Σεπ 27 2010

…..στο Δάσκαλο…..

Συντάκτης: κάτω από θέατρο,Νέα

Με ιδιαίτερη συγκίνηση διάβασα χθες στον Αγγελιοφόρο της Κυριακής (Θεσσαλονίκη) μια κρτιτική για την παράσταση “Το τάβλι” του Δημήτρη Κεχαΐδη σε σκηνοθεσία Άρη  Ρέτσου. Και συγκινήθηκα γιατί η κριτική ήταν γραμμένη από Τον αγαπημένο μου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο. Χρόνια έχω να τον δω, ακόμα περισσότερα να του μιλήσω ή να τον ακούσω στο αμφιθέατρο, κρατώ ακόμα όμως την ένταση με την οποία έκανε μάθημα, την όρεξη και το συναίσθημα  που μετέφερε , τις άπειρες γνώσεις και την αγάπη του για το αντικείμενό του. Tη ζούσε την παράδοση στο αμφιθέατρο. Zούσε για την παράδοση στο αμφιθέατρο. Οι συμφοιτήτριες έγραφαν ακόμα και τις ανάσες που έπαιρνε μιλώντας, εγώ απλά ξεχνιόμουν ακουγοντάς τον και ταξίδευα ήθελα να συμμετέχω στα ταξίδια του. (Γι αυτό ποτέ δεν είχα σημειώσεις, αν και δεν έχανα παράδοση…). Πάντα πολυπράγμων και πάντα πολυγραφότατος. Σήμερα ξαναγύρισα στα έδρανα  στο μάθημά του, γιατί  είναι τα γενέθλιά του και ήθελα απλά να του πω κάτι που δεν του είχα πει τότε : “Σ’ ευχαριστώ, για το ταξίδι και τους ούριους άνεμους που έστειλες τότε κι ακόμα μας συνοδεύουν. Να σαι πάντα καλά”

Ενα αλλιώτικο τάβλι

του Σάββα Πατσαλίδη, ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Εκείνους που γνωρίζουν τη δουλειά του Αρη Ρέτσου ώς τώρα ίσως και να τους ξένισε η επιλογή του να ανεβάσει το ρεαλιστικό «Τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη. Με αυτό δεν υπονοώ βεβαίως οτιδήποτε για την αξία του έργου. Αλλωστε το γεγονός ότι κάθε τόσο όλο και κάποιος το κάνει παράσταση, κάτι λέει για τις αντοχές του στο χρόνο. Πολλά από τα θέματα που καυτηριάζει δεν εξέλιπαν. Και οι δωσίλογοι υπάρχουν και οι ρουφιάνοι, οι κομπογιαννίτες, οι ψευτόμαγκες, οι καφενόβιοι, οι αεριτζήδες, οι ονειροπόλοι. Μάλιστα, σήμερα με το φιάσκο της οικονομίας, η παρουσία τύπων όπως ο Κόλιας και ο Φώντας (Γιάννης Μόρτζος και Νικήτας Τσακίρογλου στο πρώτο ανέβασμα του έργου στο Θέατρο Τέχνης το 1972) είναι πιο έντονη από ποτέ. Το θέμα είναι πώς τους ζωντανεύει κάποιος στο σανίδι, ώστε να μην προδίδονται οι ρυτίδες της πρώτης σύλληψής τους. Πού βρίσκει τις γέφυρες; Γιατί το κατά πόσο ένα έργο μας αφορά ή όχι δεν έχει να κάνει μόνο με τις ιδέες και τους χαρακτήρες που τις κουβαλούν, αλλά και με το σύνολο της αισθητικής του. Και το «Τάβλι», όπως και να το δει κανείς, αισθητικά τουλάχιστον είναι εγκλωβισμένο στα ηχοχρώματα μιας άλλης εποχής, μιας άλλης Ελλάδας. Το χιούμορ του, η γλώσσα του, οι εικόνες και ρυθμοί του φωνάζουν από μακριά την ηλικία τους. Γι’ αυτό και θεωρώ πως κάθε καινούργιο ανέβασμά του απαιτεί και ένα είδος γενναίου λίφτινγκ.

