Φυλακισμένα Μνήματα

To “Φυλακισμένα Μνήματα” είναι ένα ποίημα για την μαρτυρική Κύπρο του Κόττη Κωνσταντίνου από την συλλογή του «Ενθυμούμενος την Αχαιούσα Ακτή». Πόσο επίκαιρο είναι σήμερα, με αφορμή τη ψήφιση της “συμφωνίας των Πρεσπών”, αν ήταν αφιερωμένο για την Μακεδονία μας!!!

Φυλακισμένα Μνήματα

Υπάρχουν κάτι μνήματα που΄ναι φυλακισμένα/

που΄ναι θαμμένοι ήρωες και θέλουνε να βγούνε/

δεν τους κρατά το χώμα αυτό κι΄ας είναι ματωμένο/

είναι βαρύ το σκέπασμα και αντοχή δεν έχουν.

Δεν έχουν πια υπομονή κι΄ας μείναν από δέρμα/

Το αίμα που ποτίστηκε θέλουν να πιάσει τόπο/

Θέλουν να γίνει ένα δεντρί ψηλό σαν κυπαρίσσι/

σαν και αυτά που απέμειναν αχώριστό τους ταίρι.

Να φθάσει ως τον ουρανό, τον ήλιο να καλύψει/

να γίνει σκότος καταχνιά σε ετούτα εδώ τα μέρη/

γιατί ο ήλιος ειν΄ χαρά, δαμέ πια μόνο θλίψη.

Τουλάχιστον, τουλάχιστον στον πόνο μας μην παίζεις/

Σεβάσου αυτά τα κόκαλα που και νεκρά μιλάνε/

σεβάσου αυτά τα μνήματα την ποσπασιά ζητάνε !

Κόττης Κωνσταντίνος

Το παράπονο του Οδυσσέα Ελύτη

Αναρωτιέμαι μερικές φορές:

Είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά, πως η ζωή μου είναι μία;

Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;
Ν΄αντικρίζεις τη ζωή με μούτρα.

Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις.

Κι ύστερα να μη φτάνει ούτε κι αυτό, να χρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές.

Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές.

Να περιμένεις μεγάλες στιγμές.

Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις.

Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου.

Και να μη βλέπεις, πως ακριβώς δίπλα σου συμβαίνουν αληθινές δυστυχίες που η ζωή κλήρωσε σε άλλους ανθρώπους.
Σ΄ εκείνους που δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται.

Και να μην μαθαίνεις από το μάθημά τους.

Και να μη νιώθεις καμία φορά ευλογημένος που μπορείς να χαίρεσαι τρία πράγματα στη ζωή σου, την καλή υγεία, δυο φίλους, μια αγάπη, μια δουλειά, μια δραστηριότητα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δημιουργείς, ότι έχει λόγο η ύπαρξή σου.

Να κλαίγεσαι που δεν έχεις πολλά.

Που κι αν τα είχες, θα ήθελες περισσότερα.

Να πιστεύεις ότι τα ξέρεις όλα και να μην ακούς. Να μαζεύεις λύπες και απελπισίες, να ξυπνάς κάθε μέρα ακόμη πιο βαρύς.
Λες και ο χρόνος σου είναι απεριόριστος.

Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου.

Κάθε μέρα αποτυγχάνω.

Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή.

Και που η λύπη τους είναι η δύναμή τους.

Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους.

Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα.

Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ.

Για τους εαυτούς τους και για όσους αγαπούν.

Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα.

Όσο κι αν κανείς προσέχει όσο κι αν το κυνηγά πάντα, πάντα θα ΄ναι αργά δεύτερη ζωή δεν έχει.

Καταραμένε Έλληνα …

Ο μεγάλος Σίλερ (1759-1805), γερμανός ποιητής και ιστορικός, ιατρός και φιλόσοφος σε μία έκρηξη απορίας μέσα από τα βάθη της ψυχής του γράφει :

“Καταραμένε Έλληνα.

Όπου να γυρίσω την σκέψη μου, όπου και να… στρέψω την ψυχή μου, μπροστά μου σε βλέπω, σε βρίσκω.

Τέχνη λαχταρώ, Ποίηση, Θέατρο, Αρχιτεκτονική, εσύ μπροστά, πρώτος και αξεπέραστος.

Επιστήμη αναζητώ, Μαθηματικά, Φιλοσοφία, Ιατρική, κορυφαίος και ανυπέρβλητος.

Για Δημοκρατία διψώ, Ισονομία και Ισότητα, εσύ μπροστά μου, ασυναγώνιστος κι ανεπισκίαστος.

Καταραμένε Έλληνα, καταραμένη Γνώση…

Γιατί να σε αγγίξω;

Για να αισθανθώ πόσο μικρός είμαι, ασήμαντος, μηδαμινός;

Γιατί δεν με αφήνεις στην δυστυχία μου και στην ανεμελιά μου;

Ο ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΤΩΝ ΩΡΙΜΩΝ

«Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’ότι έχω ζήσει έως τώρα…

Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση.

Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά.

Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει.

Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες.

Δε θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί. Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους.

Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους.

Μισώ, να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα. Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο… μετά βίας για την επικεφαλίδα.

Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται… Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα…

Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση. Που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους. Που δεν επαίρονται για το θρίαμβό τους. Που δε θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν από την ώρα τους. Που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους. Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και που το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια και την ειλικρίνεια.

Το ουσιώδες είναι αυτό που αξίζει τον κόπο στη ζωή.

Θέλω να περιτριγυρίζομαι από πρόσωπα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων… Άνθρωποι τους οποίους τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τους δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή.

Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει.
Σκοπεύω να μην πάει χαμένη καμιά από τις καραμέλες που μου απομένουν… Είμαι σίγουρος ότι ορισμένες θα είναι πιο νόστιμες απ’όσες έχω ήδη φάει.

Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου και τους αγαπημένους μου.

Εύχομαι και ο δικός σου να είναι ο ίδιος γιατί με κάποιον τρόπο θα φτάσεις κι εσύ…»

Από τον Mario de Andrade (Ποιητή, συγγραφέα, δοκιμιογράφο και μουσικολόγο από τη Βραζιλία).

Κόκκινο… το… απόσταγμα….

Όλα εδώ έχουν αλλάξει….
τίποτα δεν είναι όπως παλιά
κι αυτή η περίεργη η σιγαλιά
απρόθυμη σειρήνα να ουρλιάξει!

Μας σφίγγει αυτό το… πρόσταγμα
-Κόκκινο…. το … απόσταγμα….

Στου ουρανού το μπλε το χρώμα
άσπρες γραμμές και …ψεκασμοί….
πάντα μας πνίγει μια οσμή
που δεν την ξέρουμε ακόμα…

Μας σφίγγει αυτό το… πρόσταγμα
-Κόκκινο…. το … απόσταγμα….

Κι ακούμε στη Βουλή καμπόσους
με εμβατήρια και ήχους…
μα τα … “θερμόμετρα” του ψύχους
δείχνουν μονίμως πλην ….τριακόσους! (-300)

Μας σφίγγει αυτό το… πρόσταγμα
-Κόκκινο…. το … απόσταγμα….

Λεωνίδας Μαρτέλος

http://www.malakes-kouventes.blogspot.com/

Αν – Ράντγιαρντ Κίπλινγκ

Αν να κρατάς καλά μπορείς το λογικό σου, όταν τριγύρω σου όλοι
τάχουν χαμένα και σ’ εσέ της ταραχής τους ρίχνουν την αιτία.
Αν να εμπιστεύεσαι μπορείς τον ίδιο τον εαυτό σου όταν ο κόσμος
δε σε πιστεύει κι’ αν μπορείς να του σχωρνάς αυτή τη δυσπιστία.
Να περιμένεις αν μπορείς δίχως να χάνεις την υπομονή σου,
κι’ αν άλλοι σε συκοφαντούν να μην καταδεχτείς ποτέ το ψέμμα,
κι’ αν σε μισούν, εσύ ποτέ σε μίσος ταπεινό να μην ξεπέσεις,
μα να μην κάνεις τον καλό η τον πολύ σοφό στα λόγια.

Αν να ονειρεύεσαι μπορείς και να μην είσαι δούλος των ονείρων,
αν να στοχάζεσαι μπορείς δίχως να γίνει ο στοχασμός σκοπός σου,
αν ν’ αντικρίζεις σου βαστά το θρίαμβο και τη συμφορά παρόμοια
κι’ όμοια να φέρνεσαι σ’ αυτούς τους δυο τυραννικούς απατεώνες,
αν σου βαστά η ψυχή ν’ ακούς όποιαν αλήθεια εσύ είχες ειπωμένη,
παραλλαγμένη απ’ τους κακούς, για να ναι για τους άμυαλους παγίδα
η συντριμμένα να θωρείς όσα σούχουν ρουφήξει τη ζωή σου
και πάλι να ξαναρχινάς να χτίζεις μ’ εργαλεία πούναι φθαρμένα.

Αν όσα απόχτησες μπορείς σ’ ένα σωρό μαζί να τα μαζέψεις
και δίχως φόβο, μονομιάς κορώνα η γράμματα όλα να τα παίξεις
και να τα χάσεις και απ’ αρχής, ατράνταχτος να ξεκινήσεις πάλι
και να μη βγάλει και μιλιά γι’ αυτό τον ξαφνικό χαμό σου.
Αν νεύρα και καρδιά μπορείς και σπλάχνα και μυαλό όλα να τα σφίξεις
να σε δουλέψουν ξαναρχής, κι’ ας είναι από πολύν καιρό σωσμένα
και να κρατιέσαι πάντα ορθός, όταν δεν σούχει τίποτε απομείνει
παρά μονάχα η θέληση, κράζοντας σε όλα αυτά «βαστάτε».

Αν με τα πλήθη να μιλάς μπορείς και να κρατάς την αρετή σου,
με βασιλιάδες να γυρνάς, δίχως απ’ τους μικρούς να ξεμακρύνεις.
Αν μήτε φίλοι, μήτ’ εχθροί μπορούνε πια ποτέ να σε πειράξουν,
όλο τον κόσμο αν αγαπάς, μα και ποτέ παρά πολύ κανένα.
Αν του θυμού σου τις στιγμές, που φαίνεται αδυσώπητη η ψυχή σου,
μπορείς ν’ αφήσεις να διαβούν την πρώτη ξαναβρίσκοντας γαλήνη,
δική σου θάναι τότε η Γη, μ’ όλα  και μ’ ό,τι πάνω της κι’ αν έχει
και κάτι ακόμα πιο πολύ: Άντρας αληθινός θάσαι, παιδί μου.