ τῆς ἄλλης τρικυμίας.

Ἂν τὸ θέλησα νὰ μείνω μόνος, γύρεψα
τὴ μοναξιά, δὲ γύρεψα μία τέτοια ἀπαντοχή,
τὸ κομμάτιασμα τῆς ψυχῆς μου στὸν ὁρίζοντα,
αὐτὲς τὶς γραμμές, αὐτὰ τὰ χρώματα, αὐτὴ τὴ σιγή.

Τ᾿ ἄστρα τῆς νύχτας μὲ γυρίζουν στὴν προσδοκία
τοῦ Ὀδυσσέα γιὰ τοὺς νεκροὺς μὲς στ᾿ ἀσφοδίλια.
Μὲς στ᾿ ἀσφοδίλια σὰν ἀράξαμε ἐδῶ-πέρα θέλαμε νὰ βροῦμε
τὴ λαγκαδιὰ ποὺ εἶδε τὸν Ἅδωνι λαβωμένο.

Ι´

Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ
ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα.
Δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε.
Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας
ἴδιος με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας.
Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε
τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας.
Κι οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα
γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴν ψυχή μας.
Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας;

Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν
οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια
τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε
βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα
σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν
σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν.

ΙΑ´

Τὸ αἷμα σου πάγωνε κάποτε σὰν τὸ φεγγάρι,
μέσα στὴν ἀνεξάντλητη νύχτα τὸ αἷμα σου
ἅπλωνε τὶς ἄσπρες του φτεροῦγες πάνω
στοὺς μαύρους βράχους τὰ σχήματα τῶν δέντρων καὶ τὰ σπίτια
μὲ λίγο φῶς ἀπὸ τὰ παιδικά μας χρόνια.

ΙΒ´
Μποτίλια στὸ πέλαγο

Τρεῖς βράχοι λίγα καμένα πεῦκα κι ἕνα ρημοκλήσι
καὶ παραπάνω
τὸ ἴδιο τοπίο ἀντιγραμμένο ξαναρχίζει
τρεῖς βράχοι σὲ σχῆμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεῦκα, μαῦρα καὶ κίτρινα
κι ἕνα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στὸν ἀσβέστη
καὶ παραπάνω ἀκόμη πολλὲς φορὲς
τὸ ἴδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτὰ
ὡς τὸν ὁρίζοντα ὡς τὸν οὐρανὸ ποὺ βασιλεύει.

Ἐδῶ ἀράξαμε τὸ καράβι νὰ ματίσουμε τὰ σπασμένα κουπιά,
νὰ πιοῦμε νερὸ καὶ νὰ κοιμηθοῦμε.
Ἡ θάλασσα ποὺ μᾶς πίκρανε εἶναι βαθιὰ κι ἀνεξερεύνητη
καὶ ξεδιπλώνει μίαν ἀπέραντη γαλήνη.
Ἐδῶ μέσα στὰ βότσαλα βρήκαμε ἕνα νόμισμα
καὶ τὸ παίξαμε στὰ ζάρια.
Τὸ κέρδισε ὁ μικρότερος καὶ χάθηκε.

Ξαναμπαρκάραμε μὲ τὰ σπασμένα μας κουπιά.

ΙΓ´
Ὕδρα

Δελφίνια φλάμπουρα καὶ κανονιές.
Τὸ πέλαγο τόσο πικρὸ γιὰ τὴν ψυχή σου κάποτε,
σήκωνε τὰ πολύχρωμα κι ἀστραφτερὰ καράβια
λύγιζε, τὰ κλυδώνιζε κι ὅλο μαβὶ μ᾿ ἄσπρα φτερά,
τόσο πικρὸ γιὰ τὴν ψυχή σου κάποτε
τώρα γεμάτο χρώματα στὸν ἥλιο.

Ἄσπρα πανιὰ καὶ φῶς καὶ τὰ κουπιὰ τὰ ὑγρὰ
χτυποῦσαν μὲ ρυθμὸ τυμπάνου ἕνα ἡμερωμένο κύμα.

Θὰ ἦταν ὡραῖα τὰ μάτια σου νὰ κοίταζαν
θὰ ἦταν λαμπρὰ τὰ χέρια σου ν᾿ ἀπλώνουνταν
θὰ ἦταν σὰν ἄλλοτε ζωηρὰ τὰ χείλια σου
μπρὸς σ᾿ ἕνα τέτοιο θάμα
τὸ γύρευες τί γύρευες μπροστὰ στὴ στάχτη
ἢ μέσα στὴ βροχὴ στὴν καταχνιὰ στὸν ἄνεμο,
τὴν ὥρα ἀκόμη ποὺ χαλάρωναν τὰ φῶτα
κι ἡ πολιτεία βύθιζε κι ἀπὸ τὶς πλάκες
σοῦ ῾δειχνε τὴν καρδιά του ὁ Ναζωραῖος,
τί γύρευες; γιατί δὲν ἔρχεσαι; τί γύρευες;

ΙΔ´

Τρία κόκκινα περιστέρια μέσα στὸ φῶς
χαράζοντας τὴ μοίρα μας μέσα στὸ φῶς
μὲ χρώματα καὶ χειρονομίες ἀνθρώπων
ποὺ ἀγαπήσαμε.

ΙΕ´

Quid πλατανῶν opacissimus?

Ὁ ὕπνος σὲ τύλιξε, σὰν ἕνα δέντρο, μὲ πράσινα φύλλα,
ἀνάσαινες, σὰν ἕνα δέντρο, μέσα στὸ ἥσυχο φῶς,
μέσα στὴ διάφανη πηγὴ κοίταξα τὴ μορφή σου
κλεισμένα βλέφαρα καὶ τὰ ματόκλαδα χάραζαν τὸ νερό.
Τὰ δάχτυλά μου στὸ μαλακὸ χορτάρι, βρῆκαν τὰ δάχτυλά σου
κράτησα τὸ σφυγμό σου μιὰ στιγμὴ
κι ἔνιωσα ἀλλοῦ τὸν πόνο τῆς καρδιᾶς σου.

Κάτω ἀπὸ τὸ πλατάνι, κοντὰ στὸ νερό, μέσα στὶς δάφνες
ὁ ὕπνος σὲ μετακινοῦσε καὶ σὲ κομμάτιαζε
γύρω μου, κοντά μου, χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ σ᾿ ἀγγίξω ὁλόκληρη,
ἑνωμένη μὲ τὴ σιωπή σου
βλέποντας τὸν ἴσκιο σου νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ μικραίνει,
νὰ χάνεται στοὺς ἄλλους ἴσκιους, μέσα στὸν ἄλλο
κόσμο ποὺ σ᾿ ἄφηνε καὶ σὲ κρατοῦσε.

Τὴ ζωὴ ποὺ μᾶς ἔδωσαν νὰ ζήσουμε, τὴ ζήσαμε.
Λυπήσου ἐκείνους ποὺ περιμένουν μὲ τόση ὑπομονὴ
χαμένοι μέσα στὶς μαῦρες δάφνες κάτω ἀπὸ τὰ βαριὰ πλατάνια
κι ὅσους μονάχοι τους μιλοῦν σὲ στέρνες καὶ σὲ πηγάδια
καὶ πνίγουνται μέσα στοὺς κύκλους τῆς φωνῆς.
Λυπήσου τὸ σύντροφο ποὺ μοιράστηκε τὴ στέρησή μας καὶ τὸν ἱδρώτα
καὶ βύθισε μέσα στὸν ἥλιο σὰν κοράκι πέρα ἀπ᾿ τὰ μάρμαρα,
χωρὶς ἐλπίδα νὰ χαρεῖ τὴν ἀμοιβή μας.

Δῶσε μας, ἔξω ἀπὸ τὸν ὕπνο, τὴ γαλήνη.

ΙΣΤ´

ὄνομα δ᾿ Ὀρέστης

Στὴ σφενδόνη, πάλι στὴ σφενδόνη, στὴ σφενδόνη,
πόσοι γύροι, πόσοι αἱμάτινοι κύκλοι, πόσες μαῦρες
σειρές. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ μὲ κοιτάζουν,
ποὺ μὲ κοιτάζαν ὅταν πάνω στὸ ἅρμα
σήκωσα τὸ χέρι λαμπρός, κι ἀλάλαξαν.

Οἱ ἀφροὶ τῶν ἀλόγων μὲ χτυποῦν, τ᾿ ἄλογα πότε θ᾿ ἀποστάσουν;
Τρίζει ὁ ἄξονας, πυρώνει ὁ ἄξονας, πότε ὁ ἄξονας θ᾿ ἀνάψει;
Πότε θὰ σπάσουν τὰ λουριά, πότε τὰ πέταλα
θὰ πατήσουν μ᾿ ὅλο τὸ πλάτος πάνω στὸ χῶμα
πάνω στὸ μαλακὸ χορτάρι, μέσα στὶς παπαροῦνες ὅπου
τὴν ἄνοιξη μάζεψες μία μαργαρίτα.
Ἦταν ὡραῖα τὰ μάτια σου μὰ δὲν ἤξερες ποὺ νὰ κοιτάξεις
δὲν ἤξερα ποὺ νὰ κοιτάξω μήτε κι ἐγώ, χωρὶς πατρίδα
ἐγὼ ποὺ μάχομαι ἐδῶ-πέρα, πόσοι γύροι;
καὶ νιώθω τὰ γόνατα νὰ λυγίζουν πάνω στὸν ἄξονα
πάνω στὶς ρόδες πάνω στὸν ἄγριο στίβο,
τὰ γόνατα λυγίζουν εὔκολα σὰν τὸ θέλουν οἱ θεοί,
κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ξεφύγει, τί νὰ τὴν κάνεις τὴ δύναμη, δὲν μπορεῖς
νὰ ξεφύγεις τὴ θάλασσα ποὺ σὲ λίκνισε καὶ ποὺ γυρεύεις
τούτη τὴν ὥρα τῆς ἀμάχης, μέσα στὴν ἀλογίσια ἀνάσα,
μὲ τὰ καλάμια ποὺ τραγουδοῦσαν τὸ φθινόπωρο σὲ τρόπο λυδικό,
τὴ θάλασσα ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ βρεῖς ὅσο κι ἂν τρέχεις
ὅσο κι ἂν γυρίζεις μπροστὰ στὶς μαῦρες Εὐμενίδες ποὺ βαριοῦνται,
χωρὶς συχώρεση.

ΙΖ´
Ἀστυάναξ

Τώρα ποὺ θὰ φύγεις πάρε μαζί σου καὶ τὸ παιδὶ
ποὺ εἶδε τὸ φῶς κάτω ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πλατάνι,
μιὰ μέρα ποὺ ἀντηχοῦσαν σάλπιγγες καὶ ἔλαμπαν ὅπλα
καὶ τ᾿ ἄλογα ἱδρωμένα σκύβανε ν᾿ ἀγγίξουν
τὴν πράσινη ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ
στὴ γούρνα μὲ τὰ ὑγρά τους τὰ ρουθούνια.

Οἱ ἐλιὲς μὲ τὶς ρυτίδες τῶν γονιῶν μας
τὰ βράχια μὲ τὴ γνώση τῶν γονιῶν μας
καὶ τὸ αἷμα τοῦ ἀδερφοῦ μας ζωντανὸ στὸ χῶμα
ἤτανε μία γερὴ χαρὰ μία πλούσια τάξη
γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ γνώριζαν τὴν προσευχή τους.

Τώρα ποὺ θὰ φύγεις, τώρα ποὺ ἡ μέρα τῆς πληρωμῆς
χαράζει, τώρα ποὺ κανεὶς δὲν ξέρει
ποιὸν θὰ σκοτώσει καὶ πῶς θὰ τελειώσει,
πάρε μαζί σου τὸ παιδὶ ποὺ εἶδε τὸ φῶς
κάτω ἀπ᾿ τὰ φύλλα ἐκείνου τοῦ πλατάνου
καὶ μάθε του νὰ μελετᾶ τὰ δέντρα.

ΙΗ´

Λυποῦμαι γιατὶ ἄφησα νὰ περάσει ἕνα πλατὺ ποτάμι
μέσα ἀπὸ τὰ δάχτυλά μου
χωρὶς νὰ πιῶ οὔτε μία στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στὴν πέτρα.
Ἕνα μικρὸ πεῦκο στὸ κόκκινο χῶμα,
δὲν ἔχω ἄλλη συντροφιά.
Ὅ, τι ἀγάπησα χάθηκε μαζὶ μὲ τὰ σπίτια
ποὺ ἦταν καινούργια τὸ περασμένο καλοκαίρι
καὶ γκρέμισαν μὲ τὸν ἀγέρα τοῦ φθινοπώρου.

ΙΘ´

Κι ἂν ὁ ἀγέρας φυσᾶ δὲ μᾶς δροσίζει
κι ὁ ἴσκιος μένει στενὸς κάτω ἀπ᾿ τὰ κυπαρίσσια
κι ὅλο τριγύρω ἀνήφοροι στὰ βουνὰ
μᾶς βαραίνουν
οἱ φίλοι ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς νὰ πεθάνουν.

Κ´
[ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ]

Στὸ στῆθος μου ἡ πληγὴ ἀνοίγει πάλι
ὅταν χαμηλώνουν τ᾿ ἄστρα καὶ συγγενεύουν μὲ τὸ κορμί μου
ὅταν πέφτει σιγὴ κάτω ἀπὸ τὰ πέλματα τῶν ἀνθρώπων

Αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ βουλιάζουν μέσα στὰ χρόνια ὡς ποῦ θὰ μὲ παρασύρουν;
Τὴ θάλασσα τὴ θάλασσα, ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ τὴν ἐξαντλήσει;
Βλέπω τὰ χέρια κάθε αὐγὴ νὰ γνέφουν στὸ γύπα καὶ στὸ γεράκι
δεμένη πάνω στὸ βράχο ποὺ ἔγινε μὲ τὸν πόνο δικός μου,
βλέπω τὰ δέντρα ποὺ ἀνασαίνουν τὴ μαύρη γαλήνη τῶν πεθαμένων
κι ἔπειτα τὰ χαμόγελα, ποὺ δὲν προχωροῦν, τῶν ἀγαλμάτων.

ΚΑ´

Ἐμεῖς ποὺ ξεκινήσαμε γιὰ τὸ προσκύνημα τοῦτο
κοιτάξαμε τὰ σπασμένα ἀγάλματα
ξεχαστήκαμε καὶ εἴπαμε πὼς δὲ χάνεται ἡ ζωὴ τόσο εὔκολα
πὼς ἔχει ὁ θάνατος δρόμους ἀνεξερεύνητους
καὶ μία δική του δικαιοσύνη

πὼς ὅταν ἐμεῖς ὀρθοὶ στὰ πόδια μας πεθαίνουμε
μέσα στὴν πέτρα ἀδερφωμένοι
ἑνωμένοι μὲ τὴ σκληρότητα καὶ τὴν ἀδυναμία,
οἱ παλαιοὶ νεκροὶ ξεφύγαν ἀπ᾿ τὸν κύκλο καὶ ἀναστήθηκαν
καὶ χαμογελᾶνε μέσα σὲ μία παράξενη ἡσυχία.

ΚΒ´

Γιατί περάσαν τόσα καὶ τόσα μπροστὰ στὰ μάτια μας
ποὺ καὶ τὰ μάτια μας δὲν εἶδαν τίποτε, μὰ παραπέρα
καὶ πίσω ἡ μνήμη σὰν τὸ ἄσπρο πανὶ μία νύχτα σὲ μιὰ μάντρα
ποὺ εἴδαμε ὁράματα παράξενα, περισσότερο κι ἀπὸ σένα,
νὰ περνοῦν καὶ νὰ χάνουνται μέσα στὸ ἀκίνητο φύλλωμα μιᾶς πιπεριᾶς

γιατί γνωρίσαμε τόσο πολὺ τούτη τὴ μοίρα μας
στριφογυρίζοντας μέσα σὲ σπασμένες πέτρες, τρεῖς ἢ ἕξι χιλιάδες χρόνια
ψάχνοντας σὲ οἰκοδομὲς γκρεμισμένες ποὺ θὰ ἦταν ἴσως τὸ δικό μας σπίτι
προσπαθώντας νὰ θυμηθοῦμε χρονολογίες καὶ ἡρωικὲς πράξεις
θὰ μπορέσουμε;

γιατί δεθήκαμε καὶ σκορπιστήκαμε
καὶ παλέψαμε μὲ δυσκολίες ἀνύπαρχτες ὅπως λέγαν,
χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ἕνα δρόμο γεμάτο τυφλὰ συντάγματα,
βουλιάζοντας μέσα σὲ βάλτους καὶ μέσα στὴ λίμνη τοῦ Μαραθῶνα,
θὰ μπορέσουμε νὰ πεθάνουμε κανονικά;

ΚΓ´

Λίγο ἀκόμα
θὰ ἰδοῦμε τὶς ἀμυγδαλιὲς ν᾿ ἀνθίζουν
τὰ μάρμαρα νὰ λάμπουν στὸν ἥλιο
τὴ θάλασσα νὰ κυματίζει
λίγο ἀκόμα,
νὰ σηκωθοῦμε λίγο ψηλότερα.

ΚΔ´

Ἐδῶ τελειώνουν τὰ ἔργα τῆς θάλασσας, τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης.
Ἐκεῖνοι ποὺ κάποτε θὰ ζήσουν ἐδῶ ποὺ τελειώνουμε
ἂν τύχει καὶ μαυρίσει στὴ μνήμη τους τὸ αἷμα καὶ ξεχειλίσει
ἂς μὴ μᾶς ξεχάσουν, τὶς ἀδύναμες ψυχὲς μέσα στ᾿ ἀσφοδίλια,
ἂς γυρίσουν πρὸς τὸ ἔρεβος τὰ κεφάλια τῶν θυμάτων:
Ἐμεῖς ποὺ τίποτε δὲν εἴχαμε θὰ τοὺς διδάξουμε τὴ γαλήνη.

Δεκέμβρης 1933 – Δεκέμβρης 1934

anoijh

Μικρός Ναυτίλος

Εκφράζομαι όπως ένα περγαμόντο στον πρωινόν αέρα. Η διήθηση που δεν την αντιλαμβάνεται άλλος κανείς, αυτή έχει σημασία. Μέσ’ από τους κοινωνικούς αγώνες, τη λαχτάρα για δίκιο και για ελευθερία, το αναπαλλοτρίωτο του ατόμου: μια ευωδία!
Ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ τόσο μεγάλος ή τόσο μικρός όσο οι έννοιες που συλλαμβάνει, από τον Άγγελο αρχινώντας ίσαμε τον Δαίμονα. Είναι όσο το μέρος που απομένει όταν οι δύο αυτές αντίπαλες δυνάμεις αυτοεξουδετερωθούνε. Αν μου αρέσει ν’ ανάγομαι στην ευγένεια του δέντρου ή να μετατρέπω σε αίνιγμα τις λύσεις, είναι γι’ αυτό. Για να υποκαθίσταμαι στο παιδί που ήμουνα και να διαθέτω πάλι, εντελώς δωρεάν, την απέραντη εκείνη ορατότητα, την ισχυρότερη, τη διαρκέστερη από κάθε άλλης λογής Επανάσταση.
Οδυσσέας Ελύτης – Ο μικρός ναυτίλος

https://youtu.be/UqszPprhTRo
Μαλαματένια λόγιαbarka

Κράτα το

Αποσπερίτης

[..]Αργά το απόγευμα, χειμώνα καλοκαίρι, στον κήπο, ή εδώ στο παράθυρο, κάτω
απ’ την επίδραση του αποσπερίτη, ανέβαζα τ’ αριστερό μου χέρι
ν’ αγγίξω τα χείλη μου, αργά, προσεχτικά, αφηρημένα, γύρω γύρω,
σα να ’ταν να βοηθήσω στο σχηματισμό μιας άγνωστης λέξης ή σα να ’ταν
να στείλω κάπου ένα φιλί αναβλημένο……[…]
Χρυσόθεμις Γ. Ρίτσου
17457661_10210619638225768_6187674211660259686_n

Κράτα το

Γιάννης Ρίτσος Αγαμέμνων

90a87f6f70d88132ec0e637dc6a3b59d

(Ακόμη μια φορά, απ’ την κορφή της μαρμάρινης σκάλας, που ’ναι στρωμένη ολόκληρη με πορφυρούς τάπητες, ο πολέμαρχος χαιρετάει τ’ αλαλάζοντα πλήθη, με μια κίνηση σχεδόν αδημονίας. Μες στην κρυστάλλινη χειμωνιάτικη λιακάδα ακούγονται τα τύμπανα στην πιο κάτω πλατεία, οι κρότοι απ’ τις οπλές των αλόγων, το πλατάγισμα των σημαιών και οι φωνές των δούλων που ξεφορτώνουν τα λάφυρα απ’ τ’ αμάξια. Μόνο οι φρουροί μένουν ασάλευτοι στα προπύλαια σα ν’ ανήκουν σ’ έναν άλλο κόσμο. Ένα άρωμα στυφό κυματίζει στον αέρα απ’ τις πολλές πατημένες δάφνες. Ανάμεσα στις επευφημίες και στην γενική οχλαλοή, ξεχωρίζουν κάθε τόσο οι μεγάλες μαντικές φωνές μιας παραλοϊσμένης γυναίκας που κείτεται σωριασμένη στη βάση της σκάλας — φωνές ανεξήγητες, σε ξένη γλώσσα. Ο πολέμαρχος κι η γυναίκα του αποσύρθηκαν. Πέρασαν το μακρύ διάδρομο. Μπαίνουν στην αίθουσα όπου είναι στρωμένο το τραπέζι με το πρόγευμα. Εκείνος γδύνεται την πολεμική του στολή. Το μεγάλο του κράνος με την αλογοουρά το ακουμπάει στην κονσόλα, μπροστά στον καθρέφτη. Ο καθρέφτης αντανακλά το κράνος, έτσι σα να συντρόφεψαν δυο άδεια, παραμορφωμένα, μετάλλινα κρανία. Γέρνει σ’ ένα ανάκλιντρο. Κλείνει τα μάτια. Έξω ακούγονται πάντα οι επευφημίες του πλήθους κι οι κραυγές της ξένης γυναίκας. Φράζει με τις παλάμες του τ’ αυτιά του. Η γυναίκα του, ωραία, αυστηρή, επιβλητική, σκύβει, με μιαν αταίριαστη στο ύφος της ταπεινοφροσύνη, να του λύσει τα σανδάλια. Αυτός αποθέτει τ’ αριστερό του χέρι στα μαλλιά της, προσεχτικά μην της χαλάσει την ωραία χτενισιά. Εκείνη αποτραβιέται. Στέκεται όρθια, λίγο πιο πέρα. Αυτός χαμογελάει μακρινά, κουρασμένα. Της μιλάει. Δεν ξέρεις, αν τον ακούει).

Δώσε την προσταγή σου, σε ικετεύω, να σωπάσουν. Τί φωνάζουν ακόμη;
Για ποιόν χειροκροτούν; Τί επευφημούν; Τους δημίους τους τάχα; τους νεκρούς τους;
ή μήπως για να βεβαιωθούν πως έχουν χέρια και μπορούν να τα χτυπάνε,
πως έχουν φωνή και μπορούν να φωνάζουν και ν’ ακούν τη φωνή τους;

Κάνε τους να σωπάσουν. Κοίτα, ένα μερμήγκι κατεβαίνει τον τοίχο —
τί σίγουρα και απλά που περπατάει σ’ αυτή την κάθετο,
χωρίς καθόλου αλαζονεία πως τάχα επιτελεί έναν άθλο — ίσως γιατί ’ναι μόνο,
ίσως γιατί ’ναι ασήμαντο, αβαρές, σχεδόν ανύπαρκτο· — το ζηλεύω.

Άσε το· μην το διώχνεις· ανεβαίνει στο τραπέζι· πήρε ένα ψίχουλο·
το φορτίο του πιο μεγάλο απ’ το ίδιο· —κοίταξέ το,— έτσι πάντα
το βάρος που σηκώνουμε όλοι μας πιο μεγάλο απ’ το μπόι μας.

Δε λένε να σωπάσουν. Κι οι φωτιές στους βωμούς — τούτη η κάπνα
κι η κνίσσα των ψητών· —ναυτία,— όχι, καθόλου απ’ τη φουρτούνα —
κάτι στυφό στο στόμα, ένας φόβος
στα δάχτυλα, στο δέρμα· — όπως τότε, μια νύχτα, καλοκαίρι,
τινάχτηκα απ’ τον ύπνο — ένα σύρσιμο γλοιώδες σ’ όλο μου το σώμα·
δεν έβρισκα τα σπίρτα· σκόνταψα· άναψα το κλεφτοφάναρο:
στ’ αντίσκηνο, στο χώμα, στα σεντόνια, στην ασπίδα, στο κράνος,
χιλιάδες γυμνοσάλιαγκοι· τους πατούσα ξυπόλυτος· βγήκα έξω — είχε λίγο φεγγάρι,
γυμνοί στρατιώτες είχαν στήσει μάχη, γελώντας, χωρατεύοντας
με κείνα τα ειδεχθή ερπετά — ειδεχθείς και κείνοι· οι φαλλοί τους
σαλεύανε σα γυμνοσάλιαγκοι. Έπεσα στη θάλασσα· το νερό δε με ξέπλυνε·
στ’ αριστερό μου μάγουλο σερνόταν το φεγγάρι, γλοιώδες και κείνο,
κίτρινο, κίτρινο, παχύρευστο. Κι αυτές οι επευφημίες τώρα —

Ετοίμασέ μου ένα ζεστό λουτρό, πολύ ζεστό· — το ετοίμασες κιόλας;
με φύλλα σκίνου και μυρτιάς; Θυμάμαι τ’ άρωμά τους,
αψύ, τονωτικό — μια εγκατάλειψη· σα να οσμίζεσαι πάλι
την παιδική ηλικία με δέντρα, με ποτάμια, με τζιτζίκια. Οι κόρες μας
σα χαμένες μου φάνηκαν· —το πρόσεξες;— η μια τους
μου ’πιανε σαν τυφλή μέσ’ απ’ τα γένια το σαγόνι. Καλά έκανες
και τις ξαπόστειλες στα δωμάτιά τους, — δεν μπορούσα να τις βλέπω.

Τα λάφυρα όλα κρατήστε τα ή μοιράστε τα — τίποτα δε θέλω.
Και τη γυναίκα αυτή που ουρλιάζει στα σκαλιά, πάρ’ την για δούλα σου
ή για τροφό του γιου μας (— πού ’ναι, αλήθεια; — δεν τον είδα) — όχι στην κλίνη μου, όχι,
μια κλίνη ολότελα άδεια μού χρειάζεται τώρα, να βουλιάζω, να χάνομαι, να είμαι,
να ’χω τουλάχιστον τον ύπνο ανεπιτήρητον, να μη νοιάζομαι
αν μου είναι το πρόσωπο όσο πρέπει αυστηρό ή αν χαλάρωσαν
οι μυώνες στην κοιλιά μου και στα μπράτσα μου. Τώρα
μονάχα η μνήμη του έρωτα λειτουργεί ερωτικά, διαγράφοντας
εκείνη τη μεγάλη δυσαναλογία, την ανάρμοστη, ανάμεσα
στο μαρασμό του σώματος και στο αμετάπειστο της επιθυμίας.

Και, βέβαια, τη δική μας κλίνη σ’ την παραχωρώ. Δε θα το ’θελα διόλου
να γίνω μάρτυρας των αλλαγών του χρόνου πάνω στην ωραία μορφή σου,
στους μηρούς και στα στήθη σου. Κανένα μίσος δεν έχω να θρέψω
με μια τέτοια παράσταση. Αντίθετα, μάλιστα, θα ’θελα
να διατηρήσω ανέπαφο (για χάρη δική μου — όχι δική σου)
το ερωτικό παράστημά σου έξω απ’ το χρόνο, σαν άγαλμα υπέροχο
που κάπως συντηρεί και της δικής μου νεότητας το θάμβος και τη δόξα.

Μόνον εκείνο το σταχτοδοχείο με τον λαξευμένο τρίποδα (αν σώζεται)
που άφηνα κάποτε τις νύχτες το τσιγάρο μου να καπνίζει μονάχο του
σαν μακρινός καπνοδόχος σε μιαν ελάχιστη Ιθάκη ή σαν ένα
προσωπικό μου αστέρι, όταν εσύ κοιμόσουν πλάι μου, θα το ’θελα.

Τ’ άλλα κρατήστε τα· και το βαρύ, αδαμαντοποίκιλτο σκήπτρο —
προπάντων αυτό —δε μου χρειάζεται·— ασήκωτο. Σήμερα νιώθω
το θυμό του Αχιλλέα· — όχι καθόλου αντιδικία μαζί μου — κούραση ήταν,
μια κούραση προδρομική που εξίσωνε τη νίκη με την ήττα,
τη ζωή με το θάνατο. Μονάχος του κάτω στ’ ακρογιάλι,
με συντροφιά το μαύρο σκυλί που προσκολλήθηκε σ’ αυτόν ανεξήγητα
μια νύχτα φθινοπωρινή με μεγάλο φεγγάρι (έτσι λέγαν).

Μπορεί και να ’χε ανάγκη απ’ αυτή τη βουβή παρουσία
που δε ρωτάει, δεν αρνιέται, αλλά πιστεύει κι επιδοκιμάζει πάντα
με μια κίνηση της ουράς, μ’ ένα ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων
ή κάποτε ακουμπώντας τη μουσούδα του μ’ ευγνωμοσύνη
στα σαντάλια του αφέντη του, περιμένοντας με την ίδια ευτυχία
το χάδι ή το λάχτισμα· κι άλλοτε πάλι λαχανιάζοντας, όχι απ’ το τρέξιμο,
αλλά απ’ την αφοσίωσή του, κρεμώντας έξω την κόκκινη γλώσσα του
σα να κρατούσε ανάμεσα στα δόντια του ένα κομμάτι ματωμένο απ’ την ψυχή του
κι ήθελε να το δώσει. Μια τέτοια απέραντη αφοσίωση, φαντάζομαι,
μπορεί να σώσει έναν άνθρωπο ή κι έναν θεό. Ο Πάτροκλος ζήλευε·

κι ίσως γι’ αυτό να τον παρακινούσε να ξαναπάρει μέρος στη μάχη
κι ίσως γι’ αυτό και να σκοτώθηκε. Πόσο αίμα χύθηκε —
δεν έμαθα γιατί —δεν ξέρω·— στιγμές στιγμές δεν τολμούσα
ν’ αγγίξω το ψωμί — το ψωμί ήταν κόκκινο. Κι εκείνο το σκυλί,
όταν σκοτώθη ο Αχιλλέας, γυρνούσε μόνο στο ακρογιάλι,
κοιτούσε τα καράβια, τα σύννεφα, οσμιζόταν τις πέτρες
όπου πατήσαν τα πόδια του κυρίου του, οσμιζόταν τα ρούχα του μέσα στο αντίσκηνο,
νηστικό, θεονήστικο —ποιός να το νοιαστεί;— γινόταν εμπόδιο,
μπλεκόταν στα πόδια μας· πολλοί το κλωτσούσαν· καθόταν
και κοίταζε τους στρατιώτες την ώρα που τρώγαν· δε γρύλιζε.

Μια μέρα, κάποιος του πέταξε ένα κόκαλο· δεν το ’φαγε·
το πήρε ανάμεσα στα δόντια του και χάθηκε. Σε λίγο το βρήκαν
στον τάφο του Αχιλλέα, — και το κόκαλο αφημένο κει πάνω
σα μια μικρή σπονδή· κι έκλαιγε με μεγάλα δάκρυα
μπορεί για το χαμό του αφέντη του, μπορεί και να ντρεπόταν που πεινούσε.
Ύστερα πήρε πάλι το κόκαλο, κρύφτηκε πίσω απ’ τις πέτρες
κι άρχισε να το ροκανίζει. Μαζί με το ροκάνισμα ακουγότανε
και τ’ αναφιλητό του, — ίσως και να ’τανε το βογγητό της αιώνιας πείνας.

Παράξενα που ’ναι τα μάτια σου· κι η φωνή σου παράξενη, όταν είπες:
«Δούλες, τί μου στεκόσαστε έτσι; Την ξεχάσατε, λοιπόν, την προσταγή μου;
Είπα να στρώστε τα χαλιά απ’ την άμαξα ώς το σπίτι για να γίνει ο δρόμος
κόκκινος όλος, να περάσει ο αφέντης μου». Μες στη φωνή σου
ήταν ένα βαθύ ποτάμι, κι ήταν σα να πλέω εντός του. Όταν πάτησα
πάνω στα πορφυρά χαλιά μού λύγισαν τα γόνατα. Πισώστρεψα
κι είδα τα σκονισμένα χνάρια απ’ τα σαντάλια μου πάνω στο μέγα κόκκινο
σαν τους ψαράδικους φελλούς εκείνους που επιπλέουν
επάνω απ’ το κρυμμένο, βυθισμένο δίχτυ. Κι είδα μπρος μου τις δούλες
να ξεδιπλώνουν κι άλλα κόκκινα χαλιά σα να ’σπρωχναν
τους κόκκινους τροχούς της μοίρας. Ένα ρίγος
μου πέρασε τη ραχοκοκαλιά. Γι’ αυτό σου ζήτησα να μου ετοιμάσεις
ένα ζεστό λουτρό. Κείνο το ρίγος —γυάλινο, γυάλινο,— ξέρεις,
κανείς δε θέλει να πεθάνει, όσο και κουρασμένος.

Ετούτη η κούρασή μου είναι ο χώρος μου τώρα, είμαι εγώ· σα ν’ ανεβαίνω
χωρίς προσπάθεια, χωρίς πόδια σχεδόν, το γαλανότατο όρος
απ’ όπου θ’ αγναντέψω (κι αγναντεύω κιόλας) προς τα κάτω
λόφους, πεδιάδες, πολιτείες —λίγος καπνός χρυσίζει στον ήλιο— λιμάνια
και τα καράβια της πικρής επιστροφής μας στο ημικύκλιο
του ερημικού γιαλού, — λευκά καράβια, μακρινά, σμικρυμένα
σαν κομμένα παιδιάστικα νύχια —όπως της άλλης κόρης μας— θυμάσαι; —
που της τα ’κοβες στην πόρτα του λουτήρα· — δεν ήθελε· φώναζε· — πριν πόσα χρόνια.

Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα
να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων. Ούτε ένα
δικό μας δευτερόλεπτο, μέσα σε τόσα μεγάλα καλοκαίρια, να δούμε
τον ίσκιο ενός πουλιού πάνω στα στάχυα — μια μικρή τριήρης
σε μια πάγχρυση θάλασσα· — μπορεί μ’ αυτήν ν’ αρμενίζαμε
για έπαθλα σιωπηλά, για κατακτήσεις πιο ένδοξες. Δεν αρμενίσαμε.

Ώρες ώρες, μου φαίνεται πως είμαι ένας ήσυχος νεκρός που κοιτάζει
εμένα τον ίδιο να υπάρχω· παρακολουθεί με τ’ άδεια του μάτια
την κίνησή μου, τις χειρονομίες μου· — όπως τότε, μια νύχτα του χειμώνα,
κει κάτω, έξω απ’ τα τείχη, μ’ ένα απερίγραπτο, ψυχρό φεγγαρόφωτο
κι έμοιαζαν όλα σα μαρμαρωμένα, καμωμένα από ασβέστη και φεγγάρι.

Παρατηρούσα ολόγυρα με την απάθεια του αθάνατου, που πια
δε φοβάται το θάνατο κι ούτε τον νοιάζει η αθανασία του. Ναι, σαν ένας
ωραίος νεκρός που σεργιανεύει μες στη νυχτερινή λευκότητα, κοιτάζοντας
τα γύψινα στολίδια των σπιτιών, τα κάγκελα των κήπων,
τις σκιές των καταρτιών στ’ ακροθαλάσσι. Και τότε, ένα βέλος
σφύριζε πλάι στ’ αυτί μου, μπήχτηκε στα τείχη πάλλοντας
σαν μια μονή χορδή σ’ ένα άγνωστο όργανο, σαν ένα νεύρο
μέσα στο σώμα του κενού, σημαίνοντας με ακατανόητη ευφροσύνη.

Έτσι, καμιά φορά, μας σταματούσε κάτι κι εκεί πέρα —δεν ήξερες τί τρέχει—
μια ανταύγεια στο σπαθί σου απ’ την αυγή, το μικρογραφημένο
καθρέφτισμα ενός ήσυχου σύννεφου πάνω σ’ ένα κράνος
ή εκείνη η συνήθεια του Πάτροκλου ν’ αγγίζει με τα δυο του δάχτυλα
την άκρη του αυτιού του, ενώ σιωπούσε, βυθισμένος σε ρέμβη
μονήρη, ερωτική. Μια μέρα ο Αχιλλέας του ’πιασε το χέρι, κοίταξε
τα δάχτυλά του σα μάντης, ύστερα κοίταξε τ’ αυτί του. «Πλησιάζει το φθινόπωρο» είπε·
«θα πρέπει ν’ ανασυντάξουμε τις δυνάμεις μας». Κι είχε μια σχέση παράξενη
αυτό το «ανασυντάξουμε» με την όμορφη κίνηση του Πάτροκλου.

Και τότε ο Πάτροκλος βγήκε απ’ τ’ αντίσκηνο, πλησίασε τ’ άλογα του φίλου του,
τον Βάλιο και τον Ξάνθο, στάθηκε ανάμεσά του, πέρασε τα δυο του χέρια
τριγύρω στους λεπτούς λαιμούς τους, κι έτσι οι τρεις τους, πρόσωπο με πρόσωπο,
μείναν ασάλευτοι κοιτάζοντας το λιόγερμα. Αυτήν την παράσταση
την έχω δει θαρρώ σε κάποιο ανάγλυφο αετώματος, κι άξαφνα εννόησα
πώς γίνεται να θυσιάσεις έναν άνθρωπο για λίγον ούριο άνεμο.

Λίγο λίγο, γυμνώθηκαν όλα, γαλήνεψαν, έγιναν γυάλινα,
οι τοίχοι, οι πόρτες, τα μαλλιά σου, τα χέρια σου —
μια εξαίσια γυάλινη διαφάνεια — μήτε το χνότο του θανάτου τη θολώνει· διακρίνεις
πίσω απ’ το γυαλί αδιαίρετο το τίποτα —κάτι επιτέλους ακέριο—
η πρώτη εκείνη ακεραιότητα, άτρωτη, σαν την ανυπαρξία.

Πριν βάλω το χέρι μου στο πόμολο της πόρτας, πριν ανοίξω,
πριν μπω στην αίθουσα, έχω κιόλας δει τον καναπέ, τις καρέκλες,
και τον καθρέφτη που εικονίζει τον απέναντι τοίχο μ’ ένα κάδρο
κάποιας πανάρχαιης ναυμαχίας. Πριν μπω στο λουτρώνα
βλέπω τα φύλλα της μυρτιάς να επιπλέουν στο νερό και τα πρησμένα πρόσωπα
των ατμών ν’ ανεβαίνουν στο ταβάνι, να συνωθούνται στο φεγγίτη. Ακόμη
ώς και την ώρα του θανάτου μου διακρίνω περίπου.

Συχώρεσέ μου αυτήν την όραση, προπάντων την ομολογία —
είναι ένας τρόπος να με δείτε κι εσείς· να γίνουμε ισόπαλοι —όπως και είμαστε—
όλοι μας άοπλοι δηλαδή. Μα, πάλι, αυτήν την ώρα, αναρωτιέμαι
τί τάχατε πάω να καρπωθώ, τί ν’ αποφύγω, τί να κρύψω
μ’ αυτή μου την εξομολόγηση· — ποιό τάχατε νέο προσωπείο
από άθραυστο γυαλί πάνω στο γυάλινο, το εύθραυστο πρόσωπό μου —
ένα μεγάλο κούφιο προσωπείο, συνέχεια της μορφής μου, έκφρασή μου,
κρεμασμένο ψηλά, μπροστά στ’ ανάκτορα, στη μετόπη της πύλης,
μόνος προσωπικός μου θυρεός, όχι της δυναστείας. Κάποτε, θαρρώ
πως τα πάντα δεν έγιναν παρά για να τα θυμηθώ μια μέρα
ή πιότερο ίσως για ν’ ανακαλύψω την αθάνατη ματαιότητά τους.

