Αρχική » Μαθητές » Γ γυμνασίου » Ενότητα «κρητική λογοτεχνία»

Ενότητα «κρητική λογοτεχνία»

Στην ενότητα «κρητική λογοτεχνία» οι μαθητές της Γ τάξης εμπνευσμένοι από τον ‘Ερωτόκριτο’ του Βιντσέντζου Κορνάρου με το κεντρικό θέμα τον έρωτα ενός νέου ‘κατώτερης’ κοινωνικής τάξης με μια αρχοντοπούλα, έγραψαν κείμενα που αφορούσαν ανάλογες περιπτώσεις ανθρώπων με κοινωνική διαφορά που συναντούν προβλήματα στη συμβίωση τους με άλλους.

Οι υπεύθυνοι καθηγητές

 

 

 

 

 


1 Σχόλιο

  1. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια γλυκιά γριούλα η Κ. Βέρα.

    Η κ. Βέρα τα δυο τελευταία χρόνια δεν έβγαινε σχεδόν καθόλου από το σπίτι. Φοβόταν κάπως… Όχι, φοβόταν πολύ, αλλά προσπαθούσε να μην το δείχνει. Είχε έρθει στη γειτονιά πριν από 52 χρόνια, νέα γυναίκα και φρεσκοπαντρεμένη.

    Μια γριούλα περιποιημένη, με λευκά μαλλιά προσεκτικά μαζεμένα κότσο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, καθαρά και πάντα άψογα σιδερομένα ρούχα με ένα γλυκό χαμόγελο λες και έβγαινε από παιδικό παραμύθι. Καθώς περνούσαν τα χρόνια ήρεμα και αγαπημένα, τότε άρχισαν να έρχονται οι ξένοι. Η γειτονιά γέμιζε με ανθρώπους που το χρώμα τους ήταν σκούρο, τα μάτια τους κοίταζαν γύρω-γύρω φοβισμένα, ξάπλωναν στα σκαλιά της μεγάλης εκκλησίας τα βράδια, έπαιρναν με ευγνομωσύνη το φαγητό που τους έδιναν και ήξεραν μόνο μια λέξη στα ελληνικά <>. Τους πρώτους που ήρθαν τους λυπήθηκαν . Οι περισσότεροι στη γειτονιά τους λυπήθηκαν.

    Με τον καιρό πλήθυναν πολύ στη πλατεία, η πείνα είναι κακός σύμβουλο, άπλωναν το χέρι σε ξένα πράγματα για να ζήσουν. Η γειτονία άρχισε να αγριεύεται. Ξέχναγε τον πόνο των ανθρώπων, την πολιτεία που χάζευε την κατάσταση , φλύαρα ανόητα. Ήξερε μόνο την απειλή. Οι άνθρωποι με το σκούρο δέρμα έχασαν τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους, γίνονταν εχθροί, έφταιγαν για όλα, προκαλούσαν φόβο.

    Η κ. Βέρα παρακολουθούσε από το μπαλκόνι της την κίνηση του δρόμου και της πλατείας. Καθόταν στο μικρό λευκό τραπέζι, ένα ξεχασμένο, παλιό τραπέζι, με πολλούς διακοσμητικούς έλικες σαν νταντέλα, ακουμπούσε την πλάτη της στην αντίστοιχη καρέκλα, παίρνοντας πάντα μαζί της ένα διπλό μαξιλάρι για την μέση της και ανέβαζε τα πόδια της πάνω στη μεγάλη γλάστρα με τα πολύχρωμα γαρύφαλλα. Καθόταν και παρακολουθούσε την κίνηση άλλοτε τρώγοντας κανένα φρούτο κι άλλοτε χωρίς να κάνει τίποτα, έτσι παρακολουθούσε την κίνηση μονάχα.

    Στην αρχή τους συμπαθούσε τους ξένους, αλλά μια μέρα βρήκε την είσοδο της πολυκατοικίας γεμάτη ανθρώπους να ξαπλώνουν και να βρομίζουν τον τόπο: άρχιζε να αλλάζει. Άκουγε και την τηλεόραση μέρα νύχτα οι ξένοι και οι ξένοι, άκουγε και τους γείτονες. Πλήθαιναν κάθε μέρα, αγανακτισμένες φωνές , γείτονες που άλλη κουβέντα από τους ξένους δεν είχαν στο στόμα τους , οι ξένοι και οι ξένοι… Για όλα έφταιγαν οι ξένοι. Κυρίως για την οικονομική κατάσταση που είχε αρχίσει να φτάνει στο χείλος της καταστροφής , κάθε σπίτι μετρούσε ανέργους και χρέη. Για όλα τους έφταιγαν οι ξένοι, οι λαθραίοι άνθρωποι.

    Μετά από όλα αυτά τα περιστατικά και ακόμα περισσότερα η κ. βέρα αποφάσισε να φύγει από την γειτονία που τόσο πολύ αγαπούσε . Όταν ήρθε η ώρα να φύγει η κ. Βέρα γύρισε και κοίταξε την πλατεία:<>, μουρμούρισε και έκλεισε την πόρτα πίσω της φεύγoντας.

    Τραιανού

    Άννα-Μαρία

Σχολιάστε

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση