Τα «μυστικά» πίσω από τις λίστες κατάταξης ΑΕΙ

ΑΕΙ ΚΑΤΑΤΑΞΗΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΑΚΑΣΑΣ

Κάθε χρόνο την τρέχουσα περίοδο τα ελληνικά πανεπιστήμια ζουν τον πυρετό των rankings. Πρόκειται για τις αξιολογήσεις των πανεπιστημίων ανά τον κόσμο, οι οποίες γίνονται από εκπαιδευτικούς οργανισμούς και κατατάσσουν, βάσει κριτηρίων, τα ιδρύματα. Διεθνώς, η επίδοση κάθε ιδρύματος σε μια λίστα αξιολόγησης επηρεάζει σαφώς τη φήμη του και κατ’ επέκταση και τις πηγές χρηματοδότησής του. Στην Ελλάδα, ωστόσο, ένα καλό πλασάρισμα σε μια λίστα αποτελεί εύσημο που απαντά στα αιτήματα κοινωνικής λογοδοσίας από τα ΑΕΙ, την ίδια στιγμή που πυκνά είναι τα αιχμηρά σχόλια για το χαμηλό επίπεδο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας. Πάντως, πόσο μια καλή θέση μπορεί να αλλάξει τη γενική εικόνα;

Ειδικότερα, από το σύνολο των ΑΕΙ, τα οποία σύμφωνα με το International Handbook of Universities ξεπερνούν τις 18.000 παγκοσμίως, τα περισσότερα συστήματα κατάταξης ξεχωρίζουν –κατά την πρώτη φάση αξιολόγησης– τα καλύτερα 1.000 ή 4.000 ιδρύματα και κατόπιν προχωρούν στην τελική σύνταξη (δεύτερη φάση αξιολόγησης) ενός καταλόγου κατάταξης 500 ή 1.000 ιδρυμάτων. Η τελευταία λίστα που δημοσιοποιήθηκε ήταν η THE World University Rankings της έκδοσης Times Higher Education. Μεταξύ των 1.000 ιδρυμάτων που συμπεριέλαβε η λίστα, υπάρχουν 7 ελληνικά. Ετσι, μέχρι χθες τα πανεπιστήμια Κρήτης, Αθηνών, Οικονομικό Αθηνών και Αιγαίου είχαν εκδώσει ανακοινώσεις, δημοσιοποιώντας το επίτευγμά τους να πλασαριστούν στη λίστα του φημισμένου Times Higher Education.

Σύμφωνα με το Πανεπιστήμιο Αθηνών η μεθοδολογία της THE απαρτίζεται από 13 δείκτες, οι οποίοι ταξινομούνται σε πέντε κατηγορίες: διδασκαλία (30%), έρευνα (30%), ερευνητική απήχηση / ετεροαναφορές (30%), διεθνής διάσταση (7,5%), προσέλκυση πόρων (2,5%). Ο συγκεκριμένος φορέας επέλεξε τα 1.102 πανεπιστήμια από 1.500 που θεωρείται ότι ηγούνται της επιστημονικής έρευνας παγκοσμίως. Βασίστηκε στα αποτελέσματα των δύο ετήσιων εκθέσεων «ακαδημαϊκής φήμης» που υλοποίησε, παρέχοντας 250.000 είδη βιβλιομετρικών και άλλων δεδομένων, που βασίστηκαν σε 62 εκατ. παραπομπές – ετεροαναφορές και 12,4 εκατ. ερευνητικές δημοσιεύεις (μεταξύ των οποίων 250.000 βιβλία και κεφάλαια βιβλίων) σε διάστημα πέντε ετών.

Τα κριτήρια που υιοθετεί κάθε εκπαιδευτικός οργανισμός αξιολόγησης έχουν ιδιαίτερη αξία, καθώς ανάλογα με τη βαρύτητα που δίνεται σε καθένα, μεταβάλλεται και η θέση του ΑΕΙ. Για παράδειγμα, τα ελληνικά ΑΕΙ είναι υψηλότερα στις κατατάξεις που δίνουν βάρος στο παραγόμενο ερευνητικό έργο, αλλά στον αντίποδα είναι χαμηλά σε εκείνες που θεωρούν σημαντική την αναλογία φοιτητών/διδασκόντων ή την προσέλκυση κεφαλαίων από ιδιωτικές πηγές. Οπως παρουσιάζεται στη μελέτη που έκανε για την «Κ» ο Κωνσταντίνος Μπουρλετίδης, συντονιστής της Μονάδας Διασφάλισης Ποιότητας του Πανεπιστημίου Αθηνών, η αυξομείωση του συντελεστή βαρύτητας ενός κριτηρίου σε κάθε κατάταξη μπορεί να εκτοξεύσει ή να καταβαραθρώσει ένα ΑΕΙ.

«Τα αποτελέσματα αυτών των κατατάξεων ερμηνεύονται ποικιλοτρόπως και κατά το δοκούν. Θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στην ανάλυση αυτών των αποτελεσμάτων. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι οι πίνακες κατάταξης δεν είναι μια αποδεκτή μέθοδος σχετικής αξιολόγησης των πανεπιστημίων», λέει στην «Κ» ο πρύτανης του ΕΚΠΑ, Θάνος Δημόπουλος. Και εντέλει, φτάνει τα φώτα των πρώτων να μη συσκοτίζουν τα προβλήματα των υπολοίπων. Η Ελλάδα διαθέτει 20 πανεπιστήμια και όχι μόνο επτά.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