Ώρα καλοσυνάτη — και τη χαίρομαι. Κοιτάζω το χέρι μου —
μήτε για το σπαθί μήτε και για το χάδι· — μόνο του, δοσμένο,
—δοσμένο πού;— σε κάτι αόρατες χορδές, σαν το χέρι
του ραψωδού σε μια μεγάλη λύρα· — αν μια στιγμή του το κρατήσεις,
θα σταματήσει απορημένη η μουσική· κι ο μισοτελειωμένος ήχος
δε συγχωρεί κανέναν απ’ τους δυο· σαν ένας κρίκος ασημένιος,
κρεμάμενος στον αέρα μ’ ένα σπάγγο, σου χτυπάει ανεξήγητα τον ώμο.

Οι άλλοι πέσαν — σωστά παλικάρια, (όμως, ποιός ξέρει,
με πόση πίκρα, πόσο φόβο κι αυτοί). Δεν τους τον ζήλεψα το θάνατό τους.
αν εγκωμίασα τον ηρωισμό τους, ήταν για να κρύψω
τη μυστική μου ευγνωμοσύνη πως εγώ ακόμη ζούσα — διόλου ήρωας.

Νά με, λοιπόν, που μήτε τούτη τη χαρά δε σου ’φερα — την πολυώνυμη, όπως λένε, δόξα
που ίσως και θα μπορούσε, αλίμονο, να εξαγοράσει
με βροντερά και κίβδηλα νομίσματα, τα σιωπηλά μας γνήσια δέκα χρόνια,
χιλιάδες φόνους, κρυφούς και φανερούς, χιλιάδες σφάλματα και τάφους.

Μακριά από μένα τέτοιοι ηρωισμοί· — ένας άλλος, τώρα,
αθόρυβος και αόρατος μού νεύει. Κάποιο σούρουπο,
είδα ένα τελευταίο μαλαματένιο φύλλο σ’ ένα κατάμαυρο δέντρο
κι ήταν ο γυμνός ώμος ενός ήρεμου, ωραίου αθλητή που, γέρνοντας,
εσήκωσε το βάρος όλων μας, να τ’ αποθέσει μαλακά στο χώμα. Τότε
μια νέα πείνα, μια άλλη όρεξη μού γέμισε σάλιο το στόμα
κι ένιωσα να κυλάει από τις άκρες των χειλιών μου
γλυκύ και πραϋντικό το γάλα της ευγνωμοσύνης. Άθελά μου
ανέβασα το χέρι μου ώς εκεί να το σκουπίσω
μην προδοθώ, μήπως και δουν τη νέα παιδικότητά μου,
το νέο μου θηλασμό απ’ την πρώτη ρώγα της δημιουργίας.

Έτσι θα καταλάβαιναν πόσο ισχυρός, πόσο ανήμπορος είμαι —
προκλητικά και τα δυο. Κάποιο δείλι σεργιανούσα μονάχος στ’ ακρογιάλι·
χρυσή ησυχία· ρόδινη θάλασσα· κάποιο κουπί λαμπάδιασε. Στο βράχο
είχαν απλώσει ένα μεγάλο καραβόπανο κόκκινο. Απ’ το στρατόπεδο, πάνω,
μ’ έφτανε ένα τραγούδι ερημικό, λυπημένο,
ζεστό κι αχνό, σα ρούχο που μόλις το γδύθηκε ένα όμορφο σώμα —
ζεστό τραγούδι, το κρατούσα στις φούχτες μου καθώς σεργιανούσα
στη βραδινή δροσιά, πλάι στα καράβια. Ολόγυρα
μοσκοβολούσε κάτι σαν ψημένο καλαμπόκι και φύκια.
Λίγο νερό, κοχλάζοντας, θα ’πεσε σ’ ένα κούτσουρο αναμμένο. Έξω απ’ τ’ αντίσκηνα
μεγάλες φωτιές είχαν ανάψει για το βραδινό συσσίτιο.

Ο θάνατος φαινόταν τόσο εύκολος. Θυμήθηκα τον σιωπηλό Φιλήμονα: Μια νύχτα,
που όλοι πιωμένοι, μέσα στη σκηνή, φλυαρούσαν ατέλειωτα
για άθλους, γυναίκες, άλογα, ο Αντίλοχος προκάλεσε με σκώμματα
την ηρεμία κι εγκράτειά του. Κι ο Φιλήμων: «προετοιμάζομαι», είπε· τίποτ’ άλλο·
κι έμεινε έτσι σκυφτός, χωρίς να πίνει, με τους αγκώνες του πάνω στο τραπέζι,
με το πρόσωπο μες στις παλάμες του. Πίσω απ’ τα δάχτυλά του
φεγγοβολούσε ένα παράξενο χαμόγελο. «Προετοιμάζομαι». Το χάραμα
ο Αντίλοχος βγήκε απ’ την τέντα, στράφηκε στην ανατολή κι απάγγειλε
με χάρη ηθοποιού και νεανικήν ασέβεια την προσευχή του στον ήλιο.

Δεν ξέρω πώς συγκράτησα τα τελευταία του λόγια. «Ω ήλιε —έλεγε—
εσύ που με το δάχτυλό σου ανοίγεις μια τρύπα χρυσή στο μαύρο τοίχο
και βγαίνουν δυο πουλιά από κει μέσα, το ’να κόκκινο, τ’ άλλο γαλάζιο —
το κόκκινο κάθεται στο γόνατό μου, το γαλάζιο στον ώμο μου —». Κι αλήθεια,
εκείνη τη στιγμή, δυο μεγάλα πουλιά πέταξαν πάνω του· —
ήτανε δυο κοράκια. Μήτε αυτός μήτε ο Φιλήμων γύρισαν πίσω.
Σε μια άσπρη λήκυθο χαράξαμε δυο ωραία πουλιά — το κόκκινο και το γαλάζιο.

Ω, βέβαια, η συμβίωσή μας θα ’ναι δύσκολη. Αύριο κιόλας
εγώ θ’ αποσυρθώ στα χτήματα. Μη νοιάζεσαι. Ξέρω:
όλα μπορεί να μας τα συγχωρήσουν κάποτε, όμως
να ξέρουν πως τους βλέπεις και πως βλέπεις τον εαυτό σου,
αυτό κανένας —ούτε εχθρός ούτε και φίλος— δεν το συγχωρεί. Κι ούτε
μπορείς και να κρυφτείς: Καταμεσής στο μέτωπό σου είναι το τρίτο εκείνο μάτι
που όσο κρυφό κι όσο κλειστό σε σημαδεύει με τη λάμψη
της μοναξιάς και της μοναδικότητας — ύστατη υπεροψία και ταπεινοφροσύνη.

Περνάν τα χρόνια. Φεύγουμε. Γερνάμε· — όχι εσύ. Ξέρεις, η Ελένη,
σαν έπεσε η πόλη, ώρες ολόκληρες, καθόταν μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη
που έβαλε και της κουβαλήσαν μες στο πλοίο· — παράξενος καθρέφτης:
δυο χρυσοί, παμπόνηροι έρωτες, λαξευμένοι στα πλάγια του κάδρου,
γυμνοί, χωρίς φαρέτρα, χωρίς τόξο, κοιτούν με δυσπιστία
αυτόν που κοιτάζεται στο κρύσταλλο. Λοιπόν, η Ελένη

φτιάχνει το πρόσωπό της τώρα στο πρότυπο της μνήμης της — κι ίσως πιο ωραίο
με την ανάμνηση, τη γνώση και τη θέληση (και με το πείσμα ακόμη)
με μυστικές βαφές —ολόκληρη αλχημεία— με ώχρα, ρόδινο, μαβί, ασημένιο,
με ισχυρό μαύρο τριγύρω στο γλαυκό των ματιών της,
με βαθύ βυσσινί στα μαλακά, σαρκώδη χείλη.

Βάφει τώρα το στόμα της μεγάλο, σα να ’ναι να εκφωνήσει απ’ τον εξώστη
ένα ανεξήγητο «όχι», ή να φιλήσει ένα Θεό. Μα, τί τα θες, το πρόσωπό της
δεν είναι κείνο πια που γι’ αυτό ξεκινήσαμε, γι’ αυτό πολεμήσαμε
σπέρνοντας με σπασμένα κουπιά, με τροχούς και κρανία πελάγη και κάμπους.
Ένα άλλο πρόσωπο πια —μπορεί το πιο δικό της— άλλο ωστόσο.
Κάτω απ’ τα εξαίσια χρώματα της θηλυκής της τέχνης
είναι σα να καλύπτει ή να κοιμίζει πικρά το θάνατό της. Και το ξέρει.

Μια μέρα, στο τραπέζι, κάτω στην ακρογιαλιά, για τα επινίκια,
αφού είχαμε θάψει τους νεκρούς, κι η πολιτεία απ’ άκρη σ’ άκρη
κάπνιζε ακόμα στο ήσυχο φθινοπωριάτικο λυκόφως, η Ελένη
κρατώντας το ποτήρι μπρος στα χείλη της, φώναξε:
«ακούστε πώς ηχούν τα βραχιόλια μου· εγώ είμαι πεθαμένη» —
κι απ’ τα δόντια της χύθηκε ένα κάτασπρο φέγγος, που αιφνίδια
όλα έγιναν μάρμαρο και κόκαλο. Τα χέρια κι οι φωνές καρφώθηκαν στον αέρα.

Όλα άσπρα, κάτασπρα — και τα κατάρτια κι η θάλασσα· ένας γλάρος,
σαν χτυπημένος από αόρατο βέλος, έπεσε άηχα
καταμεσής στο τραπέζι, πλάι στους αμφορείς. Η Ελένη
τον πήρε στα χέρια της, τον κοίταζε αμίλητη,
έβρεξε το μικρό της δάχτυλο στο αίμα του κι έγραψε στο τραπεζομάντιλο
έναν άψογο κύκλο — ίσως μηδέν, ίσως ολόκληρο. Ύστερα,
μαδώντας, με μια κίνηση απίστευτης χάρης, μια τούφα πούπουλα
απ’ την κοιλιά του πουλιού, τα σκόρπισε γελώντας στα μαλλιά μας. Ξεχάσαμε.
Έμεινε μόνο μια γεύση λευκότητας κι εκείνος ο ανεξήγητος κύκλος.

Στο γυρισμό, στο Αιγαίο πέλαγος, μια νύχτα με μεγάλη φουρτούνα,
έσπασε το τιμόνι. Τότε αισθάνθηκα μια τρομαγμένη ελευθερία
μέσα σ’ αυτό το ακυβέρνητο ακριβώς. Παρατηρούσα
με μιαν απίστευτη όραση μες στο σκοτάδι. Ξεχώρισα
μια ναυτική κουλούρα να τινάζεται στα κύματα. Κατόρθωσα, μάλιστα,
στο λίγο φέγγος των πυρσών, να διακρίνω πάνω της τη λέξη «Λάχεσις».

Κι αυτή η κουλούρα, εκείνο το όνομα, και το ότι τα είδα,
μου ’δωσαν μια περίεργη ισχύ και γαλήνη· κι είπα μέσα μου:
«και μόνο αυτή η κουλούρα να σωθεί, δε χάθηκε τίποτα».

Την άλλη μέρα, γαλήνεψε το Αιγαίο· την είδα να επιπλέει
ανάμεσα στους ναυαγούς και στα σπασμένα ξύλα. Τη μάζεψα.
Την έχω ακόμη μες στον μπόγο μου σα μυστικό σωσίβιο. Αν θέλεις
μπορείς να την κρεμάσεις σα θυμητικό σ’ όποια κάμαρα
ή και να την πετάξεις —δε μου χρειάζεται πια— «Λάχεσις» λέει.

Ακατανόητα όλα, απατηλά· — κείνος ο Δούρειος Ίππος μπρος στα τείχη,
αμείλικτος· με τα τεράστια γυάλινα μάτια του αντανακλώντας τη θάλασσα —
ένα άλογο ξύλινο, με μάτια γαλάζια, ολοζώντανα. Θα νόμιζες
πως η ίδια η θάλασσα κοιτούσε τον εαυτό της με τα μάτια του αλόγου,
κοιτούσε ταυτόχρονα και τα σπλάχνα του αλόγου, θεοσκότεινα, κούφια,
με τους κλεισμένους, πάνοπλους πολεμιστές. Ωστόσο διατήρησα
εκείνη την γαλάζιαν όραση της θάλασσας, απέραντη,
ευσπλαχνική, κατάκοπη. Καμιά μνησικακία για τη μοίρα·
μονάχα η αίσθηση ενός ξένου αναπότρεπτου νόμου που έχει καταργήσει
τα λάθη και τις αμαρτίες καθενός χωριστά και την ευθύνη ολωνών μας.
Καμιά φορά κι η κούραση σού αφήνει ένα προαίσθημα αφθαρσίας, — έτσι δεν είναι;

Σ’ ένα συμπόσιο, εκεί κάτω, σε μια τρίμερη ανάπαυλα της μάχης,
όταν οι πάντες μεθυσμένοι (όχι τόσο από κρασί, όσο από θάνατο),
έσπαζαν τα ποτήρια τους στα βράχια, μου φάνηκε σα να ’δα τα σπασμένα ποτήρια
ακέρια πάλι κι αράγιστα να λάμπουν σε μιαν έξοχη σειρά ώς την άκρη του ορίζοντα,
σπιθίζοντας στις φλόγες των πυρσών· τελευταίο τελευταίο
έλαμπε το μισό φεγγάρι — μια ασημένια κούπα, αχνίζοντας γαλήνια
γεμάτη γάλα χλιαρό.
Και τότε ο Ίων, ο εικοσάχρονος,
πέταξε το χιτώνα του, κι ολόγυμνος σα θεός, πήδησε πάνω στο τραπέζι,
κλώτσησε πιάτα κι αμφορείς, έχυσε μιαν υδρία κρασί στη σγουρή κόμη του,
μούσκεψε ακέριος, έσταζε, έλαμπε. «Υπάρχει το ασύντριφτο»,
«υπάρχει το ασύντριφτο», φώναζε. Πέταξε το ποτήρι του — δεν έσπασε·
του το ’δωσαν ξανά· σημάδεψε μιαν άγκυρα· το ξαναπέταξε·
τέταρτη, πέμπτη, δέκατη φορά, — δεν έσπασε· (ίσως να ’ταν φτιαγμένο
από άλλη ουσία — ψεύτικο, — ποιός ξέρει; — ίσως πάλι
η ίδια η μέθη μας να μας επέβαλε την πειθώ του ακατόρθωτου).
Την άλλη μέρα
ο Ίων σκοτώθηκε στη μάχη. Ζήτησα το ποτήρι του μες στη σκηνή του, στο γυλιό του·
ερεύνησα παντού. Δεν το βρήκα. Όμως τα λόγια του εκείνα τα θυμάμαι.

Θαρρώ πως δε μ’ ακούς· — σα να βιάζεσαι. Μα, ναι, όλοι βιαζόμαστε
να σταματήσει ο άλλος, να μιλήσουμε εμείς. Και καθένας μας
μονάχα τα δικά του λόγια ακούει. Τί σημασία έχουν τα λόγια; Μόνο η πράξη
μετριέται και μετράει, — όπως τόνιζες πάντα.
Λες να ’χει κρυώσει
το νερό που μου ετοίμασες; Δε χρειάζεται νά ’ρθεις μαζί μου·
τα καταφέρνω μόνος μου — συνήθισα κει κάτω· κι ίσως καλύτερα έτσι.
Και, να σου πω, σα να ντρέπομαι κιόλας μπροστά σου.

Πέρασαν τόσα χρόνια — ξεμάθαμε· ξεχάσαμε. Το σώμα
(όχι μονάχα η ψυχή) σα να ’χει χάσει την παλιά του εκείνη βεβαιότητα:
κρουστό κι ολόρθο μες στην ίδια του χαρά να υπάρχει και να βλέπεται. Τώρα
μονάχα βλέπει (δύσπιστο αυτό και γερασμένο) με μιαν άλλην όραση
την έμπιστη κι αγέραστη ομορφιά του κόσμου, που πια δεν του ανήκει.
Τούτη την όραση, κανένας δεν τη συγχωρεί. Κι αλήθεια, έτσι ανεξάρτητη,
έτσι βαθιά κι αυτάρκης κι απεριόριστη, θαρρώ πως εμποδίζει
κι εμάς και τους άλλους — ανώφελη.
Τούτο το ρίγος — όχι γυάλινο τώρα,
εδώ στη ραχοκοκαλιά μου, — αλλιώτικο. Πριν λίγο ακόμη,
όλα ήταν γυάλινα —πρόσωπα, σώματα, αντικείμενα, τοπία, εσύ, εγώ, τα παιδιά μας—
γυάλινα, ακάλυπτα, στιλπνά — από σκληρό, διαυγές γυαλί. Παρατηρούσα μέσα τους μ’ ενδιαφέρον,
σχεδόν με αγαλλίαση — σαν σ’ ενυδρείο την κίνηση όμορφων, μικρών παράξενων ψαριών
ή και μεγάλων, άσκημων, σκυθρωπών κι αιμοβόρων — παράξενων πάντα. Κι έτσι, αιφνίδια,
σα να ’χει μαλακώσει το γυαλί — δεν παίρνει σχήμα, δεν έχει διαφάνεια,
σα να μην είχε σχήμα και διαφάνεια ποτέ· — σωριάστηκε χάμου
μαζί μ’ εκείνα που περιείχε — μια μάζα θολή, σα λερωμένο τσουβάλι
όπου μαζέψαν όπως όπως βρώμικα εσώρουχα για να τα πλύνουν μια μέρα
και δεν τα πλένουν· — βαρέθηκαν· τα ξεχάσαν εκεί (θέλουν να τα ξεχάσουν), πεταμένα
στο πάτωμα, σιμά στην πόρτα· — πέφτουν πάνω του, το κλωτσούν καθώς βγαίνουν
και πιο πολύ καθώς μπαίνουν στο σπίτι. Κι αλήθεια, τα ξεχάσαν,
και τί θα κάνουν να τα θυμηθούν; — έχουν σαπίσει κιόλας κλεισμένα
μέσα στην ίδια τους τη μυρωδιά από πανάρχαιους ιδρώτες, ούρα και αίμα.
Στο λουτρό, στο λουτρό,

Θα κρυώσει το νερό, θα ’χει κρυώσει. Πηγαίνω. Εσύ μείνε· — δε χρειάζεται. Επιμένεις; — Έλα.

(Ο άντρας σηκώθηκε. Προχωρεί — προφανώς για το λουτρώνα. Αμίλητη η γυναίκα τον ακολουθεί. Έφυγαν. Η αίθουσα, άδεια τώρα, φαίνεται πιο μεγάλη. Ανέγγιχτο στο τραπέζι το πρόγευμα. Τα ποτήρια έχουν θαμπώσει κάπως. Το κράνος πάντα εκεί, μπροστά στον καθρέφτη. Βαριά ησυχία μέσα κι έξω απ’ το σπίτι. Ένα μερμήγκι σεργιανάει πάλι στ’ άσπρο τραπεζομάντιλο. Παρακολουθώντας το μερμήγκι, προσέχεις στο κέντρο του τραπεζιού ένα κυκλικό κέντημα — ένα στεφάνι κόκκινα λουλούδια. Άξαφνα, ακούγεται έξω, απ’ τη μαρμάρινη σκάλα, η φωνή της ξένης γυναίκας, σε καθάρια ελληνικά: «Πολίτες του Άργους, πολίτες του Άργους, το μεγάλο χρυσόψαρο μέσα στο μαύρο δίχτυ, και το σπαθί υψωμένο. Πολίτες τους Άργους, το σπαθί υψωμένο, δίγλωσσο, πολίτες του Άργους, πολίτες—». Δυνατά τύμπανα, σάλπιγγες, θόρυβος, πνίγουν τη φωνή τους. Ένας άντρας, ωραίος, ασκεπής, με πολεμική στολή, μ’ ένα μεγάλο, ματωμένο σπαθί στο χέρι, μπαίνει στην άδεια αίθουσα. Με τ’ αριστερό του χέρι παίρνει το κράνος απ’ την κονσόλα. Το φοράει ανάποδα. Η αλογοουρά στο πρόσωπό του. Σαν προσωπείο. Βγαίνει. Η φωνή της παραλοϊσμένης γυναίκας: «Πολίτες του Άργους, αργά πια, αργά, πολίτες του Άργους—». Σταματάει. Τα τύμπανα δυναμώνουν. Η πρώτη γυναίκα μπαίνει στην αίθουσα. Ωχρή, υψηλή, πανέμορφη. Ανεβαίνει σε μια καρέκλα. Κρεμάει στο καρφί του τοίχου μια ναυτική κουλούρα. “Λάχεσις”, λέει. Ύστερα πλησιάζει τον καθρέφτη και διορθώνει τα μαλλιά της).

ΑΘΗΝΑ, ΣΙΚΥΩΝ, ΗΡΑΙΟΝ, ΣΑΜΟΣ, Δεκέμβρης 1966–Οχτώβρης 1970

Γιάννης Ρίτσος. [1972] 2009. Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972). 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.

Γιάννης Ρίτσος Αίας

c3527c0c8b8eaf8cda29d014bf871078

(Ένας μεγαλόσωμος, πολυδύναμος άντρας κείτεται χάμου στο πάτωμα, ανάμεσα σε σπασμένα πιατικά, κατσαρόλες, σφαγμένα ζώα, γάτες, σκυλιά, κότες, αρνιά, κατσίκια, ένα άσπρο κριάρι δεμένο όρθιο στον πάσσαλο, ένα γαϊδούρι, δυο άλογα. Φοράει μιαν άσπρη νυχτικιά σκισμένη, καταματωμένη —κάτι σαν αρχαίος χιτώνας— που αφήνει ακάλυπτο σχεδόν το ρωμαλέο του σώμα. Δείχνει κουρασμένος, σαν μόλις να συνέρχεται από ολονύχτιο μεθύσι. Στο πρόσωπό του μια έκφραση ανημπόριας και θλίψης, ολότελα αταίριαστη, και μάλιστα ανάρμοστη, με τις σωματικές του διαστάσεις, τους προτεταμένους μυώνες στους βραχίονες, στους μηρούς, στις κνήμες. Μια γυναίκα, με ξαφνικά χαρακτηριστικά, χλωμή, ξαγρυπνισμένη, τρομαγμένη, κι ίσως μυστικά οργισμένη, στέκεται αμίλητη μπροστά στην πόρτα. Η στάση της κάπως παράξενη — σα να κρύβει πίσω της ένα μικρό παιδί. Έχει ξημερώσει απ’ ώρα. Έξω θα πρέπει να ’χει δυνατό φως. Εδώ, μια άρρωστη ανταύγεια σέρνεται στους τοίχους απ’ τις κλεισμένες γρίλιες. Ακούγονται στο δρόμο φωνές απ’ τους οπωροπώλες, τους τροχιστάδες, τους ιχθυοπώλες, και λίγο πιο κάτω στ’ ακρογιάλι φωνές ναυτών που πλένουν και συγυρίζουν τ’ αραγμένα καράβια. Ο άντρας ασάλευτος καταγής. Δεν ξέρεις πού κοιτάει, τί βλέπει. Μιλάει αργά, κουρασμένα και πότε πότε πυρετικά ή και κάπως φοβισμένα):

Γυναίκα, τί κοιτάς; Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα,
βούλωσε τις χαραματιές, μπαίνουν κακά μαμούδια, σαύρες,
μπαίνουν μεγάλες μύγες και γέλια κρυφά. Κοίτα, στον τοίχο,
μια μαύρη μύγα, μαύρη, μαύρη, μεγαλώνει, μαυρίζει τη μέρα,
μαύρον αγέρα ρουθουνίζει, — σκέπασέ την με το χέρι σου, σκότωσέ την,
δεν μπορώ ναν τη βλέπω. Τί πέτρωσες έτσι; Ε, λοιπόν, κοίταξέ με —

Εγώ είμαι ο δυνατός, ο αδάμαστος, — πολύ με φορτώσατε μ’ εγκώμια,
πολύ με βαρύνατε, με πνίξατε, —ένας ένας σας κι όλοι μαζί κρεμασμένοι
απ’ το λαιμό μου— με πνίξατε. Νά το έργο σας. Χαρείτε το. Κανένας
δε μου το συχωρνάει να ’μαι μιαν ώρα κι εγώ κουρασμένος· κανένας
δε μου το συχωρνάει να ’μαι άρρωστος. Εσείς, τα δικά σας
τα πιο μικρά σας βάσανα, μεγαλωμένα, μου τα ρίχνατε στη ράχη —
όλο παράπονα και κλάψες: — ξελογιάστηκε η δούλα μ’ ένα ναύτη,
η άλλη φοράει μεταξωτό πουκάμισο, η άλλη βάφει τα μάτια της μεγάλα,
η άλλη βάφει κυκλαμινιά τα νύχια της, η τρίτη, η μικρότερη,
σήκωσε κότσο τα μαλλιά της, ξέχασε μες στη σκάφη το σαπούνι·
τα μαρούλια μαράγκιασαν· λιγόστεψε το κάρβουνο· τα βάσανά σας
ναν τ’ αραδιάζετε την ώρα του δείπνου, κείνη τη γαλήνιαν ώρα
που σταματάνε οι μάχες κι οι καυγάδες, κι ο καθένας γυρεύει
μια στάλα λησμοσύνη, απογέρνοντας στις πρώτες ανάγκες του κορμιού του,
ανάμεσα στα πιάτα, στα ποτήρια που αχνοφέγγουν ήμερα κάτω απ’ τους λύχνους —
κι εσείς συνέχεια να μορφάζετε, να λαχανιάζετε, να κουνάτε τα χέρια,
ανοίγοντας ένα πελώριο στόμα, καταπίνοντας τον αέρα, τ’ αστέρια
κι ένα μικρό αστρουλάκι πονηρό, σαν ασημένιο ρεβίθι, και να λέω
τώρα θα της σταθεί στο φάρυγγα, θα φτερνιστεί, θα πνιγεί, θα σωπάσει.

Ακόμα και την ώρα του έρωτα, τη νύχτα, στο κρεβάτι, ξάφνου
ν’ αναθυμόσαστε που ξεχαστήκαν στην αυλή τα μανταλάκια της πλύσης
και θα σαπίσουν απ’ την υγρασία. Αχ, ανόητες, έτσι
μας διώχνετε έξω απ’ το κρεβάτι, έξω απ’ το σπίτι, έξω απ’ τον κόσμο,
έξω απ’ το πραχτικό, σοφό μυαλό σας, το δοκιμασμένο
με συνταγές μαγειρικής, γλυκών, ποτών, φαρμάκων· έξω
από την ίδια τη ζωή με τα μικρά, ιερά, καθημερινά συμβάντα,
με τα μικρά, χεροπιαστά αντικείμενα που ξεκουράζουν απ’ τ’ άπιαστα μεγάλα.

Εμένα δε με ρώτησε ποτέ κανένας σας πού στρέφει το μυαλό μου και το μάτι, ποιούς τρόμους,
ποιές αδικίες, ποιούς φθόνους αντικρίζω (ο ατρόμητος, βλέπετε) ή έστω
αν με πονάει το δόντι ή το κεφάλι, σάμπως να μην έχω
δόντια κι εγώ ή κεφάλι, παρά πέτρα ή σκέτο αγέρα. Τί κοιτάζεις, έτσι;
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.
Κι η μαύρη μύγα, νά τη, στου βοδιού το κέρατο τα νύχια της τροχίζει.

Ε, νά, λοιπόν, ο δυνατός εγώ, ο αδάμαστος· — κοιτάχτε με. Κανένας
μερίδιο απ’ τα δικά μου βάσανα δε ζήτησε ποτέ του. Εσείς οι αθώοι,
οι πονηροί, οι απελπισμένοι κι υστερόβουλοι, για μένα
άλλο δεν είχατε από θαυμασμό συφερτικό, καθόλου αγάπη,
μονάχα θαυμασμό απαιτητικό. Θυμώνετε κιόλας από πάνω
για κάθε μου ανημπόρια, σάμπως να σας πρόδωσα. Και σας πρόδωσα, αλήθεια,
μια και τον εαυτό μου έχω προδώσει. Νά με, σωριασμένος εδώ χάμου· κι οι εχθροί μου
να με περιγελάνε, να κρυφογελάνε. Χτες, όλη νύχτα,
παραμονεύαν, κυκλοφέρναν το σπίτι· με βλέπαν. Κοιτούσαν
απ’ τα παντζούρια, απ’ τις κουρτίνες, απ’ τις κλειδαρότρυπες, απ’ τα ντουλάπια —
άκουγα τα τριξίματα στο πάτωμα, τις γρατζουνιές στον τοίχο. Σαν βγήκα
κρυφτήκανε πίσω απ’ τα δέντρα. Με παραμονεύαν. Ένα άσπρο φεγγάρι,

άσπρο σαν το χασέ, τεράστιο, ανέβαινε απ’ την Ίδη· μια άσπρη πάχνη
μου σκέπασε τα μάτια· ξεχάστηκα, —τί ήταν;— ένα άσπρο μαντίλι
όπως παιδιά που παίζαμε τυφλόμυγα στη Σαλαμίνα, δίχως να καταλαβαίνεις
ποιός κι από πού να σε φωνάζει μ’ αλλαγμένη φωνή, σάμπως να ’σαι
μέσα σε μια μεγάλη, σκοτεινή εκκλησία μες στο λιοπύρι, κι οι εικόνες
χλωμές, ψηλές, κάτι μιλάνε μεταξύ τους χαμηλόφωνα για σένα —
ένα πελώριο φίδι, ένα λιοντάρι μ’ ένα αγκάθι στο πέλμα,
ένα κομμένο κεφάλι στο δίσκο, δυο μάτια σκιασμένα,
ένα ολομόναχο μεγάλο μάτι, γενειάδες, το αίμα που στάζει
απ’ την άκρη της λόγχης, καπνός, καμένη δάφνη, τα μικρά κουδούνια. Είπα να κάνω πίσω —

Ποιό ’ναι το μπρος; ποιό το πίσω; Το φεγγάρι είχε ασβεστώσει το δρόμο·
έλαμπε ολάκερος ο δρόμος, κι εγώ φαινόμουν πελώριος· με βλέπαν
από παντού. Πώς να γυρίσω; Ακόμα κι η σκιά μου
μ’ είχε παρατημένον —είχε λιώσει στη λάμψη του ασβέστη—
εκτός αν ήταν αλάτι. Μεγάλα χταπόδια, ξερά, σταυρωμένα
επάνω σε καλάμια, κρεμόνταν στους τοίχους. Το σπαθί μου
πότε μεγάλωνε λαμποκοπώντας ασήκωτο, φωτίζοντάς με ακέριον
κι άλλοτε μίκραινε πολύ σα βγαλμένο, παιδιάστικο νύχι.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.

Όλα τα σπίτια κλειδωμένα, — εμένα μ’ είχαν κλείσει απ’ όξω. Χάλκινοι χαλκάδες
γυαλίζανε στις πόρτες. Μεγάλα στεφάνια από βαρέλια
κυλούσαν απ’ τους λόφους· — με παγίδευαν. Το τεράστιο φεγγάρι κύκλους κύκλους
άνοιγε ξεροπήγαδα να πέσω μέσα. Δεν μπορούσα
μήτε να περπατήσω μήτε να σταθώ. Κι ακούγονταν τα βήματά μου
στο καλντερίμι ξένα, αγύριστα, προδοτικά, ώσπου κάτω στο λιμάνι
ακούστηκε να σέρνουν μια αλυσίδα, και σωπάσαν τα πάντα.

Τότε μου κλείσαν όλα τα περάσματα· — σκοινιά λιωμένα, κρότοι μεταμφιεσμένοι·
επάνω στους καταυλισμούς είχαν σβήσει οι φωτιές· τριγύρω οι μάντρες
σπίθιζαν με μικρά τσιμπούκια πήλινα. Μεγάλες προσωπίδες
κρεμόντανε στον αέρα, — κι ήταν αυτοί, στις αυλές των γειτόνων,
αυτοί, με χαρτονένιες αποκριάτικες μουτσούνες, παρασταίνοντας
τα βόδια, τα γαϊδούρια, τ’ άλογα, τα πρόβατα, — δεν μπορούσανε πια να μου ξεφύγουν·
περπατούσαν στα τέσσερα κάνοντας τα τετράποδα — δε μουγκανίζαν·
μπουσουλούσαν στο χώμα σαν τεράστια βρέφη. Η σιωπή καμπυλωνόταν
επάνω μου σα γυάλινη καμπάνα, — φοβόμουν μην τη σπάσω. Και ξάφνου,
άκουσα από χιλιάδες μυστικές γωνιές να μου φωνάζουν φρικτό τ’ όνομά μου,
πάλι και πάλι τ’ όνομά μου, βουίζοντας μέσα στα λούκια, μέσα στ’ άδεια πιθάρια,
μες στις λεκάνες των αποχωρητηρίων, μες στους καπνοδόχους· τ’ όνομά μου
άλλοι μακριά με γυναικείες φωνές κι άλλοι κοντά μου με φωνή βροντώδη
μιμούμενοι την ίδια τη φωνή μου «ο Αίας, ο Αίας, ο Αίας»,
με μιαν ανόητη κομπορρημοσύνη «ο Αίας, ο Αίας», τόσο
που μίσησα για πάντα τ’ όνομά μου, — ω, πια, να μην τ’ ακούω,
κανένας να μην το προφέρει πια· να μείνω ανώνυμος, λησμονημένος,
δεμένος κάτω απ’ την κοιλιά του αλόγου μου. Δεν άντεξα τότε,
σήκωσα το σπαθί μου, χτύπησα, τους μάντρωσα όλους,
τους έσυρα εδώ μέσα —κοίταξέ τους— κι ήτανε τα ζώα ετούτα.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.

Γυναίκα, τί κοιτάς μ’ αυτό το βλέμμα; Η μύγα — σκότωσέ τη.
Δεν είμαι τάχατε άνθρωπος κι εγώ; Γιατί, λοιπόν; Όλη τη νύχτα
με παραμόνευες κι εσύ πίσω απ’ την πόρτα, ναι, μαζί με το παιδί μου, —
μ’ έδειχνες στο παιδί, να δει το σώριασμά μου· — όχι, όχι,
του ’κλεινες με τις δυο παλάμες σου τα μάτια, μη με δει. Όλη νύχτα,
χάλκινα βέλη σφηνωμένα στους τοίχους, τρέμαν αντηχώντας
κάθε ήχο πολλαπλάσιο — βήμα, την ανάσα, το σφυγμό μου,
το τρίψιμο των ρούχων μου στα γόνατά μου, στο στέρνο, — πώς να ξεφύγεις;
από τί πρώτα να προφυλαχτείς; Οι εχτροί μου είχαν καρφώσει τα βέλη,
κρυφές κεραίες, να παρακολουθούν την κίνησή μου. Τους έπιασα. Τον έναν
τον άρπαξα απ’ τ’ αυτί. Τον τραβούσαν για να δω. Λαστιχένιο τ’ αυτί του
μάκραινε, μάκραινε, καθώς τον τραβούσα, κι εκείνος έμενε πάντα εκεί πέρα.

Άλλος μου κάρφωσε τα δόντια στο μηρό —λυσσασμένο σκυλί·— παμπόνηροι Ατρείδες, —
κι ο Τεύκρος να λείπει στα βουνά. Φώναξα: Τεύκρο, Τεύκρο·
φωνή δε βγήκε. Ξαναφώναξα. Κάτω απ’ τα πόδια μου έχανα τη γης. Δεν είχα
να κρατηθώ από πουθενά, μήτε απ’ την ίδια μου τη ζώνη —
καθώς την έψαχνα τυφλά, το ’νιωσα ξάφνου πως ήταν κομμένη
κι αντί να με κρατήσει, την κρατούσα στο χέρι
σάμπως γδαρμένη ουρά ενός άγνωστου, απίθανου ζώου.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.

Έφυγε τούτη η νύχτα. Αλάφρωσα. Μη φοβάσαι γυναίκα.
Βγήκα ξανά το χάραμα. Σ’ είδα που στέκοσουν άγρυπνη στην πόρτα.
Κατέβηκα κάτου στ’ ακρογιάλι, πριν ξυπνήσουν οι ναύτες,
πήρα στη φούχτα μου νερό κι έβρεξα τα μελίγγια μου. Τί μικροί, θε μου,
τί μικροί που ’μαστε μπροστά στον απέραντο κόσμο που ξυπνάει,
μπρος στο γαλήνιο, αθάνατο φως. Κι ένιωσα ξάφνου να μικραίνει
όλη η κατάρα κι ο τρόμος της νύχτας· — έτσι μικρός, μαζεμένος
ανάμεσα στα βράχια, με μιαν όμορφη, αθόρυβη θλίψη,
μια λύπηση για τον εαυτό μου, — να κοιτάζω τ’ ασάλευτα καράβια,
να βλέπω πάλι, και να ξέρω πως βλέπω, —χαιρόμουν,— και ν’ ακούω.

Μια βάρκα είχε ένα κόκκινο ζωνάρι γύρω γύρω· τ’ αντιφέγγισμά της
μες στο νερό πιο κόκκινο και δροσερό σαν μια φωτιά σβησμένη·
κι είπα ξανά: «σαν μια φωτιά σβησμένη» · — μια γλυκιά αναγάλλια
μου ξέσφιξε τα δόντια και τα γόνατα γι’ αυτό το «σαν», — που μπορούσα
να βάζω πάλι το ’να πράγμα δίπλα στ’ άλλο, να μιλώ, να μεταλλάζω, —
«σαν μια φωτιά σβησμένη», και δε μ’ έκαψε. Τί ήμερα που ακουγόταν
μοναχικό το τρίξιμο των σανιδιών και των σκοινιών με την ανάσα του νερού, — γαλήνιο
τρίξιμο αόρατων κουπιών και σκαρμών, μια μυστική κωπηλασία
παίρνοντας με μακριά, λησμονημένον, χωρίς όπλα καθόλου.

Τότε σηκώθηκε κοντά του ένα κοπάδι γλάροι — με στέγασε μια άσπρη
τρεμάμενη αψίδα, — πράες, ανάλαφρες, ευγενικές φτερούγες
σαλεύοντας στον αέρα καταφατικά — μεγάλες φιλικές παλάμες
χειροκροτώντας άηχα τη σιωπή, χτυπώντας με στον ώμο
μ’ εμπιστοσύνη πάλι, — ναι, μια νέα εμπιστοσύνη. Λοιπόν, μη λυπάσαι.

Σε βεβαιώνω είμαι ήσυχος τώρα· — ούτε το θάνατο των άλλων
ούτε και το δικό μου αποζητώ. Δε με νοιάζει καθόλου
η απάτη των θεών κι η αυταπάτη μου, μήτε κι η χλεύη
των συμπολεμιστών μου, — είμαι μακριά, δε με φτάνει. Τί να τα κάνω
τ’ άσκοπα λάφυρα και τη μεγάλη ασπίδα και το δόρυ;
Να φυλαχτείς από τί; Και με τί τρόπο; Δε με λυγίσανε οι Τρώες —
τίποτα ο φόβος δεν είναι του εχθρού μπροστά στο φόβο του φίλου
που ξέρει τις κρυφές πληγές κι εκεί σημαδεύει. Κειτόμουν στ’ ακρογιάλι
κοιτάζοντας το χάραμα χλωμό, σκιερό, χωρίς το βάρος
καμιάς αναμονής κι ελπίδας. Η καρδιά του ανθρώπου
είναι μια νοτισμένη ρίζα μες στο χώμα, υπομονετική, κρυμμένη
τόσο βαθιά, —πλησιάζει η άνοιξη— μπορεί και πάλι να πετάξει βλαστάρια.

Είδα τις τέντες να γυαλίζουν απ’ την αυγινή υγρασία· — ένα φέγγος
σταχτί και ρόδινο σερνόταν σαν ανάρρωση στις πέτρες. Θυμόμουν
άλλα πρωινά, μακρινά, ανυποψίαστα, γεμάτα βιασύνη και κρότους
από άγκυρες, κουπιά, καζάνια, τροχαλίες, όταν οι ναύτες
αγουροξυπνημένοι κατουρούσαν στ’ ακρογιάλι, αράδα αράδα,
κι εκείνο το τριανταφυλλένιο φέγγος, στον ορίζοντα, στα περιγιάλια,
στα χέρια τους, στο πρόσωπό τους, στο φαλλό τους, έτρεμε σα μαγεμένο
τόσο που σκύβαμε άθελά μας στο νερό να δούμε το είδωλό μας
κι ερωτευόμασταν ξανά το σώμα μας μες στην αδέσμευτη παλικαριά του
ώσπου ξεπρόβαινε απ’ τη θάλασσα θεόρατο το φάσμα του ήλιου
κι αποξεχνιόμαστε ξανά μέσα στις μάταιες ξιπασιές και τις μάχες.

Δε θέλω τίποτε απ’ αυτά —ποιό τ’ όφελος τάχα;— να μου λείπουν.
Σαν ψέματα μου φαίνονται οι παλιοί μου οι άθλοι. Τα έπαθλα όλα
που ήταν για μένα, τα σφετεριστήκαν οι άλλοι
με δόλιους κλήρους και δωροδοκίες· όταν εγώ, την ώρα που κρινόταν η ζωή των Ελλήνων
έριξα μες στην περικεφαλαία όχι νωπούς σβόλους χώμα
μα το μεγάλο, ευδιάκριτο, γαμήλιο δαχτυλίδι μου και βγήκα πρώτος
άντικρυ στον εχθρό σώμα με σώμα. Κι όταν πάλι
καιγόνταν τα καράβια κι ο καπνός κι οι φλόγες ανεβαίναν στα ουράνια
τόσο που νόμιζες πως καιγόταν η θάλασσα, τότε που ο Έκτορας
χιμούσε ακράτητος πάνω απ’ τους τάφρους, πάλι εγώ
του στάθηκα πρώτος μπροστά. Δεν τα θυμούνται τάχα οι Ατρείδες·
αυτοί μονάχα για τα λάφυρα και τα έπαθλα νοιάζονται. Λοιπόν, ας τα νέμονται
με πονηριές, μ’ απάτες και με φόβους — ώς πότε; Μια μέρα
κι εκείνοι θα σταθούν γυμνοί μπροστά στη νύχτα και στο μακρύ της δρόμο·
σε τίποτα δε θα τους χρησιμέψει πια η κλεμμένη ασπίδα, όσο ωραία και μεγάλη.

Λίγο πιο πάνω απ’ τ’ ακρογιάλι, λόφοι ολόκληροι, σαπίζουν
τα ρούχα των νεκρών πολεμιστών· σκεβρώνουν τα παπούτσια, σκουριάζουν οι πόρπες
απ’ τις μεγάλες υγρασίες και τις βροχές· λίγο λίγο έχει γίνει
ένα στρώμα παχύ, μαλακό· με την άνοιξη ξεπροβαίνουν κει πέρα
χιλιάδες πολύχρωμα αγριολούλουδα — μπορεί να παίρνουνε τα χρώματά τους
από κείνα τα ρούχα των νεκρών. Αν περπατήσεις πάνω τους θα νιώσεις
κάποια βαθιά, γαλήνια μαλακότητα — όχι αυτή της φθοράς και της αραίωσης, όχι,
μιαν άλλη μαλακότητα, του τελειωμένου και του ανύπαρκτου. Δαγκώνεις ένα φύλλο
κι αυτό δεν έχει γεύση. Κόβεις ένα λουλούδι· το κοιτάζεις·
βλέπεις μέσ’ απ’ τα πέταλά του ένα διάφανο τοπίο στο χρώμα και στο σχήμα
του λουλουδιού· — όλα είναι κοίλα, σε βαθιά κοιλότητα· μπορεί μ’ ένα βήμα
να περάσεις αντίπερα με τις ήσυχες λεύκες και τ’ άσπρο ποτάμι.

Αυτοί που φύγαν γυρίζουν αθόρυβα κοντά μας, απ’ τους δρόμους
τους πιο κοντινούς, πάνω απ’ τους λόφους με τα λιόδεντρα, μέσ’ απ’ τ’ αμπέλια, —
τους είδα όπως γυρνούσα σπίτι. Μου έγνεφαν. Οι καπνοδόχοι
ήταν σα μαύρα αγάλματα πάνω στις στέγες. Περνούσαν
σκοτεινοί, σκοτεινοί και μουγγοί, σαν τα δέντρα της όχθης γραμμένα
στο φωτεινό κομμάτι των νερών. Ένα άσπρο φεγγάρι
στέκεται πάνω στους ολημερίς — δεν τους φωτίζει. Διασχίζουν το δρόμο,
κοιτούν μες στα ψιλικατζίδικα τις καραμέλες σκεπασμένες με τουλπάνι,
κοιτούν τις χαρτονένιες κούκλες με τους σπάγγους, τα τσιγάρα, τα σπίρτα,
τα τσιμπιδάκια, τις εφημερίδες — δε διαβάζουν μήτε τους τίτλους. Κοιτιούνται
στη σκονισμένη βιτρίνα του ψωμάδικου. Σαν ξερά χόρτα
τους πέφτουν τα μαλλιά στα μάγουλα, στο πηγούνι, στους ώμους.

Τα χέρια τους είναι μακριά και μαραμένα —δεν μπορούν να κρατήσουν
ασπίδες και τόξα— μήτε που το σκέφτονται· μήτε διορθώνουν
την έκφραση των χαλαρών χειλιών τους. Ανεξέλεγκτοι, αόρατοι,
μ’ εκείνη την ευφρόσυνη αυστηρότητα χυτή στη στάση τους, αρμονισμένη
με την ωραία κίνησή τους, με την έλλειψη κάθε αδημονίας,
με τον αργό, διαρκή χρόνο τους. Απρόσβλητοι. Τους ζήλεψα.

Στη γέφυρα διασταυρωθήκαν μ’ ένα μπουλούκι τσιγγάνων. Κανένας
δεν τους διέκρινε. Μονάχα που το θρόισμα απ’ τα κίτρινα φουστάνια
σταμάτησε μεμιάς, κι οι μύλοι του καφέ σπιθίσαν άξαφνα
με χρυσοκόκκινες σπίθες. Τα εφτά κατάμαυρα άλογα
έσκυψαν το κεφάλι τους στο χώμα· τέντωσαν το αυτί. Μονάχα
η θεόρατη αρκούδα με τους κρίκους στάθηκε στα πισινά της πόδια
καταμεσής στη γέφυρα, εμποδίζοντας την κίνηση του κόσμου.

Δεν έλεγε να το σαλέψει από κει, —κοίταζε πίσω, οσμιζόταν τον αέρα—
μια μυρωδιά από θειάφι και λιβάνι και σταφύλι. Τα μάτια της
μεγάλα, μαύρα, αδιαπέραστα. Χρειάστηκε να της τραβήξουν
πολλές φορές το λουρί· σηκώσανε και τα μαστίγια. Έφυγε
στρέφοντας κάθε τόσο το κεφάλι πίσω, βλέποντας μαζί μου.

Ο ίσκιος ενός πουλιού πέρασε τότε μπρος στα πόδια μου —δε σήκωσα τα μάτια·—
συμπάθεια μακρινή και συχώρεση. Κι ευχήθηκα μέσα μου
λίγη γαλήνη — όχι δόξα, όχι δόξα. Πάρτε τα τούτα τα σφραγισμένα αρνιά και τα βόδια —
αρνιά και βόδια, ναι· — κι εχθροί μου αλώβητοι να με χλευάζουν.
Πάρτε τα από δω πέρα — δεν μπορώ να τα βλέπω. Αχ, έτσι πάντα,
όλη τη δύναμή μου ξόδεψα πολεμώντας φαντάσματα, κερδίζοντας νίκες
ολότελα φανταστικές, κυριεύοντας χρυσές πολιτείες
ανύπαρκτες, ανύπαρκτες, ανύπαρκτες. Λοιπόν, αρνιά και βόδια. Τίποτ’ άλλο.

Χτες, όλη νύχτα, τ’ άκουγες κι εσύ τα θλιβερά μουγκανητά τους.
Κοίταξε τούτο τ’ άσπρο κριάρι, — τί ήσυχα, τί λυπημένα
τα μάτια του, θε μου, —ένας μικρός Αϊ-Γιάννης— αυτά με διδάξαν
την ήμερη ταπεινοσύνη. Ας γελούν όσο θέλουν οι Ατρείδες
με τις τυφλές «ανδραγαθίες» μου, και με τις άλλες τις πραγματικές εκείνες
που κάποτε έπραξα για την Ελλάδα και τους Έλληνες, — μια μέρα θα με θυμηθούνε.

Ας μη με θυμηθούνε. Τί πειράζει τάχα; Εμένανε μου φτάνει
αυτό που βρήκα, χάνοντας τα πάντα. Σε λίγο
θα βγω να πλυθώ στο ποτάμι, να πλύνω το σπαθί μου. Θα ’ταν όμορφο
να βαλσαμώναμε τούτα τα ζώα, —προπάντων τούτο το άσπρο κριάρι—
μα πώς να διατηρήσουμε την έκφρασή του; Μες στα μάτια του φέγγει
η πόρτα σμικρυμένη, το πρωινό, δυο φύλλα
και μια μικρή κουκκίδα λάμψη — ίσως και να ’ναι η κρήνη
όπου ποτίζονταν τ’ άλογα του Αχιλλέα. Πέταξέ τα από δω· — τί τα κρατάς ακόμα;
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.

Άκου, — γελάνε πάλι στην αυλή. Δεν είναι; Σώπα. Σώπα.
Γυναίκα, κρυώνω. Φέρε μια κουβέρτα. Σκέπασέ με.
Δεν κάνει κρύο αλήθεια; Σου χτυπάνε και σένα τα δόντια;
Τί καλά θα ’ταν να μικραίνεις, να μικραίνεις, να μικραίνεις,
ασάλευτος, κουλουριασμένος όλος, σκεπασμένος, κρυμμένος
κάτω απ’ την πεσμένη ασπίδα σου, σκουριασμένη κι αυτή απ’ τις βροχές και τ’ αλάτι,
με τις παλιές ηρωικές παραστάσεις της όλες σβησμένες, κι έτσι από μέσα
να σφίγγεις το λουρί της προς τη γης ώσπου να γίνεις ένα με το χώμα —

Αχ, και να στήνεις όλην ώρα τ’ αυτί μη και περάσει κάποιος
μη και κλωτσήσει κατά λάθος την ασπίδα, κι ο ήχος του μετάλλου, πλάι στ’ αυτί σου,
γκλαν γκλαν, κλαγγή μεγάλη· το αίμα σου μεμιάς θ’ αδειάσει· μες στις φλέβες
θα τρέχει μόνο η τρομερή κλαγγή, σημαίνοντας ατέλειωτα βαθιά σου
γκλαν, γκλαν, κάνοντας έτσι απ’ όλους ακουστή τη συστροφή σου, κάνοντας περίβλεπτο
το σχήμα της ταπείνωσής σου· — αυτόν τον ήχο τον ακούω, με κυριεύει
σαν προδοσία του ίδιου του εαυτού μου από τον ίδιο τον εαυτό μου,
τον ίδιο αυτόν που ’χα γυμνάσει και στεριώσει
με την απάτη και την περηφάνια του αήττητου θάρρους — ποιό θάρρος,
όταν μας κυβερνάει πιο μέσα η ξένη μας ζωή κι ο ξένος θάνατός μας;
Όχι, καμιά ταπείνωση δεν είναι. Αν νικήθηκα, νικήθηκα
όχι απ’ ανθρώπους, μόνο απ’ τους θεούς. Καμιά νίκη ούτε ήττα δεν είναι δική μας.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.

Αχ, τίποτε δικό μας· — ό,τι φτιάχνουμε κι ό,τι είμαστε, άλλος
μας το ’δωσε και μας το παίρνει πίσω· — ξένος, άγνωστος, χωρίς τη θέλησή μας.
Και τούτη η μύγα βουίζει, βουίζει — σκότωσέ τη. Ένα ξένο ποδάρι
χτύπησε πάλι την πεσμένη ασπίδα. Ακούς; Γκλαν, γκλαν, —η ασπίδα·—
γκλαν, γκλαν· — πάει, πέρασε. Δεν ήταν τίποτα. Πάρε και την κουβέρτα. Δεν κρυώνω.
Μονάχα αυτή η βουή στα μελίγγια μου εδώ, κι η σκιά στον τοίχο —
γυρνάει, γυρνάει γρανάζι το γρανάζι γύρω ολόγυρα, ξαναγυρνάει.

Θέλω να θυμηθώ κάτι καλό — μια μέρα λιόλουστη στη Σαλαμίνα
τότε που καλαφάτιζαν τα νέα σκαριά στο ακροθαλάσσι, και στον αέρα
κυμάτιζε η μοσκοβολιά του πλανισμένου ξύλου, και πιο πάνω στον μικρό πευκώνα
φρενιάζαν τα τζιτζίκια. Θέλω. Δεν μπορώ. Κόβεται η θύμηση στη μέση·
όλα βουλιάζουνε σ’ αυτό το χάσμα· μόνο τ’ άσκημα μένουν απ’ όξω —
το κλεφτοφάναρο του εχτρού στα μάτια σου την ώρα που κοιμάσαι,
το σίδερο στα πόδια, το καμάκι στο μελίγγι, οι κραυγές των πληγωμένων
τη νύχτα μες στη λαγκαδιά, μαζί με τα τσακάλια, κι η κραυγή η δική μου
φτασμένη από μακριά στο ίδιο τ’ αυτί μου. Δεν μπορώ. Κοιτάζω ολόγυρα. Δε βλέπω.

Θέλω να δω πάνω απ’ τις ράχες τούτων των σφαγμένων ζώων. «Ένα δέντρο», λέω·
«ένα δέντρο», αποκρίνομαι. Αυτό. Τίποτ’ άλλο. Χάνεται το δέντρο. Δεν ήταν.
Ακόμη και το σώμα μου, απαράδεχτο, να μην το αγγίξω —
μια σιχασιά — ξένο, άγνωστο· μια οσμή τραγίσια· — τί ’ναι τ’ ανθρώπινο σώμα;
Οι πόροι, τρύπες τρύπες, κοιτώντας κατά μέσα σ’ ένα γλιτζερό σκοτάδι·
το τρίχωμα τραχύ, σάμπως καμένα σκοίνα· πίσω απ’ τα σκοίνα
σαπίζει ένα μεγάλο αγνώριστο ψοφίμι με γερά σαγόνια,
γυμνά σαγόνια, ξασπρισμένα κιόλας, δυνατά σφιγμένα
σε μορφασμό γενικής δυσφορίας κι αστείας απειλής. Κι αυτό το σφίξιμο
των άσπρων σαγονιών με τα πελώρια δόντια, είναι το μόνο
σημάδι περηφάνιας και τιμής, σε τούτον τον ακόκαλο χαλαρό κόσμο.

Τί να τις κάνεις πια τις δόξες, τα έπαθλα, τα εγκώμια. Τίποτα δεν είναι.
Τίποτα κι η αποτυχία κι η χλεύη. Χάνονται κι αυτά μαζί μας.
Δε ζήτησα ποτέ μου σκλάβους, θαυμαστές, υποτελείς. Μόνο έναν άντρα θέλω
σαν ίσος με ίσο να τα πούμε· — πού ’ναι τος; Μονάχα ο θάνατός μας
είναι του καθενός μας ο ίσος. Όλα τ’ άλλα πρόχειρη λάμψη,
συμβιβασμοί, προσχήματα, εθελοτυφλίες.

Γυρίζοντας εδώ, παρατηρούσα τα ίχνη απ’ τις παλιές φωτιές στα γρασίδια —
κλαδιά καμένα, στάχτες, κάρβουνα, καπνιές· δίπλα πεσμένες οι μεγάλες σούβλες
απ’ τις θυσίες και τα υπαίθρια συμπόσια. Οι σωροί των μεγάλων κοκάλων
λευκάζανε στο χάραμα μ’ ένα λευκό ασημένιο
της μνήμης ή του αγέννητου — απέραντα πράο και με κάποια περηφάνια
απτόητη, ενός μακρινού μνημείου για τους απόντες — δηλαδή για μας τους ίδιους,
και τα χορτάρια ήταν κίτρινα ώς πέρα, παρότι πιο κάτω
η θάλασσα λαμποκοπούσε ανόητα ρόδινη, επιβάλλοντας πάλι
απ’ την αρχή μια κίνηση — την κίνησή της και την κίνησή μας.

Τότε θυμήθηκα τη Σαλαμίνα — κάτι ωχρά πρωινά με ομίχλη και ψιχάλα
που έσβηναν όλα μες στο χρόνο — βάρκες, άγκυρες, κρασοπουλειά, ψαροπωλεία
κι έφεγγε μόνο ο δρόμος ασημένιος, ολομόναχος, προχωρώντας αόριστα κάπου,
στρίβοντας κάθε τόσο, ξαναστρίβοντας για ν’ αποφύγει αόρατα εμπόδια
ή για την ίδια του ευχαρίστηση, μ’ εκείνο το άσπρο ασημένιο.

Στο σπίτι, βρήκα τη μητέρα καθισμένη στην τραπεζαρία,
σκυφτή, στοχαστική, περνώντας σε λεπτή κλωστή μαργαριτάρια
λευκά, γαλαζωπά, ασημένια. «Τί θα τα κάνεις, μητέρα;» της είπα.
Κι εκείνη: «Θα τα ρίξω στο πηγάδι». Χαμογέλασε. «Μα τότε
γιατί τ’ αρμαθιάζεις;». Την κοιτούσα. Δε σήκωσε τα μάτια. «Κείνη που θα τα φορέσει
έτσι τα θέλει», αποκρίθηκε. Και μονομιάς κατάλαβα
πως μέσα σε κάθε πηγάδι, και μέσα μας, είναι μια όμορφη γυναίκα πνιγμένη,
μια πνιγμένη γυναίκα που δε λέει να πεθάνει, κι ούτε ξέρω τί σημαίνει,
καρτερική, καρτερική, κάτω απ’ το θόρυβο που κάνουν τ’ άλογα, τ’ αμάξια, τ’ άρματά μας.

Άνοιξε τα παράθυρα, άνοιξε την πόρτα, ξεμαντάλωσε τη μάντρα.
Δεν είναι τίποτα. Θα βγω για λίγο να πλυθώ στο ποτάμι. Πες στον Τεύκρο —
Αλήθεια, πού ’ναι ο Τεύκρος; Τεύκρο, Τεύκρο. Πάρτε τα κι αυτά τα ζώα.

Πάω να πλυθώ, να πλύνω το σπαθί μου· — ίσως και βρω έναν άντρα να τα πούμε.
Τί όμορφη μέρα, —ω φέγγος του ήλιου, ποτάμι χρυσό— Γεια σου, γυναίκα.

(Φεύγει. Η γυναίκα μένει ασάλευτη πλάι στην πόρτα. Ακούγεται βουερό καμπάνισμα, σαν κάποιο σφυρί να χτύπησε έναν μετάλλινο δίσκο κρεμάμενον σε μια άλλη κάμαρα. Ίσως ένα αόρατο πόδι να χτύπησε την πεσμένη ασπίδα με τις εφτά αδιαπέραστες δίπλες. Ο ήχος συνεχίζεται. Μπαίνουν οι υπηρέτες. Μαζεύουν τα σφαγμένα ζώα. Και τ’ άσπρο κριάρι με τα λυπημένα μάτια. Έρχεται αμίλητη μια ψηλή, χοντροκόκαλη δούλα με μια μεγάλη σκούπα. Σαρώνει τα σπασμένα πιατικά, τ’ αποτσίγαρα, τα πατημένα μπρίκια. Το μαύρο της λυτό μαντίλι τής κρύβει το πρόσωπο. Φεύγει. Το δωμάτιο άδειασε. Φάνηκε μονομιάς πολύ μεγάλο. Ο ήχος του μετάλλινου δίσκου σώπασε. Τώρα ακούγονται πολύ καθαρά έξω οι φωνές του δρόμου, η κίνηση του λιμανιού — γερανοί, τροχαλίες, αλυσίδες. Κι άξαφνα μπαίνει τρέχοντας ένας ναύτης. «Ο αφέντης», λέει· “πάει ο αφέντης· — το σπαθί μπηγμένο στα πλευρά του”. Η γυναίκα ασάλευτη στην πόρτα· κι η ψηλή δούλα, στο βάθος του διαδρόμου, ορθή, πετρωμένη, με τα δυο της χέρια ακουμπισμένα στο ξύλο της μεγάλης σκούπας).

ΛΕΡΟΣ, ΣΑΜΟΣ, Αύγουστος 1967–Ιανουάριος 1969

Γιάννης Ρίτσος. [1972] 2009. Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972). 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.

Γιάννης Ρίτσος ΔΕΛΦΟΙ

a13d66c3cb6901af406b14b7dbc73d17Γιάννης Ρίτσος

ΔΕΛΦΟΙ
(Ο ήλιος έγειρε. Η σκιά, σιωπηλή, χριστιανική, απλώνεται στο φλεγόμενο χώρο των αρχαίων ναών, ώς κάτω, βαθιά, στην κοιλάδα με τον απέραντο ελαιώνα. Οι δύο οδηγοί αρχαιοτήτων, ο Γέρος και ο Νέος, συναντήθηκαν στα προπύλαια, μετά το μόχθο μιας κατάφωτης θερινής ημέρας. Καλησπερίστηκαν νεύοντας κουρασμένοι με το κεφάλι. Κάθισαν στα σπασμένα μάρμαρα, ζεστά ακόμη απ’ το λιοπύρι. Δροσίζει λίγο λίγο. Οι εκδρομείς κι οι περιηγητές κατηφορίζουν προς τη δημοσιά, κρατώντας αγριολούλουδα, σπάρτα, έντυπους οδηγούς σε διάφορες γλώσσες, κάρτες γυμνών αγαλμάτων ή ταγάρια αγορασμένα λίγο πριν απ’ τα μαγαζάκια λαϊκής χειροτεχνίας. Κάτω, στο μεγάλο δρόμο, ακούγεται ο θόρυβος απ’ τ’ αυτοκίνητα, τα ραδιόφωνα, τους λεμονατζήδες, τα εκδρομικά λεωφορεία — γέλια νεανικά, φωνές και τραγούδια, ενώ εδώ δεσπόζει κιόλας η ιερή, σχεδόν κυκλική, σιωπή. Οι κραυγές των τελευταίων τζιτζικιών και των πρώτων γρύλων παίρνει μιαν άλλη τονικότητα στην περιοχή των ερειπίων. Αρχίζει ν’ ακούγεται κι η κρήνη. Οι δύο οδηγοί αισθάνονται το κύλισμα του νερού, ίσως απ’ την ανάγκη τους να σκεφτούν, ακίνητοι τώρα αυτοί, μια κίνηση απ’ τα μέσα, που δεν τους υποχρεώνει να κινηθούν ή να μιλήσουν, μα τους δροσίζει με την έννοια της υγρότητας και της ροής. Με ταυτόχρονη κίνηση σκούπισαν κι οι δύο τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό τους. Παρόλη τη διαφορά της ηλικίας τους, σμίγουν ετούτη τη στιγμή στην ίδια σωματική κούραση και στην ίδια διάθεση να πουν — όχι πια τα τυπικά επαγγελματικά, αποστηθισμένα —χρονολογίες, πρόχειρους ορισμούς κι εύκολες εκτιμήσεις— μα δυο δικά τους λόγια, έτσι που να ξοδέψουν —ή να κερδίσουν— κάτι απ’ το δικό τους χρόνο για τον ίδιο τον εαυτό τους. Ωστόσο ο Νέος σωπαίνει σαν από κάποια απόφαση ή από κάποια πανάρχαιη ανεξήγητη οργή. Μιλάει ο Γέρος):

Κουράστηκα σήμερα πολύ· — βλέπεις κι ετούτη η ζέστη· —όλα τα χρόνια κουράστηκα
ανεβοκατεβαίνοντας απ’ το Γυμνάσιο στο Μουσείο, απ’ το Μουσείο στο Θέατρο,
απ’ το Θέατρο στο Στάδιο κι ανάστροφα. Κουράστηκα να δείχνω
δίχως να βλέπουν· να μιλώ δίχως ν’ ακούν. Ίσως γιατί ’μαι γέρος. Μα, το ξέρω,
τίποτα κι από σένα δεν άκουσαν κι ας κοιτούσαν τα χείλη σου. Ίσως μάλιστα
εσένα να σ’ άκουσαν λιγότερο, επειδή σε προσέχανε.

Κουράστηκα να περπατώ πέρα δώθε στην Ιερά Οδό στη Στοά των Αθηναίων,
στην Κρήνη, στο Ναό του Απόλλωνα, στο χώρο των Κιόνων, — κουράστηκα
σάμπως να περπατάω αιώνες. Θαρρώ πως ανήκω
στην οικογένεια κι εγώ των αγαλμάτων, πως έχω τα χρόνια τους
και πιότερο ακόμη.
Τούτη η κούραση μόνο
μού απομένει δική μου, —και μ’ αρέσει· — τί άλλο να πούμε;

Τί λίγο που κρατάνε — όχι μονάχα οι ανθρώποι, μα και τ’ αγάλματα, οι πέτρες.
Ερείπια. Ερείπια. Πόλεμος πάνω στον πόλεμο.
Φωτιά, σεισμός, λεηλασία. Κι ύστερα η γαλήνη
των ερειπίων, καθησυχαστική, παρηγορητική, ατελεύτητη. Ανεβαίνεις
τον έρημο ανήφορο ώς το Στάδιο· μια πέτρα
κατρακυλάει σ’ ένα βάθος απίθανο, αφήνοντας
μιαν οπή στον αέρα δίχως αντήχηση· — μπορείς να χώσεις
εκεί μέσα το χέρι σου σαν κάτω απ’ το προσκέφαλό σου. Τίποτα.
Πηγμένη σιγαλιά σ’ όλο το μάκρος των κερκίδων.
Μόνο ο δυνάστης ήλιος, παντεπόπτης αδιάφορος, μπορεί και χαιρέκακος,
δείχνει απερίφραστα τ’ ακρωτηριασμένα μάρμαρα κάθε μέρα πιο μέσα.

Καλά που φτάνει η νύχτα, — σβήνει ο θόρυβος, σβήνει το τοπίο·
άτρεμη σιγαλιά· κι ακούγεται ευδιάκριτα η ανυπαρξία —
ήσυχη ευδαιμονία της άκοπης αφαίρεσης κι επανασύνδεσης,
σα να δανείζεσαι τα μάτια των σπασμένων αγαλμάτων
που όλα τα βλέπουν μακρινά, είτε μέσα τους,
χωρίς να νοιάζονται ν’ αποκριθούν. Ελευθερία,
μεγάλη ελευθερία της αναγνωρισμένης ξενιτιάς μας.

Όλα είναι πια ό,τι δεν είναι — χωρίς ιστορία,
έξω απ’ την ιστορία, — αδιάφορα, μοναχικά, περήφανα, άντικρυ
στην επερχόμενη νύχτα. Τέτοιες ώρες
θαρρώ πως εννοώ τ’ αγάλματα, τα ζω, τα γνωρίζω.

Ο Ηνίοχος με τα σπασμένα ηνία στο ατάραχο χέρι του,
με τα μεγάλα, σκοτεινά, γυάλινα μάτια του μειλίχια
μπροστά στο φως ή το σκοτάδι, ενώ στον κούφιο χαλκό του
φωλιάζουν οι μικρές αράχνες που ’ρχονται απ’ τα σκονισμένα πεύκα
του απέναντι λοφίσκου. Κάποτε
μια τέτοια αράχνη ξεπροβαίνει πλάγια απ’ τις πτυχές του χιτώνα του,
στέκεται λίγο δίχως να κοιτάζει τίποτα, κι ύστερα
σέρνεται αργά στο άψογο πόδι πλάι στο λουρί του σανδάλου
ή ανηφορίζει στο δεξί του κρόταφο και μένει ασάλευτη σημαδεύοντας
απλά και οικεία το βουερό, απεριόριστο ανεξήγητο.

Τότε όλα παίρνουν κάποιο νόημα μέσα στην έλλειψη κάθε νοήματος —
αυτή η ερημική κολόνα, εγκαταλελειμμένη στο ύψος της,
ο Κλέοβις και ο Βίτων κάτω απ’ τις παράφορες φωνές των τζιτζικιών,
εκείνα τα χωριάτικα κιλίμια, απλωμένα στο κριπίδωμα του δρόμου,
οι πέντε νέοι που συναντήσαμε το μεσημέρι
με τ’ ανοιχτά πουκάμισα, τις ροδοδάφνες και τα σπάρτα· —ωραίοι,
ανόητοι, αναιδείς— εκείνοι που φωτογραφίζονταν δίπλα στ’ αγάλματα.

Και πια, δεν έχω αντίρρηση καμιά, μες στην ωραία κούρασή μου. Κοίτα:
τούτα τα κάθετα βουνά, πέτρινα κι όμως ανυπόστατα,
ανασαίνουν γαλήνια τη δική τους διαυγή μοναξιά, ξεκουράζονται
ψηλά, πολύ ψηλά, πάνω απ’ τη σκόνη που αφήνουν τα οχήματα. Εκεί
πολύ συχνά, τα μεσημέρια ή και το δείλι, πετάνε
τρεις πανίσχυροι αϊτοί· κάποτε ακινητούνε
μες στη μεγάλη, σκοτεινή τους στιλπνότητα — τόσο απλησίαστοι κι αμέτοχοι,
και μονομιάς οι περιηγητές τεντώνουν προς αυτούς το λαιμό τους
σα να διακρίνουν στη θέση των αϊτών τα σημάδια
του αρχαίου αετώματος που λείπει απ’ το ναό του Απόλλωνα. Οι σκιές των αϊτών
γκρεμίζονται στα πλάγια του βουνού σε μια θριαμβευτική κατάρρευση,
άλλοτε μένουν ασάλευτες πάνω στον ελαιώνα
ή πάνω στα σπασμένα μάρμαρα ή στην άσφαλτο ακόμη
απλώνοντας κάποιες κρυφές νησίδες, σκοτεινές, σχεδόν υπόγειες,
πάνω στ’ ολόφωτο μεσημέρι, — νησίδες διφορούμενες
σαν τους χρησμούς του Μαντείου ή σαν τα λόγια που δεν είπαμε.

Τότε, φαντάζομαι πως άξαφνα μέσα στις φωτογραφικές μηχανές των εκδρομέων
όλες οι πλάκες με τα γεωμετρικά τοπία σκοτεινιάζουν —
δε μένει πια παρά ένα ασάλευτο μαύρο
αντίθετο απ’ την κουρασμένη θέληση των αγαλμάτων·
γιατί τ’ αγάλματα, με τη λευκότητά τους, είναι
το αρνητικό όλου του μαύρου. Αυτά, με τα κομμένα τους χέρια
πολλά μας προσφέρουν, — ή μήπως μας παίρνουν; Τί να δώσουν τ’ αγάλματα;
Μα ίσως η ευτυχία να ’ναι η άρνηση κι η στέρηση όλων.

Αμφίβολη ευτυχία, θα πεις· μα πιθανόν η μόνη
χωρίς το φόβο πια της δυσαναλογίας ή της φθοράς. Κι εδώ μονάχα
συναντιούνται οι πικραμένοι, οι δίκαιοι, οι διωγμένοι —
μια κοινωνία μυστική και σιωπηλή που την εσπέρα ή τον όρθρο
πλημμυρίζει απ’ τ’ ανήκουστο καμπάνισμα του απείρου, — όπως εκείνο
το μικρό σπίτι του καντηλανάφτη στον περίβολο της εκκλησίας
που κάθε αυγή, όταν τινάζουν απ’ τα δυο παράθυρα τα λιωμένα σεντόνια,
πλημμυρίζουν οι κάμαρες απ’ τον εύρωστον ήχο της δεσποτικής καμπάνας,
πλημμυρίζουν τα κρεβάτια, τα ντουλάπια, οι καρέκλες,
το σανιδένιο τραπέζι στρωμένο με μια εφημερίδα,
ακόμη και τα φλιτζανάκια του πρωινού καφέ που έμειναν άπλυτα μες στην κουζίνα,
τόσο που οι άνθρωποι δεν έχουν θέση πια να καθίσουν
ούτε φωνή να μιλήσουν ούτε αυτιά ν’ ακούσουν,
αποσπασμένοι, ελεύθεροι, χαμένοι.

Έτσι μετέωροι, υψωμένοι, βασταγμένοι απ’ το χάλκινον ήχο της καμπάνας,
νιώθουν σα να ’ναι περασμένα κάτω απ’ τις μασκάλες τους τα δυο μεγάλα χέρια της αθανασίας,
σαν κρατημένοι από δυο χάλκινες, πανίσχυρες φτερούγες
πάνω, ψηλά, μην ξέροντας πού βρίσκονται ή αν βρίσκονται και πού θα πέσουν.

Σ’ αυτό το αδιαχώρητο και το ύψος, μπορεί να συντελείται
αυτή η συνάντηση κι αυτή η λαθραία ελευθερία — βουβή αμφικτυονία—
πώς να τη δει, πώς να την εκπορθήσει ο ξένος; Άκου, η κρήνη,
μια μικρή φλέβα που ανεβαίνει απ’ τα έγκατα, χωρίς να χάνει
τίποτε από τη μυστικότητά της — μια κομμένη φλέβα
τόσο ενσυνείδητα ήρεμη που να προδίδεται το βάθος της. Κι αυτό,
μαζί με τ’ άλλα, ανώφελο, ανώφελο. Κουράστηκα.

Κουράστηκα να λέω χρονολογίες— 590, 447, 356· —
αλλάζουν οι αριθμοί, και οι άνθρωποι ίδιοι, οι πόλεμοι ίδιοι —
τρεις πόλεμοι ιεροί (και πόσοι ανίεροι). Και πάλι οι Αμφικτυονίες.
Πάλι τα Πύθια. Οι νεκροί πεσμένοι μπρούμυτα στο χώμα·
ασπίδες, κράνη, λάμποντας στον ήλιο, τυφλώνοντας τα μάτια·
έτρεχαν τ’ άλογα μες στη φωτιά, τα χελιδόνια φώναζαν πάνω απ’ τις φλόγες·
τ’ αγάλματα έκρυβαν τα μάτια τους στα χέρια τους. Οι ιερομνήμονες
να μένουν στους Δελφούς, κι οι Κιρραίοι στα βουνά σαν αγρίμια·
οι Φώκιοι Δελφοί ενάντια στους Φωκιείς· λιποταξίες, συμμαχίες, αθετήσεις,
χρηματικές διαφορές, ζητήματα φόρων των επίνειων· η Πυθία
άλλοτε να μηδίζει κι άλλοτε να φιλιππίζει
μες στην αιώνια επανάληψη του αμετάβλητου — πόλεμος.

Γύρω τους έκαιγε ο ήλιος· ψήνονταν οι πέτρες· ο αγέρας
βάραινε απ’ το πλατάγισμα των κορακιών. Η οσμή του θανάτου
πότιζε ώς μέσα τις ρίζες των δέντρων. Στους ναούς
υψώνονταν καινούρια αφιερώματα — πότε
ο ξακουσμένος τριπλός όφις των Ελλήνων,
πότε ο χρυσός κρατήρας των Ρωμαίων, στη μνήμη
της νίκης τους κατά των Ουηίων, πότε
τα 1500 τάλαντα της διαθήκης του Αλεξάνδρου. Κι οι Φωκιείς
να γδύνουν το ναό των Αλκμεωνιδών απ’ τα χρυσά κι αργυρά τάματά του
να κόβουν απ’ τα ολόχρυσα Δέλφια αγάλματα νομίσματα για να πληρώσουν
τους στρατιώτες που μάχονταν ενάντια στους Δελφούς.
Τί είδαν τα μάτια των ανθρώπων και των αγαλμάτων.

Τότε ήτανε που ένας νεκρός στρατιώτης έβγαλε τις αρβύλες του,
ήπιε νερό απ’ το ζεσταμένο παγούρι του, κοίταξε κάτου τη θάλασσα,
και πέφτοντας επάνω στο ίδιο του το ακόντιο σκοτώθηκε. Το παγούρι του
κανένας δεν το μνημονεύει· μα ίσως να ’ναι εκείνο
στο υπόγειο του Μουσείου, στα άχρηστα, στο δεξί τοίχο· —
έχει μια μαύρη δυσδιάκριτη παράσταση: ένα παλικάρι
που τρίβει τα πόδια του χαμογελώντας, — το χαμόγελο διακρίνεται
σαν απροστάτευτο, σαν πονηρό — ένα τίποτα. Βαρέθηκα.

Βαρέθηκαν ακόμη και τ’ αγάλματα· κουράστηκαν κι αυτά τα αθώα,
τα ωραία, τα ανεύθυνα, αυτά που πλαστήκαν
με τόση τρυφερότητα απ’ ανθρώπινα χέρια ερωτευμένα
δείχνοντας σ’ όλο του το κάλλος το ανθρώπινο σώμα·
αυτά που υποκριθήκαν τους θεούς για να καλύψουν τη θεϊκότητά τους,
για να καλύψουν τη μεγάλη τους, αβάσταχτη ειλικρίνεια
και να περάσουν τάχα στην αθανασία ολόγυμνα· —ποιά;— αυτά
που ήταν κιόλας αθάνατα μες στη βραχύχρονη ομορφιά τους,
αυτά που, μέσ’ απ’ τη θνητότητά τους ακριβώς, ονειρεύτηκαν τέλεια
κι έπλασαν τέλεια την αθανασία με τον εύτρωτο έρωτά τους.

Βέβαια, αργότερα, κι αυτά κι οι τεχνίτες τους υπόκυψαν στην τυραννία. Η τέχνη
έγινε δόλωμα για εξαγορές, δωροδοκίες, διπλωματίες, κολακείες·
μια τέχνη τέχνασμα πια. Και τα αγάλματα
κατάντησαν ογκώδη κι υπερφυσικά κολακεύοντας
τα πρότυπά τους, αποκρύβοντας εμφατικά την υστεροβουλία
δωρητών, πωλητών, αγοραστών, παραγγελιοδόχων, εργολάβων.

Έτσι τ’ αγάλματα ντυθήκαν. Την απλή, τη στέρεη γύμνια τους, την τόσο δύσκολη,
αντικατάστησε η περίτεχνη, πολύπλοκη πτυχολογία
η κάπως πιο ελεύθερη, ας πούμε, χάρη στις ευκολίες
διαφυγής και μεταμφίεσης κάτω από πέπλα και μακριούς χιτώνες· — πότε πότε
μπορείς και κάτω απ’ αυτούς να διακρίνεις
τρεμάμενο σαν προσευχή ένα ανθρώπινο μέλος
κι αγγίζοντας το πέτρινο γόνατο μιας συντριμμένης θεότητας
να νιώσεις όλα τα κρυμμένα. Μα κι αυτά τί χρειάζονται;

Κάποτε, τούτες οι κολόνες, μέσα στο θειαφένιο φεγγαρόφωτο, μοιάζουν
με τα σπασμένα δόντια ενός θεόρατου θεού, κι οι κερκίδες του θεάτρου
είναι σαν τα γυμνά σαγόνια πεθαμένων γιγάντων
γυμνά σαγόνια, γαλήνια κι αδιάφορα
χωρίς καθόλου πια την ταπεινωτικήν ανάγκη
της τροφής, του φιλιού, της ιαχής, χωρίς καθόλου
τον εξευτελισμό της ήττας, την υπεροψία της νίκης, μόνο
με την ασάλευτη κι απρόσωπη νίκη της γυμνότητας.

Λοιπόν, τί χρειάζονται όλα αυτά; — σχόλια, επαναλήψεις,
ερμηνείες, μεταφράσεις, αναβιώσεις, μιμήσεις; Το απόγευμα, πρόσεξα
πάνω στα μάρμαρα του αρχαίου θεάτρου στηριγμένα
τα σύγχρονά μας σκηνικά, φτηνά, μπογιαντισμένα, από χαρτί και λινάτσα,
μέσα στο φως της μέρας που έφευγε· — χαρτονένιες κολόνες,
χαρτονένιοι πυρσοί για μια παράσταση του Αισχύλου ή του Ευριπίδη, — δεν καλοπρόσεξα·
τέλειωνε το έργο· οι θεατές χειροκροτούσαν, θορυβούσαν,
στριμώχνονταν κιόλας στην έξοδο, αγόραζαν στραγάλια
ενώ το λιόγερμα έπεφτε τριγύρω ροδίζοντας τις σκιές και τα μάρμαρα.

Κι όμως, επάνω απ’ όλο αυτό το θόρυβο, τη σύγχυση, τις μεταφράσεις
θαρρείς κι απομένει αναλλοίωτη κι ακέρια η σιωπηλή ιαχή του Αμετάφραστου
ανήκουστη, βαθιά, επιβλητική, μακρινή, ξένη,
ωστόσο δική μας· — σου γεννάει και πάλι
τη νέα επιθυμία να τη μεταφράσεις· κι ανακαλύπτεις κιόλας
κάποια γλυκιά συγγένεια ανάμεσα στο φως της εσπέρας και στα μάρμαρα,
ανάμεσα στις φτωχές χαρτονένιες κολόνες και στο ναό του Απόλλωνα,
ανάμεσα στις αρχαίες προσωπίδες, τους κοθόρνους, τα σκήπτρα
και σε τούτα τα ραβδιά των χωρικών και στα μαύρα μαντίλια των μανάδων.

Όλα ανασαίνουν μια βαθιά συγκίνηση πάνω απ’ τις συγκινήσεις μας,
όταν αδειάζει ο χώρος απ’ τους ξένους κι η μεγάλη ησυχία ξαναγυρνάει στον κύκλο της,
όταν σ’ ένα σπασμένο κιονόκρανο απομένουνε δυο άδεια μπουκάλια λεμονάδας
αντιφεγγίζοντας ήρεμα το πρώτο φέγγος των άστρων.

Τί ήσυχη που κατεβαίνει η νύχτα. Σώπασε κι η κρήνη.
Αδελφική σιωπή, ξεκούραστη κούραση, απέραντη·
Ύστατη ευπείθεια· ολιγαρκής απελπισία — ίσως κι ολιγωρία. Και πάντα
αυτή η ευγένεια και η γενναιότητα να κοιτάμε κατάματα τη Μοίρα.

Άκου, στο δρόμο κάτω, φωνές, αυτοκίνητα· οι προβολείς στα δέντρα·
κι αυτό το τραγούδι, — σε τί τάχα αποκρίνονται;
σε τί τάχα αντιστέκονται; Το φεγγάρι ανεβαίνει.
Μια μυρωδιά από ψάρι και ρετσίνι —τη νιώθεις;—
πλανιέται πάνω στα μάρμαρα. Σα να ’χω πεινάσει.
Ώρα να κατεβούμε. Τί λες; Πέφτει λίγη υγρασία.

(Σώπασε. Ο Νέος χαμογέλασε με κάποια συγκατάβαση που την έκρυβε η γλυκιά σκιά της βραδιάς. Όσο μιλούσε ο Γέρος, αυτός στοχάζονταν μ’ επιμονή και πείσμα, ίσως και κάποια περηφάνια: «Εγώ αισθάνομαι και σκέφτομαι ιστορικά, ποσοτικά». Κι ίσως αναλογιζόταν ότι εδώ υπήρχαν κάποτε 73.000 αγάλματα μαζί μ’ εκείνο του περίφημου δύτη της Σκύλιδος απ’ τη Σκιώνη της Μακεδονίας και το άλλο της Ύδνης. Αυτά τα δύο κυρίως, αν και άγνωστά του, ήθελε ν’ αντιπαραθέσει σαν μυστική εκδίκηση στο Γέρο. Ζεσταινόταν ακόμα. Ήθελε να πετάξει τα ρούχα του, να κάνει ένα λουτρό. Το φεγγάρι τού φαινόταν σαν άσπρη γούρνα με διάφεγγο, καθάριο, δροσερό νερό. Βέβαια, δεν τ’ ομολόγησε στο Γέρο, ούτε γδύθηκε. Το ’νιωθε ανάρμοστο και μάλιστα ειδεχθές να γυμνωθεί μπροστά του. Πώς να ’ταν ο δύτης της Σκύλιδος; Κι η σκιά του στο μάρμαρο με το φεγγάρι; Δε μίλησαν άλλο. Στα μάτια τους σπίθιζε κρυφά μια αμοιβαία επιείκεια. Κατηφορίσανε μαζί για να δειπνήσουν στο μικρό εστιατόριο “Πυθία”, που ’χε αραδιασμένα τα τραπέζια του κατά μήκος του πεζοδρομίου).

ΔΕΛΦΟΙ, ΑΘΗΝΑ, ΣΑΜΟΣ, Μάης 1961 – Απρίλης 1962

Γιάννης Ρίτσος. [1975] 1992. Ποιήματα Δ΄ (1938-1971). 11η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.

Γιάννης Ρίτσος Η Ελένη

3eaf9ca698a25c25fa212172b59b5780
(Από μακριά κιόλας φαινόταν η φθορά — ασοβάντιστοι τοίχοι, πεσμένοι· ξεθωριασμένα παραθυρόφυλλα· τα κάγκελα του μπαλκονιού σκουριασμένα. Μια κουρτίνα σάλευε έξω απ’ το παράθυρο του πάνω πατώματος, κιτρινισμένη, κουρελιασμένη στο κάτω μέρος. Όταν πλησίασε, —δισταχτικός πάντα,— η ίδια εγκατάλειψη στον κήπο: θρασεμένα φυτά, σαρκώδη φύλλα, ακλάδευτα δέντρα· τα σπάνια λουλούδια πνιγμένα στις τσουκνίδες· τα σιντριβάνια χωρίς νερό, μουχλιασμένα· στα ωραία αγάλματα λειχήνες. Μια σαύρα ακινητούσε ανάμεσα στο στήθος μιας νεαρής Αφροδίτης, ζεσταμένη απ’ τις τελευταίες ακτίνες του ηλιογέρματος. Πόσα χρόνια πριν. Ήταν πολύ νέος τότε· — είκοσι δύο; εικοσιτριώ; Κι εκείνη; Ποτέ δεν μπορούσες να ξέρεις, — ήταν τόσο το φέγγος που ανάδινε, —σε τύφλωνε· σε διαπερνούσε·— δεν ήξερες πια τί ήταν, αν ήταν, αν ήσουν. Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Άκουσε απέξω το κουδούνισμα, πολύ μοναχικό, μέσα σ’ ένα γνωστό του χώρο, άγνωστα τώρα διαρρυθμισμένο, με άγνωστες διακλαδώσεις, σε σκοτεινά χρώματα. Αργούσαν ν’ ανοίξουν. Κάποιος έσκυψε απ’ το πάνω παράθυρο. Δεν ήταν αυτή. Μια υπηρέτρια, — πολύ νέα. Σα να γέλασε. Έφυγε απ’ το παράθυρο. Αργούσαν πάλι. Ύστερα βήματα στη μέσα σκάλα. Ξεκλείδωσαν την πόρτα. Ανέβηκε. Μια μυρωδιά από σκόνη, σάπιους καρπούς, στεγνή σαπουνάδα, ούρα. Από δω. Κρεβατοκάμαρα. Ντουλάπα. Μετάλλινος καθρέφτης. Δυο σαραβαλιασμένες σκαλιστές πολυθρόνες. Τσίγκινο τραπεζάκι με φλιτζάνια του καφέ κι αποτσίγαρα. Κι εκείνη; Όχι, όχι, — δεν είναι δυνατόν. Γριά — γριά — εκατό, διακόσω χρονώ. Πριν από πέντε ακόμη χρόνια — Όχι, όχι, Το σεντόνι τρύπιο. Εκεί, ασάλευτη· καθιστή στο κρεβάτι· καμπουριασμένη. Μόνο τα μάτια της —— ακόμη πιο μεγάλα, αυταρχικά, διεισδυτικά, άδεια).

Ναι, ναι, — εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πια δεν έρχεται. Κοντεύω
να ξεχάσω τα λόγια. Κι ούτε χρειάζονται. Πλησιάζει θαρρώ το καλοκαίρι·
σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες —κάτι θέλουν να πουν,— ανοησίες. Η μια τους
έχει βγει κιόλας έξω απ’ το παράθυρο, τραβιέται, να σπάσει τους κρίκους,
να φύγει πάνω απ’ τα δέντρα, —ίσως κιόλας να ζητάει να τραβήξει
ολόκληρο το σπίτι κάπου αλλού— μα το σπίτι αντιστέκεται μ’ όλες τις γωνιές του
και μαζί του κι εγώ, παρότι νιώθω, εδώ και μήνες, ελευθερωμένη
απ’ τους νεκρούς μου κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό μου· κι αυτή μου η αντίσταση,
ακατανόητη, αθέλητη, ξένη, είναι το μόνο δικό μου — ο δεσμός μου
με τούτο το κρεβάτι, με τούτη την κουρτίνα· — είναι κι ο φόβος μου, σα να κρατιέμαι
ολόσωμη απ’ αυτό το δαχτυλίδι με τη μαύρη πέτρα πού φοράω στο δείχτη.

Αυτή την πέτρα περιεργάζομαι τώρα, σε απέραντες ώρες, μέσα στη νύχτα —
μαύρη, χωρίς ανταύγειες — μεγαλώνει, μεγαλώνει, γεμίζει
μαύρα νερά, — τα νερά πλημμυρίζουν, ψηλώνουν· βουλιάζω,
όχι στον κάτω βυθό, σ’ έναν επάνω βυθό· από κει πάνω
διακρίνω χαμηλά την κάμαρά μου, εμένα, τη ντουλάπα, τις δούλες
να διαπληκτίζονται άφωνες· βλέπω τη μια ανεβασμένη
σ’ ένα σκαμνί να καθαρίζει το τζάμι απ’ τη φωτογραφία της Λήδας
με ύφος τραχύ, εκδικητικό· βλέπω το ξεσκονόπανο ν’ αφήνει
μιαν ουρά σκόνη από λεπτές φυσαλίδες πού ανεβαίνουν και σπάζουν
με σιωπηλό μουρμουρητό γύρω στους αστραγάλους μου ή στα γόνατά μου.

Βλέπω κι εσένα μ’ ένα πρόσωπο εμβρόντητο, αμήχανο, τεθλασμένο
απ’ τις αργές κινήσεις του μαύρου νερού, — πότε φαρδαίνει, πότε επιμηκύνεται το πρόσωπό σου
με κίτρινες ραβδώσεις. Τα μαλλιά σου σαλεύουν προς τα πάνω
σαν ανάστροφη μέδουσα. Μα υστέρα λέω: «είναι μονάχα μια πέτρα,
μια μικρή, πολύτιμη πέτρα». Όλο το μαύρο συστέλλεται τότε,
στεγνώνει κι εντοπίζεται σ’ έναν ελάχιστο κόμπο, — τον νιώθω
εδώ, λίγο πιο κάτω απ’ το λαρύγγι μου. Και νά με πάλι
στην κάμαρά μου, στο κρεβάτι μου, πλάι στα γνωστά μου φιαλίδια
που με κοιτούν ένα ένα κατανεύοντας· — είναι οι μόνοι βοηθοί μου
στην αγρύπνια, στο φόβο, στη θύμηση, στη λησμοσύνη, στο άσθμα.

Εσύ τι κάνεις; Είσαι πάντα στο στρατό; Να προσέχεις. Μη σκοτίζεσαι τόσο
για ηρωισμούς, για αξιώματα και δόξες. Τί να τα κάνεις; Σου βρίσκεται ακόμα
κείνη η ασπίδα όπου είχες χαραγμένη τη μορφή μου; Ήσουν αστείος
με την ψηλή σου περικεφαλαία και τη μεγάλη της ουρά, — τόσο νέος,
τόσο συνεσταλμένος, σα να ’χες κρυμμένο το ωραίο πρόσωπό σου
στα πισινά πόδια ενός αλόγου κι η ουρά του κρεμόταν ώς κάτω
στη γυμνή ράχη σου. Μη θυμώνεις ξανά. Μείνε λιγάκι ακόμα.

Πέρασε πια ο καιρός των ανταγωνισμών· στερέψανε οι επιθυμίες·
ίσως μπορούμε τώρα να κοιτάξουμε μαζί το ίδιο σημείο της ματαιότητας
όπου, θαρρώ, πραγματοποιούνται οι μόνες σωστές συναντήσεις —έστω αδιάφορες,
μα πάντα πραϋντικές— η νέα κοινότητα μας, έρημη, ήσυχη, άδεια,
χωρίς μετακινήσεις κι αντιθέσεις, — ν’ αναδεύουμε μόνο τη στάχτη στο τζάκι,
φτιάχνοντας πότε πότε με τη στάχτη ψηλόλιγνες, ωραίες τεφροδόχες,
ή, καθισμένοι κατάχαμα, να χτυπάμε το χώμα με άηχες παλάμες.

Λίγο λίγο τα πράγματα χάσαν τη σημασία τους, αδειάσαν· άλλωστε
μήπως είχαν ποτέ τους καμιά σημασία; — χαλαρωμένα, κούφια·
εμείς τα γεμίζαμε με άχυρο ή πίτουρο, να πάρουν σχήμα,
να πυκνώσουν, να στεριώσουν, να σταθούν, — τα τραπέζια, οι καρέκλες,
τα κρεβάτια που πάνω τους πλαγιάζαμε, τα λόγια· — πάντοτε κούφια
σαν τα πανένια σακούλια, σαν τις λινάτσες των έμπορων· —
απόξω κιόλας ξεχωρίζεις τα προϊόντα που περιέχουν
πατάτες ή κρεμμύδια, στάρι, καλαμπόκι, μύγδαλα ή αλεύρι.

Καμιά φορά, πιάνεται το τσουβάλι σε μια πρόκα στη σκάλα
ή στο γάντζο μιας άγκυρας κάτω στο λιμάνι, γίνεται μια τρύπα,
ξεχύνεται το αλεύρι — ένα ανόητο ποτάμι. Το τσουβάλι αδειάζει.
Το αλεύρι το μαζεύουν οι φτωχοί με τις φούχτες τους, να φτιάξουν
τίποτα πίτες ή κουρκούτι. Το τσουβάλι σωριάζεται. Κάποιος
το σηκώνει απ’ τις δυο κάτω γωνιές του· το τινάζει στον αέρα·
ένα σύννεφο άσπρη σκόνη τον τυλίγει· ασπρίζουν τα μαλλιά του·
ασπρίζουν προπάντων τα φρύδια του. Οι άλλοι τον κοιτάζουν.
Τίποτα δεν καταλαβαίνουν· περιμένουν ν’ ανοίξει το στόμα, να μιλήσει.
Αυτός δε μιλάει. Διπλώνει το τσουβάλι στα τέσσερα· φεύγει
έτσι άσπρος, ανεξήγητος, αμίλητος, σα μεταμφιεσμένος
σαν ένας λάγνος γυμνός σκεπασμένος μ’ ένα σεντόνι,
ή σαν πανούργος νεκρός, αναστημένος μες στα σάβανά του.

Καμιά, λοιπόν, σημασία στα γεγονότα ή στα πράγματα· — το ίδιο κι οι λέξεις, παρότι
Μμ’ αυτές ονοματίζουμε όπως όπως κείνα που μας λείπουν ή εκείνα
που ποτέ μας δεν τα ’δαμε —τα αέρινα, που λέμε, τα αιώνια·—
λέξεις αθώες, παραπλανητικές, παρηγορητικές, διφορούμενες πάντα
μες στην εκζητημένη τους ακρίβεια· — τί θλιβερή ιστορία,
δίνοντας όνομα σε μια σκιά, λέγοντάς το τη νύχτα στην κλίνη
με το σεντόνι ανεβασμένο στο λαιμό, κι ακούγοντάς το οι ανόητοι να θαρρούμε
ότι κρατάμε το σώμα, μας κρατάει, ότι κρατιόμαστε στον κόσμο.

Τώρα ξεχνώ τα πιο γνωστά μου ονόματα ή τα συγχέω μεταξύ τους —
Πάρις, Μενέλαος, Αχιλλέας, Πρωτέας, Θεοκλύμενος, Τεύκρος,
Κάστωρ και Πολυδεύκης— οι αδελφοί μου, ηθικολόγοι· αυτοί, νομίζω,
έγιναν άστρα — έτσι λένε, — οδηγοί καραβιών· — Θησέας, Πειρίθους,
Ανδρομάχη, Κασσάνδρα, Αγαμέμνων, — ήχοι, μόνον ήχοι
χωρίς παράσταση, χωρίς το είδωλό τους γραμμένο σ’ ένα τζάμι,
σ’ έναν μετάλλινο καθρέπτη ή στα ρηχά, στ’ ακρογιάλι, όπως τότε
μιαν ήσυχη μέρα με λιακάδα, με πολλά κατάρτια, όταν η μάχη
είχε κοπάσει, και το τρίξιμο των βρεγμένων σκοινιών στις τροχαλίες
κρατούσε τον κόσμο ψηλά, σαν τον κόμπο ενός λυγμού σταματημένον
μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο λαρύγγι — κι έβλεπες τον κόμπο να σπιθίζει, να τρέμει
χωρίς να γίνεται κραυγή, και ξαφνικά όλο το τοπίο με τα καράβια,
τους ναύτες και τ’ αμάξια, βούλιαζε μέσα στο φως και στην ανωνυμία.

Ένα άλλο βούλιαγμα τώρα, πιο βαθύ, πιο σκοτεινό, — από κει μέσα
ανεβαίνουν κάτι ήχοι πότε πότε, — όταν χτυπούσαν τα σφυριά στο ξύλο
καρφώνοντας μια νέα τριήρη στο μικρό ναυπηγείο· όταν περνούσε
ένα μεγάλο τέθριππο στον πέτρινο δρόμο, συνεχίζοντας τους χτύπους
απ’ το ρολόι της Μητρόπολης σε άλλη διάρκεια, σάμπως οι ώρες
να ’ταν πολύ πιο πολλές από δώδεκα και σάμπως τα άλογα
να γύριζαν μες στο ρολόι ώσπου κουράζονταν· ή, κάποια νύχτα,
που τραγουδούσαν κάτω απ’ τα παράθυρά μου δυο όμορφοι νέοι
ένα τραγούδι για μένα, χωρίς λόγια· — ο ένας ήταν μονόφθαλμος· ο άλλος
φορούσε μια μεγάλη πόρπη στη ζώνη του — γυάλιζε στο φεγγάρι.

Οι λέξεις τώρα δε μου ’ρχονται από μόνες τους· — τις ψάχνω, σα να μεταφράζω
από μια γλώσσα που δεν ξέρω, — ωστόσο μεταφράζω. Ανάμεσα στις λέξεις,
ή και μέσα στις λέξεις, μένουν τρύπες βαθιές· κοιτάω μέσ’ απ’ αυτές τις τρύπες
σα να κοιτάω μες απ’ τους ρόζους που έχουν πέσει απ’ τα σανίδια μιας πόρτας
κατάκλειστης, καρφωμένης εδώ και αιώνες. Τίποτα δε βλέπω.

Όχι πια λέξεις και ονόματα· κάτι ήχους μονάχα ξεχωρίζω· — ένα ασημένιο κηροπήγιο
ή ένα κρυστάλλινο ανθογυάλι ηχεί από μόνο του και ξαφνικά σωπαίνει
κάνοντας πως δεν ξέρει τίποτα, πως δεν κουδούνισε αυτό, πως κανένας
δεν το ’χε αγγίξει, πως κανένας δεν πέρασε πλάι του. Ένα φόρεμα
σωριάζεται μαλακά απ’ την καρέκλα στο πάτωμα, μεταθέτοντας
την προσοχή απ’ τον προηγούμενο ήχο στην απλότητα του τίποτα. Ωστόσο
η ιδέα μιας σιωπηλής συνωμοσίας, παρότι διαλυμένη στον αέρα,
επιπλέει πυκνωμένη σ’ ένα επίπεδο πιο πάνω, σχεδόν σταθμητή,
τόσο που αισθάνεται το χάραγμα των ρυτίδων να βαθαίνει πλάι στα χείλη σου
απ’ αυτήν ακριβώς την παρουσία ενός παρείσακτου που παίρνει τη θέση σου
μεταβάλλοντας εσένα σε παρείσακτο, εδώ στο κρεβάτι σου, στην κάμαρά σου.

Ω, αυτή η ξενιτιά μας μέσα στα ίδια μας τα ρούχα που παλιώνουν,
μες στο ίδιο μας το δέρμα που ζαρώνει· ενώ τα δάχτυλά μας
δεν μπορούν πια να σφίξουν, να κρατήσουν τριγύρω στο κορμί μας
ούτε καν την κουβέρτα, που ανυψώνεται μόνη, διαλύεται, φεύγει, αφήνοντάς μας
ακάλυπτους μπροστά στο κενό. Και τότε η κιθάρα, κρεμασμένη στον τοίχο,
ξεχασμένη από χρόνια, με χορδές σκουριασμένες, αρχίζει να τρέμει
έτσι που τρέμει το σαγόνι μιας γριάς απ’ το κρύο ή απ’ το φόβο, και πρέπει
να βάλεις πάνω στις χορδές την παλάμη σου, να σταματήσεις
το μεταδοτικό τους ρίγος. Μα δε βρίσκεις το χέρι σου, δεν έχεις χέρι,
κι ακούς μες στο στομάχι σου πως είναι το δικό σου σαγόνι που τρέμει.

Σε τούτο το σπίτι ο αγέρας έχει γίνει βαρύς κι ανεξήγητος, ίσως
από τη φυσικότητα της παρουσίας των νεκρών. Μια κασέλα
ανοίγει μόνη της, βγαίνουν παλιά φορέματα, θροΐζουν, στήνονται όρθια,
σεργιανούν σιγανά· δυο χρυσά κρόσσια μένουν στο χαλί·· ένα παραπέτασμα
παραμερίζει· —δε φαίνεται κανείς— κι όμως είναι· ένα τσιγάρο
καίγεται μόνο του μες στο σταχτοδοχείο με μικρές διακοπές· — εκείνος
που το ’χει αφήσει εκεί, βρίσκεται στ’ άλλο δωμάτιο, σαν κάπως αδέξιος,
με την πλάτη γυρισμένη, κοιτώντας στον τοίχο, πιθανόν μιαν αράχνη
ή μια κηλίδα υγρασίας, — έτσι προς τον τοίχο, για να μην ξεχωρίζει
το σκοτεινό βαθούλωμα κάτω από τα προτεταμένα ζυγωματικά του.

Οι νεκροί πια δε μας πονούν, — κι είναι παράξενο — δεν είναι;—
όχι για κείνους τόσο, όσο για μας, — αυτή η ουδέτερη οικειότητά τους
μ’ έναν χώρο που τους έχει αρνηθεί και που αυτοί δε συνεισφέρουν
στα έξοδα της συντήρησής του είτε στην έγνοια της φθοράς του,
αυτοί, συντελεσμένοι κι αμετάβλητοι, μόνον σαν κάπως πιο μεγάλοι.

Αυτό ’ναι κάποτε που μας ξενίζει — η υπερτροφία του αμετάβλητου
κι η σιωπηλή τους αυτάρκεια — όχι αγέρωχη, διόλου· δεν πασχίζουν
να σου επιβάλλουν την ανάμνησή τους, να σου είναι αρεστοί. Οι γυναίκες
αφήνουν χαλαρή την κοιλιά τους, πεσμένες τις κάλτσες τους· παίρνουν
απ’ τ’ ασημένιο κουτί τις καρφίτσες· τις καρφώνουν μία μία
σε δυο κανονικές παρατάξεις στο βελούδο του καναπέ· μετά, τις μαζεύουν
και ξαναρχίζουν πάλι με την ίδια ευγενική προσοχή. Κάποιος πανύψηλος
έρχεται απ’ το διάδρομο· — το μέτωπό του χτυπάει πάνω στην πόρτα·
αυτός δεν κάνει κανένα μορφασμό — κι ούτε ακούστηκε χτύπος, καθόλου.

Ναι, τόσο ανόητοι κι αυτοί σαν κι εμάς· μονάχα πιο ήσυχοι. Ένας άλλος
σηκώνει το χέρι του επίσημα, σα να ’ναι να ευλογήσει κάποιον,
κόβει ένα κρύσταλλο απ’ τον πολυέλαιο, το φέρνει στο στόμα του
απλά, σα γυάλινο καρπό, — θαρρείς θα το μασήσει, θα βάλει σε κίνηση πάλι
μια λειτουργία ανθρώπινη· — όχι· το κρατάει ανάμεσα στα δόντια
έτσι να λάμπει το κρύσταλλο με μάταιες λάμψεις. Μια γυναίκα
παίρνει απ’ το στρογγυλό λευκό βαζάκι την κρέμα του προσώπου
με έμπειρη κίνηση των δύο δακτύλων της, και γράφει
στο τζάμι του παράθυρου δυο παχιά κεφαλαία —κάτι σαν Ε και Θ·—
ο ήλιος ζεσταίνει το τζάμι, η κρέμα λιώνει, στάζει στον τοίχο —
κι αυτό δε θέλει να σημαίνει τίποτα — δυο λιπαρά, σύντομα αυλάκια.

Δεν ξέρω γιατί μένουν δω μέσα οι νεκροί, χωρίς τη συμπάθεια κανενός· δεν ξέρω τί θέλουν
και τριγυρνούν στις κάμαρες με τα καλά τους ρούχα, τα καλά τους παπούτσια
βερνικωμένα, αρυτίδωτα, κι αθόρυβα ωστόσο σα να μην πατάνε κάτω.
Πιάνουν τον τόπο, ξαπλώνουν όπου τύχει, στις δυο κουνιστές πολυθρόνες,
χάμου στο πάτωμα ή μέσα στο λουτρό· ξεχνούν τη βρύση να στάζει·
ξεχνούν τα μοσκοσάπουνα να λιώνουν στο νερό. Οι υπηρέτριες,
καθώς περνούν ανάμεσά τους, σκουπίζοντας με τη μεγάλη σκούπα,
δεν τους αντιλαμβάνονται. Μονάχα, κάποτε, το γέλιο μιας δούλας
μοιάζει σαν κάπως στενεμένο — δεν πετάει ψηλά, δεν φεύγει απ’ το παράθυρο,
όμοιο πουλί δεμένο απ’ το πόδι με σπάγγο, που κάποιος το τραβάει προς τα κάτω.

Και, τότε, οι δούλες οργίζονται ανεξήγητα μαζί μου, πετάνε τη σκούπα
εδώ, καταμεσής στην κάμαρά μου, μπαίνουν στην κουζίνα· — τις ακούω
να ψήνουν σε μεγάλα μπρίκια καφέ, να χύνουν τη ζάχαρη χάμου —
η ζάχαρη τρίζει κάτω απ’ τα παπούτσια τους· η μυρωδιά του καφέ
περνάει απ’ το διάδρομο, πλημμυρίζει το σπίτι, κοιτιέται στον καθρέφτη
σαν ένα πρόσωπο κουτό, μελαχρινό, αναιδές, με αχτένιστα τσουλούφια,
με δυο ψεύτικα γαλάζια σκουλαρίκια· φυσάει στον καθρέφτη το χνότο της,
θαμπώνει το γυαλί. Νιώθω τη γλώσσα μου να ψάχνει μες στο στόμα μου·
νιώθω πως έχω ακόμη σάλιο. «Έναν καφέ κι εμένα», φωνάζω στις δούλες·
«έναν καφέ», (μόνο καφέ ζητώ· δε θέλω τίποτ’ άλλο). Εκείνες
κάνουν πως δεν ακούν. Ξαναφωνάζω πάλι και πάλι
χωρίς πίκρα ή οργή. Δεν απαντούν. Τις ακούω να ρουφούν τον καφέ τους
απ’ τα δικά μου πορσελάνινα φλιτζάνια με το χρυσό περιστόμιο
και τα λεπτά, μενεξεδένια ανθάκια. Σωπαίνω και κοιτάζω
κείνη τη σκούπα ριγμένη στο πάτωμα σαν το άκαμπτο πτώμα
εκείνου του ψηλού, λιγνού μαναβόπουλου, που, εδώ και χρόνια,
μου ’δειχνε ανάμεσα στα κάγκελα του κήπου το μεγάλο φαλλό του.

Ω, ναι, γελάω καμιά φορά, κι ακούω το γέλιο μου βραχνό ν’ ανεβαίνει
όχι απ’ το στήθος πια, πολύ πιο κάτω, απ’ τα πόδια· πιο κάτω,
μέσ’ απ’ τη γης. Και γελάω. Πώς ήταν δίχως νόημα όλα,
δίχως σκοπό και διάρκεια και ουσία — πλούτη, πόλεμοι, δόξες και φθόνοι,
κοσμήματα και η ίδια η ομορφιά μου.
Τί ανόητοι θρύλοι,
κύκνοι και Τροίες και έρωτες κι ανδραγαθίες.
Συνάντησα πάλι
σε πένθιμα, νυχτερινά συμπόσια τους παλιούς εραστές μου, με άσπρα γένια,
με άσπρα μαλλιά, με κοιλιές ογκωμένες, σα να ’ταν
έγκυοι κιόλας απ’ το θάνατό τους, να καταβροχθίζουν με μια ξένη βουλιμία
τα ψημένα τραγιά, χωρίς να κοιτάζουν τη σπάλα —τί να κοιτάξουν;—
μια επίπεδη σκιά τη γέμιζε όλη με ελάχιστες άσπρες κηλίδες.

Εγώ, όπως ξέρεις, διατηρούσα ακόμη την παλιά ομορφιά μου
σαν από θαύμα (αλλά και με βαφές, με βότανα και με πομάδες,
χυμούς λεμονιών κι αγγουρόνερο). Τρόμαζα μόνο να βλέπω στη μορφή τους
το πέρασμα και των δικών μου χρόνων. Έσφιγγα τότε τους μυώνες της κοιλιάς μου,
έσφιγγα μ’ ένα ψεύτικο χαμόγελο τα μάγουλά μου, σάμπως
να στέριωνα μ’ ένα φτενό δοκάρι δυο ετοιμόρροπους τοίχους.

Έτσι περίκλειστη, σφιγμένη, τεντωμένη —τί κούραση, θε μου,—
κάθε στιγμή σφιγμένη (και στον ύπνο ακόμη) σαν μέσα
σε μια παγερή πανοπλία ή σ’ έναν ξύλινο ολόσωμο κορσέ, σαν μέσα
σ’ έναν δικό μου Δούρειο Ίππο, απατηλό, στενό, ξέροντας κιόλας
το άσκοπο της απάτης και της αυταπάτης, το άσκοπο της φήμης,
το άσκοπο και το πρόσκαιρο της κάθε νίκης.
Πριν από λίγους μήνες,
με το χαμό του αντρός μου, (μήνες τάχα ή χρόνια;) παράτησα για πάντα
τον Δούρειο Ίππο μου, κάτω στο στάβλο, μαζί με τα γέρικα άλογά του,
να σεργιανάνε μέσα του οι αράχνες κι οι σκορπιοί. Δε βάφω πια τα μαλλιά μου.

Μεγάλες κρεατοελιές φυτρώσανε στο πρόσωπό μου. Χοντρές τρίχες
μου ζώσανε το στόμα — τις πιάνω· δεν κοιτιέμαι στον καθρέφτη —
άγριες τρίχες, μακριές, — σαν κάποιος άλλος να θρονιάστηκε εντός μου,
ένας αδιάντροπος, κακόβουλος άντρας, και τα δικά του γένια
βγαίνουν απ’ το δικό μου δέρμα. Τον αφήνω· —τί να κάνω;—
φοβάμαι μήπως αν τον έδιωχνα, θα ’σερνε πίσω του και μένα.

Μη φύγεις. Μείνε λίγο ακόμα. Έχω τόσον καιρό να μιλήσω.
Κανείς δεν έρχεται πια να με δει. Βιαστήκαν όλοι να φύγουν.
Το ’δα στα μάτια τους — βιαζόνταν όλοι να πεθάνω. Δεν κυλάει ο χρόνος.
Οι δούλες με μισούν. Ακούω τις νύχτες να μου ανοίγουν τα συρτάρια,
να παίρνουν τις δαντέλες, τα κοσμήματα, τα χρυσά τάλαντα· — ποιός ξέρει
αν θα μ’ αφήσαν κάνα φόρεμα της προκοπής για μια ώρα ανάγκης
και κάνα ζευγάρι παπούτσια. Τα κλειδιά μού τα πήραν κι εκείνα
κάτω απ’ το μαξιλάρι μου· — δε σάλεψα διόλου· έκανα πως κοιμόμουν —
έτσι κι αλλιώς μια μέρα θα τα παίρναν· — ας μην ξέρουν τουλάχιστο πως ξέρω.

Τί θα γινόμουν αν δεν είχα κι αυτές; «Υπομονή, υπομονή», λέω·
«υπομονή», — κι είναι κι αυτό σαν μια ελάχιστη νίκη, την ώρα
που αυτές διαβάζουν τις παλιές επιστολές των θαυμαστών μου
ή τα ποιήματα που μου ’χαν αφιερώσει μεγάλοι ποιητές· — τα διαβάζουν
με ηλίθιο στόμφο και με λάθη πολλά στην προφορά, στους τονισμούς, στο μέτρο
και στο συλλαβισμό· — δεν τις διορθώνω. Κάνω πως δεν ακούω. Άλλοτε πάλι
σχεδιάζουν με το μαύρο κραγιόν των φρυδιών μου μεγάλα μουστάκια
στα αγάλματά μου, ή τους φορούν στο κεφάλι ένα παμπάλαιο κράνος
ή το δοχείο της νυκτός. Τις κοιτάζω γαλήνια. Αυτές θυμώνουν.

Μια μέρα, που ένιωσα κάπως καλύτερα, τις παρακάλεσα πάλι
να μου βάψουν το πρόσωπο. Μου το ’βαψαν. Ζήτησα έναν καθρέφτη.
Το ’χαν βαμμένο πράσινο, με μαύρο στόμα. «Ευχαριστώ», τους είπα,
σα να μην είδα τίποτα παράδοξο. Εκείνες γελούσαν. Η μια τους
γδύθηκε ολότελα μπροστά μου, ντύθηκε τα χρυσά μου πέπλα, κι έτσι
γυμνόποδη με τα χοντρά της πόδια, άρχισε να χορεύει,
πήδησε πάνω στο τραπέζι — ξέφρενη· χόρευε, υποκλίνονταν
μιμούμενη τάχα τις παλιές μου κινήσεις. Ψηλά, στο μηρό της
είχε μια δαγκωνιά από δυνατά, κανονικά, αντρίκεια δόντια.

Εγώ τις κοίταζα σα να ’μουν στο θέατρο· — καθόλου ταπείνωση ή θλίψη
ούτε αγανάκτηση — πρός τί; Μονάχα επαναλάβαινα βαθιά μου:
«μια μέρα θα πεθάνουμε», ή μάλλον: «μια μέρα θα πεθάνετε» · κι αυτό
ήταν μια βέβαιη εκδίκηση και φόβος και παρηγοριά. Κοιτούσα
κατάματα το καθετί, με μια απερίγραπτη, απαθή καθαρότητα, σάμπως
να ’ταν τα μάτια μου ανεξάρτητα από μένα· κοιτούσα τα μάτια μου τα ίδια
να στέκουν ένα μέτρο μακριά απ’ το πρόσωπό μου, σαν τα τζάμια
ενός απόμακρου παράθυρου, που πίσωθέ τους κάποιος άλλος
κάθεται και παρατηρεί ό,τι γίνεται σ’ έναν άγνωστο δρόμο
με κλειστά καφενεία, φωτογραφεία, αρωματοπωλεία,
κι είχα την αίσθηση πως ένα ωραίο κρυστάλλινο φιαλίδιο
έσπασε, και το μύρο χύθηκε στη σκονισμένη προθήκη. Όσοι περνούσαν
κοντοστεκόνταν αόριστα, οσμίζονταν τον αέρα, κάτι αγαθό θυμούνταν
κι ύστερα χάνονταν πίσω απ’ τις πιπεριές ή στο βάθος του δρόμου.

Στιγμές στιγμές, το άρωμα αυτό το νιώθω ακόμη — δηλαδή το θυμάμαι·
παράξενο δεν είναι; — αυτά που λέμε συνήθως μεγάλα, διαλύονται, σβήνουν —
ο φόνος του Αγαμέμνονα, η σφαγή της Κλυταιμνήστρας (μου ’χαν στείλει
απ’ τις Μυκήνες ένα ωραίο της περιδέραιο, φτιαγμένο
από μικρές, χρυσές προσωπίδες, ενωμένες με κρίκους
στο πάνω μέρος των αυτιών τους — δεν το φόρεσα διόλου). Ξεχνιούνται·
κάτι άλλα μένουν, επουσιώδη, ασήμαντα· — θυμάμαι που είδα μια μέρα
ένα πουλί καθισμένο στη ράχη ενός αλόγου· κι αυτό το ανεξήγητο
σα να εξηγούσε (ιδιαίτερα σε μένα) κάποιο μυστήριο.

Θυμάμαι ακόμα, παιδί, στις όχθες του Ευρώτα, πλάι στις ζεστές πικροδάφνες,
τον ήχο από ’να δέντρο που ξεφλουδιζόταν μόνο του· οι φλούδες
πέφτανε μαλακά μες στο νερό, πλέαν σαν τριήρεις, ξεμακραίναν,
κι εγώ περίμενα, σώνει και καλά, μια μαύρη πεταλούδα με πορτοκαλιές ραβδώσεις
να κάτσει σε μια φλούδα, απορημένη που, ενώ μένει ακίνητη, κινείται,
κι αυτό με διασκέδαζε που οι πεταλούδες, αν και έμπειρες του αέρα,
δεν έχουν ιδέα από ταξίδια στο νερό κι από κωπηλασίες. Και ήρθε.

Είναι κάτι παράξενες στιγμές, μοναχικές, σχεδόν αστείες. Ένας άνθρωπος
περπατάει μεσημεριάτικα φορώντας στο κεφάλι του μια καλαθούνα· το καλάθι
του κρύβει ολάκερο το πρόσωπο σα να ’ναι ακέφαλος ή μεταμφιεσμένος
μ’ ένα τεράστιο αόμματο, πολυόμματο κεφάλι. Ένας άλλος,
καθώς σεργιανάει ρεμβαστικά στο σούρουπο, σκοντάφτει κάπου, βλαστημάει,
γυρίζει πίσω, ψάχνει· — μια ελάχιστη πέτρα· τη σηκώνει· την ασπάζεται· τότε
θυμάται να κοιτάξει ολόγυρά του· απομακρύνεται ένοχα. Μια γυναίκα
χώνει το χέρι της στην τσέπη της· δε βρίσκει τίποτα· βγάζει το χέρι της,
το υψώνει, το παρατηρεί προσεχτικά, σα χνοτισμένο από την πούδρα του άδειου.

Ένα γκαρσόνι έχει σφαλίσει μες στη φούχτα του μια μύγα — δεν την πιέζει·
ένας πελάτης τον φωνάζει· ξεχάστηκε· ξεσφίγγει τη φούχτα του· η μύγα
πετάει ψηλά, κάθεται στο ποτήρι. Ένα χαρτί κυλάει στο δρόμο
δισταχτικά, με πολλές παύσεις, χωρίς να επισύρει
την προσοχή κανενός, — κι αυτό του αρέσει. Μα πάλι, κάθε τόσο,
αφήνει ένα τρίξιμο ιδιαίτερο, που το διαψεύδει· σα να γυρεύει τώρα
κάποιον αδέκαστο μάρτυρα για τη σεμνή, μυστική του πορεία. Κι όλα τούτα
έχουν μια έρημη, ανεξήγητη ομορφιά κι ένα βαθύτατο πόνο
από δικές μας, ξένες κι άγνωστες, χειρονομίες — δεν έχουν;

Τα άλλα, σα να μην ήταν τίποτα — χάθηκαν. Άργος, Αθήνα, Σπάρτη,
Κόρινθος, Θήβα, Σικυών, — σκιές ονομάτων· τα μιλάω· ηχούν σαν βουλιαγμένα
μες στο ασυντέλεστο. Κάποιο χαμένο ευγενικό σκυλί στέκει
μπροστά στην προθήκη ενός φτηνού γαλατάδικου. Μια νέα περαστική το κοιτάζει·
αυτό δεν αποκρίνεται· η σκιά του απλώνεται στο πεζοδρόμιο μεγάλη.
Δεν έμαθα ποτέ μου το γιατί. Κι ούτε υπάρχει θαρρώ. Μένει μονάχα
αυτή η εξευτελιστική, εξαναγκασμένη (από ποιόν;) επιδοκιμασία
καθώς γνέφουμε «ναι» με το κεφάλι, σα να χαιρετούμε κάποιον
με απίστευτη δουλοφροσύνη, ενώ κανείς δεν περνάει, κανείς δεν είναι.

Θαρρώ πως κάποιος άλλος μού αφηγήθηκε, με ολότελα άχρωμη φωνή, ένα βράδυ,
τα περιστατικά της ζωής μου· κι εγώ νύσταζα· μέσα μου ευχόμουν
να σταματήσει επιτέλους· να μπορέσω να κλείσω τα μάτια,
να κοιμηθώ. Κι όσο μιλούσε, για να κάνω κάτι, ν’ αντιστέκομαι στον ύπνο,
μετρούσα ένα ένα τα κρόσσια απ’ το σάλι μου, ρυθμίζοντας το μέτρημα
πάνω σ’ ένα κουτό, παιδιάστικο τραγούδι της τυφλόμυγας, ωσότου
να χάσει κάθε νόημα απ’ την επανάληψη. Μα ο ήχος διατηρείται —
θόρυβοι, γδούποι, συρσίματα, — το βουητό της σιωπής, ένα παράταιρο κλάμα,
κάποιος ξύνει τον τοίχο με τα νύχια του, κάποιο ψαλίδι πέφτει στα σανίδια,
κάποιος βήχει· — η παλάμη στο στόμα του, μη και ξυπνήσει έναν άλλον
που κοιμάται μαζί του —ίσως το θάνατό του·— σταματάει· ύστερα πάλι
εκείνο το σπειροειδές βουητό από ’να άδειο πηγάδι, κλεισμένο.

Τις νύχτες ακούω που μεταφέρουν οι δούλες τα μεγάλα έπιπλά μου·
τα κατεβάζουν απ’ τη σκάλα, — ένας καθρέφτης, κρατημένος σα φορείο,
δείχνει τα φαγωμένα γύψινα στολίδια απ’ το ταβάνι· ένα τζάμι
χτυπάει στα κάγκελα — δεν έσπασε· το παλιό πανωφόρι στην κρεμάστρα
σηκώνει μια στιγμή τα αδειανά χέρια του, τα ξαναχώνει στις τσέπες·
οι μικρές ρόδες απ’ τα πόδια των καναπέδων τρίζουν στο πάτωμα. Νιώθω
εδώ στον αγκώνα μου το γδάρσιμο του τοίχου απ’ τη γωνιά της ντουλάπας
ή απ’ τη γωνιά του μεγάλου σκαλιστού τραπεζιού. Τί θα τα κάνουν; «Γεια σας», λέω
σχεδόν μηχανικά, σα ν’ αποχαιρετώ έναν επισκέπτη, ξένο πάντα. Μονάχα
εκείνη η αόριστη βοή που αργοπορεί στο διάδρομο σαν απ’ το κέρας
ξεπεσμένων αρχόντων κυνηγών, μες στο απόβροχο, σ’ ένα καμένο δάσος.

Αλήθεια, πόσα πράγματα άχρηστα, με πόση απληστία συναγμένα· —
φράζαν το χώρο — δεν μπορούσαμε να σαλέψουμε· τα γόνατά μας
χτυπούσαν σε ξύλινα, πέτρινα, μετάλλινα γόνατα. Ω, βέβαια, θα πρέπει
πολύ να γεράσουμε, πολύ, ώσπου να γίνουμε δίκαιοι, να φτάσουμε εκείνη
την ήμερη αμεροληψία, τη γλυκιά ανιδιοτέλεια στις συγκρίσεις, στις κρίσεις,
όταν δικό μας πια μερτικό δεν υπάρχει σε τίποτα πάρεξ σ’ αυτή την ησυχία.

Α, ναι, πόσες ανόητες μάχες, ηρωισμοί, φιλοδοξίες, υπεροψίες,
θυσίες και ήττες και ήττες, κι άλλες μάχες, για πράγματα που κιόλας
ήταν από άλλους αποφασισμένα, όταν λείπαμε εμείς. Και οι άνθρωποι, αθώοι,
να χώνουν τις φουρκέτες των μαλλιών μες στα μάτια τους, να χτυπούν το κεφάλι
στον πανύψηλο τοίχο, γνωρίζοντας βέβαια πως ο τοίχος δεν πέφτει
ούτε ραγίζει καν, να δουν τουλάχιστον μες από μια χαραμάδα
λίγο γαλάζιο ασκίαστο απ’ το χρόνο και τη σκιά τους. Ωστόσο —ποιός ξέρει—
ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει
η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του ανθρώπου
ανάμεσα σε σκουριασμένα σίδερα και κόκαλα ταύρων και αλόγων,
ανάμεσα σε πανάρχαιους τρίποδες όπου καίγεται ακόμα λίγη δάφνη
κι ο καπνός ανεβαίνει ξεφτώντας στο λιόγερμα σα χρυσόμαλλο δέρας.

Μείνε λιγάκι ακόμη. Βράδιασε. Το χρυσόμαλλο δέρας που λέγαμε — Ω, η σκέψη
έρχεται αργά σ’ εμάς τις γυναίκες — ξεκουράζει κάπως. Αντίθετα, οι άντρες
δε σταματούν ποτέ τους να σκεφτούν, — ίσως φοβούνται· ίσως δε θέλουν
να δουν κατάματα το φόβο τους, να δουν την κούρασή τους, να ξεκουραστούνε —
δειλοί, ματαιόδοξοι, πολυάσχολοι, προχωρούν στο σκοτάδι. Τα ρούχα τους
μυρίζουν πάντα καπνό από μια πυρκαγιά που πλάι της ή μέσα της
είχαν περάσει χωρίς να το ξέρουν. Γδύνονται γρήγορα· ρίχνουν
τα ρούχα τους στο πάτωμα· πέφτουν στην κλίνη. Όμως και το ίδιο τους το σώμα
μυρίζει καπνό, — τους ναρκώνει. Μες στο τρίχωμα του στήθους τους
έβρισκα, σαν κοιμόνταν πια, κάτι λεπτά, καμένα φύλλα
ή κάτι πούπουλα σταχτόμαυρα από πουλιά σκοτωμένα. Τότε
εγώ τα μάζευα και τα φυλούσα σε μια κασετίνα — τα μόνα σημάδια
μιας μυστικής επαφής· — ποτέ δεν τους τα ’δειξα · — δε θα τ’ αναγνώριζαν.

Κάποιες στιγμές, ω, ναι, ήταν ωραίοι — έτσι γυμνοί, παραδομένοι στον ύπνο,
εντελώς απροσποίητοι, αφημένοι, με τα μεγάλα, δυνατά σώματά τους
υγρά, μαλακωμένα, σαν θορυβώδη ποτάμια που κυλήσαν
από ψηλά βουνά σε γαλήνια πεδιάδα, ή σαν παιδιά εγκαταλειμμένα. Τότε
τους αγαπούσα πράγματι, σα να τους γέννησα εγώ. Παρατηρούσα τα μακριά ματόκλαδά τους
κι ήθελα να τους πάρω μέσα μου για να τους προφυλάξω, ή έτσι
να ζευγαρώσω μ’ ολόκληρο το σώμα τους. Κοιμόταν. Κι ο ύπνος σού επιβάλλει
το σεβασμό, γιατί ’ναι τόσο σπάνιος. Πάνε κι αυτά. Ξεχαστήκαν.

Όχι πως δε θυμάμαι πια, — θυμάμαι ακόμα· μονάχα που οι αναμνήσεις
δεν είναι πια συγκινημένες, —δε μας συγκινούν— απρόσωπες, γαλήνιες,
καθαρές ώς τις πιο ματωμένες γωνιές τους. Μόνον μία
κρατάει ακόμη έναν αγέρα γύρω της, ανασαίνει.
Κείνο το δείλι,
τριγυρισμένη απ’ τις ατελείωτες κραυγές των πληγωμένων,
απ’ τις ψιθυριστές κατάρες των γερόντων και το θαυμασμό τους, μέσα
στη μυρωδιά ενός γενικού θανάτου που, στιγμές στιγμές, λαμπύριζε
πάνω σε μιαν ασπίδα ή στην αιχμή ενός δόρατος ή στη μετόπη
ενός αμελημένου ναού η στον τροχό ενός άρματος, — ανέβηκα μόνη
στα ψηλά τείχη και σεργιάνισα,
μόνη, ολομόναχη, ανάμεσα
σε Τρώες και Αχαιούς, νιώθοντας τον αγέρα να κολλάει επάνω μου
τα λεπτά πέπλα μου, να ψαύει τις θηλές μου, να κρατάει το σώμα μου ακέριο
ντυμένο κι ολόγυμνο, μόνο με μια φαρδιά, ασημένια ζώνη
που ανέβαζε τα στήθη μου ψηλά —
έτσι ωραία, ανέγγιχτη, δοκιμασμένη,
την ώρα που μονομαχούσαν οι δυο αντεραστές μου και κρινόταν η τύχη
του πολυχρόνιου πολέμου· —
μήτε που είδα να κόβεται ο ιμάντας
από την περικεφαλαία του Πάρη, — μάλλον μια λάμψη απ’ το χαλκό της είδα,
μια λάμψη κυκλική, καθώς ο άλλος την περιέστρεφε οργισμένος
επάνω απ το κεφάλι του — ένα ολόφωτο μηδέν.
Δεν άξιζε διόλου να κοιτάξεις· —
την έκβαση την είχαν απ’ τα πριν ρυθμίσει οι θεϊκές βουλές· κι ο Πάρης,
δίχως τα σκονισμένα του σαντάλια, θα βρισκόταν σε λίγο στην κλίνη,
λουσμένος απ’ τα χέρια της θεάς, να με προσμένει μειδιώντας,
κρύβοντας τάχα μ’ ένα ρόδινο τσιρότο μια ψεύτικη ουλή στο πλευρό του.

Δεν κοίταξα άλλο· ούτε άκουγα σχεδόν τις πολεμόχαρες κραυγές τους —
εγώ, ψηλά, στα τείχη, πάνω απ’ τα κεφάλια των θνητών, αέρινη, σάρκινη,
χωρίς ν’ ανήκω σε κανένα, χωρίς να ’χω κανενός την ανάγκη,
σα να ’μουν (ανεξάρτητη εγώ) ολόκληρος ο έρωτας, — ελεύθερη
από το φόβο του θανάτου και του χρόνου, μ’ ένα άσπρο λουλούδι στα μαλλιά μου,
μ’ ένα λουλούδι ανάμεσα στα στήθη μου, κι ένα άλλο στα χείλη να μου κρύβει
το χαμόγελο της ελευθερίας.
Μπορούσαν
κι από τις δυο πλευρές να με τοξεύσουν.
Έδινα στόχο
βαδίζοντας αργά πάνω στα τείχη, σχεδιασμένη ακέρια
στον χρυσοπόρφυρο ουρανό της εσπέρας.
Κρατούσα τα μάτια κλεισμένα
για να ευκολύνω μια εχθρική χειρονομία τους — γνωρίζοντας στο βάθος
ότι κανείς δεν θα τολμούσε. Τα χέρια τους τρέμαν απ’ το θάμβος
της ομορφιάς και της αθανασίας μου —
(ίσως τώρα μπορώ να προσθέσω:
δεν τον φοβόμουν το θάνατο, γιατί τον ένιωθα πολύ μακριά μου).
Τότε
πέταξα απ’ τα μαλλιά μου κι απ’ τα στήθη μου τα δυο λουλούδια· — το τρίτο
το κρατούσα στο στόμα μου — τα πέταξα απ’ τις δυο πλευρές του τείχους
με μια κίνηση ολότελα ανεξίθρησκη.
Και τότε οι άντρες, μέσα κι έξω,
ριχτήκαν ο ένας του άλλου, αντίπαλοι και φίλοι, για ν’ αρπάξουν
εκείνα τα λουλούδια, να μου τα προσφέρουν — τα δικά μου λουλούδια. Δεν είδα
τίποτ’ άλλο μετά, — μονάχα πλάτες σκυμμένες, σάμπως όλοι
να ’ταν γονατιστοί στη γης, όπου στέγνωνε το αίμα απ’ τον ήλιο· — ίσως κιόλας
να ποδοπάτησαν εκείνα τα λουλούδια.
Δεν είδα.
Είχα κινήσει τα χέρια,
είχα υψωθεί στα νύχια των ποδιών, κι αναλήφθηκα
αφήνοντας να πέσει απ’ τα χείλη μου και το τρίτο λουλούδι.

Αυτό μου μένει ακόμη — κάτι σαν ανταμοιβή, σαν απόμακρη δικαίωση, κι ίσως
αυτό να μείνει, λέω, κάπου, στον κόσμο — μια στιγμιαία ελευθερία,
φανταστική, βέβαια, κι αυτή — παιχνίδι της τύχης και της άγνοιάς μας. Οι γλύπτες,
σ’ αυτή τη στάση ακριβώς (όσο θυμόμουν), δοκίμασαν να φτιάξουν
τα τελευταία αγάλματά μου· — και βρίσκονται ακόμη στον κήπο·
θα τα ’δες μπαίνοντας. Καμιά φορά, κι εγώ (σαν είναι οι δούλες στις καλές τους
και με κρατούν απ’ τις μασκάλες να με πάνε ώς εκείνη την καρέκλα
μπροστά στο παράθυρο), τα βλέπω. Λάμπουν στον ήλιο. Μια άσπρη ζέστα
ανεβαίνει απ’ τα μάρμαρα ώς εδώ. Δε συλλογιέμαι πιο πέρα. Σε λίγο
με κουράζει κι αυτό. Προτιμώ να κοιτάζω ένα κομμάτι δρόμο
όπου δυο τρία παιδιά παίζουν με μια πανένια μπάλα, ή κάποιο κορίτσι
που κατεβάζει ένα καλάθι, δεμένο με σκοινί, απ’ τ’ αντικρινό μπαλκόνι.

Κάποτε οι δούλες με ξεχνούν εκεί. Δεν έρχονται να με βάλουν ξανά στο κρεβάτι.
Και μένω όλη νύχτα να κοιτάζω ένα παλιό ποδήλατο, σταθμευμένο
μπροστά στη φωτισμένη τζαμαρία ενός καινούργιου ζαχαροπλαστείου,
ώσπου σβήνουν τα φώτα, ή εγώ αποκοιμιέμαι στο περβάζι. Κάθε τόσο
θαρρώ πως με ξυπνάει ένα άστρο που γλιστράει στο διάστημα
όπως στο σάλιο απ’ το ανοιχτό, ξεδοντιασμένο στόμα ενός γέρου.
Τώρα
έχουν καιρό να με φέρουν στο παράθυρο. Μένω εδώ στο κρεβάτι
καθιστή ή πλαγιασμένη, — αυτό το μπορώ. Για να περνάει η ώρα
πιάνω το πρόσωπό μου —ένα πρόσωπο ξένο·— το αγγίζω, το ψαύω, μετράω
τις τρίχες, τις ρυτίδες, τις κρεατοελιές· — ποιός είναι μέσα
σε τούτο το πρόσωπο;
Κάτι στυφό ανεβαίνει στο λαιμό μου — η ναυτία κι ο φόβος,
ο ηλίθιος φόβος, θε μου, μήπως χάσουμε κι αυτή τη ναυτία. Μείνε ακόμη —
μπαίνει λιγάκι φως απ’ το παράθυρο — θ’ ανάψανε τους φανοστάτες έξω στο δρόμο.

Δε θα ’θελες να σημάνω το κουδούνι, να σου φέρουν κάτι; — λίγο βύσσινο
ή λίγο νεραντζάκι, — ίσως να μένει κάτι στα μεγάλα βάζα
ζαχαρωμένο πια, πηγμένο — αν, βέβαια, κάτι έχουν αφήσει
οι λαίμαργες δούλες. Τα τελευταία χρόνια, καταπιανόμουν μονάχη
με τα γλυκίσματα — τί άλλο να κάνεις;
Ύστερα απ’ την Τροία, —η ζωή μας στη Σπάρτη
πολύ πληχτική— σωστή επαρχία: Όλη μέρα κλεισμένοι μες στα σπίτια,
ανάμεσα στα στριμωγμένα λάφυρα τόσων πολέμων· κι οι μνήμες,
ξέθωρες κι ενοχλητικές, να σέρνονται ξοπίσω σου, μες στον καθρέφτη
όταν χτενίζεις τα μαλλιά σου, ή μέσα στην κουζίνα, να προβαίνουν
μέσ’ απ’ τους λιπαρούς ατμούς της χύτρας· και ν’ ακούς με το νερό που κοχλάζει
κάτι δαχτυλικούς εξάμετρους από κείνη την Τρίτη Ραψωδία
ενώ ένας πετεινός φωνάζει παράταιρα, κάπου σιμά, απ’ το κοτέτσι του γειτόνου.

Την ξέρεις δα τη μονότονη ζωή μας. Ώς κι οι εφημερίδες
ίδιες στο σχήμα, στο μέγεθος, στους τίτλους, — δεν τις διαβάζω πια. Κάθε τόσο
σημαίες στα μπαλκόνια, εθνικές τελετές, στρατιωτικές παρελάσεις
σαν κουρντισμένες· — μόνο το ιππικό διατηρούσε κάτι το αυτοσχέδιο,
κάτι προσωπικό — εξαιτίας των αλόγων ίσως. Σηκωνότανε σύννεφο η σκόνη·
κλείναμε τα παράθυρα· — να κάθεσαι ύστερα να ξεσκονίζεις ένα ένα
βάζα, κουτάκια, κορνίζες, πορσελάνινα αγαλμάτια, καθρέφτες, μπουφέδες.

Δεν πήγαινα πια στις τελετές. Γυρνούσε ο άντρας μου καταϊδρωμένος,
ριχνόταν στο φαΐ, χτυπώντας τα χείλια του, και μαζί αναμασώντας
παλιές, βαρετές δόξες και μνησικακίες ξεθυμασμένες. Εγώ παρατηρούσα
τα κουμπιά του γιλέκου του που πήγαιναν να σπάσουν — είχε πολύ παχύνει.
Κάτω από το πηγούνι του αναβόσβηνε μια φαρδιά, μελανόχρωμη κηλίδα.

Έπιανα τότε το δικό μου πηγούνι, συνεχίζοντας το φαΐ μου αφηρημένα,
νιώθοντας μες στη φούχτα μου τις κινήσεις της κάτω μου μασέλας
σα να ’ταν ξεκομμένη απ’ το κεφάλι μου και την κρατούσα γυμνή στην παλάμη.
Ίσως γι’ αυτό να πάχυνα κι εγώ. Δεν ξέρω. Όλοι φαινόνταν φοβισμένοι —
τους έβλεπα καμιά φορά πίσω απ’ τα τζάμια· — περπατούσαν με το πλάι
σα να κούτσαιναν κάπως, σα να κρύβαν κάτι κάτω απ’ τη μασκάλη. Το απόγευμα
οι καμπάνες σημαίνανε πένθιμα. Οι ζητιάνοι χτυπούσαν τις πόρτες. Στο βάθος,
η ασβεστωμένη πρόσοψη του Μαιευτηρίου, καθώς σουρούπωνε, φαινόταν πιο άσπρη,
πιο μακρινή κι ακατανόητη. Ανάβαμε γρήγορα τις λάμπες. Μεταποιούσα
κάνα παλιό φόρεμά μου. Ύστερα χάλασε κι η ραπτομηχανή· τη μεταφέραν
κάτω στα υπόγεια μαζί με κείνες τις παλιές, ρομαντικές ελαιογραφίες
όλο κοινότοπες μυθικές παραστάσεις — Αναδυόμενες, Αετούς και Γανυμήδες.

Έφυγαν ένας ένας οι παλιοί μας γνώριμοι. Λιγόστεψε και η αλληλογραφία.
μόνο σε τίποτα γιορτές, σε τίποτα γενέθλια, μια σύντομη κάρτα —
ένα στερεότυπο τοπίο του Ταϋγέτου με δαντελωτές κορφές, πολύ γαλάζιες,
ένα κομμάτι απ’ τον Ευρώτα με άσπρα βότσαλα και ροδοδάφνες,
ή τα ερείπια του Μυστρά με τις αγριοσυκιές. Μα το συχνότερο απ’ όλα
τηλεγραφήματα συλλυπητήρια. Κι απαντήσεις δεν έρχονταν. Ίσως
στο μεταξύ να ’χε πεθάνει ο παραλήπτης — δε μαθαίναμε πιο πέρα.

Ο σύζυγός μου δεν ταξίδευε πια. Δεν άνοιγε βιβλίο. Τα τελευταία του χρόνια
είχε γίνει πολύ νευρικός. Κάπνιζε ατέλειωτα. Τις νύχτες σεργιανούσε
στο μεγάλο σαλόνι, με κείνες τις ξέφτιες καφετιές του παντόφλες
και τη μακριά νυχτικιά του. Κάθε μεσημέρι, στο τραπέζι, επανερχόταν
στην απιστία της Κλυταιμνήστρας ή στη δίκαιη πράξη του Ορέστη
σα να απειλούσε κάποιον. Ποιός νοιαζόταν; Δεν τον άκουγα καν. Ωστόσο
σαν πέθανε, μου ’λειψε πολύ, — μου λείψαν προπαντός εκείνες οι κουτές απειλές του,
σάμπως αυτές ακριβώς να μου ορίζαν μια θέση αμετάθετη στο χρόνο,
σάμπως αυτές να μ’ εμπόδιζαν να γεράσω.
Ονειρευόμουν τότε
τον Οδυσσέα, το ίδιο αγέραστον κι αυτόν, με το έξυπνο, τριγωνικό σκουφί του,
ν’ αργοπορεί το γυρισμό του, ο πολυμήχανος, — με τί προφάσεις ευφάνταστων κινδύνων,
ενώ αφηνόταν (τάχα ναυαγός) πότε στα χέρια μιας Κίρκης, πότε στα χέρια
μιας Ναυσικάς, να του βγάζουν τα στρείδια απ’ το στήθος, να τον λούζουν
με μικρά ρόδινα σαπούνια, να φιλούν την ουλή στο γόνατό του, να τον αλείβουν λάδι.

Θαρρώ πως έφτασε κι αυτός στην Ιθάκη· — θα τον κουκούλωσε, λέω, με τα φαντά της
η άχαρη χοντρή Πηνελόπη. Δεν πήρα από τότε μήνυμά του —
μπορεί και να τα σκίζουν οι δούλες, — τί χρειάζονται πια; Οι Συμπληγάδες
μεταφερθήκαν κάπου αλλού, σ’ ένα χώρο πιο μέσα — τις νιώθεις
ασάλευτες, μαλακωμένες — πιο τρομερές από πριν, — δε συνθλίβουν,
πνίγουν σ’ ένα πηχτό, μαύρο ρευστό — δε γλιτώνει κανένας.

Μπορείς να φύγεις τώρα. Νύχτωσε. Νυστάζω, — να κλείσω τα μάτια,
να κοιμηθώ, να μη βλέπω ούτε έξω ούτε μέσα, να ξεχάσω
το φόβο του ύπνου και το φόβο του ξύπνου. Δεν μπορώ. Πετάγομαι πάνω —
φοβάμαι μήπως δεν ξαναξυπνήσω. Μένω άγρυπνη, ν’ ακούω
απ’ το σαλόνι το ροχαλητό των υπηρετριών, τις αράχνες στους τοίχους,
τις κατσαρίδες μέσα στην κουζίνα, ή τους νεκρούς να ρουθουνίζουν
με βαθιές εισπνοές, σα να κοιμούνται τάχα, σα να ’χουν ησυχάσει.
Χάνω και τους νεκρούς μου τώρα. Τους έχασα. Πάνε.

Καμιά φορά, περασμένα μεσάνυχτα, ακούγονται κάτω στο δρόμο
οι ρυθμικές οπλές απ’ τ’ άλογα μιας καθυστερημένης άμαξας, σα να επιστρέφει
από μια πένθιμη παράσταση κάποιου ετοιμόρροπου, συνοικιακού θεάτρου
με πεσμένους τους γύψους της οροφής, με ξεγδαρμένους τοίχους,
με μια τεράστια κόκκινη, ξεθωριασμένη αυλαία, κλεισμένη,
που ’χει μαζέψει απ’ τα πολλά πλυσίματα, και στο κενό που αφήνει κάτω
διακρίνονται ξυπόλυτα τα πόδια του μεγάλου φροντιστή ή του ηλεκτρολόγου
που ίσως τυλίγει σε ρολό ένα χάρτινο δάσος για να σβήσει τα φώτα.

Εκείνη η χαραμάδα μένει ακόμη φωτισμένη, ενώ στην πλατεία
έχουν απ’ ώρα σβήσει οι πολυέλαιοι και τα χειροκροτήματα. Στον αέρα
μένει βαριά η ανάσα της σιωπής, κι ο βόμβος της σιωπής κάτω
απ’ τ’ άδεια καθίσματα, μαζί με φλούδες από ηλιόσπορους και στριμμένα εισιτήρια,
με κάτι κουμπιά, ένα μαντίλι δαντελένιο, ένα κομμάτι κόκκινο σπάγγο.

… Κι εκείνη η σκηνή, πάνω στα τείχη της Τροίας, — να αναλήφθηκα τάχα στ’ αλήθεια
αφήνοντας να πέσει απ’ τα χείλη μου — ; Καμιά φορά δοκιμάζω και τώρα,
εδώ πλαγιασμένη στο κρεβάτι, ν’ ανοίξω τα χέρια, να πατήσω
στις μύτες των ποδιών — να πατήσω στον αέρα, — το τρίτο λουλούδι —

(Σώπασε. Έγειρε το κεφάλι πίσω. Ίσως κοιμήθηκε. Ο άλλος σηκώθηκε. Δεν είπε καληνύχτα. Είχε πια σκοτεινιάσει. Καθώς βγήκε στο διάδρομο, ένιωσε τις δούλες, κολλημένες στον τοίχο, να κρυφακούν. Δε σάλεψαν διόλου. Κατέβηκε τη μέσα σκάλα σα να κατέβαινε σ’ ένα βαθύ πηγάδι, έχοντας την αίσθηση πως δε θα ’βρισκε την πόρτα της εξόδου — καμιά πόρτα. Τα δάχτυλά του, συσπασμένα, έψαχναν κιόλας για το πόμολο. Φαντάστηκε μάλιστα πως τα χέρια του ήταν δυο πουλιά που ασθμαίναν από έλλειψη αέρα, ενώ ταυτόχρονα ήξερε πως τούτη η εικόνα δεν ήταν παρά η έκφραση αυτοσυμπάθειας που αντιπαραθέτουμε συνήθως σ’ έναν αόριστο φόβο. Άξαφνα ακούστηκαν φωνές επάνω. Ανάψανε τα ηλεκτρικά στη σκάλα, στο διάδρομο, στα δωμάτια. Ανέβηκε πάλι. Ήταν βέβαιος τώρα. Η γυναίκα καθιστή στο κρεβάτι, με τον αγκώνα ακουμπισμένο στο τσίγκινο τραπεζάκι, με το μάγουλο στην παλάμη. Οι υπηρέτριες έμπαιναν, έβγαιναν, θορυβούσαν. Κάποιος τηλεφωνούσε στο διάδρομο. Κατάφτασαν κι οι γειτόνισσες. «Αχ, αχ», κάναν, και κάτι κρύβαν κάτω απ’ τα φουστάνια τους. Και πάλι το τηλέφωνο. Ανέβαιναν κιόλας οι αστυφύλακες. Διώξαν τις δούλες και τις γειτόνισσες. Εκείνες πρόφτασαν κι αρπάξαν τα κλουβιά με το καναρίνια, κάτι γλάστρες μ’ εξωτικά φυτά, ένα τρανζίστορ, κάποια ηλεκτρική θερμάστρα. Η μια κρατούσε ένα μεγάλο χρυσό κάδρο. Βάλαν τη νεκρή σ’ ένα φορείο. Ο επικεφαλής σφράγισε το σπίτι —«ώς να βρεθούν οι κληρονόμοι», είπε,— αν και ήξερε πως κληρονόμοι δεν υπάρχουν. Θα ’μενε έτσι σφραγισμένο το σπίτι σαράντα μέρες, κι ύστερα τα υπάρχοντά του —όσα γλιτώσαν— θα βγαίνανε στον πλειστηριασμό προς όφελος του δημοσίου. “Για το Νεκροτομείο”, είπε στον οδηγό. Το σκεπασμένο αυτοκίνητο ξεμάκρυνε. Μεμιάς εξαφανίστηκαν όλα. Απόλυτη σιωπή. Αυτός μόνος. Στράφηκε και κοίταξε. Είχε βγει το φεγγάρι. Φωτίζονταν αχνά τα αγάλματα του κήπου — τα αγάλματά της, μόνα, δίπλα στα δέντρα, έξω απ’ το σφραγισμένο σπίτι. Κι ένα ήσυχο, παραπλανητικό φεγγάρι. Πού θα πήγαινε τώρα;)

ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ, ΣΑΜΟΣ, Μάιος – Αύγουστος 1970

Γιάννης Ρίτσος. 1972. Η Ελένη. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1972] 2009. Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972). 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.

Γιάννης Ρίτσος Η επιστροφή της Ιφιγένειας

be6f95187a57e94fa71db40e87cef1f8
(Περασμένα μεσάνυχτα. Άνοιξη. Μεγάλο δωμάτιο, στριμωγμένο απ’ τα πολλά, παλιά έπιπλα. Μια μεγάλη λάμπα πετρελαίου, κρεμαστή, επίχρυση, φωτίζει σκιερά τοα μεσιανό στρογγυλό τραπέζι, στρωμένο με ξεθωριασμένο πορφυρό βελούδο, όπου βρίσκεται ένα χάλκινο σκαλιστό ανθοδοχείο χωρίς λουλούδια, όχι στη μέση, παραμερισμένο κάπως προς το πλάι, κοντά σ’ ένα ποτήρι νερό. Ο αδελφός κι η αδελφή κάθονται σχεδόν αντικριστά, σε άβαθες πολυθρόνες, έχοντας ανάμεσά τους το τραπέζι. Δε μιλάνε — σα να βρίσκονται σε αγρυπνία ή σε παραμονή αποχωρισμού. Μέσα κι έξω απ’ το σπίτι δεν ακούγεται τίποτα — ούτε οι ψιθυρισμοί της νύχτας, παρότι το ’να παράθυρο μένει ανοιχτό. Οι υπηρέτες, όσοι απόμειναν στη ζωή, γερασμένοι, περισσότερο σκιώδεις και μυστηριώδεις, θα κοιμούνται βέβαια. Πάνω σε μια καρέκλα, ένα καψαλισμένο κούτσουρο, μοιάζοντας κάπως με γυναικείο κορμό χωρίς χέρια και πόδια. Στην ατμόσφαιρα βαραίνει σαν τιμωρία η αίσθηση του άσκοπα αποδιωγμένου ύπνου, μαζί και κάποια αόριστη αίσθηση σα να ’χει τελειώσει κάτι υποχρεωτικό. Φαίνεται πως οι δυο αδελφές τους θα λείπουν στα κτήματα, στους μεγάλους αμπελώνες. Οι υπόλοιποι λείπουν στους θολωτούς τάφους. Τα δυο αδέλφια εξακολουθούν να σωπαίνουν ύστερ’ απ’ τα πολλά που ’χαν ανταλλάξει στη διάρκεια του μακρόχρονου ταξιδιού της επιστροφής, μέσα στην ένταση του κινδύνου που ξέφυγαν και των άγνωστων κινδύνων που παραμόνευαν. Μοιάζουν σα να ’χουν αδειάσει από λόγια, αισθήματα, αναμνήσεις· σα μετανιωμένοι για την προηγούμενη έξαρσή τους και προπάντων για την αναπότρεπτη κείνες τις ώρες υπερβολή στις χειρονομίες, στις εκφράσεις, στον τόνο της φωνής, που παραδίδει τον άνθρωπο ανεπιφύλακτο κι απροφύλακτο, σα να υπόσχεται με απόλυτη ειλικρίνεια κάτι πολύ μεγάλο που ποτέ δε θα μπορέσει να εκπληρώσει, να συνεχίσει, να επαναλάβει. Ίσως γι’ αυτό να βιάστηκε να φύγει κι ο πιστός σύντροφος του αδελφού της —λιγότερο δοκιμασμένος αυτός και περισσότερο συναισθηματικός— προμαντεύοντας την αλλαγή του τόνου στις σχέσεις τους, στην προσπάθειά τους να συντηρήσουν την πρώτη τους ένταση, διπλασιάζοντας μάλιστα τη διαχυτικότητά τους. Δεν την άντεχε αυτή τη μοναχική ενοχή, παρότι γνώριζαν κι οι τρεις τους τη βαθύτερη γενική συνενοχή. Ντρέπονταν πια. Θα εύχονταν να είχαν συγκρατηθεί ή να ’χαν χωρίσει νωρίτερα ή να μην είχαν διόλου συναντηθεί. Ωστόσο η κόρη κάνει μια τελευταία προσπάθεια μες στην κοινότητα τουλάχιστον της μοναξιάς τους, να μιλήσει, κι ακόμη να ρωτήσει εκεί που είναι βεβαία πως δε χρειάζεται και πως απάντηση δεν υπάρχει. Ίσως να θέλει ακόμη μια φορά να δείξει κάποια αφέλεια, κάποια αθωότητα κι ανυποψία — να δοκιμαστεί χωρίς καμιά σκοπιμότητα ή και να καλύψει κατά κάποιο τρόπο τη δυσαναλογία του πριν, του τώρα, του ύστερα, μέσα σε μια θλιμμένη πια κι εκβιασμένη ειλικρίνεια):

Πάνε τρεις μέρες κιόλας που βρισκόμαστε στον τόπο μας. Έληξε το ταξίδι·
έληξε η περιπέτεια. Λοιπόν; — αυτό ήταν; αυτά ήταν;
Καθόλου δε χαμογελάς. Ούτε κι εγώ. Δεν είναι, βέβαια,
αυτά που λείπουν, αυτά που δε βρήκαμε, — και που, άλλωστε,
δεν περιμέναμε διόλου να τα βρούμε. Είναι ίσως
που λείπουμε εμείς. Επιστρέψαμε λέμε
κι ούτε γνωρίζουμε σχεδόν από πού και πού επιστρέψαμε. Ανάμεσα
σε δυο άγνωστα σημεία μετακινούμαστε. Μη σκύβεις το κεφάλι.
Θα φύγουμε κι εσύ κι εγώ. Δε θα κρατήσει ο ένας τον άλλον. Κάθεσαι κιόλας
στην άκρη της καρέκλας. Πάει κι ο φίλος μας. Μόλις συναντηθήκαμε
χωρίζουμε πάλι. Ω, βέβαια, κάποια μέρα
οι προορισμοί τελειώνουν. Αποδεσμευόμαστε
μέσα στη νέα σκλαβιά, — δε μας εγκαταλείπει αυτή, καραδοκεί, περιμένει
στην πύλη της εξόδου, πλάι στα ξερά χορτάρια, τις τσουκνίδες, τ’ αγκάθια
και τα ριγμένα κλειδιά.
Τα πράγματα
φαίνονται κάποτε τόσο άλλα και ταυτόχρονα τόσο ίδια. Το πιάνο,
στην αίθουσα των κιόνων, — τί μικρό που μου φάνηκε την πρώτη μέρα. Τώρα
μεγαλώνει τη νύχτα, τρίζουν οι αρθρώσεις του, σωπαίνει, γίνεται
ένας ολόκληρος κόσμος σκεπασμένος μ’ ένα τεράστιο αδιάβροχο
σκληρό, μαυρισμένο, — δεν εφαρμόζει στα πράγματα που σκεπάζει,
όμοιο μ’ αυτό που κουκουλώνουν κάτω στο λιμάνι τα τσουβάλια το αλεύρι
μόλις κάνει ν’ αρχίσει η βροχή. Τα τσουβάλια
έτσι κρυμμένα πληθαίνουν, πληθαίνουν, αφαιρώντας
κάτι από μας, κάνοντάς μας να νιώθουμε
ολότελα απροφύλακτοι· να νιώθουμε ακόμη
το γενικό απροφύλακτο· — γιατί κι αυτό τ’ αδιάβροχο
είναι γεμάτες τρύπες· τρέχουν τα νερά· μουσκεύει τ’ αλεύρι, γρομπιάζει,
δε γίνεται ψωμί ούτε πίτες.
Έτσι το πιάνο
ανώφελο, βαρύ, επιβλητικό μέσα στη μουγγαμάρα του,
θυμίζοντάς μας εκδικητικά πως σωπαίνει,
έτσι με τις βαθιές του σκεπασμένες φωνές, είναι ένα μαύρο κασόνι
γεμάτος κόκαλα, κουμπιά, σκεβρωμένα παπούτσια
και πλήθος παράταιρα σκουλαρίκια.
Οι πεθαμένοι
παντού και πάντοτε είναι περισσότεροι απ’ τους ζωντανούς. Δε μιλάνε —
γι’ αυτό πυκνώνει η σιωπή. Ωστόσο ακούνε·
ακούνε πριν απ’ τον ήχο· ακούν τα βήματά μας
πριν σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι να πάρουμε απ’ τη βρύση
ένα ποτήρι νερό. Και το νερό
έχει μια παγωμένη χλιαρότητα σα να το ’χουν εκείνοι κρατήσει
μέσα στις φούχτες τους, μέσα στον τοίχο, μέσα στο σκοτάδι. Το νερό δε δροσίζει —
κι ούτε άλλωστε ζητάς να δροσιστείς· φοβάσαι μάλιστα
μήπως και κάτι το έντονα ψυχρό δείξει βαθύτερα
τη διαφορά με τη δική μας χαλαρή θερμότητα που κάπως αναπαύει.

Εκείνοι φύγαν στη θορυβώδη δόξα τους, μες στο αίμα,
ντυμένοι τις μεγάλες στολές τους, με τα μεγάλα κράνη τους
επάνω σε λόφους λουλουδιών, τα σπαθιά τους στο μάρμαρο,
ένα γάντι στη σκάλα, μπροστά στο περιστύλιο, εκεί,
δεν το μετακινεί ο αέρας· — είναι ορισμένα πράγματα
που μέρα τη μέρα αποκτούν ένα ανεξήγητο βάρος,
μένουν ασάλευτα, κι ούτε μπορείς να τα σηκώσεις, να τα κρύψεις στο μπαούλο.

