“Του γιοφυριού της Άρτας” δημοτικό τραγούδι – παραλογή

Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στη Γ΄τάξη, οι μαθητές συνεργάστηκαν και δημιούργησαν την παρακάτω παραλλαγή με τη βοήθεια της φιλολόγου της τάξης.

Ερώτηση: Να αλλάξετε το τέλος της παραλογής αρχίζοντας από όποιο σημείο του τραγουδιού θέλετε, σε 15/σύλλαβο και χωρίς ομοιοκαταληξία.

 Παραλλαγή

Ήρθε η νύχτα κι έπεσε η λυγερή για ύπνο

Ποτέ δεν φανταζότανε να’ ρθούν τα πάνω κάτω

Μέσα στον ύπνο το βαθύ σημάδι της εστάλη

Βλέπει το αδερφάκι της να πέφτει στο ποτάμι.

Όνειρο ήταν τρομερό κι η λυγερή εσηκώθη

Αχ, Παναγιά μου! Δέσποινα, φωνάζει αγριεμένη

Βροντά την πόρτα πίσω της και χύνεται στο δρόμο

“Πού πας καλή μου πάρωρα; ο αλέκτωρ πριν λαλήσει;

Ρώτησε ο Πρωτομάστορας που πάντα τη προσέχει

“Τρέχω αμέσως, μάστορα, στης Άρτας το γιοφύρι

δε θα αφήσω να χαθεί ο μόνος αδερφός μου

Γοργά- γοργά εβάδιζε τη μοίρα να προλάβει

Φτάνει και βλέπει η δύστυχη της τύχης τα γραμμένα

γιοφύρι και τον αδερφό να σβήνουνε αντάμα

Πέφτει χωρίς να το σκεφτεί, τρελή από τον πόνο,

μες στο ποτάμι ζωντανή, να βρει τον αδερφό της

Ξοπίσω ο Πρωτομάστορας τρόμου φωνή θα βγάλει

Η μέρα εσκοτείνιασε, ο ουρανός αστράφτει

Και δύο πουλιά φτερούγισαν απ’ τα συντρίμια μέσα

Η λυγερή κι ο αδερφός γινήκαν περιστέρια

Σ’ όλο τον κόσμο για να πουν τ’ αδέρφια δε χωρίζουν

Μα μια θυσία ήθελε το κτίσμα να στεριώσει

Τα μάγια δε λυθήκανε, το βράδυ γκρεμιζόταν

Να μη λυπάστε, φίλοι μου, για τη διπλή θυσία

Τη λύση την εδώσανε τα αγαπημένα αδέρφια

Ολημερίς ελεύθερα περνούσαν οι διαβάτες

Ολονυχτίς τους έσωζαν τ’ αδέρφια-περιστέρια

Και πια κανείς δεν πνίγηκε στης Άρτας το ποτάμι

Μόνο ο Πρωτομάστορας πνίγεται μες στον πόνο

Πουλί κι αν ειν’ η αγάπη του, ποτέ δε θα πετάξει

Απ’ την καρδιά του μακριά, ώσπου ν’ ανταμωθούνε

Ομάδα μαθητών Γ’ Τάξης Γυμνασίου Χαβαρίου 2016-΄17

Γκρίλλα Κωνσταντίνα

Γκρίλλα Χαρά

Κυβερνήτης Βασίλης

Παπαγεωργίου Γιώργος

Λιγγόπουλος Παναγιώτης