Πίσω από το παιχνίδι των διαρροών για το ωράριο των εκπαιδευτικών

Καθηγητές, σχολεία

EUROKINISSI / ILIALIVE GR / ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΥΡΟΥΝΗΣ

Συντάκτης: Χρήστος Κάτσικας Γιάννης Βαρδαλαχάκης

Τις προηγούμενες μέρες είχαμε για άλλη μία φορά δημοσιεύματα για επικείμενη αύξηση του διδακτικού ωραρίου, αυτή τη φορά ως απαίτηση των δανειστών προκειμένου να κλείσει η τρίτη αξιολόγηση. Το υπουργείο έσπευσε να διαψεύσει κατηγορηματικά ότι υπάρχει τέτοια πρόθεση, ωστόσο η πρόσφατη εμπειρία (για παράδειγμα των συντάξεων που δεν θα περικόπτονταν, της λαϊκής κατοικίας που θα προστατεύονταν, κτλ., κτλ.) διδάσκει ότι κάτι τέτοιο μάλλον περισσότερο θα πρέπει να μας ανησυχεί παρά να μας εφησυχάζει. Άλλωστε, η (νέα) αύξηση του ωραρίου έχει από καιρό συμφωνηθεί και το παιχνίδι των διαρροών και των διαψεύσεων έχει ακριβώς σαν στόχο την προετοιμασία του εδάφους για την οριστική εφαρμογή της.

Πάνω απ’ όλα, όμως, μία νέα αύξηση του ωραρίου είναι πιθανή γιατί μόνο έτσι μπορούν να επιτευχθούν τα δυσθεώρητα πρωτογενή πλεονάσματα σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα που έχει συμφωνήσει η κυβέρνηση με τους δανειστές. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η αύξηση του εβδομαδιαίου ωραρίου ακόμη και κατά μία ώρα για τους 60.000 εκπαιδευτικούς της τάξης επαρκεί για να εκμηδενιστούν όλες οι προσλήψεις αναπληρωτών στη Δευτεροβάθμια μέσω του τακτικού προϋπολογισμού.

Σήμερα, ο ΟΟΣΑ έχει ήδη παραδώσει την ενδιάμεση έκθεση αξιολόγησης του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και αναμένεται η παράδοση της τελικής έκθεσης η οποία θα δρομολογήσει και τις εξελίξεις αναφορικά με το ωράριο. Το πότε αυτή θα υλοποιηθεί ή το ποια μορφή θα έχει (αν θα είναι οριζόντια, αν θα στοχεύσει κυρίως στο ωράριο των παλαιότερων εκπαιδευτικών, αν θα αυξηθούν τα απαιτούμενα χρόνια για να αλλάξει κάποιος κλιμάκιο ωραρίου, κτλ.) είναι ερωτήματα των οποίων οι απαντήσεις εξαρτώνται από τη γενικότερη πολιτική και δημοσιονομική συγκυρία αλλά και από τα αντανακλαστικά και τις αντιστάσεις των εκπαιδευτικών.

ωράριο εκπαιδευτικών

Τι ισχύει στην πραγματικότητα για το ωράριο (και όχι μόνο για αυτό)

Επικοινωνιακά, το έδαφος για την αύξηση του διδακτικού ωραρίου έχει στρωθεί εδώ και χρόνια με τα μονότονα επαναλαμβανόμενα δημοσιεύματα που επιχειρούν να εμφανίσουν τους Έλληνες εκπαιδευτικούς ως τους «τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας». Τα «καύσιμα» για αυτή την επίθεση λάσπης τα παρέχει –ποιος άλλος;- ο ΟΟΣΑ, σύμφωνα με τον οποίο διδάσκουμε μόλις 528 ώρες ετησίως έναντι 663 (στην Κατώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση) και 629 ωρών (στην Ανώτερη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση) των συναδέλφων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Βέβαια, αυτό που εντέχνως παραλείπεται να αναφερθεί είναι ότι η συγκεκριμένη απόκλιση δεν οφείλεται στο μικρό εβδομαδιαίο διδακτικό ωράριο –κάθε άλλο – αλλά στην εξεταστικολαγνεία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.