Μπορεί και ν’ αδυνάτισαν τα χέρια μας. Μια αντήχηση κούφια και ξένη
κυκλοφορεί στις χρυσές προσωπίδες. Τα πιάτα στην κουζίνα
παρόλα τα σπασίματα, μοιάζουν πολύ περισσότερα,
πολύ πιο άσπρα και μεγάλα, ιδίως οι πιατέλες
για τα τεράστια ψάρια που τα φέρναν στο τραπέζι ολόκληρα
όταν φιλοξενούσαμε μακρινούς ταξιδιώτες. Οι πιότεροι υπηρέτες
πεθάνανε κι αυτοί μες στην ωραία τους ανωνυμία. Κι όσοι απομένουν
βιάζονται αόριστα, βραδύνουν αόριστα, υποκλίνονται αόριστα
μπροστά σε αόρατους μεγαλόσωμους ίσκιους,
μπροστά σε κάτι που δεν είμαστε εμείς, που δεν είναι
μήτε το παρελθόν μας καν.
Οι κινήσεις τους
μένουν ακίνητες σχεδόν, τελειωτικές μες στη ρευστότητά τους,
ενώ μέσ’ απ’ την τσέπη του ριγέ γιλέκου τους προβαίνει
η μια γωνιά κάποιου ανεπίδοτου επισκεπτηρίου ή το πέταλο
στεγνό, καστανό, δαντελωτό κάποιου γαρίφαλου ταριχευμένου, ποιός ξέρει από πότε.

Σαν ανεβαίνει μια υπηρέτρια τη σκάλα, μ’ όση προφύλαξη, όσο αθόρυβα,
ακούγεται ευδιάκριτα το σκίσιμο στη φόδρα της κουρτίνας, και τότε
δεν ξέρεις πια αν θα μπει στην κάμαρα κρατώντας ένα δίσκο
ή μια κότα σφαγμένη ή τη μεγάλη ξύλινη σκάλα
να ξαραχνιάσει τον πολυέλαιο. Κι έχουν ξεχάσει
να χτυπάνε την πόρτα πριν μπουν, τόσο που πια κινδυνεύει
κάθε στιγμή το αόρατο να ’ναι ορατό, και το κάθε «θυμάμαι»
στην ήσυχη διακοπή του να σημαίνει «δεν είμαι».

«Δεν είμαι», λέμε, «δεν είμαστε»·— δεν το πολυπιστεύουμε. Μέσ’ απ’ αυτή την απουσία
εξακριβώνουμε πιθανόν την ύπαρξή μας μες στο βουβό συνωστισμό εκείνων που λείπουν,
εκείνων που μας λείπουν, που λείπουμε· γιατί άξαφνα βλέπουμε
πως το ύφασμα στους αγκώνες μας έχει τριφτεί. Πάνω απ’ το τραπέζι,
εκεί στο βάθος, στη δεύτερη στοά, φαίνονται κρεμασμένα
ανάποδα σ’ έναν κίτρινο σπάγγο δυο πολύχρωμα
σκοτωμένα πουλιά, — μπορεί και να ’ναι
οι δυο απ’ τους τρεις παπαγάλους της μητέρας
που τίποτ’ άλλο (θυμάσαι;) δεν τους είχε μάθει να λένε
πάρεξ τη λέξη «φως» · και πάλι «φως», κάθε εποχή, κάθε ώρα,
κι όταν ξυπνούσαν κάποτε τη νύχτα «φως» και «φως» και «φως»
κι ας ήταν σβησμένες οι λυχνίες κι ας μην είχε φεγγάρι,
ιδίως τότε που δεν είχε φεγγάρι.
Αυτό μ’ ενοχλούσε
σαν πείσμα προσωπικό της μητέρας που διόλου δεν ταίριαζε
στα μεγάλα, λυπημένα της μάτια, στη μεγάλη ομορφιά της
ή στη δική μας ευπιστία εκείνων των χρόνων.
Ύστερα
δε μου ήταν πια δυνατόν να κοιμηθώ. Αφουγκραζόμουν εντός μου
πιο δυνατή τη σιωπή, πιο ταχύ το ρυθμό
μιας ανεύθυνης, ακατανόητης αύξησης (ίσως ν’ αρχίζουμε κιόλας να γερνάμε
απ’ την πρώτη στιγμή της γέννησής μας) ενώ ταυτόχρονα
άκουγα κι έξω, πάνω στα τείχη, τους φρουρούς να παίζουν ζάρια —
κάτι κοκάλινους ήχους σα να ’παιζαν τη δική μας την τύχη.

Πόσο έχουν ξεμακρύνει τα πράγματα (ή μήπως εμείς;). γεγονότα, αποστάσεις
παρεμβαίνουν ανάμεσα στο χέρι και στο άγγιγμα, ανάμεσα
στο μάτι και σε κείνο που βλέπει το μάτι — ένα σκοινί δεμένο ακόμη στο δέντρο,
και το άλογο φευγάτο, και το σκυλί και το πρόβατο φευγάτο,
ένα καρφί στον τοίχο, λόφοι, νησιά, καπναποθήκες, μια στάμνα,
η γωνία απ’ τη μετόπη ενός ναού, ένα φανάρι στο ακρωτήριο. Τις νύχτες,
πολλές φορές, πλαγιασμένη, δοκιμάζω
ν’ αγγίξω με το πόδι μου τον τοίχο· κι ο τοίχος
μακραίνει απεριόριστα, και το πόδι μακραίνει,
και τ’ άγγιγμα πάει πολύ πιο πέρα· εγγίζω π.χ.
τα βότσαλα ενός άλλου γιαλού ή το γόνατο του ήσυχου αέρα
που δεν ήταν από πάντα του έτσι ήσυχος· κι αυτό
δεν είναι διόλου δυσάρεστο· γιατί μαζί με την αίσθηση
της απομάκρυνσης ή και της διάλυσης, σου μένει
κάτι από την ελευθερία του απέραντου κι ανύπαρκτου,
κάτι απ’ την ησυχία της μαλακότητας που πάνω της
δε στεριώνει πια το μαχαίρι κι η πληγή του
ούτε το δόκανο του πουλιού κι η καρέκλα κι η πέτρα, ούτε καν
ένα στεγνό αβαρές λουλούδι από κείνα που φυλάγαμε κάποτε
ανάμεσα στα φύλλα ενός βιβλίου που ποτέ δεν το διαβάσαμε ώς το τέλος.

Μέσα σ’ αυτήν ακριβώς τη διάλυση αισθανόμαστε την ώρα που βραδιάζει
κείνη τη μυστική ευφροσύνη του αμοιβαίου σεβασμού
ανάμεσα σ’ εμάς (ποιούς εμάς;) και (σε ποιόν;). Ήρεμη γνώση
ακέριας της άγνοιας· — μια σιωπηλή ευγνωμοσύνη,
μια γενική ανημπόρια, αποδεγμένη τέλος.
Ωστόσο
γιατί και πάλι αυτή η οργή με τον εαυτό μας
που αρνείται να παραδεχτεί το ακατανόητο; Γιατί κι η οργή μας
που και πάλι οργιστήκαμε;
Ίσως τα δέντρα να νιώθουν καλύτερα·
αυτά δε ρωτούν για τα φύλλα τους, για τ’ άνθη τους,
γι’ αυτό καρποφορούν. Την Κυριακή που ανέβηκα στο λόφο
είχα μια ιδέα για το σκοινί της καμπάνας — τόσο πρόθυμο πάντα στο χέρι
να κινηθεί, να σημάνει γεννήσεις, θανάτους, πανηγύρια,
γάμους, συναγερμούς, μνημόσυνα, πολέμους,
με μια κίνηση πάντα προς την ίδια κατεύθυνση,
μια κίνηση σχεδόν ασυγκίνητη.
Τί αργά, τί ωραία που μαθαίνεται
ο νόμος της απώλειας (της μόνιμης και νόμιμης απώλειας)
κι ο άλλος της επιστροφής, πιο βαθύς (της μη απώλειας). Τα σπίτια
δεν έχουν τοίχους· στέκονται στον αέρα, — σκέτος αέρας·
δεν είναι γυάλινα καν (έτσι που το ’λεγε κάποτε ο πατέρας
μες στην αρρώστια του). Χωρίς να μπεις στα σπίτια, βλέπεις τους ανθρώπους
να μεταφέρουν αβαρή αντικείμενα απ’ το ένα δωμάτιο στ’ άλλο,
ένα κιβώτιο, μιαν ανθοδέσμη, ένα μεγάλο κάδρο,
μια μάλλινη διπλωμένη κουβέρτα ή τις μπότες του νυχτοφύλακα,
μια βούρτσα, τη σκούπα, μια σφραγισμένη φιάλη, — όλα αβαρή,
όλα διάφανα από μέσα κι απέξω, στο περίβλημα και στο περιεχόμενό τους·
βλέπεις τις φυσαλίδες μέσα στο ποτήρι· βλέπεις μια λεπτότατη τρίχα
κάτω απ’ τη γλώσσα της ενοχλημένης γυναίκας· βλέπεις τους νεκρούς
πλαγιασμένους στο ίδιο μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι με τους νεονύμφους
κι αυτοί δεν τους βλέπουν. Λίγος χλιαρός αέρας
μένει καθηλωμένος μέσα στο άδειο πανωφόρι κρεμασμένο στην κρεμάστρα της εισόδου·
η γερόντισσα πλέκει μια τεράστια ναυτική φανέλα· οι βελόνες της αφήνουν
κάτι αμυδρά, εχθρικά χτυπήματα
πάνω απ’ τα γόνατά της.
Στ’ άλλο δωμάτιο
τρεις άντρες συζητούν, χειρονομούν, βηματίζουν
παραδομένοι στο αόριστο που κάποτε με πείσμα
ζητήσαμε να ορίσουμε σε πράξεις και λέξεις. Και παρόλο που μάθαμε
πολλά για το ακατόρθωτο, επιμένουμε ακόμη, επιμένουμε· — η επιμονή δεν αλλάζει.

Αχνός τα πέτρινα λιοντάρια της πύλης· αν τα φυσήξεις
μετατοπίζονται, φεύγουν· κι η πύλη δεν πέφτει
γιατί καθόλου πύλη δεν υπάρχει να μπεις και να βγεις,
μονάχα τα βρεγμένα ρούχα τ’ απλωμένα στο σύρμα
σαλεύουν με μια νόηση καταχτημένης αδιαφορίας.

Πες μου, λοιπόν, γιατί όλ’ αυτά; —τί ήταν; τί είναι;— Φόνοι, εκστρατείες,
αντεκδικήσεις, βουλιαγμένα καράβια, ερειπωμένες πολιτείες
και πάνω απ’ τα ερείπια μια πανύψηλη μαρμάρινη κολόνα
(πρόσεξες κείνη τη φωτογραφία στο δωμάτιο του πατέρα;), πάνω στην κολόνα
ορθός ένας μαρμάρινος τυφλός με μια λύρα
υπογραμμίζοντας θαρρείς με την τυφλή του ορθοστασία
την απουσία κάθε νοήματος.

Κι εμείς, —
νά μας εδώ, φτασμένοι στο Άργος, στο κόκκινο χώμα
όπου πρωτοπατήσαμε το πόδι για να ξεκινήσουμε, μη βρίσκοντας τώρα
ούτε το χνάρι του ποδιού μας ούτε το χνάρι
απ’ τα βρεγμένα σαντάλια της μητέρας στο ψηλό κεφαλόσκαλο, όπως λένε,
σαν βγήκε απ’ το λουτρό. Νά μας, εδώ,
νικητές τάχα (νικημένοι) έχοντας φέρει σε πέρας
ένα «μεγάλο σκοπό» που δεν το θέσαμε εμείς στον εαυτό μας. Και, κοίτα,
το ξόανο της θεάς που κουβαλήσαμε· —κοίτα το πάνω στην καρέκλα—
ένα κούτσουρο, σκέτο, γδυτό, χοντροκομμένο. Απ’ τα πρώτα μου χρόνια,
πολύ πιο πριν απ’ την Αυλίδα, ένιωθα πάντα
πως μου ’χαν δέσει τα μάτια μ’ ένα ξένο μαντίλι,
πως μ’ είχαν μεταμφιέσει —δεν ήξερα σε τί— πιθανόν σε άγγελο
ή ελάφι ή πεταλούδα — δεν ήξερα· μόνον
που ’νιωθα πλάι στους ώμους μου να ’χουν κολλήσει (όχι κρεμάσει)
ίσως ένα πανέρι με χάρτινα, ολόλευκο λουλούδια
ή κάποιο πρόγραμμα θεάτρου, και θα ’πρεπε
να προχωρώ πισώπλατα για να το βλέπουν,
ή τίποτα τεράστιες χαρτονένιες φτερούγες
που κάθε τόσο ξεκολλούσαν απ’ το βάρος τους, παίρνοντας
κι ένα κομμάτι απ’ το δέρμα μου· — τις κολλούσαν και πάλι
επάνω στις πληγές μου, — κι ούτε, βέβαια, να πετάξω
ούτε και να πλαγιάσω. Κι αν περνούσε μια αράχνη στο πόδι μου
δεν μπορούσα να σκύψω, να τη διώξω. Μόνον όρθια και μόνον με το χέρι
σαν τους τυφλούς, μπορούσα πια ν’ αναγνωρίζω τον αέρα, τα πράγματα, τους τοίχους.

Το ξέρω, — το ίδιο και με σένα, καλέ μου· και χειρότερα ίσως. Εσένα
σου ’χαν κολλήσει στις παλάμες δυο μαχαίρια. Δε σε είχαν
για να πετάς, όπως εμένα, μα να τρέχεις. Από κείνα τα χρόνια
είμαστε οι άρρωστοι στην επίβλεψη τρίτων. Μες στην κάμαρά μας
έμπαιναν, σ’ όποιαν ώρα, κάτι αυταρχικοί, κάτι άγνωστες άντρες,
έβγαζαν τα μεγάλα καπέλα τους (όχι από σεβασμό, μα για δικούς τους λόγους)
θρονιάζονταν στον καναπέ, ακουμπούσαν τα καπέλα τους στα γόνατά τους—
ίσως να κρύβαν κάτι εκεί μέσα — ίσως το συρματένιο τρίχωμα των χεριών τους
ή τον χλιαρόν ατμό απ’ τα μαλλιά τους. Κάθονταν εκεί περιμένοντας
το βέβαιο θάνατό μας· περιμένοντας να πάρουν
τη δόξα μας που, αυτοί, μ’ όλα τα έξοδα δικά μας, είχαν κανονίσει.

Κι εμείς, για ν’ αποφύγουμε το βλέμμα τους, στυλώναμε το βλέμμα
κάτω στα χέρια μας που αδυνατίζαν ώρα με την ώρα, κι αμέσως
τα κρύβαμε σταυρωτά στις μασκάλες μας, σφαλώντας τα μάτια,
κάνοντάς τους ακόμη πιο άρρωστους για να τους ησυχάσουμε
(και, βέβαια, να κρυφτούμε)· τα σφαλούσαμε
σφιχτά, σφιχτά, με μιαν επίφαση ωστόσο χαλάρωσης· — τα μάτια μας, θε μου,
που μας τα είχαν κιόλας σφαλιγμένα. Και πια δε μας έμενε
παρά να κοιτάμε προς τα μέσα, όλο και πιο προς τα μέσα· να βλέπουμε
πιο κάτω απ’ το αναπάντητο, πιο κάτω απ’ το φόβο και τον πόνο
εκείνη τη γλυκιά, ενθαρρυντική ταπεινοσύνη,
εκείνη την απεριόριστη, ήμερη ένδειά μας. Οι τρεις υπηρέτριες
είχαν απ’ ώρα βγει για ψώνια· αργοπορούσαν·
η μυρωδιά των φαγητών απ’ την κουζίνα ανέβαινε τη σκάλα
πιο δυνατή κι ειδεχθής απ’ την αδημονία των πεινασμένων·
και το εκκρεμές μες στην τραπεζαρία δεν είχε σταματήσει.

Κείνο το καλοκαίρι είχα αρρωστήσει στ’ αλήθεια. Θυμάμαι, μάλιστα, τότε,
μετά την αρρώστια, είχα γεμίσει σπυριά. Και το ’ξερα: μέσα μου
είχε φουντώσει το άγνωστο σα δέντρο. Ασκήμισα πολύ. Όση συμπάθεια
μου ’χανε δείξει στην αρρώστια μου οι δυο αδελφές μας
μετάλλαξε σε αποστροφή. Αποφεύγανε να με κοιτάξουν
σα να τους έφταιξα σε κάτι που δεν ήθελαν να ομολογήσουν,
σα να ’χα εγώ προδώσει κάποιο μυστικό τους. Έτσι
απόμεινα επιτέλους μόνη, απαραίτητα μόνη
για να εξοικειωθώ με το καινούργιο μου πρόσωπο. Μ’ άφηναν ήσυχη
σ’ όποιο δωμάτιο κι αν βρισκόμουν. Μπορούσα
να δοκιμάζω τα κοσμήματα της μητέρας μπροστά στον καθρέφτη —
μακριά σκουλαρίκια σαν ουρές διαττόντων· βραχιόλια
από παράλληλες χρυσές οχιές ώς πάνω στον αγκώνα· εκείνο
το περιδέραιο με τις προσωπίδες τη μια πλάι στην άλλη
μια τραγική, μια κωμική, σμιγμένες με κρίκους
στο πάνω μέρος των αυτιών τους· —αυτό, πολύ σπάνια,
το φορούσε η μητέρα,— θαρρείς το σεβόταν ή το φοβόταν. Μου άρεσε
εκείνη η ψυχρή ξενιτιά τους, η σοφή τους κρυψίνοια
κάτω από τη λεπτουργημένη επίπλαστη επιφάνειά τους. Μέσα στον καθρέφτη
διαλύονταν σκοτεινό το πρόσωπό μου καθώς βράδιαζε
διαλύονταν και το περίγραμμα των κοσμημάτων· απόμενε μόνον
κάτι σα σπίθισμα από παλιές πυρκαϊές πάνω σε λόφους
ή κάποια αόριστη λάμψη που πιθανόν απ’ αυτήν να γεννήθηκαν.

Θυμάμαι πως πλησίαζαν τότε οι απόκριες. Η μητέρα
σκέφτηκε να με ντύσει ελάφι. Είχε ετοιμάσει κιόλας
μια ωραία προσωπίδα μικρής ελαφίνας
ίσως για να μου κρύψει εκείνα τα σπυριά. Σαν τη φόρεσα
ένιωσα βουλιαγμένη σ’ ένα σκοτεινό βυθό, απ’ όπου ωστόσο
μπορούσα να βλέπω φωτεινότερα. Μύριζε
λαδομπογιά, χαρτόνι και ψαρόκολλα· κι ακόμη
μια μυρωδιά διατηρημένου κι αναγκαίου κενού. Με ξένισε κάπως
τις πρώτες στιγμές κάποιο άγγιγμα τραχύ στα μάγουλά μου — σα να μη χωρούσα. Σε λίγο
επιτελέστηκε η εφαρμογή χωρίς μεγάλη προσπάθεια. Αισθανόμουν
μια μακρινή σοβαρή προστασία και κάποια ελευθερία.

Αυτή η καλή προσωπίδα μού αφαιρούσε σχεδόν την ευθύνη
της όποιας κίνησής μου. Δεν ήμουν πια εγώ·
ήμουνα ο άλλος· και κάτω απ’ τον άλλον, ή μέσα απ’ τον άλλον,
ήμουν ακέρια εγώ, μόνον εγώ. Μπορούσα να κάνω
πηδήματα που πριν ποτέ δε θ’ αποφάσιζα. Χαιρόμουν
μια ευκινησία, μια χάρη, μια αυστηρή επιδεξιότητα. Οι δικές μου οι λέξεις,
περνώντας μέσ’ απ’ τη στοά του ξένου στόματος, παίρναν
μιαν άλλη τόλμη κι άλλη αντήχηση. Μιλώντας τη γλώσσα
των ελαφιών (μια και τα ελάφια δε μιλούν) ανακάλυπτα απρόσμενα και πρόφερα
κατάπληκτες αλήθειες κι ήχους βαθύτερους που δεν τους ήξερα, δεν τους φανταζόμουν. Κι είχα
μιαν αίσθηση ιδιαίτερη της λέξης «πηγή», κι ίσως ακόμη
μια κρυφή φιλαρέσκεια που πριν θα την έβρισκα ολότελα ανάρμοστη σε μένα.

Αυτή την προσωπίδα, χτες το απόγευμα, τη βρήκα
σ’ ένα συρτάρι της μητέρας, τυλιγμένη με μπαμπάκι
μέσα σε ωραίο μεταξωτό χαρτί, δεμένη με γαλάζιες ταινίες. Τόπους τόπους
έχει ξεφτίσει η μπογιά, έχει μαδήσει το τρίχωμα. Θέλησα
για μια στιγμή να τη φορέσω πάλι· — δεν τόλμησα. Βλέπεις
μπήκαν στη μέση από τότε άλλα εδάφια, άλλες πράξεις, πόλεμοι, μύθοι
και θα ’ταν δύσκολη η εφαρμογή δέρμα με δέρμα.

Κείνα τα χρόνια, στην ξενιτιά, μ’ ανακούφιζε κάπως να ξέρω
πως μ’ έχουν εδώ για πεθαμένη· να ’χω απομείνει
μικρό αμετάβλητο κορίτσι, όπως την ώρα του θανάτου μου, ενώ μέσα μου
μεγάλωνα αλλιώτικα, ελεύθερα, σε μιαν άχρονη σχεδόν ηλικία.
Ίσως η ωραία φήμη του θανάτου μου να με βοηθούσε ν’ αντέξω
τη ζωή μου και τον αναπότρεπτό μας θάνατο. Εκείνη
η μυθική στιγμή μου ήταν μαζί κι η ελευθερία μου κι η σκλαβιά μου· ήταν το μέτρο
για κάθε μου κίνηση, πράξη και λέξη. Θα ’πρεπε πάντα
να μιμούμαι με πολλή προσοχή τον εαυτό μου μιας ώρας,
σταματημένη εκεί, μ’ ένα ξερό στεφάνι στα μαλλιά μου,
κοιτώντας στον καθρέφτη της παλιάς ντουλάπας, ενώ
μες στην ντουλάπα τα φορέματα αλλάζαν, κι έξω απ’ τη ντουλάπα
περνούσαν οι υπηρέτες με τους δίσκους των γενεθλίων
ή με κουτιά χαρτονένια που ασφαλώς θα περιείχαν
κάθε λογής παιχνίδια κουρντιστά, που ακόμα κι οι μεγάλοι
τα εξετάζουν με πολύ θαυμασμό.
Έξω στον κήπο
τα νέα πουλιά τραγουδούσαν αλλιώτικα από πέρσι, παρόλο
τον αμετάβλητο μηχανισμό της φωνής τους. Και μόνον εγώ
θα ’πρεπε να μη νοιάζομαι γι’ αυτά, να μη μετακινούμαι,
αντιγράφοντας πάντα το είδωλό μου που όσο πάει και σβήνει
για τα ίδια μου τα μάτια και για τα μάτια των άλλων
ή που ’χε τροποποιηθεί απ’ τα επιθέματα εκείνων που πάνω σ’ αυτό
θαυμάζαν το άγαλμα της ίδιας της δικής τους ανεκπλήρωτης φιλοδοξίας
αγνοώντας ολότελα εμένα μέσα στη σιωπή μου.
Και τότε
λαχταρούσα να κάνω έναν τεράστιο θόρυβο — να ρίξω κάτω
εκείνο το άγαλμά μου στη μέση της πλατείας (και ποιός τάχα το βλέπει;)
το απόγευμα μιας Κυριακής που κάνουν τον περίπατό τους
αμέριμνοι άντρες και γυναίκες με ηλίθια μωρά μες στα καρότσια
μ’ ένα χωνάκι παγωτό στο χέρι ή με τη μια παλάμη
κάτω από τη μασχάλη του άλλου ή σπάνια μ’ ένα βιβλίο ή μ’ ένα λουλούδι,
ταΐζοντας τους κύκνους της λίμνης, — τόσο αμέριμνοι, θε μου,
ξεχνώντας ολότελα πως πίσω τους έχουν αφήσει
άρρωστους συγγενείς μέσα σε κάμαρες κακά αερισμένες,
με μύγες που κολλούν στο κύπελλο της λεμονάδας. Ναι,

έναν τεράστιο θόρυβο που να τους κάνει ξαφνικά να στρέψουν το κεφάλι
να δουν, να θυμηθούνε πως εκεί ήταν το άγαλμα μιας ζωντανής που τη σκότωσαν νέα,
ένα άγαλμα ωραίο που έχει γίνει κομμάτια, και στη θέση του
στέκεται τώρα πανομοιότυπος αέρας. Τίποτα. Τίποτα.

Οι άνθρωποι συνεχίζουν να πορεύονται έτσι
ανύποπτοι για κείνους που έφυγαν, γι’ αυτούς που φεύγουν, για τους ίδιους
που φεύγουν κι αυτοί· — κυκλοφορούν με φυσικότητα
ανάμεσα στο θάνατό τους.
Το πιρούνι ή το κουτάλι
βρίσκει το στόμα τους αλάθευτα, χωρίς δισταγμό, χωρίς παύση,
ενώ σιμά τους, πλευρό με πλευρό, οι πεθαμένοι
κοιτάζουν τις μηχανικές κινήσεις των χειλιών τους, χωρίς να τρώνε εκείνοι. Και το μήλο
που ’χε κυλήσει κάτω απ’ το τραπέζι κι ύστερα
κάτω απ’ τον καναπέ κι εξαφανίστηκε — πιθανόν σε μια τρύπα στο πάτωμα
ή μέσα στον τοίχο, — το ’χε κλωτσήσει με το πόδι του ο μικρός πεθαμένος
κι ίσως το βρήκαν στο δρόμο τα παιδιά, μες στη λιακάδα,
και το μοιράστηκαν δαγκώνοντας με τη σειρά τους ένα ένα —
λογής λογής αποτυπώματα δοντιών, — κι ήταν εκείνο το ίδιο
που βρήκαμε προχτές στον κήπο μέσα στις ξερές πευκοβελόνες.

Τί περιμένουμε, λοιπόν, μέσα σ’ αυτή την ερήμωση; Τί περιμένουμε ακόμη; —
γιατί (δεν ωφελεί να το κρύψουμε): περιμένουμε ακόμη
πίσω απ’ την πόρτα, πίσω απ’ τα ρούχα μας, πίσω απ’ το θάνατό μας,
πίσω απ’ τα μάτια μας, μέσα στο κυμαινόμενο σκοτάδι,
μέσα στις γερασμένες κάμαρες με τις μακριές, ετοιμόρροπες κουρτίνες
κατεβασμένες μ’ έμφαση ώς κάτω, για να δείχνουν
ότι τάχα δεν περιμένουμε.

Κάποτε,
που ανοίγω τα παράθυρα, έχω την εντύπωση πως πηδούν μες στην κάμαρα τα δέντρα
σαν άντρες λιοκαμένοι, ρωμαλέοι, αδέξιοι μες στη ρώμη τους,
αμήχανοι μπρος στην ωχρότητα μου, από έλλειψη ήλιου,
απ’ την κλεισούρα μέσα μου. Κι εγώ τα χάνω. Αισθάνομαι
πολύ μελετημένη, πολύ διεισδυτική, σαν μόλις πριν λίγο
να ’χα τελειώσει τις πιο δύσκολες ασκήσεις μου στην άρπα. Στους τοίχους
κρέμονται ακόμη τα σκοτεινά κομμάτια μουσικής σα δέρματα ζώων· και τότε
βιάζομαι για ένα χαμόγελο, για μια δικαιολογία,
για μια στοιχειώδη πρόφαση· πηγαίνω στην κουζίνα,
φέρνω το δίσκο, τα ποτήρια, τη μεγάλη κρυστάλλινη κανάτα,
τ’ αφήνω στο τραπέζι· κι η κανάτα είναι άδεια· ξαναβγαίνω
κι ακούω απέξω που οι άντρες κουβεντιάζουν μόνοι τους
με μιαν εξαίσια, ανυποψίαστη απλότητα, χωρίς να ’χουν προσέξει
την άδεια κανάτα, το ’να ποτήρι ραγισμένο. Και ξαφνικά νυχτώνει.

Έξω περνούν τα πλήθη με φανάρια, επίτηδες, όχι για να βλέπουν,
μόνο για τις μεγάλες σκιές που ανηφορίζουν τις μάντρες, τις σκάλες,
πηδούν απ’ τους φεγγίτες σε παραπετάσματα και καναπέδες,
ετοιμάζουν αψίδες εκεί που δεν υπάρχει τίποτα
ή μόνο μια καρέκλα ξεχασμένη στην υγρασία του κήπου
ή το καρούλι απ’ το σωσμένο νήμα στο πάτωμα
κι οι μονόφθαλμες κούκλες στα κρεβάτια των πεθαμένων.

Ω, ναι· — κανείς δεν είναι που να μην περιμένει·· ιδίως το πρωί,
την ώρα που ξυπνάς κι αργοπορείς να περάσεις το πόδι στην παντόφλα,
αργοπορείς γιατί αφουγκράζεσαι κάθε ήχο μέσα κι έξω,
τρίξιμο, βήμα, ράγισμα, βήξιμο, γιατί πολύ θα το ’θελες
να διατηρήσεις τη στάση της απάθειας, να συγκρατήσεις
εκείνη την κίνηση, στα χέρια, στα μάτια, στα χείλη,
μιας ανεξάντλητης μυστικής αδημονίας. Τί βαθιά τα πρωινά,
μ’ όλο το βάθος τους κλεισμένο απ’ το φως, την ώρα που πλένεσαι, την ώρα
που πίνεις τον καφέ σου προσέχοντας τα τζάμια, και πίσω απ’ τα τζάμια,
κι είναι άπλυτα τα τζάμια, και το φως επάνω τους επίπεδο,
και μήτε ακούς την υπηρέτρια που κάτι ρωτάει. Τ’ αυτί σου
έχει κολλήσει αλλού, σε μιαν ανήκουστη φράση
σαν το νερό μες στο ποτήρι: «σήμερα οπωσδήποτε».
Στον αέρα
μένει σταματημένη η επίβουλη μυρωδιά, τάχα αφηρημένη,
από παλιό πετσί μιας τσάντας της μητέρας
ή της τσάντας του ταχυδρόμου.

Δυο βήματα μέσ’ απ’ το κατώφλι
στέκεται κιόλας ένας όμορφος μαντατοφόρος, διόλου σκονισμένος
αν κι έχει φτάσει απ’ το μακρύτερο μάκρος. Τα μαλλιά του
προσεχτικά χτενισμένα, νοτισμένα ακόμη. Στα χείλη του
η ανταύγεια του καθρέφτη.
«Είσαι αθάνατος», λέει
με σέβας νεανικό. «Είσαι αθάνατος». Και φεύγει.

Κοιτάς το χαλί, — κανένα χνάρι απ’ τα πόδια του. Λοιπόν
θα πρέπει να ’ρθε και να ’φυγε πετώντας, παρότι θυμάσαι
δε φαίνονταν φτερά στους ώμους του μήτε στους αστραγάλους. Σηκώνεσαι τότε
βάζεις τον ίδιο δίσκο στο γραμμόφωνο· κάθεσαι πάλι·
ρυθμίζεις όπως όπως το σώμα σου παράλληλα στους ήχους, — γιατί η μουσική
πάντα ευκολύνει την αναμονή, γεμίζει κάπως την απόσταση
ανάμεσα σε δυο ανεπαίσθητα στίγματα, σμίγει
σε μια πρόσκαιρη ενότητα εκείνα κι εκείνο, διαλύει το χρόνο
αφήνοντας ορατή τη συνέχεια μέσα σε μια διαύγεια που σου επιτρέπει
να βλέπεις πάλι σ’ έναν ήσυχο βυθό, αμετακίνητα χρώματα
από πέτρες, υδάτινα δάση και το χαμένο κλειδί της κασετίνας.

Δε μου ’πες, αλήθεια, δε θα γυρίσει και πάλι ο Πυλάδης;
Πολύ θα μας λείψει. Προπάντων εσένα. Η πόρπη του —το πρόσεξες;—
πάντα ήταν στραβοκουμπωμένη· κι ούτε το ’βλεπε · — αυτό μαρτυρούσε
πως δεν νοιαζόταν διόλου για τον εαυτό του, ή πως άλλοι
νοιάζονταν άλλοτε γι’ αυτά. Κι αυτή του η αδιαφορία
έδειχνε μιαν αντρίκεια ορφάνια που σου ’φερνε τη διάθεση
να τον περιποιηθείς.
Η μητέρα του, λέω, θα αισθανόταν
μια ξέχωρη χαρά να του διορθώνει κάθε τόσο την πόρπη
κάνοντας τάχατε τη θυμωμένη, να νιώθει
πάνω απ’ τα χέρια της, κοντά στο σώμα του, το αδέξιό του χαμόγελο
που δε θα ’ξερε πού να σταθεί, τί σχήμα να πάρει
μέσα στη σαρκική του ευχαρίστηση και στενοχώρια. Λέω, μάλιστα,
πως ίσως η μητέρα του να ευχόταν μέσα της
ν’ αρρωστήσει μια μέρα ο Πυλάδης· να του βάλει στα πόδια
ένα μπουκάλι με ζεστό νερό, καλά σφραγισμένο. Μα εκείνος
είναι τόσο υγιής κι ανυποψίαστα όμορφος, που λέω
ποτέ δε θα κατάφερνε η μητέρα του να ρίξει το νερό στο μπουκάλι·
θα χυνόταν στα χέρια της, θα της ζεμάτιζε τα χέρια, κι εκείνη
δε θα ’θελε ο γιος της να δει τα καμένα της χέρια. Ευτυχώς δεν αρρώστησε.
Πάντως, θαρρώ, τα χέρια της θα τα ’κρυβε στις τσέπες της
όταν βρισκόταν μπροστά του, γιατί πάντα τα χέρια είναι προδοτικά και λυπημένα.

Όλα, λοιπόν, γι’ αυτή την ερήμωση; Γι’ αυτή την ελάχιστη
επιτρεπτή μας διάρκεια; Ποιά σημασία, λοιπόν, η επιτυχία, η αποτυχία;
Στο κομοδίνο της μητέρας βρήκα ξέθωρες πια, κιτρινισμένες
τις παιδικές φωτογραφίες μας. Πόσο θλιμμένα, πόσο ανέτοιμα
τα πρόσωπά μας, τα χέρια μας, σαν σφραγισμένα κιόλας απ’ τη μοίρα.
Στη μια απ’ αυτές βυζαίνεις το ’να δάχτυλό σου σα να θέλεις
να τραφείς μόνος απ’ τον ίδιο τον εαυτό σου και μαζί σα να ντρέπεσαι
που θέλεις να τραφείς· γι’ αυτό και το δείχνεις
με μια τραχιά πρόωρη αυθάδεια στα παιδικά σου μάτια.

Τί μόνοι, θε μου, και ξένοι παρόλη την κοινότητα της μοίρας μας. Τόσην ώρα
μιλώ μόνο για μένα, μόλο που το ξέρω
πως εσύ λείπεις πιο πέρα από ’να τέλος, εντελώς αποκομμένο
από κάθε συνέχεια, εκεί που εξαφανίζονται οι λέξεις, κι η σιωπή
δε μοιάζει ταιριαστή με τίποτα, κι ούτε αναπαύεται στον εαυτό της.
Αυτό κανένας δεν το αντέχει· — ίσως γι’ αυτό επιμένω ακόμη
σε λόγια, σε συσχετισμούς, σε αναμονές κι αναμνήσεις,
σε μια προκαταδικασμένη απόπειρα μεταλλαγής ή μεταμφίεσης έστω
όπως τότε μπροστά στο Βωμό — τόσο μονάχη, τόσο ανυπεράσπιστη και τρομαγμένη
κλαίγοντας με μικρόπρεπα αναφιλητά που τ’ άκουγα η ίδια
πιο δυνατά απ’ όσο τ’ άκουγαν οι άλλοι.
Κι άξαφνα
είδα ένα αγκάθι άκρη άκρη στο χιτώνα της μητέρας και μεμιάς κατάλαβα
το αναπότρεπτο πια του θανάτου μου. «Τελειώνετε», είπα
προφέροντας καθαρά συλλαβή συλλαβή. «Δεν πειράζει
μια κι είναι για τη χώρα μου· μια κι είναι
να ξεκινήσουν τα καράβια μας, δεν πειράζει για μένα». Κι είδα στη ματιά τους
το θαυμασμό και τη θλίψη· (έτσι τουλάχιστον
ζήτησα να εκμεταλλευτώ το θάνατό μου — αν γίνεται). Τούτα τα λόγια
χιλιάδες φορές τα ’δα γραμμένα στο μάρμαρο. Μου ανάβανε τα μάγουλα. Ευχήθηκα
να ’χα πεθάνει τότε στ’ αλήθεια, για να μην τα ξανακούσω. Ωστόσο
και μέσα στη ντροπή μου ήταν και κάποια μυστική ευφροσύνη
ίσως σαν την επιτυχία του ηθοποιού.
Τώρα
το δράμα τέλειωσε· — δεν έχουμε πια θεατές κι ακροατές. Η αλλαγή
ακατόρθωτη πια· κι η μεταμφίεση
άδεια από κάθε σημασία, — ούτε κι εμάς τους ίδιους δεν ελευθερώνει
απέναντι σε ποιούς; απέναντι σε ποιόν καθρέφτη;

Γι’ αυτό δε φόρεσα ξανά την προσωπίδα του ελαφιού που ’χε φυλάξει η μητέρα
για τις δικές της μόνον συγκινήσεις, γιατί, βέβαια, το γνώριζε εκείνη
ότι σ’ εμένα πια δε θα χρειαζόταν. Όλα
τα γνώριζε από πριν εκείνη — δεν τα απόφευγε, δεν πισωδρομούσε.
Κι εσένα, καλέ μου, είμαι βέβαιη, παρά το διώξιμό σου,
εσένα σ’ αγαπούσε περισσότερο απ’ όλους μας — γιατί ’σουν άντρας. Στο δικό σου πρόσωπο
ίσως τιμώρησε τη δέσμευσή της. Πολύ αγαπούσε η μητέρα,
κι αυτό δε συγχωρούσε στον εαυτό της αυτή η περήφανη
η ωραία, η αυταρχική, η ανεξάρτητη· δε συγχωρούσε
το να μην είναι αυτάρκης.
Και τώρα συλλογιέμαι
πως τα πολλά της κοσμήματα δεν τα φορούσε διόλου
για στολισμό, παρά για ν’ αποτρέπει ή να μετατοπίζει τα βλέμματα των άλλων
ή μάλλον για να κρύβει κομμάτια απ’ τη σάρκα της
την τόσο ευαίσθητη στο κρύο, στη ζέστη, στο φως ή στον ίσκιο,
σε μια περαστική πνοή εντόμου, στο άγγιγμα της υγρασίας. Θυμάσαι
πόσο εύκολα ανατρίχιαζε; — το δέρμα της θαρρείς κι αναβόσβηνε
με χίλια χρώματα, απ’ την ώχρα ώς τ’ ολοπόρφυρο, ενώ
κρατούσε ασάλευτα τα μάτια της σ’ ένα σημείο
όπως οι σκοινοβάτες που παρόλο το πολύχρωμο κοστούμι τους
έχουν πάντοτε μάτια σκοτεινά. Πιθανόν με τα μάτια
να κρατιούνται στον αέρα· πιθανόν μ’ αυτά
να ισορροπούν τα μέλη τους, να πειθαρχούν, να καθηλώνονται
μες στην ακριβοζυγισμένη κίνησή τους.

Ω, ναι,
πολύ σ’ αγαπούσε η μητέρα, τόσο που εμείς ζηλεύαμε. Τα βράδια
μες στην τραπεζαρία, στο μεγάλο καναπέ, μετά το δείπνο,
σου χάιδευε συχνά τα μαλλιά (πάντα με ασάλευτα μάτια). Τότε θαρρούσα
ότι τα δάχτυλά της θ’ απομείνουν κολλημένα στον αυχένα σου ή ότι
οι βόστρυχοί σου θα ζωντάνευαν και θα της κράταγαν τα δάχτυλα, ενώ
εσύ κοιμόσουν κιόλας ή έκανες πως κοιμόσουν.

Κάποια Πρωτοχρονιά, λίγο πιο πριν απ’ τη μεγάλη εκστρατεία,
σου ’χε χαρίσει ένα όμορφο γαλάζιο βελουδένιο κοστούμι,
με χρυσή ζώνη κι ένα χρυσό σπαθάκι. Εσύ, χωρίς λόγο,
είχες θυμώσει· δεν ήθελες να σε ντύσει η μητέρα· ντύθηκες μόνος.
Στεκόσουν μπροστά στον καθρέφτη, ωραίος, ωραίος,
σαν άξαφνα μεγαλωμένος, — ένας άγγελος κάπως οργισμένος. Πρόσεξα τότε
πως ήσουν δύο — ένας εσύ κι ένας μες στον καθρέφτη, όχι ο ίδιος. Η μητέρα
γονάτισε απρόσμενα μπροστά σου με υπερτονισμένη απλότητα
να διορθώσει μια πτυχή του βελούδου στα σκέλη σου. Εμείς
οι τρεις αδελφές σου στην πόρτα, στρέψαμε αμέσως τη ράχη,
κατεβήκαμε γρήγορα τη σκάλα — δεν ξέρω
αν από ζήλεια ή αν είχαμε κιόλας μαντέψει
πως κάτι πια θα συνέβαινε.
Το ξύλινο αλογάκι σου
το βρήκα χτες, όχι στην αποθήκη με τα παλιά μας έπιπλα,
το βρήκα κάτω απ’ το κρεβάτι της μητέρας· και, παράξενο,
ο νους μου πήγε σ’ εκείνο της Τροίας.
Λοιπόν
δεν πρέπει να ’χεις παράπονο, αδελφέ μου. Ώρες ώρες
όσα έγιναν μου φαίνονται σα να μην έγιναν. Δεν το νομίζεις κι εσύ; Χτες τη νύχτα
άκουσα πάλι πίσω απ’ τους τοίχους εκείνη τη λέξη:
«φως», «φως», «φως», τυπικά μιλημένη πάλι και πάλι
σαν ενθαρρυντικά κι ειρωνικά ταυτόχρονα — ίσως να ’ταν
ο τρίτος παπαγάλος της μητέρας· — λες, στ’ αλήθεια, να ’χει επιζήσει
απ’ τις κρυφές φροντίδες κάποιας υπηρέτριας; Τ’ άκουσα ολοκάθαρα.

Σηκώθηκα. Στάθηκα ν’ ακούσω καλύτερα. Δεν μπορούσα να ξέρω
από ποιό μέρος ερχόταν — πιο δω, πιο κει, μέσα στο σπίτι, έξω απ’ το σπίτι·
κοίταξα απ’ το παράθυρο· τίποτα. Κάτω στον κάμπο
η πολιτεία κοιμόταν. Ελάχιστα φωτισμένα παράθυρα. Δεν είχε φεγγάρι.
Και πάλι «φως» · — μια παύση· — «φως» · — άλλη παύση. Το ’νιωσα:
σε κάτι αποκρινόταν μέσα μου, πιο μέσα απ’ τη μνήμη. Τα μάτια μου
έψαχναν άθελά μου το σκοτάδι για ένα δέντρο, για ένα καπνοδόχο,
για ένα έντομο, για ένα αλλιώτικο άστρο ή για τα κάγκελα του κήπου,
για μαύρη φωτιά από λόφο σε λόφο, για κάτι
που θα μπορούσα να του πω «ευχαριστώ».
Κι είδα
κάτω ακριβώς απ’ το δωμάτιο του πατέρα τα δυο άσπρα άλογά του
με υψωμένους λαιμούς να κοιτούν προς τα πάνω, σα να βλέπαν
ορθόν τον πατέρα μπροστά στο περβάζι (δεν μπορούσα
να δω προς τα κει, παρότι είχα σκύψει ώς τη μέση)
ορθόν με τη στολή του και το φέγγος απ’ το κράνος του ν’ αντιφεγγίζει
επάνω στα ρουθούνια τους, στα μάτια τους, στη χαίτη —
άστραφτε ακέριο το άσπρο των αλόγων
σαν δυο άγγελοι επί γης με τα φτερά σφιγμένα στα πλευρά τους,
μια δίδυμη λάμψη μονάχα, ζυγισμένη απ’ τη φωνή του παπαγάλου
«φως», «φως», πιο δυνατή και πιο διάχυτη τώρα.
Μπορεί και να κοιμόμουν, — δεν ξέρω. Το πρωί, τα ’δα στ’ αλήθεια
τ’ άλογα του πατέρα, λιγνά, γερασμένα, πληγιασμένα,
να μπαίνουν απ’ την πύλη, φορτωμένα μεγάλα καλάθια,
ίσως γυρνώντας απ’ τα κτήματα. Τα κοίταξα στα μάτια. Δε με γνώρισαν.
Ήταν τυφλά. Ο αγωγιάτης με χαιρέτησε. Κι άκουσα πάλι
εκείνη τη φωνή: «φως», «φως», πιο μαλακή τώρα, πιο ελεητική, πιο θλιμμένη.

Δεν την ακούς κι εσύ πότε πότε, καλέ μου; Μην πεις όχι.
Προσπάθησε ακόμη. Όπως εσύ, το ίδιο καλά κι εγώ το γνωρίζω:
είναι που θέλουμε, παρόλα αυτά, να την ακούσουμε,
είναι που δεν ακούγεται, που δεν την ακούμε.
Κοίτα, ξημερώνει.
Αυτό δεν είναι φως; (κι ας μην ακούγεται). Κοίτα, πώς φέγγει
γαλήνιο το νερό μες στο ποτήρι. Φέγγει το ίδιο
στο πρόσωπό σου μια γλυκιά συγκατάνευση — τί όμορφο φέγγος.

Ίσως εμείς οι δυο που γνωρίσαμε ότι καμιά παρηγοριά δεν υπάρχει στον κόσμο,
ίσως, γι’ αυτό ακριβώς, εμείς οι δύο (έστω και χώρια ο καθένας)
να κατορθώσουμε και πάλι να παρηγορήσουμε κι ίσως να παρηγορηθούμε.

(Σηκώνεται. Μοιάζει πολύ χλωμή στο πρωινό φως, πολύ κουρασμένη. Πλησιάζει πίσω απ’ το κάθισμα του αδελφού της. Σκύβει και τον φιλάει στα μαλλιά. Εκείνος πασχίζει για ένα χαμόγελο μέσα στην αποξένωσή του που την αισθάνεται ψυχρή και σκληρή όχι τόσο στα μαλλιά και στους ώμους όσο στα νύχια των ποδιών και κάτω στην κοιλότητα του πέλματος. Εκείνη τη στιγμή ακούγονται έξω στο προαύλιο οπλές αλόγων και τροχοί άμαξας. Μπαίνει μια πολύ γριά υπηρέτρια, με το πετσί κολλημένο στα ζυγωματικά, στο πηγούνι, στη μύτη, σαν μπαλσαμωμένη. «Κυρά», είπε· “τ’ αμάξι καρτεράει κάτου”. Φεύγει. Η γυναίκα δε λέει τίποτα. Τυλίγει σ’ ένα μικρό, λευκό τραπεζομάντιλο το ξόανο της θεάς. Το σηκώνει στο αριστερό της μπράτσο σα βρέφος. Ρίχνει το σταχτί πέπλο της στο πρόσωπό της. Άλλες αποσκευές δεν είχε φέρει μαζί της· ούτε παίρνει. Βγαίνει. Ο αδελφός της την ακολουθεί αμίλητος. Μένει ακίνητος στον πάνω κεφαλόσκαλο. Εκείνη κατεβαίνει τη μαρμάρινη σκάλα, μηχανικά, σαν απ’ τα πριν αποφασισμένα, σαν χωρίς μνήμη. Ακουμπάει στο αμάξι το τυλιγμένο δέμα. Στέκει σαν κάτι να ξέχασε. Ξαναμπαίνει στο σπίτι. Καθυστερεί λίγο. Εμφανίζεται στην πόρτα κρατώντας τρία ξεθωριασμένα άδεια κλουβιά κι ένα δέμα τυλιγμένο σε χαρτί κάτω απ’ τη μασχάλη — ίσως εκείνη την προσωπίδα του ελαφιού. Στο κεφαλόσκαλο κοντοστέκεται και, χωρίς να σηκώσει το πέπλο της, ακουμπάει το μάγουλό της στο στόμα του αδελφού της. Κανείς απ’ τους υπηρέτες δε φαίνεται, σα να λείπουν όλοι σε κάποια πρωινή κυριακάτικη λειτουργία ή σα να κρύβονται πίσω απ’ τα παντζούρια. Ο αμαξάς κρατάει ακόμη το σκούφο του στα χέρια. Μπαίνει στ’ αμάξι κάπως άβολα με τα κλουβιά. Το αμάξι φεύγει. Φαίνεται πως η τελετή θα γίνει στη Βραυρώνα με το φτάσιμο του ξόανου στα χέρια της ταμένης ιέρειας. Και πράγματι είναι Κυριακή. Το φως λάμπει περισσότερο απ’ όσο πρέπει. Ακούγονται πολλά πουλιά. Λίγη σκόνη χρυσίζει στο βάθος. Και τα άλογα της άμαξας που χάνεται, είναι επίσης άσπρα).

ΣΑΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ, ΣΑΜΟΣ, Νοέμβριος 1971–Αύγουστος 1972

Γιάννης Ρίτσος. 1972. Η επιστροφή της Ιφιγένειας. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1972] 2009. Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972). 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.

Γιάννης Ρίτσος Ισμήνη

f3a8b7c1055c5487648f055e43d94624
(Ένας νεαρός αξιωματικός της φρουράς είχε ζητήσει να γίνει δεκτός απ’ τη Δέσποινα του αρχοντικού. Ο πατέρας του δούλευε από παιδί στα κτήματά τους κι είχε γίνει κάτι σαν άνθρωπος του σπιτιού. Τώρα, γέροντας πια κι άρρωστος, στέλνει το γιο του μ’ ένα καλάθι φρούτα και μια γλάστρα βασιλικό, να φέρει τα σεβάσματά του και τον αποχαιρετισμό του στην τελευταία απόγονο της μεγάλης ξεκληρισμένης φαμίλιας. Η άδεια δόθηκε. Ο νεαρός αξιωματικός, με την εφαρμοστή στολή του, εύρωστος, όμορφος, με την καθάρια ελληνική εγκαρδιότητα της αγροτικής καταγωγής του, αλλά και μ’ έναν εμφανή γενικό αισθησιασμό —ασφαλώς καλλιεργημένον απ’ την επαφή του με τους ανθρώπους της πόλης κι απ’ την αργία των στρατώνων— μοιάζει ιδιαίτερα συγκινημένος, κολακευμένος και ερωτικά σχεδόν ταραγμένος μπροστά στην ευγενική αρχόντισσα την έντονα βαμμένη και σφιγμένη στον κορσέ της, που διατηρεί ωστόσο την αόριστη χάρη μιας μακρινής, σβησμένης ομορφιάς. Εκείνος αφήνει αδέξια στο πάτωμα το καλάθι και τη γλάστρα σα να ’κανε κάτι ανάρμοστο και μεταβιβάζει το μήνυμα του πατέρα του. Του προσφέρει κάθισμα απέναντι στο παράθυρο. Τον ρωτάει για την υγεία του πατέρα του, για τα κτήματα. Εκείνος μιλάει ατελείωτα για τη ζωή στους αγρούς, για τις σοδειές, τα δέντρα, τα ποτάμια, τ’ άλογα, τις αγελάδες. Εκείνη, παρότι αφηρημένη, επιδεικνύει υπερβολικό ενδιαφέρον για όλα, παρατηρώντας τα δυνατά, άβολα χέρια του πάνω στα γόνατά του. Όμορφο ανοιξιάτικο δειλινό. Το φως μπαίνει απ’ το ανοιχτό παράθυρο αχνορόδινο. Αργότερα γυρίζει στο πορτοκαλί, στο βιολετί, στο μενεξελί, ώς το βαθυγάλαζο. Απ’ τον κήπο ακούγονται τα πουλιά. Στιγμές στιγμές, κάποια ανταύγεια απ’ τα βαριά κοσμήματά της περνάει στα έπιπλα, στο μεγάλο καθρέφτη, στα τζάμια ή στο πρόσωπο του νέου, Άξαφνα, εκείνος σωπαίνει. Βραδιάζει. Μια ανεξήγητη σιγαλιά κι αναμονή, Κι ίσως γι’ ατό αρχίζει να μιλάει τώρα εκείνη σαν για να γεμίσει το κενό ή ν’ αποτρέψει την προσέγγιση κάτι άπρεπου κι αναπότρεπτου ωστόσο):

Να ’ρχεστε πότε πότε· — αυτό μου δίνει ευχαρίστηση. Εδώ πέρα
ο χρόνος είναι αργός· τίποτα πια δεν έρχεται ή δεν φεύγει,
εκτός απ’ τη συνηθισμένη αυτή φθορά στο ξύλο των επίπλων,
στα καδρόνια της στέγης, στα πατώματα, στις σκάλες,
στους σοβάδες, στα σκεύη, στις κουρτίνες, στους ρεζέδες —
αργή φθορά, μια σιωπηλή σκουριά, προπάντων στα χέρια και στα πρόσωπα.

Τα μεγάλα ρολόγια στους τοίχους σταμάτησαν — κανείς δεν τα κουρντίζει·
κι αν κάποτε στέκομαι μπροστά τους, δεν είναι για να δω την ώρα,
μα το ίδιο μου το πρόσωπο, καθρεφτισμένο στο γυαλί τους,
περίεργα άσπρο, γύψινο, απαθές, σαν έξω απ’ το χρόνο,
ενώ στο σκοτεινό τους βάθος οι σταματημένοι δείχτες,
πίσω ακριβώς απ’ το είδωλό μου, είναι ένα ασάλευτο νυστέρι
που πια δεν έχει ν’ ανοίξει ένα τραύμα, δεν έχει
να μου αφαιρέσει τίποτα — φόβο ή ελπίδα, αναμονή κι αδημονία.

Αυτή η αργή αυστηρότητα πολλαπλασιάζει την απόσταση
από μένα σε μένα, απ’ τη μια κίνηση στην άλλη,
απ’ τη μια θύμηση στην άλλη. Ένας ολόκληρος μήνας θα χρειαστεί
να περάσεις απ’ το ’να δωμάτιο στ’ άλλο. Μια αόριστη ομίχλη
στέκεται ανάμεσα στα πάντα. Πολλές φορές, τα χειμωνιάτικα πρωινά,
κάθομαι εδώ, πίσω απ’ τα τζάμια και κοιτάω φιλικά την απόσταση· στο βάθος
τυχαίνει κάποιος να περνάει καμιά φορά, ατμισμένος,
μια απρόσωπη, άσαρκη κηλίδα — κι ούτε επιχειρείς να την προσδιορίσεις
ούτε σε νοιάζει πού θα πάει —εδώ ή εκεί— το ίδιο κάνει…
Τα δέντρα
άυλα κι αυτά. Κείνες τις ώρες, αν κάποιος ξυλοκόπος
δοκίμαζε με το πελέκι του να κόψει μιαν ιτιά, ένα κυπαρίσσι,
ούτε ήχος ούτε ξύλο ούτε πελέκι.
Αυτή η ωραία αοριστία
είναι η μοναδική πραγματικότητα — φτιάχνει από μένανε μια ξένη
μακρινή κι άτρωτη σχεδόν, όπως εκείνη η κηλίδα στην ομίχλη,
και χαίρομαι αυτή την ελαφρότητα, μόλο που τη φοβούμαι κάπως.

Αν βγάλω τούτα τα βραχιόλια, αν λύσω τη νύχτα τα μαλλιά μου,
αν λύσω τα κορδόνια απ’ τα σαντάλια μου, προπάντων αν βγάλω
ετούτα τα βαριά περιδέραια, που μου κρατούν το λαιμό σα χαλκάδες,
θαρρώ πως θα φύγω προς τα πάνω, θα εξαερωθώ. Δε θα το ’θελα.
Ίσως γι’ αυτό τα φορώ. Με στερεώνουν κατά κάποιο τρόπο,
παρότι μ’ ενοχλούν συχνά· — τα φορώ και στον ύπνο μου, σα να ’μαι
ένα σκυλί που εγώ η ίδια το ’χω δέσει μπρος σε μια πεσμένη πόρτα.

Μια τάφρος σιωπής —όπως είπατε— το τριγυρίζει αυτό το σπίτι,
σεβάσμια ή όχι — ας έλειπε. Εδώ κάπου, ίσως κι εντός μου,
υπάρχει ένας στενόμακρος διάδρομος χωρίς φεγγίτες
χωρίς φανάρια, χωρίς πόρτες, — δε βγάζει πουθενά· μυρίζει
σάπιο σανίδι, σκόνη, μούχλα, κατσαρίδες, παλιωμένο χρόνο·
άνθρωποι αμίλητοι περνάνε κουβαλώντας σπασμένες καρέκλες,
μεγάλα ξύλινα κιβώτια, κάδρα, πανάρχαιους καθρέφτες —

Κάποτε πέφτει ένα κρύσταλλο, μια πρόκα ή το κατάχλωμο χέρι
μιας ελαιογραφίας στρατάρχου, ή μια ανθοδέσμη μενεξέδες
απ’ τα διάφανα, λεπταίσθητα χέρια μιας ζωγραφισμένης δέσποινας, —
κανείς δε σκύβει να τα πάρει· μήτε φαίνονται άλλωστε
μέσα σ’ αυτή την κατευναστική μονιμότητα της σκιάς, όπου όλα
έχουν περάσει στην αρμοδιότητα του ανεκμετάλλευτου, του ανέκφραστου
ή της σιωπής ή και των ποντικών.
Το μόνο που ακούγεται
είναι το βήμα των ποντικών (καθόλου το ροκάνισμά τους —
αυτά τα πράγματα δεν έχουν πια πυκνότητα, δε ροκανίζονται), μονάχα
το συρτό βήμα τους στους τοίχους και στο σώμα μας
ή μάλλον μες στο σώμα μας.
Κι είναι μια ωραία ασχολία
να παρακολουθείς αυτή την αθόρυβη κατάρρευση
σ’ ένα κενό τόσο βαθύ (χωρίς βάση και τέλος)
που σου γεννάει μιαν αίσθηση απεραντοσύνης,
κάτι σαν τις μεγάλες έννοιες που ονοματίζουμε περήφανα:
ελευθερία, αθανασία, αιωνιότητα και διάφορες άλλες.

Όχι, λοιπόν, κατάρρευση —μια κι όλα αυτά δεν έχουν από πού και πού να πέσουν·—
ένας αδέσμευτος μετεωρισμός, περίπου κάτι φτερωτό, σαν τα πουλιά, π.χ.,
που ανεβοκατεβαίνουν ή και ακινητούν μες στα φτερά τους· θα ’λεγα
μια ακίνητη πτήση μέσα στην απόλυτη, ευγενική ματαιότητα,
μια ύστατη ισορροπία — η ύστατη ελαφρότητα
όλης της ύλης — άρα και του θανάτου.
Γι’ αυτό με βλέπετε τόσο χαρούμενη —
αν λέγεται τούτο χαρά: η έλλειψη κάθε σκοπιμότητας,
κάθε φιλοδοξίας — μια εξαίσια νάρκη χειμερία
μ’ ακέρια τη συνείδηση του ψύχους, και μάλιστα μ’ ένα αίσθημα οίκτου
για κείνους που υποφέρουν απ’ το κρύο, που συζητούν για το κρύο,
που κουκουλώνονται μ’ ένα σωρό φανέλες, πανωφόρια, κουβέρτες
για να προφυλαχτούν. Ω, αυτή η αστεία φροντίδα της προφύλαξής μας —
όλο προφύλαξη, προφύλαξη απ’ το κρύο, απ’ τη ζέστη, απ’ την πείνα, τη δίψα,
απ’ την αρρώστια, απ’ το λάθος, απ’ το θάνατο· και μήτε που το βάζει ο νους μας
ότι το κρύο ανεβαίνει από μέσα μας, κι ούτε μπορείς τελικά να το αποφύγεις.

Βεβαίως, λίγη φωτιά στο τζάκι, το χειμώνα, κάτι αξίζει· —
πάντοτε μ’ ενδιέφεραν οι φλόγες με τις εύκαμπτες χορευτικές κινήσεις,
με τους πολύχρωμους, ασώματους αγγέλους, με τις σκιές τους
στο ταβάνι, στους τοίχους· — η σκιά του μεγάλου αργαλειού ή της ανέμης,
η σκιά μιας κιθάρας που κρέμεται στο στύλο· και περισσότερο απ’ όλα,
αν είναι σώματα γυμνά — μεγεθυσμένες οι σκιές των μελών τους
επάνω στο ίδιο τους το σώμα, σαν ένα άλλο σώμα
μελανό κι ερυθρό· — η σκιά του στήθους κάτω απ’ το στήθος
με τη θηλή υπογραμμισμένη· η σκιά του στόματος μέσα στο στόμα·
εκείνη η τρομερή σωματική βεβαιότητα, η εξαίσια εχθρότητα,
όπως ορθώνονται τα μέλη, και μετά το ευγενικό τους λύγισμα
μέσα σε μια βαθιά κατάνυξη, κι όχι ταπείνωση. Το λύγισμα
είναι θαρρώ το μέτρο του ύψους. Οι πάντα φοβισμένοι
δεν έχουν τη δύναμη (καθώς, λόγου χάρη, η αδελφή μου) να σκύψουν,
και το ύψος τους είναι μονάχα μια παγωμένη ακαμψία.
Ποιά η περηφάνια τους, λοιπόν; Ποιά η άνεσή τους;

Ω, η αδελφή μου ρύθμιζε τα πάντα μ’ ένα πρέπει ή δεν πρέπει,
λες κι ήταν πρόδρομος εκείνης της μελλοντικής θρησκείας
που χώρισε τον κόσμο στα δυο (στον εδώ και στον πέρα), που χώρισε
το ανθρώπινο σώμα στα δυο, πετώντας το απ’ τη μέση και κάτω.

Πολύ τη λυπόμουν. Παρά λίγο να βλάψει και μένα. Αν την δοξάσανε τόσο
ήταν γιατί τους γλίτωσε απ’ το να πράξουν το ίδιο. Στο πρόσωπό της
τιμήσαν τη δική τους αντίθεση νεκρή· — αυτοσυχωρέθηκαν,
αθωώθηκαν και ησύχασαν.
Αν είχε ζήσει, ω, σίγουρα,
θα την είχαν μισήσει. Μοναδική της σκέψη
ήταν ο θάνατος. Και τώρα λέω: μια κι ήξερε
ότι δεν ήταν τρόπος να τον αποφύγει, αντί να τον προσμένει
αργά, βαριά, γερνώντας ανωφέλευτα, προτίμησε
να τον προλάβει, να τον προκαλέσει μάλιστα, στ’ όνομα
μιας πονηρής κι ιταμής γενναιοφροσύνης, αντιστρέφοντας το φόβο
όλης της ζωής και της επιθυμίας της σε ηρωισμό, αντιστρέφοντας
τον ίδιο της αναπότρεπτο θάνατο σε μιαν ευτελή αθανασία,
ναι, ναι, ευτελή, παρόλη της την εκτυφλωτική λαμπρότητα. Πώς το άντεξε, θε μου,
αυτή η αιώνια φοβισμένη ώς το θυμό, η αιώνια τρομαγμένη
μπροστά στο φαΐ, μπροστά στο φως, μπροστά στα χρώματα,
μπροστά στο δροσερό, γυμνό νερό;
Ποτέ της
δεν άφησε τον Αίμονα να της αγγίξει το χέρι. Πάντα μαζεμένη
σάμπως για να μη χάσει τίποτε, αναδιπλωμένη στον εαυτό της,
με το ’να χέρι της χωμένο στο μανίκι του άλλου,
με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, με τα φρύδια σμιγμένα,
πρόθυμη μόνο να παρασταθεί σ’ όλες τις δυστυχίες,
νιώθοντας ίσως περηφάνια για την δυστυχία της — ποιά δυστυχία;

Ποτέ της δε φόρεσε ένα κόσμημα· ώς και τον αρραβώνα της
τον καταχώνιασε σ’ ένα σεντούκι, περιφέροντας
τη σκοτεινή αλαζονεία της μες στις νεανικές παρέες μας,
επισείοντας πάνω απ’ τα γέλια μας το σκυθρωπό της βλέμμα
σα γυμνό ξίφος ματαιότητας.
Κι αν, κάποτε,
έκανε να βοηθήσει στο τραπέζι, να φέρει ένα πιάτο, μιαν υδρία,
θαρρείς πως κουβαλούσε στις παλάμες της ένα γυμνό κρανίο
και τ’ ακουμπούσε ανάμεσα στους αμφορείς. Κανείς πια δε μεθούσε.

Μια νύχτα, παίζοντας, αγόρια και κορίτσια, πάνω στο χορό, κάποιος
είχε την έμπνευση ν’ αλλάξουμε ρούχα — να φορέσουν τ’ αγόρια γυναικεία
κι εμείς αντρικά. Κι ήτανε μια παράξενη πληρότητα, μια αδέξια ελευθερία
μέσα σ’ αυτή την αλλαγή, — σαν ξένοι στον εαυτό μας και ταυτόχρονα
σωστοί και ειλικρινείς. Μονάχα η αδελφή μου
έμεινε με τα μαύρα ρούχα της, στη γωνιά, πετρωμένη,
επιτιμητική κι αντιπαθητική. Κατεβήκαμε γρήγορα τις σκάλες,
βγήκαμε έξω στον κήπο, σκορπίσαμε. Τα κορίτσια,
ντυμένα αντρικά, ήταν πιο θαρρετά απ’ τα αγόρια. Κι είχε φεγγάρι —
ένα μεγάλο φεγγάρι σαν ταψί. Απ’ τα παράθυρα ερχόταν
η μουσική διυλισμένη απ’ τα φυλλώματα.
Ο Αίμων
φορούσε το δικό μου φόρεμα κι ήταν τόσο δικός μου
που χόρεψα μέσα στο σιντριβάνι και τα νερά κρουνελίζαν
στα μαλλιά μου, στους ώμους μου, στα μάγουλά μου,
σα να ’κλαιγα — λέει· ώσπου πάγωσα ολόκληρη κι ένιωσα να ’χω γίνει
ένα άγαλμα επίχρυσο του ίδιου του εαυτού μου, φωτισμένο απ’ το φεγγάρι,
άντικρυ στα τυφλά μάτια του πατέρα. Αυτό το ρίγος μού επανέρχεται ακόμη.

Τότε ήτανε που εχάθη για τρεις μέρες η αδελφή μου.
Θαρρώ πως είχε καταφύγει στου πατέρα σας. Αυτός μας την έφερε
πάνω σ’ ένα μουλάρι. Στο σαμάρι του κρέμονταν ανάποδα
δυο λευκές κότες κι ένας κόκορας πολύχρωμος· — μου ’κανε εντύπωση
η άνεση που είχαν στην αντεστραμμένη εκείνη στάση, — μήπως κούραση;
μήπως υποταγή; γλυκιά σοφία του αναπότρεπτου; Εκείνη ούτε τα πρόσεξε.

Η αδελφή μου θαρρείς και ντρεπόταν που ήταν γυναίκα. Ίσως αυτό
να ’ταν η δυστυχία της. Κι ίσως γι’ αυτό να πέθανε. Καθένας μας ίσως
θα ’θελε να ’ναι κάτι άλλο απ’ ό,τι είναι. Άλλος τ’ αντέχει περισσότερο ή λιγότερο,
άλλος καθόλου. Η μοίρα, καθώς λένε, μας δένει μες στον κύκλο του ακατόρθωτου
να τριγυρνάμε γύρω γύρω στο πηγάδι, όπου μέσα του μένει
κλεισμένο, σκοτεινό, αξεδιάλυτο το πρόσωπό μας. Η αδελφή μου
αρνιόταν να παραδεχτεί και να υπακούσει, — αλύγιστη η απελπισμένη.

Ωστόσο, κάποιο μεσημέρι του καλοκαιριού, που όλοι κοιμόνταν,
την ώρα που κατέβαινα ξυπόλυτη τη σκάλα, την είδα
μπρος στο κελάρι της τραπεζαρίας, με μια γαβάθα πετιμέζι στην ποδιά της,
να τρώει μεγάλες κουταλιές μουλιασμένο ψωμί. Γύρισα κι έφυγα.
Ακούστηκαν μεμιάς τα τζιτζίκια που φώναζαν στον κήπο. Δε με είδε.

Ποτέ δεν της το ’πα. Δεν έμαθε. Πολύ τη λυπόμουν.
Πεινούσε κι εκείνη (και το ’ξερε). Μπορεί και ν’ αγαπούσε. Δεν το ανεχόταν
να σκύψει μπρος στην ίδια της επιθυμία, που δεν ήταν, βέβαια,
δικό της έργο, δική της εκλογή. Μόνο το θάνατό της, — όχι·
μόνο την ώρα και τον τρόπο τού θανάτου της μπορούσε να διαλέξει.
Κι αλήθεια, διάλεξε. Κι εκείνο της το «άκλαυτος, άφιλος»,
ιδίως εκείνο το «ανυμέναιος», ήταν η μόνη της ομολογία,
η πρώτη ωραία ταπεινοσύνη της, η μόνη θηλυκή της γενναιότητα,
η τελευταία και μόνη της ειλικρίνεια, πού έτσι σα να δικαίωσε κάπως
την πικραμένη υπεροψία της. Αυτό τη συχώρεσε στα μάτια μου.

Κι εκείνο τ’ άλλο — όταν ανοίξαμε κάποτε το βάζο με το πετιμέζι
και το ’βραμε μισοάδειο, (όλοι κοιτούσαν παραξενεμένοι)
μια κοκκινίλα ανέβηκε στα μάγουλά της. Εγώ κοίταζα αλλού. Στα παράθυρα
η μέρα ήταν κάτασπρη και δύσκολη, τόσο που ευχήθηκα μέσα μου
την τύφλωση όλων για όλα. Λίγα ανόητα τριαντάφυλλα ξεμύτιζαν
από τον κήπο ώς το περβάζι. Κι ένιωσα, πρώτη μου φορά, πως ο θάνατος
δεν είναι μαύρος, αλλά άσπρος — δεν μπορείς να κρυφτείς. Δυο υπηρέτριες
τιμωρήθηκαν για κείνη την κλοπή. Θαρρώ πως από τότε
είχε αποφασισμένο πια το θάνατό της, — παραμόνευε, περίμενε.

Είχε τρομάξει η ανήμπορη την αμαρτία —ποιά αμαρτία;—
γιατί τάχα αμαρτία η συμφωνία με την επιθυμία μας; Ποτέ της
δεν ήταν η αδελφή μου τόσο ωραία, όσο νεκρή· εγώ μόνη μου
της έβαψα έντονα τα μάγουλα (μπορεί και να θυμήθηκα
εκείνο της το ερύθημα μες στην τραπεζαρία, μπροστά στο βάζο),
της έβαψα τα χείλη βυσσινιά, και τα μάτια κατάμαυρα, τεράστια
με καμένο φελλό (ποτέ της δε βαφόταν). Της φόρεσα
πενταπλά περιδέραια να κρύψω το σημάδι του λαιμού της,
τα σκουλαρίκια εκείνα με τους δυο γυμνούς ερωτιδείς, δαχτυλίδια, βραχιόλια,
και μια φαρδιά, χρυσή πόρπη στη ζώνη της. Έτσι, βαμμένη, στολισμένη,
είχε αποχτήσει μια παράξενη ομοιότητα μ’ εμένα.
«Πώς μοιάζει της Ισμήνης», είπε σιγά ένα κορίτσι. Τώρα
είχε παραιτηθεί απ’ τις τρομερές της αποφάσεις, απ’ τούς ηθικούς κανόνες,
απ’ όλες τις ανόητες αντρικές φιλοδοξίες και ιδεοληψίες. Πεθαμένη,
είχε γίνει επιτέλους γυναίκα.
Και πλάι της ο μνηστήρας της
γυμνός — (πώς γίνεται, με τόση ακρίβεια, μέσ’ απ’ το θάνατο
να διακρίνουμε το κάλλος του σώματος; — ίσως
γιατί ευωδιάζαν τα πορτοκαλάνθια που τους είχαν ραντίσει)
κι αυτή η γαμήλια νεότητα, ολοκληρωμένη κι απροστάτευτη —απόρθητη—

Κανείς σχεδόν δεν πρόσεχε το λείψανο της Ευρυδίκης. Οι γυναίκες
αργούσανε πολύ να σαβανώσουν τον Αίμονα, επιμέναν
να του πλένουν προσεχτικά πάλι και πάλι ένα ένα τα δάχτυλα
στα πόδια και στα χέρια, τις μασκάλες, τα στήθη, τα σκέλη,
κι η κίνησή του μαλακή (καθώς τον γύριζαν) της εγκατάλειψης,
ή μάλλον της παράδοσης, μου θύμισε κείνη τη νύχτα στον κήπο,
το μεγάλο φεγγάρι, το νερό που μ’ έβρεχε· — θα ’θελα πάλι
να του φορέσω τα ρούχα μου, — δεν τόλμησα. Μια πεταλούδα
πορτοκαλιά με μαύρες βούλες μπήκε απ’ το παράθυρο
και στάθηκε στο φύλο του. Τότε οι γυναίκες βάλαν μονομιάς τούς θρήνους
και τον έντυσαν γρήγορα. Τότε έγινε στ’ αλήθεια νεκρός.

Έξω, στο περιστύλιο, ακούστηκε ο άγριος βόγκος τού Κρέοντα
κι η κλαγγή του σπαθιού του υπογραμμίζοντας τη σιωπή των φρουρών του.

Αναρωτιέμαι κάποτε μήπως και γεννηθήκαμε μόνο και μόνο
για να παραδεχτούμε απλώς πως θα πεθάνουμε. Ωστόσο, στα διαλείμματα
αυτής της άδικης ερώτησης κινείται η ζωή μας.
Ο Αίμονας
είχε μακρύνει απ’ όλους· δεν ανήκε πια στην αδελφή μου
μήτε στους φίλους του. Μια μεγάλη ησυχία, σχεδόν μια ικανοποίηση —
αυτή η ανεπανόρθωτη φυσική στέρηση· — μια γαλήνια βεβαιότητα:
κανένας πια δεν μπορεί να μας πάρει αυτό που δεν υπάρχει·
η μνήμη το κρατάει ακέριο σε βαθιά αποκλειστικότητα
και μάλιστα εφαρμόζοντάς το κάποτε στους άλλους. Έχετε κάτι απ’ τον Αίμονα —
αυτή τη συστολή που φέρνει η δύναμη κι η ακεραιότητα· ιδίως το πηγούνι
μ’ αυτή την αυλακιά στη μέση.
Τα βράδια που κάθομαι δω μέσα,
δεν ξέρω γιατί κελαηδάνε ακόμη τα πουλιά στον κήπο· — ίσως γι’ αυτό —
για την καινούργια αυλακιά του αλετριού —
Οι νεκροί, ξέρετε,
πιάνουνε πάντα πολύ τόπο· — όσο μικροί κι ασήμαντοι,
μεγαλώνουν μεμιάς· γεμίζουν ολόκληρο το σπίτι· δε βρίσκεις
μια γωνιά να σταθείς. Ακόμη κι η μητέρα,
τόσο σεμνή, συγκρατημένη πάντα της, αθόρυβη,
έχει αποχτήσει τώρα μια εξουσία απαραβίαστη
στ’ ανθοδοχεία, στα σκεύη της μαγειρικής, στ’ ασπρόρουχα,
στα πιο κλειστά παραπετάσματα, στις ώρες του απόβραδου,
όταν αρχίζει να βρέχει, και το μακρύ βελονάκι της
θαμποφέγγει προβαίνοντας απ’ το παλιό κανίσκι της των εργοχείρων —
αυτή ’ναι η θέση της μητέρας, το ύφος της μητέρας,
η στάση της, η σκέψη της — όλα είναι τώρα των νεκρών.

Κάποτε στέκομαι μπροστά σ’ έναν καθρέφτη
για να χτενίσω τα μαλλιά μου. Το κρύσταλλο ολόκληρο
είναι γεμάτο απ’ το σώμα τους. Μονάχα κάτω απ’ τη μασχάλη τους,
καθώς ανοίγουν τα τεράστια χέρια τους σε μια χειρονομία απαγόρευσης,
πιάνω στιγμιαία ένα μικρό, στριμωγμένο κομμάτι του προσώπου μου
ή το ’να μάτι μου σα να ’μαι μονόφθαλμη. Πάνω στα σκαλοπάτια
έμεναν κάθε πρωί τα σκονισμένα χνάρια
απ’ τα γυμνά, μεγεθυσμένα πέλματά τους. Ήταν δύσκολο
ν’ ανέβω ή να κατέβω, μην πατήσω πάνω τους.
Ώσπου, μια μέρα,
άκουσα ν’ ανεβαίνει ο νέος μας κηπουρός δυο δυο τα σκαλοπάτια —
«Κυρία, Κυρία, ανθίσαν τα γαρίφαλα», φώναζε, λαχάνιαζε
κι ήταν έτοιμος να κλάψει σχεδόν. Στάζανε τα μαλλιά του
φρεσκοβρεγμένα. Ήταν Μάης. Κατέβηκα γρήγορα τη σκάλα.

Τα γαρίφαλα τὄντι είχαν ανθίσει. Ήταν εκεί το σιντριβάνι.
Βγάλαμε τα κλουβιά τα καναρίνια στο πεζούλι του κήπου,
τους πλύναμε τα φλιτζανάκια, αλλάξαμε νερό, βάλαμε καναβούρι·
προγευματίσαμε κάτω απ’ τα δέντρα. Είχε ζεστάνει η μέρα.
Πέρασα στα μαλλιά μου ένα γαρίφαλο. Το ψωμί ήταν νόστιμο.

Ίσως κι εκείνα τα γαρίφαλα να τα ’χε στείλει ο πατέρας σας. Ήξερε
πως αγαπούσα τα λουλούδια. Πάντα του, σαν ερχόταν στην πόλη,
μου ’φερνε στο μαντίλι του, μαζί με νοτισμένο χώμα
πατάτες από άγρια κυκλάμινα. Με βοηθούσε στο φύτεμα.
Θαρρώ πως θ’ ανθίζουν ακόμη στο πάνω μέρος του κήπου. Αν θα θέλατε
μπορούμε κάποτε να πάμε να δούμε.
Να του πείτε
πως πάντα τον θυμούμαι· τίποτα δεν έχει αλλάξει εντός μου,
τίποτα, ναι, — κι αυτό ’ναι το πικρό, την ώρα που όλα αλλάζουν
έξω και γύρω μας — σπίτια κι αμάξια, πρόσωπα και χέρια και όπλα,
χτενισιές και φορέματα και τα καπέλα που φορούσαμε —

Θυμάμαι τότε τους απογευματινούς μας περιπάτους με τ’ αμάξι —
εκείνα τα καπέλα μας όλο λουλούδια, κέρινα κεράσια, στάχυα,
κι εκείνες οι μακριές κορδέλες που ανεμίζανε πίσω μας, πέρα,
αγγίζοντας πότε πότε τ’ αυτιά μας σα φιλικά χαλινάρια
που τα τραβούσε ανάλαφρα ο αέρας, αναγκάζοντάς μας
να κρατάμε το πρόσωπο ψηλά, τραβώντας και το δέρμα μας στα μάγουλά μας
προς τα πίσω, βαθιά, σ’ ένα μεγάλο χαμόγελο (μπορεί και ν’ αντιγράφαμε
αθέλητά μας τ’ άλογα της άμαξας), — γαλάζιες, ρόδινες και κίτρινες κορδέλες,
πολύχρωμες ρίζες — σα να ’μαστε τάχα ουράνια δέντρα,
ελεύθερα δέντρα κινούμενα.
Κι η εσάρπα της μητέρας
φτεροκοπούσε ακόμη πιο μακριά σαν ένα διάφανο μαβί πουλί πελώριο.

Σαν έβγαινε ο αποσπερίτης, δεν ξέρω πώς, μου φαινότανε
πως άλλαζε μεμιάς ο θόρυβος απ’ την εσάρπα της·
γινόταν έτσι κάπως δυσοίωνος. Μ’ έπιανε φόβος
μην τυλιχτεί στο λαιμό της και την πνίξει, μη την τυλίξει ολόκληρη
όπως σπαργάνωναν παλιά τους νεκρούς.
Γυρίζαμε σπίτι,
βιαζόμαστε ν’ ανάψουμε τις λάμπες, να κάνουμε κάτι.
Οι δυο φανοστάτες της εισόδου φρουρούσαν τον πυλώνα. Αργότερα,
που ’βγαινε το φεγγάρι, ήταν όμοιο με πόρπη μιας αόρατης ζώνης
και πάνω του έτρεμε η σκιά ενός κύκνου ή πιθανόν η εσάρπα της μητέρας.

Ο μικρός αδελφός μου είχε μανία με τις πόρπες· είχε μαζέψει
μια ολόκληρη συλλογή απ’ αυτές, διαφόρων εποχών, αντρικές, γυναικείες,
από φαρδιούς πολεμικούς ζωστήρες ή από παλιές λεπτεπίλεπτες ζώνες —
περίεργα σχήματα, περίεργα σχέδια, περίεργες παραστάσεις
ανθρώπων, θεών, πουλιών, τεράτων.
Μια φορά μου τις έδειξε.
Έλαμπαν με ποικίλες λάμψεις το φθινοπωριάτικο εκείνο ηλιοβασίλεμα.
Δεν κατάλαβα τίποτα. Εκείνος μου εξηγούσε, μου εξηγούσε
σαν κάτι να ’θελε να κρύψει· κάτι μου έμενε ανεξήγητο,
κι αυτό ακριβώς μου ’χε αρέσει. Ίσως κι εκείνος αυτό να επιδίωκε,
δηλαδή ν’ αναδείξει το ανεξήγητο. Η κυρίαρχη λάμψη
ήταν ένα βαθύ βυσσινί καθώς το αίμα, ή χαλκοπράσινο
καθώς τα σπλάχνα του ανθρώπου. Μα εκείνο που μου ’μεινε πιότερο απ’ όλα
ήταν μια αίσθηση από ακμαία σώματα, γυμνά, μετά την κίνησή τους
ν’ αφαιρέσουν ανυπόμονα τη ζώνη τους. Όταν του το ’πα, θύμωσε. (Μα μήπως
υπάρχει τίποτα στον κόσμο πιο ανεξήγητο, πιο ασύλληπτο
από το τόσο απτό —κι ίσως γι’ αυτό,— το τόσο ευμετάβολο ανθρώπινο σώμα;)

Αυτός ήταν που πήγε στους Αργείους. Η αδελφή μου του ’χε αδυναμία.
Αυτός κι εκείνη ήταν απόλυτοι, εύθικτοι, άδικοι. Θέλω να πω
είχαν μιαν αντίληψη πολύ προσωπική της δικαιοσύνης. Δεν έβλεπαν
και το δίκιο των άλλων ή τη γενική αδικία. Έτσι χαθήκανε
κι αυτοί και οι άλλοι. Όμως τις πόρπες τις κρατώ· κι είναι το μόνο
που απομένει απ’ αυτόν. Κι όπως έμαθα αργότερα,
τις είχε συγκεντρώσει από ζώνες νεκρών. Αυτή η πληροφορία
δεν άλλαξε την πρώτη μου αίσθηση καθόλου, απεναντίας την υπογράμμισε.

Παράξενο, — μέσα σ’ όλες αυτές τις αλλαγές, τις ταραχές, τις ανακατατάξεις, όπως λένε,
να μένει μόνον, ξεχωρίζοντας καθάρια πάνω απ’ όλους τους θανάτους,
το ανθρώπινο σώμα, ανυπεράσπιστο, ανίδεο, αμετάπειστο, εξαίσιο. Θαρρώ
πως μόνο κάλλος είναι η άγνοια· μόνη αρετή η νεότητα· —
πόσο κρατάει κι αυτή; πόσο κρατάμε; Ανανεώνεται, θα πείτε,
με τις ερχόμενες γενεές· —όχι για μας, όχι για μας— ποιά, λοιπόν, η ανανέωση;

Θυμάμαι όταν σηκώναν τ’ αποφάγια απ’ το τραπέζι — κόκαλα, ψωμιά, κουκούτσια,
το μάτι μου έπαιρνε κρυφά, ξέρετε, εκείνες τις μαλαματένιες σπείρες
ελαστικές, μαγνητικές —τις φλούδες των πορτοκαλιών— σα να ’θελαν
να ξαναπάρουν το σχήμα τους. Μια αρχαία κραυγή μού ανέβαινε στο στόμα
«μη· μη·», — δεν έλεγα τίποτα· κοιτούσα. Πετούσαν τις φλούδες
πίσω απ’ τη μάντρα του προαύλιου. Δε σας συμβαίνει και σας πότε πότε;
Μια κρατημένη κραυγή. Κι οι νύχτες μύριζαν πορτοκαλόφλουδα.

Ευχαριστήστε τον πατέρα σας εκ μέρους μου για τα όμορφα δώρα του.
Περαστικά του. Καλές ώρες περάσαμε στα κτήματα —
τα μόνα ωραία μας καλοκαίρια. Εκεί γνωριστήκαμε
με τ’ άλογα, τα πλατάνια, τα νερά, — μπορώ να πω και με τ’ αστέρια. Εκεί μάθαμε
τα ονόματα των φυτών και των πουλιών —μελισσουργούς, καρδερίνες, κοτσύφια·—
μου φέρανε κάποτε μια πέρδικα σ’ ένα καλάθι· σε λίγες μέρες πέθανε
έτσι ανεξήγητα όπως πεθαίνει ένας άνθρωπος. Την έθαψα
κάτω απ’ τις δυο μηλιές. Δεν μπόρεσα να κλάψω. Φωνάζαν πιο πέρα
τ’ αγόρια που λουζόνταν στο ποτάμι. Σε λίγο, έτσι γυμνά, μουσκεμένα,
καβάλησαν τ’ άλογα ξεσέλωτα και χάθηκαν στο δάσος.

Ίσως ανάμεσά τους να ’σαστε κι εσείς. Εμένα δε μ’ άφηναν.
Εμένα με μαθαίναν χωριστά ιππασία, σ’ έναν περιφραγμένο χώρο
με τσουκνίδες, ξερόχορτα, μολόχες. Ήταν όμορφα τότε.
Μ’ άρεσε ξέχωρα ο τρύγος. Τα πάντα ευωδιάζανε μούστο,
το σπίτι, ο αέρας, το νερό, τα ρούχα, τα παράθυρα. Κοιτούσα
τα πόδια εκείνων που πατούσαν τα σταφύλια, κόκκινα, ολοκόκκινα,
σάμπως βαμμένα με αίμα σε μια ψεύτικη μάχη
που δεν της έλειπε ωστόσο μια ωραία αγριότητα. Κι έλεγα στη μητέρα:
«θα πρέπει οι γυναίκες τους να τους γλείψουν τα πόδια
μην πάει χαμένος τόσος μούστος». Κι η μητέρα γελούσε.

Κείνα τα βράδια ήταν πολύ μεγάλα. Ολάκερη η πλάση
μοσκοβολούσε σαν παχύρρευστη μουσταλευριά. Μυριάδες αστέρια
πασπάλιζαν τις στέρνες με λεπτή κανελόσκονη. Ένα άλογο
χλιμίντριζε μέσα στον ύπνο μας.
Το άλογο του Αίμονα, ξέρετε,
όταν χάθηκε εκείνος, δεν το κούνησε διόλου απ’ τον τάφο του.

Εγώ του πήγαινα τροφή, νερό, του ’δινα ζάχαρη μες στην παλάμη μου· —
δεν τα δοκίμασε. Σε μια βδομάδα πέθανε κι αυτό. Μετά ησυχάσανε τα πάντα.
Μοιράσαμε τα ρούχα τους. Κλειδώσαμε τις κάμαρές τους. Κανένας
δεν έλεγε πια τ’ όνομά τους. Σκεπάσαμε και τους καθρέφτες.

Μπορεί να σας είπε ο πατέρας σας τί δύσκολα χρόνια περάσαμε.
Τί κατάλαβαν, θε μου, τί κέρδισαν; — Σκοτούρες, σκοτούρες, καθήκοντα,
άσκοποι ηρωισμοί· — μεγάλες πόρτες άνοιγαν, έκλειναν στο ίδιο σκοτάδι·
γύψινα, χάλκινα, μαλαματένια, βελούδινα προσωπεία,
πονηρίες, κολακείες, μεταμφιέσεις, — να κρυφτούν από ποιόν;
από τον εαυτό τους; απ’ τους άλλους; απ’ τη μοίρα; Κι η αδηφαγία της δόξας —
θαρρώ πως κάθε δόξα στηρίζεται σε πάμπολλες παρεξηγήσεις
κι οπωσδήποτε στην άρνηση της ζωής — τί να την κάνεις;

Ένας άνθρωπος φώναζε κάτω απ’ τις πέτρες —ίσως και μέσα μας—
φώναζε, φώναζε· κανένας δεν άκουγε· βιάζονταν
να πάνε — πού; — να κάνουν — τί; Δεν είχαν μιαν ώρα δική τους
να γδυθούν, να πλαγιάσουν, να ονειρευτούν μες στο ίδιο τους το σώμα,
να κοιταχτούν σ’ έναν καθρέφτη, να κοιτάξουν έναν άλλον·
κοιτάζονταν μόνο στα μάτια των άλλων — τί να δουν εκεί μέσα;
ίσως εκείνο που ήθελαν, καθόλου εκείνο που ήσαν.
Μια μέρα,
μπήκε μες στην τραπεζαρία ένα πουλί. Σάστισαν όλοι·
δεν ήξεραν τί ν’ απαντήσουν, μόλο που κανείς δεν τους ρωτούσε· θύμωσαν·
«διώχτε το, διώχτε το», φώναζαν· σηκώνονταν απ’ τις καρέκλες τους, κουνούσαν τα χέρια τους·
έσπασαν δυο ποτήρια· το πουλί βγήκε απ’ το παράθυρο·
σκυμμένοι οι υπηρέτες μαζεύαν τα γυαλιά· — τους πρόσεξα:
μονάχα αυτοί χαμογελούσαν — ξέραν το πουλί· τους έκλεισα το μάτι
και χαμογέλασα μαζί τους. Πάντοτε οι αθώοι (δε νομίζετε;)
έχουν ύφος ενόχου. Το ξέρετε κι εσείς — είμαι βεβαία.

Ποτέ δε μ’ εγκατέλειψε ο φόβος μη με καθίσουν μια μέρα στο θρόνο.
Μόνον αυτοί που φοβούνται τον εαυτό τους επιδιώκουν τ’ αξιώματα, ή, μάλλον,
αυτοί που μισούν τη ζωή και τους ανθρώπους. Δε θα μ’ άρεσε διόλου
να ’μαι περίβλεπτη, να μην έχω έναν ίσκιο, μια θέση
σε μια δική μου μυστική περιοχή, να βγάλω αργά τα σανδάλια μου,
να παίξω τα κλειδιά των συρταριών μου με ξέγνοιαστο χέρι, αφημένο
έξω από το κρεβάτι μου.
Ο καημένος ο πατέρας —πάντα τον θυμάμαι—
είχε ένα πρόσωπο σα συσπασμένο χέρι, γαντζωμένο
σ’ ένα μεγάλο μαύρο παραπέτασμα, για να το ρίξει· τόσο που κάποτε λέω
ίσως και να ’ταν καλό που τυφλώθηκε — ίσως έτσι τουλάχιστον να μπόρεσε
να δει προς τα μέσα του, να θυμηθεί λίγο λίγο
εκείνα που δεν είχε δει· κι ίσως έτσι, στ’ αλήθεια, να τα είδε· γιατί ώς τότε
έβλεπε την αυταρχική μορφή του (φυσικά, κολακευμένη) μες στα βλέμματα
των φοβισμένων υπηκόων του· — κι εκείνους κι εκείνον
από παιδί πολύ τους λυπόμουν.
Ασήκωτο βάρος, νομίζω,
να κυβερνάς και να προστάζεις. Και πάντα, στο τέλος, καθένας
κυβερνιέται απ’ αυτό που κυβερνά· — χώρια η απέραντη κείνη υποψία
προς όλους και προς όλα, — ένας ίσκιος πουλιού να περάσει στην αίθουσα
τυχαία την ώρα του λιογέρματος, είναι ένα τιναγμένο μαχαίρι
καμωμένο από αθόρυβο μέταλλο. Για τούτο οι τύραννοι
γίνονται μέρα με τη μέρα όλο πιο τύραννοι. Όταν ο κόσμος
έχει το φόβο σου είτε την ανάγκη σου, ποτέ δεν ξέρει τί σου ετοιμάζει.

Καλύτερα, λοιπόν, μήτε να κυβερνάς μήτε να κυβερνιέσαι (πώς να γίνει;) —
φτάνει η κυβέρνια αυτή που μας σφραγίζει πριν απ’ τη γέννησή μας· φτάνει
ο θάνατος που μας παραμονεύει· — μ’ αυτόν εξοικειώνεσαι κάπως·
τα ενδιάμεσα πια χάνουν την αιχμηρότητά τους. Χαλαρώνει το σώμα,
ξεθωριάζει το χρώμα στα μαλλιά, στα παράθυρα, στα μάτια,
ξεσφίγγει η παλάμη, όπου μέσα της είχαν αποθέσει
ένα μεγάλο, σκληρό, χρυσό νόμισμα, κι όλη η ζωή μας
ήταν μια σύσπαση για να κρατήσουμε τούτο το νόμισμα, ένας φόβος
μη και μας πέσει, μην το χάσουμε· αχρηστευόταν το ’να μας χέρι,
αχρηστευότανε η μισή ζωή μας, ολόκληρη η ζωή μας.

Τώρα ξεσφίχτηκε από μόνο του το χέρι, παραδόθηκε·
το νόμισμα έπεσε· μας το πήραν. Μόνο που μέσα στην παλάμη
μένει βαθύ το χάραγμα από κείνο το ατέλειωτο σφίξιμο. Η σάρκα
μαλάκωσε, γαλήνεψε. Μπορείς πια να σαλεύεις
ελεύθερα και τα δυο σου τα χέρια. Μπορείς να βαδίζεις
κινώντας άφοβα τ’ άδεια σου χέρια μέσα στο άδειο —
μια αργή, ελαφρά κωπηλασία μες στο υπέροχο άσκοπο, ώσπου
ένα άλλο νόμισμα χάλκινο να σου βάλουν ανάμεσα στα δόντια.

Κακά ’ν’ τα ψέματα — που ’λεγε κι ο πατέρας σας. Μες στο μαλακωμένο ετούτο σώμα,
μένει παντοτινά σκληρή, αμετάπειστη η επιθυμία· κι η αίσθηση εκείνη
μιας αδικαιολόγητης αργοπορίας. Συχνά οι γυναίκες, τέτοιες ώρες,
αγκαλιάζουν τ’ αγάλματα, φιλούν το πέτρινο στόμα τους, ονειρεύονται
πως πλαγιάζουν μαζί τους. Αν έτυχε ποτέ σας να δείτε τα χείλη
των αγαλμάτων βρεγμένα, είναι απ’ το σάλιο ερημωμένων γυναικών. Η μνήμη
είναι, βέβαια, ένα κάποιο καταφύγιο. Όμως κι αυτή εξαντλείται,
της χρειάζονται νέες παραστάσεις, έστω τυχαίες, έστω ξένες.

Έχω διαλέξει τούτο το παράθυρο. Σκυμμένη δω πέρα, μισή μέσα, μισή έξω,
κοιτάζω, θυμάμαι. Δε μου ανήκει τίποτα. Μια μεγάλη ησυχία.
Αρχίζω πάλι να παρατηρώ τα δέντρα, τα πουλιά, τα χρώματα,
τα πόδια των κυνηγών που γυρνούν με το σούρπωμα· — τόσο ελεύθερη αισθάνομαι·
κάτι έχουν να μου πουν, να μου εκμυστηρευτούν. Κάποτε, ντρέπομαι
γι’ αυτή μου την καινούργια τρυφερότητα —παιδικότητα μάλλον—
που εγκαθίσταται άθελά μου στα χείλη μου, έτσι κάπως
σαν ένα χελιδόνι σε μια πεσμένη στέγη.
Παράξενο, αλήθεια —
πώς καταλάγιασε κείνος ο θόρυβος, —δε σ’ άφηνε τίποτε ν’ ακούσεις—
πώς έσβησε απόμακρα. Είμαι τάχατε εγώ; Ήμουν εγώ; Κόσμος ανέβαινε, κατέβαινε, τότε,
κάτι έλεγε ο ένας στ’ αυτί τ’ αλλουνού, — σπασμωδικές κινήσεις,
πολιτικοί, στρατιωτικοί, διπλωμάτες, — ω, τί άνθρωποι αποτρόπαιοι, θε μου,
σαν αποστηθισμένοι, αριθμημένοι, επαναλαμβανόμενοι. Δεν ήξερες τί μήνας, τί ώρα, τί χρόνος.

Πόλεμοι, επαναστάσεις, αντεπαναστάσεις (πόσες φορές ξανάγιναν τα ίδια), —
σωρός οι στάχτες στις πλατείες απ’ τις φωτιές που ανάβαν
για τις μεγάλες γιορτές ή τους νεκρούς — ίδια στάχτη·
κάποτε καίγανε κι αυτούς που λίγο πριν τους ονομάζαν ήρωες.
Τα φύλλα της δάφνης είχαν χάσει εντελώς το νόημά τους.

Έκλεινες τα μάτια σα να ’κλεινες μια πόρτα σ’ ένα ξένο σπίτι,
να μη δεις, να μη σκέφτεσαι. Δολοπλοκίες, δωροδοκίες, προδοσίες·
οι πιο εύκαμπτοι στη ραχοκοκαλιά στέκονταν πάντα ψηλότερα·
Θηβαίοι, Αργείοι, Κορίνθιοι, Σπαρτιάτες, Αθηναίοι —ποιοί διοικούσαν, στ’ αλήθεια;—
μια μυστική εξουσία σα να κινούσε από μακριά τα νήματα·
έβγαιναν προσωπιδοφόροι τα μεσάνυχτα με δυνατά κλεφτοφάναρα·
ένα πρόσωπο, που το ’ξερες, γινόταν άξαφνα μια άσπρη αστραπή ή ένας γδούπος·
οι άνθρωποι μες στο φόβο σα να ’σμιγαν πάλι.
Ένα απόγευμα,
ψηλά, από τη σοφίτα ενός φτωχού σπουδαστή, ακούστηκε φλάουτο. Οι γυναίκες
μαζεύτηκαν κάτω στο δρόμο, γονάτιζαν, κλαίγανε. Ο τρελός, ξεκούμπωτος,
χτυπούσε με μια πέτρα το στήθος του· «μάνα μου, μάνα μου», φώναζε·
«μάνα μου, να πεθάνω, να πεθάνω», φώναζε·
πέρασε ένα καμιόνι σκεπασμένο· όλοι σκορπίσανε· το φλάουτο σώπασε·
ο τρελός ούρησε καταμεσής του δρόμου. Οι άνθρωποι χωρίσανε πάλι
αγνώριστοι, σφιγμένοι, ξένοι.
Μα ήμουν νέα τότε,
τόσο νέα που δεν το ’ξερα καν. Ξεχνούσα εύκολα. Στο παράθυρο εκείνο
απόμεινε κρεμάμενο, αλαφροσαλεύοντας, δεμένο με σπάγγο,
ένα μικρό τριαντάφυλλο. Τόσο μόνο. Ξεράθηκε κι εκείνο.

Χτυπούσαν οι καμπάνες· σώπαιναν. Άνθρωποι εφτάναν, φεύγανε, τρέχαν.
Κάποτε πιάνανε καταρρακτώδεις βροχές· πλημμύριζαν οι στέρνες μες στα σπίτια·
έλεγες όλα θα τα πάρει το νερό, θα τα τραβήξει στη θάλασσα, θα τα ξεπλύνει.
Έβγαινε πάλι ο ήλιος· στέγνωναν· δεν άλλαζε τίποτα. Ο κήπος
έκανε τον αθώο· λάμπαν τα γαρίφαλα. Πάνω απ’ τον κήπο
κροτούσαν τα τυπογραφεία, οι γραφομηχανές. Ίδιοι άνθρωποι μ’ άλλα προσωπεία,
κουρντισμένοι, ξεκούρντιστοι, μπαίναν στις αίθουσες, καθόνταν
μπρος σε μεγάλα, μαύρα, αστραφτερά, δικαστικά τραπέζια,
τα χέρια τους ήταν μεγάλες, άπληστες, λυμφατικές αράχνες,
ξετύλιγαν ρουλά χαρτιά· διάβαζαν· έγραφαν· σφράγιζαν·
έστελναν άλλα χαρτιά· χειρονομούσαν· άνοιγαν διάπλατα το στόμα,
φωνή, κραυγή δεν έβγαινε — μια μαύρη τρύπα στον αέρα·
μπορεί και να φωνάζαν «ζήτω» ή «κάτω» — δεν ξεχώριζα τίποτα·

μόνο ένας φόβος ξεχώριζε· δεν ήξερα τότε γιατί· απορούσα
πώς μπορεί να φοβούνται οι μηχανές, τα τραπέζια, οι καρέκλες,
το στόμα του καπνοδόχου, το μισοτελειωμένο κρασί στο ποτήρι,
η ψημένη κότα στην πιατέλα, ένα πιρούνι υψωμένο πάνω απ’ το πιάτο —
κι έμενε εκεί παγωμένο.
Κάτι όμορφοι αγγελιαφόροι καταφτάναν·
ανοίγαν κι εκείνοι το στόμα τους· ήχος δεν έβγαινε·
μα ήταν αλλιώς αυτοί· λαχανιάζαν· μας άρεσε
εκείνο το λαχάνιασμά τους· φαινόταν κι η γλώσσα τους
κόκκινη, κατακόκκινη, σα να ’ταν πολύ καλοκαίρι με ποτάμια και δέντρα.

Έστελναν τότε και φωνάζαν τον τυφλό γερο-μάντη. Ένα γλυκό παιδόπουλο
τον κρατούσε απ’ το χέρι. Μεγαλόπρεπος, παμπόνηρος, ωραίος,
με τη μακριά γενειάδα του ώς τα γόνατα, με τα άδεια μεγάλα του μάτια
(θαρρούσα πως υποκρινόταν τον τυφλό και πως τα γένια του ήταν ψεύτικα)
με τη δεσποτική του ράβδο, — απόπνεε νηνεμία, μακαριότητα, πληρότητα·
γνώριζε —λέγανε— τη γλώσσα των πουλιών, της φωτιάς, της σιωπής, των ανέμων·
ένα περιστέρι καθόταν στον ώμο του.
Η αδελφή μου τον φοβόταν,
κρυβόταν πίσω απ’ τη ράχη του ή πήγαινε στ’ άλλο δωμάτιο
κι ήμουν βεβαία πως από κει θα κρυφάκουγε. Εγώ τον αγαπούσα. Μια μέρα
μου ’πιασε το πηγούνι, μου σήκωσε το πρόσωπο. «Θα ’σουνα πιο όμορφη —μου είπε—
αν ήσουν αγόρι». «Είμαι», του είπα. Γελάσαμε
κι οι δυο σαν συνένοχοι. Οι άλλοι οργίζονταν μαζί του
σα να ’φταιγε αυτός για όσα τους μέλλονταν. Χτυπούσε το ραβδί του κι έφευγε.
Πίσω του μέναν κάτι πούπουλα μαύρα, λευκά ή χρυσορόδινα.

Για λίγο γινόταν μια μεγάλη σιωπή, σαν όλα να ’χαν χάσει
τη σημασία τους και το βάρος τους. Μια γαλήνια χαλάρωση
σερνόταν πίσω απ’ τα γόνατα. Κανένας δεν έδιωχνε
τη γάτα που ’χε ανέβει στο τραπέζι και μασούσε ένα ψάρι. Στα τζάμια του παράθυρου
το φως χυνόταν υπόλευκο, πεπλατυσμένο. Κι αμέσως μετά
χτυπούσαν ξέφρενα τα τύμπανα. Μια σάλπιγγα πάνω στο φρούριο
και μια άλλη απέναντι, μέσ’ απ’ τα λιόδεντρα. Τις νύχτες
ανάβανε φωτιές από λόφο σε λόφο. Πυρσοφόροι περνούσαν,
μια οπή τεράστια ανοιγόταν στο σκοτάδι· διακρινόταν το χάος. Και πάλι
η νύχτα κρυβόταν μες στη νύχτα. Όλοι κρυβόνταν. Δεν καταλάβαινα τίποτα.

Πότε μας βάζαν ν’ απαγγείλουμε κάτι ποιήματα μπροστά σε ξένους.
Εμείς, παιδιά, δε θέλαμε. Κλαίγαμε. Πότε να προσφέρουμε
μιαν ανθοδέσμη σ’ έναν άσκημο, αδύνατο γέρο με ψεύτικες μασέλες. Πότε
μας βγάζαν κι εμάς στον εξώστη να χαιρετίσουμε τα πλήθη. Πότε μας κρύβαν
κάτω στα υπόγεια με τα μεγάλα κιούπια. Κοιτούσαμε τις αράχνες·
έσταζε το κερί· παίρναμε τις ζεστές σταγόνες· φτιάχναμε
λαγούς, αλέτρια, βάρκες ή γυμνά ανθρωπάκια. Πότε μας στέλναν,
νύχτα, με συνοδεία, στα χτήματα, κοντά στον πατέρα σας.

Δεν προφταίναμε να βγάλουμε τα σαντάλια μας, να σεργιανίσουμε στη χλόη,
να κόψουμε μόνες ένα μήλο. Μας έπαιρναν πάλι.
Άλλαζαν οι σημαίες στα φρούρια, στα δημόσια κτίρια. Ποιός νίκησε τάχα; Ποιός νικήθηκε;

Οι καβαλάρηδες πηδούσαν απ’ τ’ άλογα, βγάζαν τις σέλες,
τις κουβαλούσαν στο διάδρομο· κάθονταν στα σκαμνιά· βγάζαν τις ζώνες τους·
βγάζαν τις μπότες τους. Τα πόδια τους ήταν μεγάλα.
Μύριζαν πεύκο και τραγίλα. Οι γυναίκες προφασίζονταν τις συναχωμένες·
έσφιγγαν το μύλο του καφέ μπροστά στο παράθυρο, ώσπου να βγει το φεγγάρι.

Τότε, νομίζω, κατέβαιναν οι αλεπούδες κι οι λύκοι απ’ το δάσος.
Έλαμπε ολόκληρη η νύχτα σαν ασβεστωμένη.
Το ποτάμι στεκόταν· δεν έτρεχε. Οι πέτρες ήταν άσπρες.
Μπρος στα κρεβάτια χάσκαν οι μεγάλες μπότες των ιππέων.
Ο πιο μικρός ζεσταινόταν· γδύθηκε ολόκληρος·
πέρασε πίσω απ’ την κουρτίνα· η κουρτίνα φωτιζόταν.
Μαλαματένια φύλλα πέφταν στις ταράτσες. Οι πετεινοί φωνάζαν.

Τότε περίπου τυφλώθηκε ο πατέρας. Μονομιάς όλα γίνηκαν
κόκκινα, κατακόκκινα με πράσινες βούλες,
κόκκινα και τα πιάτα με μια τρύπα στη μέση. Λίγο αργότερα,
ακούστηκαν και πάλι σάλπιγγες. Οι άντρες τιναχτήκαν απ’ τον ύπνο τους,
ζώνονταν τα σπαθιά τους, πηδούσανε στ’ άλογα. Ένας ίσκιος πελώριος
απόμενε στο προαύλιο — ίσως να ’ταν απ’ τ’ ορθρινό φεγγάρι,
ίσως από το φτερωτό μαρμάρινο λιοντάρι του πανάρχαιου πύργου.

Οι θέσεις τους επάνω στα κρεβάτια μέναν για λίγο ζεστές. Μετά κρυώνανε.
Εκεί κουλουριαζόνταν οι γυναίκες και κλαίγαν. Η αδελφή μου
μέρα τη μέρα αδυνάτιζε· γινόταν πιο σκληρή· χλώμιαζε·
απόφευγε τον Αίμονα και μένα. Έβγαινε μόνη τ’ απογεύματα.
Ίσως να πήγαινε ώς τις πύλες των Θηβών, ίσως και να κουβέντιαζε
με κείνη τη λεοντόκορμη γυναίκα. Τα μάτια της σε κάρφωναν
με δυο παγωμένα ερωτήματα, κι ας μη σε κοιτούσε.
Φανερό πως περίμενε κάτι έκτακτο. Τις νύχτες δεν κοιμόμασταν.

Τα σεντόνια πέφταν στο πάτωμα. Πολλές φορές έκανα πως κοιμάμαι·
την παρακολουθούσα — πλαγιασμένην πιο κει σε ασάλευτη ένταση. Μια νύχτα
το φεγγαρόφωτο είχε εισδύσει στο δωμάτιο, την έλουζε ώς τη μέση·
την είδα να κινεί τα φωτισμένα δάχτυλά της σα χορεύτρια, σαν ιέρεια,
σα να ’πλεκε ένα αόρατο σκοινί, σα να ’γραφε αριθμούς στον αέρα·
κάτι μετρούσε — ίσως τα χρόνια της (ή μήπως την ανυπαρξία;)
ύστερα τα ’φερε γύρω στο λαιμό της, τ’ άφησε εκεί ασημένια,
και μονομιάς τινάχτηκε σα να τρόμαξε. Σηκώθηκε,
πήρε την άσπρη δαντελένια ομπρέλα της μητέρας, την άνοιξε
και κάθισε κάτω της, συμμαζεμένη στο κρεβάτι, σαν για να προφυλαχτεί
απ’ το φεγγάρι ή απ’ τους ίσκιους της νύχτας. Έμοιαζε έτσι
σα να ’ταν όλη τρυπημένη από μικρούς ασημογάλανους μαιάνδρους.

Μα ίσως στο μεταξύ να με είχε πάρει ο ύπνος. Όταν άνοιξα τα μάτια μου
είδα τα μαντεμένια πόδια των κρεβατιών πανίσχυρα, τριχωτά, κτηνώδη.
Άκουσα που περνούσε ο σταμνάς για τη δουλειά του. Κοίταξα απ’ το παράθυρο.
Στο δρόμο ήταν άδεια πακέτα από τσιγάρα, σημαιούλες, χαρτοπετσέτες, φυσίγγια.
Πίσω απ’ τα κυπαρίσσια φαινόταν η μάντρα του μαρμαράδικου
μ’ έναν τεράστιο χάλκινο ιππέα. Μια μέρα
ακούστηκε ένας τρομερός, άγνωστος θόρυβος. Μες στην τραπεζαρία,
καταμεσής στο τραπέζι με το πρόγευμα, είχε πέσει
ο μεγάλος πολυέλαιος. Μπορούσες πια να περιμένεις τα πάντα.

Δεν έμειναν παρά κομμάτια κρύσταλλο και λάμψεις. Στην πόρτα
στέκονταν δυο πανύψηλοι κουτσοί με δεκανίκια.
Οι υπηρέτριες τούς έδιωξαν. Οι άντρες είχαν φύγει.
Όλος ο κόσμος άδειασε μεμιάς. Οι γυναίκες δε βάφονταν.
Σέρναν αργά τις παντόφλες τους. Ξεχνούσαν ν’ ανάψουν τις λάμπες.
Κάνανε το σταυρό τους πίσω απ’ τα μαλλιά τους. Οι τσουκνίδες μεγάλωναν στους κήπους.
Μες στον κισσό είχαν κρύψει τα κλειδιά. Τ’ άλογο του πατέρα, γερασμένο,
εξαφανίστηκε ένα βράδυ. Δεν ξαναγύρισε. Κάποιο παλιό του πέταλο
το κρέμασαν στην πόρτα της αποθήκης. Το σκοινί του
το δέσαν σε δυο δέντρα για τα ρούχα της μπουγάδας.

Στιγμές στιγμές, μέσα στη γενική αναστάτωση, γινόταν
μια τεράστια σιωπή, τρομερά διάφανη. Τα πάντα αποκτούσαν
μιαν άλλη οπτική και ηχητική, ένα άλλο ενδιαφέρον,
εκείνο το γεμάτο αδιαφορία. Τα κοιτούσες κατάματα· τ’ άκουγες.
Οι κότες μπαίναν στο νεκροταφείο, σκαλίζαν όλη μέρα·
έκαναν κάτι θεόρατα αυγά, όπου τύχει, μες στις μαργαρίτες,
κάτω απ’ το δεντρολίβανο, στο δρόμο ή στις καρέκλες. Ένα αόρατο χέρι
αφαιρούσε ένα ένα τα μεγάλα σκουριασμένα καρφιά από τις πόρτες.
Οι μύγες ξύπναγαν νωρίς, χτυπούσαν δυνατά τα τζάμια.

Έξω απ’ τα τείχη πληθαίναν οι νεκροί. Ήμουνα πάντα περίεργη
για τους νεκρούς· — όχι προσπάθεια εξοικείωσης με το θάνατο
ούτε και συμφιλίωσης. Κάποτε ξέφευγα την επιτήρηση
της μητέρας και των παιδαγωγών· σκαρφάλωνα στο φρούριο· κοίταζα
μέσ’ απ’ τις πολεμίστρες· — κουβαλούσαν τους νεκρούς σε χειραμάξια, σε φορεία, σε σκάλες·
άλλοι απομέναν πλαγιασμένοι κάτω στην πεδιάδα, σε όμορφες στάσεις,
ήσυχοι, νέοι, ωραίοι, πλάι στα σκοτωμένα άλογά τους. Τους έβλεπα
χωρίς καθόλου θλίψη, — ωραίοι, σαν ταγμένοι στον έρωτα.
Ώσπου ήρθαν οι δικοί μας νεκροί· και μεμιάς μεγαλώσαμε.

Είδα την αδελφή μου στην αυλή τα χαράματα —σημαδεμένη απ’ τη μοίρα—
κατάχλωμη. Τα χέρια της, το φόρεμά της, τα μαλλιά της όλο χώματα.
Τ’ αγιάζι το πρωινό μάς περόνιαζε. Τρέμαμε. Η μέρα κατέβαινε
απέραντα άσπρη, διάτρητη με μαύρα κοράκια.

Τί κατάλαβαν, θε μου, τί κέρδισαν; Τα άλλα τα ξέρετε.
Δεν απόμεινε τίποτα. Μόνο η πέτρινη Σφίγγα πάνω στο βράχο
έξω απ’ τις πύλες των Θηβών, αδιάφορη, απερίσπαστη —
δε θέτει πια ερωτήματα. Κόπασε ο μάταιος θόρυβος. Άδειασε ο χρόνος.
Μια ατέλειωτη Κυριακή με κλεισμένα παράθυρα. Απίστευτο
τα βράδια του καλοκαιριού να ποτίζουν ακόμη τους κήπους.

Μια τάφρος σιωπής — όπως είπατε. Κοιτάχτε, βγήκε το φεγγάρι.
Ακούγεται έξω και το σιντριβάνι. Δεν το ακούτε; Τα χέρια σας
διατηρούν ακόμη τους ωραίους ρόζους της αγροτικής δουλειάς. Ελπίζω
να μη μείνετε μονίμως στο στρατό. Σαν λήξει η θητεία σας
επιστρέψτε στα κτήματα, κοντά στον πατέρα σας. Η πόρτα ετούτη
οδηγεί κατευθείαν στο διαμέρισμά μου. Ο διάδρομος που βγάζει στο νότο
δε φρουρείται ποτέ. Χτυπήστε εφτά φορές. Μεσάνυχτα. Θα σας ανοίξω.
Θα ’θελα να σας δώσω κάτι μικροπράματα για τον πατέρα σας.

Κάτι κοστούμια του Αίμονα —τα ’χω κρατήσει στη ντουλάπα—
θα σας πηγαίνουν μια χαρά φαντάζομαι. Και το καινούργιο του ξίφος,
από χρυσάφι, ελεφαντόδοντο, ρουμπίνια, — δεν πρόφτασε
να το ζώσει στη μέση του. Είναι όμορφη η νύχτα. Προσέχτε τη σκάλα.

(Έχει σκοτεινιάσει. Μπαίνει στο διαμέρισμά της ενώ ακούγονται ακόμη τα βήματα του νεαρού αξιωματικού στη σκάλα. Ζητάει ψηλαφητά τα σπίρτα στο μικρό τραπέζι. Ανάβει και τα τρία κεριά στο κηροπήγιο. Χτυπάει τον κρεμασμένο, μετάλλινο δίσκο. Έρχεται η Τροφός. «Δε θα δειπνήσω απόψε», λέει. “Δε θα σε χρειαστώ. Μπορείς να πλαγιάσεις. Α, ναι, φέρε μου ένα ποτήρι νερό. Και να κουρντίσεις κείνο το εκκρεμές στην αίθουσα. Το ξεχάσαμε. Πάρε και κείνο το καλάθι με τα φρούτα. Τη γλάστρα βάλ’ την στο παράθυρο”. Σε λίγο της έφερε το νερό. Έφυγε. Ησυχία. Κλειδώνει και τις δυο πόρτες. Ακούγεται τώρα και το ρολόι από δίπλα. 9. 9 και τέταρτο. 10. 10 και μισή. Μπροστά στον καθρέφτη. Ξεβάφεται. Γδύνεται. Πεσμένα στήθη. Σημάδια απ’ το σφίξιμο του κορσέ στην κοιλιά. Οι δαχτυλιές του χρόνου στους μηρούς. 11. Βγάζει τα περιδέραια. Το δέρμα, κάτω απ’ το σαγόνι, χαλαρό, κρεμασμένο. 11 και τέταρτο. Παίρνει το κηροπήγιο στ’ αριστερό της χέρι. Πλησιάζει στον καθρέφτη. Με τον παράμεσο του δεξιού χεριού τραβάει το δέρμα κάτω απ’ τα μάτια. Ο βολβός θολός μ’ ένα λεπτό δίχτυ κόκκινες φλέβες. Φέρνει τώρα τα δάχτυλά της στα βαμμένα μαλλιά. Οι ρίζες άσπρες. Έκφραση ναυτίας στο ακίνητο πρόσωπο. Τραβηγμένες οι άκρες των χειλιών. 11 και μισή. Αρχίζει να βάφεται. Ντύνεται μ’ ένα κόκκινο φόρεμα. Φοράει πάλι τα κοσμήματα. Ξαπλώνει στην κόκκινη, βελουδένια πολυθρόνα, αντίκρυ στον καθρέφτη. Κλείνει τα μάτια. 12. Εφτά χτυπήματα σιγανά στην πόρτα. Σιωπή. Και πάλι εφτά χτυπήματα, πιο δυνατά. Σιωπή. Και πάλι τα χτυπήματα. Ύστερα, τίποτα. Μεγάλη σιωπή. Το ποτήρι γυαλίζει. Σηκώνεται. Πλησιάζει στον καθρέφτη. Βάφεται πάλι. Άσπρη σα γύψος. Τα μάτια πελώρια, κατάμαυρα. Ένα γύψινο προσωπείο. Αλλάζει. Φοράει ένα φόρεμα της αδελφής της, κλειστό, ριχτό, πτυχωτό, καστανόχρωμο. Βάζει μια ζώνη με φαρδιά πόρπη. Ανοίγει το συρτάρι του κομοδίνου. Κάτι παίρνει. Με τη ράχη γυρισμένη στο κηροπήγιο και στον καθρέφτη, πίνει με μικρές διακεκομμένες γουλιές το νερό, σα να παίρνει ασπιρίνες. Ξαπλώνει στο κρεβάτι ντυμένη και με τα σαντάλια της. Ακίνητη. Ήσυχη. Κλείνει τα μάτια. Χαμογελάει. Κοιμήθηκε; Απ’ την πλαϊνή αίθουσα ακούγεται το ρολόι).

ΑΘΗΝΑ, Σεπτέμβρης–Δεκέμβρης 1966, ΣΑΜΟΣ, Δεκέβρης 1971

Γιάννης Ρίτσος. 1972. Ισμήνη. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1972] 2009. Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972). 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση