Ζνίχι:η μοναδική ελληνική λέξη από “ζν”

Το “ζνίχι” είναι το πίσω μέρος του λαιμού, ο σβέρκος, ο αυχένας. Λέξη της παλιάς δημοτικής που την βρίσκουμε σε πολλές ομηρικές μεταφράσεις. Εμφανίζεται και σε παροιμίες, όπως : “το φιλότιμο μαυρίζει το ζνίχι” (επειδή ο φιλότιμος υποχωρεί).  Κ. Βάρναλης στη Ζούγκλα: “στο κρουστό σου ζνίχι το μαυριδερό”. Στέφ. Κουμανούδης: “Ω σβέρκον, ζνίχι και αυχήν/ τριώνυμε, πλην πράγμα εν!”

Αναδημοσίευση από το βιβλίο του Νικ. Σαραντάκου: “Λέξεις που χάνονται” από την χρηστική βιβλιοθήκη του “Βήματος”  Κυρ. 17/2/2013

Αθαν. Γρούδος ΠΕ 07