Ας τα ξεκαθαρίσουμε λοιπόν:

Το μέσο εβδομαδιαίο διδακτικό ωράριο στην Ελλάδα είναι 20,5 ώρες, την ώρα που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 20. Μάλιστα, το μέγιστο ωράριο των 23 ωρών είναι ένα από τα μεγαλύτερα πανευρωπαϊκά, καθώς μόνο στη Γερμανία (28 ώρες), στη Φινλανδία, στο Βέλγιο και στην Κύπρο (24 ώρες) συναντάμε εκπαιδευτικούς που διδάσκουν εβδομαδιαίως περισσότερες ώρες από έναν Έλληνα καθηγητή με λιγότερα από έξι χρόνια υπηρεσίας. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι παραπάνω ώρες διδασκαλίας συνοδεύονται από υψηλότερες αποδοχές ή μικρότερο αριθμό μαθητών ανά τάξη.

Οι εργάσιμες εβδομάδες είναι 39 στη χώρα μας, έναντι 38 του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το περίφημο δίμηνο των καλοκαιρινών διακοπών συναντάται, εκτός από την Ελλάδα, στην Αυστρία (2,5μήνες), το Βέλγιο, την Κύπρο, τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο, τη Μάλτα, την Πολωνία, την Ισπανία και τη Β. Ιρλανδία, ενώ στις υπόλοιπες χώρες οι διακοπές είναι διάσπαρτες κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους.

Οι ετήσιες ημέρες διδασκαλίας είναι πράγματι λιγότερες (153 έναντι 176), αυτό ωστόσο οφείλεται αποκλειστικά στην σχεδόν δίμηνη μετατροπή των σχολείων σε εξεταστικά κέντρα κατά τις περιόδους του Ιουνίου και του Σεπτεμβρίου. Αυτός είναι και ο βασικός παράγοντας που συμβάλει στο να εμφανίζονται οι Έλληνες εκπαιδευτικοί ότι διδάσκουν λιγότερο του διεθνούς μέσου όρου ετησίως.

Ακόμη και ο ΟΟΣΑ παραδέχεται ότι ο συνολικός χρόνος που περνούν οι εκπαιδευτικοί στο σχολείο στην Ελλάδα είναι σημαντικά μεγαλύτερος του διεθνούς μέσου όρου (1.170 ώρες έναντι 1.030). Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι οι Έλληνες εκπαιδευτικοί μετά την αποχώρησή τους από το σχολείο επιφορτίζονται με ένα μεγαλύτερο φόρτο εργασίας σε όρους προετοιμασίας, διόρθωσης γραπτών και εργασιών, κ.α., εξαιτίας της ενασχόλησής τους με άσχετα προς το αντικείμενο της διδασκαλίας καθήκοντα (γραμματειακής υποστήριξης) κατά την παραμονή τους σε αυτό.

Τέλος, ένα ζήτημα για το οποίο σπάνια γίνεται λόγος είναι η μισθολογική απαξίωση, καθώς όποιον μισθολογικό δείκτη και αν επιλέξει κανείς είναι ξεκάθαρο ότι οι Έλληνες εκπαιδευτικοί κατατάσσονται στους χειρότερα αμειβόμενους πανευρωπαϊκώς.

ωράριο εκπαιδευτικών

Τι έχει συμφωνηθεί, τι διαδίδεται και τι τελικά ισχύει;

Ας δούμε, λοιπόν, πού οδηγείται η εκπαίδευση: Στον Ν. 4336 (3ο Μνημόνιο) αναφέρεται ότι «οι αρχές, σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, θα επικαιροποιήσουν την αξιολόγηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που εκπόνησε ο ΟΟΣΑ το 2011».

Η εν λόγω επανεξέταση θα καλύπτει όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων των δεσμών μεταξύ έρευνας και εκπαίδευσης και της συνεργασίας μεταξύ πανεπιστημίων, ερευνητικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων, με σκοπό την ενίσχυση της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας.

Οπως αναφέρεται στον Νόμο 4336, μεταξύ άλλων, «η επανεξέταση θα αξιολογήσει το περιθώριο περαιτέρω εξορθολογισμού (των τάξεων σχολείων και πανεπιστημίων), τη λειτουργία και διακυβέρνηση των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, την αποδοτικότητα και αυτονομία των δημόσιων εκπαιδευτικών μονάδων και την αξιολόγηση και διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα».

Ειδικότερα, οι αρχές δεσμεύονται να ευθυγραμμίσουν τον αριθμό διδακτικών ωρών ανά μέλος του προσωπικού, καθώς και την αναλογία μαθητών ανά τάξη και ανά εκπαιδευτικό, το αργότερο έως τον Ιούνιο του 2018. Και εδώ ο ΟΟΣΑ ξεδιπλώνει τη λογική του σαν μαθηματική εξίσωση που δεν «σηκώνει» άλλη από μία μόνο λύση. Προφανώς αυτή που προτείνει αυτός.

Ο ΟΟΣΑ, λοιπόν, μας κάνει τη χάρη να αναγνωρίζει ότι «οι μισθοί των εκπαιδευτικών, οι οποίοι συνήθως αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού για την εκπαίδευση, είναι συγκριτικά χαμηλοί στην Ελλάδα, χαμηλότεροι σε όλα τα σημεία σύγκρισης (αρχικός μισθός, μετά από 15ετία και ανώτερης βαθμίδας)».

Προφανώς δεν τον έπιασε κανένας πόνος για τους μισθούς πείνας. Αλλού είναι η στόχευση. Υποστηρίζει ότι «παρά τους χαμηλούς μισθούς, το μισθολογικό κόστος ανά μαθητή είναι υψηλότερο στην Ελλάδα από οποιαδήποτε χώρα του ΟΟΣΑ, γεγονός το οποίο υπογραμμίζει το επείγον της αντιμετώπισης του ζητήματος της τοποθέτησης των εκπαιδευτικών».

Για τους εμπειρογνώμονες του ΟΟΣΑ, «τα αποτελέσματα του διδακτικού χρόνου για τους μαθητές, του χρόνου διδασκαλίας για τους δασκάλους, αλλά κυρίως του εκτιμώμενου μεγέθους της τάξης, το οποίο είναι σαφώς χαμηλότερο του μέσου όρου του ΟΟΣΑ, είναι οι παράγοντες που συμβάλλουν στην υψηλή αναλογία μισθολογικού κόστους ανά μαθητή». Σημειώνει, συγκεκριμένα, ο ΟΟΣΑ:

■ «Είναι αναποτελεσματικό το δίκτυο μικρών σχολείων, μικρός αριθμός μαθητών ανά δάσκαλο και μικρό μέγεθος τάξης. Η Ελλάδα είναι μια χώρα με μικρά σχολεία. Περισσότερα από 1.300 Δημοτικά σχολεία έχουν λιγότερους από 25 μαθητές και περισσότερα από 250 Γυμνάσια και 70 Λύκεια έχουν λιγότερους από 50 μαθητές. Ελάχιστα σχολεία έχουν εγγεγραμμένους περισσότερους από 400 μαθητές και είναι κυρίως σχολεία ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης».

■ «Δεν είναι ευθυγραμμισμένος ο αριθμός διδακτικών ωρών ανά μέλος του προσωπικού, καθώς και η αναλογία μαθητών ανά τάξη και ανά εκπαιδευτικό».

■ «Ο φόρτος εργασίας των εκπαιδευτικών ετησίως είναι σημαντικά μικρότερος απ’ ό,τι σε άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, ειδικότερα στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο».

Και αφού καταλήγει στη διάγνωση, μετά προτείνει και τη «θεραπευτική αγωγή»:

1. Εξορθολογισμός του σχολικού δικτύου ως βασική προτεραιότητα του υπουργείου Παιδείας. Τα ελάχιστα μεγέθη κυμαίνονται σε: 75 μαθητές στα δημοτικά σχολεία, 150 μαθητές στα Γυμνάσια, 250 μαθητές στα Λύκεια.

2. Ευελιξία μέσω επιμόρφωσης και υλικοτεχνικής ψηφιακής υποδομής, έτσι ώστε τα σχολεία που για γεωγραφικούς λόγους δεν είναι μεγάλα να μπορούν να λειτουργούν με λιγότερο προσωπικό. Αφορά κυρίως σχολεία σε ορεινά και νησιά.

3. Αύξηση του φόρτου εργασίας των εκπαιδευτικών στους μέσους όρους της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ, εστιασμένη στην αύξηση του φόρτου εργασίας των πιο έμπειρων εκπαιδευτικών.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