Ο Ρέτσος δεν έδειξε να φοβάται την ηλικία του. Πίστεψε στα μηνύματά του, στους εσωτερικούς του χυμούς και στη συγχρονικότητά του, και πήρε το ρίσκο. Και κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, θα ‘λεγα πως κέρδισε στα περισσότερα σημεία.

Μια παράσταση έξω από τα τείχη

Σε σύγκριση με το χώρο όπου φιλοξενήθηκε η παράσταση την πρώτη φορά (την είδα πριν από λίγους μήνες στο θέατρο «Αργώ», στην Αθήνα), θεωρώ ότι ο χώρος του θεάτρου «Εξω από τα τείχη», τόσο ως θέση (έξω από τα τείχη της Ανω Πόλης και έξω από τα «τείχη» της πανεπιστημιούπολης) όσο και ως εσωτερική διαρρύθμιση και ατμόσφαιρα, κολλάνε πολύ καλύτερα στη σκηνοθετική ανάγνωση του έργου. Αποπνέουν μια ωραία αίσθηση του «παλιού» και του μοναχικού.

Εκεί, κάπου «έξω» και ταυτόχρονα στο μέσον του πουθενά της πόλης, ο Ρέτσος έστησε ένα ζεστό όσο και ιδιόμορφο άσυλο για τους outsiders του Κεχαΐδη. Είδε το χώρο δράσης τους περίπου όπως τον μπερντέ του Καραγκιόζη, μαρκαρισμένο από δυο ζωγραφιστά τελάρα της συμφοράς, με τέσσερις μυγοσκοτώστρες τοποθετημένες όπως όπως σε μια ταλαιπωρημένη θήκη δίκην θυρεού και μία πέμπτη, «φονικό» όπλο στα χέρια του Φώντα, ο οποίος κάθε λίγο και λιγάκι αναλαμβάνει το έργο εξόντωσης κάποιας ενοχλητικής μύγας που χαλά την ατμόσφαιρα και το παραμύθιασμά του.

Πολυεπίπεδη παράσταση

Αλλοτε με κώδικες παρμένους από το βουβό κινηματογράφο (βλ. Σαρλό), άλλοτε από τον Μπέκετ («Περιμένοντας τον Γκοντό», κυρίως) και το θέατρο του παραλόγου γενικότερα (ας πούμε, Πίντερ), άλλοτε από την παράδοση του εξπρεσιονισμού (και του καμπαρέ ειδικότερα), από το σωματικό θέατρο (physical theatre) και, βεβαίως, από τον τρόπο που ο ίδιος ως σκηνοθέτης αντιλαμβάνεται τη μετρική του αρχαίου λόγου (στο μυαλό του όλα από εκεί αρχίζουν), έστησε μια πουλυσημαίνουσα και πολυεπίπεδη παράσταση υπό το μόνιμο ήχο των τζιτζικιών και τους εξαιρετικά ενορχηστρωμένους ήχους που δημιουργούσαν οι ίδιοι οι ηθοποιοί με το σώμα και τις κινήσεις τους. Με δεξιοτεχνία καλού μάστορα πέτυχε να διαμορφώσει ένα οπτικοακουστικό περιβάλλον με έντονη την αίσθηση του «εδώ και τώρα». Αντιμετώπισε τα πλάσματα του Κεχαΐδη σαν δυο παραμυθάδες που κυριολεκτικά σκοτώνουν το χρόνο τους σε ένα σκόπιμα αδιευκρίνιστο υπαίθριο χώρο που φιλοξενεί κάτω από την κληματαριά του ιστορίες, φωνές, καβγάδες και βροντερές ζαριές στο τάβλι, ζαριές που συνοδεύουν και υπογραμμίζουν φράσεις, εμπειρίες, πάθη. Το τάβλι γίνεται ο αποδέκτης των προσωπικών τους ελλειμμάτων. Στην ξύλινη επιφάνειά του σφηνώνονται με εκκωφαντικό τρόπο λέξεις και μαζί τους χαμένες ζωές. Ολα μια ζαριά, με ή χωρίς καφέ, φαίνεται να λέει ο σκηνοθέτης, ο οποίος καρέ καρέ ανοίγει το έργο να φανούν τα γκροτέσκα υποστρώματά του.

Επιλέγοντας να βάψει σε στιλ κλόουν τους ηθοποιούς του, αφενός υπογραμμίζει τη σωματικότητά τους και αφετέρου τους τραβά μακριά από τους ρόλους, βάζοντάς τους σε μια απόσταση ασφαλείας, ώστε με το (αντινατουραλιστικό) παίξιμό τους να μπορούν παράλληλα και να δείχνουν και να σχολιάζουν. Δηλαδή, ως απάντηση στην ψυχοσυναισθηματική εμπλοκή της Σχολής Κουν, αυτός αντιπροτείνει έναν ηθοποιό πιο παιγνιώδη, πιο απρόβλεπτο, πιο εξωστρεφή, πιο στιλιζαρισμένο, πιο λογολάγνο, πιο «επιθετικό» και άρα πιο «επικίνδυνο» σε σχέση με τον ορίζοντα των προσδοκιών του δέκτη. Ο Ρέτσος δεν αφήνει τίποτε να κινηθεί σε μια ομαλή επιφάνεια. Δίνει σε όλα τη μορφή καρδιογραφήματος, με τους ηθοποιούς να παίζουν άλλοτε μπροστά από την ατάκα (κυρίως ο «Κόλιας» εκεί όπου αφήνει τη φόρμα να καλύψει τα πάντα), τονίζοντας έτσι την υλικότητα των λέξεων, και άλλοτε πίσω, τονίζοντας την ίδια την αφήγηση. Εντός και εκτός της ιστορίας, θύτες και θύματα ταυτόχρονα στην ίδια γραφή και διαγραφή. Κυνηγοί και κυνηγημένοι του Greek Dream.

Δύσκολοι ρόλοι

Οι δύσβατες σκηνοθετικές επιλογές του Ρέτσου απαιτούν ηθοποιούς με ευελιξία, σκηνική ευφυΐα και ετοιμότητα. Και εκτιμώ πως τόσο ο Βασίλης Νανάκης (Κόλλιας) όσο και ο Γιάννης Παπαϊωάννου (Φώντας) που ανέλαβαν να ζωντανέψουν αυτή την γκροτέσκα διαπάλη των ηρώων του Κεχαΐδη με τους δαίμονες, τα όνειρα και τις υστερίες του επάνω σε μια γυμνή σκηνή, βγαλμένη κατευθείαν από τον εφιαλτικό κόσμο του Μπέκετ, κατέβηκαν με ορμή και καθαρότητα μέσων στην πλατεία και έπεισαν. Η καλοδουλεμένη σκηνική τους χημεία τούς κράτησε σε μια διαρκή και ουσιαστική επικοινωνία. Στάση, ρυθμός, άρθρωση, στιλ, όλα καλά ζυγισμένα και σωστά δοσμένα. Προσωπικά έφυγα με καλές εντυπώσεις, οι οποίες θα ήταν ακόμη πιο δυνατές εάν, πρώτον, ο σκηνοθέτης χάρασσε πιο ευανάγνωστα περάσματα ανάμεσα στην εποχή του έργου και τη δική μας (πουθενά δεν είδα να δένει η εικόνα των λακέδων του Κεχαΐδη με τα golden boys της εποχής μας), και, δεύτερον, εάν δεν άφηνε το έργο να ξεχειλώσει κάπως προς το τέλος, με όλες εκείνες τις εξπρεσιονιστικές σκηνές που πρόδιδαν μια μάλλον αχρείαστη επίδειξη σκηνοθετίτιδας. Θα μπορούσαν να λείπουν ή να συμπτυχθούν. Το έργο δεν είχε ανάγκη από άλλο στιλιζάρισμα. Η έξοδος ζητούσε κάτι πιο ακαριαίο και άμεσα συνδεδεμένο με το σήμερα. Τα πολλά μπες βγες πιο πολύ αποψίλωσαν παρά ενδυνάμωσαν τις εντυπώσεις και τους συσχετισμούς.

Συμπέρασμα: Μια ιδιαίτερη παράσταση που ρίσκαρε με το διαφορετικό και σε ένα μεγάλο βαθμό δικαιώθηκε .

22 απαντήσεις μέχρι τώρα




RSS Σχόλιων

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *